Σάββατο 14 Μαρτίου 2020

ΓΙΑΤΙ Ο ΕΘΝΟΦΥΛΕΤΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΚΑΤΑΡΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Του καθηγητή Αριστείδη Πανώτη 
Άρχοντος Μ. Ιερομνήμονος της Μ.τ.Χ.Ε.
Στον ύστατο λόγο προς τους μαθητές του ο Ιησούς Χριστός ταύτισε τον εαυτό του με την «άμπελο την αληθινή» και τους αποστόλους του με τα κλήματα της αμπέλου , που εφ’ όσον είναι ενωμένα με τον κορμό της (Ιω.ιε΄.1-17) παραμένουν «αληθινά» (Ιερεμ. β΄13) και «ευκληματούν» (Ωσηέ ι΄,4) για να «καρποφορούν» (Ιερ.ια6). 
Μία περίπου εικοσαετία από τον φωτισμό του «Παρακλήτου Πνεύματος» την ημέρα της Πεντηκοστής συνέρχεται η Αποσ΄1τολική Σύνοδος στην Ιερουσαλήμ. Αυτή ξεκαθαρίζει και ένα βασικό πρόβλημα που προέκυψε στα πρώτα χρόνια της πορείας της Εκκλησίας, αν η συσταθείσα υπό του Ιησού «Καινή Διαθήκη» παραμένει δέσμια του Μωσαϊκού Νόμου που επιβάλλει την «φυλετική σφραγίδα της περιτομής» ως νέα ιουδαϊκή παρασυναγωγή ή το Ευαγγέλιο αποτελεί απολυτρωτική αποκάλυψη χωρίς «φυλετικές δεσμεύσεις» που ως οικουμενική πίστη προσκαλεί σε μετάνοια όλους που θέλουν να σωθούν δι’ Εκείνου που έχει «πάν το πλήρωμα της θεότητος» (Κολασσ. β΄9). 
Τότε παρενέβη ο βαθύς γνώστης της προφητικής βιβλικής σοφίας Αδελφόθεος Ιάκωβος και παρέθεσε τα λόγια του προφήτη Αμώς που αναφέρουν ότι κανένα προνόμιο προστασίας δεν υφίσταται μόνον για τον Ισραήλ διότι: «πάντα τα έθνη, εφ΄ ούς επικέκληται το όνομά μου επ’αυτούς, ότι λέγει Κύριος ο Θεός ο ποιών ταύτα» (9, 12). 

Η προφητική αυτή έμπνευση συνετέλεσε στο να ληφθεί η αποστολική απόφανση ότι δεν είναι απαραίτητη για την Σωτηρία η σφραγίδα της «περιτομής», αλλά η δια του βαπτίσματος μετάνοια. Η αποστολική αυτή διαγνώμη απετέλεσε και το περιεχόμενο πρότυπου αποστολικού κανόνα που στάλθηκε δι’ επιστολής προς γνώση των Αντιοχειανών χριστιανών (Πραξ. 15,23-29). Εκείθεν και η Έφεσος κατά την τρίτη Αποστολική περιοδεία του «Αποστόλου των Εθνών» Παύλου καταστάθηκε η πρωτεύουσα της Ιωνίας ταμείον της αποστολικής παρακαταθήκης, της ευλογημένης «τριανδρίας» των «στυλοβατών» της αρχαϊκής Εκκλησίας του Πέτρου, Ιάκωβου και Ιωάννη (Πραξ. γ΄. 1. δ΄13.19 και Γαλ.β΄,9) που μεταγγίζουν εσαεί στο αδιαίρετο «έθνος το Άγιο» της Εκκλησίας (Α΄ Πέτρ. β΄. 9), το ζωντανό νερό της «εκκλησιαστικότητος», ιδίως όταν επέστρεψε στην Έφεσο και παρέμεινε εκεί από το 53 μέχρι το Μάϊο του 56 (Πράξ, ιθ΄. 8-10), που φαίνεται ότι συμβαίνει η αμφιλεγόμενη μακροχρόνια «αιχμαλωσία» του, που «παρασιωπάται» από τις «Πράξεις των Αποστόλων». 
