Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2016

Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΟΡΟΥ «ΕΚΚΛΗΣΙΑ-ΕΚΚΛΗΣΙΑΙ» ΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ «ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ»


Aναφορά στο κείμενο της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθόδοξης Εκκλησίας
Yπό Σεβ. Μητροπολίτου Μεσσηνίας Χρυσοστόμου Σαββάτου, Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών, AMEN

Τόν τελευταῖο καιρό καταβάλλεται μία συντονισμέ​νη προσπάθεια, ἀπό ὁρισμένες ὁμάδες (κληρικῶν καί λαϊκῶν) μέ σκοπό νά ἀποδυναμώσουν ἤ καί νά ἀκυρώσουν τό ἔργο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης  Συνόδου τῆς Ὀρθόδο​ξης Ἐκκλησίας, (Κρήτη, Ἰούνιο τοῦ 2016), μέ κύριο καί πρωταρχικό ἐπιχείρημά τους, ὅτι μέ τή χρήση τοῦ ὅρου «Ἐκκλησία-Ἐκκλησίαι» στό συνοδικό Κείμενο « Σχέσεις τῆς Ὀρ​θο​δόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χρι​στια​νι​κόν κόσμον», προσ​δίδεται καί ἀναγνωρίζεται ἐκκλησιαστικό​τη​​τα καί σέ ἄλλες ἑτερόδοξες χριστιανικές κοινότητες καί ὁμολογίες. Ἔχει πάρα πολλές φορές εἰπωθεῖ, ὅτι ὁ ὅρος «Ἐκκλη​σία-Ἐκκλησίαι» στό παραπάνω συνοδικό Κείμενο χρησιμοποιεῖται ὡς «terminus technicus» καί δέν ἀποδίδεται καμμία «ταυτό​τη​τα  πράγ​ματος» πρός αὐτήν τή φύση τῆς Ἐκκλησίας καθεαυ​τήν. Αὐτή ἡ τεχνι​κή χρήση τοῦ ὅρου εἶναι καθαρά περιγραφική καί σημαντική (ἐκ τοῦ σημαίνω), καί χρησιμοποιεῖται στή βιβλική γραμματεία, γιά νά περιγραφεῖ ἡ σύναξη, ἡ κοινότητα ἤ ἡ συνά​θροιση (τοπική ἤ περιφε​ρεια​κή) (Πραξ. 11,22. 15,41. 16,5. Β΄ Κορ. 1,1. 8,1. 16,10. Γαλ. 1,2), στή δέ πατερική γραμματεία, προκειμένου νά περιγραφεῖ ἡ δομή μιᾶς κοινό​τη​τας, («καλεῖται Ἐκκλησία» : Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Τραλλιανούς 3,1). Μέ τήν ἴδια περιγραφική λειτουργικό​τητα χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος καί ἀπό ὅλους τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας (Μεγ. Βασίλειος), στά Ὁμολογια​κά Κείμενα τοῦ ιστ΄ιθ΄ αἰῶνος, ὅπως  καί στά συγ​γράμ​ματα τῶν συγ​χρόνων καθηγητῶν τῆς δογματικῆς (Π. Τρεμπέλα, Ἰ. Καρμίρη, Ν. Ματσοῦκα, Ν. Μητσοπούλου, Χρ. Ἀνδρούτσου, Κ. Δυο​βου​νιώτη). Οὐδέ​πο​τε ὁ ὅρος χρησιμοποιήθηκε οὔτε καί σήμερα χρησιμο​ποιεῖ​ται μέ ἀποκλει​στι​κό καί μοναδικό ἐκκλησιολογικό περιεχόμενο, προκειμένου νά προσδιο​ρι​σθεῖ δηλαδή ἡ φύση ἤ ἡ ἐκκλησιαστι​κή ταυτότητα μιᾶς κοινότητας, ὅταν μάλιστα αὐτό πού καθορίζει τήν «ταυτότητα πράγματος» πρός αὐτήν τή φύση καί τό περιεχόμενο τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἡ ὁποιαδήποτε περιγραφική ὁρολογία ἀλλά αὐτό τοῦτο τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας ὡς ἐμπειρία καί βίωση (βλ. Νικόλαος ὁ Καβάσιλας : «Τήν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, εἴ τις ἰδεῖν δυνηθείη... οὐδέν ἕτερον ἤ αὐτό μόνον τό Κυριακόν ὄψεται σῶμα»). Ἡ ἀποφυγή ἐπίσης ἀπό τούς Πατέ​ρες καί Διδασκά​λους τῆς Ἐκκλησίας, ἑνός συγκεκριμένου ὁρισμοῦ περί τοῦ «τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία» καί ἡ περιγραφή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος, μέσα ἀπό εἰκόνες (βλ. Ἰ. Καρμίρη), ἐπιβε​βαιώνει ὅτι ὁ ὅρος χρησιμοποιεῖται μόνο περιγραφικά μιᾶς κατάστα​σης ἤ μιᾶς ἐμπειρίας καί ὄχι ὑπό τήν ἀποκλειστική χρή​ση γιά τόν κα​θο​ρισμό τῆς οὐσίας, τῆς φύσης ἤ τόν προσδιορισμό τῆς ταυτότη​τος μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας. Μέ τόν ὅρο λοιπόν «Ἐκκλησία-Ἐκκλησίαι» δέν καθορίζεται ὡς πρός τή φύση της καμμία ἐκκλησιαστική πραγματικότητα (ὁμάδα, κοινότητα ἤ ὁμολογία) ἀλλά ἁπλά περιγράφεται ἡ ἐμπειρική βίωση μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς κοινω​νίας καί ἑνότητας. Ἐπιπλέον, ἡ σημαντι​κή καί περιγραφική αὐτή χρήση τοῦ ὅρου ἔχει τό θεολο​γι​κό της ὑπόβαθρο στή μή ἀποδοχή κάποιας ὑφιστάμενης ὀντολογικῆς  σχέσης ταυτότητας μεταξύ τῶν ὀνομάτων καί τῶν πραγμάτων, ὅπως αὐτή χαρακτηριστικά ἀναπτύχθηκε ἀπό τούς Μεγ. Ἀθανάσιο, Μεγ. Βασίλειο, Γρηγόριο Θεολόγο, Μάξιμο τόν Ὁμολογητή καί Γρηγόριο Παλαμᾶ καί συνοδικά ἐπικυρώθηκε ἀπό τίς Ἡσυχαστικές Συνόδους. Ἀφορμή ὡς γνωστόν γι’ αὐτήν τήν πραγμα​τι​κή καί οὐσιαστική διά​κριση μεταξύ πράγματος (φύσης καί πραγματικότητας) καί ὀνομά​των (ὅρων καί ὁρολογίας) καί τοῦ ἀποφατισμοῦ ὡς πρός τή χρήση τῆς θεολογικῆς ὁρολογίας ἔδωσε ἡ αἱρετική ἀντίληψη τοῦ Εὐνομίου καί τῶν ὁπαδῶν του Εὐνομιανῶν, οἱ ὁποῖοι ταύτιζαν τήν οὐσία καί τή φύση τοῦ Θεοῦ (πρᾶγμα) μέ τούς ὅρους (ὀνόματα), καί  χρησιμοποιοῦσαν τούς ὅρους αὐτούς ὄχι γιά νά περι​γράψουν ἀλλά γιά νά ταυτίσουν ὀντολογικά τούς ὅρους αὐτούς  πρός αὐτήν τήν οὐσία τῆς Θεότητος. Ἡ ἀντί​ληψή τους αὐτή ἀνάγκασε τόν Μεγ. Βασίλειο γιά πρώτη φορά, μέ τρόπο συστηματικό καί κατηγορηματικό, νά ἀπαντήσει θεολογικά, λέγον​τας, ὅτι οὐδεμία σχέση ταυτότητας ὑπάρχει μεταξύ τῆς θείας οὐσίας καί πραγματικό​τητας πρός τά διάφορα ὀνόματα καί ὅρους πού χρησιμο​ποιοῦνται περιγραφικά, γιατί μία τέτοιου εἴδους ἐνδεχόμενη ταυτό​τη​τα θά εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νά ὑπάρχουν τόσες οὐσίες τοῦ Θεοῦ ὅσα καί τά χρησιμοποιούμενα ὀνόματα καί ὁρολογίες πού ἀπο​δί​δον​ται σ’ Αὐτόν. Ἄλλωστε αὐτό εἶναι καί τό πραγματικό περιεχόμενο τοῦ θεολογικοῦ ἀποφατισμοῦ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος προσδιορίζεται εἴτε μέ τήν χρήση ὅρων μέ τό στερητικό -α (πρβλ. Ἀρεοπαγιτικά Συγγράμματα), εἴτε μέ τήν ἀντίληψη μιᾶς θεολογικῆς γνωσιολογίας, ὅπως αὐτή ἀνα​πτύχθηκε ἀπό τόν Βαρλαάμ τόν Καλαβρό καί θεμελιώθηκε στόν φιλοσοφικό νομιναλισμό τοῦ δυτικοῦ μεσαίωνα (βλ. Ἰ. Ρωμανίδη). 
Continue reading →