Ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς
Τὸ κοινωνικό ἦθος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας

Εὑρετήριο Βασικῶν Ὅρων

Show All | Παιδιά | Ἐκκλησία καί Κράτος | Κλιματική Ἀλλαγή | Συνείδηση | Καταναλωτισμός | Δημοκρατία | Θάνατος | Ἀναπηρία | Διαζύγιο | Οἰκονομία | Οἰκουμενικές Σχέσεις | Περιβάλλον | Ὑγεία | Ἀνθρώπινα Δικαιώματα | Διαθρησκειακός Διάλογος | Δικαιοσύνη | Γάμος | Μοναχισμός | Ἐθνικισμός | Εἰρήνη | Πλουραλισμός | Πολιτική | Φτώχεια | Ρατσισμός | Πρόσφυγες | Ἐπιστήμη | Ἐκκοσμίκευση | Σεξουαλική κακοποίηση | Σεξουαλικότητα | Δουλεία | Τεχνολογία | Βία | Πόλεμος | Πλοῦτος | Γυναῖκες

I. Εἰσαγωγή Καιρός τοῦ ποιῆσαι τῷ Κυρίῳ

§1 Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κατανοεῖ τό ἀνθρώπινο πρόσωπο ὡς «κατ᾽ εἰκόνα… καί καθ᾽ ὁμοίωσιν» δημιούρ­γημα τοῦ Θεοῦ (Γέν. 1:26). Τό κατ’ εἰκόνα Θεοῦ σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε μέ σκοπό τήν ἐλεύθερη καί συνειδητή κοινωνία καί ἕνωση μέ τόν Θεό ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, καθώς δημιουργηθήκαμε ἐν Αὐτῷ, δι᾽ Αὐτοῦ καὶ εἰς Αὐτόν (Κολοσ. 1:16). Ὁ Μέγας Βασίλειος μᾶς λέει ὅτι, ἀπό ὅλα τά ἐμβία ὄντα, μόνον ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ὅρθιος, ὥστε νά μπορεί νά ἀτενίζει τόν Θεό, λατρεύοντάς τον καί ἀναγνωρίζοντάς τον ὡς πηγή καί ἀρχή του. Ἀντί «κάτω ἔχει συννεύουσαν καί τήν κεφαλήν…ἀνθρώπῳ δε ἡ κεφαλή ἐπί τά ἄνω ἐξ αὐτῆς τῆς πλάσεως ἀναδεδράμηκεν, ἴνα τήν ἄνω βλέπῃ συγγένειαν»[1]. Ἐξάλλου, ἐφ᾽ ὅσον εἶναι προορισμένος γιά κοινωνία μέ τόν Θεό ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὁ ἄνθρωπος, κατά τόν ἅγιο Εἰρηναῖο Λουγδούνου, δημιουργήθηκε «κατ’ εἰκόνα» Χριστοῦ (Β΄ Κορ. 4:4)[2]. Αὐτή ἡ διά προσευχῆς καί πράξης διακονία πηγάζει ἀπό τήν ἀγαπητική δοξολογία καί τήν εὐλαβική εὐγνωμοσύνη γιά τή ζωή καί γιά ὅλα τά δῶρα τοῦ Θεοῦ διά τοῦ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ἡ διακονία μας πρός τόν Θεό εἶναι θεμελιωδῶς δοξολογική ὡς πρός τή φύση της καί οὐσιαστικά εὐχαριστιακή ὡς πρός τόν χαρακτῆρα της.  
§2 Λέγοντας ὅτι δημιουργηθήκαμε με σκοπό τή διακονία τοῦ Θεοῦ, ἐννοοῦμε ὅτι δημιουργηθήκαμε γιά μία κοινωνία ἀγάπης: κοινωνία μέ τή Βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί μέσῳ τῆς κοινωνίας με τόν Τριαδικό Θεό, οἱ ἄνθρωποι καλοῦνται ἐπίσης σέ κοινωνία ἀγάπης μέ τόν πλησίον τους καί ὁλόκληρο τόν κόσμο. Οἱ πράξεις μας ὀφείλουν νά ἀπορρέουν ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀγαπητική ἕνωση μαζί Του ἐν Χριστῷ καί διά τοῦ Χριστοῦ, στό πρόσωπο τοῦ Ὁποίου συναντοῦμε καί φροντίζουμε τόν ἀδελφό καί τήν ἀδελφή μας ὡς τήν ἴδια τή ζωή μας[3]. Αὐτή ἡ κοινωνία μέ τόν Χριστό στό προσώπο τοῦ πλησίον μας ἀποτελεῖ τό θεμέλιο τῆς πρώτης καί μεγάλης ἐντολῆς τοῦ Νόμου, «ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου . . . [καί] τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Ματθ. 22:37-39)[4].
§3 Κάθε πρόσωπο, ἔχοντας δημιουργηθεῖ κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση Θεοῦ, εἶναι μοναδικό καί ἀπείρως πολύτιμο, ἐνῶ ἀποτελεῖ ἰδιαίτερο ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὅπως μᾶς ἔχει διδάξει ὁ Χριστός, «καί αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς ὑμῶν πᾶσαι ἠρίθμηνται» (Λουκ. 12:7). Τό μέγεθος καί ἡ ἰδιαιτερότητα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιά τόν καθένα μας καί γιά σύνολη τή δημιουργία, ὑπερβαίνει τήν ἀνθρώπινη κατανόηση. Μᾶς μεταδίδεται μέ ἀπόλυτη γενναιοδωρία ἀπό τόν Θεό, ὁ ὁποῖος ἐνῶ ἐπιθυμεῖ νά ξεχάσει τίς ἀμαρτίες μας, δέν ἐπιθυμεῖ ὡστόσο τήν ἀπώλεια κανενός (Β΄ Πέτρου 3:9), ἀλλά θέλει ἀντίθετα ὅλοι νά σωθοῦν καί νά ἔρθουν σέ ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειας (A΄ Τιμόθ. 2:4). Ἑπομένως, πρόκειται γιά μία ἀγάπη, ἡ ὁποία ἐπιδιώκει νά καταστήσει τόν καθένα μας κατά τό δυνατό σύμμορφο τῆς θείας ἀγαθότητας, καί γιά τόν λόγο αὐτό μᾶς προτρέπει ἀδιάκοπα νά ἐπιδιώκουμε τήν καλλιέργεια μέσα μας—στή διάνοια, τόν λόγο καί τήν πράξη— τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον μας καί πρός κάθε δημιούργημα, ἄνευ ὅρων, ὅπως στήν περίπτωση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ (Ματθ. 5:43-48). Μᾶς καλεῖ σέ μία ὁλοένα καί βαθυτέρη κοινωνία μεταξύ μας, μέ ὅλους ἐκείνους μέ τούς ὁποίους ἐρχόμαστε σέ ἐπαφή, μέ ὁλόκληρη τή δημιουργία, καί συνεπῶς μέ Ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ δημιουργός τῶν πάντων. Ἐξάλλου, ὁ ἔσχατος προορισμός, στόν ὁποῖο ἔχουμε κληθεῖ, δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τή θέωσή μας: τή θεοποίηση καί μεταμόρφωσή μας ἀπό τό Ἁγίο Πνεύμα σέ μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἐνωμένα μέ τόν Πατέρα ἐν τῷ Υἱῷ, ὁπότε καί γινόμαστε ἀληθινά μέτοχοι τῆς θείας φύσης. Σύμφωνα μέ τόν Μέγα Ἀθανάσιο: ὁ Θεός Λόγος «ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν»[5]. Συνεπῶς, αὐτός πρέπει νά εἶναι ἕνας συλλογικός προορισμός, καθώς μόνον μέσῳ τῆς συμμετοχῆς μας στήν κοινότητα τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ ὁ καθένας ἀπό μας, ὡς μοναδικό ἀντικείμενο τῆς θείας ἀγάπης, νά ἐνωθεί πλήρως μέ τόν Θεό. Ἑπομένως, ἡ πνευματική μας ζωή δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι καί κοινωνική ζωή. Ἡ εὐσέβειά μας εἶναι ἀδύνατο νά μήν ἀποτελεῖ καί ἦθος, ἕναν τρόπο ζωῆς.
§4 Ὁ κόσμος στόν ὁποῖο ζούμε εἶναι ἕνας πτωτικός κόσμος, ἕνας κόσμος κατακερματισμένος καί σκοτεινός, ὑποδουλωμένος στόν θάνατο καί τήν ἁμαρτία, ὁ ὁποίος βασανίζεται ἀπό τή βία καί τήν ἀδικία. Δέν εἶναι αὐτή ἡ κατάσταση τήν ὁποία ὁ Θεὸς ἐπιθυμεῖ γιά τή δημιουργία Του. Πρόκειται, ἀντίθετα, γιά τή συνέπεια τῆς ἀρχαίας ἀποξένωσης τοῦ κόσμου μας ἀπό τόν δημιουργό του. Ὡς τέτοιος, ὁ κόσμος συνιστᾶ μία πραγματικότητα ἡ ὁποία μέ κανέναν τρόπο δέν μπορεῖ νά ὑπαγορεύει ἤ νά καθορίζει τά ὅρια τῆς ἠθικῆς μας εὐθύνης ἀπέναντι στούς συνανθρώπους μας. Καλούμαστε νά διακονήσουμε μία Βασιλεία «οὐκ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» (πρβλ. Ἰωάν. 18:36), να ὑπηρετήσουμε μία εἰρήνη «οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσιν» αὐτή (Ἰωάν. 14:27). Καλούμαστε, λοιπόν, νά μήν προσαρμοζόμαστε πρός τίς πρακτικές ἀπαιτήσεις τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλά ἀντίθετα νά ἀγωνιζόμαστε συνεχῶς κατά τοῦ κακοῦ, ὅσο ἀκατανίκητο κι ἄν φαίνεται κάποιες φορές, καί νά ἐργαζόμαστε γιά τήν ἀγάπη καί τή δικαιοσύνη τήν ὁποία ὁ Θεός ἀναμένει ἀπό τά δημιουργήματά του, ὅσο ἀνεφάρμοστο κι ἄν φαίνεται κάποιες φορές αὐτό. Καθ’ ὁδόν πρός τήν κοινωνία μέ τόν Θεό, ἡ ἀνθρωπότητα δέν καλεῖται ἁπλά νά ἀποδεχθεῖ τόν παρόντα κόσμο, ἀλλά νά τόν καθαγιάσει, νά τόν ἐξυψώσει καί νά τόν μεταμορφώσει, ἔτσι ὥστε νά ἀποκαλυφθεῖ ἡ ἐγγενής ἀγαθότητά του, ἀκόμη καί στό μέσο τῆς πτωτικῆς του κατάστασης. Αὐτός εἶναι ὁ ἰδιαίτερος σκοπός τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ἡ ἀρχιερατική κλῆση τῶν δημιουργημάτων, τά ὁποῖα εἶναι προικισμένα μέ ἔλλογη ἐλευθερία καί συνείδηση. Γνωρίζουμε, βεβαίως, ὅτι τό ἔργο αὐτό τῆς μεταμόρφωσης δέν θά ὁλοκληρωθεῖ ποτέ στήν παροῦσα ζωή καί ὅτι θά μπορέσει νά φτάσει στήν ὁλοκλήρωσή του μόνον στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἐντούτοις, τά ἔργα τῆς ἀγάπης καρποφοροῦν στήν παροῦσα ζωή καί ἀπαιτοῦνται ἀπό ὅλους αὐτούς, οἱ ὁποῖοι θά εἰσέλθουν στή ζωή τοῦ μέλλοντος αἰῶνος (Ματθ. 25:31-46). Ἐπιπλέον, ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει ὅτι τέτοιου εἴδους προσπάθειες ποτέ δέν γίνονται μάταια, καθ᾽ ὅσον τό Ἅγιο Πνεῦμα συνεργεῖ σέ ὅλα τά ἔργα τῶν πιστῶν, ὁδηγώντας τά πάντα σέ καρποφορία «ἐν καιρῷ εὐθέτῳ» (Ρωμ. 8:28).
§5 Καθώς οἱ ἀπαιτήσεις τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης εἶναι ἀναπότρεπτες, ὅσοι εἶναι ἐνωμένοι μέ τόν Χριστό εἶναι δυνατό σέ πολλές περιπτώσεις νά κληθοῦν νά μιμηθοῦν τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, ἀκόμη καί μέχρι τοῦ σημείου τῆς αὐτοθυσίας, σύμφωνα με τό πρότυπο τοῦ Κυρίου τους. Τό ἔργο τῆς μεταμόρφωσης τοῦ κόσμου εἶναι ἐπίσης καί ἀγώνας ἐναντίον κάθε παραμόρφωσης καί κακοήθειας, τόσο μέσα μας, ὅσο καί στήν ὑφή καί δομή τῆς πασχούσας δημιουργίας. Αὐτό σημαίνει ὅτι τό ἔργο αὐτό θά πρέπει ἀναπόφευκτα νά ἀποτελεῖ ἕνα ἀσκητικό ἐγχείρημα. Κατά ἕνα πολύ μεγάλο βαθμό καλούμαστε νά ἀγωνιστούμε ἐνάντια στόν ἐπίμονο ἐγωισμό τῆς ἁμαρτωλῆς φύσης μας, ἀναλαμβάνοντας μία συνεχῆ προσπάθεια νά καλλιεργήσουμε μέσα μας τόν ὀφθαλμό τῆς φιλανθρωπίας, ὁ ὁποῖος καί μόνον είναι σέ θέση νά βλέπει τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ στό πρόσωπο κάθε ἀδελφοῦ καί ἀδελφῆς μας, «τῶν ἐλαχίστων» αὐτῶν, τούς ὁποίους καί συνταντοῦμε ὡς τόν ἴδιο τόν Χριστό (Ματθ. 25:40 & 45). Γιά τόν λόγο αὐτό ὁ ἀπόστολος Παῦλος χρησιμοποιεῖ τήν εἰκόνα τοῦ ἀθλητῆ ὁ ὁποῖος γυμνάζεται, ὡς μία μεταφορά τῆς χριστιανικῆς ζωῆς (Α΄ Κορινθ. 9:24-27). Αὐτή ὅμως ἡ προσπάθεια, θα πρέπει νά ἀναληφθεῖ ἀπό κοινοῦ, ὅπως ἡ συλλογική προσπάθεια ἑνός ἑνιαίου σώματος, τοῦ ὁποίου τά πολλά μέλη συγκρατοῦν καί στηρίζουν τό ἕνα τό ἄλλο, σέ μία ζωή κοινῆς ἀγάπης καί διακονίας. Πρόκειται πράγματι γιά ἕνα ἔργο ἀγάπης καί ὄχι φόβου. Ἀποτελεῖ τή φυσικὴ ἔκφραση μιᾶς ζωῆς, ἡ ὁποῖα ἔχει μεταμορφωθεῖ ἀπό τό Ἁγιο Πνεύμα, μιᾶς ζωῆς χαρᾶς, στή συλλογική καρδιά τῆς ὁποίας βρίσκεται ἡ Εὐχαριστία, ὁ συνεχῶς ἀνανεούμενος ἑορτασμός τῆς πλούσιας αὐτοπροσφορᾶς τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, ἡ προσφορά τοῦ τιμίου σώματος καί αἵματος τοῦ Χριστοῦ ὑπέρ τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου. Προσφέροντας τόν ἑαυτό Του κάθε φορά ἐκ νέου στό Εὐχαριστιακό μυστήριο, ὁ Χριστὸς μᾶς ἑλκύει διαρκῶς κοντά Του καί, συνεπῶς, φέρνει τόν ἕνα πιό κοντά πρός τόν ἄλλο. Μᾶς προσφέρει ἐπίσης μία πρόγευση τοῦ ἀρραβώνα τῆς Βασιλείας, στόν ὁποίο εἶναι προσκεκλημένοι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμη καί ὅσοι βρίσκονται στό παρόν ἐκτός τῆς ὁρατῆς κοινωνίας τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσο ὅμως μεγάλες κι ἄν εἶναι οἱ προσπάθειες τῶν χριστιανῶν στόν κόσμο αὐτό, ὑπακούοντας στόν νόμο τῆς θείας ἀγάπης, τελικά ὐποστηρίζονται ἀπό μία βαθιᾶ καί ἀκατάλυτη εὐφροσύνη.
§6 Ἡ πλέον βέβαιη ἐγγύηση καί τό ἀσφαλέστερο καταστατικό τοῦ Ὀρθοδόξου κοινωνικοῦ ἤθους βρίσκεται πρωτίστως στή διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κανένα στοιχεῖο τοῦ Εὐαγγελίου Του δέν εἶναι πιό ἔκδηλο καί σταθερό ἀπό τό ἀπόλυτο ἐνδιαφέρον καί τήν εὐσπλαχνία Του γιά τούς φτωχούς καί τούς ἀπόκληρους τῆς κοινωνίας, τούς κακοποιημένους καί παραμελημένους, τούς φυλακισμένους, ἐκείνους οἰ ὁποῖοι πεινούν, κοπιάζουν καί εἶναι ἐπιφορτισμένοι μέ πολλά, τούς ἀπελπισμένους. Ἡ ἐκ μέρους Του καταδίκη τῆς πολυτελοῦς διαβίωσης τῶν πλουσίων, τῆς ἀδιαφορίας τους γιά τήν ταλαιπωρία τῶν καταπιεσμένων καί τῆς ἐκμετάλλευσης τῶν φτωχών εἶναι ἀπόλυτη καί ἀναμφισβήτητη. Ταυτόχρονα, ἡ τρυφερότητα τῆς ἀγάπης Του πρός «τούς ἐλαχίστους» ἀδελφούς εἶναι ἀπεριόριστη. Ὅποιος φιλοδοξεῖ νά ἀκολουθήσει τόν Χριστό, ὀφείλει νά μιμηθεῖ τήν ἀγανάκτησή Του ἀπέναντι στήν ἀδικία ἤ τήν ἀγάπη Του πρός τούς καταπιεσμένους. Στό πνεῦμα αὐτό, ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ ἐπιβεβαιώνει, καθιστώντας ἐπιτακτικότερες, τίς σπουδαιότερες καί καθολικότερες ἠθικές ἐπιταγές τοῦ Νόμου καὶ τῶν Προφητῶν τοῦ Ἰσραήλ: τήν πρόνοια γιά τούς φτωχούς, τή φροντίδα γιά τόν ξένο, τή δικαιοσύνη γιά τούς ἀδικημένους, τό ἔλεος πρός ὅλους. Πράγματι, τά λαμπρότερα παραδείγματα χριστιανικῆς κοινωνικῆς ἠθικῆς τά συναντοῦμε στή ζωή τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία στό πλαίσιο μιᾶς αὐτοκρατορικῆς ἐποχῆς δημιούργησε γιά τόν ἑαυτόν της ἕνα νέο εἶδος πολιτεύματος, μακριά ἀπό τίς ἱεραρχίες τῆς ἀνθρωπίνης διακυβέρνησης καί ὅλες τίς χρόνιες καί ὀξείες μορφές κοινωνικῆς καί πολιτικῆς βίας, ἐπί τῶν ὁποίων θεμελιώνονται αὐτές οἱ ἱεραρχίες. Οἱ πρῶτοι χριστιανοί ὑπῆρξαν μία κοινότητα ἀφιερωμένη σέ μία ριζοσπαστική ζωή ἀγάπης, ὅπου ὅλες οἱ ἄλλες δεσμεύσεις—ἔθνος, φυλή, τάξη—εἶχαν ἀντικατασταθεῖ ἀπό μία μοναδική πιστότητα στόν νόμο τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Ἐπρόκειτο γιά μία κοινότητα, θεμελιωμένη στή γνώση ὅτι ἐν Χριστῷ «οὐκ ἔνι  Ἰουδαῖος οὐδέ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ· πάντες γάρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. 3:28). Ἐπιπλέον, ἐπρόκειτο περί μιᾶς κοινότητας στήν ὁποία τά πάντα ἦταν κοινά, ἡ ὁποία μεριμνούσε γιά ὅσους βρίσκονταν σέ ἀνάγκη καί ἐπέτρεπε σέ ὅσους εἶχαν τά μέσα, νά διαθέτουν τούς καρπούς τούς ὁποίους ἔδρεψαν ἀπό τῆ δημιουργία γιά τό κοινό καλό (Πράξεις 2:42-46 & 4:32-35), καί ἡ ὁποία κοινότητα δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπό νόμους καί ἐξουσίες ἐπιβολῆς, ἐκτός ἀπό τῆν ἀγάπη. Ἄν καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γνωρίζει ὅτι ἡ κοινωνία στό σύνολό της λειτουργεῖ κάτω ἀπό διαφορετικές ἀρχές ἀπό αὐτές οἰ ὁποῖες ἀναφέρθηκαν καί ὅτι οἱ χριστιανοί διαθέτουν πολύ περιορισμένη ἐξουσία γιά τή θεραπεία τῶν κοινωνικῶν δεινῶν σέ κάθε στιγμή καί τόπο, ἐξακολουθεῖ νά κρατά ψηλά τό ἰδανικό τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ὡς τῆν καθαρότερη ἔκφραση τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης, ὡς κοινωνική λογική καί κοινοτική πρακτική, κρίνοντας ὅλες τίς ἀνθρώπινες πολιτικές καί κοινωνικές ρυθμίσεις στόν ὀρίζοντα τοῦ ἔνθεου αὐτοῦ προτύπου.
§7 Ὅλοι οἱ λαοί κατέχουν κάποια μορφῆ γνῶσης τοῦ ἀγαθοῦ καί ὅλοι μπορούν νά ἀντιληφθοῦν σέ κάποιο βαθμό τά προαπαιτούμενα τῆς δικαιοσύνης καί τοῦ ἐλέους. Ἄν καί τά τέκνα τοῦ Ἰσραὴλ εἶχαν τήν ἰδιαίτερη εὐλογία νά λάβουν τόν Νόμο τοῦ Μωϋσέως καί παρότι ἡ Ἐκκλησία εὐλογήθηκε μέ εἰδική γνῶση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτή ἀποκαλύφθηκε στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, οἱ βαθύτερες ἠθικές ἐντολές τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ εξακολουθούν νά εἶναι χαραγμένες σέ κάθε ἀνθρωπίνη καρδιά (Ρωμ. 2:15), μιλώντας στόν νοῦ καί τή βούληση τοῦ ἀνθρώπου μέ τή μορφή προτροπῶν τῆς συνείδησης. Ὅπως, λοιπόν, σημειώνει ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος, οἱ ἀναγκαῖες γιά τή σωτηρία θεϊκές ἐντολές εἶναι ἐμφυτευμένες στόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἔναρξη τοῦ χρόνου[6]. Καί αὐτοί οἱ νόμοι, «οἱ φυσικοὶ καί ἐλευθέριοι καί κοινοί εἰς πάντας» αὐξήθηκαν, ἐμπλουτίστησαν καί ἐμβαθύνθηκαν στήν καινή διαθήκη τῆς ἐλευθερίας, ἡ ὁποῖα δόθηκε ἀπό τόν Χριστό στήν Ἐκκλησία Του[7]. Αὐτές οἱ ἐντολές εἶναι «ὁ νόμος τοῦ νοός μου»[8]. Ἀνήκουν μεταξύ τῶν βαθύτερων λογικῶν ἀρχῶν, τῶν αἰωνίων λόγων, οἱ ὁποῖοι είναι ἐγγεγραμμένες στό θεμέλιο τῆς δημιουργίας, καί μένουν αἰωνίως στόν Λόγο, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ[9]. Ὡς ἐκ τούτου, σέ πολλές περιπτώσεις, «ἀρκεῖ ἀντί τοῦ νόμου τό συνειδός καί ὁ λογισμός»[10]. Ἐν Χριστῷ, ὡστόσο, λάβαμε μία νέα ἔκχυση τοῦ Πνεύματος καί γίναμε νέος ἅγιος ἱερατικός λαός, κάτω ἀπό τήν καινή αὐτή διαθήκη τῆς ἐλευθερίας—μία διαθήκη, ἡ ὁποία δέν καταργεῖ τόν φυσικό νόμο ἀλλά μᾶλλον τόν διευρύνει, καθιστῶντας ἀπόλυτες τίς ἀπαιτήσεις του ἀπέναντί μας. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἐπιτρέπεται στούς χριστιανούς, οὐσιαστικά τούς ἐπιβάλλεται, νά ἐνεργοῦν ὡς προφητική παρουσία μέσα στόν κόσμο, ἀπευθυνόμενοι ὄχι μόνο στήν κλειστή ὁμάδα ὅσων ἔχουν βαπτιστεῖ, ἀλλά στό σύνολο τῆς δημιουργίας, καλῶντας τούς ἁπανταχοῦ ἀνθρώπους νά ἀκολουθήσουν τά προστάγματα τά ὁποῖα εἶναι χαραγμένα στήν ἴδια τους τη φύση, προτρέποντάς τους πρός τήν ἁγιαστική ἐργασία τῆς δικαιοσύνης καὶ τοῦ ἐλέους. Στό σημείο αὐτό ἡ Θεοτόκος συνιστᾶ τό μέγιστο ὑπόδειγμα γιά ὅλους ἐμᾶς, ἐπειδή εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία, μέ τήν ἐλεύθερη συγκατάθεσή της νά γίνει ὁ τόπος τῆς ἔλευσης τῆς θείας ἀγάπης ἐν προσώπῳ—κατά τη συνέργιά της μέ τόν Θεό—μᾶς κληροδότησε τό καθαρότερο πρότυπο ἀληθινῆς ὑπακοῆς στόν νόμο τοῦ Θεοῦ: τήν προθυμία νά προσφέρουμε ὁλοκληρωτικά τόν ἑαυτό μας στήν παρουσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, νά καταστούμε τό καταφύγιο καί ἡ Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου Του στόν κόσμο αὐτό, νά λαμβάνουμε τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ ὡς τήν ἀνώτερη κλῆση καί τήν ὕψιστη ὁλοκλήρωση τῆς φύσης μας.

II. Ἡ Ἐκκλησία στόν δημόσιο χῶρο Πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα

§8 Ἡ χριστιανική ἐλπίδα βασίζεται στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί ὄχι στά βασίλεια αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ἡ Ἐκκλησία δέν ἐμπιστεύεται «ἐπ᾽ ἄρχοντας, ἐπί υἱούς ἀνθρώπων, οἷς οὔκ ἔστι σωτηρία» [Ψαλμ. 145 (146):3], ἀλλά τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἰσῆλθε στήν ἱστορία γιά νά ἐλευθερώσει τά πλάσματά Του ἀπ’ ὅλες ἐκείνες τίς πρακτικές καί τίς δομές τῆς ἁμαρτίας, τῆς καταπίεσης καί τῆς βίας, οἱ ὁποῖες διαφθείρουν τόν πτωτικό κόσμο. Καθ’ ὅλη τὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, οἱ χριστιανοί ἔζησαν κάτω ἀπό ποικίλες μορφές διακυβέρνησης—αὐτοκρατορίες, ὁλοκληρωτικά καθεστώτα, φιλελεύθερες δημοκρατίες, ἔθνη μέ χριστιανικούς θεσμούς καί ἔθνη μέ ἄλλα θεσμοθετημένα δόγματα, κοσμικά κράτη—μερικά ἀπό τά ὁποῖα ἀποδείχθηκαν φιλικά πρός τόν θεσμό τῆς Ἐκκλησίας, μερικά ἐχθρικά, καί ἄλλα ἀδιάφορα. Ὡστόσο, ἀνεξάρτητα ἀπό τό πολιτικό καθεστώς στό ὁποῖο ὑπέκειντο, ὁ κύριος «οἶκος» τῶν χριστιανῶν στόν παρόντα κόσμο βρίσκεται στήν τέλεση (κάποτε φανερά, κάποτε κρυφά) τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ὅπου καλοῦνται νά «ἀποθέσουν πᾶσαν τήν βιοτικήν μέριμναν» (Θεία Λειτουργία ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου), εἰσερχόμενοι ταυτόχρονα, τόσο στήν ἑνότητα τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ στήν ἱστορία, ὅσο καί στή χαρά τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ πέρα ἀπό τήν ἱστορία. Ἡ Εὐχαριστία, ὅταν ἑορτάζεται καί μετέχεται ἀπό τούς πιστούς, ἀποτελεῖ συνεχῶς τό ἀληθινό χριστιανικό πολίτευμα καί λάμπει ὡς εἰκόνα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτή θά πραγματωθεῖ σέ μία δημιουργία ἡ ὁποῖα θά ἔχει λυτρωθεῖ, μεταμορφωθεῖ καί δοξαστεῖ. Ὡς τέτοια, ἡ Εὐχαριστία ἀποτελεῖ ἐπίσης ἕνα προφητικό σημεῖο, καί παράλληλα μία κριτική ὅλων τῶν πολιτικῶν καθεστώτων, ἐφ᾽ ὅσον αὐτά ὑπολείπονται σέ σχέση μέ τή θεία ἀγάπη, ἀλλά καί μία πρόσκληση πρός ὅλους τούς λαούς νά ζητοῦν πρῶτα τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τή δικαιοσύνη της (Ματθ. 6:33). «Οὐ γάρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβρ. 13:14). Ἐδῶ εἴμαστε «ξένοι καί παρεπίδημοι» (Ἑβρ. 11:13). Ἐδῶ ἐπίσης προγευόμαστε τήν τελική ἀπολύτρωση ὁλόκληρης τῆς κοινωνικῆς πραγματικότητας στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ μᾶς ἔχει ἐμπιστευθεῖ ἔνα σημεῖο τό ὁποῖο πρέπει νά ἐκθέσουμε ἐνώπιον τῶν ἐθνῶν, μέ τό ὁποῖο θά τά καλέσουμε σέ μία ζωή εἰρήνης καί ἀγάπης κάτω ἀπό τή σκέπη τῶν ἐπαγγελιῶν τοῦ Θεοῦ.
§9 Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά εκλαμβάνει ὅλες τίς μορφές τῆς ἀνθρώπινης διακυβέρνησης ὡς ἰσοδύναμες μεταξύ τους, ἔστω καί ἄν ὅλες ἀπέχουν πολύ ἀπό τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καταδικάζει, γιά παράδειγμα, ἀπερίφραστα κάθε εἴδους θεσμική διαφθορά καί ὁλοκληρωτισμό, γνωρίζοντας ὅτι αὐτά δέν μπορεῖ παρά νά προκαλέσουν μαζική ταλαιπωρία καί καταπίεση, ἐνῶ δέν ἐπιμένει ὅτι οἱ χριστιανοί πολῖτες, οἱ ὁποῖοι ζοῦν στά ἐγκαθιδρυμένα κράτη, ὑποχρεοῦνται πάντοτε νά ὑποτάσσονται στίς ἀρχές ἤ νά συμφωνοῦν μέ τίς κοινωνικές καί πολιτικές δομές μέσα στίς ὁποῖες διαβιοῦν. Ἀσφαλῶς ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς σεβόταν τό δικαίωμα τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας νά συλλέγει φόρους, ὅταν εἶπε, «ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι …» (Ματθ. 22:21). Καί εἶναι αλήθεια ὅτι, σέ πολύ εἰδικές περιστάσεις, ὁ ἀπόστολος Παῦλος παρότρυνε τούς χριστιανούς τῆς Ρώμης νά ὑπακούουν στή νόμιμη πολιτική ἐξουσία τῆς πόλης καί τῆς αὐτοκρατορίας, ἀναγνωρίζοντας ἐπίσης τή νόμιμη ἐξουσία ἐκείνων οἱ ὁποῖοι «φέρουν τό βραχύ ξίφος»—τούς μαχαιροφόρους, δηλαδή τούς στρατιώτες, τή στρατιωτική ἀστυνομία, τούς πολιτοφύλακες ἤ φοροεισπράκτορες— οἱ ὁποῖοι εἶναι ἐπιφορτισμένοι μέ τήν ἐξουσία νά ἐξασφαλίζουν τήν ἀστική εἰρήνη (Ρωμ. 13:1-7). Ὡστόσο, ἡ μεμονωμένη αὐτή συμβουλή σαφῶς καί δέν ἀποτελεῖ κανενός εἴδους ἀπόλυτο κανόνα γιά τή χριστιανική συμπεριφορά σέ ὅλες τίς πιθανές περιστάσεις. Αὐτό τό γνωρίζουμε ἀπό τά λόγια τοῦ ἀποστόλου Πέτρου στό Μέγα Συνέδριο τῆς Ἱερουσαλήμ, ἡ ὁποία ἦταν ἡ ἐπίσημα ἐγκαθιδρυμένη νομική ἀρχή τῆς Ἰουδαίας: ὅταν οἱ ἐντολές μιᾶς νόμιμα ἐγκαθιδρυμένης πολιτικῆς ἐξουσίας ἔρχονται σέ ἀντίθεση πρός τίς εὐθύνες μας ὡς χριστιανῶν, τότε «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις» (Πράξεις 5: 29). Πιό συγκεκριμένα, οἱ παραινέσεις τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρός τούς χριστιανοὺς τῆς Ρώμης ἀφοροῦσαν μόνο στήν κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία βρισκόταν κάτω ἀπό μία εἰδωλολατρική αὐτοκρατορική ἐξουσία, ἐνῶ δέν λένε τίποτε γιά τήν ἐποχή μας ἀναφορικά πρός τό πῶς οἱ χριστιανοί θά πρέπει νά ἐπιδιώξουν νά διαμορφώσουν τήν κοινωνία καί νά προωθήσουν τήν ἐσωτερική εἰρήνη, ὅταν οἱ ἴδιοι ἀσκοῦν τήν ἐξουσία ἤ σχετικά μέ τό τί οἱ χριστιανοί ἐνδέχεται νά ἀπαιτήσουν ἀπό τούς λαούς καί τίς κυβερνήσεις, ὅταν ἀσκοῦν τήν προφητική τους κλῆση, προκειμένου νά διακηρύξουν καί νά μαρτυρήσουν τή δικαιοσύνη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο. Ἀκόμη καί ὁ Χριστός, ὅταν απομάκρυνε ἀπό τόν Ναό τῶν Ἱεροσολύμων τούς ἀργυραμοιβούς καί τούς ἐμπόρους, δέν δίστασε νά ἀψηφήσει, τόσο τά ὄργανα τῆς τάξης τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Ναοῦ, ὅσο καί τίς γενικές νομικές διατάξεις τῆς Ρώμης ἐναντίον τῶν δημόσιων ταραχῶν. Ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει βεβαίως νά ἐπιδιώκει νά ζεῖ εἰρηνικά μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους σέ ὁποιαδήποτε χώρα εἶναι ἐγκατεστημένη, προσφέροντας τήν εἰρήνη αὐτή σέ ὅλους. Στίς περισσοτέρες περιπτώσεις αὐτό ἀπαιτεῖ ὑπακοή πρός τούς ὑφισταμένους νόμους στίς χώρες αὐτές. Ἀκόμη καί στήν περίπτωση αὐτή, ἡ Ἐκκλησία παραμένει, κατά κάποιο τρόπο, πάντοτε μία ξένη παρουσία σέ κάθε ἀνθρώπινη δομή καί ἀναγνωρίζει ὅτι τελικά ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ ἐπικρέμαται πάνω ἀπό ὅλες τίς ἀνθρώπινες πολιτικές ἐξουσίες. Οἱ χριστιανοί μποροῦν καί συχνά ὀφείλουν νά συμμετέχουν στήν πολιτική ζωή τῶν κοινωνιῶν στίς ὁποίες ζοῦν, ἀλλά θά πρέπει πάντοτε νά τό πράττουν διακονῶντας τή δικαιοσύνη καί τό ἔλεος τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἦταν ἡ ἐντολή ἀπό τήν ἀρχαία ἀκόμη χριστιανική περίοδο: «δεδιδάγμεθα γάρ ἀρχαῖς καί ἐξουσίαις ὑπό τοῦ θεοῦ τεταγμέναις τιμήν κατά τό προσῆκον τήν μή βλάπτουσαν ἡμᾶς ἀπονέμειν»[11]. Κάποιες στιγμές, αὐτό ἐνδέχεται νά συνεπάγεται συμμετοχή ὄχι μέσῳ τῆς τέλειας ὑπακοῆς, ἀλλά μέσῳ μιᾶς ἰδιότυπης στάσης ἔναντι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων, δηλαδή μέσῳ τῆς πολιτικῆς ἀνυπακοῆς ἤ ἀκόμη καί τῆς ἐξέργεσης. Ἀποκλειστικά καί μόνο ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄξια τῆς πρώτης καί ἐσχάτης νομιμοφροσύνης τοῦ χριστιανοῦ, ἐνῶ ὅλες οἱ υπόλοιπες τοποθετήσεις εἶναι μᾶλλον προσωρινές, παροδικές, ἀποσπασματικές καί περιστασιακές.
§10 Σέ πολλές χώρες τοῦ κόσμου σήμερα, ἡ πολιτική τάξη, ἡ ἐλευθερία, τά ἀνθρώπινα δικαιώματα καί ἡ δημοκρατία ἀποτελοῦν πραγματικότητες, τίς ὁποίες πρέπει νά ἐμπιστεύονται οἱ πολῖτες. Καί σέ ἕνα πολύ σημαντικό βαθμό, οἱ κοινωνίες αὐτές παρέχουν στούς ἀνθρώπους τό θεμελιῶδες προνόμιο τῆς ἐλευθερίας πρός ἀναζήτηση καί ἐπιδίωξη τῶν καλῶν σκοπῶν τούς ὁποίους ἐπιθυμοῦν γιά τόν ἑαυτό τους, τίς οἰκογένειές τους καί τίς κοινότητές τους. Πρόκειται πράγματι, γιά μία πολύ σπάνια εὐλογία, σέ σχέση πρός τή συνολική πορεία τῆς ἀνθρωπίνης ἱστορίας, καί θά ἦταν παράλογο καί ἔκφραση ἀγνωμοσύνης ἐκ μέρους τῶν χριστιανῶν νά μήν αἰσθάνονται πραγματική εὐγνωμοσύνη ἀπέναντι στό ἰδιαίτερο δημοκρατικό πνεῦμα τῆς σύγχρονης ἐποχῆς. Οἱ Ὀρθόδοξοι χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι ἀπολαμβάνουν τά μεγάλα πλεονεκτήματα τά ὁποῖα ζοῦν σέ τέτοιες χώρες, δέν θά πρέπει νά θεωροῦν ὡς δεδομένες αὐτές τίς ἀξίες, ἀλλά, ἀντ᾽ αὐτοῦ, ὀφείλουν νά τίς ὑποστηρίζουν ἐνεργά καί νά ἐργάζονται με σκοπό τή διατήρηση καί τήν ἐπέκταση τῶν δημοκρατικῶν θεσμῶν καί παραδόσεων μέσα στό νομικό, πολιτισμικό καί οἰκονομικό πλαίσιο τῶν ἀντιστοίχων κοινωνιῶν των. Οἱ Ὀρθόδοξοι χριστιανοί ἀντιμετωπίζουν τόν ἐπικίνδυνο πειρασμό νά ὑποταγοῦν σέ μία ἐξουθενωτική καί ἀπό πολλές ἀπόψεις φαντασιακή νοσταλγία μιᾶς ‘χρυσῆς ἐποχῆς’, ἡ ὁποῖα ἔχει πρό πολλοῦ παρέλθει, καί νά ἔχουν τήν ἐντύπωση ὅτι αὐτή ἀποτελεῖ τό μοναδικό ἰδεῶδες Ὀρθόδοξο πολίτευμα. Αὐτό μπορεῖ νά καταστεῖ ἕνα ὀλέθριο εἶδος ψεύτικης εὐσεβείας, τό ὁποῖο συγχέει τίς πρόσκαιρες πολιτικές μορφές τοῦ Ὀρθοδόξου παρελθόντος, ὅπως, γιά παράδειγμα, τὴ Βυζαντινή Αὐτοκρατορία, μέ τήν οὐσία τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἀποστόλων. Τά εἰδικά πλεονεκτήματα τῆς Ἐκκλησίας ὅταν αὐτή βρίσκεται κάτω ἀπό μία χριστιανική πολιτική ἡγεσία ἴσως νά ἔχουν ἐπιτρέψει τήν κυοφορία καί τή διαμόρφωση ἑνός ἰδιαίτερου Ὀρθοδόξου ἤθους στίς χώρες ἐκείνες μέ Ὀρθόδοξο χριστιανικό πληθυσμό, ἀλλά εἶχαν ἐπίσης τό ἀτυχές ἐπιπρόσθετο ἀποτέλεσμα νά δεσμεύσουν τήν Ἐκκλησία μέ συγκεκριμένους παραλυτικούς περιορισμούς. Πάρα πολύ συχνά, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπέτρεψε τή συγχώνευση τῆς ἐθνικῆς, ἐθνοτικῆς καὶ θρησκευτικῆς ταυτότητας, μέχρι τοῦ σημείου ὅπου οἱ ἐξωτερικές μορφές καί ἡ γλῶσσα τῆς πίστης – στοιχεῖα τά ὁποῖα ἔχασαν τό πραγματικό περιεχόμενό τους – ἔφτασαν νά χρησιμοποιοῦνται ὡς ὄργανα γιά τήν προώθηση ἐθνικῶν καί πολιτισμικῶν συμφερόντων μέ πρόσχημα τή χριστιανική ἰδιότητα. Καί αὐτό συχνά ἐμπόδισε τήν Ἐκκλησία στήν κλῆση της νά κηρύξει τό Εὐαγγέλιο σέ ὅλα τά ἔθνη.
§11 Ἔτσι, ἡ Σύνοδος τῆς Κωνσταντινούπολης τό 1872 καταδίκασε τόν «ἐθνοφυλετισμό», τήν ὑποταγή δηλαδή, τῆς Ὀρθόδοξης πίστης σε ἐθνοτικές ταυτότητες καί ἐθνικά συμφέροντα. Ἡ ἀγάπη τοῦ καθενός πρός τόν ἰδιαίτερο πολιτισμό του ἀποτελεῖ ἕνα συναίσθημα, τό ὁποῖο θά πρέπει νά ἐπαινεθεῖ, ἐφ᾽ ὅσον ὅμως παραμένει ταυτόχρονα καί μία γενναιόδωρη στάση, συνδεδεμένη μέ τήν προθυμία νά ἀναγνωριστεῖ ἡ ὡραιότητα καί ἡ εὐγενεία κί ἄλλων πολιτισμῶν. Καί ὁ πατριωτισμός μπορεῖ νά εἶναι ἕνα θετικό καί ὑγιές συναίσθημα, ἐφ᾽ ὅσον δέν θεωρεῖται λανθασμένα ὡς ἀρετή καθ᾽ ἑαυτή ἤ ἠθικό ἀγαθό, ἀκόμη καί ὅταν μία χώρα ἔχει καταστεῖ βαθιά ἄδικη ἤ καταστροφική. Ἀλλά ἀπαγορεύεται ἀπόλυτα στούς χριστιανούς νά δημιουργήσουν ἕνα εἴδωλο πολιτισμικῆς, ἐθνοτικῆς ἤ ἐθνικῆς ταυτότητας. Ἕνα εἶδος «χριστιανικοῦ ἐθνικισμοῦ» εἶναι ἀδιανόητο, ὅπως ἐπίσης καί καμία μορφή ἐθνικισμοῦ δέν μπορεῖ νά γίνει ἀνεκτή ἀπό τή χριστιανική συνείδηση. Αὐτό θά πρέπει, δυστυχῶς, νά ὑπογραμμισθεῖ στήν παροῦσα συγκυρία, λόγῳ τῆς ἀπροσδόκητης ἐπανεμφάνισης, σέ μεγάλο μέρος τοῦ ἀνεπτυγμένου κόσμου, τῶν πλέον κακόβουλων ἰδεολογιῶν ταυτότητας, στίς ὁποίες συμπεριλαμβάνονται οἱ φιλοπόλεμες μορφές ἐθνικισμοῦ, ἀλλά καί οἱ βλάσφημες φιλοσοφίες περί φυλῆς. Τά ἐγκλήματα τά ὁποῖα προέρχονται ἀπό φυλετική ἀδικία—μέ ἀφετηρία τή σύγχρονη ἀναγέννηση τῆς δουλοκτησίας μέ βάση φυλετικά κριτήρια ἕως τά μεταγενέστερα καθεστῶτα τοῦ ἀπαρτχάιντ τῆς Νότιας Ἀφρικῆς ἤ τόν νομικό διαχωρισμό μεταξύ λευκῶν καὶ μαύρων στίς Ἡνωμένες Πολιτείες, τά ὁποῖα ἐπιβλήθηκαν μέ τή χρήση ὀργανωμένης ἤ περιστασιακῆς βίας—ἀποτελοῦν, ἀσφαλῶς, μέρος τῆς συνολικῆς νεώτερης δυτικῆς ἱστορίας. Ὡστόσο, ἡ ρατσιστική ἰδεολογία ὡς τέτοια ἀποτελεῖ τό τοξικό κατάλοιπο τῶν δεισιδαιμονιῶν τῆς ψευδο-ἐπιστήμης τοῦ τέλους τοῦ 18ου μέχρι τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰῶνα. Καί ἐνῶ ἡ γνήσια ἐπιστημονική πρόοδος (σέ τομεῖς ὅπως ἡ μοριακή βιολογία, καί ἡ γονιδιακή ἔρευνα εἰδικότερα) ἀπέδειξε ὅτι ἡ ἰδέα τῶν διαφορετικῶν φυλῶν—ἤ χωριστῶν γενετικῶν κλάδων ἐντός τοῦ ἀνθρώπινου εἴδους—συνιστᾶ μία διεστραμμένη φαντασίωση, χωρίς καμία βάση στή βιολογική πραγματικότητα, ἡ τοξική ἔννοια τῆς φυλῆς παραμένει μέρος τοῦ ἐννοιολογικοῦ κόσμου τῆς ὕστερης νεωτερικότητας. Δέν θά μποροῦσε νὰ ὑπάρξει μεγαλύτερη ἀντίθεση πρός τό Εὐαγγέλιο. Ὑπάρχει μόνον ἕνα ἀνθρώπινο γένος, στό ὁποῖο ἀνήκουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καί ὅλοι καλοῦνται νά γίνουν ἕνας λαός ἐνώπιον τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ. Δέν ὑπάρχει ἀνθρωπότητα πέρα ἀπό τήν οἰκουμενική ἀνθρωπότητα, τήν ὁποία ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ προσέλαβε μέ τήν ἐνανθρώπησή Του, καί ἡ ὁποία ἐμπερικλείει ὅλους τούς ἀνθρώπους, δίχως διαχωρισμό ἤ διάκριση. Δυστυχῶς, ὅμως, ἡ ἄνοδος νέων μορφῶν πολιτικοῦ καί ἐθνικιστικοῦ ἐξτρεμισμοῦ ἔχει ὁδηγήσει ἀκόμη καί στή διείσδυση σέ πολλές Ὀρθόδοξες κοινότητες ἀτόμων, τά ὁποῖα ἐμφοροῦνται ἀπό ἰδέες μέ φυλετικό προσανατολισμό. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καταδικάζει ἀνεπιφύλακτα τίς ἀπόψεις τους καί τούς καλεῖ σέ τέλεια μετάνοια καί στήν μέ ταπεινότητα καταλλαγή μέ τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Καί ἐναπόκειται σέ κάθε Ὀρθόδοξη κοινότητα, ὅταν ἐντοπίζει τήν ὕπαρξη τέτοιων προσώπων στό ἐσωτερικό της καί δέν μπορεῖ νά τά ἀπομακρύνει, νά ἀποκηρύξει τίς δαιμονικές ἰδέες τίς ὁποῖες προωθοῦν, νά τά ἐκθέσει, νά τά καταδικάσει καί νά τά ἐκδιώξει. Κάθε ἐκκλησιαστική κοινότητα ἡ ὁποία ἀποτυγχάνει στό σημεῖο αὐτό, ἔχει προδώσει τόν Χριστό.
§12 Ἀνεξάρτητα ἀπό τά πολιτικά καθεστῶτα στά ὁποῖα ὑπάγονται οἱ Ὀρθόδοξοι χριστιανοί, ὅταν ἐξέρχονται ἀπό τόν ναό μετά τήν τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ὀφείλουν νά ἐπιστρέφουν ἐκ νέου στόν κόσμο ὡς μάρτυρες τῆς αἰώνιας Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Οἱ Ὀρθόδοξοι, ὅταν ἔρχονται σέ ἐπαφή μέ ἄλλους, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν τήν ἴδια πίστη μέ αὐτούς, θά πρέπει νά θυμοῦνται ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ζωντανές καί ἀναντικατάστατες εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες ἔχουν πλασθεῖ, στήν ἐσώτατη φύση τους, γι᾽ Αὐτόν. Δέν ἐπιτρέπεται ἡ προώθηση τῆς χριστιανικῆς πίστης μέ τή χρήση πολιτικῆς ἰσχύος ἤ νομικοῦ ἑξαναγκασμοῦ. Ὁ πειρασμός αὐτός ὑπῆρξε ἀρκετά συχνός καί σέ ὁρισμένες περιπτώσεις ἑξακολουθεῖ νά εἶναι ἰδιαίτερα ἔντονος σέ Ὀρθοδόξες χώρες. Μία ἀπό τίς πλέον διαβρωτικές, ἀπό ἠθική ἄποψη, πτυχές τῆς σύγχρονης δημοκρατικῆς πολιτικῆς εἶναι ἡ τάση συκοφάντησης καί διασυρμοῦ—ἀκόμη καί δαιμονοποίησης—ὅλων ἐκείνων μέ τούς ὁποίους κάποιος δέν συμφωνεῖ. Πράγματι, δέν ὑπάρχει ἴσως κανένας ἄλλος χῶρος πέρα ἀπό τήν πολιτική, ὅπου ὁ σύγχρονος χριστιανός πρέπει νά ἀγωνιστεῖ ἐντονότερα ἐνάντια στίς ἐπικρατούσες τάσεις τῆς ἐποχῆς, ἐπιδιώκοντας τήν ίδια στιγμή νά ὑπακούει στήν ἐντολή τῆς ἀγάπης. Οἱ Ὀρθόδοξοι χριστιανοί ὀφείλουν νά ὑποστηρίζουν τή ρητορική τῶν ἀνθρώπινων δικαιωμάτων, ὄχι ἐπειδή αὐτή εἶναι πλήρως συμβατή μέ ὅλα ὅσα ὁ Θεός ἐπιθυμεῖ γιά τά πλάσματά Του, ἀλλά ἐπειδή διατηρεῖ μία αἴσθηση τῆς ἀπαραβιάστης μοναδικότητας τοῦ κάθε προσώπου καί τῆς προτεραιότητας τῶν ἀνθρώπινων ἀγαθῶν ἔναντι τῶν ἐθνικῶν συμφερόντων, ἐνῶ παρέχει παράλληλα ἕνα νομικό καί ἠθικό πλαίσιο, ἐπί τοῦ ὁποίου ὅλα τά μέρη μποροῦν, σάν ἕνα εἶδος κανόνα, νά καταλήξουν σέ ὁρισμένες βασικές συμφωνίες. Πρόκειται γιά μία ρητορική, ἡ ὁποία ἀποσκοπεῖ νά θεραπεύσει τίς διαιρέσεις σέ ἐκείνες τίς πολιτικές κοινότητες, στίς ὁποίες πρόσωπα μέ πολύ διαφορετικές πεποιθήσεις καλοῦνται νά συνυπάρξουν. Ἡ ρητορική αὐτή ἐπιτρέπει μία γενική πρακτική καί ἕνα ἦθος τιμῆς πρός τήν ἄπειρη καί ἐγγενῆ ἀξιοπρέπεια τοῦ κάθε προσώπου (μία ἀξιοπρέπεια, βεβαίως, τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία ἀντιλαμβάνεται ὡς ἀπόρροια τῆς παρουσίας τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους). Οἱ Ὀρθόδοξοι χριστιανοί ὀφείλουν νά ἀναγνωρίσουν ὅτι ἕνα πλαίσιο κοινῆς κοινωνικῆς συμφωνίας, τό ὁποῖο θά ἐμμένει στόν ἀπαραβίαστο χαρακτήρα τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας καί ἐλευθερίας, εἶναι ἀπαραίτητο γιά τή διατήρηση καί τήν προώθηση μιᾶς δίκαιης κοινωνίας. Καί ἡ ρητορική τῶν ἀνθρώπινων δικαιωμάτων διαθέτει τή δύναμη νά τό ἐπιτυγχάνει αὐτό μέ ἀξιοθαύμαστη σαφήνεια. Τήν ἴδια στιγμή, βεβαίως, οἱ Ὀρθόδοξοι δέν θά πρέπει νά φοβοῦνται τήν πραγματικότητα τοῦ πολιτισμικοῦ καὶ κοινωνικοῦ πλουραλισμοῦ. Πράγματι, θά πρέπει νά χαίρονται μέ τή δυναμική σύμπλευση τῶν ἀνθρώπινων πολιτισμῶν στόν σύγχρονο κόσμο, γεγονός τό ὁποίο ἀποτελεῖ μία ἀπό τίς λαμπρές σελίδες τῆς ἐποχῆς μας, θεωρῶντας ὡς εὐλογία τό γεγονός ὅτι ὅλοι οἱ ἀνθρώπινοι πολιτισμοί, μέ ὅλη τήν ποικιλία καί τό κάλλος τους, ὁλοένα καί περισσότερο συναντιοῦνται στούς ἴδιους κοινωνικούς καί πολιτικούς χώρους. Ἡ Ἐκκλησία πρέπει στήν πραγματικότητα νά ὑποστηρίζει ἐκείνες τίς κυβερνητικές πολιτικές καί τούς νόμους οἱ ὁποίοι προωθοῦν κατά τόν καλύτερο τρόπο αὐτόν τόν πλουραλισμό. Ἐπιπλέον, θά πρέπει νά εὐχαριστεῖ τόν Θεό γιά τόν πλοῦτο ὅλων τῶν πολιτισμῶν τοῦ κόσμου καί γιά τό πολύτιμο δῶρο τῆς εἰρηνικῆς συνύπαρξής τους στό πλαίσιο τῶν σύγχρονων κοινωνιῶν.
§13 Ζοῦμε, ὅπως συχνά λέγεται, σέ μία ἐκκοσμικευμένη ἐποχή. Αὐτό δέν σημαίνει, βεβαίως, ὅτι ἡ θρησκεία ἔχει χάσει τήν αἴγλη της σέ ὅλες τίς κοινωνίες. Πράγματι, σέ ὁρισμένες ἀπό αὐτές ἡ θρησκεία παραμένει μία ἰσχυρή πολιτισμική δύναμη ὅπως ἦταν ἀνέκαθεν. Ἀκόμη καί στά πλέον ἐκκοσμικευμένα ἔθνη τῆς Δύσης, ἡ θρησκευτική πίστη καί πρακτικὴ παραμένουν πολύ πιό ζωντανές ἀπ’ ὅσο κάποιος θά ἀνέμενε, ἐάν ἡ θρησκευτικότητα ἀποτελούσε ἁπλῶς μία συμπτωματική πτυχή τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ. Ἀλλά τά Συντάγματα τῶν πλέον σύγχρονων κρατῶν, ἀκόμη καί ἐκείνων τά ὁποῖα ἀναγνωρίζουν τυπικά μία θεσμική ἐκκλησία, ἀποδέχονται τήν ἀστική προτεραιότητα ἑνός δημόσιου χώρου, ἀπαλλαγμένου ἀπό θρησκευτικές ὀργανώσεις, καθώς καί μιᾶς πολιτικῆς τάξης, ἐλεύθερης ἀπό κάθε ἐκκλησιαστική αὐθεντία. Πράγματι, πολλοί σήμερα πιστεύουν ὅτι ἡ δημοκρατική κοινωνία εἶναι δυνατή μόνον στόν βαθμό που ἡ θρησκεία ἔχει περιοριστεῖ συνολικά στήν ἰδιωτική σφαῖρα, χωρίς νά τῆς ἀναγνωρίζεται ὁ ὁποιοσδήποτε ρόλος στή διαμόρφωση τῆς πολιτικῆς. Αὐτό εἶναι, βεβαίως, μία παράλογη ἀπαίτηση, ἡ ὁποία γίνεται καταπιεστική ἄν ἐπιβληθεῖ μέ καταναγκαστικά νομικά μέσα. Οἱ ἀνθρώπινες ἠθικές πεποιθήσεις δέν ἀναπτύσσονται μέσα σέ κάποιο ἐννοιολογικό κενό καί ἡ θρησκευτική ταυτότητα ἀποτελεῖ ἀναπόσπαστο μέρος τοῦ τρόπου μέ τόν ὁποῖο πάρα πολλές κοινότητες καί ἄτομα φτάνουν στό σημεῖο νά μήν ἔχουν ἰδέα περί τοῦ κοινοῦ καλοῦ, τῆς ἠθικῆς κοινότητας και τῆς κοινωνικῆς εὐθύνης. Τό νά ἐξαναγκασθεῖ νά σιγήσει ἡ φωνή τῆς πίστης στή δημόσια σφαῖρα, σημαίνει πώς θά πρέπει ἐπίσης νά σιωπήσει καί ἡ φωνή τῆς συνείδησης γιά ἕνα μεγάλο ἀριθμό πολιτῶν, ἀποκλείοντάς τους παντελῶς ἀπό τή δημόσια ζωή. Ταυτόχρονα, ὅμως, ἡ λύση τῆς παλαιᾶς συμφωνίας μεταξύ κράτους καί ἐκκλησίας—ἤ θρόνου καί θυσιαστηρίου—ὑπῆρξε ἐπίσης μία μεγάλη εὐλογία γιά τόν χριστιανικό πολιτισμό. Αὐτή ἀπελευθέρωσε τήν Ἐκκλησία ἀπό αὐτό πού πάρα πολύ συχνά ὑπῆρξε μία δουλική καί ἀνίερη ὑποταγή της στήν κοσμική ἐξουσία καί μία συνενοχή στά ἀρνητικά της. Εἶναι προφανῶς πρός τό συμφέρον τῆς Ἐκκλησίας νά καταστεῖ ἡ θεσμική διασύνδεση τοῦ Χριστιανισμοῦ μέ τά συμφέροντα τοῦ κράτους ὅσο τό δυνατό πιό χαλαρή, ὄχι ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία ἐπιθυμεῖ ἤ ἀποπειρᾶται νά ἀποσυρθεῖ συνολικά ἀπό τήν κοινωνία, ἀλλά ἐπειδή καλεῖται νά κηρύξει τό Εὐαγγέλιο στόν κόσμο καί νά ὑπηρετήσει τόν Θεό κατά πάντα, χωρίς νά ἐπηρεάζεται ἀπό τή συμμαχία της μέ τίς κοσμικές φιλοδοξίες. Ἑπομένως, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὀφείλει νά εἶναι εὐγνώμων γιά τό γεγονός ὅτι ὁ Θεός ἐπέτρεψε κατά τήν Πρόνοιά Του τή μείωση τῆς πολιτικῆς δύναμης τῆς Ἐκκλησίας στά περισσότερα ἀπό τά ἐδάφη τῆς ἀρχαίας Χριστιανοσύνης, ἔτσι ὥστε νά μπορεῖ νὰ διεξάγει καί νά προωθεῖ μέ μεγαλύτερη πιστότητα τήν ἀποστολή της πρός ὅλα τά ἔθνη καί τούς ἀνθρώπους. Βεβαίως, ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νά συμβιώσει εἰρηνικά καί χωρίς πρόβλημα, μέ μία πολιτική τάξη, ἡ ὁποία δέν ἐπιβάλλει τή θεολογική συμμόρφωση τοῦ λαοῦ της μέ καταναγκαστικά μέσα, καθώς μία τέτοια τάξη ἐπιτρέπει στήν Ἐκκλησία νά κάνει μία περισσότερο σαφῆ καί ἄμεση ἔκκληση στή λογική καί τή συνείδηση τοῦ καθενός.
§14 Αὐτό σέ καμία περίπτωση δέν ἐμποδίζει τήν ἄμεση καί ἰσχυρή συνεργασία τῆς Ἐκκλησίας μέ τίς πολιτικές ἀρχές καί τά ὄργανα τοῦ κράτους μέ σκοπό τήν προώθηση τοῦ κοινοῦ καλοῦ καί τήν ἐπιδίωξη ἔργων φιλανθρωπίας. Ὁ Χριστιανισμός ξεκίνησε ὡς ἕνα μειοψηφικό θρησκευτικό κίνημα στό πλαίσιο ἑνός αὐτοκρατορικοῦ πολιτισμοῦ, ὁ ὁποίος ἦταν ἀδιαφόρος ἤ καί ἐχθρικός ἀπέναντί του. Ἀκόμη καί τότε, σέ καιρούς δοκιμασίας, ὅπως οἱ περίοδοι λοιμῶν καί λιμῶν, οἱ χριστιανοί συχνά διακρίνονταν γιά τήν ἀνιδιοτέλεια τῆς διακονίας τους πρός τούς συνανθρώπους τους. Καί, καθ’ ὅλη τή διάρκεια τῶν πρώτων αἰώνων τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἡ πρόνοια τῆς Ἐκκλησίας γιά τούς ἀπελπισμένους—κυρίως τίς χήρες καί τά ὀρφανά, πού ἀποτελούσαν συχνά τά πλέον φτωχά καί εὐρισκόμενα σέ κίνδυνο πρόσωπα τοῦ ἀρχαίου κόσμου—ὑπήρξε ὁ πρῶτος ὁργανωμένος θεσμός κοινωνικῆς πρόνοιας στή Δυτική κοινωνία. Ἐξάλλου, μετά τή μεταστροφή τῆς αὐτοκρατορίας στόν Χριστιανισμό, δέν ὑπῆρξε ἄλλη σημαντικότερη ἀλλαγή στή νομική καί κοινωνική σύσταση τῆς αὐτοκρατορικῆς κοινωνίας, πέρα ἀπό τήν τεράστια ἐπέκταση τῶν φιλανθρωπικῶν πόρων καί τῆς κοινωνικῆς εὐθύνης τῆς Ἐκκλησίας. Δέν εἶναι δυνατό νά δοθεῖ ἕνας γενικός χαρακτηρισμός τῆς σχέσης Ἐκκλησίας καί κράτους κατά τήν περίοδο τῆς χριστιανικῆς αὐτοκρατορίας. Ἡ συμμαχία ἔδωσε καλούς καί κακούς καρπούς. Κανείς, ὡστόσο, δέν θά ἔπρεπε νά ἀμφιβάλλει γιά τήν τεράστια βελτίωση τῆς Δυτικῆς ἀντίληψης περί τοῦ κοινοῦ καλοῦ πού ἐγκαινιάστηκε—καί τό ὁποῖο ἀργά καί σταθερά ἀναπτύχθηκε—μέ τήν εἰσαγωγή τῆς χριστιανικῆς συνείδησης στήν κοινωνική ζωή τοῦ κόσμου τῆς ὕστερης ἀρχαιότητας. Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, ἡ συνεργασία αὐτή, γιά χάρη τοῦ κοινοῦ καλοῦ, ἐνσωματώθηκε στήν Ὀρθόδοξη παράδοση μέ τόν ὅρο «συμφωνία» στίς Νεαρές τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ[12]. Ἡ ἴδια ἀρχή λειτούργησε καί κατά τή συγκρότηση πολλῶν Ὀρθόδοξων ἐθνικῶν κρατῶν στή μετα-Ὀθωμανική περίοδο. Καί σήμερα, ἡ ἀρχή τῆς «συμφωνίας» ἐξακολουθεῖ νά καθοδηγεῖ τήν Ἐκκλησία στίς προσπάθειές της νά συνεργασθεῖ μέ κυβερνήσεις γιά τό κοινό καλό καί νά ἀγωνιστεῖ ἐναντίον τῆς ἀδικίας. Δέν μπορεῖ, ὡστόσο, νά χρησιμοποιηθεῖ ὡς δικαιολογία γιά τήν ἐπιβολή τῆς θρησκευτικῆς ὀρθοδοξίας στήν εὐρύτερη κοινωνία ἤ γιά τήν προώθηση τῆς Ἐκκλησίας ὡς πολιτική δύναμη. Μᾶλλον, ἡ ἀρχή αὐτή θά ἔπρεπε νά ὑπενθυμίζει στούς χριστιανούς ὅτι αὐτή ἡ δέσμευση στό κοινό καλό—σέ ἀντίθεση πρός τήν ἁπλή τυπική προστασία τῶν ἀτομικῶν ἐλευθεριῶν, τῶν κομματικῶν συμφερόντων καὶ τῆς δύναμης τῶν συντεχνιῶν—ἀποτελεῖ τήν ἀληθινή οὐσία μιᾶς δημοκρατικῆς πολιτικῆς τάξης. Δίχως τή γλῶσσα τοῦ κοινοῦ καλοῦ στό κέντρο τῆς κοινωνικῆς ζωῆς, ὁ δημοκρατικός πλουραλισμός πολύ εὔκολα ἐκφυλίζεται σέ ἕνα εἶδος καθαροῦ ἀτομικισμοῦ, ἐνῶ ὁδηγεῖ στήν ἀπολυτοποίηση τῆς ἐλεύθερης ἀγορᾶς καί σέ ἕνα, ἀπό πνευματική ἄποψη, διαβρωτικό καταναλωτισμό.

III. Ἡ πορεία τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς Ἁγίασον ἡμῶν τάς ψυχάς καί τά σώματα· καί δός ἡμῖν ἐν ὁσιότητι λατρεύειν σοι πάσας τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς ἡμῶν

§15 Ἡ πορεία τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς ἐπί τῆς γῆς—ἐάν φτάσει στή φυσική της κατάληξη—ἀρχίζει κατά τή στιγμή τῆς σύλληψης στή μήτρα, ἐκτείνεται ἀπό τήν παιδική ἡλικία στήν ἐνηλικίωση, καί κορυφώνεται τελικά στήν κοίμηση, ὡς ἀποτέλεσμα τοῦ σωματικοῦ θανάτου. Ἀλλά τά στάδια τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς διαφέρουν γιά τόν κάθε ἄνθρωπο καί ὁ δρόμος πού μπορεῖ αὐτός νά ἀκολουθήσει, εἴτε ἑκούσια εἴτε ἀκούσια, ὁδηγεῖ στή δυνατότητα, εἴτε τῆς ἁγιότητας εἴτε τῆς πνευματικῆς δουλείας. Σέ κάθε ζωή, ἐξάλλου, οἱ εὐκαιρίες γιά ἀσκητική αὐταπάρνηση στό πλαίσιο τῆς διακονίας τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί γιά τό ἔργο τῆς μεταμόρφωσης τῆς δημιουργίας εἶναι μοναδικές. Τό τέλος πού ἁρμόζει σέ κάθε ζωή, ἡ ὁποία βιώθηκε στην πληρότητά της, εἶναι τό νά δεῖ τόν Θεό «πρόσωπον πρός πρόσωπον» (Α΄ Κορ. 13:12), ἡ θέωση: «Ἀγαπητοί, νῦν τέκνα Θεοῦ ἐσμεν, καί οὔπω ἐφανερώθη τι ἐσόμεθα· οἴδαμεν δέ ὅτι ἐάν φανερωθῆ, ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα, ὅτι ὀψόμεθα αὐτόν καθώς ἐστι» (Α΄ Ἰωάν. 3:2). Ὅμως, ἡ πορεία τοῦ κάθε ἀνθρώπου στή ζωή περιβάλλεται ἐπίσης ἀπό πειρασμούς, ἰδιαιτέρως μάλιστα ἀπό τόν πειρασμό νά ἀκολουθήσει ἐκεῖνα τά μονοπάτια, τά ὁποῖα ὁδηγοῦν μόνο στά δικά του πλεονεκτήματα ἤ στό δικό του κέρδος, παρά σέ ἔκφραση ἀγάπης πρός τόν Θεό καί ἀλληλεγγύης πρός τόν πλησίον. Ἡ Ἐκκλησία ἐπιζητεῖ νά συνοδεύσει τή χριστιανική ψυχή σε ὁλόκληρη τή διαδρομή της στον κόσμο, παρέχοντας ὄχι μόνον συμβουλές, ἀλλά καί τά μέσα γιά τήν ἐπίτευξη τῆς ἁγιότητας. Καί, σέ κάθε στάδιο, ἡ Ἐκκλησία προτείνει διαφορετικά πρότυπα ζωῆς ἐν Χριστῷ, ποικίλες κλήσεις χριστιανικῆς ζωῆς, οἱ ὁποῖες περιέχονται στήν ὑπερτάτη κλῆση πού εἶναι ἡ ἀναζήτηση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καί τῆς δικαιοσύνης της.
§16 Ὁ σεβασμός τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας πρός τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἀκόμη καί στούς ἐλάχιστους ἀνάμεσά μας, ἐκφράζεται ὄχι μόνον στό βάπτισμα τῶν νηπίων, ἀλλά καί στήν ἄμεση μετάδοση σ’ αὐτά τῆς Θείας Κοινωνίας. Δέν εἶναι δυνατό νά ὑπάρξει πιό ἰσχυρή μυστηριακή ἐπιβεβαίωση τῆς ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ πρός τούς μαθητές Του, ἀπό τό νά βροῦν τό ἀληθινό πρότυπο ζωῆς στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, στήν παιδική ἀθωότητα (Ματθ. 19:14, Μάρκ. 10:14-16, Λουκ. 18:16-17). Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός εἰσήλθε στόν κόσμο μέ τή γέννησή του ἀπό τή μητέρα του καί διῆλθε τόσο ἀπό τή νηπιακή καί παιδική ἡλικία, προκόβοντας στή σοφία καί τήν ἡλικία (Λουκ. 2:52). Κάθε πτυχή τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς ἔχει ἐξαγιασθεῖ καί δοξασθεῖ, ἐπειδή ἔχει προσληφθεῖ ἀπό τόν ἀΐδιο Υἱό τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά ὁ Υἱός, ἔχοντας ὑποταχθεῖ στόν εὔθραυστο χαρακτῆρα καί στίς ἑξαρτήσεις τῆς νηπιακῆς καί τῆς παιδικῆς ἡλικίας, ἀποκάλυψε μέ ἰδιαίτερη ἔμφαση τό μεγαλεῖο τῆς ἔκχυσης τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ στό ἔργο τῆς σωτηρίας. Ἡ ἀθωότητα τῶν παιδιῶν συνιστᾶ, ἑπομένως, μία πραγματικότητα ἐξαιρετικῆς ἱερότητας, ἕνα σημάδι τῆς ζωῆς τῆς Βασιλείας, πού εἶναι μέ τή χάρη παρόν ἀνάμεσά μας, καί ἡ ὁποία πρέπει νά ἀποτελεῖ  ἀντικείμενο ἀδιάκοπης φροντίδας καί ἐπιμέλειας ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ προστασία καί ἡ φροντίδα τῶν παιδιῶν εἶναι ὁ βασικότερος καί οὐσιαστικότερος δείκτης τῆς ἀφοσίωσης κάθε κοινωνίας στό ἀγαθό. Ὅπως προειδοποίησε ὁ Χριστός, «ὅς δ’ ἄν σκανδαλίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων τῶν πιστευόντων εἰς ἐμέ, συμφέρει αὐτῷ ἵνα κρεμασθῇ μύλος ὀνικός εἰς τόν τράχηλον αὐτοῦ καί καταποντισθῇ ἐν τῷ πελάγει τῆς θαλάσσης» (Ματθ. 18:6, πρβλ. Μάρκ. 9:42, Λουκ. 17:2). Οἱ ἀμαρτίες ἐναντίον τῆς ἀθωότητας τῶν παιδιῶν ἀποτελοῦν ἕνα ἀπό τά πλέον ἀποτρόπαια εἶδη ἀμαρτιῶν. Δέν ὑπάρχει χειρότερο ἀδίκημα ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ἀπό τή σεξουαλική κακοποίηση τῶν παιδιῶν, τήν ὁποία σέ καμία περίπτωση δέν μπορεῖ νά ἀνεχθεῖ ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλα τά μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἔχουν ἐπωμιστεῖ μέ τήν προστασία τῶν νέων ἐνάντια σέ τέτοιου εἶδους παραβίαση καί δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει περίπτωση, ὅπου ἕνα μέλος τῆς Ἐκκλησίας πού εἶναι ἐνήμερο γιά κάποια περίπτωση σεξουαλικῆς κακοποιήσης ἑνός παιδιοῦ, δέν θά τήν ἀναφέρει ἀμέσως στίς ἀρμόδιες ἀρχές τῆς πολιτεῖας καί στόν τοπικό ἐπίσκοπο. Ἐξάλλου ὁ κάθε πιστός χριστιανός εἶναι ὑποχρεωμένος νά φέρνει στό φῶς ὅλους ἐκείνους πού θά ἐμπόδιζαν τή δημοσιοποίηση τέτοιου εἶδους ἐγκλημάτων ἤ θά ἀπέτρεπαν τή νομική καταδίκη τους. Οὔτε θά πρέπει ποτέ κάποιος ἱερέας νά δώσει ἄφεση ἀμαρτιών σέ ἐκείνον πού τέλεσε ἕνα τέτοιο ἔγκλημα, μέχρις ὅτου ὁ ἴδιος παραδοθεῖ προκειμένου νά δικαστεῖ. Ἐπίσης, ἡ Ἐκκλησία καλεῖται νά ἀγωνιστεῖ γιά τήν προστασία τῶν παιδιῶν σέ ὅλο τόν κόσμο, τά ὁποῖα—ἀκόμη καί σέ μία ἐποχή ὅπου ἡ παιδική θνησιμότητα καί οἱ ἀσθένειες ὑποχωροῦν παγκοσμίως—ἐξακολουθοῦν σέ πολλά μέρη τοῦ κόσμου νά ὑφίστανται τόν πόλεμο, τή δουλεία, τήν ἔνδεια, τήν παιδική ἐργασία καί (εἰδικά στήν περίπτωση τῶν νεαρῶν κοριτσιών) τόν γάμο χωρίς τή συγκατάθεσή τους, ἐνῶ βρίσκονται ἀκόμη στή φάση τῆς πρώϊμης παιδικῆς ἡλικίας. Ὅσο οἱ συνθῆκες αὐτές ἐξακολουθούν νά ὑφίστανται σέ κάποιο μέρος τοῦ κόσμου, ἡ Ἐκκλησία δέν θά πρέπει νά περιορίζεται στόν ἀγώνα ἐναντίον τῆς ἐξάλειψής τους, μονάχα μέ ἐκκλήσεις πρός τίς κυβερνητικές ἀρχές, μέ τήν ἀνθρωπιστική βοήθεια, μέ τήν παροχή βοήθειας στά συστήματα υἱοθεσίας, καί μέ τή συνηγορία ὑπέρ αὐτῶν τῶν ἀνήλικων. Ἀποτελεῖ ἐξίσου καθῆκον τῆς Ἐκκλησίας νά ἐργαστεῖ παντοῦ γιά τή γενική βελτίωση τῶν ὅρων τῆς παιδικῆς ἡλικίας, σέ χώρους ὅπου δέν ὑφίσταται ἐπαρκής πρόσβαση σέ πόσιμο νερό, ἱκανοποιητική ἰατρική περίθαλψη, ἐμβολιασμοί καί δέν καλύπτονται στοιχειωδῶς ἄλλες βασικές ἀνάγκες. Ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά σταματήσει ποτέ νά καθιστᾶ σαφές σέ ὅλα τά παιδιά ὅτι ὁ Θεός τά γνωρίζει καί τά ἀγαπᾶ ἤ νά σταματήσει νά προβάλλει τά ἐξαιρετικά χαρίσματα τῆς παιδικῆς ἡλικίας: τήν αὐθόρμητη χαρά, τήν περιέργεια, τή φαντασία καί τήν ἐμπιστοσύνη. Πράγματι, καθώς μᾶς διδάσκει ὁ Χριστός, οἱ ἐνήλικες θα πρέπει νά μάθουν νά μιμοῦνται τά παιδιά ἀναφορικά πρός αὐτά τά δῶρα τῆς φύσης: «ὅστις οὖν ταπεινώσει ἑαυτόν ὡς τό παιδίον τοῦτο, οὗτος ἐστιν ὁ μείζων ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 18:4). 
§17 Στήν ἐποχή μας, ὅσο ποτέ ἄλλοτε, τά παιδιά εἶναι ἐκτεθειμένα καθ’ ὅλη τή διάρκεια τῆς ἡμέρας, σε πλῆθος ἠλεκτρονικῶν συσκευῶν καί μέσων μαζικῆς δικτύωσης, τά ὁποία στοχεύουν σέ μεγάλο βαθμό στήν προώθηση τῆς ἀδιάκοπης ἀπόκτησης ὑλικῶν ἀγαθῶν. Ὅπως δήλωσε ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος στήν Ἀπόδειξη τῶν Χριστουγέννων τοῦ 2016: «Ἀλλοιώνεται ἡ παιδική ψυχή ἐκ τῆς καταλυτικῆς ἐπιρροῆς τῶν ἠλεκτρονικῶν μέσων καί ἰδίως τῆς τηλεοράσεως καί τοῦ διαδικτύου εἰς τήν ζωήν των καί ἀπό τήν ριζικήν ἀλλαγήν τοῦ ἐπικοινωνιακοῦ περιβάλλοντος. Ὁ ἄκρατος οἰκονομισμός τά μετατρέπει ἐνωρίς εἰς καταναλωτάς καί ὁ εὐδαιμονισμός ἑξαφανίζει ταχύτατα τήν παιδικὴν ἀθῳότητα». Ἡ Ἐκκλησία καί οἱ γονεῖς ὀφείλουν πάντοτε νά θυμοῦνται ὅτι οἱ ἐπιθυμίες διαμορφώνονται κατά τήν παιδική ἡλικία καί, μαζί μέ αὐτές, καί ὁ χαρακτήρας. Συνιστᾷ πολύ βαριά ἀμέλεια νά ἐπιτρέπουμε στά παιδιά νά ἀπορροφούνται τόσο πολύ ἀπό ἕναν κόσμο φευγαλέας ὑλιστικῆς γοητείας καί ἀπό ποταπές ὑλικές ὀρέξεις, ἀφήνοντας ἔτσι ἀκαλλιεργήτες τίς βαθύτερες ἱκανότητες γιά ἀγάπη, ἀνιδιοτέλεια, σεβασμό, γενναιοδωρία, χαρά μέ τά ἁπλᾶ πράγματα καί ἀδιαφορία γιά τίς ἀτομικές κτήσεις. Ὁ Χριστός κάλεσε τούς μαθητές Του νά μιμηθοῦν τήν ἔλλειψη πονηριᾶς πού χαρακτηρίζει τά παιδιά, ἀλλά μεγάλο μέρος τῆς σύγχρονης καπιταλιστικῆς κουλτούρας ἐπιδιώκει νά ἀποστερήσει ἀπό τά παιδιά αὐτήν ἀκριβῶς τήν πολύτιμη ἀρετή, μετατρέποντάς τα ἔτσι σέ μηχανές παραγωγῆς ἀμιγῶς ἀκορέστων ἐπιθυμιῶν. Ἡ προστασία τῶν παιδιῶν ἀπό αὐτή τή βαθεῖα διαστροφή τῆς φύσης τους εἶναι μία ἀπό τίς πλέον ἐπειγούσες εὐθύνες, οἱ ὁποῖες βαρύνουν τούς ἐνηλίκους χριστιανούς κατά τήν ἐποχή τῆς μαζικῆς ἐπικοινωνίας. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος συμβουλεύει τούς γονεῖς νά συμπεριφέρονται ὡς «θυροφύλακες τῶν αἰσθήσεων» γιά τά παιδιά τους[13]. Ὁ θυροφύλακας δέν εἶναι τύραννος, ὅπως διευκρινίζει ὁ Χρυσόστομος. Ἀντίθετα, ἐλέγχοντας τήν πρόσβαση τοῦ παιδιοῦ στόν κόσμο, ὁ θυροφύλακας τό προικίζει μέ τήν ἱκανότητα νά ἐλέγχει τίς ὀρέξεις του στή μετέπειτα ζωή του. Καί αὐτός ὁ ρόλος τοῦ ἐλέγχου τῶν αἰσθήσεων ἴσως εἶναι σημαντικότερος σήμερα παρά ποτέ, μέ δεδομένο μάλιστα τό πόσο εὔκολα μποροῦν οἱ αἰσθήσεις μας νά κατακλυσθοῦν ἀπό τόν ἀδιάκοπο θόρυβο καί τά θεάματα τῶν σύγχρονων μέσων μαζικῆς ἐνημέρωσης.
§18 Στίς περισσοτέρες προνεωτερικές κοινωνίες, τήν περίοδο τῆς παιδικῆς ἡλικίας διαδεχόταν ἀμέσως ἡ ἐνήλικη ζωή καί στή συνέχεια συνήθως ἡ ἐργασιακή ἀπασχόληση. Στήν ἐποχή μας, ὅλο καί περισσότερο, ἀντιλαμβανόμαστε τή μετάβαση ἀπό τήν παιδική ἡλικία στήν ἐνηλικίωση ὡς μία ἐνδιάμεση περίοδο, καί μάλιστα ὄχι ἀπαραίτητα σύντομη. Πολλοί νεαροί ἐνήλικες, γιά παράδειγμα, περιμένουν ἀρκετό χρόνο πρίν ἀπομακρυνθοῦν ἀπό τήν οἰκογενειακή στέγη, προκειμένου νά ξεκινήσουν τήν ἀνεξάρτητη πορεία τους γιά νά ἀνακαλύψουν τήν κλῆση τους. Σέ πολλές περιπτώσεις ἀναμένουν ἀκόμη περισσότερο πρίν προχωρήσουν σέ γάμο, πρίν ἀποκτήσουν παιδιά καί δημιουργήσουν τή δική τους οἰκογένεια. Ὅπως συμβαίνει και στήν περίπτωση ὅλων τῶν σημαντικῶν κοινωνικῶν μεταβολῶν, ἡ πραγματικότητα αὐτή ἐνέχει, τόσο προνόμια, ὅσο καί κινδύνους. Τό μεγαλύτερο ὅφελος τοῦ νά επιτρέπεται στούς νέους μία μεγαλύτερη περίοδος περισυλλογῆς, ὡστε νά μπορέσουν νά διακρίνουν τά ἰδιαίτερα χαρίσματα καί κλῆσεις τους εἶναι ὅτι τούς ἀπελευθερώνει πάρα πολύ ἀπό τό ἄγχος τῆς ἐπαγγελματικῆς σταδιοδρομίας. Ἀπό τήν ἄλλη ὁ μεγαλύτερος κίνδυνος πού ἔχουν νά ἀντιμετωπίσουν οἱ νέοι εἶναι ὅτι γιά κάποιους, ἡ περίοδος αὐτή κατά τήν ὁποία θά πρέπει νά λάβουν ἀποφάσεις, μπορεῖ νά γίνει μία περίοδος ἀναποφασιστικότητας ἤ καί ἀναβλητικότητας, καί ἐπομένως μία ἀφύσικα παρατεταμένη περίοδος ἐξάρτησης, ἀνωριμότητας καί ἀβεβαιότητας. Ἐδῶ ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νά εἶναι ἕτοιμη νά προσφέρει συμβουλές καί ἐνθάρρυνση  στούς νεαρούς ἐνήλικες: νά τούς παροτρύνει νά προχωρήσουν στή ζωή μέ πίστη, ἀλλά καί μέ σύνεση καί προσευχή, ἐπιδιώκοντας μέ σοβαρότητα νά ἀνακαλύψουν τά ἰδιαίτερα χαρίσματα, τά ὁποῖα τούς ἔχει δώσει ὁ Θεός γιά τό ἔργο τῆς μεταμόρφωσης τοῦ πτωτικοῦ κόσμου καί γιά τή διακονία, μεταξύ ἄλλων, τῆς δικαιοσύνης καί τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά συνειδητοποιήσει σέ βάθος ὅτι σ’ αὐτό ἀκριβῶς τό στάδιο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς ἡ σεξουαλικότητα καί ἡ διαμόρφωση τῆς σεξουαλικῆς ἐπιθυμίας καθίστανται ἐνίοτε ἀντικείμενο ἰδιαίτερου ἐνδιαφέροντος, σέ ὁρισμένες μάλιστα περιπτώσεις καί αἰτία ἀθυμίας, ἀκόμη καί σύγχυσης. Καθ᾽ ἑαυτό, αὐτό δέν ἀποτελεῖ κάτι τό νέο γιά τήν ἀνθρώπινη κατάσταση. Τήν ἴδια στιγμή, ὡστόσο, ζοῦμε σέ μία ἐποχή κατά τήν ὁποία ἡ σεξουαλικότητα ἔχει καταστεῖ μία ἀκόμη περιοχή τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ἡ ὁποία ἔχει ὑποταχθεῖ στή λογική τοῦ καταναλωτισμοῦ καί στή δυναμική τῆς ἀγορᾶς. Πράγματι ἡ σεξουαλικότητα σήμερα ἔχει καταστεῖ περισσότερο μία καταναλωτική στρατηγική ἤ ἕνα καταναλωτικό προϊόν – ἡ ὁποία ὐποφέρει ἀπό τή ρευστότητα καί  τή διαχυτικότητά της- παρά μία ἔμφυτη διάσταση τῆς ανθρώπινης προσωπικότητας. Ἡ Ἐκκλησία καί ἡ κοινότητα τῶν πιστῶν πρέπει νά προσφέρουν στούς νέους ἕνα ζωογόνο καί μεταμορφωτικό ὅραμα σεξουαλικῶν σχέσεων: μία βαθιᾶ ἕνωση τοῦ σώματος, τοῦ νοῦ καί τοῦ πνεύματος, ἡ ὁποία ἕνωση ἔχει καθαγιασθεῖ ἀπό τό μυστήριο τοῦ γάμου. Τό σῶμα εἶναι «ναός τοῦ ἐν ὑμῖν ἁγίου Πνεύματος» (Α΄ Κορ. 6:19). Καί συνεπῶς, ἀκόμη καί μέ τή σεξουαλική του φύση, καλεῖται νά ἀναδεικνύει τήν ἁγιότητά του ὡς τόπο κατοικίας τοῦ Θεοῦ.
§19 Ζοῦμε σέ μία ἐποχή κατά τήν ὁποία ἡ σεξουαλικότητα κατανοεῖται ὁλοένα καί περισσότερο ὡς ἕνα ἀτομικό δεδομένο, ἀκόμη δέ καί ὡς ἰδιωτική ὑπόθεση. Μεγάλο μέρος τῶν πολιτικῶν καί κοινωνικῶν συζητήσεων στόν σύγχρονο κόσμο στρέφονται πρός τίς ἰδιαίτερες ἀπαιτήσεις καί ἀνάγκες τῶν ἐτεροφυλόφιλων, τῶν ὁμοφυλόφιλων, τῶν διεμφυλικῶν καί ἄλλων σεξουαλικῶν «ταυτοτήτων». Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ φύση τῆς ἀτομικῆς σεξουαλικῆς ἐπιθυμίας, ὡς ἕνα ἁπλό φυσιολογικό καί ψυχολογικό γεγονός, δέν ἀποτελεῖ ἁπλά συνέπεια μιᾶς ἰδιωτικῆς ἐπιλογῆς σέ σχέση μέ τά ζητήματα αὐτά. Πολλές ἀπό τίς κλίσεις καί τίς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας καί τῆς καρδιάς, σέ μεγάλο βαθμό μᾶς συνοδεύουν ἀπό τή γέννησή μας καί τρέφονται ἤ ἀποτρέπονται—γίνονται ἀποδεκτές ἤ παρεμποδίζονται—μέσα μας κατά τήν πρώϊμη ἡλικία. Ἐπιπλέον, ἡ προστασία ἀπό κάθε δίωξη ἤ νομικό κώλυμμα, ἀπόρροια τῆς σεξουαλικότητάς του θά πρέπει νά θεωρεῖται ὡς ἕνα βασικό δικαίωμα τοῦ κάθε ἀνθρώπου – τό ὁποίο κανένα κράτος ἤ ἀρχή δέν δικαιοῦται νά παραβιάσει. Ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ταυτότητα δέν συνδέεται κατά κύριο λόγο μέ τή σεξουαλικότητα τοῦ ἀνθρώπου ἤ μέ ὁποιοδήποτε ἄλλο ἰδιωτικό χαρακτηριστικό, ἀλλά μέ τό κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ μέσα μας[14]. Ὅλοι οἱ χριστιανοί καλοῦνται συνεχῶς νά βλέπουν τό κατ᾽ εἰκόνα καί τό καθ᾽ ὁμοίωση Θεοῦ στόν καθένα καί νά ἀντιστέκονται ἀπέναντι σέ ὅλες τίς μορφές διάκρισης σέ βάρος τοῦ πλησίον τους, ἀνεξάρτητα ἀπό τόν σεξουαλικό τους προσανατολισμό. Οἱ χριστιανοί καλοῦνται νά ζήσουν μέ σεξουαλική ἐγκρατεία, τόσο ἐντός, ὅσο καί ἐκτός τοῦ γάμου, ἀκριβῶς λόγῳ τῆς ἱερότητας τῆς σεξουαλικῆς ζωῆς στήν κτιστή τάξη. Ἀλλά οἱ χριστιανοί ποτέ δέν καλοῦνται νά μισήσουν ἤ νά περιφρονήσουν κάποιον.
§20 Καθώς ὁ Ὀρθόδοξος χριστιανός ἐνηλικιώνεται, θά ἀκολουθήσει ἕναν ἀπό τούς παρακάτω τρεῖς δρόμους: τόν ἔγγαμο, τόν μοναστικό ἤ τόν ἄγαμο βίο. Ἀν καί οἱ τρεῖς αὐτοί δρόμοι ἐνδέχεται νά διαφέρουν ὡς πρός τήν ἐξωτερική τους ἔκφραση, καί οἱ τρεῖς μοιράζονται στήν οὐσία τήν ἴδια χριστιανική κλήση, πού δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τή ριζική ἀποδοχή τῆς ἀγάπης καί τῆς ἀμοιβαιότητας. Παραδοσιακά, ἡ Ὀρθοδοξία εἴχε τήν τάση νά ἀναγνωρίζει μονάχα δύο καταστάσεις – τόν μοναστικό καί τόν ἔγγαμο βίο. Θά ἀποτελούσε, ὡστόσο, σοβαρή παράλλειψη ποιμαντικής εὐθύνης ἀπό τήν πλευρά τῆς Ἐκκλησίας, νά μήν ἀναγνωρίσει ὅτι, ἐνῶ ὁ ἄγαμος βίος ἀποτελούσε σπάνιο φαινόμενο στίς παλαιότερες γενιές, ἐξαιτίας τῶν πολιτισμικῶν καί κοινωνικῶν μεταβολῶν τῆς σύγχρονης ἐποχῆς, ἔχει καταστεῖ πολύ πιό συνηθισμένος. Κάποια πρόσωπα εἶναι πιθανό νά ἀκολουθήσουν περισσότερους ἀπό ἕναν δρόμους κατά τή διάρκεια τῆς ζωῆς τους. Γιά παράδειγμα, ὁ χήρος ἤ ἡ χήρα μποροῦν νά ἐπιλέξουν τόν δρόμο τοῦ μοναχισμοῦ. Γιά τούς περισσότερους, ὡστόσο, ὑπάρχει μονάχα ἕνας δρόμος νά ακολουθήσουν, καί εἶναι στόν δρόμο αὐτό στόν ὁποίο καλούνται οἱ ἄνθρωποι αὐτοί νά διακονήσουν τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐπιδιώκοντας τήν ἔνωση μαζί Του. Στήν ἀρχαία Ἐκκλησία, ὁ δρόμος τῆς ἀφιερωμένης στόν Θεό παρθενίας (ἡ ὁποία μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου κατέστη ἡ πρακτική τοῦ μοναχισμοῦ) ἔχαιρε πολύ υψηλής ἐκτίμησης. Ἀλλά ἡ Ἐκκλησία ἐγκαίρως ἔφτασε στό σημεῖο νά κατανοεῖ τόν γάμο ὡς μυστήριο, καταδικάζοντας μάλιστα ὅσους εἶναι ἐχθρικοί ἀπέναντί του[15]. Υπῆρξε πολλές φορές στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας κάποιας μορφῆς ἔνταση μεταξύ τοῦ ἔγγαμου βίου καί τοῦ μοναχισμοῦ, τουλάχιστον σέ σχέση μέ τά ἀντίστοιχα πνευματικά ὀφέλη τῶν δύο. Σέ μεγάλο βαθμό, αὐτό ὑπῆρξε ἀποτέλεσμα μιᾶς προγενέστερης, προχριστιανικῆς κατανόησης τοῦ γάμου. Ὑπήρξε ἐπίσης ἀποτέλεσμα τῆς ἀτυχοῦς κατάστασης, κατά τήν ὁποία, μέχρι πολύ πρόσφατα στήν ἀνατολική χριστιανική παράδοση, οἱ πνευματικές διδαχές γύρω ἀπό αὐτά τά θέματα προέρχονταν κατά κύριο λόγο ἀπό ἄγαμους πού δέν διέθεταν σχετική ἐμπειρία τοῦ ἔγγαμου βίου. Εἶναι καιρός πλέον, οἱ ὀλέθριες αὐτές προκαταλήψεις νά τεθοῦν στό περιθώριο, ἀναγνωρίζοντας ὅτι ὁ γάμος συνιστᾶ κάτι περισσότερο ἀπό ἕναν πολιτισμικό θεσμό ἤ ἁπλῶς ἕνα μέσο πολλαπλασιασμοῦ καί διατήρησης τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Ἐάν ἴσχυε κάτι τέτοιο, ἡ ἁγία Γραφή δέν θά χρησιμοποιούσε τήν εἰκόνα τοῦ γάμου ὡς τό βασικό μέσο γιά τήν περιγραφή τῆς μυστηριακῆς καί ἐσχατολογικῆς ἕνωσης μεταξύ τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας Του. Σύμφωνα μέ τήν ἁγία Γραφή, ὁ Χριστός μετέδωσε στούς μαθητές του τό πρώτο ἁπό τά ἰερατικά σημεῖα τῆς θεότητάς του στόν γάμο τῆς Κανά. Στόν ἀντίποδα, ὁ ἄγαμος βίος ἐμφανίζεται στήν Καινή Διαθήκη νά διαθέτει μία περισσότερο πρακτική ἀξία. Ὁ γάμος εἶναι τό μυστήριο τῆς ἀγάπης, ἤ μέ ἄλλα λόγια ἡ ἀνθρώπινη ἀγάπη ἐξυψώθηκε στό ἐπίπεδο τοῦ μυστηρίου. Ἀποτελεῖ τό μοναδικό μυστήριο στό ὁποῖο ἐμπλέκονται δύο πρόσωπα, τά ὁποῖα ἑνώνονται ἀπό τόν Θεό μεταξύ τους, ἐλεύθερα καί ἰσότιμα. Κατά ἕναν μυστικό τρόπο, ὁ ἀνδρας καί ἡ γυναίκα, ὁ σύζυγος καί ἡ σύζυγος, γίνονται ἕνα, ὅπως λέγεται στήν ἀκολουθία τοῦ γάμου: «Σύζευξον αὐτούς ἐν ὁμοφροσύνῃ· στεφάνωσον αὐτούς εἰς σάρκα μίαν». Ἡ Ἐκκλησία παρέλαβε τόν θεσμό τοῦ γάμου—ὁ ὁποῖος προηγουμένως ἀποτελούσε μία σχέση, ἡ ὁποία κατανοούνταν σέ μεγάλο βαθμό μέ ἐμπορικούς καί νομικούς ὅρους, ἡ ὁποία ἀφορούσε κυρίως στήν οἰκιακή καί οἰκογενειακή οἰκονομία—καί τόν μεταμόρφωσε σέ ἕναν ἀδιάλυτο δεσμό μεταξύ προσώπων, δεσμό, ὁ ὁποῖος ὑποδηλώνει μέ μυστικό τρόπο τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ πρός τήν Ἐκκλησία Του. Εἶναι ἕνας δεσμός ὁ ὁποῖος, μεταξύ ἄλλων, καθιστά τήν πληρότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης, σέ ὅλη της τήν καρποφορία, παροῦσα στή μία καί ἑνιαία κοινή ζωή. Διότι, ἐνῶ ἡ πλήρης εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἐνοικεῖ στόν καθένα μας χωριστά, ἡ «εἰκόνα τῆς ἀνθρωπότητας» διακρίνεται μέσα μας στόν ἄνδρα καί τή γυναίκα. Εἶναι ἐπίσης ἕνας δεσμός πού συνδέει τίς προηγουμένως διαιρεμένες ἀτομικές πνευματικές προσπαθείες σέ μία κοινή κλῆση μεταμόρφωσης τοῦ πτωτικοῦ κόσμου καί εἰσόδου στήν πορεία πρός τήν ἐν Χριστῷ θέωση. Βεβαίως, κανένα ἀπό τά ἔργα ἀγάπης τά ὁποῖα ἀναλαμβάνουμε στήν παρούσα ζωή δέν πραγματοποιήθηκε ποτέ στήν κατάσταση τῆς ἀπομόνωσης. Τό καθένα ἀπό αὐτά περιλαμβάνει ἀπαραίτητα ἕναν προσανατολισμό μακριά ἀπό τόν ἑαυτό μας, πρός τόν πλησίον. Ὅμως, στό πλαίσιο τοῦ γάμου, ἡ ἴδια ἡ ἰδέα τοῦ «πλησίον» ἀποκτᾶ νέο νόημα, καθώς ὁ ἔγγαμος βίος περιλαμβάνει δύο πρόσωπα, τά ὁποῖα εἰσέρχονται μαζί σέ μία μοναδική ἀσκητική πορεία, στήν ὁποία ὀφείλουν νά θυσιάζονται ὁ ένας γιά τόν ἄλλο ὡς ζήτημα καθημερινῆς ὑπαρξης καί ὀφείλουν νά ὑποτάσσονται ὁ ἕνας στόν ἄλλο (Ἐφεσ. 5:21). Κατά μία ἔννοια, ὁ σύζυγος καί ἡ σύζυγος γίνονται μία ὕπαρξη ἐν συζυγίᾳ, ὅπως ἀναφέρεται στο Γενέσεως 2:24 καί ὅπως ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τόν Χριστό: «ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τόν πατέρα αὐτοῦ καί τήν μητέρα καί κολληθήσεται τῇ γυναικὶ αὐτοῦ, καί ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν; ὥστε οὐκέτι εἰσί δύο, ἀλλὰ σάρξ μία» (Ματθ. 19:5-6. Μάρκ. 10:7-8).
§21 Σήμερα, σέ ὅλο καὶ περισσοτέρους Ὀρθόδοξους γάμους, ἕνας ἀπό τούς συζύγους δέν εἶναι ὀρθόδοξος χριστιανός. Οἱ γάμοι αὐτοί συνεπάγονται πολύ διαφορετικές προκλήσεις ἀπό ἐκείνες τίς ὁποίες ἀντιμετωπίζουν δύο Ὀρθόδοξοι σύζυγοι, ἀλλά καί αὐτή ἡ μορφή γάμου θά πρέπει νά θεωρεῖται ὅτι συγκροτεῖ μία κοινή προσπάθεια πρός τήν κατεύθυνση τῆς μεταμόρφωσης τοῦ κόσμου καί τῆς ἕνωσης μέ τόν Θεό. Καθώς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία βρίσκεται σέ χώρες μέ διαφορετικούς πολιτισμικά πληθυσμούς, οἱ γάμοι μεταξύ Ὀρθοδόξων καί μή Ὀρθοδόξων εἶναι βέβαιο ὅτι θά ἀπαιτοῦν ἰδιαίτερα προσεκτική ποιμαντική φροντίδα ἀπό τήν πλευρά τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως σημειώνεται στό κείμενο τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, Τό Μυστήριον τοῦ γάμου καί τά κωλύματα αὐτοῦ: «Ἡ δυνατότης ἐφαρμογῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας ὡς πρός τά κωλύματα γάμου δέον ὅπως ἀντιμετωπίζεται ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἑκάστης αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, συμφώνως πρός τάς ἀρχάς τῶν ἱερῶν κανόνων, ἐν πνεύματι ποιμαντικῆς διακρίσεως, ἐπί τῷ σκοπῷ τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου»[16]. Ἄν καί μᾶς χωρίζουν εἴκοσι αἰῶνες ἀπό τήν ἐποχή τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἡ κατάστασή μας ἴσως νά μήν εἶναι καί πολύ διαφορετική ἀπό ἐκείνη τῆς χριστιανικῆς κοινότητας τῆς Κορίνθου, πρός τήν ὁποίαν ὁ ἀπόστολος ἀπέστειλε συμβουλές σχετικά με το θέμα αὐτό: «ἡγίασται γάρ ὁ ἀνήρ ὁ ἄπιστος ἐν τῇ γυναικί, καί ἡγίασται ἡ γυνή ἡ ἄπιστος ἐν τῷ ἀνδρί». (Α΄ Κορ. 7:14).
§22 Ὅλοι οἱ γάμοι—ἀνεξάρτητα ἀπό τό εἄν οἱ σύζυγοι εἶναι Ὀρθόδοξοι, μή Ὀρθόδοξοι, ἤ καί τά δύο—ἐπηρεάζονται ἀπό τίς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας. Ἡ οἰκογένεια, ἀκριβῶς ἐπειδή εἶναι χῶρος μέ τεράστια εὐθύνη, συναισθηματική δέσμευση καί στενές προσωπικές σχέσεις, ἀποτελεῖ ἐπίσης καί τόπο ὅπου μποροῦν νά συμβοῦν καί οἱ πλέον καταστροφικές μορφές ψυχικῆς, σωματικῆς, σεξουαλικῆς καί συναισθηματικῆς ἐκμετάλλευσης. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἡ κυρία ἠθική εὐθύνη τῶν ἐνηλίκων σέ μία δυσλειτουργική οἰκογένεια εἶναι ἡ προστασία τῶν πλέον εὐάλωτων μελῶν της, ἐνῶ ἀναγνωρίζει ὅτι σέ πολλές περιπτώσεις μόνο τό τέλος ἑνός γάμου μπορεῖ νά διασφαλίσει τή σωματική ἀκεραιότητα καί τήν πνευματική ὑγεία ὅλων τῶν ἐμπλεκόμενων. Μία ἀπό τίς θλιβερές πραγματικότητες τῆς ζωῆς στόν πτωτικό κόσμο μας εἶναι, ὅτι ὁ ἔγγαμος βίος διαλύεται συχνά χωρίς νά ὑπάρχει δυνατότητα ἀποκατάστασης. Ἀπό μία ρεαλιστική ἄποψη, τό διαζύγιο ἀποτελεῖ κάτι περισσότερο ἀπό ἕνα χαρακτηριστικό γνώρισμα τοῦ πτωτικοῦ ἀνθρώπου. Πρόκειται μᾶλλον γιά μία ἰδιαίτερα ἠχηρή ἐκφρασή του. Τό διαζύγιο, βεβαίως, δέν ἀποκλείει τή δυνατότητα θεραπείας γιά τά ἐμπλεκόμενα μέρη, οὔτε ἀνακόπτει τήν πορεία τους πρός τή θέωση. Έτσι, ἡ Ἐκκλησία ἐπιτρέπει νέο γάμο, ἄν καί ἀναγνωρίζει στήν «Ἀκολουθία εἰς Δίγαμον» ὅτι ὁ δεύτερος γάμος ἀποτελεῖ συμβιβασμό καὶ ὄχι τό ἰδεῶδες. Ἡ Στ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος καθορίζει γιά τήν περίπτωση αὐτή μία περίοδο μετάνοιας σχεδόν ἐπτά ἐτῶν γιά ἐκείνον πού χώρισε καί τέλεσε νέο γάμο, πρίν νά γίνει καί πάλι δεκτός στή Θεία Κοινωνία (Κανόνας 37), ἄν καί ἡ Πενθέκτη Σύνοδος πρόσθεσε στή διάταξη αὐτή τόν ὅρο ὅτι σέ περιπτώσεις ἐγκατάλειψης τοῦ ἑνός συζύγου ἀπό τόν ἄλλο, αὐτός πού ἐγκαταλείφτηκε θά μπορούσε νά ἀπαλλαγεῖ πλήρως ἀπό τή μετάνοια (Κανόνας 87). Στό πνεῦμα αὐτό, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, λόγῳ τοῦ ποιμαντικοῦ καί πατρικοῦ του ἐνδιαφέροντος γιά τόν ἱερό κλῆρο, ἐξέτασε πρόσφατα περαιτέρω ἐξαιρέσεις ἀπό τούς Κανόνες σέ σχέση μέ τόν δεύτερο γάμο ὅσων κληρικῶν ἔχουν χηρέψει ἤ ἐγκαταλειφθεῖ ἀπό τίς συζύγους τους. Γενικά, ὡστόσο, κανένας Κανόνας πού ἀφορᾶ στά ἐπιτίμια μέ τά ὁποῖα ἕνας πιστός συμφιλιώνεται μέ τήν Ἐκκλησία δέν ἔχει ποτέ ἐπιβληθεῖ καθολικά. Μέ δεδομένο τή μοναδικότητα κάθε προσώπου καί τῆς ἰδιαιτερότητας τοῦ κάθε γάμου, ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νά παρέχει φιλάνθρωπες συμβουλές στούς διαζευγμένους, οἱ ὁποίες θά εἶναι κατάλληλες πρός τίς εἰδικές συνθήκες τοῦ καθενός ἀπό αὐτούς. 