Η νέα αυτή επί τριετία φυλάκισή του φαίνεται πως προκλήθηκε εξ αφορμής της εκεί νέας παρουσίας του και της διασαλεύσεως - εξ αιτίας του και πάλι - της δημόσιας τάξεως. Τότε φαίνεται πως γράφηκαν οι σπουδαιότατες για την εκκλησιαστική ζωή και τάξη οδηγίες του στην «Προς Γαλάτας» και η «Α΄ προς Κορινθίους», γραμματεύοντος του Τιμοθέου, μετά πρώτου επισκόπου της Εφέσου. Αυτή η απομόνωση του Παύλου μετά των «συναιχμαλώτων» του έδωσε την ευκαιρία να καταγράψει στις λεγόμενες επιστολές της «αιχμαλωσίας» του προς τα έθνη των Γαλατών και των Ελλήνων με τις αποστολικές υποθήκες του, που παραμένουν επί είκοσι αιώνες εντολές αποστολικές στην Χριστιανοσύνη. 
Στην Προς Γαλάτας ελέγχεται η επίθεση των Ιουδαϊζόντων κατά της αποστολικότητάς του και αποδεικνύεται η γνησιότητα του Ευαγγελίου που εκήρυττε. Η διδαχή του Ευαγγελίου στα έθνη είχε την αποδοχή των προεστώτων των Αποστόλων όταν «τας δεξιάς τους έδωκαν» στην Αποστολική τους Σύνοδο και από τότε προσφέρθηκε το μήνυμα της σωτηρίας στους πολλούς, χωρίς την δέσμευση από θρησκευτικούς τύπους της Συναγωγής. 
Αυτή η απόφανση άνοιξε διέξοδο για να κατανοηθεί ο χαρακτήρας και η φύση της «Χριστιανικής ελευθερίας» και γι’ αυτό ο Τερτυλλιανός θεωρεί την επιστολή αυτή «πρωταρχικής σημασίας στη πολεμική κατά του Ιουδαϊσμού» γιατί «απελευθερώθηκε η Εκκλησία από ξεπερασμένες δεσμεύσεις για να πορεύονται οι εξ Εθνών προς τον Ιησού Χριστό». Έτσι η απόρριψη του τύπου της «περιτομής» για τους εξ Εθνών πιστούς επιβάλλεται γιατί αναιρεί την οικουμενικότητα της δια Ιησού Χριστού Σωτηρίας. 
Επομένως πρώτη σπουδαία αποστολική υποθήκη του Παύλου είναι ότι η χριστιανική πίστη καταδικάζει κάθε εναγκαλισμό φυλετικής διακρίσεως γιατί αντιτίθεται στην βιβλική αδελφότητα του «ενός γένους» των ανθρώπων. Στο υπόδειγμα αυτό προσαρμόστηκαν οι μετέπειτα αποφάνσεις των Συνόδων της Εκκλησίας, οι οποίες και απέκλεισαν την περιτομή ως το σύμβολο της Εβραϊκής φυλετικής ταυτότητος. Όσοι εκ των εθνών θέλησαν να ενδυθούν τον Χριστόν, αποδέχθηκαν την αποστολική σφραγίδας του Αγίου Βαπτίσματος, ως την δωρεά εξ ύδατος και πνεύματος προκειμένου να απομακρυνθούν από τους φυλετικούς διαχωρισμούς που αποτελούν ύβρη προς την «Εκκλησία των εθνών». 1 Α΄ Τιμ.β΄, 7. & Β΄ Τιμ. Α΄, 11. 
Στους τελευταίους αιώνες δυστυχώς η κρατική διπλωματία στη Ρωσία έδωσε εθνικό-πολιτικό περιεχόμενο στο «φυλετισμό» για να διαβρώσει την εκκλησιαστική συνείδηση των πιστών στην Ορθοδοξία. Το «εθνοφυλετικό ιδεολόγημα» δεν πρέπει να συγχέεται με την αποστολή της Εκκλησίας, αφού η «εκκλησιαστικότητα» πρέπει να αγκαλιάζει τους πάντες για να έλθουν σε «επίγνωση της Αλήθειας» διά του Ιησού Χριστού. Ο «κλητός» Ταρσέας Απόστολος εμπιστεύθηκε «στους Κορινθίους και στα έθνη» μία ακόμη σπουδαία αποστολική εντολή. Για να στερεωθεί η Εκκλησία πρέπει τα «πάντα ευσχημόνως και κατά τάξη γινέσθω» (Α΄ Κορ. ιδ΄40). Η κανονική τάξη εξομαλύνει την εκκλησιαστική ζωή στην Εκκλησία αλλά και στη δημόσια λατρεία της, που αρχίζει από το ιερό «τέλεσμα» του «Δείπνου του Κυρίου», μέχρι την αδελφική συμμετοχή στη τράπεζα των «Αγαπών» και στην άσκηση της φιλαδελφίας προς τούς δοκιμαζόμενους αδελφούς. Η ανατροπή της ευταξίας επεμβαίνει και παρερμηνεύει στα Έθνη και το προφητικό χάρισμα της «γλωσσολαλίας». 
Το αξίωμα ότι: «υπό πάντων των Αποστόλων κατατέθηκε και παντού και υπό πάντοτε διατηρήθηκε» αυτό αποτελεί τη πυξίδα προσανατολισμού στην Αποστολική Παράδοση. Και με αυτό συμφωνεί και ο «ηγαπημένος» Απόστολος Ιωάννης, που εγκαταστάθηκε το τελευταίο τέταρτο του πρώτου αιώνα στον ακλόνητο πυλώνα της Μικρασιατικής Αποστολικότητος της Εφέσου. Εκεί αυτός ως ο φορέας της «παλαιάς εντολής» (Α΄ Ιω.β΄.7), έρχεται για να ζωντανεύψει την εκκλησιαστική ζωή όλων των υφιστάμενων πιστών της Ανθυπατικής Ασίας και Αχαΐας από τα «δοκητικά» και «γνωστικά» παραληρήματα των μύθων και των φαντασιώσεων που προσπαθούσαν να εμπλέξουν την Αλήθεια περί του Ιησού με τις θαυματοποιές τεχνουργίες του Τυανέα Απολλώνιου για να καταστρέψουν την πρόοδο του Ευαγγελίου. Κατά τον περίφημο απολογητή και μετά επίσκοπο Παπία, που ζούσε και αυτός τότε στην Έφεσο, ο Ιωάννης ήταν η εγκυρότερη φωνή γι’ αυτά που «άκουσε και είδε με τα μάτια του και ψηλάφισε» το θείο πρόσωπο του Ιησού και αναμφισβήτητα μπορούσε να διαψεύσει όλες τις ψευδοδιδασκαλίες που επιδίωκαν να διαβρώσουν την περί του Χριστού αλήθεια. 
Κατά τον Ευαγγελιστή της Αγάπης η πάλη της αλήθειας με το ψεύδος διαπιστώνεται όταν εμβαθύνει η σκέψη μας στο μυστήριο του «Λόγου του Θεού που σάρξ εγένετο» γιατί αυτός είναι ο μόνος ασφαλής τρόπος εξοντώσεως του μισάνθρωπου μένους του διάβολου. Σε όλες τις επιστολές του ο Ευαγγελιστής τονίζει την προτεραιότητα της εντολής της Αγάπης σε συνδυασμό πάντα με την αυστηρή προσήλωση στην αλήθεια. 