§23 Ἡ Ἀκολουθία τοῦ Γάμου περιλαμβάνει πολλές αἰτήσεις γιά τήν ἐνδεχόμενη τεκνογονία, συμπεριλαμβανομένης καί τῆς εὐχῆς τοῦ Ψαλμωδοῦ, ἡ ὁποία εὔχεται οἱ νεόνυμφοι νά ἀξιωθοῦν νά δοῦν «τέκνα τέκνων». Κάποια ἀπό τά παιδιά, τά ὁποῖα ἐμπλουτίζουν τή νέα οἰκογένεια, εἶναι τά κατά σάρκα παιδιά τοῦ ζευγαριοῦ, ἄλλα ἔχουν υἱοθετηθεῖ, ἐνῶ ἄλλα μπορεῖ νά εἶναι ἀνάδοχα. Ὅλα τά παιδιά, ὡστόσο, εἶναι ἐξίσου εὐπρόσδεκτα στόν ἱερό χῶρο τῆς οἰκογένειας καί στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Τό νά εἶναι κανείς γονιός ἀποτελεῖ ἕνα διακεκριμένο σύμβολο τῆς μεταμορφωτικῆς δύναμης τῆς ἀγάπης, ὅπως ἐπίσης καί τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιά τά πλάσματά του. Ἐπιπλέον, ἡ εὐλογία τῆς ὕπαρξης παιδιῶν συνεπάγεται τήν κλῆση γιά σύνολη τήν οἰκογένεια νά δημιουργήσει μία μορφή κοινότητας, ἕναν ἐμβληματικό μικροκόσμο τῆς δημιουργίας πού ἔχει λυτρωθεῖ καί, συνεπῶς, ἕνα χῶρο φιλοξενίας γιά ὅσους βρίσκονται ἔξω ἀπό τόν ἄμεσο κύκλο της. Πέρα ἀπό αὐτό, ἐνῶ ἡ ἀληθινή ἀγάπη εἶναι πάντοτε καρποφόρα, αὐτή ἡ καρποφορία δέν ἐκφράζεται μόνο μέσῳ τῆς ὕπαρξης παιδιῶν. Μπορεῖ ἐπίσης νά ἐκδηλωθεῖ καί μέσῳ τῶν ποικίλων χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: μέ τή φιλοξενία, τή διακονία, καί κάποτε μέ τίς κοινές δημιουργικές ἐνέργειες. Ὡστόσο, τίποτε ἀπό ὅλα αὐτά δέν ἐπιτυγχάνεται εὔκολα. Τά παιδιά συνιστοῦν μεγάλη εὐλογία, ἀλλά στόν πτωτικό κόσμο κάθε εὐλογία φέρει τό στίγμα τῆς παρακοῆς τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας. Ἡ ἰδιότητα τοῦ γονιοῦ ἀποτελεῖ ἐπίσης πεδίο ἀσκητικῆς δράσης, ὄχι μόνον ἐπειδή οἱ γονεῖς πρέπει νά θυσιάζουν τά συμφέροντά τους γιά χάρη τῶν παιδιῶν τους (γεγονός τό ὁποῖο μπορεῖ καί ἀπό μόνο του νά ἀποτελέσει πηγή μεγάλης χαρᾶς), ἀλλά καί γιά τόν λόγο ὅτι οἱ γονεῖς ὀφείλουν νά ὑπομένουν τά βάσανα, τούς φόβους καί τίς θλίψεις τῶν παιδιῶν τους, ἤ καί νά ἀναγνωρίζουν κάποιες φορές τίς δικές τους ἀποτυχίες στήν ἀνατροφή τους. Ἐπίσης, μερικές φορές, ὅπως ἡ ἴδια ἡ Θεοτόκος, οἱ γονεῖς καλοῦνται νά ἀντέξουν τήν ἀπώλεια ἑνός γιοῦ ἤ μιᾶς κόρης, ἴσως ὁ μεγαλύτερος πόνος ἀπό κάθε ἄλλον στή ζωή τῶν ἀνθρώπων, ὁ ὁποῖος διαπερνᾶ τήν ψυχὴ ὡς ρομφαία (Λουκ. 2:32). Στήν ἰδανική περίπτωση, βεβαίως, καί οἱ δύο γονεῖς θά εἶναι παρόντες καθ’ ὅλη τήν ἀνάπτυξη τῶν παιδιῶν τους. Ἄλλοτε, ὅμως, ὡς ἀποτέλεσμα θανάτου, διαζυγίου ἤ ἄλλων ἀτυχῶν συγκυριῶν, τό καθῆκον αὐτό το ἀναλαμβάβει ὁ ἕνας μόνον ἀπό τούς δύο γονείς. Στίς περιπτώσεις αὐτές, ἡ Ἐκκλησία φέρει εἰδική εὐθύνη, ὡς ἡ οἰκογένεια τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, νά προσφέρει παρηγορία καί στήριξη—ὑλική, συναισθηματική καί πνευματική. Ἐπιπλέον, ἡ Ἐκκλησία θά πρέπει νά παρέχει τή μυστηριακή χάρη τοῦ βαπτίσματος σέ ὅλα τά παιδιά, ἀνεξαρτήτως τοῦ τρόπου μέ τόν ὁποῖο συνελήφθησαν ἤ υἱοθετήθηκαν.
§24 Ἡ τεκνοποιΐα δέν ἀποτελεῖ τή μοναδική περίπτωση ὅπου ἕνας ἄνδρας καί μία γυναίκα, πού ἔχουν ἐνωθεῖ μέ τό μυστήριο τοῦ γάμου, καθίστανται «σάρξ μία», ἔστω κι ἄν (μιλώντας ἀπό ἰστορική σκοπιά) αὐτός ὑπῆρξε ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο κατά κύριο λόγο χρησιμοποιήθηκε ὁ ὅρος στό βιβλίο τῆς Γενέσεως. Ἀπό πολύ νωρίς, ἡ ὁρθόδοξη παράδοση ἀποδέχθηκε τή μυστηριακή πληρότητα κάθε γάμου τόν ὁποῖο εὐλογεῖ ἡ Ἐκκλησία, ἀκόμη καί ἐκείνων τῶν γάμων πού δέν ἀφήνουν ἀπογόνους. Σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο: «Τὶ οὖν, ὅταν παιδίον μὴ ᾖ, οὐκ ἔσονται δύο καὶ τότε; Εὔδηλον, ἡ μίξις γάρ τοῦτο ἐργάζεται, ἀναχέασα καί ἀναμίξασα ἀμφοτέρων τά σώματα»[17]. Ἡ Ἐκκλησία, ἀσφαλῶς, προσδοκᾶ ὅτι οἱ περισσότεροι γάμοι θά ὁδηγήσουν στήν τεκνογονία. Κατανοεῖ, ὡστόσο, ὅτι ὑπάρχουν καταστάσεις στίς ὁποίες ὑψώνονται πνευματικά, σωματικά, ψυχολογικά ἤ οἰκονομικά ἐμπόδια, τά ὁποῖα καθιστοῦν φρόνιμο—τουλάχιστον γιά ὁρισμένο χρονικό διάστημα—τήν καθυστέρηση ἤ τήν ἀποφυγή τῆς τεκνογονίας. Ἡ Ὁρθόδοξη Εκκλησία δέν ἔχει καμία δογματική ἀντίρρηση ἀπέναντι στή χρήση ἀσφαλῶν ἀντισυλληπτικῶν μεθόδων οἱ ὁποίες δέν ὁδηγοῦν σέ ἀποβολή στό πλαίσιο τοῦ γάμου, ὄχι μέ τήν ἔννοια ὅτι πρόκειται γιά μία ἰδανική κατάσταση ἤ μόνιμη διευθέτηση, ἀλλά ὡς μία προσωρινή παραχώρηση ἀπό ἀνάγκη. Ἡ σεξουαλική ἕνωση τοῦ ζεύγους ἀποτελεῖ ἕνα ἔμφυτο ἀγαθό πού ὑπηρετεῖ τήν ἐμπέδωση τῆς ἀγάπης τοῦ ἑνός γιά τόν ἄλλο καί τῆς ἀφοσίωσης στήν κοινή ζωή. Παρόμοια, ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει καμία ἀντίρρηση σχετικά μέ τή χρῆση ὁρισμένων σύγχρονων καί συνεχῶς ἐξελισσόμενων τεχνολογιῶν ἀναπαραγωγῆς γιά τά ζεύγη τά ὁποῖα διακαῶς ἐπιθυμοῦν τήν ἀπόκτηση παιδιῶν, ἀλλά ἀδυνατοῦν νά τό καταφέρουν χωρίς ἐξωτερική ὑποβοήθηση. Τήν ἴδια στιγμή, ὡστόσο, ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά ἑγκρίνει μεθόδους πού ὁδηγοῦν στήν καταστροφή τῶν «ὑπεράριθμων» γονιμοποιημένων ὠαρίων. Ἡ ἀναγκαία λυδία λίθος γιά τήν ἀξιολόγηση τοῦ εἄν κάθε διαθέσιμη τεχνολογία ἀναπαραγωγῆς εἶναι θεμιτή, θά πρέπει νά εἶναι ἡ ἀναφαίρετη ἀξιοπρέπεια καί ἀσύγκριτη ἀξία τῆς κάθε ἀνθρώπινης ζωῆς. Καθώς ἡ ἰατρική ἐπιστήμη στόν τομέα αὐτό διαρκῶς προοδεύει, οἱ Ὀρθόδοξοι χριστιανοί – λαϊκοί καί κληρικοί – θά πρέπει νά λαμβάνουν ὑπόψη τους τό σημεῖο αὐτό σέ κάθε περίπτωση ὅπου μία νέα μέθοδος ἐμφανίζεται μέ σκοπό νά βοηθήσει τά ζεύγη νά συλλάβουν καί νά ἀποκτήσουν παιδιά, ἐξετάζοντας ἐπιπλέον, εἄν ἡ μέθοδος αὐτή σέβεται καί τιμᾶ τήν ἱερότητα τῆς σχέσης μεταξύ τῶν δύο συζύγων.
§25 Κατά τήν ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἡ Ὀρθόδοξη παράδοση ἑορτάζει τή σύλληψη τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ κατά τήν ἑορτή τῆς Ὑπαπαντῆς θυμᾶται τόν Ἰωάννη τόν Πρόδρομο νά ἀναπηδᾶ ἀπό χαρά στήν κοιλιά τῆς μητέρας του στό ἄκουσμα τῆς φωνῆς τῆς ἑγκύου Θεοτόκου. Ἤδη στήν κοιλιά τῆς μητέρας του, ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς ἀποτελεῖ ἕνα πνευματικό δημιούργημα, ἕνα πρόσωπο πού δημιουργήθηκε κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, προκειμένου νά χαίρεται μέ τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Ὡς ἐκ τούτου, ἀπό τήν ἀρχή ἡ Ἐκκλησία καταδίκασε τήν πρακτική τῆς ἐπιλεκτικῆς ἐκτρώσης ὡς βρεφοκτονία. Ἤδη στή Διδαχήν τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καταγραφή τῶν ἐκκλησιαστικῶν πρακτικῶν καί διατάξεων τοῦ πρώτου αἰῶνα, ἡ ἀπόρριψη τῆς ἐκτρώσης ὑπῆρξε ρητή ἀρχή τῆς νέας πίστης[18], ἡ ὁποία—παράλληλα πρός τήν ἀπόρριψη τῆς ἔκθεσης τῶν παιδιῶν καί τῆς θανατικῆς ποινῆς—κατεδείκνυε ὅτι ἡ χριστιανική πίστη, ἦταν ἀντίθετη στήν ἀφαίρεση τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ἀκόμη καί σέ ἐκείνες τίς περιπτώσεις ὅπου ὁ εἰδωλολατρικός πολιτισμός τήν θεωρούσε ὡς μία νόμιμη ἤ καί ἀναγκαία διαδικασία. Ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη εἶναι κάτι περισσότερο ἀπό τό σταδιακά ἀναδυόμενο ἀποτέλεσμα μιᾶς φυσικῆς διεργασίας. Ἡ ζωή ἀρχίζει ἀπό τή στιγμή τῆς σύλληψης. Ἡ ἀξίωση τοῦ παιδιοῦ στήν ἑκ μέρους μας ἠθική προσέγγιση εἶναι ἀπόλυτη ἀπό αὐτή τήν πρώτη στιγμή, ἐνῶ ἀπαγορεύεται στούς χριστιανούς νά χύσουν ἀθῶο αἷμα σέ οἱποιοδήποτε στάδιο τῆς ἀνάπτυξης τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει ἀσφαλῶς ὅτι υπάρχουν πολλές περιπτώσεις διακοπῆς τῆς ἐγκυμοσύνης λόγῳ φτώχειας, ἀπελπισίας, ἑξαναγκασμοῦ ἤ κακοποίησης, ἐπιδιώκοντας νά ἀνοίξει μία ὁδό συμφιλίωσης. Παρόλα αὐτά, καθώς ἡ πράξη τῆς ἔκτρωσης ἀποτελεῖ ἀπό ἀντικειμενική ἄποψη μία τραγωδία, ἡ ὁποία ἀφαιρεῖ μία ἀθώα ἀνθρώπινη ζωή, ἡ συμφιλίωση θά πρέπει νά περιλαμβάνει τήν ἀναγνώριση αὐτῆς τῆς ἀλήθειας πρίν τήν πλήρη μετάνοια, συμφιλίωση καί θεραπεία. Ἐπιπλέον, ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νά εἶναι ἕτοιμη κάθε στιγμή—ἐφ᾽ ὅσον πραγματικά ἐπιθυμεῖ νά ἐπιβεβαιώσει τήν ἀξία κάθε ζωῆς—νά προστρέχει σέ βοήθεια τῶν γυναικῶν, οἱ ὁποῖες βρίσκονται σέ κατάσταση ἀνεπιθύμητης ἐγκυμοσύνης, εἴτε αὐτή εἶναι ἀποτέλεσμα βιασμοῦ εἴτε συναινετικῆς σεξουαλικῆς σχέσης, καθώς καί στίς περιπτώσεις τῶν ἑτοιμόγεννων πού ὑποφέρουν ἀπό ἀνέχεια, ἐκμετάλλευση ἤ ἀπό ἄλλες δυσμενεῖς συνθήκες, παρέχοντας σέ αὐτές ὑλική καί συναισθηματική ὑποστήριξη, πνευματική ἀρωγή καί κάθε διαβεβαίωση γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τόσο κατά τή διάρκεια, ὅσο καί μετά τήν ἐγκυμοσύνη.
§26 Κατά τήν ἱερολογία τοῦ Μυστηρίου τοῦ Γάμου, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εὔχεται στούς νεόνυμφους «εὐφρανθῆναι αὐτούς ἐν ὁράσει υἱῶν καί θυγατέρων». Ἡ προσδοκωμένη χαρά εἶναι, ἐπομένως, ἀπροϋπόθετη, ἐφ᾽ ὅσον δέν συνδέεται μονάχα μέ τήν ἀπόκτηση παιδιῶν, τά ὁποῖα εἶναι ὑγιῆ καί σέ καλή φυσική κατάσταση. Ὁ Θεός γνωρίζει καί ἀγαπᾶ ὅλα τά παιδιά, καθώς ὅλα εἶναι φορεῖς τῆς εἰκόνας Του καί καθ᾽ ὁμοίωσή Του καί σέ ὅλα ἀνήκει ὁ ἴδιος σεβασμός, ἀναγνώριση καί φροντίδα. Γιά τήν Ἐκκλησία, ὁ καθένας μας γεννιέται «ἵνα φανερωθῇ τά ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ» (Ἰωάν. 9:3). Ἐπομένως, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ἀποδέχεται τή νόμιμη προσφυγή στόν τερματισμό μιᾶς νέας ἀνθρώπινης ζωῆς γιά εὐγονικούς λόγους, ἐνῶ στέκεται θετικά ἀπέναντι σέ κάθε νέα ἰατρική πρόοδο, ἡ ὁποία μπορεῖ νά διατηρήσει καί νά βελτιώσει τή ζωή παιδιῶν πού εἶναι ἀσθενή καί ἀνάπηρα. Ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει, ὡστόσο, ὅτι σέ ὁρισμένες ἐγκυμοσύνες ἐμφανίζονται τραγικές καί ἀπό ἰατρική ἄποψη μή ἀντιμετωπίσιμες καταστάσεις, στίς ὁποίες ἡ ζωή τοῦ ἀγέννητου παιδιοῦ δέν εἶναι δυνατό νά διατηρηθεῖ ἤ νά παραταθεῖ χωρίς σοβαρό κίνδυνο γιά τή ζωή τῆς μητέρας καί ὅτι ἡ μόνη διαθέσιμη ἰατρική θεραπεία θά μπορούσε νά ὁδηγήσει ἤ νά ἐπιταχύνει τόν θάνατό του, σέ πλήρη ἀντίθεση πρός τήν ἀρχική ἐπιθυμία τῶν γονέων. Σέ τέτοιες καταστάσεις, ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά προσποιείται ὅτι διαθέτει τήν καλύτερη λύση τοῦ προβλήματος γιά τήν κάθε περίπτωση, ἀλλά ὀφείλει νά παραπέμψει τό θέμα πρός εὐσεβῆ διαβούλευση στούς γονεῖς καί τούς γιατρούς. Μπορεῖ, ὡστόσο, νά παράσχει συμβουλές, καθώς καί νά προσευχηθεῖ γιά τή θεραπεία καί τή σωτηρία ὅλων τῶν ἐμπλεκόμενων μερῶν. Ἐπιπλέον, ἡ Ἐκκλησία θρηνεῖ γιά τήν πανταχοῦ παροῦσα ἀπώλεια ζωῆς κατά τή διάρκεια τῆς κύησης (in utero) λόγῳ ἀποβολῆς ἤ θνησιγένειας, κατανοώντας αὐτές τίς ἐμπειρίες ὡς ἰδιαίτερα ἰσχυρές μορφές ἀπώλειας γιά τήν οἰκογένεια καί ὀφείλει νά αναθεωρήσει τίς σχετικές εὐχές πού ἐκφράζουν διαφορετικές ἀντιλήψεις καί νά ἀναχθεῖ στό ἐπίπεδο τῆς εὐαίσθητης καὶ ἀγαπητικῆς ἐκείνης ποιμαντικῆς μέριμνας, ἡ ὁποία ἁρμόζει στήν περίπτωση ἀπώλειας ζωῆς κατά τήν ἐγκυμοσύνη. 
§27 Ἕνας ἄλλος δρόμος γιά τόν χριστιανό στόν κόσμο αὐτό εἶναι ἡ μοναστική ζωή. Ἤδη στήν ἀρχέγονη Ἐκκλησία, ἄνδρες καί γυναῖκες ἀποφάσιζαν νά ἀκολουθήσουν μία ζωή προσευχῆς καί τό ἔκαναν αὐτό σέ ποικίλες μορφές κοινοτικοῦ βίου ἤ ἀπομόνωσης. Μέ τή μερική ἤ ὁλοκληρωτική ἀναχώρησή τους ἀπό τήν κοινωνία, θύμιζαν στόν ἑαυτό τους καί σέ ἄλλους ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Ὅπως κάθε χριστιανός ὀφείλει νά πράττει, μᾶς ὑπενθυμίζουν μέ προφητικό καί ἐπίμονο τρόπο τό «οὐ γάρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβρ. 13:14) καί τό «Προσδοκῶ . . . ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» (Σύμβολον τῆς Πίστεως). Καί τό πράττουν αὐτό, μέ ἕνα ἰδιαίτερο χάρισμα καί μέ ἕνα ἰδιαίτερο πάθος. Ἡ ἀπόσυρσή τους ἀπό τή συνήθησμένη κοινωνική συναναστροφή θά μποροῦσε κάποτε νά θεωρηθεῖ ὅτι ἀντιστρατεύεται τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον. Κάθε ἀλλαγή, ὅμως, ἡ ὁποία ὀφείλεται στή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀκόμη καί στόν μυστικό τόπο τῆς καρδιᾶς, ὠφελεῖ ὁλόκληρη τή δημιουργία. Ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης ἔλεγε ὅτι «νά προσεύχεσαι γιά τούς ἀνθρώπους, σημαίνει νά χύνεις αἷμα»[19]. Τά μοναστήρια συχνά διακονοῦν τόν εὐρύτερο κόσμο, καθώς συγκροτοῦν ἕναν χῶρο πού εἶναι ἀπαλλαγμένος ἀπό τίς γήινες φροντίδες, ὅπου ὁ ἔγκλειστος μπορεῖ νά ὑποδέχεται συχνά τούς λαϊκούς, καθώς καί νά τούς προσφέρει πνευματική καθοδήγηση καί χρονικές περιόδους διαφυγῆς ἀπό τά προβλήματα καί τούς πειρασμούς τῆς καθημερινῆς ζωῆς, κάτι πού εἶναι πολύ περισσότερο ἀπό μία ἁπλή φιλοξενία. Ὅπως σημειώνει ἡ ἁγία Μαρία Skobtsova «εἄν κάποιος στραφεῖ μέ ὁλόκληρο τόν πνευματικό του κόσμο πρός τόν πνευματικό κόσμο ἑνός ἄλλου προσώπου, θά συναντήσει ἕνα φοβερό καί ἑμπνευσμένο μυστήριο…[Στήν περίπτωση αὐτή] ἔρχεται σέ ἐπαφή μέ τήν ἀληθινή εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, μέ τήν ἴδια τήν εἰκόνα τοῦ ἔνσαρκου Θεοῦ στόν κόσμο, μέ μία ἀπεικόνιση τοῦ μυστηρίου τῆς ἐνανθρώπισης τοῦ Θεοῦ καί τῆς θείας ἀνθρωπότητας»[20]. Ἡ ἀγαμία τῶν μοναχῶν, ἐπιπλέον, δέν συνεπάγεται κάποια ὑποτίμηση τῆς σεξουαλικῆς ἕνωσης στό πλαίσιο τοῦ ἔγγαμου βίου. Μᾶλλον, ἀποτελεῖ εἰδική ἄσκηση φιλανθρωπίας καί συγχώρησης. Ἡ μοναστική ζωή συνιστᾶ πάντοτε μία πρᾶξη εὐχαριστίας, ἐνῶ στό κέντρο της βρίσκεται ἡ τακτική τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἀποτελεῖ ἐπίσης συλλογική ἄσκηση κοινοτικῆς γενναιοδωρίας, κοινῆς προσευχῆς καί ἀμοιβαίας συγχώρησης. Στήν προοπτική αὐτή, ἡ μοναστική ζωή προαναγγέλει τή Βασιλεία τοῦ Θεού, ὄχι ἀπαραίτητα περισσότερο ἀπό ὅ,τι ἡ ζωή τῆς χριστιανικῆς οἰκογένειας, ἀλλά μέ ἕναν διαφορετικό τρόπο καί σύμφωνα μέ μία πολύ ἰδιαίτερη καί ἱερή μορφή αὐταπάρνησης. Ἁπό τήν ἄποψη αὐτή, ἡ μοναστική ζωή δέν περιορίζεται ποτέ σέ μία ἀπλή ἐσωστρέφεια ἤ μία ἐγωκεντρική ἀπομόνωση. Ἄν καί ὁ μοναχός δέν συνδέεται μυστηριακά καί πνευματικά μέ ἕνα μόνον πρόσωπο, ὅπως ὁ ἔγγαμος, ζεῖ καί ἐκφράζει, ὡστόσο, βαθεῖα προσωπική ἀγάπη, ἡ ὁποία κατευθύνεται πρός τούς ἄλλους καί πρός τόν Θεό. Ὁ ἀληθινός μοναχός, λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, «πενθεῖ ἐπί τοῖς τοῦ ἀδελφοῦ σφάλμασιν, καί ἀγάλλεται ἐπί ταῖς ἐκείνου προκοπαῖς»[21].
§28 Ἕνας τρίτος δρόμος, ἐκείνος τοῦ ἐνήλικου, ὁ ὁποῖος δέν ἀκολουθεῖ τόν ἔγγαμο βίο, οὔτε γίνεται μοναχός ἀποτελεῖ κάποιες φορές μία πορεία πού ἀκολουθεῖται συνειδητά, καί ἡ ὁποία υἱοθετεῖται γιά πολλούς λόγους ἀπό συγκεκριμένα ἄτομα, ἐνῶ σέ ἄλλες περιπτώσεις εἶναι θέμα καθαρῆς σύμπτωσης. Κάποια πρόσωπα δέν διαθέτουν κλίση οὔτε πρός τή μοναχική ζωή, οὔτε ἐνδιαφέρονται νά βροῦν σύζυγο. Αὐτά τά πρόσωπα, ὡστόσο, ἀποτελοῦν ἐξίσου μέρος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καί εἶναι ἐπίσης ἱκανά νά συμβάλλουν στόν ἁγιασμό τοῦ κόσμου. Πράγματι, συχνά διαθέτουν ἰδιαίτερα χαρίσματα, ὅπως διάκριση, προσωπική πειθαρχία καί πνευματική ἐνόραση, χαρίσματα τά ὁποῖα, ἄτομα ἀπορροφημένα ἀπό τήν καθημερινότητα τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς δέν εἶναι σέ θέση εὐκόλα νά καλλιεργήσουν. Σέ κάθε περίπτωση, ὅλοι οἱ ἄγαμοι λαϊκοί καλοῦνται στήν ἴδια ζωή ἀγάπης καί ἀπολαμβάνουν τήν ἴδια ἀξιοπρέπεια ὡς ἀγαπημένα παιδιά τοῦ Θεοῦ. Ὡστόσο, ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νά ἀναγνωρίσει τή δυσκολία καί τῆς κλίσης αὐτῆς. Ὁ ἔγγαμος μπορεῖ νά βασιστεῖ στή βοήθεια τοῦ συζύγου, ἐνῶ ὁ μοναχός στή βοήθεια τῶν συνασκητῶν του. Ὁ ἄγαμος λαϊκός δέν διαθέτει συχνά ἄλλον ἄνθρωπο στόν ὁποῖο θά μπορούσε νά στηριχθεῖ σέ παρομοίες περιστάσεις καί στόν ἴδιο βαθμό. Ἡ ἀληθινή φιλία ἀποτελεῖ πηγή πνευματικῆς παρηγοριᾶς καί δύναμης γιά πολλούς μοναχικούς ἀνθρώπους, ἀλλά δέν ἀρκεῖ ἀπαραίτητα γιά νά ἀνακουφίσει τή μοναξιά ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦν αὐτόν τόν ἰδιαίτερο δρόμο. Στό σημεῖο αὐτό ἡ Ὀρθόδοξη παράδοση παρέχει ἐλάχιστα καθιερωμένα ποιμαντικά στηρίγματα, ἀλλά, καθώς ὁ ἀριθμός τῶν ἄγαμων λαϊκῶν αὐξάνεται διαρκῶς, ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νά ἐπιδιώκει τήν ἀνάπτυξη ποιμαντικῶν πρακτι­κῶν, οἱ ὁποίες θά εἶναι κατάλληλες γιά τήν κάλυψη τῶν ἀναγκῶν τους. 
§29 Ὅλοι οἱ δρόμοι τῆς ἐνήλικης ζωῆς εἶναι ἀνοικτοί ἐξίσου σέ κάθε ἄτομο, καί στόν καθένα ἀπό αὐτούς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν πλήρη ἰσότητα καί ἀξιοπρέπεια τοῦ ανθρώπινου προσώπου, τό ὁποῖο ἔχει δημιουργηθεῖ κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση Θεοῦ. Ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει ὅτι ἄνδρες καί γυναῖκες διαθέτουν διαφορετικές ἐμπειρίες ζωῆς καί ἐνσαρκώσουν τήν ἀνθρώπινη φύση σέ ἰδιαίτερες μορφές, ὀφείλει νά ἀπορρίψει κάθε πιθανό ἰσχυρισμό, ὅτι ὁ ἕνας ὑπερβαίνει τόν ἄλλον στήν πνευματική ἀξιοπρέπεια. Σύμφωνα μέ ὅσα σημειώνει ὁ Μέγας Βασίλειος περί ἀνδρῶν καί γυναικῶν: «Ὅμοιαι γάρ αἱ φύσεις ἀμφοτέρων ἐπλάσθησαν, καί ἴσαι τούτων αἱ πράξεις, ἴσα τά ἔπαθλα, ἴση ἡ τούτων καταδίκη»[22]. Σύμφωνα ἐξάλλου καί πρός τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο: «Εἷς ποιητής ἀνδρός καί γυναικός, εἷς χοῦς ἀμφότεροι, εἰκών μία, νόμος εἷς, θάνατος εἷς, ἀνάστασις μία»[23]. Ἔχοντας ὑπόψη τά παραπάνω, ἡ ἀνισότητα μεταξύ ἀνδρῶν καί γυναικῶν σχεδόν σέ ὅλες τίς σφαίρες τῆς ζωῆς συνιστᾶ μία ἀπό τίς τραγικές πραγματικότητες τοῦ πτωτικοῦ κόσμου μας. Πράγματι, ἐνῶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προβάλλει συνέχεια ὡς κεντρικό θέμα τῆς διδασκαλίας καί τῆς θεολογίας της ὅτι οἱ ἄνδρες καί οἱ γυναῖκες εἶναι ἴσοι ὡς πρός τήν προσωπικότητα, δέν παρέμεινε πάντοτε σχολαστικά πιστή σέ αὐτό τό ἰδεῶδες. Γιά παράδειγμα, ἡ Ἐκκλησία διατήρησε στίς προσευχές της καί τίς εὐχαριστιακές πρακτικές της, ὁρισμένες ἀρχαίες καί οὐσιαστικά δεισιδαίμονες προκαταλήψεις περί καθαρότητας καί ἀκαθαρσίας σέ σχέση μέ τό σῶμα τῶν γυναικῶν, ἐνῶ ἔχει ἐπιτρέψει νά συνδεθεῖ μέ τόν τοκετό ἀκόμη καί ἡ ἰδέα τῆς τελετουργικῆς ἀκαθαρσίας. Ὡστόσο, καμία χριστιανή πιστή, ἡ ὁποία ἔχει προετοιμασθεῖ μέ προσευχῆ καί νηστεία γιά τή Θεία Κοινωνία, δέν θά πρέπει νά ἐμποδίζεται νά πλησιάσει τό ἅγιο Ποτήριο. Ἡ Ἐκκλησία πρέπει ἐπίσης νά παραμένει πάντοτε ἀνοικτή στίς προτροπές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀναφορικά πρός τήν ἱερατική κλῆση (διακονία) τῶν γυναικῶν, εἰδικά στήν ἐποχή μας, ὅταν πολλές ἀπό τίς πλέον κρίσιμες θέσεις στήν ἐκκλησιαστική ζωή—θεολόγοι, καθηγητές θεολογικῶν σχολῶν, κανονολόγοι, ἀναγνῶστες, χοράρχες καί εἰδικοί σέ διάφορα ἐπαγγέλματα, τά ὁποῖα ὠφελοῦν τήν κοινότητα τῆς πίστης—καλύπτονται ἀπό ὅλο καί μεγαλύτερο ἀριθμό γυναικῶν. Καί ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά συνεχίσει νά ἐξετάζει τρόπους γιά τό πῶς οἱ γυναῖκες θά μπορέσουν νά συμμετάσχουν καλύτερα στήν οἰκοδόμηση τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, συμπεριλαμβανομένης καί τῆς ἀνανέωσης τῆς τάξης τῶν διακονισσῶν στήν ἐποχή μας.
§30 Ὁ καθένας ἀπό τούς δρόμους αὐτούς τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς ἔχει κάποια ἰδιαίτερα στάδια. Ὅλοι, ὅμως, οἱ δρόμοι καταλήγουν—ἐφ᾽ ὅσον δέν ἐκτραποῦν ἀπό νωρίς—στό κοινό τελικό στάδιο τῶν γηρατιῶν καί τοῦ θανάτου. Στήν κοινότητα τῆς πίστης, οἱ ἡλικιωμένοι ἄνθρωποι ἀξίζουν ἰδιαίτερο σεβασμό ἀπό τήν πλευρά τῶν πιστῶν, λόγῳ τῆς σοφίας τήν ὁποία ἔχουν ἀποκτήσει, καί τῆς ἐπιμονῆς τους στήν πίστη. Ὡστόσο, καθώς γερνούν, καθίστανται βαθμιαία εὐάλωτοι στήν ἀσθένεια καί τήν ἀναπηρία. Ἀκόμη, ὅμως, καί αὐτή ἡ πρόκληση μπορεῖ νά προσφέρει μία εὐκαιρία γιά ἐμβάθυνση τῆς ταπείνωσης καί ἀνάπτυξη τῆς πίστης, τόσο γιά ἐκείνους πού γερνούν, ὅσο καί γι᾽ αὐτούς οἱ ὁποῖοι τούς φροντίζουν. Πρόκειται βεβαίως γιά μία εὐθύνη τήν ὁποία τό ὑπόλοιπο σῶμα τοῦ Χριστοῦ δέν θά πρέπει ποτέ νά ἐγκαταλείψει. Στόν σύγχρονο κόσμο, ἡ κατάσταση αὐτή δημιουργεῖ εἰδικές δυσκολίες καί ἀπαιτήσεις γιά πολλές κοινότητες. Ἡ σύγχρονη κοινωνία φαίνεται νά ἀφιερώνει ὁλοένα καί λιγότερο χρόνο στούς ἡλικιωμένους, ἐνῶ διαρκῶς αὐξάνεται ἡ διάθεση παράδοσής τους σέ ἱδρύματα τά ὅποία εἶναι ταυτόχρονα ἀπομακρυσμένα καί μακριά ἀπό τήν εὐθύνη μας. Στόν ὕστερο καπιταλιστικό κόσμο, τά γηρατιά—πού παλαιότερα θεωρούνταν ἀξιοσέβαστα—ἀντιμετωπίζεται συχνά ὡς πηγή ἀμηχανίας καί οἱ ἡλικιωμένοι ὡς βάρος καί ἐνόχληση. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διδάσκει ὅτι δέν ὑπάρχουν ὅρια στήν ἔμφυτη πνευματική ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, ἀνεξάρτητα ἀπό τό κατά πόσο τό σῶμα ἤ ἡ διάνοιά του ἔχουν ὑποστεῖ βλάβη μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου. Ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νά ἀπαιτεῖ ἀπό κάθε δίκαιη κοινωνία νά φροντίζει ἐπαρκῶς τούς ἡλικιωμένους καί νά διασφαλίζει ὅτι δέν θά ὑφίστανται παραμέληση, κακομεταχείριση ἤ ἐγκατάλειψη. Ἐπιπλέον, καλεῖ τήν κοινότητα τῶν πιστῶν νά καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια γιά τή φροντίδα τῶν γηραιοτέρων μελῶν της, ἐνῶ παράλληλα νά διδάσκεται ἀπό αὐτά.
§31 Ὅλοι οἱ δρόμοι τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς φτάνουν ἀργά ἤ γρήγορα στό τέλος τους. Στή Θεία Λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου, ἡ Ἐκκλησία παρακαλεῖ γιά «χριστιανά τά τέλη τῆς ζωῆς ἡμῶν, ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα, εἰρηνικά», ἐνῷ εὔχεται ὅλοι οἱ χριστιανοί νά τά βιώσουν μ᾽ αὐτό τόν τρόπο. Σε ἄλλες εὐχές, ἐκφράζει τήν ἐλπίδα ὅτι ἐκείνοι πού πεθαίνουν θά ἐγκαταλείψουν αὐτή τή ζωή, διαθέτοντας ἐπίγνωση, ὅτι εἶναι πολύτιμοι, ἐφ᾽ ὅσον ἀκόμη καί ἕνα σπουργίτι «οὐ πεσεῖται ἐπί τήν γῆν ἄνευ τοῦ πατρός ὑμῶν» (Ματθ. 10:29). Ὁ θάνατος καθ’ ἑαυτόν συνιστᾶ μία φοβερή προοπτική, εἶναι ὁ ἐχθρός τόν ὁποῖο ὁ Θεός καταπάτησε ἐν Χριστῷ, ὁ ὁποῖος, ὡστόσο στήν πορεία πρός τή Βασιλεία, συνεχίζει νά κυριαρχεί πάνω μας. Κατά περιόδους, ὁ ἐρχομός του προκαλεῖ ἀπελπισία. Ἄλλοτε πάλι, μερικοί ἀπό μᾶς ἀφήνονται πλήρως στήν παγερή ἀγκαλιά του κινούμενοι ἀπό ἀκόμη βαθυτέρη ἀπόγνωση. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀνέκαθεν θεωρούσε τήν αὐτοχειρία ὡς τραγωδία καί ὡς μία βαθιᾶ προσβολή τῆς ἀξιοπρέπειας τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου. Ὅμως, μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, καθώς ἡ ψυχική ἀσθένεια καί ἡ συναισθηματική εὐθραυστότητα ἔφτασαν νά κατανοηθοῦν ἀκόμη βαθύτερα, ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει ὁλοένα καί περισσότερο ὅτι ἡ αὐτοχειρία περιλαμβάνει συνήθως «πνευματικούς καί/ἤ φυσιολογικούς παράγοντας, οἱ ὁποῖοι περιορίζουν σε μεγάλο βαθμό τήν ὀρθολογικότητα καί τήν ἐλευθερία τοῦ προσώπου»[24]. Εἄν ἔτσι ἔχουν τά πράγματα, ἡ χριστιανική ἀγάπη ὑπαγορεύει ὅτι δέν θά πρέπει νά ἀποκλειστεῖ κατ’ ἀρχήν ἡ πλήρης ἐξόδιος ἀκολουθία καί ἡ ἐκκλησιαστική ταφή γιά τόν ἄνθρωπο ἐκεῖνο, ὁ ὁποῖος ἀφαίρεσε τή ζωή του. Ἐπίσης καί ὁ πιστός δέν θά πρέπει νά θεωρεῖ τόν αὐτόχειρα ὡς κάποιον, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀπορρίψει ἑκούσια καί συνειδητά τόν Θεό. Πρόκειται γιά μία περίπτωση θείας οἰκονομίας καί εὐσπλαχνίας, ἡ ὁποία τροφοδοτεῖ καί διαμορφώνει τή μυστηριακή καί ποιμαντική οἰκονομία. Στό σημεῖο αὐτό, οἱ παλιές προκαταλήψεις τῆς παράδοσης ὀφείλουν νά διορθωθοῦν μέ βάση τά προηγμένα διαγνωστικά καί θεραπευτικά εὑρήματα τῆς σύγχρονης ἐποχῆς. Τήν ἴδια στιγμή βεβαίως, ἡ αὐτοχειρία δέν εἶναι δυνατό ποτέ νά καταστεῖ μία ἐπιτρεπτή λύση ἀπέναντι στά ἐγκόσμια δεινά. Ἀκόμη καί γιά ἐκείνους οἱ ὁποῖοι δοκιμάζονται ἀπό φοβερές ἀσθενείες, δέν θά πρέπει νά ἐπιταχύνεται ὁ θάνατος, ὅσο φιλάνθρωπη κι ἄν θεωρεῖται μία τέτοια πράξη. Ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ παραμένει ἀπαραβίαστη ἀκόμη καί κατά τίς τελευταίες ἡμέρες της σέ αὐτόν τόν κόσμο. Ἡ εὐθανασία εἶναι μία πρακτική ξένη πρός τή χριστιανική θεώρηση τῆς ζωῆς. Λαμβάνοντας ὑπόψη τά παραπάνω, εἶναι ἀπόλυτα ἐπιτρεπτό γιά ἐκείνους πού βρίσκονται στό κατώφλι τοῦ θανάτου νά ἀρνοῦνται ἔκτακτες ἰατρικές θεραπείες καί τίς τεχνολογίες, οἱ ὁποῖες παρατείνουν μέ τεχνητό τρόπο τή σωματική ζωή πέρα ἀπό τό σημεῖο ἐκείνο, κατά τό ὁποῖο τό σῶμα, φυσιολογικά, θά εἶχε παραδώσει τό πνεῦμα. Δέν μπορεῖ νά ἀποτελεῖ καθῆκον ἑνός χριστιανοῦ ἡ παράταση τῶν βασάνων τοῦ σώματος ἀπό φόβο ἐνώπιον τοῦ ἀναπόφευκτου τέλους ἤ ἡ προσκόλληση σέ αὐτό τόν κόσμο πέρα ἀπό κάθε λογική. Ὁ θάνατος μέσα στή χάρη τοῦ Θεοῦ δέν θά πρέπει νά προκαλεῖ φόβο. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία παρηγορεῖ ἐκείνους πού πενθοῦν, συμπάσχει μαζί μέ ἐκείνους, τῶν ὁποίων τά ἀγαπημένα πρόσωπα ἔφυγαν ἀπό αὐτή τή ζωή, καί προσεύχεται ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων. Εἶναι, ὅμως, σημαντικότερο ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι χριστιανοί «προσδοκοῦν ἀνάστασιν νεκρῶν καί ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» (Σύμβολον τῆς Πίστεως). Προσβλέπουμε στήν ὥρα κατά τήν ὁποία οἱ ἀσκητικοί ἀγῶνες στήν παρούσα ζωή θά ἀποφέρουν τόν τελικό ἀληθινό καρπό τους στή μέλλουσα ζωή, ὅταν ὅλες οἱ προσπάθειές μας γιά τή μεταμόρφωση τοῦ κόσμου θά ἐκπληρωθοῦν σέ μία ἀνακαινισμένη δημιουργία, καί ὅταν τό ταξίδι μας πρός τή θέωση θά μεταφερθεῖ στήν αἰωνιότητα, καθώς ἡμεῖς «μεταμορφούμεθα ἀπό δόξης εἰς δόξαν» (Β΄ Κορ. 3:18)[25].

IV. Φτώχεια, πλοῦτος καί ἀστική δικαιοσύνη Μνήσθητι, Κύριε, τῶν μεμνημένων τῶν πενήτων

§32 Ὅταν ἐναθρώπησε ὁ προαιώνιος Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἔχοντας ἀπεκδυθεί τή θεία δόξα Του καί ἔχοντας ἀνταλλάξει τό «ἐν μορφῇ Θεοῦ» μέ τό «μορφὴν δούλου» (Φιλιπ. 2:6-7), ἐπέλεξε νά ταυτιστεῖ μέ τά πλέον περιθωριακά, ἀδύναμα ἀπό πολιτική καί σέ μειονεκτική θέση ἀπό κοινωνική ἄποψη, πρόσωπα τῆς ἐποχῆς Του. Ἔχοντας γεννηθεῖ στούς κόλπους ἑνός ὑποταγμένου λαοῦ, ὁ ὁποίος στεροῦνταν νομικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων ἐνώπιον τῆς αὐτοκρατορικῆς δύναμης, καί ἔχοντας ἀνατραφεῖ σέ μία οἰκογένεια, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν τάξη τῶν μικρῶν βιοτεχνῶν, ὁ Χριστός ἄρχισε τήν ἀποστολή Του στήν ἐνδοχώρα τῆς Γαλιλαίας, ἀφιερώνοντας τή διακονία Του κυρίως στούς πένητες και τούς ἀπελπισμένους τοῦ λαοῦ Του. Στό πλαίσιο αὐτό, ἀνέλαβε τήν ἀποστολὴ τῶν Προφητῶν τοῦ Ἰσραήλ, καί μάλιστα τόν βαθύτερο ἠθικό σκοπό συνόλου τοῦ Νόμου καί τῶν Προφητῶν. Ἐγκαινιάζοντας τή δημόσια δρᾶση Του, υἱοθέτησε τή διακήρυξη τοῦ προφήτου Ἠσαΐου: «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ’ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με, εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με, ἰάσασθαι τούς συντετριμμένους τήν καρδίαν, κηρῦξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καί τυφλοῖς ἀνάβλεψιν, ἀποστεῖλαι τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει, κηρῦξαι ἐνιαυτόν Κυρίου δεκτόν» (Λουκ. 4:18-19). Ἡ ἰδιαίτερη αὐτή δέσμευσή Του στούς ἀπόκληρους καί ἀπελπισμένους δέν ὑπήρξε ἁπλά ἕνα συμπτωματικό στοιχεῖο τῆς ἀποστολῆς Του πρός τόν λαό του Ἰσραήλ, ἀλλά χαρακτήριζε τήν ἴδια τήν οὐσία της. Σέ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι πλούτιζαν ἀπό τήν ἐκμετάλλευση τῶν ἀδύναμων (Λουκ. 20:46-47) ἤ ἀγνοούσαν τή δεινή κατάσταση τῶν φτωχῶν (Λουκ. 6:24-25 & 16:25), οἱ προειδοποιήσεις Του δέν θά μποροῦσαν νά εἶναι περισσότερο ἐπιτακτικές καί οἱ καταδίκες Του περισσότερο ἀσυμβίβαστες. Ἐπιπλέον, οἱ ἀπαιτήσεις Του πού στηρίζονταν στήν καλή θέληση καί τήν προσωπική περιουσία τῶν μαθητῶν Του ἦταν συνεχεῖς, στόν βαθμό πού ἀφοροῦσαν στίς ἀνάγκες τῶν ἀπόρων. Ὁ Χριστός ἔδωσε ἐντολή στούς μαθητές Του νά προσφέρουν ἀνεπιφύλακτα σέ ὅλους ὅσοι ζητοῦσαν βοήθεια (Ματθ. 5:42), τόσο μέ διακριτικό τρόπο, ὥστε τό ἕνα χέρι νά μή γνωρίζει τή γενναιοδωρία τοῦ ἄλλου (Ματθ. 6:3), ἐνῶ τούς ἀπαγόρευσε νά κρατοῦν τά πλούτη τους γιά τόν ἑαυτό τους, ὡς ἐπίγειους θησαυρούς (Ματθ. 6:19-20). Ὄχι μόνο παρακίνησε τόν πλούσιο νεαρό ἄρχοντα νά πουλήσει ὅλη τήν περιουσία του καί νά μοιράσει τά κέρδη στούς φτωχούς (Ματθ. 19:16-30. Μάρκ. 10:17-31. Λουκ. 18:18-30), ἀλλά ἀπαίτησε νά κάνουν τό ἴδιο καί ὅλοι ὅσοι ἐπιθυμούσαν νά τόν ἀκολουθήσουν (Λουκ. 12:33), ἐνῶ δέν θεωρούσε ἄξιους νά γίνουν μαθητές Του ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἀπέτυχαν νά μοιράσουν ὅλα τά ὑπάρχοντά τους σέ ὅσους εἴχαν ἀνάγκη (Λουκ. 14:33). Πράγματι, ὁ Χριστός δέν ἄφησε καμμία ἀμφιβολία γιά τό τί ἀπαιτεῖται ἀπό ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἤθελαν νά εἰσέλθουν στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ: «Δεῦτε, οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τήν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπό καταβολῆς κόσμου· ἐπείνασα γάρ καί ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καί ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καί συνηγάγετέ με, γυμνός καί περιεβάλετέ με, ἠσθένησα καί ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην καί ἤλθετε πρός με» (Ματθ. 25:34-36). Ἐπιπλέον, ἀκολουθῶντας τήν κλῆση τοῦ Πατέρα Του, ὑπέμεινε ὅλες ἐκείνες τίς ἀκραίες καταστάσεις τῆς ἔλλειψης στέγης καί ἀπόρριψης: «ὁ δὲ υἱός τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τήν κεφαλήν κλίνῃ» (Ματθ. 8:20. Λουκ. 9:58)· «καί ἀναστάντες ἐξέβαλον αὐτόν ἔξω τῆς πόλεως καί ἤγαγον αὐτόν ἕως ὀφρύος τοῦ ὄρους, ἐφ’ οὗ ἡ πόλις αὐτῶν ᾠκοδόμητο, εἰς τό κατακρημνίσαι αὐτόν» (Λουκ. 4:29). Καί ὁλοκλήρωσε τήν ἐπίγεια διακονία Του, ἀφοῦ καταδικάστηκε ἀπό μία ξένη κατοχική δύναμη, ἐνώπιον τοῦ δικαστηρίου τῆς ὁποίας στεροῦνταν κάθε νόμιμου δικαιώματος, ἐνῶ ὑπέστη τόν θάνατο πού ἄρμοζε στόν πλέον ἀπεχθή ἐγκληματία, ἀφοῦ ἐκτελέστηκε μέ τή χρήση τῶν πλέον βασανιστικῶν καί ταπεινωτικῶν μέσων θανατικῆς ποινῆς στήν ἐποχή Του.
§33 Ἐάν ἔτσι ἔχουν τά πράγματα, εἶναι ἀδύνατο γιά τήν Ἐκκλησία νά ἀκολουθήσει ἀληθινά τόν Χριστό ἤ νά τόν καταστήσει παρόντα στόν κόσμο, ἐάν ἀποτύχει νά τοποθετήσει αὐτή τήν ἀπόλυτη μέριμνα γιά τούς φτωχούς καί ὅσους βρίσκονται σέ μειονεκτική θέση στό κέντρο τῆς ἠθικῆς, θρησκευτικῆς καί πνευματικῆς της ζωῆς. Ἡ ἐπιδίωξη κοινωνικῆς δικαιοσύνης καί ἐπιείκειας—πρόνοια γιά τούς φτωχούς καί στέγη γιά τούς ἄστεγους, προστασία τῶν ἀδύνατων, ὐποδοχή ὅλων ὅσων ἔχουν ἐκτοπιστεῖ καί βοήθεια πρός τούς ἀνάπηρους—δέν εἶναι ἁπλά ἕνα ἦθος, τό ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία προβάλλει γιά χάρη μιᾶς ἥσυχης συνείδησης, ἀλλά ἀποτελεῖ ἀναγκαῖο μέσο σωτηρίας, τόν ἀπαραίτητο δρόμο πού ὁδηγεῖ στήν ἕνωση μέ τόν Θεό ἐν Χριστῷ. Ἡ ἀποτυχία ἐκπλήρωσης αὐτῶν τῶν εὐθυνῶν συνεπάγεται τήν καταδίκη μας ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Θεοῦ (Ματθ. 25:41-45). Ἔτσι, οἱ πρῶτες χριστιανικές κοινότητες τῆς ἀποστολικῆς ἐποχῆς υἱοθέτησαν ἕναν τρόπο ζωῆς πού διέφερε ριζικά ἀπό ἐκεῖνον τοῦ εὐρυτέρου πολιτισμικοῦ περιβάλλοντος, ἔχοντας κοινά ὅλα τά ἀγαθά καί παραχωρῶντας ὁλόκληρο τόν προσωπικό πλοῦτο τῶν πιστῶν σέ σύνολη τήν κοινότητα, ὥστε νά καλύπτονται οἱ ἀνάγκες ὅλων τῶν μελῶν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ (Πράξεις 2:44-45 & 4:32-37). Τήν ἐποχή ἐκείνη, ἡ Ἐκκλησία δέν διέθετε τήν ἀπαραίτητη δύναμη γιά νά ἀναδιαμορφώσει τήν κοινωνία. Οὔτε μποροῦσε ἡ Ἐκκλησία—μέ δεδομένο καί τήν ἀπόλυτα ἀμετάβλητη πραγματικότητα τῆς αὐτοκρατορικῆς τάξης—νά διαμορφώσει μία ἀφηρημένη πολιτική ἰδεολογία, ἡ ὁποία θά διόρθωνε ἤ θά ἀντιμετώπιζε τίς ἀδικίες τῆς ἐποχῆς. Παρόλα αὐτά, οἱ χριστιανοί εἶχαν τή δυνατότητα νά φροντίζουν τούς φτωχούς πού βρίσκονταν μέσα στό πεδίο τῆς δράσης τους, εἰδικά μάλιστα τίς χήρες καί τά ὀρφανά (τίς πλέον ἀβοήθητες τάξεις τοῦ ἀρχαίου κόσμου) δημιουργῶντας μία πολιτεία ἀγάπης πού δέν ἐγκατέλειπε κανέναν στή μοῖρα του. Ἐπιπλέον, ἡ ἀντίληψη αὐτή γιά τήν ἐν Χριστῷ ζωή, ὡς μία ζωή ριζοσπαστικῆς ἀλληλεγγύης, συνεχίστηκε—δυστυχῶς ὄχι πάντοτε μέ ἀπόλυτη ἐπιτυχία, ὡστόσο, μέ ἁπτά ἀποτελέσματα—καί κατά τήν ἐποχή πού ἡ Ἐκκλησία διέθετε ἐνισχυμένη πολιτική δύναμη. Μετά τή μεταστροφή τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου, καμία ἀλλαγή τῆς αὐτοκρατορικῆς πολιτικῆς δέν θεωροῦνταν περισσότερο σημαντική, ὡς συγκεκριμένη ἔκφραση τῶν κοινωνικῶν συνεπειῶν τοῦ Εὐαγγελίου, ὅσο ἡ εὐρεῖα ἐπέκταση τῆς πρόνοιας τῆς Ἐκκλησίας γιά τούς φτωχούς, μέ σημαντική ὑλική ὑποστήριξη ἀπό τήν πλευρά τοῦ κράτους.
§34 Ἐπιπλέον, οἱ μεγαλύτεροι ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τοῦ τετάρτου καί πέμπτου αἰῶνα, μέ τήν εὔγλωττη μαρτυρία τους μετέδωσαν τή βαθιᾶ χριστιανική διαίσθηση ὅτι ἡ ἐν Χριστῷ ζωή θά πρέπει νά χαρακτηρίζεται ἀπό μία μαχητική ἀντίθεση πρός τίς συνθήκες πού προκαλοῦν φτώχεια, καθώς καί μία ἡρωϊκή δέσμευση στή φιλανθρωπία καί τήν ἀγάπη. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἐπέκρινε τήν ἀνισότητα τοῦ πλούτου πού χαρακτήριζε τήν κοινωνία τῆς ἐποχῆς του, στιγματίζοντας ἐπίσης τούς πλούσιους, οἱ ὁποῖοι θεωροῦσαν ὅτι εἶχαν τό δικαίωμα νά παρακρατοῦν τά ἀγαθά τους ἀπό τούς ἄλλους, ἐπικαλούμενοι ἁπλά νομικούς λόγους. Ἐπίσης ὁ ἴδιος Πατέρας ἐπέμενε ὅτι ὅλες οἱ εὐλογίες προέρχονται ἀπό τόν Θεό καί ὅτι ὅλα τά ἀγαθά τῆς δημιουργίας ἀποτελοῦν κοινή ἰδιοκτησία τῆς ἀνθρωπότητας[26]. Ὅποιος ἐκμεταλλεύεται τούς φτωχούς πρός ὄφελός του, προετοιμάζει τήν καταδίκη του[27]. Αὐτός ὁ ὁποῖος δέν μοιράζεται τά πλούτη του μέ ὅσους πεινοῦν εἶναι ἔνοχος, ὄχι ἁπλά ἐπειδή ἀθέτησε τήν εὐθύνη, ἀλλά κυρίως λόγῳ φόνου[28]. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἔλεγε τά ἴδια γι᾽ ὅλους ὅσους κερδίζουν τόν πλοῦτο τους μέσῳ ἄδικων πρακτικῶν, οἱ ὁποῖες ὁδηγοῦν τούς φτωχούς σέ ἀκόμη μεγαλύτερη ἔνδεια[29]. Σύμφωνα μέ τόν ἴδιο Πατέρα, ὁ πλούσιος ὁ ὁποῖος δέν μοιράζεται τόν πλοῦτο του μέ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη, εἶναι κλέφτης[30], ἐπειδή τά ἀγαθά τῆς δημιουργίας προέρχονται ἀπό τόν Θεό, ἀποτελώντας κοινό καί ἐκ γενετής δικαίωμα ὅλων τῶν ἀνθρώπων[31]. Ὅλα ὅσα κατέχει ὁ πλούσιος τοῦ ἔχουν δοθεῖ γιά τό κοινό καλό[32], καί ὅ,τι ἔχει, ἀνήκει ἐξ ἴσου καί σέ ὅλους τούς ἄλλους[33]. Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος Μεδιολάνων ἐκφράζει μία παρόμοια ἄποψη[34]. Ἦταν ἡ ἐποχή κατά τήν ὁποία οἱ χριστιανοί θεολόγοι εἶχαν γιά πρώτη φορά τήν εὐκαιρία—καί τήν ὑποχρέωση—νά ἐξετάσουν πῶς θά μετέφεραν τή ριζοσπαστική κοινωνική ἀλληλεγγύη καί τή συλλογική φιλανθρωπία τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας στίς ἀστικές πρακτικές ἑνός ὑποτιθέμενου χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ. Κανένας τους, ὡστόσο, δέν φαντάστηκε ὅτι ἡ χριστιανική ἠθική ζωή θά μποροῦσε νά διαιρεθεί σέ χωριστές σφαίρες, τήν ἰδιωτική καί τή δημόσια, ἤ ὅτι οἱ ἀπαιτήσεις τοῦ Εὐαγγελίου πρός τίς συνειδήσεις τῶν πιστῶν δέν θά ἀφοροῦσαν στό σύνολο μιᾶς χριστιανικῆς κοινωνίας. Ὅλοι γνώριζαν καλά ὅτι ὁ χριστιανικός πολιτισμός ὀφείλει νά ἀντιμετωπίζει τά δομικά κακά τά ὁποῖα καταδικάζουν τόσους πολλούς στήν ἀνέχεια, ἐνῶ παράλληλα χαρίζουν τεράστιο πλοῦτο σέ πολύ λίγους. Σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Βασίλειο, οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἐκ φύσεως κοινωνικά καί πολιτικά ὄντα, τά ὁποῖα θά πρέπει νά μοιράζονται τά ἀγαθά μεταξύ τους, ὥστε νά ἐξαλειφθεῖ ἡ φτώχεια. Γιά τόν λόγο αὐτό, ἐπέμενε ὅτι σέ μία χριστιανική κοινωνία ἡ δημιουργία ἑνός ταμείου συνιστᾶ ἀπαραίτητη πολιτική ἐπιλογή, καθώς μέ τό ταμεῖο αὐτό θα ἱκανοποιοῦνται οἱ βασικές ἀνάγκες ὅλων καί θά γίνεται δίκαιη ἀναδιανομή τῶν ἀγαθῶν τῆς κοινωνίας[35]. Αὐτά τά μέτρα δέν θά ἔπρεπε νά θεωρηθοῦν ὡς ἔκτακτα ἤ ἐπιπρόσθετα γιά τούς χριστιανούς. Κατά τόν ἅγιο Ἀμβρόσιο, ἀπό χριστιανική ἄποψη, μία τέτοια ἀνακατανομή δέν εἶναι παρά ἡ δίκαιη ἀποκατάσταση, τήν ὁποία οἱ πλούσιοι ὀφείλουν στούς φτωχούς γιά τό δυσανάλογο μερίδιό τους στήν κοινή περιουσία σύνολης τῆς ἀνθρωπότητας[36]. Μία μεγάλη πρόκληση, τήν ὁποία ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ἔχει τήν πολυτέλεια νά ἀγνοεῖ στό πλαίσιο τοῦ σύγχρονου κόσμου, εἶναι ἡ εὕρεση τρόπων ἀνταπόκρισης σέ αὐτές τίς βιβλικές καί πατερικές διδασκαλίες καί παραδόσεις πού ἀφοροῦν στό κοινό καλό στό παρόν. Πρόκειται γιά μία πρόκληση, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ συγχρόνως διάκριση καί ὑπομονή. Προϋποθέτει, ἐπίσης, καί μία ἀδιαπραγμάτευτη πιστότητα πρός τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί πρός τό παράδειγμα τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία καλεῖται νά καταδικάσει τρέχουσες κοινωνικές καταστάσεις, ὅπου μία τέτοια καταδίκη δικαιολογεῖται, νά ἐπαινέσει ὅταν αὐτές οἱ συνθῆκες εἶναι ἐπαινετές καί νά ἐνθαρρύνει τήν ἀλλαγή πρός τό καλύτερο, ἐκεῖ ὅπου ἡ ἐνθάρρυνση μπορεῖ νά ἀποφέρει καρπούς. Κυρίως ὅμως, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀδύνατο νά ἐπιδεικνύει μικρότερο ἐνδιαφέρον γιά τά δεινά τῶν φτωχῶν καί τῶν ἀνυπεράσπιστων ἀπ’ ὅσον ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἐνῶ δέν μπορεῖ νά εἶναι λιγότερο ἑτοίμη νά τούς ὑπερασπισθεῖ, ὅταν δέν εισἀκούγονται οἱ φωνές τους.
§35 Μεταξύ τῶν πλέον διαδεδομένων κακῶν σέ ὅλες τίς κοινωνίες—παρά τό γεγονός ὅτι τά κακά αὐτά συχνά ἔχουν ἀποκτήσει πρωτοφανές ἐπίπεδο ἐκλέπτυνσης καί ἀκρίβειας στίς σύγχρονες ἀνεπτυγμένες χώρες—εἶναι οἱ μεγάλες ἀνισότητες πλούτου, οἱ ὁποῖες συχνά παράγονται ἤ ὑποθάλπονται μέ ὀπισθοδρομικές φορολογικές πολιτικές καί ρυθμίσεις περί δίκαιου μισθοῦ, οἱ ὁποίες εὐνοούν τά συμφέροντα ὅσων εἶναι ἀρκετά πλούσιοι, ὥστε νά ἐπηρεάζουν τή νομοθεσία καί νά διασφαλίζουν τόν πλοῦτο τους ἀπέναντι στίς ἀπαιτήσεις τοῦ γενικοῦ συμφέροντος. Ἄν καί εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ ὑπερβολική φορολόγηση τῶν ἰδιωτικῶν ἐπιχειρήσεων πού δημιουργοῦν θέσεις ἐργασίας μπορεῖ σέ ὁρισμένες περιπτώσεις νά ὁδηγήσει σε συμπίεση τῆς εργασίας, προκαλῶντας ἔτσι μεγαλύτερη ἐπιβάρυνση στούς φτωχούς, πρόκειται γιά ἕναν κίνδυνο ὁ ὁποίος σπάνια ἤ ποτέ δεν εκδηλώνεται στά βιομηχανοποιημένα ἔθνη. Πολύ πιό συνηθισμένη εἶναι ἡ κατάσταση ἐκείνη, ὅπου τά πλουσιότερα μέλη ἀπό τήν ἐπιχειρηματική τάξη προστατεύονται ἀπέναντι στή φορολογική ἐπιβάρυνση πού τούς ἀναλογεί σέ σχέση μέ τά ὀφέλη τά ὁποῖα ἀπολαμβάνουν ἀπό τή θέση τους στήν κοινωνία, ἐνῶ ἐπιτρέπεται σέ διάφορες ἐταιρίες νά ἐπιδίδονται σέ πρακτικές, οἱ ὁποῖες δημιουργοῦν ἀγορές φτηνοῦ ἐργατικοῦ δυναμικοῦ σέ βάρος τῆς εὐημερίας τῶν ἴδιων τῶν ἐργατῶν. Τά ἀποτελέσματα τοῦ γεγονότος αὐτοῦ εἶναι, τόσο ἡ μεγαλύτερη ἐπιβάρυνση τῆς μεσαίας τάξης, ὅσο, ἀρκετά συχνά, καί ἡ ἀνεπαρκής δημόσια πρόνοια γιά τούς φτωχούς. Ἀπέναντι σέ ὅλες αὐτές τίς πρακτικές, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θά πρέπει ἀσφαλῶς νά ἐπιμείνει στή δικαιοσύνη καί τήν εὐσπλαχνία ὡς θεμελιώδεις ἀρχές τῆς φορολογικῆς πολιτικῆς καί ὡς κατευθυντήριες γραμμές γιά δίκαιους μισθούς, στήν ἠθική εὐθύνη τῶν πλουσίων νά συνεισφέρουν, στό πλαίσιο τῶν δυνατοτήτων τους, στή συνολική εὐημερία τῆς κοινωνίας, καθώς καί στή συνακόλουθη εὐθύνη τῶν κυβερνήσεων νά ἀπαιτοῦν ἀπό τούς πλουσίους νά ἐνεργοῦν πρός τήν κατεύθυνση αὐτή χωρίς νά ἐπιδιώκουν ἀθέμιτη νομική προστασία ἤ τρόπους φοροδιαφυγῆς. Οἱ θέσεις τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ὅτι τά ἀγαθά τῆς δημιουργίας ἀποτελοῦν ἀναφαίρετο δικαίωμα ὅλων τῶν ἀνθρώπων πού ἔχουν δημιουργηθεῖ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, καί ἐπομένως οἱ πλουσιότεροι ἔχουν τήν ὑποχρέωση νά μοιράζονται τόν πλοῦτο τους μέ τούς φτωχούς, ἴσως νά ἔρχονται σέ ἀντίθεση πρός ὅρισμένες ἀπό τίς πλέον προσφιλεῖς ἀντιλήψεις τοῦ σύγχρονου κόσμου περί ἀτομικῆς ἰδιοκτησίας. Οἱ ἀπόψεις αὐτές, ὡστόσο, εἶναι ἀπόλυτα οὐσιώδεις γιά τό χριστιανικό ὅραμα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ μία γενναία δωρεά τοῦ Θεοῦ ἐνῶ ἐκφράζουν μία εὐθύνη, ἡ ὁποία στά μάτια τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δεσμευτική γιά κάθε δίκαιη κοινωνία.  
§36 Μία ἀκόμη συνέπεια τῆς νομοθεσίας ἡ ὁποία ἔχει καταρχήν σκοπό νά προστατέψει τόν πλούτο τῶν πλουσίων εἶναι, βεβαίως, ἡ συχνή μετατροπή τῆς ἐργασίας σέ ἐμπόρευμα καί τῶν ἐργαζομένων σέ μία κατάσταση ἡ ὁποία θά μποροῦσε δικαίως νά χαρακτηριστεί ὡς «μισθωτή σκλαβιά». Αὐτό εἶναι προφανές ἰδιαίτερα στίς βιομηχανικές χώρες, ὅπου οἱ νόμοι διευκολύνουν τούς ἐργοδότες τῶν μεγάλων ἐπιχειρήσεων νά αὐξήσουν τά περιθώρια τῶν κερδῶν τους σέ βάρος τῶν ἐργαζομένων τους, μέ τήν παρακράτηση ἐπιμέρους παροχῶν, μέ τήν ἀποτυχία νά προσφέρουν ἕνα ἀξιοπρεπές βιοτικό ἐπίπεδο, μέ τή διαχείρηση τῶν ὡρῶν ἐργασίας μέ τρόπους πού ἐμποδίζουν τούς ἐργαζομένους νά ἀπολαμβάνουν τά οφέλη τῆς πλήρους ἀπασχόλησης, καί πάνω ἀπό ὅλα καθιστώντας τή φτηνή ἐργασία μία ἀπολύτως φυσική κατάσταση, ἡ ὁποία θά πρέπει νά εξαχθεί καί νά ἐφαρμοστεί ὡς μοντέλο ἰδιαίτερα, σέ ἀγορές ἐργασίας, ὅπου ἀπουσιάζει ἔστω καί ἡ στοιχειώδης προστασία τῶν ἐργαζομένων. Πολύ συχνά, οἱ ἐπιχειρηματικές αὐτές πρακτικές βρίσκουν καταφύγιο στίς συμφωνίες τοῦ ἐλεύθερου ἐμπορίου, παρόλο πού ἡ σύνδεση αὐτῶν τῶν πρακτικῶν μέ τίς πιό ἰσχυρές οἰκονομίες τοῦ διεθνοῦς ἐλεύθερου ἐμπορίου εἶναι, στήν καλύτερη περίπτωση, ἀσήμαντη. Οἱ διεθνεῖς ἐπιχειρήσεις εἶναι συχνά σέ θέση νά μειώσουν τίς δαπάνες τους, αὐξάνοντας τά κέρδη τους καί μεταφέροντας τίς δραστηριότητές τους σέ περιοχές τοῦ κόσμου ὅπου ἡ ἐργασία εἶναι φτηνή, ἀκριβῶς ἐπειδή οἱ ἐργαζόμενοι εἶναι ἀπελπισμένοι καί οἱ τοπικές κυβερνήσεις ἐνδιαφέρονται περισσότερο νά προσελκύσουν ξένες ἐπενδύσεις παρά νά θεσπίσουν ἀνθρώπινες πολιτικές γιά τήν ἐργασία ἤ ἔστω νά ἐξασφαλίσουν τήν προστασία τῶν στοιχειωδῶν δικαιωμάτων τῶν ἐργαζομένων. Ἡ κατάσταση αὐτή ὁδηγεῖ, τόσο στή μείωση τῶν μισθῶν στόν ἀνεπτυγμένο κόσμο, ὅσο καί στην ἐνίσχυση τῆς φτώχειας στον ἀναπτυσσόμενο κόσμο. Ἐπιπλέον, στό περιθώριο ὅλων τῶν ἀγορῶν ἐργασίας ὑπάρχουν κατηγορίες ἀτόμων που ἀποκλείονται ἀπό τήν προστασία τοῦ νόμου καί ἐπομένως ὑπόκεινται σέ ἐκμετάλλευση ἐναντίον τῆς ὁποίας δέν μποροῦν νά ἀσκήσουν ἀποτελεσματική νομική προσφυγή: στήν κατηγορία αὐτή ἀνήκουν, γιά παράδειγμα, ἐργαζόμενοι πού δέν ἔχουν νόμιμα ἔγγραφα, καί οἱ ὁποῖοι θά πρέπει νά δέχονται μισθούς πολύ κάτω ἀπό τό νόμιμο ἐλάχιστο εἰσόδημα μέ ἀντάλλαγμα τήν πιό ἐπαχθῆ ἐργασία ἤ ἀκόμη ἐκτοπισμένες καί κυριολεκτικά ὑπόδουλες γυναῖκες, πού προέρχονται ἀπό τόν ἀναπτυσσόμενο κόσμο, οἱ ὁποίες ἐξαναγκάζονται σέ σεξουαλική ἐκμετάλλευση, συμπεριλαμβανομένης τῆς κακοποίησης, τούς κινδύνους καί τήν ἐν γένει ὑποβάθμιση πού συνεπάγεται μία τέτοια ζωή. Ἐπιπλέον, παρά τήν ὕπαρξη ὁρισμένων «λαϊκίστικων» διεκδικήσεων πρός τήν ἀντίθετη κατεύθυνση, τά δεινά αὐτά συχνά διευκολύνονται ἀπό τούς ἄκαμπτους μεταναστευτικούς νόμους και τά ἀδιαπέραστα σύνορα. Εἶναι πάρα πολύ πρός τό συμφέρον τῶν ἀδίστακτων ἐργοδοτῶν νά εἶναι οἱ διαφορετικές ἐθνικές ἀγορές ἐργασίας ὅσο τό δυνατό περισσότερο διαχωρισμένες μεταξύ τους, διότι αὐτό ὁδηγεῖ, ἀπό τή μία μεριά στή δημιουργία ἑνός «σκιώδους» ἐργατικοῦ δυναμικοῦ ἀπό ἀδήλωτους ἐργαζόμενους, οἱ ὁποῖοι θά ἀξιοποιηθοῦν ἐντός τῶν ἐθνικῶν συνόρων, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη συμβάλλει στή διατήρηση τῶν ὑποβαθμισμένων ἀγορῶν ἐργασίας, ἔτσι ὥστε νά μποροῦν νά ἀξιοποιηθοῦν πέρα ἀπό τά σύνορα αὐτά. Μία διεθνῆς ἐλεύθερη διακίνηση τῆς ἐργασίας, καί μαζί ἡ ἰκανότητα τῆς ἐργασίας νά ὀργανώνεται σέ παγκόσμια κλίμακα, ἀπαιτώντας ἔτσι ὁρισμένα βασικά πρότυπα ἀπασχόλησης σέ ὅλες τίς ἀγορές ἐργασίας, θά καθιστοῦσε αὐτή τήν ἐκμετάλλευση σχεδόν ἀδύνατη. Ἀπό ἐδῶ προκύπτει καί ἡ ἀνίερη συμμαχία μεταξύ πολλῶν πολυεθνικῶν ἐπιχειρηματικῶν συμφερόντων καί πολλῶν κρατῶν νά ἐμποδίσουν τήν ἐλεύθερη διακίνηση ἐργασίας πέρα ​​ἀπό τά σύνορα, συχνά μάλιστα λαμβάνοντας δρακόντεια μέτρα.
§37 Ἐνάντια σέ ὅλες αὐτές τίς πρακτικές, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὀφείλει νά ἐπιμείνει στή μεγάλη ἀξία τῆς ἐργασίας καί στή μοναδική ἱερότητα κάθε προσώπου, ἐπειδή «ἄξιος ὁ ἐργάτης τοῦ μισθοῦ αὐτοῦ» (Α΄ Τιμόθ. 5:18). Ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νά ἀπαιτεῖ ἀπό κάθε κοινωνία, μέ τά μέσα πού διαθέτει, νά προστατεύει τούς ἐργαζόμενους—τόσο τούς νόμιμους ὅσο καί τούς ἀδήλωτους—ἐνάντια στή κακομεταχείριση, τήν ταπείνωση, τήν παραμέληση καί τήν κυνική ἐκμετάλλευση. Πέρα ἀπό αὐτά, κανείς δέν θά πρέπει νά ἐργάζεται χωρίς δικαίωμα ἀνάπαυσης. Ἡ Ἐκκλησία ἐπιμένει ὅτι μία δίκαιη οἰκονομία ἤ ἐπιχείρηση εἶναι αὐτή πού ἑξασφαλίζει ὄχι μόνο λογική παραγωγικότητα καί ἀξιοπρεπῆ ἀμοιβή γιά τούς ἐργαζόμενους, ἀλλά καί τίς ἀναγκαίες εὐκαιρίες γιά ἐπαρκῆ ἀνάπαυλα ἀπό τήν ἐργασία, γιά ἀναψυχή καί ἀνανέωση τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς μέ τίς οἰκογενειές τους, τούς φίλους καί τις κοινότητές τους. Ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά ζητήσει ἀπό τίς κυβερνήσεις νά θεσπίσουν νόμους οἱ ὁποῖοι θά ἐπιτρέπουν στούς ἐργοδότες νά παρέχουν θέσεις ἐργασίας, χωρίς ὡστόσο, νά ἀντιμετωπίζουν τήν ἐργασία ὡς ἀπλό ἐμπόρευμα ἤ ἐπιχειρηματικό κόστος, χωρίς κάποιο ἰδιαίτερο ἠθικό καθεστώς. Κάθε προηγμένη οἰκονομία θά πρέπει, ἄν εἶναι δίκαιη, νά τό θεωρεῖ ζήτημα δικαίου καί ἐθίμου, ὅτι ἐκείνες οἱ ἐπιχειρήσεις πού δραστηριοποιούνται σέ ἔθνη πού παρέχουν ἀξιόπιστα νομικά συστήματα, λειτουργικά χρηματοπιστωτικά ἰδρύματα καί βασικές πολιτικές ἐλευθερίες, θά πρέπει νά εἶναι πρόθυμες, ὡς μέρος τῆς κοινωνικῆς συμφωνίας μέ τά ἔθνη αὐτά, νά συμμορφώνονται μέ τούς νόμους καί τίς πρακτικές πού παρέχουν στούς ἐργαζόμενους ἀνθρώπινες συνθήκες καί ἰκανοποιητικούς μισθούς, ἀπαγορεύοντας τή συνενοχή σέ διεφθαρμένα συστήματα διαρθρωτικῆς φτώχειας σέ ἄλλα ἔθνη. Αὐτό συνεπάγεται νόμους πού διασφαλίζουν ὅτι, ἀκόμη καί κατά τή δημιουργία ἐγκαταστάσεων σέ χώρες τοῦ ἀναπτυσσόμενου κόσμου, οἱ ἐπιχειρήσεις αὐτές ὀφείλουν νά συμμορφώνονται μέ τά ἴδια πρότυπα συμπεριφορᾶς πρός τήν ἐργασία τά ὁποῖα ἰσχύουν στόν ἀνεπτυγμένο κόσμο. Καί ἡ ἰκανότητα τῶν ἐπιχειρήσεων νά παράγουν, νά ἐμπορεύονται ἀγαθά ἤ νά συμμετέχουν στήν παγκόσμια ἀγορά θά πρέπει νά ἐξαρτᾶται ἀπό τίς δίκαιες ἐργασιακές πρακτικές. Ἡ Ἐκκλησία πρέπει ἐπίσης νά ζητᾶ νόμους πού νά μήν ἐκθέτουν τούς ἀδήλωτους ἐργάτες στόν φόβο τῶν νομικῶν κυρώσεων, ὅταν οἱ τελευταῖοι ἐπιδιώκουν τή δικαίωσή τους γιά καταχρήσεις ἐκ μέρους τῶν ἐργοδοτῶν τους. Ταυτόχρονα, ἡ Ἐκκλησία θά πρέπει νά ἐνθαρρύνει τίς ἐπιχειρήσεις νά ἐπενδύουν μέ ανθρώπινο τρόπο σέ καταπιεσμένα μέρη τοῦ κόσμου, προσπαθώντας νά προσφέρουν εὐκαιρίες πού ἦταν προηγουμένως ἀδιανόητες. Θά πρέπει ἐπίσης νά ζητᾶ μόνον οἱ ἐπιχειρήσεις αὐτές πού σέβονται τήν ἔμφυτη ἀξιοπρέπεια τοῦ κάθε προσώπου νά τηροῦν τά πρότυπα συμπεριφορᾶς καί νά ἐπενδύουν στίς ἀναπτυσσόμενες οἰκονομίες, προκειμένου νά βελτιώσουν τίς συνθήκες τῶν φτωχῶν ἀντί νά ἐκμεταλευτοῦν τή φτώχεια τους.
§38 Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μέ τόν Μέγα Βασίλειο, τόν ἅγιο Ἀμβρόσιο καί ἄλλους Πατέρες, πρωτίστως ὀφείλει νά ἐπιμείνει στήν εὐθύνη τῆς κοινωνίας νά προσφέρει ἕνα δίκτυο κοινωνικῆς προστασίας, τό ὁποῖο θά διασφαλίζει πραγματικά τούς φτωχούς καί ὅσους βρίσκονται σέ μειονεκτική θέση ἀπέναντι στήν ἀπόλυτη ἀνέχεια, ὑποβάθμιση, ἔλλειψη στέγης, ἀθλιότητα καί ἀπόγνωση. Ὅλοι ἔχουν κληθεῖ στό δεῖπνο τό ὁποῖο προετοιμάζει ὁ Θεός, καί ὅλοι ὅσοι θά λάβουν μέρος στήν ἐορτή αὐτή, θά πρέπει νά προσκαλέσουν «πτωχούς, ἀναπήρους, χωλούς, τυφλούς» (Λουκ. 14:13). Πρόκειται γιά μία πρόσκληση, ἡ ὁποία θά πρέπει νά γίνει ἀποδεκτή ὄχι μόνον ὡς ἀντικείμενο ἰδιωτικῆς φιλανθρωπίας, ἀλλά καί ὡς ζήτημα δημόσιας δικαιοσύνης. Αὐτό σημαίνει ἐπίσης, ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι δυνατό νά παραμείνει σιωπηλή, ὅταν διάφορες νομικές διατάξεις εἶναι ἀνεπαρκεῖς σέ σχέση πρός τίς ἀνάγκες, τίς ὁποῖες ὑποτίθεται ὅτι στοχεύουν, ἤ ὅταν ἀποτυγχάνουν νά ἐξασφαλίσουν μία λογική μορφή κοινωνικῆς καί πολιτικῆς ἰσότητας γιά τούς δικαιούχους. Ἡ Ἐκκλησία θά πρέπει, ἰδιαίτερα, νά ἐπικρίνει τά ἔθνη πού κατασπαταλοῦν ἕνα ὑπερβολικό ποσοστό τῶν δημοσίων ἐσόδων σέ ἐπιχειρήσεις πού δέν κάνουν τίποτε ἄλλο ἁπό τό νά εὐνοοῦν ἤ νά κολακεύουν τήν ἐκλογική τους πελατεία. Ἰδιαίτερα συγκλονιστικά εἶναι τά παραδείγματα κοινωνικῆς ἀδιαφορίας σέ ἔθνη τά ὁποῖα ἐπιλέγουν νά χρησιμοποιήσουν τό δημόσιο χρῆμα ὄχι στήν κοινωνική πρόνοια, ἀλλά σέ μεγάλα καί περιττά ἐξοπλιστικά προγράμματα, τῶν ὁποίων ὁ μόνος πραγματικός σκοπός εἶναι νά ἐνισχύσουν τό «στρατιωτικό-βιομηχανικό σύστημα», συμβάλλοντας στόν πλουτισμό ὅσων ἀσχολοῦνται μέ τήν ἀδιάκοπη παραγωγή ὁλοένα καί πιό ἐξελιγμένων καί καταστροφικῶν μέσων γιά τή διάπραξη δολοφονιῶν, καταστροφικῶν πολέμων καί τήν τρομοκρατία τοῦ ἄμαχου πληθυσμοῦ.Ἕνα ἔθνος τό ὁποῖο συνεχῶς ἀδυνατεῖ νά προσφέρει ἀκόμη καί τό πλέον στοιχειῶδες ἐπίπεδο γενικῆς ἰατρικῆς φροντίδας στούς πολίτες του πού ζοῦν σέ συνθήκες φτώχειας, καί τό ὁποῖο ἀνέχεται οἱ πλέον φτωχοί νά παραμένουν ἄστεγοι, ἐνῶ τήν ἴδια στιγμή δαπανᾶ κάθε χρόνο ἕνα δυσανάλογο μέρος τῶν δημοσίων ἐσόδων του γιά τήν αὔξηση τῆς στρατιωτικῆς ἰσχύος, συνιστᾶ μία κοινωνία ἡ ὁποία ἐμπλέκεται σέ πρακτικές, ἐναντίον τῶν ὁποίων μία κατάλληλα καταρτισμένη χριστιανική συνείδηση ὀφείλει νά ἐπαναστατήσει. Καί, ἐνῶ μία τέτοια στάση μπορεῖ νά εἶναι ἀσύμφορη, ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νά εἶναι πρόθυμη νά καταδικάσει τίς ἠθικές παραλείψεις στήν κατανομή τοῦ πλούτου τῶν πολιτῶν, ὁπουδήποτε γίνεται κάτι τέτοιο ἀντιληπτό.
§39 Ἐπιπλέον, θά πρέπει νά σημειωθεῖ –εἰδικά μάλιστα ὅταν κάτι τέτοιο ἀποτελεῖ ἕνα ξεχωριστό καί σταθερό μοτίβο τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ– ὅτι δέν ὑπάρχει κανένας ὑλικός μηχανισμός πιό ἀποφασιστικός γιά τόν καθορισμό τοῦ ποιός θά εἶναι πλούσιος καί ποιός φτωχός σέ ὁποιαδήποτε κοινωνία ἀπό ἐκείνον τοῦ ὑπερβολικοῦ χρέους. Ἀναμφισβήτητα, καθόλη τή διάρκεια τῆς ἀνθρώπινης ἰστορίας, ἡ πιό σημαντική κοινωνική διαίρεση ἧταν πάντοτε ἐκείνη μεταξύ ὁφειλετῶν καί πιστωτῶν. Στόν Νόμο τοῦ Μωυσῆ ἀναγνωρίζεται ἤδη ἡ θεμελιώδης αἰσχρότητα πού διακρίνει τή χρήση τῶν τόκων γιά τήν ὑποδούλωση τῶν ἐνδεῶν. Ἔτσι ἐξηγοῦνται καί οἱ ἄκαμπτες ἀπαγορεύσεις τοῦ Νόμου σέ ὅλες τίς πρακτικές τοκογλυφίας στό πλαίσιο τῆς κοινότητας τῶν τέκνων τοῦ Ἰσραήλ (Εξ. 22:25, Λευιτ. 25: 36-37, Δευτ. 23:19-20) καθώς ἐπίσης καί ἡ ἀρχαία ἰουδαϊκή καταδίκη τῶν ἔμμεσων τόκων (Ψαλμ. 15 [14]: 5· Ιεζ. 18:17). Ἀπό ἐδῶ προκύπτει ἐπίσης καί ἡ ἐπέκταση τῆς φροντίδας τοῦ Νόμου, ὤστε νά διασφαλιστεί πώς οὔτε οἱ Ἰσραηλίτες οὔτε οἱ γείτονές τους θά βρεθοῦν ποτέ σέ μία κατάσταση ἀπόλυτης ἐξαθλίωσης (Ἐξ. 12:49, 22: 21-22, Λευιτ. 19: 9-10, 23:22, 25:35-38, Δευτ. 15: 1-11). Ἐπιπλέον, ὁ Νόμος ὄχι μόνο ἀπαγόρευε τούς τόκους ἐπί τῶν δανείων, ἀλλά ὅριζε ὅτι κάθε ἔβδομο ἔτος θά ἔπρεπε νά εἶναι ἔτος Σαββατικό, ἕνα shmita, ἕνα ἔτος ἀγρανάπαυσης, κατά τή διάρκεια τοῦ ὁποίου θά ἔπρεπε νά διαγραφοῦν τά χρέη μεταξύ τῶν Ἰσραηλιτῶν. Προχώρησε μάλιστα ἀκόμη περισσότερο, καθιερώνοντας τό ἕβδομο Σαββατικό ἔτος, τό Ἰωβηλαίο, κατά τό ὁποῖο ὅλα τά χρέη σβήνονταν. Μέ τόν τρόπο αὐτό, ἡ διαφορά μεταξύ πιστωτῶν καί ὀφειλετῶν μποροῦσε νά διαγραφεῖ γιά κάποιο χρονικό διάστημα καί νά ἀποκατασταθεί ἔτσι ἕνα εἶδος δίκαιης ἰσορροπίας. Ἐπιπλέον ἡ ἀδιάκοπη καταγγελία ἐκείνων πού ἐκμεταλλεύονται τούς φτωχούς ἤ ἀγνοοῦν τή δυστυχία τους ἀποτελεῖ ἕνα ἐπίμονο θέμα πού διαποτίζει τίς διακηρύξεις τῶν προφητῶν τοῦ Ἰσραήλ (Ἠσ. 3: 13-15, 5: 8, 10: 1-2, Ἰερ. 5: 27- 28, Ἀμώς 4: 1, κ.λπ.). Δέν εἶναι τυχαίο, ἐξάλλου, ὅτι οἱ παραβολές καί οἱ ἐντολές τοῦ Χριστοῦ συχνά ἀναφέρονται στό ἀνυπέρβλητο βάρος τοῦ χρέους κάτω ἀπό τό ὁποῖο ζοῦσαν οἱ φτωχότερες τάξεις τῆς ἐποχῆς του. Κατά τόν ἴδιο τρόπο καί οἱ σύγχρονοι χριστιανοί δέν θά πρέπει νά ἐπιτρέπουν, μία ὑπερβολικά πνευματικοποιημένη προσέγγιση τῆς γλώσσας Του, νά ἀποκρύπτει ἀπό τό προσκήνιο τά κοινωνικά ζητήματα με τά ὁποῖα ἐρχόταν ἀντιμέτωπος. Εἶναι ἀπλά ἕνα τέτοιο χρέος, τό ὁποῖο εἶχε, χωρίς οἶκτο, ἐπιβληθεῖ σέ ἐκείνους πού εἶχαν πέσει θύματα τῶν ὑπερβολικῶν τόκων, και τό ὁποῖο ἀδυνατοῦσαν νά πληρώσουν, στό ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἀναφερόταν ὡς «ὁ μαμωνᾶς τῆς ἀδικίας» (Λουκ. 16: 9) καί πού, τόσο ἡ ἰουδαϊκή, ὅσο καί ἡ χριστιανική παράδοση καταδικάζουν ὡς τοκογλυφία. Ὅταν ὁ Χριστός μιλοῦσε γιά τά δικαστήρια τῆς ἐποχῆς του (ὅπως στο Λουκ. 12: 58-59), ἀναφερόταν σέ ἕναν κατεξοχήν νομικό μηχανισμό, μέ τόν ὁποίο οἱ πιστωτές, μέ πρόσχημα τά χρέη πού εἴχαν σχεδιαστεῖ ὤστε νά εἶναι ἁδυνατο ποτέ νά ἀποσβεστοῦν, θά μπορούσαν νά ἀποστερήσουν τούς ὁφειλέτες τους ἀπό ὅλα τά ὑλικά ἀγαθά τους. Πρόκειται γιά τέτοιου εἴδους πιστωτές, τούς ὁποίους καταγγέλλει ἡ ἐπιστολή τοῦ Ἰακώβου (Ἰακ. 2: 6), ἐνῶ εἶναι σχεδόν βέβαιο ὅτι πρόκειται γιά τέτοιου εἴδους χρέη ἁπό τά ὁποῖα οἱ αἰτήσεις τῆς Κυριακῆς προσευχῆς - στό πρωτότυπο κείμενο – ζητοῦν ἀνακούφιση, ὅπως ἀκριβῶς καί τέτοιους πειρασμούς πού ζητοῦν ἀπό τόν Θεό νά μή μᾶς ὁδηγῆσει, καθώς ἐπίσης καί ἕναν τέτοιο πιστωτή («ὁ πονηρός ἄνθρωπος») ἀπό τόν ὁποίο ζητοῦν σωτηρία (Ματθ. 6: 9-13). Μέχρι σήμερα, ὅμως, δέν ὑπάρχει κανένας σχεδόν τομέας τῆς δημόσιας πολιτικῆς, ἀκόμη καί στίς πιό ἀναπτυγμένες χώρες, ὅπου οἱ καταχρήσεις τῆς πίστωσης καί τοῦ χρέους νά ὑπόκεινται σέ ὀρθολογική καί ἀνθρώπινη ρύθμιση. Οἱ φτωχοί στίς περισσότερες κοινωνίες γίνονται θύματα τῶν πιστωτικῶν ἱδρυμάτων πού δέν ἔχουν ἀρχές καί, κατά κανόνα, ἀπολαμβάνουν ἐλάχιστη προστασία ἀπό τούς πιστωτές οἱ ὁποῖοι ἐκμεταλλεύτηκαν τήν ἀνάγκη τους γιά να τούς θέσουν στήν κατάσταση ἑνός ἀέναου χρέους. Ἐάν ἡ Ἐκκλησία ἐπιθυμεῖ πραγματικά νά ἐνθαρρύνει ἐκείνες τίς κοινωνικές πρακτικές πού ἐκφράζουν τήν ἀγάπη, τό ἔλεος καί τή δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτά φανερώθηκαν ἐν Χριστῷ, θά πρέπει σίγουρα νά εἶναι διατεθειμένη νά ἀντιταχθεῖ ἐνάντια στούς νόμους, οἱ ὁποῖοι δέν προστατεύουν τίς εὐάλωτες ὀμάδες ἀπέναντι στούς ἀδίστακτους καί ἄπληστους πιστωτές καί οἱ ὁποῖοι δέν παρέχουν φιλάνθρωπες δημόσιες ἐναλλακτικές λύσεις ἀπέναντι στούς ανεξέλεγκτους ἤ ἀνεπαρκῶς ἐλεγχόμενους ἰδιῶτες πιστωτές, ὑπέρ ἐκείνων πού χρειάζεται νά ἀνακουφιστοῦν ἀπό τίς στερήσεις τους καί νά καλύψουν τίς στοιχειώδεις ἀνάγκες τους. Ἐπιπλέον, ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νά ὑπενθυμίζει ὅτι οἱ μηχανισμοί τοῦ χρέους λειτουργοῦν μέ σκοπό τή φτωχοποίηση, τόσο ἐθνῶν, ὅσο καί ἀτόμων καί ὅτι μία ἀπάνθρωπη ἀκαμψία ἀπό τήν πλευρά τῶν πιστωτῶν ἐθνῶν ἀπέναντι στά ἔθνη πού ὁφείλουν, ἀποτελεῖ συχνά τήν αἰτία μεγάλης ἀνθρώπινης δυστυχίας, ἀποτρέποντας ἔτσι κάθε ἐλπίδα οἰκονομικής ἀνάπτυξης καί κοινωνικῆς προόδου τῶν λαῶν πού βρίσκονται σέ μία τέτοια μειονεκτική θέση. Ὁ Χριστός ἔδωσε ἐντολή στούς μαθητές Του νά συγχωροῦν τούς ὀφειλέτες τους καί ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν μπορεῖ παρά νά ὑποστηρίζει ἀκαταύπαστα τή διαγραφή τοῦ διεθνούς χρέους ἀπό τίς πλουσιότερες χῶρες.
§40 Ἡ Ἐκκλησία ἔχει μία ἰδιαίτερη ἀποστολή: νά ὑπενθυμίζει ὅτι, μέ ἐξαίρεση τήν ἀνυπόφορη πεῖνα καί δίψα, δέν ὑπάρχει σκληρότερη στέρηση ἀπό τήν ἔλλειψη πρόσβασης σέ ἀξιοπρεπῆ καί ἀξιόπιστη ἰατρική περίθαλψη, ἀπό τήν ὁποία ὑποφέρουν οἱ φτωχοί ὅλου τοῦ κόσμου. Ἐξάλλου, ὁ Χριστός ἔφερε τό χαρμόσυνο μήνυμά Του ὄχι μόνον στούς ἐνδεεῖς, ἀλλά καί στούς χωλούς καί στούς τυφλούς, τούς ἀσθενεῖς καί σέ ὅσους ὐποφέρουν. Κατά τή διακονία Του, τά θαύματα ἦταν ἡ μαρτυρία καί ἀποκάλυψη τῆς θείας φιλανθρωπίας, τήν ὁποία πρόσφερε ἐλεύθερα σέ ὅλους ὅσους ἀναζητούσαν ἀνακούφιση ἀπό τίς σωματικές καί πνευματικές ἀσθένειες. Ὁ Χριστός ὄντως συμπεριέλαβε τήν ἐπίσκεψη στούς ἀσθενεῖς μεταξύ τῶν ἀπαραίτητων κριτηρίων γιά τή σωτηρία (Ματθ. 25:31-46). Μία Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἀγωνίζεται νά διακηρύξει τήν ἴδια ἀγάπη πρός ὅλα τά ἔθνη, καί ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ ἀπό κάθε κοινωνία τή δικαιοσύνη πού ὁ Θεὸς ζητεῖ ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους, θά πρέπει νά ἐπιμείνει, ὥστε κάθε κυβέρνηση νά ἐπιδιώκει μέ τίς δυνάμεις καί τούς πόρους πού διαθέτει, νά παρέχει γενική ἰατρική περίθαλψη, ὅσο τό δυνατό ὑψηλότερης ποιότητας, πρός ὅλους τούς πολίτες της. Ὅτι ὅσοι δέν μποροῦν νά βροῦν τέτοια περίθαλψη γιά τόν ἐαυτό τους θά πρέπει νά ἔχουν πρόσβαση σέ αὐτή, ἡ ὁποία και θά προσφέρεται ἀπό τίς δημόσιες ὑπηρεσίες μέ κάλυψη τοῦ κόστους ἀπό τό ἴδιο κράτος καί ὅτι αὐτή ἡ φροντίδα δέν θά πρέπει νά ἀφήνει τούς ἐνδεεῖς στό ἔλεος τῶν ἀσφαλιστικῶν ἐταιρειῶν πού καθιερώνουν ὑπέρογκα ἀσφάλιστρα μέ πενιχρά ὀφέλη γιά τούς ἀσφαλισμένους, καί ὅτι οἱ φτωχοί δέν θά πρέπει νά φτωχοποιηθοῦν περαιτέρω μέ ἀντάλλαγμα τό προνόμιο νά ζοῦν καί νά εὐδοκιμοῦν ὅπως οἱ συμπολίτες τους, ὅλα τά παραπάνω συνιστοῦν τό ἐλάχιστο πού θά ἔπρεπε νά περιμένει ἡ Ἐκκλησία ἀπό τίς ἀναπτυγμένες οἰκονομικᾶ χῶρες. Βεβαίως ἡ ὑποχρέωση αὐτή δέν θά πρέπει νά ἐξαντλεῖται στά ἐθνικά σύνορα. Τά πλουσιότερα ἔθνη ἔχουν ἠθική ὑποχρέωση, ἀπό χριστιανική ἄποψη, νά ἐπιδιώκουν, στόν βαθμό πού αὐτό εἶναι δυνατό, τή βελτίωση τῶν ἰατρικῶν συνθηκῶν γιά τούς ἀνθρώπους, ὅπου κι ἄν βρίσκονται αὐτοί. Συχνά κάτι τέτοιο σημαίνει ὅτι ὀφείλουν νά ἐπιδιώκουν τήν παροχή ἰατροφαρμακευτικῆς περίθαλψης σέ χῶρες, τῶν ὁποίων οἱ πολῖτες δέν εἶναι σέ θέση νά καλύψουν τό κόστος τῶν πλέον ἀποτελεσματικῶν καί σύγχρονων ἰατρικῶν θεραπειῶν γιά τίς σοβαρές παθήσεις. Συχνά κάτι τέτοιο συνεπάγεται παροχή ἄμεσης βοήθειας ἀπό ἰατρούς καί ἄλλους ἐπαγγελματίες στόν τομέα τῆς ἰατρικῆς. Ὡστόσο, ὁτιδήποτε καί ἄν αὐτό συνεπάγεται, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὑποχρεωμένη νά προσκαλεί καί νά συμμετέχει στήν ἀδιάλειπτη προσπάθεια προσφορᾶς θεραπείας πρός ὅλους τούς λαούς στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἰατροῦ τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων.
§41 Σέ κάθε ἔθνος, οἱ φτωχοί εἶναι σχεδόν πάντοτε οἱ πρῶτοι οἱ ὁποῖοι ὑποφέρουν λόγῳ τῶν γενικότερων δυσμενῶν συνθηκῶν, φυσικῶν ἤ κοινωνικῶν, οἰκονομικῶν ἤ πολιτικῶν. Καί, σέ πολλά μέρη, ἡ φτώχεια εἶναι τόσο ἀποτέλεσμα φυλετικῶν ἤ ταξικῶν διακρίσεων, ὅσο ἐπίσης καί ἁπλῆς προσωπικῆς κακοτυχίας. Ἡ τρέχουσα περιβαλλοντική κρίση—γιά παράδειγμα, ἡ ἀνθρωπογενής κλιματική ἀλλαγή, ἡ τοξική ρύπανση τῶν ὑδάτινων πηγῶν καί τῶν ἐδαφῶν σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο, ἡ παροῦσα παντού βλάβη σύνολου τοῦ οἰκοσυστήματος ἀπό μικροπλαστικά καί ἄλλους ρύπους, ἡ ἀποψίλωση τῶν δασῶν, ἡ κοπή τῶν κορυφῶν τῶν βουνῶν καί ἡ διάβρωση τοῦ ἐδάφους, ἡ ταχυτάτη ἀπομείωση τῆς βιολογικῆς ποικιλότητας κ.ο.κ.—συνιστᾶ μία ἀνυπολόγιστη καταστροφή γιά ὁλόκληρο τόν πλανήτη καί γιά τό σύνολο τῆς ἐπίγειας ζωῆς. Ὅμως, σχεδόν πάντοτε, τό μεγαλύτερο ἄμεσο βάρος πέφτει στούς ὤμους τῶν οἰκονομικᾶ λιγότερο ἀναπτυγμένων περιοχῶν τῆς γῆς, ὅπου οἱ κυβερνήσεις μποροῦν νά πράξουν—ἤ ἐπιλέγουν νά πράξουν—πολύ λίγα γιά τήν προστασία τῶν ἐνδεῶν ἀπό τίς συνέπειες τῶν βιομηχανικῶν ἀποβλήτων καί τῆς εὐρύτερης οἰκολογικῆς καταστροφῆς. Ἐπιπλέον, εἶναι οἱ φτωχοί, αὐτοί οἱ ὁποῖοι συχνότερα ἐκτοπίζονται καί πτωχεύουν περαιτέρω λόγῳ τῆς καταστροφῆς τοῦ περιβάλλοντος γύρω τους. Ἀκόμη καί στά ἔθνη τοῦ ἀναπτυγμένου κόσμου, οἱ φτωχότεροι πολῖτες εἶναι ἐκείνοι πού συνήθως ἐκτίθενται στά τρομερά ἀποτελέσματα τῆς περιβαλλοντικῆς ὑποβάθμισης καί οἱ ὁποῖοι δέν διαθέτουν τούς πόρους γιά νά θεραπεύσουν τήν κατάστασή τους. Ἐφόσον ὑπάρχουν τεράστιες διαφορές ὡς πρός τόν πλούτο μεταξύ τῶν ἐθνῶν καί μεταξύ τῶν ἀτόμων, ἡ κοινωνική καί πολιτική δύναμη θά βρίσκεται στά χέρια κυρίως τῶν πλουσίων, ὅπως ἐπίσης καί ὁποιοσδήποτε βαθμός σχετικῆς ἀσυλίας ἀπό τίς συνέπειες τῆς ἀνθρώπινης ἀνοησίας καί τῆς διαφθορᾶς ἤ τῆ φυσικῆς καταστροφῆς πού μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ μέ τή χρήση ὑλικών μέσων. Τά ἴδια ἰσχύουν καί μέ τούς καλύτερους τρόπους ἐκπαίδευσης ἤ ἐπαγγελματικῆς ἐξέλιξης, τήν καλύτερη ὐγειονομική περίθαλψη, τήν καλύτερη νομική προστασία, τίς καλύτερες οἰκονομικές εὐκαιρίες, τήν καλύτερη πρόσβαση στά κέντρα πολιτικῆς ἐξουσίας κ.ο.κ. Ἡ μεγάλη οἰκονομική ἀνισότητα συνιστᾶ, ἀναπόφευκτα, κοινωνική ἀδικία. Εἶναι, ἐξάλλου, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, κάτι ἀποτρόπαιο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ὁλόκληρες οἰκονομικές σχολές ἐμφανίστηκαν κατά τόν εἰκοστό αἰώνα στήν ὑπηρεσία τῆς ἀνισότητας αὐτῆς, οἱ ὁποίες ὑποστήριζαν ὅτι ἡ ἀνισότητα αὐτή ἀποτελεῖ ἀναγκαῖο ἐπακόλουθο μιᾶς ζωντανῆς οἰκονομίας. Χωρίς ἀμφιβολία, ὡστόσο, τά ἐπιχειρήματα πού χρησιμοποιοῦνται ἀπό τίς σχολές αὐτές εἶναι, στήν καλύτερη περίπτωση, ταυτολογικά, ἐνῶ συνιστοῦν ἀπόδειξη γιά τό πόσο πολύ μπορεῖ νά ἐκπέσει ἡ ἀνθρώπινη ἠθική φαντασία, ὅταν ὑποταχθεῖ στήν ἰδεολογία. Ἀντίθετα, ἡ Ἐκκλησία θά πρέπει νά ἐμπιστευτεῖ τίς διαβεβαιώσεις τοῦ Χριστού σύμφωνα μέ τίς ὁποῖες ὅσοι ἀναζητοῦν τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τή δικαιοσύνη Του, ὁ Θεός θά τούς προσφέρει τά πάντα. Ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει πάντοτε, ὡς κληρονόμος τῆς ἀποστολῆς τῶν προφητῶν καί τοῦ ὁράματος τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ, νά εἶναι πάντοτε μία φωνή, πρωτίστως, ὑπέρ τῶν φτωχῶν, καί μία φωνή ἡ ὁποία θά ὑψῶνεται, ὅποτε καθίσταται αὐτό ἀναγκαῖο, ἐναντίον τῶν πλουσίων, καθώς καί ἐναντίον τῶν κυβερνήσεων, οἱ ὁποῖες παραμελοῦν καί ἐκμεταλλεύονται τούς πολλούς γιά νά ἐξυπηρετήσουν τά συμφέροντα τῶν λίγων. Ἡ Ἐκκλησία πρέπει, σέ κάθε γενιά, ἀκολουθώντας τό παράδειγμα τῶν ἀποστολικῶν χρόνων, νά ζητεῖ ἀπό κάθε κοινωνία ἐκεί ὅπου δέν ὑπάρχουν ἀποτελεσματικά μέσα - καί ἴσως νέα οἰκονομικά μοντέλα - μέ τά ὁποῖα θά ἧταν δυνατό νά ἐπιτευχθεῖ μία πιό δίκαιη κατανομή τοῦ πλούτου καί ἔτσι μία ριζοσπαστικότερη δέσμευση γιά τό κοινό καλό τῆς κοινωνίας καί τοῦ πλανήτη, τόν ὁποῖο ὅλοι ὀφείλουμε νά μοιραζόμαστε. Κατά τήν ἁγία Μαρία Σκόμτπσοβα, αὐτή εἶναι μία ἐντολή ἡ ὁποία ἀπευθύνεται πρός ὅλους ὅσους ἐπιδιώκουν νά ἀνέλθουν από τή γή στόν οὐρανό, ἀγαλιαζόμενοι μαζί μέ τούς ἀγγέλους, ὅταν προσφέρεται ἕνα ποτήρι νεροῦ στόν συνάνθρωπο στό ὄνομα τοῦ Κυρίου: «Ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νά ἐνδιαφέρεται περισσότερο γιά τή σάρκα τοῦ ἀδελφοῦ παρά γιά τή δική του. Ἡ χριστιανική ἀγάπη μᾶς διδάσκει νά δίνουμε στόν ἀδελφό μας ὄχι μόνον ὑλικά, ἀλλά καί πνευματικά δῶρα. Πρέπει νά τοῦ προσφέρουμε τό τελευταῖο μας ἔνδυμα καί τό τελευταῖο κομμάτι τοῦ ψωμιοῦ μας. Ἐδῶ ἡ προσωπική φιλανθρωπία εἶναι τόσο ἀπαραίτητη καί ἔχει τόση ἀξία, ὅσο τό εὐρύτερο κοινωνικό ἔργο. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή, δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ὁ χριστιανός καλεῖται νά προσφέρει κοινωνικό ἔργο. Ἔχει κληθεῖ νά ἐξασφαλίζει καλυτέρη ζωή γιά τούς ἐργαζόμενους, νά φροντίζει τούς ἡλικιωμένους, νά οἰκοδομεί νοσοκομεῖα, νά φροντίζει τά παιδιά, νά καταπολεμά τήν ἐκμετάλλευση, τήν ἀδικία, τήν ἀνάγκη, τήν ἀνομία»[37].