Μείζονα «εκκλησιολογική» σημασία για την αρχαϊκή συγκρότηση της Εκκλησίας έχει το βιβλίο της «Αποκαλύψεως». Μεταξύ του 2 και 3 κεφαλαίου, παρεμβάλλονται οι επτά επιστολές προς τις νεόφυτες Εκκλησίες της Μικράς Ασίας και προς τους προεστώτες «αγγέλους» τους, για να προληφθούν διάφορες ελαττωματικές καταστάσεις της εκκλησιαστικής ζωής της μείζονος περιοχής της Εφέσου. Με τον τρόπο αυτό αποκαλύπτονται μηνύματα αγάπης του ουρανού προς έλεγχο και καθαρμό των ανθρώπινων λαθών σε περιόδους δοκιμασίας και διωγμών. Το πρόβλημα της ερμηνείας αυτών επιστολών είναι δύσκολο όχι τόσον για το μέγεθός τους, αλλά για τον πλούτο των συμπερασμάτων τους. 
Η παρουσία στην Έφεσο πέραν του μισού αιώνα δύο Αποστόλων που «έσονται μάρτυρες της αλήθειας» περί του Ιησού Χριστού (Μαρκ.στ΄.7-6) διαμορφώνει στη συνείδηση της Εκκλησίας στα τέλη του πρώτου αιώνα, εκτός από την αρχαϊκή αληθινή πίστη και την ασφαλιστική δικλείδα της προστασία της με τη σύσταση του μητροπολιτικού διοικητικού συστήματος. Η συμβολική παράθεση των επτά πρώτων επισκοπών περί την Έφεσο πιθανόν να είναι η πρώτη απόπειρα συντάξεως του «Συνταγματίου» της, που αργότερα αυτό αναπτύχθηκε και εντάχθηκε στην Αποστολική Καθέδρα της Κων/πόλεως. Η γνωστή παρέμβαση του πατριάρχου Ιωάννου του Χρυσοστόμου για την αποκατάσταση της περί την Έφεσο διασαλευθείσας κανονικής τάξης που δείχνει πολλά και μαρτυρείται υπό του ιστορικού Θεοδώρητου (Εκκλ. Ιστορία Ε΄.28), φανερώνει την άσκηση κανονικού δικαιώματος στη Μικρά Ασία ήδη αμέσως μετά τη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο. Η «κανονική τάξη» στη Μικρά Ασία έχει σταθεροποιηθεί από τον 7ο αιώνα σύμφωνα με τον Παρισινό κώδικα 1555Α που περιλαμβάνει και το πρώτο «Συνταγμάτιο» της Εκκλησίας Κων/πόλεως. 
Όταν ο δάσκαλός μου Γεώργιος Σωτηρίου ανακάλυψε το 1921 την βάση του «Μνημοθεσίου Τροπαίου» στην Ιουστινιάνειο βασιλική της Εφέσου, του Ευαγγελιστή Ακροπόλεως της Εφέσου, προκειμένου να ερευνηθεί ο εκεί σαφής τάφος, δεν προσκάλεσε τον ξακουστό τότε μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο Καλαφάτη, αλλά τον οικείο τότε μητροπολίτη της περιοχής Φιλαδελφείας Χρυσόστομο Χατζησταύρου και αυτός συνέταξε και την υπέγραψε τη Έκθεση προς τον τότε «εν ενεργεία» πατριάρχη Μελέτιο Δ΄. Κατά την Έκθεση αυτή: «ο τάφος ανεσκάφη επιμελώς και ανευρέθηκαν εν αυτό συντρίμματα κανδηλών, διαφόρων εκκλησιαστικών σκευών και οστά τινά, μετά προσοχής ιδιαιτέρως φυλαττόμενα.»1. Μάλιστα ο ίδιος κατά την τάξη τέλεσε μετά του Ιερού Κλήρου και λαού την πρώτη και τελευταία εκεί θεία λειτουργία στις 6 Αυγούστου 1922, ενώ άρχιζε η φονική αναμέτρηση στον Σαγγάριο. 