V. Πόλεμος, εἰρήνη καί βία Ὑπέρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου

§42 Tό κάλλος καί ἡ ἀγαθότητα τῆς δημιουργίας ἐκδηλώνονται πλουσιοπάροχα μέσα στό πλαίσιο τῆς φύσης. Ἀλλά ἡ κτίση εἶναι ταυτόχρονα ἕνας πτωτικός κόσμος, ὑποδουλωμένος στόν θάνατο, παραμορφωμένος σέ κάθε τόπο ἀπό τή βία, τή σκληρότητα, τήν ἄγνοια καί τή σύγκρουση. Ἡ βία κατά τῆς φύσης ἤδη ἀποτελεῖ σημεῖο μιᾶς κτιστῆς τάξης πού ἔχει διαφθαρεῖ λόγῳ τῆς ἀποξένωσης τοῦ κόσμου ἀπό τόν Θεό. Ἀλλά ἡ βία πού διαπράττεται σκόπιμα ἀπό νουνεχεῖς ἀνθρώπους, εἰδικά ὅταν ὀργανώνεται καί ἐκτελεῖται σέ μαζική κλίμακα ὡς πόλεμος μεταξύ λαῶν καί ἐθνῶν, συνιστᾶ τήν τρομερότερη ἐκδήλωση τῆς κυριαρχίας τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου πάνω σέ καθετί. Τίποτε δέν ἀντιτίθεται περισσότερο στό θέλημα τοῦ Θεοῦ γιά τά πλάσματα τοῦ Θεοῦ πού ἔχουν δημιουργηθεῖ κατ’ εἰκόνα καί καθ᾽ὁμοίωσή Του, ἀπό τή βία πού ἀσκεῖται ἐναντίον τοῦ πλησίον, ὅπως καί τίποτε δέν ἀποτελεῖ μεγαλυτέρη βεβήλωση ἀπό τήν ὀργανωμένη πρακτική τῆς μαζικῆς δολοφονίας. Ὅλες οἱ μορφές ἀνθρώπινης βίας συνιστοῦν κατά κάποιο τρόπο μία ἐπανάσταση ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καί τῆς θείας τάξης τῆς δημιουργίας. Ὁ Γεδεών ἀποκάλεσε τό ἅγιο θυσιαστήριο «Εἰρήνη Κυρίου» (Κριτ. 6:24), ἐνῶ ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης ἔλεγε, «ὁ ἀδελφός μας εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή μας»[38]. Γιά τόν λόγο αὐτό, ἡ Ἐκκλησία διακηρύσσει μαζί μέ τόν Ψαλμωδό: «Ἰδού δή τί καλόν ἤ τί τερπνόν, ἀλλ᾽ ἤ τό κατοικεῖν ἀδελφούς ἐπί τό αὐτό» (Ψαλμ. 132:1). Τά πρῶτα κεφάλαια τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσεως μᾶς διδάσκουν ὅτι ἡ ἁρμονία, ἡ εἰρήνη, ἡ κοινωνία καί ἡ ἀφθονία συνιστοῦν τήν ἀληθινή «γραμματική» τῆς δημιουργίας, ὅπως τήν ἐξέφρασε ὁ Θεός μέ τόν αἰώνιο Λόγο Του. Ὡστόσο, οἱ λαοί ζοῦν σύμφωνα μέ ἕναν νόμο ἐπιθετικότητας, ἄλλοτε σιωπηρῶς, ἄλλοτε ἐμφανῶς. Καί ἐνῶ ἡ φρίκη τοῦ πολέμου ὑπῆρξε σταθερό ἐμπειρικό γεγονός καθ’ ὅλη τή διάρκεια τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, ἡ σύγχρονη ἐποχή τῶν ἐθνικῶν κρατῶν καί ἡ πρόσφατη ἀνάπτυξη τῶν τεχνολογιῶν μιᾶς, ἕως τώρα, ἀδιανόητης καταστροφικῆς δύναμης, ἔχουν μετατρέψει τήν ἀείποτε τραγική συνθήκη τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας σέ μία ὀξεῖα κρίση γιά ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο εἶδος.
§43 Ἡ βία συνιστᾶ τή σκόπιμη χρῆση σωματικῆς, ψυχολογικῆς, οἰκονομικῆς ἤ κοινωνικῆς δύναμης ἐναντίον τῶν ἄλλων ἤ τοῦ ἴδιου τοῦ ἐαυτοῦ, ἡ ὁποία προκαλεῖ βλάβη, δυστυχία ἤ καί θάνατο. Οἱ μορφές καί οἱ ἐκδηλώσεις της εἶναι ἀναρίθμητες, ὥστε νά εἴμαστε σέ θέση νά τίς ὑπολογίσουμε. Περιλαμβάνουν κάθε εἴδους σωματική προσβολή, ὅπως σεξουαλική ἐπίθεση, ἐνδοοικογενειακή βία, ἄμβλωση, ἐγκλήματα μίσους, τρομοκρατικές ἐνεργείες, πολεμικές πράξεις κ.ο.κ., καθώς καί πράξεις αὐτοακρωτηριασμοῦ καί αὐτοκτονίας. Ὅλα αὐτά προκαλοῦν ζημιά σέ ὅλα τά ἐμπλεκόμενα μέρη: σωματική, ψυχική καί πνευματική βλάβη στά θύματα τῆς βίας, ἀλλά καί στούς ἴδιους τούς δράστες. Πράγματι, ἡ ἔρευνα βεβαιώνει ὅτι ἡ ἐπίδραση τῆς βίας τίς περισσοτέρες φορές ἐκτείνεται καί πέρα ἀπό τά ἄμεσα ἐμπλεκόμενα μέρη, συνεχίζοντας νά προκαλεί δυστυχία—ἔστω καί ἀφανῶς—σέ ὅλη τήν ἀνθρωπότητα καί τή δημιουργία. Τά ἀποτελέσματα τῆς βίας, σάν ἕνα εἶδος μόλυνσης, ἐξαπλώνονται σέ «ὅλον τόν Ἀδάμ» καί σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο, καθιστῶντας τήν ἀγάπη δύσκολη ἤ καί ἀδύνατη, διαφθείροντας τήν ἀνθρώπινη φαντασία καί διασπῶντας τούς εὔθραυστους δεσμούς τῆς ἀγάπης καί τῆς ἐμπιστοσύνης, οἱ ὁποῖοι συνδέουν τούς ἀνθρώπους σέ κοινότητα. Στήν πραγματικότητα, κάθε ἐπιβολή βίας ἐναντίον ἄλλου ἀνθρώπου ἀποτελεῖ, στήν πράξη, βία ἐναντίον κάποιου μέλους τῆς δικῆς μας οἰκογενείας, ἐνῶ ἡ δολοφονία ἑνός ἀνθρώπου—ἀκόμη καί ὅταν αὐτή εἶναι ἀναπόφευκτη—συνιστᾶ, κατ’ οὐσίαν, δολοφονία τοῦ δικού μας ἀδελφοῦ ἤ τῆς δικῆς μας ἀδελφῆς. Ἐπιπλέον, στόν βαθμό, ὅπου ἡ ζωή μας διατηρεῖται ἤ προστατεύεται ἤ καί ἐμπλουτίζεται ἀπό τή βία—ἀκόμη καί ἄν αὐτή ἡ βία ἐπιτελεῖται ἀπό τό κράτος ἐξ ὀνόματός μας ἤ ἐν ἀγνοίᾳ μας—γινόμαστε σέ κάποιο μέτρο συνένοχοι στήν ἁμαρτία τοῦ Κάϊν. Τελικά, μποροῦμε ὀρθά νά ἰσχυριστούμε ὅτι ἡ βία ἀποτελεῖ τήν κατ’ ἐξοχήν ἁμαρτία. Πρόκειται γιά τήν τέλεια ἀντίθεση μεταξύ τῆς κτιστῆς μας φύσης καί τῆς ὑπερφυσικῆς μας κλῆσης πρός ἀναζήτηση τῆς ἀγαπητικῆς ἕνωσης μέ τόν Θεό καί τόν πλησίον μας. Ἀποτελεῖ τή ματαίωση τῆς θείας τάξης τῆς πραγματικότητας ὡς εἰρήνη, κοινωνία καί φιλανθρωπία. Εἶναι ἡ ἄρνηση καί ἡ καταστολή τῆς θείας ἀξιοπρέπειας, πού εἶναι ἐγγενής σέ κάθε ψυχή, εἶναι ἡ ἐπίθεση κατά τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ μέσα στόν καθένα ἀπό μᾶς.
§44 Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν μπορεῖ, βεβαίως, νά ἐγκρίνει τή βία, εἴτε ὡς αὐτοσκοπό, εἴτε ὡς μέσο γιά τήν ἐπίτευξη ὁποιουδήποτε σκοποῦ, εἴτε πρόκειται γιά σωματική βία καί σεξουαλική κακοποίηση, εἴτε γιά κατάχρηση ἐξουσίας. Κατά τήν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας ἡ Ἐκκλησία δέεται «Ὑπέρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου». Ἡ εἰρήνη γιά τήν Ἐκκλησία εἶναι κάτι περισσότερο ἀπό μία συμβατική κατάσταση ἐκεχειρίας, ἡ ὁποία ἐπιβάλλεται σέ ἕναν ἐκ φύσεως βίαιο κόσμο. Ἀντίθετα, ἀποτελεῖ μία πραγματική ἀποκάλυψη τῆς βαθύτερης πραγματικότητας τῆς δημιουργίας σύμφωνα πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, καί τῆς μορφῆς ὅπως τήν σχεδίασε Ἐκεῖνος κατά τίς αἰώνιες βουλές Του. Εἶναι ἡ ἀποκατάσταση τῆς δημιουργίας στήν ἀληθινή της μορφή, ἄν καί μόνον ἐν μέρει. Ἡ ἀληθινή εἰρήνη εἶναι ἡ ἴδια ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ ἀναμεσά μας. Πολλοί ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ ἅγιος Μωϋσῆς ὁ Αἰθίοπας καί ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, ἐπέλεξαν νά ὑπομείνουν τή βία ἑκούσια καί χωρίς αἴτημα ἀνταπόδοσης ἤ ἐπανόρθωσης. Σύμφωνα μέ τήν ἱερή παράδοση, οἱ πρίγκιπες τοῦ Κιέβου, ἅγιοι Μπόρις καί Γκλέμπ, προτίμησαν νά θυσιάσουν, τόσο τά βασίλειά τους, ὅσο καί τή ζωή τους, προκειμένου νά μή βιαιοπραγήσουν ἐναντίον ἄλλων, ὑπερασπίζοντας τόν ἐαυτό τους καί τά ὑπάρχοντά τους. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τούς μάρτυρες οἱ ὁποῖοι πρόσφεραν τή ζωή τους γιά τήν εἰρήνη, ὡς μάρτυρες τῆς δύναμης τῆς ἀγάπης, τοῦ κάλλους τῆς δημιουργίας στήν ἀρχική καί τελική της μορφή, καί τῆς ἰδεώδους ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς, ὅπως τήν ὑπέδειξε ὁ Χριστός κατά τή διάρκεια τῆς ἐπίγειας διακονίας Του.
§45 Ἐντούτοις, ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει ὅτι ἀδυνατεῖ νά προβλέψει κάθε κατάσταση στήν ὁποία καλοῦνται νά ἀνταποκριθοῦν τά πρόσωπα ἤ οἱ λαοί σέ κάθε δεδομένη στιγμή, καί ὅτι σέ ἕναν πτωτικό καί κατακερματισμένο κόσμο ὑπάρχουν στιγμές, ὅπου ἀπουσιάζουν τά ἄριστα μέσα γιά τήν καλλιέργεια τῆς εἰρήνης γιά ὅλους. Ἄν καί καταδικάζει ἀπερίφραστα κάθε εἴδους βία, ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν τραγική ἀναγκαιότητα τῆς βίας, τήν ὁποία καλοῦνται νά χρησιμοποιήσουν ἀτόμα, κοινότητες, καί κράτη προκειμένου νά ὑπερασπιστοῦν ἑαυτούς καί ἀλλήλους ἀπό κάθε ἄμεση ἀπειλή βίας. Ἔτσι, τό παιδί πού ἀντιμετωπίζει ἕνα βάναυσο μέλος τῆς οἰκογενείας του, ἡ γυναίκα πού ἀντιμετωπίζει ἕναν βίαιο σύζυγο, ὁ νομοταγής πολίτης πού ἀντιμετωπίζει ἕναν βίαιο ἄνθρωπο, ὁ περαστικός πού καθίσταται μάρτυρας μιᾶς ἐπίθεσης καί ἡ κοινότητα ἤ τό ἔθνος πού δέχεται ἐπίθεση ἀπό κάποιον ἰσχυρό εἰσβολέα, μποροῦν νά ἀποφασίσουν μέ ἀγάπη καί μέ τρόπο συνεπῆ πρός τήν πίστη τους, νά ὑπερασπιστοῦν τόν ἑαυτόν τους καί τόν πλησίον τους ἐναντίον τῶν δραστῶν. Ἡ αὐτοάμυνα χωρίς δόλο εἶναι συγγνωστή, ἐνῶ ἡ ὑπεράσπιση τῶν καταπιεσμένων ἔναντι τῶν καταπιεστῶν τους ἀποτελεῖ συχνά ἠθική ὑποχρέωση. Ὡστόσο ἐνίοτε, κατά τραγικό τρόπο, τίποτε δέν μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ χωρίς τή συνετή χρῆση βίας. Στίς περιπτώσεις αὐτές ἡ προσευχή καί ἡ διάκριση καθίστανται ἀναγκαῖες, ὅπως ἐπίσης καί ἡ εἰλικρινής προσπάθεια νά ἐπιτύχουμε συμφιλίωση, συγχώρηση καί θεραπεία. Ἐξάλλου, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει καί δέχεται τήν εὐθύνη, τήν ὁποία φέρουν οἱ νόμιμες κυβερνήσεις γιά τήν προστασία τῶν εὐάλωτων, νά προλαμβάνουν καί νά περιορίζουν τή βία καί νά προάγουν τήν εἰρήνη μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί τῶν λαῶν. Στό πνεῦμα αὐτό, στίς αἰτήσεις πού ἀπαγγέλονται κατά τίς ἱερές Ἀκολουθίες, ἡ Ἐκκλησία δέεται μέ θερμό τρόπο «Ὑπέρ … πάσης Ἀρχῆς καὶ Ἐξουσίας». Ἕνας ἀπό τούς πρωταρχικούς σκοπούς ὁποιασδήποτε κυβέρνησης εἶναι ἡ ὑπεράσπιση τῆς ζωῆς καί τῆς εὐημερίας ὅσων βρίσκονται ὑπό τήν προστασία της. Ὁ στόχος αὐτός ἐπιτυγχάνεται μέ τόν καλύτερο τρόπο, ὅταν οἱ κυβερνήσεις ἐργάζονται γιά τή μείωση τῆς βίας καί τήν ἐνθάρρυνση τῆς εἰρηνικῆς συνύπαρξης, ἐπιζητώντας νά θεσπίσουν δίκαιους καί φιλάνθρωπους νόμους, παράσχοντας ἴση προστασία καί ἐλευθερία σέ ὅλες τίς κοινότητες, στίς ὁποίες ἀσκοῦν τή ἐξουσία, συμπεριλαμβανομένων τῶν ἐθνικῶν ἤ θρησκευτικῶν μειονοτήτων. Ἡ χρῆση βίας πρέπει πάντοτε νά ἀποτελεῖ τό τελευταῖο καταφύγιο κάθε δίκαιης κυβέρνησης καί δέν θά πρέπει ποτέ νά ἀσκεῖται καθ’ ὑπερβολή.
§46 Ἀπό ἱστορική ἄπόψη, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ἔλαβε ποτέ κάποια ἀπόλυτη θέση μέσῳ μιᾶς αὐστηρῆς εἰρηνόφιλης ἀντίδρασης κατά τοῦ πολέμου, τῆς βίας καί τῆς καταπίεσης, οὔτε ἀπαγόρευσε ποτέ στούς πιστούς της νά ὑπηρετοῦν στόν στρατό ἤ τήν ἀστυνομία. Τέτοιο παράδειγμα ἀποτελοῦν οἱ στρατιωτικοί ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι πολύ συχνά γίνονταν μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας. Τήν ἴδια στιγμή, ὡστόσο, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ἀνέπτυξε ποτέ κάποιο εἶδος «Θεωρίας Δίκαιου Πολέμου», ἡ ὁποία ἀποβλέπει μέ βάση ἕνα σύνολο ἀπό ἀφηρημένες ἀρχές καί γενικά κριτήρια νά δικαιώσει ἐκ τῶν προτέρων καί νά ἐπιδοκιμάσει ἠθικά τή χρῆση κρατικῆς βίας. Πράγματι, ἡ Ἐκκλησία ποτέ δέν θά μποροῦσε νά ἀναφερθεί στόν πόλεμο ὡς «ἱερό» ἤ «δίκαιο». Ἡ Ἐκκλησία ἁπλά ἔχει κατανοήσει τήν ἀναπόφευκτη τραγική πραγματικότητα ὅτι ἡ ἁμαρτία ὁδηγεῖ ἐνίοτε στή δύσκολη ἀπόφαση νά ἐπιτραπεῖ ἡ συνέχιση τῆς βίας ἤ ἡ χρῆση βίας γιά τήν ἀνακοπή ἄλλης βίας, ἄν καί ποτέ, δέν σταματᾶ νά προσεύχεται γιά τήν εἰρήνη, καθώς γνωρίζει ὅτι ἡ χρησιμοποίηση μέσων καταναγκασμοῦ εἶναι πάντοτε μία ἠθικά ἀτελής ἀπάντηση σέ ὁποιαδήποτε περίσταση. Λαμβάνοντας ὑπόψη τά παραπάνω, κανένας—ἔστω καί ἄν ἔχει στρατολογηθεῖ στά ὅπλα—δέν εἶναι ἠθικά ὑποχρεωμένος νά συμμετέχει σέ πράξεις, γιά τίς ὁποίες γνωρίζει ὅτι ἀντιβαίνουν στή δικαιοσύνη καί τίς ἀρχές τοῦ Εὐαγγελίου. Ἡ χριστιανική συνείδηση ὀφείλει πάντοτε νά κυριαρχεῖ ἔναντι τῶν ἐπιταγῶν τοῦ ἐθνικοῦ συμφέροντος. Πάνω ἀπό ὅλα, ὁ χριστιανός ὀφείλει νά βρίσκεται πάντοτε σέ ἐγρήγορση, ὥστε πράξεις, οἱ ὁποῖες θά μποροῦσαν νά θεωρηθοῦν ὡς τρομοκρατικές, ἐάν διαπράττονταν ἀπό ἄτομα ἤ ὀργανωμένες ὁμάδες—γιά παράδειγμα, ἡ τυχαία δολοφονία ἀθώων πολιτῶν μέ σκοπό τήν ἐπικράτηση μιᾶς πολιτικῆς κατάστασης—νά μή γίνονται ἠθικά ἀποδεκτές σέ περίπτωση ὅπου διαπράττονται ἀπό ἀναγνωρισμένα κράτη ἤ ὅταν ἐπιτυγχάνονται μέ τή χρῆση προηγμένης πολεμικῆς τεχνολογίας. Εἶναι λίαν ἀμφισβητούμενο τό γεγονός, ὅτι ἕνα ἀπό τά καθοριστικά χαρακτηριστικά τοῦ σύγχρονου πολέμου εἶναι ὁ ἀποτελεσματικός συνδυασμός τῶν στρατηγικῶν μάχης καί τῆς σκόπιμης τρομοκράτησης τῶν ἀστικῶν πληθυσμῶν.
§47 Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀποβλέπει πάντοτε στήν ἐν Χριστῷ σωτηρία καί καρποφορία μας, καθώς καί οἱ δεήσεις της, οἱ ὁποῖες ζητοῦν «τά καλά καί συμφέροντα τῆς ζωῆς ἡμῶν καί εἰρήνην τῷ κόσμῳ», θά πρέπει νά μᾶς ὑπενθυμίζουν τούς κινδύνους τοῦ πολέμου καί τῆς βίας καί τίς πνευματικές συνέπειες, ἀκόμη καί για ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι δέν διαθέτουν ἄλλη ἐπιλογή ἀπό τήν ὑπεράσπιση τοῦ ἑαυτοῦ τους καί τοῦ πλησίον τους μέ τή βία. Ὅπως μᾶς διδάσκει ὁ Χριστός, «μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδείς ἔχει, ἵνα τις τήν ψυχήν αὐτοῦ θῇ ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (Ἰωάν. 15:13). Ἡ διδασκαλία αὐτή κατευθύνει τό βλέμμα μας πρῶτα πρός τόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ, τόν κατεξοχήν τόπο τῆς οἰκειοθελοῦς παράδοσης στή βία, ἀλλά καὶ τῆς μή ἐκδίκησης. Ἐπομένως, ὁ σταυρός καθ’ ἑαυτόν δέν προσφέρει καμία δικαίωση τῆς χρήσης βίας γιά τήν ὑπεράσπιση τοῦ ἑαυτοῦ μας ἤ τῶν ἄλλων. Ἐντούτοις, μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι, ὅταν πρέπει κανείς νά ὑπερασπισθεῖ τόν ἀθῶο ἐνάντια στόν ἅπληστο, τό μόνο κατάλληλο χριστιανικό κίνητρο πρός τήν κατεύθυνση αὐτή εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἡ Ἐκκλησία ἀπορρίπτει κάθε μορφή βίας—ἀκόμη καί κατά τίς ἀμυντικές πράξεις—πού προκαλοῦνται ἀπό τό μῖσος, τόν ρατσισμό, τήν ἐκδίκηση, τόν ἐγωϊσμό, τήν οἰκονομική ἐκμετάλλευση, τόν ἐθνικισμό ἤ τήν προσωπική φιλοδοξία. Τέτοιου εἴδους κίνητρα, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν πολύ συχνά καί τά κρυφά ἐλατήρια γιά τή διεξαγωγή τῶν λεγόμενων «δίκαιων πολέμων», οὐδέποτε εὐλογοῦνται ἀπό τόν Θεό. Ἀκόμη δέ καί κατά τίς σπάνιες  ἐκείνες περιπτώσεις, ὅπου ἡ χρῆση βίας δέν εἶναι ἀπόλυτα ἀπαγορευμένη, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἑξακολουθεῖ νά διακρίνει τήν ἀνάγκη πνευματικῆς καί ψυχικῆς θεραπείας τῶν ἄμεσα ἐμπλεκομένων. Εἴτε κάποιος ὑφίσταται τή βία, εἴτε τήν ὑποκινεῖ, ἀνεξαρτήτως αἰτίας πάντοτε βλάπτεται ὁλόκληρο τό πρόσωπο, μία βλάβη ἡ ὁποία ἀλλοτριώνει τή σχέση του μέ τόν Θεό, τόν πλησίον, καί ὁλόκληρη τή δημιουργία. Ἔτσι, γιά παράδειγμα ὁ ἅγιος Βασίλειος συστήνει τό ἑξῆς: ὁ στρατιώτης, ὁ ὁποῖος σκοτώνει κατά τή διάρκεια μαχῶν ἀμυντικοῦ πολέμου, παρ’ ὅλο πού δέν εἶναι ὁ ἴδιος ἀπό πρόθεση «δολοφόνος», ὀφείλει νά ἀπέχει ἀπό τή Θεία Εὐχαριστία γιά ὁρισμένο χρονικό διάστημα, λαμβάνοντας ἐπιτίμιο, ἐπειδή δέν ἔχει «τάς χεῖρας καθαράς»[39]. Πολλά θύματα ἐπιθέσεων, ἀλλά καί πολλοί στρατιωτικοί, ἀστυνομικοί καί χρῆστες βίας, βρίσκουν τήν ἐμπειρία αὐτή ἀπό πνευματική ἄποψη ὀλεθρία, καί κατά συνέπεια τή δύναμή τους γιά πίστη, ἐλπίδα καί ἀγάπη, βαθιᾶ πληγωμένη. Ἡ Ἐκκλησία συμπάσχει μέ ὅλα τά πρόσωπα πού πάσχουν καί προσεύχεται γιά τή θεραπεία καί τή σωτηρία «νοσούντων, καμνόντων, αἰχμαλώτων» (Θεία Λειτουργία ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου). Σέ κάθε περίπτωση, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν θά σταματήσει νά προσφέρει πνευματική θεραπεία στά θύματα τῆς βίας καί σέ ἐκείνους πού ἀσκοῦν βία, φροντίζοντας ὅλους ὅσους εἶναι δεκτικοί τοῦ ἐλέους καί τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Τά πάθη, ἡ σταύρωση καί ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μᾶς διδάσκουν ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι σέ θέση νά κατέλθει πλήρως στήν ἄβυσσο τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου καί νά κατισχύσει ἐπ᾽αὐτά, μετατρέποντας ἀκόμη καί τόν σταυρό, αὐτό τό φρικτό καί στυγερό ὄργανο βίαιου θανάτου, τό ὁποῖο ὑπερβαῖνει κάθε ἀνθρώπινη φαντασία, σέ «ὅπλον εἰρήνης» καί «ζωοποιόν Ξύλον» (Ἀπό τήν ἑορτή τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ).
§48 Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπορρίπτει τή θανατική ποινή καί τό πράττει αὐτό ἀπό βαθιᾶ πίστη στό Εὐαγγέλιο καί κατά τό παράδειγμα τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Προβάλλοντας τούς νόμους τῆς συγχώρησης καί τῆς συμφιλίωσης ὡς τίς κύριες ἐπιταγές τοῦ χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ, ἡ Ἐκκλησία ὑποδεικνύει στό διηνεκές τή δυνατότητα τῆς ἐν Χριστῷ μεταμόρφωσης, ἐπιμένοντας νά παραπέμπει στήν εὐθύνη ὅλων τῶν κυβερνήσεων την περιστολή τῆς βίας μέ κάθε τρόπο. Στόν βαθμό πού ἡ θανατική ποινή, ἡ ὁποία συνιστᾶ οὐσιαστικά τό «ὀφθαλμόν ἀντί ὀφθαλμοῦ», δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς μία δόκιμη ἤ ἀνεκτή πρακτική. Ἐνῶ κάποιοι ἐπιχειροῦν νά δικαιολογήσουν τή θανατική ποινή ὡς ἔκφραση ἀνταποδοτικῆς δικαιοσύνης, οἱ χριστιανοί δέν μποροῦν νά υἱοθετήσουν ποτέ τέτοιες ἀπόψεις. Στά Εὐαγγέλια, ὁ Χριστός ἐπανειλημμένα ἀπορρίπτει τήν ἀρχὴ τῆς ἀνταπόδοσης. Ζητεῖ ἀπό τούς μαθητές του ἕναν κανόνα συγχώρησης, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνο ὑπερβαίνει τίς ἀπαιτήσεις τῆς «φυσικῆς» δικαιοσύνης, ἀλλά καί παραβλέπει τήν ὀργή τοῦ νόμου γιά χάρη τῆς πολύ βαθύτερης λογικῆς τοῦ ἐλέους (ὅπως στήν περίπτωση τῆς σύλληψης τῆς μοιχαλίδας γυναίκας). Καί ἡ Καινή Διαθήκη στό σύνολό της ἀπαιτεῖ συνεχῶς ἀπό τούς χριστιανούς νά προσφέρουν ἀπεριόριστη συγχώρηση. Περιστασιακά, τά λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή (13:1-7, ὅπου ἀναφέρεται στούς «μαχαιροφόρους», δηλαδή στούς ἀστυνομικούς τῆς ἐποχῆς του) ἔχουν χρησιμοποιηθεῖ γιά νά ὑποστηριχθεῖ ἡ θανατική ποινή. Ὡστόσο, δεν ὑπάρχει λόγος νὰ ὑποθέτουμε ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γράφοντας τίς γραμμές αὐτές εἶχε στόν νοῦ του τήν πρακτική τῆς θανατικῆς ποινῆς. Ἀλλά ἀκόμη καί στήν περίπτωση αὐτή, οἱ συγκεκριμένες αὐτές προτάσεις δέν καθορίζουν τίς ἀπόψεις τῶν χριστιανῶν σχετικά μέ τή χρηστή διακυβέρνηση, ἀλλά περιγράφουν τό πρότυπο τῆς εἰρηνικῆς χριστιανικῆς συμπεριφορᾶς στο πλαίσιο τῶν εἰδωλολατρικῶν κυβερνήσεων τοῦ πρώτου αἰῶνα. Ἀποτελεῖ ἁπλά ἱστορικό γεγονός, ὅτι ἡ λιγότερο ἤ περισσότερο διαδεδομένη πεποίθηση τῶν πρώτων χριστιανῶν—ἐκείνων τῶν ὁποίων οἱ κοινότητες εἶχαν γεννηθεῖ ἀπευθείας ἀπό τήν Ἀποστολική Ἐκκλησία—ἦταν ὅτι ἡ ἐντολή τοῦ Χριστοῦ νά μήν κρίνουμε τούς ἄλλους, ἀποτελούσε κάτι περισσότερο ἀπό μία ἁπλή ἀπαγόρευση ἀσκησης προσωπικῶν προκαταλήψεων. Ἐπομένως, οἱ χριστιανοί δέν ἔπρεπε νά ὑπηρετοῦν ὡς δικαστές ἤ στρατιῶτες, κυρίως ἐπειδή αὐτά τά ἐπαγγέλματα ἀπαιτοῦσαν τήν καταδίκη σέ θάνατο ἤ τήν ἐκτέλεση καταδικαστικῶν ἀποφάσεων. Ἡ ἄρνηση αὐτή συμμετοχῆς στόν πολιτικό μηχανισμό τῆς νομολογικῆς βίας ἦταν ἁπό τά διακριτικά γνωρίσματα τοῦ πρωΐμου χριστιανικοῦ κινήματος, καί ταυτόχρονα ἀντικείμενο καταφρόνησης ἀπό τήν πλευρά τῶν εἰδωλολατρῶν. Οἱ μαρτυρίες τῶν πρώτων χριστιανῶν συγγραφέων τῆς μετα-ἀποστολικῆς ἐποχῆς τό ἐπιβεβαιώνουν. Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ Φιλόσοφος καί Μάρτυρας βεβαιώνει ὅτι ἕνας χριστιανός θά ἐπέλεγε νά πεθάνει παρά νά ἀφαιρέσει μία ζωή, ἀκόμη καί στήν περίπτωση μιᾶς νόμιμης θανατικῆς ποινῆς[40]. Σύμφωνα μέ τήν Ἀποστολική Παράδοση, ἡ ὁποία ἱστορικά ἀποδόθηκε στόν Ἱππόλυτο Ρώμης, ὅποιος εἶχε τήν πρόθεση νά γίνει στρατιώτης, δέν μποροῦσε νά γίνει δεκτός ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἐνῶ σέ ἐκείνους πού ἦταν ἥδη στρατευμένοι κατά τήν περίοδο τῆς μεταστροφῆς τους ἀπαγορευόταν νά λαμβάνουν μέρος στήν ἐκτέλεση θανατικῆς ποινῆς, ἀκόμη καί ἐάν αὐτή εἶχε δικαίως ἐπιβληθεῖ[41]. Ὁ Ἀρνόβιος σαφῶς δηλώνει ὅτι δέν ἐπιτρεπόταν στούς χριστιανούς νά ἐπιβάλουν τή θανατική ποινή, ἀκόμη καί ὅταν αὐτή ἦταν ἀπολύτως δίκαιη. Ὁ Ἀθηναγόρας ὑποστήριζε ὅτι ἀκόμη καί ἡ ἐκτέλεση ὅσων εἶχαν καταδικαστεῖ γιά φόνο, θά ἔπρεπε νά εἶναι κάτι τό ἀποκρουστικό γιά τούς χριστιανούς, ἐφ’ ὅσον εἶχαν τήν ὑποχρέωση νά θεωροῦν τήν ἀνθρωποκτονία ὡς μόλυνση τῆς ψυχῆς[42]. Ὁ Μινούκιος Φῆλιξ, ὁ ἅγιος Κυπριανός καί ὁ Τερτυλλιανός, ὅλοι τους θεωροῦσαν δεδομένο ὅτι γιά τούς χριστιανούς ὁ ἀθῶος δέν θά ἔπρεπε νά σκοτώσει τόν ἔνοχο. Σύμφωνα μέ τόν Λακτάντιο, ὁ χριστιανός δέν θά μποροῦσε νά ἐκτελέσει κάποιον ἐγκληματία ὁ ὁποῖος εἶχε δικαίως καταδικασθεῖ, ἀλλά οὔτε καί νά καταδικάσει κάποιο ἄλλο πρόσωπο σέ θανατική ποινή[43]. Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι μετά τή μεταστροφή τῆς αὐτοκρατορίας, ἡ Ἐκκλησία ἔπρεπε νά δεχθεί τήν πραγματικότητα ἑνός θεσμικοῦ συστήματος νομολογίας καί ποινικῆς ἀποκατάστασης, τό ὁποῖο περιελάμβανε καί τή θανατική ποινή, ἕνα σύστημα τό ὁποῖο μποροῦσε ἡ ἴδια νά βελτιώσει μόνον σέ ὁρισμένο βαθμό. Ἄλλωστε, οἱ μεγαλύτεροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔλαβαν σθεναρή θέση ἐναντίον τῆς πλήρους ἐφαρμογῆς τοῦ νόμου περί θανατικῆς ποινῆς, ἐν μέρει ἐπειδή ἡ ποινή αὐτή ἀποτελεῖ οἰκειοποίηση τοῦ ρόλου τοῦ Θεοῦ ὡς δίκαιου κριτῆ καί ἐν μέρει, ἐπειδή δέν παρέχει εὐκαιρία μετάνοιας στόν ἐγκληματία. Σύμφωνα μάλιστα μέ τήν ἐρώτηση τοῦ ἅγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου, ὁ ὁποίος ἐπευφημοῦσε τόν αὐτοκράτορα γιά τήν ἀποφυγή τῆς «νομίμου σφαγῆς» τῶν ταραξιῶν: «ὑμεῖς δέ ἄν τοῦ θεοῦ τήν εἰκόνα ἀποκτείνητε, πῶς δυνήσεσθε πάλιν ἀνακαλέσασθαι τό πεπλημμελημένον;»[44] Ἡ ἐπικρατοῦσα ἄποψη τῶν Πατέρων ἦταν πώς, κατ’ οὐσίαν, ἡ ἀπαγόρευση τῶν ἀντιποίνων στήν Ἐπί τοῦ Ὂρους Ὁμιλία συνιστᾶ ἕνα πρότυπο γιὰ τούς χριστιανούς, τόσο στόν ἰδιωτικό, ὅσο καί στόν δημόσιο βίο, ἐπειδή ἐπάνω στόν σταυρό ὁ Χριστός τελειοποίησε τήν ἄρνηση τῆς βίας καί ἐξουθένωσε ταυτόχρονα τήν ὀργή τοῦ νόμου. Μέ τήν πάροδο τῶν αἰώνων, ὁμολογουμένως, ἡ Ἐκκλησία, καθώς προσαρμοζόταν στούς πολιτισμούς καί τίς νοοτροπίες τῶν ἡγετῶν μέ τούς ὁποίους συμμαχοῦσε, συχνά καί μάλιστα γιά μεγάλες περιόδους, λησμονοῦσε τήν προφητική ἀπέχθειά της ἀπέναντι στή θανατική ποινή. Ἐντούτοις, παραμένει ὡς ἀρχή τῆς Καινῆς Διαθήκης καί τῆς Ἐκκλησίας κατά τούς πρώιμους χρόνους της, ἐνῶ σήμερα μᾶς εἶναι ἀπόλυτα ἐφικτό νά ἐπαναφέρουμε αὐτό τό ἰδεῶδες στήν ἐπιφάνεια καί νά τό διατυπώσουμε ἐκ νέου εὐθαρσῶς. Ἐτσι, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει πλήρως τήν ὑποχρέωση τοῦ κράτους νά φυλακίζει ἐκείνους οἱ ὁποῖοι εἶναι σέ θέση νά βλάψουν τούς ἄλλους, ταυτόχρονα ζητεῖ τήν κατάργηση τῆς θανατικῆς ποινῆς σέ ὅλες τίς χώρες. Ἡ Ἐκκλησία ἀπευθύνει ἐπίσης ἔκκληση στίς συνειδήσεις τῶν ἀνθρώπων σέ ὅλο τόν κόσμο, ζητώντας τους νά ἀναγνωρίσουν πώς ἡ θανατική ποινή ἀποτελεῖ σχεδόν πάντοτε μία ποινή πού ἐπιβάλλεται σέ ὅσους δέν διαθέτουν τούς πόρους προκειμένου νά λάβουν τήν, κατά τό δυνατό, καλύτερη νομική ὑπεράσπιση, ἤ ἀνήκουν σέ φυλετικές καί θρησκευτικές μειονότητες.
§49 Γιά τούς Ὀρθόδοξους χριστιανούς, ὁ δρόμος τῆς εἰρήνης, τοῦ διαλόγου καί τῆς διπλωματίας, τῆς συγγνώμης καί τῆς συμφιλλίωσης κρίνεται πάντοτε προτιμότερη ἀπό τή χρήση βίας, τή θανατική ποινή, τήν ἀστυνομική καί τή στρατιωτική ἰσχύ. Ἡ ἀνώτερη ἔκφραση τῆς χριστιανικῆς ἁγιότητας, ὡς ἀπάντηση στή βία, ἴσως βρίσκεται σέ ὅσους ἀγωνίζονται καθημερινά μέ σκοπό νά προαγάγουν τήν κατανόηση καί τόν σεβασμό μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, νά ἀποτρέψουν τίς συγκρούσεις, νά συμφιλιώσουν τούς διαιρεμένους, νά ἐπιδιώξουν τή δημιουργία οἰκονομικῶν καί κοινωνικῶν μηχανισμῶν μέ σκοπό τήν ἀνακούφιση τῶν προβλημάτων πού ὁδηγοῦν στήν ἄσκηση βίας, νά ὑποδεχθοῦν τέλος καί νά φροντίσουν ὅσους ἔχουν περιθωριοποιηθεῖ καί ὑποφέρουν. Ἡ ἁγιότητα αὐτή ἀπαντᾶται καί σέ ἐκείνους πού ἀφιερώνονται στήν ἐκρίζωση τῶν πνευματικῶν ἀπαρχῶν τῆς βίας μέσα στίς ἴδιες τίς ψυχές τους ἀλλά καί μέσα στούς ἄλλους. Γιά τόν λόγο αὐτό, ὁ Κύριος διακηρύσσει: «μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, ὅτι αὐτοί υἱοί Θεοῦ κληθήσονται» (Ματθ. 5:9). Καθώς προσευχόμαστε μέ τό «Πάτερ ἡμῶν», ἀποδεχόμαστε τήν κλῆση μας ὡς «τέκνα Θεοῦ» νά γίνουμε εἰρηνοποιοί μέσα στήν οἰκογένειά μας καί τίς κοινότητές μας, νά ἐργαζόμαστε μέ ἐπιμέλεια γιά τήν ἀποτροπή τῆς πρόκλησης βίας καί πολέμου καί νά θεραπεύουμε τή διάσπαση πού ὑφέρπει κάτω ἀπό τὴν ἐπιφάνεια, μέσα μας καί μέσα στούς ἄλλους. Ὅπως λέει ὁ ἅγιος Βασίλειος, «οὐ δύναμαι πεῖσαι ἐμαυτόν, ὅτι ἄνευ τῆς ἐν ἀλλήλοις ἀγάπης καί ἄνευ τοῦ, τό εἰς ἐμέ ἧκον, εἰρηνεύειν πρός πάντας, δύναμαι ἄξιος κληθῆναι δοῦλος Ἰησοῦ Χριστοῦ»[45]. Καί, προσθέτει, «οὐδέν γάρ οὕτως ἴδιόν ἐστι Χριστιανοῦ, ὡς τό εἰρηνοποιεῖν»[46].

VI. Οἰκουμενικές σχέσεις καί σχέσεις μέ ἄλλες θρησκείες Ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως, τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν

§50 Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κατανοεῖ τόν ἐαυτόν της ὡς τή μία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία, γιά τήν ὁποία γίνεται λόγος στό Σύμβολο τῆς Πίστης Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως. Εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῶν Συνόδων, ἡ ὁποία συνεχίζει τό χάρισμα καί τήν ἀποστολή πού τῆς δόθηκε ἀπό τήν ἐποχή τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου στά Ἱεροσόλυμα (Πράξ. 15:5-29) μέχρι καί σήμερα[47]. Ἡ Ἐκκλησία δέν στερεῖται κανένα οὐσιῶδες στοιχεῖο ἀπό τήν καθολικότητα καί τήν ἑνότητα τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ κατέχει τήν πληρότητα τῆς μυστηριακῆς, δογματικῆς καί ποιμαντικῆς χάριτος. Ὅπως γράφει ὁ πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ: «Πράγματι οἱ Ὁρθόδοξοι ὀφείλουν νά τονίζουν ὅτι τό μόνο ‘ἰδιάζον’ ἤ ‘ἰδιαίτερο’ χαρακτηριστικό ὡς πρός τή θέση τους μέσα στή ‘διηρημένη Χριστιανοσύνη’ εἶναι τό γεγονός ὅτι ἡ Ὁρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι οὐσιαστικά ἡ αὐτή μέ τήν Ἐκκλησία ὅλων τῶν αἰώνων, καί μάλιστα μέ τήν ‘ἀρχαία Ἐκκλησία’ die Urkirche. Μέ ἄλλα λόγια, ὅτι αὐτή δέν εἶναι μία Ἐκκλησία, ἀλλά ἡ Ἐκκλησία. Αὐτός ὁ ἰσχυρισμός εἶναι τρομακτικός, ἀλλά σωστός καί δίκαιος. Ἐδῶ ὑπάρχει κάτι περισσότερο ἀπό μία ἀπλή ἀδιάσπαστη ἱστορική συνέχεια, πού εἶναι πράγματι ὁλοφάνερη. Ὑπάρχει πάνω ἀπ’ ὅλα μία ἀπόλυτη πνευματική καί ὀντολογική ταυτότητα, ἡ ἴδια πίστη, τό ἴδιο πνεῦμα, τό ἴδιο ἦθος. Καί τοῦτο συνιστᾶ τό διακριτικό γνώρισμα τῆς Ὁρθοδοξίας. ‘Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὁρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τήν οἰκουμένην ἐστήριξεν’[48].
§51 Ἔχοντας ὑπόψη τά παραπάνω, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπιδιώκει μέ εἰλικρίνεια τήν ἑνότητά της μέ ὅλους τούς χριστιανούς, καθώς ὑποκινείται ἀπό τήν ἀγάπη καί τήν ἐπιθυμία νά μοιράζεται τόν πνευματικό πλοῦτο τῆς παράδοσής της μέ ὅλους ὅσους ἀναζητοῦν τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἐπιπλέον, ἀντιλαμβάνεται ὅτι οἱ ἰδιαίτερες πολιτιστικές ἐκφράσεις τῆς παράδοσης δέν θά πρέπει νά συγχέονται οὔτε μέ τήν ἀποστολική αὐθεντία, οὔτε μέ τή μυστηριακή χάρη ἡ ὁποία τῆς παραδόθηκε. Ἡ Ἐκκλησία ἐπιδιώκει ἕναν διαρκῆ διάλογο μέ τούς χριστιανούς τῶν ἄλλων ὁμολογιῶν, προκειμένου νά τούς ὁδηγήσει στήν πλήρη κατανόηση τοῦ κάλλους τῆς Ὀρθοδοξίας, καί ὄχι γιά νά τούς μεταστρέψει σέ κάποιο εἶδος πολιτισμικοῦ «Βυζαντινισμοῦ». Τό κάνει αὐτό, ἐπιδιώκοντας ἐπίσης νά διδαχθεῖ ἀπό τίς ἐμπειρίες τῶν χριστιανῶν σέ ὅλον τόν κόσμο, νά κατανοήσει τίς πολλαπλές πολιτιστικές ἐκφράσεις τοῦ Χριστιανισμοῦ καί νά ἀναζητήσει τήν ἑνότητα ὅλων ἐκείνων πού ἐπικαλοῦνται τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ὀρθοδοξία δέν ἐπιτρέπεται νά παραμένει σιωπηλή, ἀλλά ὀφείλει νά πλησιάσει ὅλους τούς χριστιανούς καί νά τούς καλέσει στήν πληρότητα: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει τήν ἀποστολήν καί τήν ὑποχρέωσιν ἵνα μεταδίδῃ καί κηρύττῃ πᾶσαν τήν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Γραφῇ καί τῇ Ἱερᾷ Παραδόσει ἀλήθειαν, ἥτις καί προσδίδει τῇ Ἐκκλησίᾳ τόν καθολικόν αὐτῆς χαρακτῆρα. Ἡ εὐθύνη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διά τήν ἑνότητα, ὡς καί ἡ οἰκουμενική αὐτῆς ἀποστολή ἐξεφράσθησαν ὑπό τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Αὗται ἰδιαιτέρως προέβαλον τόν μεταξύ τῆς ὀρθῆς πίστεως καί τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας ὑφιστάμενον ἄρρηκτον δεσμόν»[49].
§52 Ἀν καί ἡ ὁρατή μυστηριακή ἑνότητα τῶν χριστιανῶν ἀποτελεῖ πρός τό παρόν μονάχα μία ἀμυδρή ἐλπίδα, ὡστόσο τίποτε δέν εἶναι ἀδύνατο γιά τό Πνεῦμα τό Ἅγιον. Γιά τόν λόγο αὐτό ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νά μήν ἐγκαταλείπει τίς προσπάθειές της γιά τήν ἐπανένωση ὅλων ἐκείνων οἱ ὁποῖοι συνάζονται στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Μέχρι τήν ἡμέρα ἐκείνη, στόν βαθμό κατά τόν ὁποίο ἡ καρδιά καί ὁ νοῦς παραμένουν ἀνοικτά στίς προτροπές τοῦ Λόγου καί τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, οἱ χριστιανοί ὅλων τῶν ὁμολογιῶν ὀφείλουν νά συναντῶνται ἐν ἀγάπῃ καί νά συνεργάζονται γιά τή μεταμόρφωση τοῦ κόσμου. Εἰδικότερα, μποροῦν νά συνεργάζονται σέ ἔργα φιλανθρωπίας, ἀποκαλύπτοντας καί δηλώνοντας τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός τόν κόσμο, καθώς ἐπίσης καί νά ἀναλαμβάνουν ἀπό κοινοῦ τήν προώθηση τῆς κοινωνικῆς καί πολιτικῆς δικαιοσύνης, διακηρύσσοντας ἔτσι πρός ὅλους τούς λαούς τή δικαιοσύνη καί τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ. Ἐπιπλέον, ἀκόμη κι ἄν δέν μποροῦν νά ἀπολαύσουν τήν τέλεια κοινωνία στήν πληρότητα τῆς μυστηριακῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ὅλοι οἱ χριστιανοί ἔχουν προσκληθεῖ μέ τό βάπτισμά τους στό  ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδας, νά συμπροσεύχονται, νά μετανοοῦν γιά τίς παρανοήσεις τοῦ παρελθόντος καί γιά τίς ἐναντίον τῶν ἀδελφῶν τους προσβολές, καί νά ἀγαποῦν ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ὡς συνυπηρέτες καί συγκληρονόμους τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ: «ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοί μαθηταί ἐστε, ἐάν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» (Ἰωάν. 13:35).
§53 Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διατηρεῖ ἰδιαίτερα στενές σχέσεις μέ τίς ὁμολογίες ἐκείνες πού προέρχονται ἄμεσα ἀπό τήν ἀρχαία Ἀποστολική Ἐκκλησία καί πού μοιράζονται μία παρόμοια κατανόηση τοῦ ἀποστολικοῦ χαρίσματος τῆς ἐπισκοπικῆς διαδοχῆς καί παρόμοια μυστηριακή θεολογία, ὅπως ἐκείνη: πρόκειται γιά τίς ἀρχαίες ἐκκλησίες τῆς Αἰγύπτου καί τῆς Αἰθιοπίας, τῆς Ἀρμενίας καί τῆς Ἀσσυριακῆς παράδοσης, τοῦ Καντέρμπουρι καί τῆς Ρώμης. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία διεξάγει σημαντικούς διμερεῖς διαλόγους μέ τή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία καί τήν Ἀγγλικανική Κοινωνία καί προσεύχεται ὥστε, αὐτοί οἱ διάλογοι νά ἀποδώσουν καρπούς πλήρους ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας. Ὡστόσο, ὅλες οἱ χριστιανικές ὁμολογίες εἶναι συγγενεῖς πρός τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἡ ἀγάπη της πρός ὅλες αὐτές εἶναι ἐξίσου ἀπεριόριστη. Γιά περισσότερο ἀπό ἕναν αἰῶνα, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει διαδραματίσει ἡγετικό ρόλο στόν ἀγῶνα ὑπέρ τῆς χριστιανικῆς ἑνότητας, ὑπακούοντας στό αἴτημα καί τήν προτροπή τοῦ Κυρίου μας «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν» (Ἰωάν. 17:21). Εἰδικότερα τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τό ὁποίο βρίσκεται στήν πρωτοπορία τῆς Ὀρθόδοξης συμμετοχῆς στόν διάλογο μέ τούς χριστιανούς ἄλλων ὁμολογιῶν, παραμένει ἐνεργό μέλος κατά τούς πολυάριθμους διμερεῖς καί πολυμερεῖς διαλόγους μέ τίς ἄλλες μεγάλες χριστιανικές ἐκκλησίες. Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ὑπῆρξε, στήν πραγματικότητα, ἕνα ἀπό τά ἱδρυτικά μέλη τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν καί συνεχίζει νά διατηρεί μία ἐπίσημη ἀντιπροσωπευτική παρουσία στά κεντρικά γραφεία τοῦ Συμβουλίου στή Γενεύη.
§54 Μέ λίγα λόγια, ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀφιερωθεῖ σέ ἕνα συνεχῆ διάλογο μέ τούς ἄλλους χριστιανούς. Ὁ διάλογος, ἀπό ὀρθόδοξη ἄποψη, συνιστᾶ οὐσιαστικά καί πρωταρχικά μία ἀντανάκλαση τοῦ διαλόγου τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο: ἐγκαινιάζεται μέ τήν πρωτοβουλία τοῦ Θεοῦ καί καθοδηγεῖται ἀπό τόν θεῖο Λόγο (διά-λόγος), τοῦ Κυρίου καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Διατρέχοντας σύνολη τήν ἀνθρώπινη ζωή, ὁ διάλογος αὐτός διεξάγεται σέ ὅλες τίς κοινωνικές καί πολιτικές συναντήσεις μας, ἀλλά καί στίς συναντήσεις μέ ὅσους ἀκολουθοῦν διαφορετικές θρησκευτικές παραδόσεις. Σέ ὅλες μάλιστα τίς ἐπαφές καί ἀλληλεπιδράσεις μας, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι παρών μέ μυστικό τρόπο, κατευθύνοντας πάντοτε τήν ἀνταλλαγή τῶν προτάσεων καί τῶν ἰδεῶν πρός τήν πνευματική ἕνωση τῶν καρδιῶν μας ἐν Αὐτῷ. Συνεπῶς, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θεωρεῖ καθῆκον της νά ἑρμηνεύει πάντοτε τίς ἄλλες παραδόσεις καί προοπτικές ὑπό τό φῶς ὅσων τῆς ἔχουν ἀποκαλυφθεῖ ἀπό τόν Θεό. Στήν προοπτική αὐτή εἶναι ἀνοικτή σέ «ὅσα ἐστίν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα» (Φιλιπ. 4:8), καί ἕτοιμη νά εὐφρανθεῖ κάθε φορά πού τά βρίσκει αὐτά στούς ἑταίρους της κατά τόν διάλογο. Ἡ ἀφοσίωσή μας στις οἰκουμενικές σχέσεις μέ τίς ἄλλες χριστιανικές ὁμολογίες ἀπηχεῖ αὐτή ἀκριβῶς τήν ἀνοικτότητα πρός ὅλους ἐκείνους πού μέ εἰλικρίνεια ζητοῦν τήν ἀλήθεια ὡς τόν σαρκωθέντα Λόγο, τόν Ἰησοῦ Χριστό καί οἱ ὁποίοι παραμένουν πιστοί στή συνείδησή τους, ἐνῶ παράλληλα συνεχίζουμε νά μαρτυροῦμε τήν πληρότητα τῆς χριστιανικῆς πίστης στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἐπιπλέον, ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νά συνυπάρξει μέ τούς ἄλλους χριστιανούς, ὄχι μόνον ἀλληλέγγυη ὑπό τό φῶς μιᾶς κοινῆς ἱστορίας καί ἑνός κοινοῦ ἠθικοῦ ὁράματος, ἀλλά ἐπειδή αὐτές οἱ χριστιανικές ὁμάδες, μέ τό βάπτισμά στό ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί μέ τήν ὁμολογία τῆς πίστης τῶν Συνόδων, ὁμολογοῦν καί συμμερίζονται πολλές πτυχές τῆς Ὀρθόδοξης διδασκαλίας καί παράδοσης.
§55 Ὁ Θεός εἶναι ὁ Πατέρας ὅλων ὅσων ὑπάρχουν στόν οὐρανό καί τή γή. Τά πάντα δημιουργήθηκαν διά τοῦ Θείου Λόγου, καί ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ διαπερνᾶ τά πάντα. Τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ εἶναι πανταχοῦ παρόν, φωτίζοντας καί ζωογονώντας σύνολη τήν πραγματικότητα. Ἔτσι στό σύνολό της ἡ δημιουργία διηγεῖται τή δόξα, τή δύναμη καί τή σοφία τοῦ δημιουργού της, ἐνῶ ὁ Θεός πάντοτε καί παντού εἶναι παρών σέ ὅσους ζητοῦν τήν ἀλήθεια. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπάρχει ὡς ἡ ἁπτή πραγματικότητα τοῦ μυστικοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ στόν χρόνο, μαρτυρῶντας στό διηνεκές τόν «φωτισμόν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Β΄ Κορινθ. 4:6). Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία ὄχι μόνον μαρτυρεῖ καί διαδίδει τήν Ὀρθοδοξία στίς διάφορες χριστιανικές ὁμολογίες μέ τίς ὁποῖες διεξάγει ἱστορικό διάλογο, ἀλλά ἐξέρχεται στόν κόσμο, προκειμένου νά συναντήσει τίς μή χριστιανικές θρησκείες καί κοινότητες, οἱ ὁποῖες εἶναι ἀνοικτές στήν ἀλήθεια καί στήν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ. Στό πλαίσιο αὐτό, ἡ Ἐκκλησία, ἤδη ἀπό τούς πρώτους αἰῶνες τῆς πίστης, μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ φωτίζει ὅλο τό πλαίσιο τοῦ κτιστοῦ κόσμου καί ὁμιλεῖ σέ ὅλες τίς καρδιές μέ τήν ἤρεμη καί λεπτή φωνή τῆς συνείδησης, καί μᾶς ἐπισημαίνει ὅτι ὅπου ἡ ἀλήθεια γίνεται σεβαστή, ἐκεῖ ἐργάζεται τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Γιά παράδειγμα, ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος, ὁ Φιλόσοφος καί Μάρτυς, διεκήρυττε ὅτι ἡ γνῶση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ εἶχε παραχωρηθεῖ ἀπό τόν Θεό ὄχι μόνον στά τέκνα τοῦ Ἰσραήλ, ἀλλά καί στούς Ἕλληνες φιλοσόφους, οἱ ὁποῖοι ποτέ δέν γνώρισαν τόν Χριστό, καθώς καί σέ ὅλους τούς λαούς, στόν βαθμό ὅπου τά σπέρματα τοῦ προαιώνιου Λόγου εἶχαν ἐμφυτευθεῖ μέσα σέ ὅλες τίς ἀνθρώπινες ὑπάρξεις. Ὁ Ἰουστῖνος λοιπόν, διεκήρυττε ὅτι ὅσοι ἔζησαν ἀρμονικά μέ τόν Λόγο αὐτό, ἦταν ἤδη κατά κάποιο τρόπο χριστιανοί, καί ὅτι οἱ χριστιανοί μποροῦν νά θεωροῦν δική τους κάθε ἀλήθεια πού ἔχει γνωστοποιηθεῖ στά ἔθνη τῆς γῆς μέ θεία ἔμπνευση[50]. Κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, οἱ προαιώνιοι λόγοι, πού ὑπόκεινται καί ἐνοικοῦν σέ ὅλα τά πράγματα, ἑδρεύουν στόν ἕνα καί μοναδικό Λόγο τοῦ Θεοῦ καί ἔχουν τό ἱστορικό τους κέντρο στόν Χριστό[51]. Ἐπιπλέον, ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει ὅτι τό πλῆρες μυστήριο τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ ὑπερβαίνει τήν κατανόηση τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ κοινοποιεῖται μέ ἀναρίθμητους καί θαυμάσιους τρόπους, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀδύνατο νά ὑπολογιστοῦν ἤ νά συλληφθοῦν. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία ἐπιδιώκει τόν διάλογο μέ τίς ἄλλες θρησκευτικές παραδόσεις ὄχι ἀπό ἐπιθυμία νά μεταβάλει τήν παρακαταθήκη τῆς πίστης της, πολύ δέ λιγότερο ἀπό ἀμφιβολία γιά τήν ἐπάρκεια αὐτοῦ τοῦ περιεχομένου, ἀλλά μέ εὐσεβῆ ἀγάπη πρός ὅλους ἐκείνους πού ἀναζητοῦν τόν Θεό καί τήν ἀγαθότητά Του, καί μέ τήν πίστη πώς ὁ Θεὸς δέν ἄφησε κανένα λαό χωρίς συμμετοχή στή γνῶση τῆς δόξας καί τῆς χάριτός Του. Αὐτό, ἀσφαλῶς, δέν σημαίνει ὅτι ἀρνούμαστε τήν ὕπαρξη πολλῶν καί ἀσυμβιβάστων διαφορῶν στήν κατανόηση τῆς ἀληθείας ἀνάμεσα στήν Ἐκκλησία καί τίς ἄλλες θρησκευτικές παραδόσεις καί σέ καμία περίπτωση ἡ Ἐκκλησία δέν ἐπιθυμεῖ νά ἀποκρύψει τήν πραγματικότητα αὐτή. Ἡ ἴδια δέν ἐπιδιώκει νά κάνει συμβιβασμούς σχετικά μέ τά θεμελιώδη της ῾πιστεύω᾽, οὔτε νά ἀντιμετωπίζει μέ ὑπεροψία τίς ἄλλες θρησκείες σάν νά μη διαθέτουν καμία σημασία. Γνωρίζοντας, τήν ἴδια στιγμή, ὅτι ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται μέ ἀμέτρητους τρόπους καί μέ ἀπεριόριστη εὑρηματικότητα, ἡ Ἐκκλησία ἔρχεται σέ διάλογο μέ τίς ἄλλες θρησκείες, ἕτοιμη νά βιώσει ἔκπληξη καί θαυμασμό, ἀντιλαμβανομένη τήν ὡραιότητα καί τήν ποικιλία τῶν ἐκδηλώσεων τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, καθώς καί τή φανέρωση τῆς θείας ἀγαθότητας καί θείας σοφίας σέ ὅλους τούς λαούς.
§56 Παρά τό ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπιδιώκει βαθύτερους δεσμούς φιλίας μέ ὅλες τίς θρησκείες, ἀντιλαμβάνεται ταυτόχρονα καί τή μοναδική εὐθύνη της ἔναντι τῶν δύο ἄλλων «λαῶν τῆς Βίβλου», δηλαδή τῶν Ἀβραμικῶν παραδόσεων τοῦ Ἰσλάμ καί τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, μέ τίς ὁποίες διατηρεῖ μακροχρόνιους διαλόγους καί μέ τίς ὁποίες ἔχει συνυπάρξει ἐπί χιλιετίες. Ἐπομένως, ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νά κατανοήσει—καί πράγματι κατανοεῖ—τό κάλλος καί τίς πνευματικές ἀλήθειες τοῦ Ἰσλάμ στίς πολλαπλές παραδόσεις του, ἀναγνωρίζοντας σημεῖα ἐπαφῆς μέ αὐτό, εἰδικά στόν βαθμό κατά τόν ὁποῖο τό Ἰσλάμ ἀποδέχεται τήν ἐκ Παρθένου Γέννηση (Κοράνιον 3:47, 19:16-21, 21:91) καί ἀναγνωρίζει τόν Ἰησοῦ ὡς Μεσσία, Ἄγγελο, Λόγο καί Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ (4:171). Παρά τήν ἐκ μέρους τοῦ Ἰσλάμ ἀπόρριψη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἐνανθρώπησης τοῦ Λόγου, ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι σέ θέση νά ἐπιδιώξει ἕναν οὐσιαστικό διάλογο μέ ὅλα τά τμήματα τῆς Ἰσλαμικῆς Ummah, σχετικά μέ τόν τρόπο κατανόησης ἐκ μέρους τους τῶν κεντρικῶν χριστιανικῶν διδασκαλιῶν. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πιστεύει ὅτι οἱ κοινές ρίζες τοῦ Χριστιανισμοῦ μέ τό Ἰσλάμ στή Μέση Ἀνατολή καί ἡ ἀπό κοινοῦ βεβαίωση τοῦ μηνύματος περί τοῦ ἑνός Θεοῦ, καθώς ἐπίσης καί ἡ κοινή ἀναγνώριση τῆς ἁγιότητας καί τῆς ἀλήθειας τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ καί τῶν Προφητῶν Του, ἡ σημασία τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ἄσκησης, καθώς καί ὁ ἀγώνας νά διακρίνουμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ σέ ὅλα τά πράγματα, προσκαλεῖ τό Ἰσλάμ καί τήν Ὀρθοδοξία σέ μία στενή συζήτηση γιά τήν προαγωγή τῆς εἰρήνης καί τῆς ἀλληλοκατανόησης μεταξύ τῶν λαῶν.
§57 Ὅσον ἀφορᾶ στόν Ἰουδαϊσμό, ὅταν ὁ αἰώνιος Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος, σαρκώθηκε ὡς Ἰουδαῖος, γεννήθηκε μέσα στό σώμα τοῦ Ἰσραήλ καί ἦταν συγκληρονόμος τῶν διαθηκῶν τοῦ Θεοῦ μαζί μέ τόν ἐκλεκτό λαό Του. Ἦλθε ὡς ὁ Μεσσίας τοῦ Ἰσραήλ νά ἐκπληρώσει τίς σωτήριες ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ πρός τόν λαό Του. Ὑπέστη τήν περιτομή τῆς σάρκας, ὅπου καί ἔχυσε τό πρῶτο αἷμα γιά τήν ἀπολύτρωση τοῦ κόσμου, ἐνῶ ἡ πρώτη ὁμολογία Του περί τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ ἔλαβε χώρα δημόσια καί ἐνώπιον τοῦ λαοῦ του στή Συναγωγή, ὅπου ἔγινε καί ἡ πρώτη ἀναγγελία τῆς ἀποστολῆς Του στόν κόσμο (Λουκ. 4:18-21). Η διακονία Του ἀνακεφαλαίωσε τή γλῶσσα τῶν μεγάλων προφητῶν τοῦ Ἰσραήλ, ἐνῶ θανατώθηκε ἀπό μία εἰδωλολατρική ἀρχή, ὑπό τόν τίτλο «Βασιλεύς τῶν Ἰουδαίων». Στόν Ἰσραήλ ὁ Θεός ἀνακήρυξε ἑαυτόν ὡς ὁ Ὤν, στόν Ἰσραήλ ὁ Θεὸς παρέδωσε τόν Νόμο ὡς κώδικα ἀγάπης καί κοινωνίας, μέ τόν Ἰσραήλ ὁ Θεός συνῆψε μία αἰώνια διαθήκη καί στόν Ἰσραήλ διεκήρυξε: «καί εὐλογήσω τούς εὐλογοῦντας σε καί τούς καταρωμένους σε καταράσομαι· καί ἐνευλογηθήσονται ἐν σοί πᾶσαι αἱ φυλαί τῆς γῆς» (Γέν. 12:3). Ὅπως ὑπογραμμίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, οἱ χριστιανοί σώζονται ἐν Χριστῷ μόνον ὅταν ἐγκεντρισθοῦν ὡς κλαδιά ἀγριελιᾶς στήν καλλιέλαιον τοῦ Ἰσραήλ, καθότι τά κλαδιά της δέν στηρίζουν—ἀλλά μᾶλλον ὑποστηρίζονται ἀπό τή ρίζα (Ρωμ. 11:16-24). Οἱ Ὀρθόδοξοι χριστιανοί ἀτενίζουν τίς Ἰουδαϊκές κοινότητες σε ὅλον τόν κόσμο, ὄχι ἁπλά ὡς θιασώτες μιᾶς ἄλλης πίστης, ἀλλά, κατά κάποιο τρόπο ὡς τούς πνευματικούς ἀδελφούς τους στην ἱστορία τῶν σωτηριωδῶν ἀποκαλύψεων τοῦ Θεοῦ, καί ὡς ἐκείνους πού φυλάσσουν τήν πολύτιμη αὐτή κληρονομιά, ή ὁποῖα καί ἀποτελεί τήν πρώτη πλήρη δήλωση τῆς σωτήριας παρουσίας τοῦ Θεοῦ μέσα στήν ἱστορία. Εἶναι, δυστυχῶς, ἀναγκαῖο νά γίνεται ἀναφορά στά θέματα αὐτά, ἡ ὁποία νά δίνει ἰδιαίτερη ἔμφαση στήν παροῦσα συγκυρία. Τά τελευταία χρόνια σέ πολλές περιοχές τοῦ Δυτικοῦ κόσμου, διαπιστώνεται μία ἀναβίωση τῶν πλέον κακόβουλων ἰδεολογιῶν ἐθνικῆς, θρησκευτικῆς καί φυλετικῆς γενικότερα ταυτότητας, εἰδικότερα μάλιστα καί κάποιων ἀντισημιτικῶν κινημάτων. Ἡ μισαλλοδοξία καί ἡ βία κατά τῶν Ἑβραίων ἀποτελεῖ ἀπό παλιά ἕνα πρόδηλο κακό τῶν χριστιανικῶν πολιτισμῶν. Στήν Εὐρωπαϊκή ἱστορία ἡ μεγαλύτερη συστηματική ἐκστρατεία μαζικῶν δολοφονιῶν μέ πρόθεση γενοκτονίας πραγματοποιήθηκε ἐναντίον τῶν Ἑβραίων τῆς Εὐρώπης. Καί παρά τό ὅτι κάποιες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἐπέδειξαν ἐξαιρετική γενναιοψυχία καί μάλιστα θυσιαστική συμπόνια πρός τούς Ἑβραίους ἀδελφούς τους, λαμβάνοντας ἔτσι ἀπό αὐτές τόν τιμητικό τίτλο τοῦ «Δικαίου τῶν Ἐθνῶν», ἄλλα ἔθνη ἱστορικά Ὀρθόδοξα, ἐμφανίζουν σκοτεινές πτυχές ἀντισημιτικῆς βίας καί καταπίεσης. Γιά ὅλα αὐτά τά φρικώδη, οἱ χριστιανοί ὀφείλουν νά ἐπιδιώξουν τή συγχώρηση τοῦ Θεοῦ. Πρός ἐξιλέωση γιά τά ἐγκλήματα κατά τοῦ ἑβραϊκοῦ λαοῦ πού διαπράχθηκαν εἰδικά σέ ὁρθόδοξα ἐδάφη, ἡ Ἐκκλησία ἐπιδιώκει, τόσο τή συγχώρεση τοῦ Θεοῦ, ὅσο καί μία βαθύτερη σχέση ἀγάπης καί σεβασμοῦ μέ τίς ἑβραϊκές κοινότητες καί τήν ἑβραϊκή πίστη.
§58 Ἡ ἱστορία ἄλλων μή ὀρθόδοξων χριστιανικῶν θρησκευτικῶν παραδόσεων δέν ἔχει ἀκόμη ὁλοκληρωθεῖ, ἐνῶ ἡ Ὀρθοδοξία διαβεβαιώνει ὅτι, ὅπως καί ἄλλες μή ὀρθόδοξες χριστιανικές κοινότητες, μποροῦν νά βροῦν τή συνοχή καί τή σαφήνειά τους μονάχα μέσα στούς κόλπους τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ὅσον ἀφορᾶ στίς ἄλλες θρησκείες, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐνθαρρύνεται ἀπό τά λόγια τοῦ ἀπόστολου Παύλου στούς Ἀθηναίους στόν Ἀρειο Πάγο: «ἀγνώστῳ Θεῷ. ὅν οὖν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε, τοῦτον ἐγώ καταγγέλλω ὑμῖν» (Πραξ. 17: 23). Ἡ προτροπή αὐτή δίνει στήν Ἐκκλησία τό δικαίωμα νά διακηρύττει ὅτι ὁ ἀληθινός Θεός, στόν ὁποίο ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα ζεῖ καί κινεῖται καί ἔχει τήν ὕπαρξή του, λατρεύεται ἀπό τούς λαούς σέ ὅλους τούς τόπους, τόσο τούς χριστιανούς, ὅσο καί τούς μή χριστιανούς. Τό γεγονός αὐτό καθιστᾶ τήν Ἐκκλησία περισσότερο πρόθυμη νά βοηθήσει ὅλους τούς ἀνθρώπους, καί τούς λαούς νά συνειδητοποιήσουν ὅτι τό πρόσωπο αὐτοῦ τοῦ ἑνός ἀληθινοῦ Θεοῦ λάμπει ἀδιάκοπα στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐπιπλέον, ἡ Ἐκκλησία – ἡ ὁποία φωτίζεται ἀπό αὐτή τήν ἀκτινοβολία - διαλέγεται μέ ἄλλες θρησκείες, ὄντας πλήρως προετοιμασμένη νά διδαχθεῖ ἀπό τά δικά τους πολλά θεωρητικά, πολιτιστικά καί πνευματικά ἐπιτεύγματα. Ὅπως ἄλλωστε και ἡ Εκκλησία τῶν πρώτων αἰώνων ἐπωφελήθηκε καί μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου βάπτισε πολλά ἀπό τά φιλοσοφικά, θρησκευτικά καί πολιτισμικά πλούτη τῆς προχριστιανικῆς Εὐρώπης, τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί τῆς Ἐγγύς Ἀνατολῆς, θά μποροῦσε λοιπόν καί τώρα νά ἀνακαλύψει νέους τρόπους διατύπωσης τῆς παρακαταθήκης τῆς πίστης ἤ νέους τρόπους σκέψης γιά τίς πολιτιστικές ἐκφράσεις της καί τίς ἐννοιολογικές διατυπώσεις της, μέ τήν ἔκθεσή της, γιά παράδειγμα, στίς μεγάλες φιλοσοφικές παραδόσεις καί τίς θρησκείες τῆς Ἰνδίας ἤ τίς παραδόσεις τῆς Κίνας καί τῆς εὐρύτερης Ἄπω Ἀνατολῆς ἤ στίς πνευματικές ἐμπειρίες τῶν διαφόρων φυλῶν σέ ὅλον τόν κόσμο κ.ο.κ. Καί πάλι, ὅπως ἐπέμενε ὁ ἅγιος Ἰουστίνος ὁ Φιλόσοφος καί Μάρτυρας, ὅ,τι εἶναι ἀληθινό καί εὐσεβές μᾶς εἶναι ευπρόσδεκτο, γιατί ὁ Λόγος βρίσκεται παντοῦ καί φεγγοβολεῖ σέ ὅλα τά μήκη καί πλάτη τοῦ κόσμου.
§59 Ἐπιπλέον, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπιδιώκει νά εἶναι σύμμαχος μέ τούς ἀνθρώπους καί τούς λαούς, οἱ ὁποῖοι καλλιεργοῦν καί διαφυλάσσουν τούς καρπούς τοῦ πνεύματος ἐνάντια στόν διαβρωτικό ὑλισμό τῆς σύγχρονης ἐποχῆς, καθώς καί μέ ὅσους συμμερίζονται τόν ἀποτροπιασμό της γιά τέτοιου εἴδους μορφές θρησκευτικοῦ ἐξτρεμισμοῦ καί φονταμενταλισμοῦ, οἱ ὁποῖες μέ βλάσφημο τρόπο ταυτίζουν τό μῖσος, τόν φανατισμό καί τή βιαιότητά τους μέ τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐγκύκλιος τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου δηλώνει ὅτι «ὁ εἰλικρινής διαθρησκειακός διάλογος συμβάλλει εἰς τήν ἀνάπτυξιν ἀμοιβαίας ἐμπιστοσύνης, εἰς τήν προώθησιν τῆς εἰρήνης καί τῆς καταλλαγῆς. Ἡ Ἐκκλησία ἀγωνίζεται διά νά καταστήσῃ αἰσθητοτέραν τήν ‘ἄνωθεν εἰρήνην’ ἐπί τῆς γῆς. Ἡ ἀληθινή εἰρήνη δέν ἐπιτυγχάνεται μέ τήν δύναμιν τῶν ὅπλων, ἀλλά μόνον διά μέσου τῆς ἀγάπης, ἥτις ‘οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς’ (Α´ Κορ. 13:5). Τό ἔλαιον τῆς πίστεως πρέπει νά χρησιμοποιῆται διά νά ἁπαλύνῃ καί νά θεραπεύῃ τάς παλαιάς πληγάς τῶν ἄλλων καί ὄχι νά ἀναρριπίζῃ νέας ἑστίας μίσους»[52]. Γιά τόν λόγο αὐτό, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προσέρχεται στόν διαθρησκειακό διάλογο, ἀναγνωρίζοντας πλήρως τίς πραγματικές διαφορές μεταξύ τῶν παραδόσεων, ἐπιμένοντας ὡστόσο σταθερά στήν πραγματική δυνατότητα εἰρηνικῆς συνύπαρξης καί συνεργασίας μεταξύ τῶν θρησκειῶν. Πάνω ἀπό ὅλα, ἡ Ἐκκλησία ἐπιδιώκει νά ἐξοβελίσει τήν ἄγνοια, τήν ἐχθρότητα καί τόν φόβο, σέ πνεύμα ἀμοιβαίας κατανόησης, εἰρήνης καί ἀληθινῆς φιλίας.
§60 Γιά τούς Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι ζοῦν σέ μή ὀρθόδοξες χώρες, οἱ διαθρησκειακές συναντήσεις καί ὁ διάλογος εἶναι καί θά ἐξακολουθήσουν νά εἶναι τό σημαντικό μέσο διά τοῦ ὁποίου ἀσκεῖται ὁ σεβασμός τῶν θρησκευτικῶν διαφορῶν καί διακηρύσσεται στήν πράξη ἡ ἀλήθεια. Ὁ διαθρησκειακός διάλογος δέν ἀφορᾶ μόνον στήν ἀνεύρεση κάποιας κοινῆς βάσης ἤ στόν ἐντοπισμό κοινῶν πεδίων. Στήν οὐσία συνιστᾶ καί μία συνάντηση μέ τόν ἄλλον σέ προσωπικό καί ἀνθρώπινο ἐπίπεδο. Ἀπαιτεῖ μάλιστα τόν σεβασμό τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, τό ὁποῖο δημιουργήθηκε κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, καί προβάλλει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός ὅλη τήν ἀνθρωπότητα καί ὅλη τήν κτίση. Ἡ συνάντηση καί ὁ διάλογος ἀπαιτοῦν τή διακινδύνευση, τόσο σέ ἐπίπεδο προσώπου, ὅσο καί σέ ἐπίπεδο κοινότητας. Κάθε διάλογος εἶναι προσωπικός, διότι ἐμπεριέχει τήν ἀλληλεπίδραση μοναδικῶν, ἀναντικατάστατων προσώπων, χριστιανῶν ἤ μή, τῶν ὁποίων ἡ ἰδιαιτερότητα συνδέεται ἄρρηκτα μέ τήν προσωπική, πολιτιστική καί θρησκευτική τους ἱστορία καί παράδοση. Ὡστόσο, κάθε διάλογος καθίσταται καί κοινοτική ὑπόθεση, ἐφ’ ὅσον θεμελιώδη ἀρχή γιά τήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία ἀποτελεῖ τό γεγονός ὅτι κάθε μεμονωμένο μέλος τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχει μόνον σέ κοινωνία καί σέ σχέση πρός ὁλόκληρο τό σῶμα της, καί, τελικά, μέ τήν κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, τόν Χριστό.