Δυστυχώς ο «Εθνοφυλετισμός» από τον 19ον αιώνα έγινε εργαλείο του ρωσικού «ηγεμονισμού» με σκοπό μήπως με «επιτήδειους» χειρισμούς ανατρέψουν την τάξη των «Δίπτυχων» της Εκκλησίας μας επειδή νομίζουν ότι διαθέτουν τον όγκον του πλήθους και του πλούτου στην επικράτειά τους. Όπου δια των όπλων επικράτησε το τσαρικό ή σοβιετικό καθεστώς κατέστησε την τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία υποχείριο εκρωσισμού και υφαρπαγής της εθνικής μνήμης προς εκσλαβισμό του λαού. Ακόμη και κατά τον 20ον αιώνα ενήργησε εκκαθαρίσεις Προκαθημένων Ορθοδόξων Εκκλησιών, μέσω των αλλοεθνών κομμουνιστικών κυβερνήσεων που τοπικά επικράτησαν και τα κενά Μητροπόλεων επληρούντο μόνον με ρωσογενείς κληρικούς. Όταν διαπιστώθηκε η χρήση αυτής της κακοδοξίας από τον Τσαρισμό η θεσμική αποστολική Καθέδρα της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως συνεκάλεσε το 1872 την Αγία και Μεγάλη Συνόδου μόνον εκ των παλαίφατων Πατριαρχείων και καταδίκασε το διχαστικό αυτό ιδεολόγημα ως πλάνη και αίρεση. Αυτό συνέβη διότι δια πρώτην φοράν μετά τον 6ον αιώνα συνεστήθη πατριαρχία την οποίαν και εγγυήθηκαν για την Μητρόπολη Μόσχας και οι έτεροι τρεις Πατριάρχες της Ανατολής. Με την κακοδοξία του «Εθνοφυλετισμού» το ισχυρό κράτος της Ρωσίας επιδίωξε από τότε να καταστήσει την Εκκλησία του Χριστού όργανο της πολιτειοκρατίας της εισάγουσας τον επαρχιωτικό τοπικό εγωκεντρισμό της για να διαιρέσει το πλήρωμα της Μιάς Εκκλησίας σε ελληνογενείς, σλαβογενείς και αραβογενείς χριστιανούς, όχι βέβαια για να ενισχύσει το γνήσιο πατριωτισμό τους, αλλά για να σπείρει τη μισαλλοδοξία της διαιρέσεως στους ορθόδοξους λαούς. Τώρα πάλι η Μοσχόβια πατριαρχία μετέρχεται κάθε λογής πανουργία μήπως διασπάσει τη θεοσύστατη ενότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, προς συντήρηση του πλαστού γιγαντισμού της. 
Στο Αμμάν ο κατά κόσμον Βλαντίμιρ Μιχάηλοβιτς Γκουντιάγιεφ απεκάλυψε πάλιν τα φληναφήματα των πανούργων μεταμορφώσεών του, με τη συνοδεία του παράφωνου «ταχυδρόμου» του και του θλιβερού «βαστάζου» των ακάνονων φιλοδοξιών του, πρώην Κιέβου Ονουφρίου. Και αυτοί θα «εφησυχάσουν» όταν ο πιστός ρωσικός λαός αντιληφθεί ποίοι στην πραγματικότητα κατεστάθησαν ηγέτες επί της «Μωσέως καθέδρας»! 
Α.Π. 
_______________
1.Την αναφορά του Φιλαδελφείας Χρυσοστόμου προς τον πατριάρχη Μελέτιο βλέπε στην Εφ. Εκκλ. Αλήθεια, Κπόλεως 1922 .σ. σ. 344-346, ενώ η πρώτη έκθεση του Γεωργίου Σωτηρίου δημοσιεύεται αυτόθι σ.351-353 τα δε επιστημονικά του πορίσματα δημοσιεύθηκαν: Γ. Σωτηρίου. Ανασκαφαί του Βυζαντινού ναού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου εν Εφέσω στο Αρχ. Δελτίο των Αθηνών 7 (1921-22), 1923 σ. 115-226 . Το ανασκαφικό έργο συνεχίστηκε και τον Ιούνιο του 1922 και συνοπτικά το περιέγραψε στο μνημειώδες έργο του Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία, * Τόμος Α . Εν Αθήναις. 1942. σσ. 362-364 «Εκκλησιαστική Αλήθεια» του 1922 σελ. 344-346.