VII. Ὀρθοδοξία καί ἀνθρώπινα δικαιώματα Ὁ Θεός ὁ ἅγιος, ὁ κτίσας τόν ἄνθρωπον κατ᾽ εἰκόνα σήν καί ὁμοίωσιν

§61 Δέν εἶναι τυχαῖο τό γεγονός ὅτι ἡ γλῶσσα τῶν ἀνθρώπινων δικαιωμάτων, καθώς καί οἱ νομικές συμβάσεις καί οἱ θεσμοί πού ἔχουν καθιερωθεῖ γιά τήν προστασία καί τήν προώθησή τους, ἐμφανίστησαν πρωτίστως σέ ἔθνη τῶν ὁποίων οἱ ἠθικοί πολιτισμοί διαμορφώθηκαν ἀπό τά χριστιανικά ἰδεώδη. Σήμερα χρησιμοποιοῦμε τήν ἰδέα τῶν ἐγγενῶν ἀνθρώπινων δικαιωμάτων ὡς ἕνα εἶδος οὐδέτερης γλώσσας, μέ τήν ὁποία ἐπιδιώκουμε νά διαπραγματευτοῦμε μέ πολιτικούς καί νομικούς μηχανισμούς τή διατήρηση τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας, τῆς γενικῆς ἐλευθερίας, τῆς κοινωνικῆς σταθερότητας, τῶν ἴσων δικαιωμάτων γιά ὅλους, τῆς πλήρους πολιτικῆς χειραφέτησης, τῆς οἰκονομικῆς δικαιοσύνης, τῆς ἰσότητας ἐνώπιον τοῦ νόμου, τῆς θέσπισης διεθνῶν συμβάσεων γιά τήν προστασία τῶν δικαιωμάτων τῶν μειονοτήτων, τῶν μεταναστῶν καί ἐκείνων πού αἰτοῦνται ἄσυλο, ἀλλά καί τήν ἐναντίωσή μας στά ἐγκλήματα πολέμου καί τά ἐγκλήματα κατά τῆς ἀνθρωπότητας. Παρόλα αὐτά, οἱ ἱστορικές ρίζες τῶν ἰδεῶν αὐτῶν φτάνουν στά βάθη τοῦ Εὐαγγελικοῦ κηρύγματος – μάλιστα στό πλαίσιο ἑνός αὐτοκρατορικοῦ πολιτισμοῦ ὅπου οἱ ἰδέες αὐτές ἦταν σέ μεγάλο βαθμό ξένες – προβάλλοντας τήν μοναδική καί ἄπειρη ἀξία κάθε ἀνθρώπινης ψυχῆς καί την προσωπική ἀξιοπρέπεια κάθε ἀνθρώπινου ὄντος. Σέ κάθε σημαντική πολιτική διακήρυξη καί σέ κάθε καταστατικό πού περιέχει τά οἰκουμενικά πολιτικά δικαιώματα, ἀπό τή Διακήρυξη τῆς Γαλλικῆς Ἐθνοσυνέλευσης, τή Déclaration des droits de l 'homme et du citoyen γιά τά ἀνθρώπινα δικαιώματα (1789), μέχρι τήν Οἰκουμενικήν Διακήρυξιν τῶν Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου (1948) τοῦ Ο.Η.Ε. καί τά ἐπακόλουθά της, καθομολογεῖται μέ βεβαιότητα πώς οἱ ἠθικές διεκδικήσεις κάθε ἀνθρώπου, οἱ οποίες προβάλλονται στήν κοινωνία καί τούς νόμους της, εἶναι αὐθεντικότερες, ἀπαραβίαστες καὶ ἱερότερες ἀπό τά δικαιώματα τῶν κοινωνικῶν τάξεων, τῶν κυβερνήσεων ἤ τῶν θεσμῶν ἐξουσίας. Πρόκειται γιά διαπιστεύσεις πού κληρονομήσαμε σέ μεγάλο βαθμό ἀπό τίς ἰουδαϊκές καί χριστιανικές πηγές τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ. Γιά τόν λόγο αὐτό, οἱ Ὀρθόδοξοι χριστιανοί ἔχουν τήν δυνατότητα ἀλλά καί τήν ὑποχρέωση νά υἱοθετοῦν μέ χαρᾶ τή γλῶσσα τῶν ἀνθρώπινων δικαιωμάτων, κάθε φορά πού ἐπιδιώκουν νά προάγουν τή δικαιοσύνη καί τήν εἰρήνη ἀνάμεσα στούς λαούς καί τά ἔθνη, καί κάθε φορά πού ἐπιθυμοῦν τήν ὑπεράσπιση τῶν ἀσθενεστέρων ἀπέναντι στούς ἰσχυρούς, τῶν καταπιεσμένων ἀπέναντι στούς καταπιεστές τους, καί τῶν φτωχῶν ἀπέναντι στούς ἐκμεταλλευτές τους. Ἡ γλῶσσα τῶν ἀνθρώπινων δικαιωμάτων ἴσως δέν λέει ὅλα ὅσα θά πρέπει νά εἰπωθοῦν σχετικά μέ τήν οὐσιώδη ἀξιοπρέπεια καί δόξα ἐκείνων πού ἔχουν δημιουργηθεῖ κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ, ἀλλά σέ κάθε περίπτωση ἀποτελεῖ μία γλῶσσα, ἡ ὁποία τιμᾶ τήν πραγματικότητα αὐτή ἐπιτρέποντας τή διεθνή καί διαθρησκειακή συνεργασία γιά τή διατύπωση τῶν πολιτικῶν δικαιωμάτων καί τοῦ πολιτικοῦ δικαίου, καί τελικά δηλώνει πολλά ἀπό ὅσα πρέπει νά εἰπωθοῦν. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, λοιπόν, προσφέρει τή φωνή της στό αἴτημα γιά τήν προστασία καί τήν προώθηση τῶν ἀνθρώπινων δικαιωμάτων σέ ὅλον τόν κόσμο, προκειμένου νά ἀναγνωρισθοῦν τά δικαιώματα αὐτά ὡς θεμελιώδη καί ἀναπαλλοτρίωτα γιά κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη.
§62 Ὁ Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση Του, προικίζοντας κάθε ἄνδρα, γυναῖκα καί παιδί μέ τήν πλήρη πνευματική ἀξιοπρέπεια κάθε προσώπου πού ἔχει πλαστεῖ σύμφωνα μέ τά πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, τόν Πατέρα, τόν Υἱό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἔδωσε ὀντολογική ὑπόσταση σέ μία νέα σφαῖρα κτιστῆς ἐλευθερίας, τόν κατ᾽ ἐξοχήν ἀνθρώπινο χῶρο τοῦ αὐτεξουσίου. Σύμφωνα μέ τήν Ὀρθόδοξη παράδοση, ἡ ἀνθρωπότητα κατέχει μέσα στή δημιουργία ἕναν ἰδιαίτερο διαμεσολαβητικό ρόλο, ὑπάρχοντας ταυτόχρονα στό ὑλικό καί στό πνευματικό βασίλειο, φέροντας τά χαρακτηριστικά καί τῶν δύο περιοχῶν, καί συνθέτοντάς τα σέ μία ἑνότητα. Ὡς ἐκ τούτου, ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖ μία ἱερατική παρουσία τῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας μέσα στόν κόσμο τῆς ὑλικῆς αἰτιότητας καί τῆς ὀργανικῆς διαδικασίας, μεταδίδοντας τό φῶς τῆς λογικῆς ἐλευθερίας σέ ὅλο τόν ὑλικό κόσμο καί προσφέροντας τή ζωή τοῦ κόσμου στόν Θεό. ‘Η Ἐκκλησία διαθέτει μία ιδιαίτερα θαυμαστή ἀντίληψη γιά τό τί πράγματι συνιστᾶ αὐτή ἡ ἐλευθερία. Ἡ ἀληθινή ἀνθρώπινη ἐλευθερία ὑπερβαίνει τήν ἁπλῆ ἱκανότητα τῶν ἀτόμων νά ἐπιλέγουν ὅσα ἐπιθυμοῦν, νά πράξουν ἤ νά ἀποκτήσουν μέ τήν κατά τό δυνατό μικρότερη παρέμβαση τοῦ κράτους καί τῶν θεσμικῶν ἀρχῶν (ἄν καί δέν ὑπάρχει τίποτε τό ἀξιοκαταφρόνητο στήν ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου γιά ἀσυλία καί ἀτομική ἀνεξαρτησία ἀπό τίς ἀπολυταρχικές δυνάμεις). Ἡ ὄντως ἐλευθερία ἀφορᾶ στήν πραγμάτωση τῆς φύσης τοῦ ἀνθρώπου πρός τό δικό του ἀγαθό ‘τέλος’, στήν ἱκανότητά του νά καρποφορεῖ σέ ὅλο τό φάσμα τῆς ἀνθρωπινότητάς του—τό ὁποῖο συνεπάγεται τήν ἐλεύθερη ἀναζήτηση τῆς ἑνότητας τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου μέ τόν Θεό. Δέν πρόκειται λοιπόν γιά μία «ἀρνητική ἐλευθερία» ἑνός ἀπεριόριστου ἀνοίγματος πρός κάθε κατεύθυνση. Ἀπόλυτα ἐλεύθερος εἶναι ἐκείνος πού σχετίζεται μέ Αὐτόν πρός τόν ὁποῖο προσανατολίστηκε ἀπό τήν ἀρχή ἡ φύση του, καί τόν ὁποῖο ἐπιθυμεῖ ἀκατάπαυστα καί διακαῶς στό βάθος τῆς καρδίας του. Οἱ συμβάσεις γιά τά ἀνθρώπινα δικαιώματα ἀδυνατοῦν νά ἐπιτύχουν αὐτή τήν ἐλευθερία γιά τόν καθένα ἀπό μας. Ὡστόσο οἱ συμβάσεις αὐτές μποροῦν νά συμβάλλουν στήν ἐξασφάλιση τῆς ἐλευθερίας τῶν ἀτόμων καί τῶν κοινοτήτων ἀπέναντι στήν πληθώρα τῶν ἐξοντωτικῶν καί φθοροποιῶν δυνάμεων, οἱ ὁποῖες συχνά συνωμοτοῦν προκειμένου νά ματαιώσουν τήν ἐπιδίωξη τῆς ἀληθινῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ γλῶσσα τῶν ἀνθρώπινων δικαιωμάτων εἶναι ἀπαραίτητη γιά τή διαπραγμάτευση μέ τίς ἀρχές τῆς πολιτικῆς δικαιοσύνης καί εἰρήνης, ἐνῶ ταυτόχρονα ὑπηρετεῖ τίς ὑψηλότερες προσδοκίες τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἐκφράζοντας καί ὑπερασπιζομένη τήν ἀπαραβίαστη ἀξιοπρέπεια κάθε ἀνθρώπινης ψυχής.
§63 Ἡ βασική φιλοσοφική ἀρχή, πού διέπει τίς συμβάσεις τῆς θεωρίας τῶν ἀνθρώπινων δικαιωμάτων, δίνει προτεραιότητα στήν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια, τήν ἐλευθερία, τήν ἰσότητα καί τή δικαιοσύνη γιά τήν κοινωνική, πολιτική καί νομική συγκρότηση κάθε ἔθνους. Κανένα νομικό σύστημα, κανένα πεδίο προνομίων ἤ ἰδιαίτερου ἐνδιαφέροντος, καμία ἐθνική ἤ διεθνής ἐπιταγή δεν μπορεῖ νά υπερβεί τό ἀπόλυτο ἠθικό αἴτημα τῶν ἀνθρώπινων δικαιωμάτων ἀπέναντι στό κράτος καί σε ὅλες τίς δομές του. Ἑπομένως, ἡ γλῶσσα τῶν ἀνθρώπινων δικαιωμάτων, ἀπό κάθε ἄποψη, συμφωνεῖ μέ τίς θεμελιώδεις ἀρχές, οἱ ὁποῖες πρέπει νά διέπουν τή χριστιανική συνείδηση. Ἐπιπλέον, σέ ὅλες τίς θεωρίες περί ἀνθρώπινων δικαιωμάτων ὑπάρχουν ὁρισμένες καταστατικές νομικές, πολιτικές, κοινωνικές καί διεθνεῖς δεσμεύσεις γιά κάθε κυβέρνηση. Μεταξύ τῶν νόμιμων δικαιωμάτων, τά ὁποῖα κάθε κράτος ὀφείλει νά προστατεύει καί νά προωθεῖ, εἶναι μία δέσμη βασικῶν ἐλευθεριῶν, ὅπως ἡ ἐλευθερία τῆς συνείδησης, ἡ ἐλευθερία τῆς σκέψης, ἡ ἐλευθερία τοῦ λόγου, ἡ ἐλευθερία τοῦ τύπου κ.ο.κ. Ὑπάρχουν ἐπίσης καί περισσότερο συγκεκριμένες νομικές ὑποχρεώσεις οἱ ὁποῖες θά πρέπει νά προωθηθοῦν, ὅπως τό δικαίωμα στήν ἀσφάλεια, τό δικαίωμα στή νομική ἐκπροσώπηση σε περιπτώσεις δικαστικῆς δίωξης ἤ ἀστυνομικῆς ἔρευνας, τό δικαίωμα στήν ἀσυλία ἀπό ἀδικαιολόγητες ἔρευνες, κατασχέσεις ἤ συλλήψεις, στήν προστασία ἀπό ἀναιτιολόγητη φυλάκιση, καθώς καί αὐστηρά πρότυπα ὅπως, μεταξύ ἄλλων, ὁ κανών habeas corpus. Ἔπειτα, ὑπάρχουν ἐκείνα τά πολιτικά δικαιώματα τά ὁποῖα θά πρέπει νά θεωροῦνται ὡς καθολικά καί ἀπαραβίαστα γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους: τό δικαίωμα ψήφου ὑπέρ ἤ κατά τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, ἡ ἴση πρόσβαση ὅλων τῶν ἀνθρώπων στήν πολιτική ἐκπροσώπηση, ἡ ἐλευθερία τοῦ συνεταιρίζεσθαι, ἡ θρησκευτική ἐλευθερία, τό δικαίωμα τῆς εἰρηνικῆς συνάθροισης καί διαμαρτυρίας, ἡ ἐλευθερία τοῦ συνδικαλισμοῦ γιά τούς ἐργαζόμενους, ἡ ἐλευθερία ἀπό ὅλες τίς μορφές καταναγκαστικῆς ἐργασίας (ἀκόμη καί για ὅσους βρίσκονται στή φυλακή), ἡ προστασία ἀπό τίς φυλετικές διακρίσεις καί τίς πολιτικές προκαταλήψεις, τίς ζημιογόνες πολιτικές ἤ τά ἐγκλήματα μίσους, ἡ ἐλευθερία ἀπό τή διάκριση στήν ἀναζήτηση κατοικίας ἤ ἐργασίας, τό δικαίωμα τῆς ἴσης ἀστυνομικῆς προστασίας γιά ὅλα τά πρόσωπα, ἡ προστασία τῶν ἀλλοδαπῶν ἀπό τήν ἄνιση μεταχείριση, ἡ ἐφαρμογή ἀνθρώπινων πρακτικῶν στήν ποινική δικαιοσύνη καί στή φυλάκιση, ἡ καθολική κατάργηση τῆς θανατικῆς ποινῆς κ.ο.κ. Ὅσον ἀφορά στά κοινωνικά δικαιώματα, τά ὁποῖα κάθε κυβέρνηση ὀφείλει νά διασφαλίζει, αὐτά περιλαμβάνουν τό καθολικό δικαίωμα στή δωρεάν ἰατρική περίθαλψη καί πρόνοια, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν οἰκονομική κατάσταση ἐκείνων πού χρήζουν περίθαλψης, τό δικαίωμα γιά σύνταξη, κοινωνική ἀσφάλιση καί παροχές πρός τούς ἡλικιωμένους, ἐπαρκεῖς γιά τήν ἐξασφάλιση μιᾶς ἀξιοπρεποῦς καί ἄνετης διαβίωσης κατά τά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς τους, τό δικαίωμα στή βρεφική μέριμνα καί τό δικαίωμα γιά ἱκανές παροχές πρόνοιας πρός τούς ἄπορους καί τούς ἀνάπηρους. Σχετικά μέ τίς συμβάσεις πού ἀφοροῦν στά διεθνῆ δικαιώματα, αὐτές θά πρέπει τουλάχιστον νά λαμβάνουν ὑπόψη τό δικαίωμα τῆς προστασίας τῶν λαῶν ἀπό τήν ἐπιθετικότητα καί τήν λεηλασία ἐκ μέρους ξένων δυνάμεων ἤ ἀπό τά συμφέροντα τῶν μεγάλων ἑταιρειῶν, νά μεριμνοῦν γιά τή διατήρηση ἑνός ὑγιοῦς καί βιώσιμου περιβάλλοντος, γιά τήν προστασία ἀπό τά ἐγκλήματα πολέμου καί τή σθεναρή νομική δίωξή τους, τήν ἀπόλυτη ἀπαγόρευση τῶν βασανιστηρίων, τήν προστασία ἀπό τόν ἐκτοπισμό, τό δικαίωμα ἀποδημίας, ἔστω καί ἄν αὐτό συνεπάγεται ἀκόμη καί διέλευση ἐθνικῶν συνόρων, καθώς καί τό καθολικό δικαίωμα ἀσύλου γιά ὅσους ἔχουν ἐκτοπιστεῖ ἐξ αἰτίας πολέμου, καταπίεσης, φτώχειας, πολιτικῆς ἀνατροπῆς, φυσικῆς καταστροφῆς ἤ δίωξης. Ἐντούτοις, οἱ συμβάσεις τῆς θεωρίας τῶν ἀνθρώπινων δικαιωμάτων δέν μποροῦν νά καλύψουν ἤ ἀκόμη καί νά εἰσηγηθοῦν ὅλα ὅσα ἐπιθυμεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γιά τίς ἀνθρώπινες ὑπάρξεις. Ἀπό μόνες τους οἱ συμβάσεις αὐτές δέν εἶναι σέ θέση νά καταστείλουν τόν ἐγωϊσμό, πού ἐμφιλοχωρεῖ στίς ἀνθρώπινες καρδιές, ἤ νά δημιουργήσουν ἀνθεκτικές μορφές κοινοτήτων. Δέν μποροῦν νά παράσχουν ἕνα ὁλοκληρωμένο καί ἀναγκαστικό ὅραμα γιά τό κοινό ἀγαθό, τό ὁποῖο θά ἀνταποκρίνεται σέ ὅλες τίς ὑλικές, ἠθικές καί πνευματικές ἀνάγκες τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Ἡ γλῶσσα τῶν ἀνθρώπινων δικαιωμάτων ἀποτελεῖ, ἀπό πολλές πλευρές, μία μινιμαλιστική γλῶσσα. Πρόκειται, ὡστόσο, γιά μία συνοπτική γλῶσσα ἡ ὁποία μπορεῖ νά συμβάλει στή διαμόρφωση καί τή διασφάλιση τῶν κανόνων φιλανθρωπίας, ἐλέους καί δικαιοσύνης, τούς ὁποίους ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ ὡς τό ἐλάχιστο προαπαιτούμενο γιά κάθε κοινωνία. Τελικά, ἀποτελεῖ μία γλῶσσα, ἡ ὁποία θά πρέπει νά καταφάσκεται καί νά ὑποστηρίζεται ἀδιαλείπτως ἀπό ὅλους τούς χριστιανούς στόν σύγχρονο κόσμο.
§64 «Θεμελιῶδες ἀνθρώπινον δικαίωμα εἶναι ἡ προστασία τῆς ἀρχῆς τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας καί κάθε προοπτικῆς αὐτῆς, ἤτοι τῆς ἐλευθερίας τῆς συνειδήσεως, τῆς πίστεως, τῆς λατρείας καὶ ὅλων τῶν ἀτομικῶν καὶ συλλογικῶν ἐκφράσεων θρησκευτικῆς ἐλευθερίας συμπεριλαμβανομένου τοῦ δικαιώματος ἑκάστου πιστοῦ νά τελῇ ἀκωλύτως ἀπὸ οἱανδήποτε κρατικὴν παρέμβασιν τά θρησκευτικά του καθήκοντα, καθώς καί τῆς ἐλευθερίας δημοσίας διδασκαλίας τῆς θρησκείας καί τῶν προϋποθέσεων λειτουργίας τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων»[53]. Σέ ὁποιαδήποτε κοινωνία, ὁ ἀγώνας ὑπέρ τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας καί τοῦ σεβασμοῦ τῆς συνείδησης κάθε ἀνθρώπου προσφέρει τή λαμπρότερη ἀπόδειξη τῆς ὑπερίσχυσης τῆς ἀγάπης ἐπί τοῦ μίσους, τῆς ἑνότητας ἐπί τῆς διαίρεσης, τῆς συμπόνιας ἐπί τῆς ἀδιαφορίας. Ἡ κοινωνία ἡ ὁποία προστατεύει τήν ἐλευθερία τῆς θρησκείας, ἀντιλαμβάνεται ὅτι μόνον μέσα ἀπό τή διατήρηση τῆς σφαίρας τῶν πνευματικῶν ἀναζητήσεων, ἡ ὁποία ὑπερβαίνει καί τά ἴδια τά συμφέροντα τοῦ κράτους, μπορεῖ ἕνας λαός νά θέσει τά ἠθικά θεμέλια μιᾶς ὄντως πολιτικῆς καί κοινωνικῆς ἑνότητας. Ἡ συνείδηση εἶναι ἡ φωνή τοῦ θείου νόμου μέσα στόν καθένα ἀπό ἐμᾶς. Κατά συνέπεια, ἡ καταπίεση τῆς συνείδησης τό μόνο πού ἐπιτυγχάνει, εἶναι νά καθιστᾶ ἄδικους τούς γραπτούς νόμους ἑνός ἔθνους καί, τελικά, αὐτοαναιρούμενους. Ἀκόμη καί σέ χώρες ὅπου ἐπικρατεῖ μία θρησκεία, τά δικαιώματα τῆς πλειοψηφίας μποροῦν πραγματικά νά ἐξασφαλιστοῦν ἀπέναντι στίς αὐθαιρεσίες τοῦ κράτους ἤ τοῦ ἀνεξέλεγκτου κεφαλαίου ἤ ἄλλες καταστροφικές δυνάμεις μόνο μέ τήν ἐγγύηση τῆς προστασίας τῶν θρησκευτικῶν δικαιωμάτων ὅλων τῶν μειονοτήτων. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο προσπαθεῖ ἀκάματα νά προάγει τό δικαίωμα τῆς ἐλεύθερης λατρείας καί ὁμολογίας γιά ὅλους τούς λαούς. Διότι τό μέτρο μέ τό ὁποῖο ἐκτιμοῦμε τήν πίστη τῶν ἄλλων, εἶναι τό μέτρο μέ τό ὁποῖο θά πρέπει νά ἀναμένουμε νά ἐκτιμηθεῖ καί ἡ δική μας πίστη.
§65 Κατά τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή τοῦ ἔτους 379 μ.Χ., ὁ κηρυγματικός λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης συνιστᾶ γιά τήν ἱστορία τῆς Δύσης, ἴσως τήν πρώτη καταγεγραμμένη ἐπίθεση κατά τῆς δουλείας ὡς θεσμοῦ[54]. Πρίν ἀπό τήν ἐποχή αὐτή, οἱ στωικοί καί χριστιανοί συγγραφείς εἶχαν διαμαρτυρηθεῖ γιά τήν κακομεταχείριση τῶν σκλάβων καί εἶχαν (ὅπως καί στήν περίπτωση τῶν συμβουλών τοῦ ἀποστόλου Παύλου στόν Φιλήμονα) ὑποστήριξει ὅτι οἱ δούλοι θά ἔπρεπε νά ἀντιμετωπίζονται ὡς ἰσότιμοι πνευματικά μέ τούς κυρίους τους. Κανένας, ὡστόσο, δέν εἶχε ἀμφισβητήσει σοβαρά τήν ἠθική νομιμότητα τῆς ἴδιας τῆς ὕπαρξης τῆς δουλείας. Τά ἐπιχειρήματα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου βασίστηκαν ἐξ ὁλοκλήρου στίς χριστιανικές ἀρχές: στήν καθολικότητα τῆς θείας εἰκόνας στόν ἄνθρωπο, στήν ἰσότητα ὅλων τῶν προσώπων ὡς μέλη τοῦ ἑνός σώματος τοῦ Χριστοῦ, στό αἷμα μέ τό ὁποῖο ὁ Χριστός ἐξαγόρασε σύνολο τὸ ἀνθρώπινο γένος, στὴν ἀδιαίρετη ἑνότητα ὅλων τῶν προσώπων ὡς ἐν Χριστῷ ἀδελφῶν, κ.ο.κ. Ὁ Χριστιανισμός γεννήθηκε σέ ἕναν κόσμο κυρίων καί δούλων, ἡ οἰκονομία τοῦ ὁποίου βασιζόταν ἀπό κάθε ἄποψη στήν ἁμαρτωλή ἀρχή ὅτι ἕνας ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἀποτελεῖ ἰδιοκτησία ἄλλου ἀνθρώπου. Παρόλο πού ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία δέν διατεινόταν ὅτι εἶχε τή δύναμη νά καταργήσει τόν θεσμό τῆς δουλείας στήν κοινωνία της, πολλῷ δε μᾶλλον νά φαντασθεῖ μία τέτοια πιθανότητα, ἡ χριστιανική κοινότητα ἐπεχείρησε νά δημιουργήσει μία κοινότητα, ἀκόμη καί ἕνα δικό της πολίτευμα, ὅπου ἡ διάκριση κυρίων καί δούλων ἀκυρωνόταν ἀπό τήν ἰσοτιμία ὅλων τῶν Χριστιανῶν ὡς συγκληρονόμων τῆς Βασιλείας καί, ἐπομένως, ὡς συγγενῶν μεταξύ τους. Ἐν Χριστῷ, ὅπως διεκήρυξε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, … πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. 3:28). Ἔτσι ἀνάγκασε τόν χριστιανό Φιλήμονα νά προσλάβει καί πάλι τόν ὀκνηρό δοῦλο του Ὀνήσιμο, ὄχι πλέον ὡς δοῦλο, ἀλλά, ἀντιθέτως, ὡς ἀδελφό (Φιλήμ. 15-16). Τό γεγονός αὐτό ὁδήγησε τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο νά παρατηρήσει ὅτι «ἡ Ἐκκλησία οὐκ οἶδε δεσπότου, οὐκ οἶδεν οἰκέτου διαφοράν»[55]. Εἶναι περιττό νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ χριστιανική κοινωνία κατά τή διάρκεια τῶν αἰώνων δέν ἔδειξε πιστή προσήλωση στόν κανόνα αὐτό, δέν ἀναγνώρισε οὔτε ἀποδέχθηκε πλήρως τή διάλυση τοῦ θεσμοῦ τῆς δουλείας. Μόνο κατά τή σύγχρονη πλέον ἐποχή κατέστη ἀπόλυτα δυνατό γιά τόν χριστιανικό κόσμο νά μετανοήσει χωρίς προφάσεις γιά τήν ἀποτυχία του στό θέμα αὐτό, δηλαδή νά ζήσει σέ ἀπόλυτη συμφωνία πρός τό ἀπολυτρωτικό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἦλθε νά διαρρήξει τά δεσμά τῶν αἰχμαλώτων, καταβάλλοντας ὁ Ἴδιος τό τίμημα τῆς χειραφέτησής τους. Παρόλα αὐτά, ὁ σύγχρονος κόσμος δέν ἔχει ἀκόμη ἀποκαθαρθεῖ πλήρως ἀπό αὐτόν τόν δαιμονικό θεσμό. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει ὅτι ἡ δέσμευση ὑπέρ τῶν ἀνθρώπινων δικαιωμάτων στή σύγχρονη ἐποχή συνεπάγεται τόν ἀκατάβλητο ἀγῶνα ἐνάντια σέ ὅλες τίς συνεχιζόμενες μορφές δουλείας σέ ὅλον τόν κόσμο. Αὐτές περιλαμβάνουν ὄχι μόνον τίς συνεχιζόμενες πρακτικές πραγματικῆς δουλείας σέ διάφορα μέρη τοῦ κόσμου, ἀλλά καί μία σειρά ἀπό ἄλλες πρακτικές, εἴτε ἐγκληματικές εἴτε ἀνεκτές ἀπό νομική ἄποψη. Ἀναρίθμητα παιδιά, γυναῖκες καί ἄνδρες στόν κόσμο, ὑποφέρουν σήμερα ἀπό διάφορες μορφές ἐμπορίας ἀνθρώπων: καταναγκαστική ἐργασία, τόσο γιά τά παιδιά, ὅσο καί γιά τούς ἐνήλικες, σεξουαλική ἐκμετάλλευση παιδιῶν, γυναικῶν καὶ ἀνδρῶν, ἐξαναγκαστικός καί πρόωρος γάμος, στρατολόγηση παιδιῶν, ἐκμετάλλευση μεταναστῶν καί προσφύγων, ἐμπορία ὀργάνων, κ.λπ. Βλέπουμε σήμερα καραβάνια ἀνθρώπων πού ἔχουν ἀναγκαστεῖ νά ἐγκαταλείψουν τίς ἑστίες καί τίς χώρες τους λόγῳ βίας, πείνας καί φτωχείας, νά εἶναι εὐάλωτες σέ ἀφάνταστη ἐκμετάλλευση, καθώς καί θύματα ὀργανωμένων ἐγκληματικῶν ἐπιδρομῶν. Ταυτόχρονα, ὑπάρχουν τμήματα τοῦ κόσμου, ὅπου ἡ καταναγκαστική ἐργασία, ἡ παιδική ἐργασία, ἡ ἄμισθη ἐργασία καί ἡ ἐργασία ὑπό ἰδιαίτερα ἐπικίνδυνες συνθήκες, ὄχι ἁπλά ἐπιτρέπονται, ἀλλά καὶ ἐνθαρρύνονται ἀπό τίς κυβερνήσεις καί τίς ἐπιχειρήσεις. Καί κάποια ἔθνη—ἀκόμη καί ἀπό ἐκείνα πού διαθέτουν ἀκμάζουσες οἰκονομίες—δέν διστάζουν νά χρησιμοποιοῦν διάφορα εἴδη καταναγκαστικῆς ἐργασίας, εἰδικά σέ ὅτι ἀφορᾶ τούς φυλακισμένους. Οἱ Ὀρθόδοξοι ὀφείλουν νά συμμετάσχουν στήν προσπάθεια ἐξάλειψης τῆς σύγχρονης δουλείας σέ ὅλες τίς μορφές της, σέ ὅλο τόν κόσμο καί γιά πάντα. Ἡ Ἐκκλησία ἐπαναβεβαιώνει, λοιπόν, τήν πρόταση πού περιέχεται στή Διακήρυξη τῶν Θρησκευτικῶν Ἡγετῶν ἐνάντια στή Σύγχρονη Δουλεία (2 Δεκεμβρίου 2014), τήν ὁποία ἔχει συνυπογράψει καί, συμφώνα μέ τήν ὁποία, ἡ δουλεία συνιστᾶ «ἔγκλημα κατά τῆς ἀνθρωπότητας». Ἐπιπλέον προτρέπει τούς Ὀρθοδόξους νά ἑνωθοῦν μέ ὅλους ὅσοι ἔχουν δεσμευθεῖ νά πράξουν ὅ,τι εἶναι ἐφικτό, στίς ἐνορίες τους καί ἔξω ἀπό αὐτές, ἐργαζόμενοι ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας ὅσων ὑπομένουν δουλεία ἤ εἶναι θύματα σωματεμπορίας, ἔτσι ὥστε νά ἀποκατασταθεῖ τό μέλλον τους. Στόν ἀγῶνα μας γιά τήν ἐπιτευξη αὐτοῦ τοῦ στόχου, ἀντίπαλός μας δέν εἶναι ἁπλά ἡ σύγχρονη δουλεία, ἀλλά καί τό πνεῦμα πού τήν τρέφει: ἡ θεοποίηση τοῦ κέρδους, ἡ διάχυτη νοοτροπία τοῦ καταναλωτισμοῦ καί οἱ εὐτελεῖς παρορμήσεις, τίς ὁποίες ὑπαγορεύει ὁ ρατσισμός, ὁ σεξισμός καί ὁ ἐγωκεντρισμός.
§66 Στήν Ἁγία Γραφή δέν ὑπάρχει καμία ἠθική προτροπή πού νά ἐπαναλαμβάνεται τόσο σταθερά, ἀπό τόν Νόμο καί τούς Προφήτες ἔως τήν ἐποχή τῶν Ἀποστόλων, ὅσο αὐτή γιά τήν φροντίδα καί τήν φιλοξενία ὅσων βρίσκονται σέ ἀνάγκη. «Καί προσήλυτον οὐ κακώσετε, οὐδὲ μή θλίψητε αὐτόν· ἦτε γὰρ προσήλυτοι ἐν γῇ Αἰγύπτῳ» (Έξοδ. 22:21, πρβλ. 23:9). «Ὡς ὁ αὐτόχθων ἐν ὑμῖν ἔσται ὁ προσήλυτος ὁ προσπορευόμενος πρός ὑμᾶς, καί ἀγαπήσεις αὐτόν ὡς σεαυτόν, ὅτι προσήλυτοι ἐγενήθητε ἐν γῇ Αἰγύπτῳ» (Λευιτ. 19:34). «Ὁ γάρ Κύριος ὁ Θεός ὑμῶν . . . οὐ θαυμάζει πρόσωπον . . . ποιῶν κρίσιν προσηλύτῳ και ὀρφανῷ καί χήρᾳ, καί ἀγαπᾷ τόν προσήλυτον δούναι αὐτῷ ἂρτον καί ἱμάτιον. Καί ἀγαπήσετε τόν προσήλυτον· προσήλυτοι γάρ ἦτε ἐν γῇ Αἰγύπτῳ» (Δευτερον. 10:17-19). «Επικατάρατος ὅς ἄν ἐκκλίνῃ κρίσιν προσηλύτου καὶ ὀρφανοῦ καί χήρας» (Δευτερον. 27:19). «Κύριος φυλάσσει τούς προσηλύτους» (Ψαλμ. 145:9). «Ἔξω δέ οὐκ ηὐλίζετο ξένος, ἡ δέ θύρα μου παντί ἐλθόντι ἀνέῳκτο» (Ιώβ 31:32). «Οὐχί τοιαύτην νηστείαν ἐγώ ἐξελεξάμην … πτωχούς ἀστέγους εἴσαγε εἰς τόν οἶκόν σου» (Ησαίου, 58:6-7). «Καί προσάξω πρός ὑμᾶς ἐν κρίσει… καί τούς ἐκκλίνοντας κρίσιν προσηλύτου καί τούς μή φοβουμένους με, λέγει Κύριος παντοκράτωρ» (Μαλαχ. 3:5). «Ἡ φιλαδελφία μενέτω, τῆς φιλοξενίας μὴ ἐπιλανθάνεσθε· διά ταύτης γάρ ἔλαθόν τινες ξενίσαντες ἀγγέλους» (Ἑβρ. 13:1-2). Ὁ Χριστός μᾶς λέει ὅτι ἡ σωτηρία μας ἐξαρτᾶται ἀπό τήν προστασία πρός ἐκείνους πού βρίσκονται σέ ἀνάγκη καί τούς ξένους: «τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ καί αὐτοί λέγοντες· Κύριε, πότε σὲ εἴδομεν . . . ξένον . . . καί οὐ διηκονήσαμέν σοι;» Καί Αὐτός θά ἀπαντήσει: «ἀμήν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδέ ἐμοί ἐποιήσατε» (Ματθ. 25:44-45). Αὐτοί οἱ λόγοι πρέπει νά ἀκούγονται ἰδιαίτερα βασανιστικοί—καί προκλητικοί—στή χριστιανική συνείδηση σήμερα. Ὁ εἰκοστός πρῶτος αἰώνας ἀνέτειλε ὡς ὁ αἰώνας τῶν μεταναστῶν καί τῶν προσφύγων, οἱ ὁποῖοι ἔφυγαν ἀπό τό βίαιο ἔγκλημα, τή φτωχεία, τήν κλιματική ἀλλαγή, τόν πόλεμο, τή ξηρασία, τήν οἰκονομική κατάρρευση, ἀναζητώντας ἀσφάλεια, τροφή καί ἐλπίδα. Ὁ ἀναπτυγμένος κόσμος γνωρίζει τήν παρουσία προσφύγων καί αἰτουμένων ἄσυλο, πολλοί ἀπό τούς ὁποίους ἔχουν ἤδη νομιμοποιηθεῖ, ἐνῶ πολλοί παραμένουν ἀκόμη ἀδήλωτοι. Οἱ εὐάλωτοι αὐτοί ἄνθρωποι, μέ τήν ἔνδεια καί μέ τά δεινά τους, καθημερινά προκαλοῦν τή συνείδηση τῶν πλουσιότερων ἐθνῶν. Πρόκειται γιά μία παγκόσμια κρίση, ἀλλά καί γιά μία προσωπική ἔκκληση στήν πίστη τοῦ καθενός στή βαθύτερη ἠθική μας φύση, στίς ἀδιαμφισβητήτες εὐθύνες μας.
§67 Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θεωρεῖ ὅτι ἡ δυστυχία αὐτῶν τῶν ἐκτοπισμένων ἀνθρώπων παραπέμπει σέ μία θεία πρόσκληση ἀγάπης, δικαιοσύνης, διακονίας, ἐλέους καί ἀνεξάντλητης γενναιοδωρίας. Ἡ ἀπόλυτη ὑποχρέωση τῆς Ἐκκλησίας νά ὑπερασπίζεται τήν ἀξιοπρέπεια καί νά ἀναλαμβάνει εὐθύνες γιά χάρη τῶν μεταναστῶν, τῶν προσφύγων καί ὅσων αἱτοῦνται ἄσυλο, δηλώνεται ρητά στήν Ἐγκύκλιο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου: «Τό σύγχρονον καί συνεχῶς ἐντεινόμενον προσφυγικόν καί μεταναστευτικόν πρόβλημα, ὀφειλόμενον εἰς πολιτικούς, οἰκονομικούς καί κλιματολογικούς λόγους, εὑρίσκεται εἰς τό κέντρον τοῦ παγκοσμίου ἐνδιαφέροντος. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀντιμετώπισε πάντοτε καί ἀντιμετωπίζει συνεχῶς τούς δεδιωγμένους, τούς ἐν κινδύνῳ καί ἐν ἀνάγκαις, ἐπί τῇ βάσει τῶν λόγων τοῦ Κυρίου ‘ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καί ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καί συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καί ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καί ἤλθετε πρός με’ (Ματθ. 25:35-36) καί ‘ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων ἐμοὶ ἐποιήσατε’ (Ματθ. 25:40). Καθ’ ὅλην τήν ἱστορικήν αὐτῆς πορείαν ἡ Ἐκκλησία εὑρίσκετο εἰς τό πλευρόν τῶν ‘κοπιώντων καὶ πεφορτισμένων’ (Ματθ. 11:28). Ἀνέκαθεν ἡ ἐκκλησιαστική φιλανθρωπία δέν περιωρίζετο ἁπλῶς εἰς τήν περιστασιακήν ἀγαθοεργίαν πρός τόν ἐνδεῆ καί τόν πάσχοντα, ἀλλά ἀπέβλεπε καί εἰς τήν ἀπάλειψιν τῶν αἰτίων, τά ὁποῖα δημιουργοῦν τά κοινωνικά προβλήματα. Τό ‘ἔργον διακονίας’ τῆς Ἐκκλησίας (Ἐφεσ. 4:12) ἀναγνωρίζεται ὑπό πάντων. Ἀπευθύνομεν λοιπόν ἔκκλησιν πρωτίστως πρός τούς δυναμένους νά ἄρουν τάς αἰτίας τῆς δημιουργίας τῆς προσφυγικῆς κρίσεως καί νά λάβουν τάς δεούσας θετικάς ἀποφάσεις. Καλοῦμεν τάς πολιτικάς ἀρχάς, τούς Ὀρθοδόξους πιστούς καί τούς λοιπούς πολίτας τῶν χωρῶν, εἰς τάς ὁποίας κατέφυγον καί συνεχίζουν νά καταφεύγουν οἱ πρόσφυγες, νά παράσχουν εἰς αὐτούς πᾶσαν δυνατήν βοήθειαν, ἀκόμη καί ἐκ τοῦ ἰδίου ὑστερήματος»[56]. Ἡ Ἐκκλησία, συνεπῶς, ἐπαινεῖ τά ἔθνη τά ὁποῖα ὑποδέχθηκαν μετανάστες καί πρόσφυγες καί τά ὁποῖα χορήγησαν ἄσυλο σέ ὅσους τό ζήτησαν. Ἐπιπλέον, ὑπενθυμίζει στούς ἁπανταχοῦ χριστιανούς, ὅτι μία τέτοια ὑποδοχή ἐκπληρώνει τή Βιβλική ἐντολή, ἡ ὁποία ὑπερβαίνει τά συμφέροντα τῶν κοσμικῶν κυβερνήσεων. Τό σύγχρονο ἔθνος-κράτος δέν ἀποτελεῖ κάποιον ἱερό θεσμό, ἔστω κι ἄν ἐνδέχεται συχνά νά ὑπηρετεῖ τή δικαιοσύνη, τήν εὐθυδικία καί τήν εἰρήνη. Ἐξάλλου τά σύνορα δέν εἶναι κάτι παραπάνω ἀπό συμπτώσεις ἱστορικές καί νομικές συμβάσεις. Ἴσως νά ὑπηρετοῦν κάποτε ἕνα χρήσιμο σκοπό, ὡστόσο ἀπό μόνα τους δέν ἀποτελοῦν ἠθικά ἤ πνευματικά ἀγαθά, ἡ ἐπιδίωξη τῶν ὁποίων θά δικαιολογούσε τήν ἀποτυχία μας νά ἀναλάβουμε ἔμπρακτα τίς ἱερές εὐθύνες μας πρός ἐκείνους, τούς ὁποίους ὁ Θεός ἐναπόθεσε στήν ἰδιαίτερη φροντίδα μας. Στήν ἐποχή μας βλέπουμε ὁρισμένες εὐρωπαϊκές κυβερνήσεις καί πολλές ἰδεολογίες πού προτρέπουν στήν ὑπεράσπιση μιᾶς «χριστιανικῆς Εὐρώπης», προσπαθώντας μέ κάθε τρόπο νά σφραγίσουν ἐντελῶς τά σύνορα, προωθῶντας ἐθνικιστικές, ἀκόμη δέ καί ρατσιστικές πολιτικές, ἀπορρίπτοντας ταυτόχρονα μέ πολλούς ἄλλους τρόπους  τά λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Ἔχουμε δεῖ ἕναν γηγενή πανικό νά ἐνθαρρύνεται στήν Εὐρώπη, στήν Αὐστραλία, στήν Ἀμερική. Στίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες, τό πιό ἰσχυρό καί πλούσιο ἔθνος τῆς ἱστορίας – ἕνα ἔθνος τό ὁποῖο πράγματι, γεννήθηκε ἀπό τή μεγάλη εἰσροή μεταναστῶν ἀπό ὅλο τόν κόσμο- εἴδαμε πολιτικούς ἡγέτες ὄχι μόνο νά ἐνθαρρύνουν τόν φόβο καί τό μίσος ἐναντίον τῶν αἰτοῦντων ἄσυλο καί τῶν φτωχῶν μεταναστῶν, ἀλλά ἀκόμη καί νά προβαίνουν σέ τρομοκρατικές ἐνέργειες ἐναντίον τους: ἀπαγωγή παιδιῶν ἀπό τούς γονείς τους, διάλυση οἰκογενειῶν, βασανισμός τῶν γονέων καί τῶν παιδιῶν, ἐπ’ ἀόριστον κράτησή τους, ἀπαγόρευση ἐνταξής τους στή διαδικασία αἴτησης ἀσύλου, κατασυκοφάντηση καί διάδοση ψευδῶν ἐναντίον ὅσων ἀναζητοῦν καταφύγιο, ἀνάπτυξη στρατευμάτων στά νότια σύνορα (ἐνν. τῶν Η.Π.Α.) μέ σκοπό τήν τρομοκράτηση καί τήν ἀπειλή τῶν ἄοπλων μεταναστῶν, χρήση ρατσιστικῶν καί τοπικιστικῶν ρητορικῶν ἐναντίον τῶν αἰτοῦντων ἄσυλο μέ σκοπό τό πολιτικό ὄφελος κ.ο.κ. Ὅλες αὐτές οἱ πράξεις συνιστοῦν ἐπιθέσεις κατά τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ σέ ὅσους ἀναζητοῦν τό ἔλεός μας. Εἶναι ἀδικήματα ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καταγγέλλει αὐτές τίς πρακτικές, ἐκλιπαρῶντας ὅλους ὅσοι εἶναι ἔνοχοι, νά ἐπιδιώξουν ἀντ’ αὐτῶν τήν ἄσκηση τῆς δικαιοσύνης καί τῆς φιλανθρωπίας.

VIII. Ἐπιστήμη, τεχνολογία καί φυσικό περιβάλλον Τά σά ἐκ τῶν σῶν σοί προσφέρομεν

§68 Ἡ ἐποχή μας διακρίνεται γιά τήν ταχυτάτη τεχνολογική ἀνάπτυξη, ἐνῶ ἡ δύναμη τοῦ ἀνθρώπου νά μεταμορφώσει τή φυσική πραγματικότητα, τόσο γιά τό καλό ὅσο καί γιά τό κακό, εἶναι πρωτοφανής στήν ἀνθρώπινη ἱστορία, προκαλῶντας κίνδυνο ἀλλά καί προσκαλῶντας στήν εὐθύνη. Γιά τίς καταστάσεις αὐτές ἡ ἀνθρωπότητα φαίνεται νά εἶναι σέ μεγάλο βαθμό ἀπροετοίμαστη. Ἑπομένως, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θά πρέπει πρωτίστως νά ὑπενθυμίζει στούς χριστιανούς ὅτι ὁ κόσμος, (ὅσο καί ἄν ἔχει ἀμαυρωθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο), ἀποτελεῖ τήν «καλή λίαν» δημιουργία τοῦ Θεοῦ καί τό δῶρο τῆς χάριτος πρός ὅλα τά πλάσματά του. Μαζί μέ τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, ἡ Ἐκκλησία διαβεβαιώνει ὅτι ἡ ἀνθρώπινη παρουσία στόν φυσικό κόσμο ἀποτελεῖ ἐπίσης ἕνα πνευματικό διακόνημα, ἕνα εἶδος κοσμικῆς ἱερωσύνης. Ὁ ἄνθρωπος καταλαμβάνει τή θέση τῆς μεθορίου, τοῦ ὁρίου ἐκείνου ὅπου συναντῶνται καί ἑνώνονται τό βασίλειο τῆς ὕλης μέ ἐκείνο τοῦ πνεύματος. Καί μέσῳ αὐτῆς τῆς ἱερατικῆς διαμεσολάβησης, τό φῶς τοῦ πνεύματος διαπερνᾶ ὅλη τήν κτιστή φύση, ἐνῶ ὁλόκληρη ἡ κοσμική ὕπαρξη ἀνυψώνεται πρός τήν πνευματική ζωή. Αὐτή εἶναι, τουλάχιστον, ἡ δημιουργία, ὅπως τή θέλησε ὁ Θεός, καί ὅπως θά ὑπάρξει κατά τήν τελική ἀνακαίνιση τῶν πάντων, στούς καινούς οὐρανούς καί τήν καινή γῆ, ὅπου ὅλα τά πλάσματα τῆς γῆς, τῆς θάλασσας καί τοῦ ἀέρα θά ἀγάλλωνται στό φῶς Του. Οἱ χριστιανοί ὀφείλουν πάντοτε νά θυμοῦνται ὅτι, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῆς πίστης τους, ἡ ὑποδούλωση τῆς δημιουργίας στόν θάνατο ἀποτελεῖ συνέπεια τῆς ἀποστασίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν ἱερατικό ρόλο του, ὅτι ἡ ἱερωσύνη αὐτή ἀποκαταστάθηκε ἐν Χριστῷ, καί ὅτι ἡ ἐσχάτη σωτηρία πού ἐπαγγέλλονται οἱ Γραφές, συμπεριλαμβάνει ὁλόκληρη τήν κοσμική πραγματικότητα, ἡ ὁποία καί θά τελειωθεῖ μόνο στήν καινή κτίση (τήν ὁποία ἡ Γραφή ἐπανειλημμένα ἀπεικονίζει νά εἶναι γεμάτη ἀπό ζώα, φυτά, καί ἀνθρώπους). Ἐπομένως, τό χρέος τῶν χριστιανῶν στόν κόσμο αὐτό, στήν  προσπάθειά τους νά μεταμορφώσουν τήν πτωτική φύση τους, προκειμένου νά εἰσέλθει στήν ὑπηρεσία τῆς Βασιλείας, περιέχει τήν πραγματική εὐθύνη ἔναντι ὅλης τῆς δημιουργίας καί τό ἀδιάκοπο ἐνδιαφέρον γιά τήν ἀκεραιότητα καί τήν εὐημερία της. Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο θά ἐπιτευχθεῖ αὐτό σέ μία ἐποχή ταχύτατης τεχνολογικῆς ἀλλαγῆς καί τεράστιας τεχνολογικῆς δύναμης παραμένει ἕνα ἐρώτημα, τό ὁποῖο οἱ χριστιανοί καλοῦνται νά θέτουν ἀδιάλειπτα στόν ἑαυτόν τους, καί τό ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νά προσεγγίζει μέ διάκριση καί προσευχή. Αὐτή εἶναι ἡ βάση καί τό πλαίσιο τῶν πρωτοπόρων πρωτοβουλιῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιά τή διατήρηση τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος. Εἶναι ἐπίσης ὁ λόγος καί ἡ λογική πίσω ἀπό τήν καθιέρωση τῆς 1ης Σεπτεμβρίου—ἤδη ἀπό τό 1989, ἀπό τόν ἀείμνηστο Οἰκουμενικό Πατριάρχη Δημήτριο—ἡ ὁποία στή συνέχεια υἱοθετήθηκε ἀπό ὅλες τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ἀπό τό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, ἀπό πολλές Προτεσταντικές Ὁμολογίες, ἀπό τήν Ἀγγλικανικὴ Κοινωνία, καθώς καί ἀπό τόν Πάπα Φραγκίσκο, ἀπό τήν πλευρά τῆς ῾Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἐτησία ἡμέρα προσευχῆς γιά τήν προστασία τῆς Δημιουργίας τοῦ Θεοῦ. 
§69 Ἡ ἀποστολή τοῦ χριστιανοῦ νά μεταμορφώσει τόν κόσμο στό φῶς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ περιβάλλει ὅλη τή δημιουργία, ὅλη τή ζωή, κάθε διάσταση τῆς κοσμικῆς ὕπαρξης. Ὅπου ὑπάρχει πόνος, οἱ χριστιανοί καλοῦνται νά προσφέρουν θεραπεία ὡς ἀνακούφιση καί συμφιλίωση. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος, γιά τόν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία, ἤδη ἀπό τίς ἀρχές τῆς ἱστορίας της, ἄρχισε νά ἱδρύει νοσοκομεῖα γιά νά ἔχουν πρόσβαση ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀξιοποιῶντας τίς γνωστές θεραπείες καί τά φάρμακα κάθε ἐποχῆς. Ἡ ἐξέχουσα περίπτωση τῆς «Βασιλειάδος» πού ἵδρυσε ὁ Μέγας Βασίλειος, ἀποτελοῦσε ἕναν τόπο κοινωνικῆς πρόνοιας γιά τούς φτωχούς καί παράλληλα τόπο καθολικότερης θεραπείας γιά τούς ἀρρώστους. Ὅπως σημείωνε ο Μέγας Βασίλειος «ἐπειδή τινες οὐ καλῶς χρῶνται τῇ τέχνῃ τῇ ἰατρικῇ, φευκτέον ἡμῖν πᾶσαν τήν ἀπ’ αὐτῆς ὡφέλειαν…τό τε γάρ ἐν ταῖς χερσί τῶν ἰατρῶν τήν ἐλπίδα ἔχειν τῆς ἑαυτῶν ὑγείας κτηνῶδες…τό τε πάντη τάς ἀπ’ αὐτῆς ὠφελείας ἀποφεύγειν φιλόνεικον»[57]. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀναγνωρίσει τή διακονία τῆς θεραπείας ἤδη ἀπό τίς πρώτες ἡμέρες τῆς σύστασής της, ὡς μία ἱερή προσπάθεια καί ὡς μία αὐθεντική συνεργασία μέ τό ἔργο τοῦ Θεοῦ. Σέ κανένα ἄλλο πεδίο τῆς ἀνθρώπινης δραστηριότητας δέν εἶναι ἡ τεχνολογική ἀνάπτυξη, τόσο πρόδηλη καί εὐπρόσδεκτη, ὅσο στίς ἰατρικές ἐπιστήμες. Ἡ ἐφεύρεση φαρμάκων, ἀντιβιοτικῶν, ἐμβολίων, θεραπειῶν ἀκόμη καί γιά τίς σοβαρότερες ἀσθένειες, ἀποτελοῦν ἰδιαίτερα λαμπρά ἐπιτεύγματα τῆς ἀνθρώπινης δημιουργικότητας καί, ὡς ἐκ τούτου, ἰδιαίτερα πολύτιμα δῶρα τά ὁποῖα προέρχονται ἀπό τόν Θεό. Παρόλα αὐτά, ἡ ταχύτητα μέ τήν ὁποία οἱ ἰατρικές ἐπιστῆμες ἀναπτύσσουν σήμερα, δοκιμάζουν καί χρησιμοποιοῦν τίς νέες τεχνολογίες καί θεραπείες, συχνά ἐπισκιάζει τόν ἠθικό προβληματισμό καί τήν πνευματική διάκριση. Ὁλοένα καί περισσότερο, ἡ Ἐκκλησία θά πρέπει να ἐπιχειρεί νά ἐξετάζει καί νά ἀξιολογεῖ χωριστά κάθε νέα ἐμφανιζομένη ἰατρική καινοτομία, ἐνῶ  ὁρισμένες φορές ὀφείλει νά ἐξετάζει καί τίς χρήσεις αὐτῶν τῶν καινοτομιῶν ἀνά περίπτωση. Αὐτό συχνά ἀποδεικνύεται ἀναγκαῖο, γιά παράδειγμα, σέ σχέση με τόν τρόπο πού ἡ Ἐκκλησία ὁρισμένους τρόπους παροχῆς φροντίδας πρός τούς ἡλικιωμένους καί ὅσους ἀσθενούν βαριᾶ. Δέν ὑπάρχει ἕνας ἁπλός καί γενικός κανόνας, λόγου χάρη, γιά τό ἕως πότε θά πρέπει ἤ δέν θά πρέπει νά παρατείνεται ἡ ἰατρική περίθαλψη, ἔτσι ὥστε νά παρατείνεται καί ἡ ζωή τοῦ ἀσθενοῦς. Ὁ βαθμός εὐεξίας τοῦ ἀσθενοῦς, ἡ πνευματική καί οἰκονομική κατάσταση τῆς οἰκογένείας του, ἡ αἰσθητή διάκριση τῶν κανονικῶν ἀπό τις ἀκραίες προσπάθειες διατήρησης καί παράτασης τῆς ζωῆς—ὅλα αὐτά καί ἄλλα πολλά θέματα, θά πρέπει νά λαμβάνονται ὑπ’ ὄψη σέ κάθε ἐπιμέρους περίπτωση. Συχνά, ἡ κριτική τήν ὁποία ἀναπτύσσει ἡ Ἐκκλησία σχετικά μέ τίς τρέχουσες ἰατρικές τεχνολογίες, ἀπευθύνεται στίς πρακτικές καί ἠθικές παραμέτρους καί συνέπειες τῶν ἐφαρμοζόμενων αὐτῶν μεθόδων. Γιά παράδειγμα, ὁρισμένες πρακτικές γονιμοποίησης in vitro ἤ θεραπεῖες μέ τήν ἐνίσχυση βλαστοκυττάρων γιά κακώσεις τοῦ νωτιαίου μυελοῦ, μπορεῖ νά περιλαμβάνουν τήν καταστροφή πολύ πρώιμων ἀνθρώπινων ἐμβρύων, μία πρακτική, τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία ἀρνεῖται νά ὑποστηρίξει. Καί πάλι, κάθε ἀτομική περίπτωση θεραπείας θά πρέπει μᾶλλον νά κρίνεται χωριστά. Ἡ Ἐκκλησία θά μποροῦσε, γιά παράδειγμα, νά δώσει χωρίς ἀντίρρηση τήν εὐλογία της γιά μία συγκεκριμένη θεραπεία μέ βλαστοκύτταρα, προκειμένου νά ἀνακουφιστοῦν τά συμπτώματα ἑνός συγκεκριμένου τύπου τραυματισμοῦ τῆς σπονδυλικῆς στήλης, ἀρκεῖ τά βλαστοκύτταρα τά ὁποῖα θά χρησιμοποιηθοῦν, νά μήν ἔχουν ἀποσπαστεῖ ἀπό ἔμβρυα πού ἔχουν ἀποβληθεῖ.
§70 Κάποιος θά μποροῦσε νά ἰσχυριστεῖ ὅτι οἱ νέες τεχνολογίες ἐξελίσσονται ἀκόμη γρηγορότερα ἔξω ἀπό τό πεδίο τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης. Ἀσφαλῶς, αὐτό ὁδηγεῖ σέ μεγαλύτερη ποικιλομορφία καί πολιτισμική διείσδυση. Γιά παράδειγμα, μόλις κατά τά τελευταῖα χρόνια—ἐδῶ καί μόλις μία ἤ δύο δεκαετίες—παρατηροῦνται ριζικές ἐξελίξεις στίς τεχνολογίες τῆς ἐπικοινωνίας, τῆς συλλογῆς καί διαλογῆς δεδομένων, τῆς μαζικῆς ἀνταλλαγῆς μηνυμάτων, τῆς ἀμεσης διάδοσης πληθώρας πληροφοριῶν σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο (ἤ τῆς παραπληροφόρησης, ἀνάλογα μέ τήν περίπτωση), κ.ο.κ. Κάθε παρόμοια ἐξέλιξη δημιουργεῖ ἀναρίθμητες εὐεργετικές δυνατότητες, ὅπως οἱ ἰδιαίτερα γρήγορες ἐπεμβάσεις τοῦ ἀνθρώπου σέ περιπτώσεις φυσικῶν καταστροφῶν καί ἀνθρώπινης ἐπιθετικότητας, καθώς καί νέους διαύλους ἐπικοινωνίας καί θετικῆς ἀλληλεπίδρασης μεταξύ προσώπων καί λαῶν. Ὡστόσο, οἱ ἴδιες τεχνολογίες δίνουν νέες εὐκαιρίες γιά κακόβουλη χρήση καί κατάχρησή τους ἤ γιά τήν ἀκούσια ἐπιβλαβῆ χρήση τους. Σήμερα, ἡ διάκριση μεταξύ πραγματικοῦ καί φαντασιώδους, μεταξύ γεγονότων καί ἀπόψεων, μεταξύ εἰδήσεων καί ἰδεολογικά ὑποκινούμενης προπαγάνδας, ὅπως καί μεταξύ ἀληθείας καί ψεύδους, γίνεται ὁλοένα καί περισσότερο ἀσαφής καί ρευστή, ἀκριβῶς λόγῳ τῆς τεραστίας δύναμης τοῦ διαδικτύου. Τά τελευταία χρόνια γινόμαστε μάρτυρες πολυάριθμων κρουσμάτων συστηματικῆς διαφθορᾶς τῶν δημοσίων διαλόγων στό διαδίκτυο, ἡ ὁποία ὑποκινείται ἀπό παράγοντες σύγχυσης, οἱ ὁποῖοι ἔχουν σκοπό νά σπείρουν διχόνοια ἤ νά ἐπηρεάσουν τίς πολιτικές τάσεις, κυρίως μέσῳ ἐξαπάτησης καί παραπλάνησης. Ἐξίσου ὀλέθρια εἶναι, ἴσως, καί ἡ ἀπροσχεδίαστη μέν, ὅμως διάχυτη χυδαιότητα, ἐξαιτίας τῆς υποχώρησης τοῦ ἐπιπέδου τῆς εὐγένειας στό διαδίκτυο. Ἡ φτηνή καί συνηθισμένη χρῆση τῆς ρητορικῆς τῆς καταγγελίας, τῆς πρόκλησης, τῆς προσβολῆς, τῆς σκληρότητας, τῆς παρενόχλησης, τοῦ ἐξευτελισμοῦ καί τῶν πνευματικά βλαβερῶν πρακτικῶν, εἶναι πολύ συνηθισμένη στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς διαδικτυακῆς κουλτούρας. Ὅλα αὐτά οφείλονται ἴσως στην ἴδια τή φύση τῆς σύγχρονης στιγμιαίας ἐπικοινωνίας, ἡ ὁποία καθιστᾶ ὅλα αὐτά τά δεινά ἀναπόφευκτα. Ἡ ἀσώματη, ἡ κατά περίεργο τρόπο ἀπρόσωπη καί ἀφηρημένη ποιότητα τῆς εἰκονικῆς ἐπικοινωνίας φαίνεται ὅτι ὁδηγεῖ σέ αὐτό τό εἶδος τῆς ἀνήθικης καί τῆς αὐτο-αναφορικῆς συμπεριφορᾶς, τήν ὁποία ἡ ἀληθινή καί ἄμεση παρουσία ἑνός ἄλλου προσώπου θά ἀποθάρρυνε. Στήν περίπτωση αὐτή, ἡ ἑπικοινωνία μπορεῖ πολύ συχνά νά καταστεῖ μία ἐναλλακτική πρόταση σέ βάρος τῆς ἀληθινῆς κοινωνίας, ἡ ὁποία ἀποβαίνει στήν πραγματικότητα καταστρεπτική γιά τήν ἴδια τήν κοινωνία. Γνωρίζουμε ἐπίσης, ὅτι τό διαδίκτυο μπορεῖ νά γίνει (γιά πολλούς ἀπό τούς παραπάνω λόγους) ἕνα ἐξαιρετικά ἰσχυρό ὄχημα γιά κάθε εἴδους ἐμμονές καί ἐθιστικές προσκολλήσεις, ὅπως ἡ πορνογραφία καί ἡ φαντασίωση τῆς βίας. Μέχρι στιγμῆς, εἶναι ἀδύνατο νά προβλέψουμε τήν ἔκταση, εἴτε τῶν ἀγαθῶν εἴτε τῶν δεινῶν πού μπορεῖ νά ἐπιφέρει ἡ νέα ἐποχή τῆς παγκόσμιας πολύ γρήγορης διαδικτύωσης. Ὡστόσο, τό μέγεθος τῆς βλάβης, πιθανότατα δέν πρόκειται νά εἶναι μικρότερο ἀπό τήν εὐεργεσία, ἀλλά μᾶλλον θά αὐξανεται μέ πολλούς καί ἀπρόβλεπτους τρόπους. Ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει, στήν περίπτωση αὐτή, νά ἐπαγρυπνεῖ, προβλέποντας τίς ἐπιπτώσεις τῶν νέων τεχνολογιῶν καί νά ἐνεργεῖ μέ σοφία γιά τήν καταπολέμηση τῶν πλέον ἐπιζήμιων ἀπό αὐτές. Ὀφείλει ἐπίσης νά ἐνημερώνεται διαρκῶς γιά τίς πλέον σημαντικές ἐξελίξεις σέ ἄλλους ἤ σχετικούς τομεῖς ἔρευνας, ὅπως οἱ νέοι ἀλγόριθμοι γιά τήν τεχνητή νοημοσύνη ἤ οἱ νέες τεχνικές γονιδιακῆς ἐπεξεργασίας. Τό πόσο καλά θά μπορέσει νά ἀξιοποιήσει τίς ποιμαντικές της δυνάμεις καί τούς πόρους της ἐνώπιον τῆς ἐπιταχυνομένης ἐπιστημονικῆς προόδου, θά καθορίσει ἀσφαλῶς καί τό πόσο καλά θά κατορθώσει νά προσφέρει ἕνα οὐσιαστικό πνευματικό καταφύγιο σέ ὅσους ἀναζητοῦν τόν Θεό καί τήν ἀγάπη Του στόν σύγχρονο κόσμο.
§71 Τό πρῶτο ἴσως μέλημα τῆς Ἐκκλησίας, στήν προσπάθειά της νά κατανοήσει τίς ραγδαίες τεχνολογικές ἐξελίξεις τῆς ὕστερης νεωτερικότητας καί νά ἐξασφαλίσει τόν ρόλο της ὡς τόπος πνευματικῆς σταθερότητας ἐνώπιον τῆς ἀδιάλειπτης ἐπιστημονικῆς καί κοινωνικῆς ἀλλαγῆς, θά πρέπει ἴσως νά γίνει ὁ ἀγώνας γιά τήν ὑπέρβαση κάθε ἔκδηλου ἀνταγωνισμοῦ μεταξύ τοῦ κόσμου τῆς πίστης καί ἐκείνου τῆς ἐπιστήμης. Μία ἀπό τίς πλέον ἐπίβουλες στιγμές τῆς ἱστορίας τοῦ σύγχρονου Δυτικοῦ πολιτισμοῦ ὑπήρξε ἡ ἐμφάνιση τοῦ θρησκευτικοῦ φονταμενταλισμοῦ, συμπεριλαμβανομένων ὁρισμένων φιντεϊστικῶν μορφῶν Χριστιανισμοῦ, οἱ ὁποῖες ἀρνοῦνται νά δεχθοῦν τίς ἀνακαλύψεις σέ τομεῖς, ὅπως ἡ Γεωλογία, ἡ Παλαιοντολογία, ἡ Ἐξελικτική Βιολογία, ἡ Γενετική καί οἱ περιβαλλοντικές ἐπιστῆμες. Ἐξίσου φιντεϊστικές εἶναι καί οἱ μορφές τοῦ ἰδεολογικοῦ «ἐπιστημονισμοῦ» καί τοῦ μεταφυσικοῦ «ὑλισμοῦ», πού ἐμμένουν στήν ἄποψη ὅτι ἡ πραγματικότητα στο σύνολό της θά πρέπει νά ἀποδοθεῖ σέ ἀμιγῶς ὑλικές δυνάμεις καί αἰτίες, καί ὅτι ὁλόκληρο τό πνευματικό πεδίο ἀποτελεῖ μία ψευδαίσθηση. Μία τέτοια θεώρηση τῆς πραγματικότητας δέν ὑποστηρίζεται οὔτε ἀπό ἐπιστημονικές ἀποδείξεις, οὔτε ἀπό τη λογική, καί εἶναι πράγματι ἀπό φιλοσοφική σκοπιά ἀσυνάρτητη. Ὡστόσο, ὁ λαϊκός πνευματικός πολιτισμός τῆς ὕστερης νεωτερικότητας ἔχει σημαδευθεῖ σέ ἀξιοσημείωτο βαθμό ἀπό τίς ἀντίπαλες αὐτές μορφές φονταμενταλισμοῦ. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ἐνδιαφέρεται γιά τίς ἀντιπαραθέσεις τῶν ἁπλοϊκῶν φιλοσοφιῶν, μάλιστα πολύ λιγότερο γιά τίς ἱστορικά ἀπληροφόρητες ψευδοθεωρίες γύρω ἀπό κάποια ὑποτιθέμενη διαχρονική σύγκρουση μεταξύ θρησκείας καί ἐπιστήμης. Οἱ χριστιανοί θά πρέπει νά χαίρονται μέ τήν πρόοδο ὅλων τῶν ἐπιστημῶν, νά διδάσκονται μέ χαρά ἀπό αὐτές καί νά ὑποστηρίζουν τόσο τήν ἀνάγκη τῆς ἐπιστημονικῆς ἐκπαίδευσης, ὅσο καί τή δημόσια καί ἰδιωτική χρηματοδότηση γιά τή νόμιμη καί ἀναγκαία ἐπιστημονική ἔρευνα. Εἰδικά σήμερα, σέ μία ἐποχή οἰκολογικῆς κρίσης, ὀφείλουμε νά ἀξιοποιοῦμε ὅλους τούς πόρους τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας καί θεωρίας προκειμένου νά ἀποκτοῦμε βαθύτερη γνῶση τοῦ κόσμου μας καί νά βρίσκουμε περισσότερο ἀποτελεσματικές λύσεις ἀπέναντι στούς κοινούς κινδύνους. Ἡ ἀντίληψη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι, καθετί πού συμβάλλει στήν εὐημερία τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς δημιουργίας στό σύνολό της θά πρέπει νά ἐπαινοῦνται. Γιά τόν λόγο αὐτό ἡ Ἐκκλησία ἐνθαρρύνει ἀδιάκοπα τούς ἐρευνητές τῶν σχετικῶν κλάδων νά καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια γιά τήν ἀνακούφιση κάθε μορφῆς πόνου, γιά τήν ἀνάπτυξη νέων τεχνολογιῶν παροχῆς πόσιμου νεροῦ σέ ὑποβαθμισμένες περιοχές, τῆς ἔγκαιρης πρόληψης τῆς ἐξάντλησης καί τῆς φθίνουσας παραγωγικότητας τοῦ ἐδάφους, τῶν ἀσθενειῶν τῶν καλλιεργειῶν, τῆς αὐξησης τῆς συγκομιδῆς καί τῆς ἀνθεκτικότητας τῶν καλλιεργειῶν, κ.ο.κ. Ἡ Ἐκκλησία ἐνθαρρύνει τούς πιστούς νά εἶναι εὐγνώμονες γιά τά εὑρήματα τῶν ἐπιστημῶν—καί νά δέχονται—ἀκόμη καί ἐκεῖνα τά ὁποῖα, ἐνδεχομένως, θά τούς ὑποχρέωναν νά ἀναθεωρήσουν τίς ἀντιλήψεις τους γιά τήν ἱστορία καί τό πλαίσιο τῆς κοσμικῆς πραγματικότητας. Ἡ ἐπιθυμία γιά ἐπιστημονική γνῶση ἀπορρέει ἀπό τήν ἴδια πηγή μέ αὐτή τῆς λαχτάρας τῆς πίστης νά εἰσέλθει ἀκόμη βαθύτερα στό μυστήριο τοῦ Θεοῦ.
§72 Ἐπιπλέον ἡ Ἐκκλησία θά πρέπει νά ἀξιοποιεῖ τίς κατακτήσεις τῶν ἐπιστημῶν, καθώς καί τήν τεχνολογική πρόοδο τοῦ διαδικτύου καί τῶν μέσων κοινωνικῆς δικτύωσης, πρός ὄφελος τῆς ποιμαντικῆς της διακονίας καί ἀποστολῆς. Ἡ Ἐκκλησία, γιά τήν ἐνίσχυση τοῦ ποιμαντικοῦ της ἔργου, ὀφείλει τουλάχιστον νά ἐνημερώνεται πάνω στίς γνώσεις πού ἔχουν ἀποκτηθεῖ, κατά τούς τελευταίους αἰῶνες, σχετικά μέ τήν πολυπλοκότητα τῶν ἀνθρώπινων κινήτρων καί ἐπιθυμιῶν καί τῶν κρυφῶν σωματικῶν καί ψυχολογικῶν αἰτίων—συμπεριλαμβανομένων τῶν γενετικῶν, νευροβιολογικῶν, βιοχημικῶν καί ψυχολογικῶς τραυματικῶν αἰτίων—τά ὁποῖα συχνά μποροῦν νά καθορίσουν τήν ἀνθρώπινη συμπεριφορά. Ἡ συνειδητοποίηση τῶν παραπάνω αἰτίων μέ κανένα τρόπο δέν θά πρέπει νά ὑποβαθμίζει τήν ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας κατανόηση τῆς πραγματικῆς δύναμης τῆς ἁμαρτίας στόν κόσμο ἤ τῆς ἀνάγκης γιά μετάνοια καί συγχώρηση. Οὔτε χρειάζεται ἡ Ἐκκλησία νά παρακάμπτει τίς πνευματικές ἀσθένειες, θεωρῶντας τις ἀμιγῶς ψυχολογικές διαταραχές, οἱ ὁποῖες ἀπαιτοῦν θεραπεία καί ὄχι πραγματική μετάνοια καί ἀναγέννηση ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ἐντούτοις, μία βαθύτερη αἴσθηση τῶν μεγαλύτερων δυσχερειῶν πού ἀντιμετωπίζουν τά πνευματικά ὄντα πού διαθέτουν σώμα, σέ ἕναν κόσμο πού τυραννεῖται ἀπό τόν θάνατο καί τήν πνευματική ἀκαταστασία, θά βοηθοῦσε τούς Ὀρθόδοξους ποιμένες στήν κατανόηση τῶν τρόπων πειθοῦς καί θεραπείας τῶν ἀνδρῶν καί τῶν γυναικῶν, γιά τούς ὁποίους φέρουν εὐθύνη. Καί εἶναι ἀπόλυτα σύμφωνη μέ τήν ἀληθινή φιλανθρωπία καί τήν ἀληθινή χριστιανική ταπεινοφροσύνη ἡ ἀνάγκη, οἱ ποιμένες αὐτοί νά ἀναγνωρίσουν ὅτι ὁρισμένα προβλήματα εἶναι τό ἀποτέλεσμα, τόσο κάποιων τελείως συμπτωματικῶν φυσικῶν κινήτρων ἤ ψυχολογικῶν ἐφορμήσεων, ὅσο καί κάποιων ἠθικῶν ἀστοχιῶν. Ὅσοι ἀφιερώθηκαν στή φροντίδα τῶν ψυχῶν, ὀφείλουν νά εἶναι ἀνοικτοί καί πρόθυμοι νά διδαχθοῦν ἀπό ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι μελετοῦν τόν φυσικό δυναμισμό τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ καί σώματος, ἀκόμη περισσότερο μάλιστα, νά δοξάζουν τόν Θεό γιά τή χάρη πού κατέρχεται στίς ἐντρυφήσεις καί τίς μελέτες τῶν ἐρευνητῶν αὐτῶν.
§73 Στό Σύμβολο Νικαίας-Κωσταντινουπόλεως, τή θεμελιώδη αὐτή διακήρυξη τῆς πίστης τῆς Ἐκκλησίας, οἱ Ὀρθόδοξοι ὁμολογοῦν «ἕνα Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα, ποιητήν οὐρανοῦ καί γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καί ἀοράτων». Ἡ Ἁγία Γραφή διαβεβαιώνει πώς «εἶδεν ὁ Θεός τά πάντα, ὅσα ἐποίησε, καί ἰδού καλά λίαν» (Γέν. 1:31). Ἡ λέξη «καλά» στό κανονικό ἑλληνικό κείμενο τῶν Ἐβδομήκοντα (Ο΄), δηλώνει κάτι πολύ περισσότερο ἀπό τήν ἀπλή ἀξία ἑνός πράγματος, ἤ ὅτι κάτι εἶναι ἀπλά ἀποδεκτό ἀπό ἠθική ἄποψη. Δηλώνει ἐπιπλέον ὅτι ὁ σύνολος κόσμος δημιουργήθηκε καί κλήθηκε στό «κάλλος». Ἡ Λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τό ἐπιβεβαιώνει: «Τριάς γάρ, εἷς Θεὸς παντοκράτωρ οὗ τήν δόξαν οἱ οὐρανοί διηγοῦνται, ἡ δέ γῆ τήν αὐτοῦ δεσποτείαν, καί ἡ θάλασσα τό αὐτοῦ κράτος, καί πᾶσα αἰσθητή καί νοητή κτίσις τήν αὐτοῦ μεγαλειότητα κηρύττει πάντοτε». Αὐτή ἡ βαθιά πίστη στήν ἀγαθότητα καί τό κάλλος τῆς συνόλου δημιουργίας ἀποτελεῖ τήν πηγή καί τήν οὐσία τοῦ κοσμολογικοῦ ὁράματος τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Ὀρθόδοξοι χριστιανοί ψάλλουν κατά τήν ἑορτή τῶν Θεοφανείων: «Σήμερον τῶν ὑδάτων, ἁγιάζεται ἡ φύσις» (Ἀπό τόν Μέγα Ἁγιασμό), «ἡγιάσθη ἡ γῆ, ὕδατα ηὐλογήθη, ὁ οὐρανός πεφώτισται» (Κανών Θεοφανείων, Ὠδὴ IV) . . . «ἵνα καί διά στοιχείων, καί διά Ἀγγέλων, καί διά ἀνθρώπων, καί διά ὁρωμένων, καί διά ἀοράτων, δοξάζηταί Σου τό πανάγιον ὄνομα, σύν τῷ Πατρί, καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι» (Ἀπό τόν Μέγα Ἁγιασμό). Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής μᾶς λέει ὅτι οἱ ἄνθρωποι δέν ὑπάρχουν μεμονωμένα ἀπό τήν ὑπόλοιπη δημιουργία. Μέσῳ τῆς ἴδιας τους τῆς φύσης συνδέονται μέ τό σύνολο τῆς δημιουργίας[58]. Κάθε φορά πού ὁ ἄνθρωπος καί ἡ δημιουργία σχετίζονται κατά τρόπο ὀρθό, ὁ ἄνθρωπος ἐκπληρώνει τήν ἀποστολή του εὐλογῶντας, ἀνυψώνοντας καί μεταμορφώνοντας τόν κόσμο, ἔτσι ὥστε νά ἀποκαλύπτεται, ἀκόμη καί στό μέσο τῆς πτώσης του, ἡ ἐγγενής ἀγαθότητά του. Σέ αὐτή δοξάζεται τό ἅγιο ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ἐντούτοις, οἱ ἄνθρωποι πολύ συχνά φαντάζονται πώς ὑπάρχουν μεμονωμένα καί ἄσχετα ἀπό τήν ὑπόλοιπη δημιουργία, συμμετέχουν δέ στόν ὑλικό κόσμο μόνο σέ κάποιο μέτρο, στίς περιπτώσεις ὅπου μποροῦν ἤ ὑποχρεοῦνται νά τόν ἐκμεταλλευθοῦν, γιά τούς δικούς τους σκοπούς. Ἀγνοοῦν, ἀμελοῦν καί ἐνίοτε ἀπορρίπτουν ἐσκεμμένα τόν δεσμό τους μέ τήν ὑπόλοιπη κτίση. Ἐπανειλημμένα, ὁ ἄνθρωπος ἀρνεῖται τήν κλῆση του νά μεταμορφώσει τόν κόσμο, ἐπιλέγοντας ἀντίθετα νά τόν παραμορφώσει. Ἀπό τή στιγμή μάλιστα τῆς γέννησης καί τῆς ἐπιτάχυνσης τῆς βιομηχανικῆς ἐποχῆς, ἡ ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου νά βλάπτει, ἔχει μεγαλώσει σέ ἀμείλικτο βαθμό, μέ ἀποτέλεσμα, σήμερα νά βρισκόμαστε ἀντιμέτωποι μέ καταστροφές ἀδιανόητες κατά τό παρελθόν, ὅπως εἶναι ἡ ἐπιταχυνομένη τῆξη τῶν πάγων καί τῶν παγετώνων, ἡ ἀτμοσφαιρική ρύπανση, ἡ ὁποία εὐθύνεται γιά τά ὄξινα νερά τῆς βροχής καί τῶν ποταμιῶν ἡ ἀλλοίωση τοῦ πόσιμου νεροῦ ἀπό τά φαρμακευτικά προϊόντα, καί ἡ τραγική μείωση ἤ ἀκόμη καί ἐξαφάνιση πολλῶν εἰδῶν φυτῶν καί ζώων. Ἡ Ἐκκλησία, σέ ἀντίθεση μέ ὅλες ἐκείνες τις δυνάμεις πού συνεργοῦν στήν ὑποβάθμιση τῶν οἰκοσυστημάτων μας—πολιτικές, κοινωνικές καί οἰκονομικές, πνευματικές καί ὑλικές, ἑταιρικές καί ἀστικές—ἐπιδιώκει νά διανοίξει μία ὄντως λειτουργική καί μυστηριακή ὁδό κοινωνίας μέ τόν Θεό μέσῳ τῆς δημιουργίας Του καί μέσα σέ αὐτή, μία ὁδό ἡ ὁποία προϋποθέτει τήν εὐαισθησία γιά τά πάντα, καί τήν φροντίδα γιά ὁλόκληρη τή δημιουργία.
§74 Τό ἔργο τῆς μεταμόρφωσης τοῦ κόσμου ἀπαιτεῖ μεγάλη προσπάθεια, ἕναν ἀδιάκοπο ἀγῶνα ἐνάντια στήν πτωτική συνθήκη τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου. Ἡ ἀνάληψη μάλιστα αὐτοῦ τοῦ ἔργου προϋποθέτει ἀσκητικό ἦθος, τό ὁποῖο μπορεῖ νά ἀναπροσανατολίσει τήν ἀνθρώπινη βούληση, ὥστε νά ἀποκατασταθεῖ ὁ δεσμός της μέ ὅλη τή δημιουργία. Τό ἦθος αὐτό ὑπενθυμίζει στούς χριστιανούς τό γεγονός ὅτι ἡ δημιουργία, ὡς θεῖο δῶρο τοῦ φιλεύσπλαγχνου δημιουργοῦ της, δέν ὑπάρχει ἁπλά γιά χάρη μας, γιά τήν ἀνάλωσή της κατά τό θέλημα καί τήν τρυφή μας, ἀλλά μᾶλλον ὡς ἕνα πεδίο κοινωνίας καί ἀγαλλίασης, τοῦ ὁποίου τήν ἀγαθότητα προορίζονται νά μοιραστοῦν ὅλα τά πρόσωπα καί ὅλα τά πλάσματα, καί τοῦ ὁποίου τό κάλλος καλοῦνται ὅλοι νά ἀγαπήσουν καί νά προστατεύσουν. Αὐτό συνεπάγεται, μεταξύ ἄλλων, σκληρή ἐργασία γιά τήν ἐξάλειψη τῆς σπατάλης καί τῆς καταστρεπτικῆς χρήσης τῶν φυσικῶν πόρων, τή μέριμνα γιά τή βιωσιμότητα τοῦ φυσικοῦ κόσμου γιά χάρη τῆς σημερινῆς καί ὅλων τῶν ἐπερχόμενων γενεῶν, καθώς καί ἀγῶνα γιά ἐγκράτεια, λιτότητα καί λελογισμένη χρῆση ὅλων τῶν πραγμάτων. Ἐντούτοις, τίποτε ἀπό αὐτά δέν εἶναι ἐφικτό, χωρίς βαθιά ἄσκηση στήν εὐγνωμοσύνη. Χωρίς τήν ἔκφραση εὐχαριστίας δέν εἴμαστε πραγματικά ἀνθρώπινες ὑπάρξεις. Αὐτό, πράγματι, εἶναι τό θεμέλιο τῆς εὐχαριστιακῆς ταυτότητας τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς εὐχαριστιακῆς κατανόησης τῆς ἀποστολῆς της στόν κόσμο. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σέ ἁρμονία μέ τή δημιουργία, ἡ εὐχαριστία αὐτή ἐκφράζεται ἀβιάστα καί φυσικά. Ὅταν αὐτή ἡ ἁρμονία διαρραγεῖ ἤ ἀντικατασταθεῖ ἀπό τήν ἀσυμφωνία, ὅπως συμβαίνει συχνά, ἡ εὐχαριστία μετατρέπεται σέ ἀφόρητο βάρος καί δυσεκπλήρωτο καθῆκον. Ἀλλά μόνον ἡ γνήσια εὐχαριστιακή στάση μπορεῖ νά θεραπεύσει τή διαίρεση, ἡ ὁποία ἀλλοτριώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ὑπόλοιπη κτιστή τάξη. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι μάθουν νά ἐκτιμοῦν τούς γήινους πόρους μέ ἕνα ἀληθινά εὐχαριστιακό πνεῦμα, παύουν νά ἀντιμετωπίζουν τή δημιουργία ὡς μία χωριστή πραγματικότητα, ὡς ἀντικείμενο ἁπλά χρηστικό ἤ ὡς ἰδιοκτησία τους. Τότε μόνον καθίστανται ἱκανοί νά ἀντιπροσφέρουν τόν κόσμο στόν δημιουργό του μέ ἕνα γνήσια εὐχαριστιακό πνεῦμα—«Τά σά ἐκ τῶν σῶν σοί προσφέρομεν κατά πάντα καί διά πάντα» (Ἀπό τήν Ἀναφορά, κατά τή Θεία Λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου). Κατά τή λατρευτική πράξη, ἡ δημιουργία ἀποκαθίσταται στόν ἀληθινό προορισμό της: τά πάντα ἀναλαμβάνουν καί πάλι τόν σκοπό τους, ὁ ὁποίος εἶχε τεθεῖ ἀπό τόν Θεό στήν ἀρχή, μέ ἀποτέλεσμα, ἡ δημιουργία νά ἐνδύεται καί πάλι σέ ὁρισμένο βαθμό τό ἀρχέγονο κάλλος της. 
§75 Ἡ Ἐκκλησία ἀντιλαμβάνεται τόν κόσμο πού δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό, ὡς ἕνα ἱερό μυστήριο, τά βάθη τοῦ ὁποίου ἐγγίζουν τίς αἰωνίες βουλές τοῦ δημιουργοῦ του. Καί αὐτό καθ᾽ ἑαυτό ἀλλά καί μέσα του ἀποκλείει ὁποιαδήποτε ἀλαζονεία κυριότητας ἀπό τήν πλευρά τῶν ἀνθρώπων. Πράγματι, ἡ ἐκμετάλλευση τῶν πόρων τοῦ κόσμου πρέπει πάντοτε νά ἀναγνωρίζεται περισσότερο ὡς μία ἔκφραση τοῦ «προπατορικοῦ ἁμαρτήματος» τοῦ Ἀδάμ, παρά ὡς ὁ ὀρθός τρόπος ἀποδοχῆς τοῦ θαυμάσιου δώρου τοῦ Θεοῦ πρός τή δημιουργία. Μία τέτοια ἐκμετάλλευση εἶναι τό ἀποτέλεσμα τοῦ ἐγωισμοῦ καί τῆς ἀπληστίας, τά ὁποῖα προκύπτουν ἀπό τήν ἀποξένωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τήν, ὡς συνέπειά της, ἀπώλεια τῆς σχέσης πού εἶχε ὀρθά καθοριστεῖ μεταξύ τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ὑπόλοιπης φύσης. Ὅπως ἔχει ἐπανειλημμένα τονιστεῖ, κάθε πράξη ἐκμετάλλευσης, ρύπανσης καί παράχρησης τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ θά πρέπει νά ἀναγνωρίζεται ὡς ἁμαρτία. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος περιγράφει τήν κτίση ὡς «συστενάζουσαν καὶ συνωδίνουσαν ἄχρι τοῦ νῦν» (Ρωμ. 8:22), ἐνῶ ἡ «ἀποκαραδοκία» της «τήν ἀποκάλυψιν τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ ἀπεκδέχεται» (Ρωμ. 8:19). Οἱ συνέπειες τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἀποξένωσής μας ἀπό τόν Θεό δέν εἶναι μόνον προσωπικές καί κοινωνικές, ἀλλά καί οἰκολογικές, καί μάλιστα καί κοσμολογικές. Ἐπομένως, ἡ οἰκολογική κρίση δέν θά πρέπει ἁπλά νά ἐκλαμβάνεται ὡς ἕνα ἠθικό δίλημμα, ἀλλά νά θεωρεῖται ὀντολογικό καί θεολογικό ζήτημα, τό ὁποῖο ἀπαιτεῖ ριζική ἀλλαγή νοοτροπίας καί ἕναν νέο τρόπο ὕπαρξης. Ἡ δέ ἀλλαγή θά πρέπει νά ἐκτείνεται καί νά περιλαμβάνει καί τίς συνηθείες μας ὄχι μόνον ὡς ἀτόμων, ἀλλά καί ὡς εἴδους. Γιά παράδειγμα, ἡ ἀπερίσκεπτη ἐκμετάλλευση τῶν φυσικῶν πόρων καί ἡ ἀδικαιολόγητη χρῆση τῶν ὀρυκτῶν καυσίμων προκαλοῦν ὁλοένα καί περισσότερο ὀλέθριες ἐξελίξεις κλιματικῆς ἀλλαγῆς καί ἀνόδου τῆς θερμοκρασίας τοῦ πλανήτη. Ἐπομένως, ἡ χρῆση ἐναλλακτικῶν πηγῶν ἐνέργειας καί οἱ προσπάθειες νά ἐλαττώσουμε ὅσο τό δυνατό περισσότερο τήν ἐπίδρασή μας ἐπί τοῦ πλανήτη, συνιστοῦν σήμερα τήν ἀναγκαία ἀνταπόκριση στήν κλῆση μας νά μεταμορφώσουμε τόν κόσμο.
§76 Κανένας δέν μπορεῖ νά ζεῖ ἀποκομμένος ἀπό τό σύνολο τῆς ἀνθρωπότητας, ἀπό τό σύνολο τῆς δημιουργίας. Εἴμαστε πλάσματα (ἀλληλο)ἐξαρτώμενα, πού βρίσκονται σέ διαρκή κοινωνία, καί ὡς ἐκ τούτου φέρουμε ἠθική εὐθύνη, ὄχι μόνο γιά μᾶς τούς ἴδιους ἤ γιά ἐκείνους τούς ὁποίους ἐπηρεάζουμε ἄμεσα, ἀλλά καί γιά ὁλόκληρη τήν κτιστή τάξη—ὁλόκληρη, τρόπος τοῦ λέγειν, τήν «κοσμόπολη». Ἰδιαίτερα στήν ἐποχή μας, θά πρέπει νά κατανοήσουμε ὅτι ἡ διακονία τοῦ πλησίον καί ἡ διαφύλαξη τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένες. Παρόμοια ἄρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους εἶναι καί ἡ φροντίδα μας γιά τή δημιουργία καί ἡ διακονία μας πρός τά μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὅπως εἶναι ἀλληλένδετες καί οἱ οἰκονομικές συνθῆκες τῶν φτωχῶν μέ τίς οἰκολογικές συνθήκες τοῦ πλανήτη. Οἱ ἐπιστήμονες μᾶς λένε ὅτι ἐκείνοι πού ἔχουν πληγεῖ περισσότερο ἀπό τήν τρέχουσα οἰκολογική κρίση εἶναι καί θά εἶναι ὅσοι κατέχουν ἐλάχιστα. Ἑπομένως, τό πρόβλημα τῆς κλιματικῆς ἀλλαγῆς ἀποτελεῖ καί ζήτημα κοινωνικῆς πρόνοιας καί κοινωνικῆς δικαιοσύνης. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία καλεῖ τίς κυβερνήσεις τοῦ κόσμου νά ἀναζητήσουν τρόπους προώθησης τῶν περιβαλλοντολογικῶν ἐπιστημῶν μέσῳ τῆς ἐκπαίδευσης καί τῶν κρατικῶν ἐπιχορηγήσεων, ἐρευνητικῶν προγραμμάτων. Τίς καλεῖ νά προθυμοποιηθοῦν γιά τή χρηματοδότηση τεχνολογιῶν, οἱ ὁποῖες θά συντελέσουν στήν ἀναστροφή τῶν δυσμενῶν ἐπιπτώσεων ἀπό τίς ἐκπομπές τοῦ διοξειδίου τοῦ ἄνθρακα, ἀπό τή ρύπανση καί ἀπό ὅλες τίς μορφές περιβαλλοντικῆς ὑποβάθμισης.
§77 Ὀφείλουμε ἐπίσης νά ἔχουμε κατά νοῦ, ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἀποτελοῦν μέρος τοῦ περιπλόκου καί εὐαίσθητου ἱστοῦ τῆς δημιουργίας καί ὅτι ἡ εὐημερία τους εἶναι ἀδύνατο νά διαχωρισθεῖ ἀπό τήν εὐημερία τοῦ φυσικοῦ κόσμου στό σύνολό του. Ὅπως ὑποστηρίζει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, κάθε πτυχή τῆς ἀλλοτρίωσης τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τή φύση του καί τόν φυσικό κόσμο ἔχει ἀποκατασταθεῖ ἐν Χριστῷ. Ὁ Χριστός ἦρθε καί γιά νά ἀποκαταστήσει τήν ἀρχική φύση τῆς ὑλικῆς δημιουργίας ὡς ἐπίγειου παραδείσου τοῦ Θεοῦ[59]. Ἑπομένως, ἡ συμφιλίωσή μας μέ τόν Θεό θά πρέπει νά ἐκδηλώνεται καί ὡς συμφιλίωσή μας μέ τή φύση, συμπεριλαμβανόμενης καί τῆς συμφιλίωσής μας μέ τά ζῶα. Δέν εἶναι τυχαῖο, ὅτι ἡ ἀφήγηση περί τῆς δημιουργίας στό πρῶτο κεφάλαιο τῆς Γενέσεως, ἀναφέρει πώς ἡ δημιουργία τῶν ζώων καί ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ἔλαβε χώρα κατά τήν ἴδια ἡμέρα (Γέν. 1:24-31). Οὔτε θά πρέπει νά λησμονοῦμε ὅτι, σύμφωνα μέ τήν ἱστορία τοῦ Κατακλυσμοῦ, ἡ διαθήκη τοῦ Νῶε μέ τόν Θεό συμπεριελάμβανε τή διάσωση τοῦ ἀνθρώπινου γένους καί τοῦ λοιποῦ ζωϊκοῦ βασιλείου (πρβλ. Γέν. 9:9-11). Τό ἀνεπανάληπτο μεγαλεῖο τῆς ἀνθρωπότητας στόν κόσμο αὐτό, δηλαδή ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, παραπέμπει σέ μία μοναδική εὐθύνη καί ἀποστολή, ἕνα ἱερατικό λειτούργημα στήν ὑπηρεσία ὁλόκληρης τῆς δημιουργίας, ἡ ὁποία ἐναγωνίως ἀποδέχεται τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος μοιράζεται τή γῆ μέ ὅλα τά ἄλλα ζωντανά πλάσματα, ἀλλά εἶναι ὁ μόνος ἀπό αὐτά πού διαθέτει τήν ἱκανότητα καί ἔχει τήν ἐξουσία νά τή φροντίζει (ἤ, δυστυχῶς, νά τήν καταστρέφει). Τά ζῶα, πού γεμίζουν τόν κόσμο, εἶναι μία μαρτυρία τῆς γενναιόδωρης δημιουργικῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τῆς ποικιλίας καί τοῦ πλούτου της, καί περιβάλλονται ἀπό τή θεία ἀγάπη, ὥστε οὔτε ἕνα σπουργίτι δέν εἶναι «ἐπιλελησμένον ἐνώπιόν του Θεοῦ» (Λουκ. 12:6). Ἐπιπλέον, τά ζῶα μέ τή φυσικότητά τους μᾶς ὑπενθυμίζουν τόν παράδεισο, τόν ὁποῖο ἡ ἀνθρώπινη ἁμαρτία σπατάλησε ἄσκοπα, ἐνῶ ἡ ἱκανότητά τους νά πάσχουν καί νά ὑπομένουν ἀδιαμαρτύρητα, μᾶς ὑπενθυμίζει τόν κοσμικό κατακλυσμό, τόν ὁποῖο προκάλεσε ἡ ἀποξένωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό. Πρέπει ἐπίσης νά θυμόμαστε ὅτι οἱ ἐπαγγελίες τῆς Ἁγίας Γραφῆς περί τοῦ μέλλοντος αἰῶνος δέν ἀφοροῦν μόνο στόν πνευματικό προορισμό τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί στό μέλλον ἑνός λυτρωμένου κόσμου, ὅπου ἡ χλωρίδα καί ἡ πανίδα ἀφθονοῦν, ἀνακαινισμένες σέ μία κατάσταση κοσμικῆς ἀρμονίας.  
§78 Ἔτσι, στούς βίους τῶν ἁγίων ὑπάρχουν ἀναρίθμητες διηγήσεις γιά ἄγρια θηρία, τά ὁποῖα, ἐνῶ ὑπό κανονικές συνθήκες τρομοκρατοῦν καί ἐχθρεύονται τούς ἀνθρώπους, ἡμερεύουν ἀπό τήν καλοκαγαθία τῶν ἁγίων ἀνδρῶν καί γυναικῶν. Ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σύρος, τόν ἕβδομο αἰῶνα, ὁρίζει τήν ἐλεήμονα καρδιά ὡς ἑξῆς: «καῦσις καρδίας ὑπέρ πάσης τῆς κτίσεως, ὑπέρ τῶν ἀνθρώπων καί τῶν ὀρνέων καί τῶν ζῴων . . . καὶ ὑπέρ παντὸς κτίσματος»[60]. Πρόκειται γιά ἕνα σταθερό θέμα στή μαρτυρία τῶν ἁγίων. Ὁ ἅγιος Γεράσιμος θεράπευσε ἕνα τραυματισμένο λιοντάρι κοντά στόν ποταμό Ἰορδάνη· ὁ ἅγιος Οὐβέρτος, λαμβάνοντας ἕνα ὅραμα ἀπό τόν Χριστό, ἐνῶ κυνηγούσε ἐλάφια, διετύπωσε γιά τούς κυνηγούς ἠθικούς κανόνες, οἱ ὁποίοι ἀφοροῦν στή διαφύλαξη τῆς δημιουργίας· ὁ ἅγιος Κολουμπάνος ἦταν φίλος μέ λύκους, ἀρκούδες, πτηνά καί κουνέλια· ὁ ἅγιος Σέργιος ἐξημέρωσε μία ἄγρια ἄρκούδα· ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ ἔδινε τροφή στά ἄγρια ζῶα· ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία ἦταν ἐξοικειωμένη μέ τό λιοντάρι, τό ὁποῖο ἀργότερα φύλαγε τό λείψανό της· ὁ ἅγιος Ἰννοκέντιος θεράπευσε ἕναν πληγωμένο ἀετό· ἡ ὁσία Μελαγγέλη ἦταν γνωστή γιά τήν προστασία τῶν ἀγρίων κουνελιῶν καί γιά τήν ἐξημέρωση τῶν ἁρπακτικῶν τους. Στή σύγχρονη ἐποχή, ὁ ἅγιος Παΐσιος ζοῦσε ἁρμονικά μέ τά φίδια. Μάλιστα, ὄχι μόνο τά ζῶα, ἀλλά καί τά φυτά, θά πρέπει νά ἀποτελοῦν ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης μας. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς κήρυττε ὅτι «οἱ ἄνθρωποι θά παραμείνουν πτωχοί, ἐπειδή δέν ἔχουν ἀγάπην διά τά δένδρα»[61], ἐνῶ ὁ ἅγιος Ἀμφιλόχιος τῆς Πάτμου ρωτούσε: «Γνωρίζετε ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε μία ἀκόμη ἐντολή πού δέν καταγράφεται στήν Ἁγία Γραφή; Εἶναι ἡ ἐντολή νά ἀγαπᾶμε τά δέντρα». Τό ἀσκητικό ἦθος καί τό εὐχαριστιακό πνεῦμα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας συμπίπτουν ἀπόλυτα μέ αὐτό τό μέγα μυστηριακό ὅραμα τῆς δημιουργίας, πού διακρίνει τά ἴχνη τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, «τοῦ πανταχοῦ παρόντος καί τά πάντα πληροῦντος» (Προσευχή εἰς τό Ἅγιον Πνεῦμα), ἀκόμη καί μέσα σέ ἕναν κόσμο πού φθίνει καί εἶναι ἐγκλωβισμένος στήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο. Εἶναι ἕνα ὅραμα, τό ὁποῖο δέχεται τόν ἄνθρωπο ὡς ἕνα ὄν πού εἶναι συνδεδεμένο μέ τό καθετί στήν κτίση, ἕνα ὅραμα πού μᾶς ἐνθαρρύνει νά εὐφραινόμαστε μέ τήν ἀγαθότητα καί τήν ὡραιότητα τοῦ σύμπαντος κόσμου. Τό ἦθος καί τό πνεῦμα αὐτό μᾶς ὑπενθυμίζουν ὅτι ἡ εὐγνωμοσύνη, ὁ θαυμασμός, ἡ ἐλπίδα καί ἡ χαρά συνιστοῦν τή μόνη πρέπουσα καί κατάλληλη, τήν ὄντως δημιουργική καί καρποφόρα στάση μας ἐνώπιον τῆς οἰκολογικῆς κρίσης τοῦ πλανήτη. Αὐτά μόνον μᾶς χαρίζουν τήν προθυμία καί τή θέληση νά ὑπηρετοῦμε ἀδιάλειπτα τό ἀγαθό τῆς δημιουργίας ἀπό ἀγάπη πρός αὐτή καί τόν δημιουργό της, ὅπως ὀφείλουμε.

IX. Συμπέρασμα Ἄγκυραν ἐλπίδος κατέχοντες ἀγαλλόμεθα[62]

§79 Εἶναι περιττό νά σημειωθεῖ ὅτι ἕνα κείμενο, ὅπως τό ἀνά χεῖρας, καθώς ἐπίσης καί οἱ συντάκτες του, δέν θά μποροῦσαν παρά νά ἀντιμετωπίσουν καί νά προβλέψουν ἕνα μόνο μέρος ἀπό τίς πολλές ἀνησυχίες πού ἐνδέχεται νά ἀπασχολοῦν τούς παραλήπτες του. Τό κείμενο, συνεπῶς, προσφέρεται μέ τήν προειδοποίηση καί τή διάκριση ὅτι, ὡς μία ὁλοκληρωμένη δήλωση γιά τό κοινωνικό ἦθος της Εκκλησίας, εἶναι ἀπό πολλές ἀπόψεις ἀρκετά ἀνεπαρκές. Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, εἶναι μάλλον μία πρόσκληση γιά περαιτέρω καί βαθύτερο προβληματισμό ἀπό τήν πλευρά τῶν πιστῶν. Τό κοινωνικό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας δέν βιώνεται στήν πληρότητά του μέ τήν ἐφαρμογή καί τήν τήρηση κάποιων ἠθικῶν ἐπιταγῶν, ἀλλά μέ τήν, στό πλαίσιο τῆς λειτουργικῆς σύναξης, πρόγευση καί προσδοκία τῆς οὐράνιας Βασιλείας. Τίποτε ἀπ’ ὅ,τι γράφεται ἐδῶ δέν μπορεῖ νά καρποφορήσει πολύ ἄν ἰδωθεῖ ἔξω ἀπό τήν πλήρη μυστηριακή ζωή ἐκείνων πού καλοῦνται νά ἐμβαπτιστοῦν στή φλόγα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί νά ἑνωθοῦν μέ τόν Χριστό καί μέσῳ τοῦ Χριστοῦ μέ τόν Πατέρα. Σύμφωνα μέ τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί, ἰδιαιτέρως, κατά τή διδασκαλία τοῦ Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτη, ἡ οὐράνια δοξολογία τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων καί τῶν τάξεων τῶν δικαίων, πού περιβάλλουν τόν δεσποτικό θρόνο τοῦ Χριστοῦ (Ἀποκ. 7:11), τελειοποιεῖ καί κοινοποιεῖ τήν ἀρχέτυπη τέλεια λατρεία, στήν ὁποῖα καλεῖται σύνολη ἡ δημιουργία ἀπό καταβολῆς, καί ἡ ὁποία συγχρόνως ἐμπνέει καί μορφοποιεῖ τό ἐπίγειο μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας[63]. Αὐτή ἡ ἀδιαχώριστη καί ἀπαράγραπτη σχέση μεταξύ τῆς οὐράνιας πολιτείας τῶν αγγελικών δυνάμεων καί τῶν ἁγίων καί τῆς ἐπίγειας ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μέσα στόν κόσμο, παρέχει τίς οὐσιώδεις καί κεφαλαιώδεις θεολογικές ἀρχές γιά τή διατύπωση τῶν ἠθικῶν ἐπιταγῶν τοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς Ἐκκλησίας. Διότι οἱ ἐπιταγές αὐτές δέν ἀποτελοῦν τίποτα λιγότερο ἀπό ἕναν τρόπο μετοχῆς στήν αἰώνια ἔκσταση τῆς λατρείας πού εἶναι ἡ μόνη, ἡ ὁποία μπορεῖ νά ἐκπληρώσει τόν προορισμό τῶν δημιουργημένων φύσεων καί νά τίς ἀνυψώσει στό θεῖο τους πεπρωμένο. Ἐπιπλέον, ἡ ἠθική συμμόρφωση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας πρός τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ συνδέεται μέ τήν προσωπική ἀπόφαση τοῦ καθενός ἀπό μᾶς νά ἄρει τόν σταυρό του, ἡ ὁποία ἀπόφαση σχετίζεται μέ τήν ἀσκητική πρακτική τοῦ «χαροποιοῦ πένθους»—δέν πρόκειται ἐδῶ γιά μία συναισθηματική ἐκδήλωση, ἀλλά μᾶλλον γιά μία πρᾶξη μετάνοιας γιά τήν ἀποξένωσή μας ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος ὅπου στούς Μακαρισμούς, ἐκείνοι πού πενθοῦν, εὐλογοῦνται ἀπό τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος ἐπαγγέλεται τή βέβαιη θεία παραμυθία: «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες ὅτι αὐτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. 5:4). 
§80 Ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει ἐν τῷ κόσμῳ, ἀλλά δέν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου (Ἰωάν. 17:11, 14-15). Στήν παροῦσα ζωή, κατοικεῖ στό κατώφλι μεταξύ γῆς καί οὐρανοῦ, δίνοντας μαρτυρία ἀπό γενεᾶς εἰς γενεάν γιά ὅσα τό ἀνθρώπινο μάτι δέν εἶδε ἀκόμη. Ἡ Ἐκκλησία διαμένει στό μέσο τῶν ἐθνῶν ὡς σημεῖο καί εἰκόνα τῆς μόνιμης καί αἰώνιας εἰρήνης τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καί ὡς ἐπαγγελία τῆς τέλειας θεραπείας τῆς ἀνθρωπότητας καί τῆς ἀνακαίνισης τοῦ θρυμματισμένου, ἀπό τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο, κτιστοῦ κόσμου. «Ὡστε εἴ τις ἐν Χριστῷ καινή κτίσις· τά ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδού γέγονε καινά τά πάντα» (Β΄ Κορ. 5:17). Αὐτή εἶναι ἡ δόξα τῆς Βασιλείας τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ὁποία μποροῦμε νά προγευτοῦμε στά φωτόμορφα καί μεταμορφωμένα πρόσωπα τῶν Ἁγίων. Ὡστόσο, ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι μόνο ἡ ζῶσα εἰκόνα τῆς Βασιλείας, ἀλλά εἶναι καί ἡ ἀκατάπαυστη προφητική μαρτυρία ἐλπίδας καί χαρᾶς μέσα στόν κόσμο, ὁ ὁποῖος εἶναι τραυματισμένος ἀπό τήν ἀπόρριψη τοῦ Θεοῦ. Ἡ προφητική κλῆση τῆς Ἐκκλησίας ἀπαιτεῖ τή λύση τῆς σιωπῆς ἀπέναντι στίς ἀδικίες, τά ψεύδη, τίς ὠμότητες καί τίς πνευματικές ἀναταραχές. Κάτι τέτοιο δέν εἶναι πάντοτε ἐφικτό ἀκόμη καί στίς σύγχρονες ἐλεύθερες κοινωνίες. Χαρακτηριστικό πολλῶν σύγχρονων κοινωνιῶν, καί κατά παράδοξο τρόπο, κοινό γνώρισμα τῶν σέ πολλά σημεία ἀσύμβατων μεταξύ τους πολιτικῶν συστημάτων σε Ἀνατολή καί Δύση, εἶναι ἡ ἐπινόηση μιᾶς καινοφανοῦς διδασκαλίας ὅτι ὑπάρχει ἕνας ἀμιγῶς δημόσιος χῶρος, ὁ ὁποῖος, προκειμένου νά μένει ταυτόχρονα οὐδέτερος καί γενικός, ὀφείλει νά ἀποκλείει ὁποιαδήποτε θρησκευτική ἔκφραση. Ἐπιπλέον, στίς κοινωνίες αὐτές ἡ θρησκεία ἐκλαμβάνεται κατά βάση ὡς ἰδιωτική ὑπόθεση, ἡ ὁποία δέν θά πρέπει νά εἰσχωρεῖ στίς δημόσιες συζητήσεις περί τοῦ κοινοῦ ἀγαθοῦ. Ἀλλά αὐτό ὡς ἀρχή εἶναι κάτι ψευδές καί, σχεδόν χωρίς ἐξαιρέσεις, ἀποβαίνει καταπιεστικό στήν πράξη. Εἶναι ἀπόλυτα βέβαιο ὅτι ἡ ἐκκοσμίκευση ἀποτελεῖ καθ᾽ ἑαυτή μία μορφή σύγχρονης ἰδεολογίας, ἡ ὁποία ἐμπεριέχει τίς δικές της σύμφυτες ἔννοιες περί ἀγαθοῦ καί δικαίου, ἐνῶ στίς περιπτώσεις ὅπου ἐπιβάλλεται μέ ἀπολυταρχικό τρόπο ἐπί τῶν πολυδιάστατων καί τῶν ὄντως διαφοροποιημένων σύγχρονων κοινωνιῶν, μετατρέπεται ἁπλά σέ ἕνα νέο αὐταρχικό δόγμα. Σέ ὁρισμένες σύγχρονες κοινωνίες, οἱ θρησκευτικές φωνές στόν δημόσιο χῶρο ἔχουν νόμιμα καί βίαια σιγήσει, εἴτε μέ τήν ἀπαγόρευση τῶν θρησκευτικῶν συμβόλων, ἀκόμη καί τῶν ἐνδυμασιῶν ὁρισμένου τύπου, εἴτε μέ τήν ἄρνηση πρός τούς θρησκευόμενους νά ἐνεργοῦν σύμφωνα μέ τή συνείδησή τους, ἔστω καί ἐάν δέν παραβιάζουν τά ἀναφαίρετα δικαιώματα τῶν ἄλλων. Στήν πραγματικότητα, οἱ ἄνθρωποι ἀδυνατοῦν νά ἐγείρουν στεγανά, πού νά διαχωρίζουν τίς ἠθικές τους πεποιθήσεις ἀπό τά βαθύτατα ῾πιστεύω᾽ τους σχετικά μέ τή φύση τῆς πραγματικότητας, ὅμως ἐάν κάτι τέτοιο τούς ζητηθεῖ ἤ τούς ἐπιβληθεῖ, αὐτό γίνεται ἀφορμή γιά δυσφορία, ἐνῶ βαθαίνει ὁ φατριασμός, ὁ φονταμενταλισμός καί ἡ σύγκρουση. Ἀποτελεῖ ἀναμφισβήτητο γεγονός ὅτι στίς σύγχρονες κοινωνίες αὐξάνεται ἡ πολιτισμική διαφοροποίηση. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὄχι μόνο δέν θρηνεῖ γιά τό γεγονός αὐτό, ἀλλά χαιρετίζει κάθε εὐκαιρία γιά συνάντηση καί ἀμοιβαία κατανόηση μεταξύ προσώπων καί λαῶν. Ἐντούτοις, ἡ κατανόηση αὐτή καθίσταται ἀδύνατη, ὅταν ὁρισμένες φωνές ἔχουν ἐκ τῶν προτέρων σιωπήσει ἐξαιτίας κάποιου καταναγκαστικοῦ νόμου. Ὅταν ἀπουσιάζει αὐτή ἡ κατανόηση καί ἐν μέρει ὡς συνέπεια τοῦ καταναγκασμοῦ αὐτοῦ, πολύ πιό δυσμενή προβλήματα καί πολύ πιό καταστροφικά, ἀπό τίς ἁπλές πολιτικές διαφωνίες, ἐνδέχεται νά ἐκκολαφθοῦν καί νά ἀναπτυχθοῦν ἔξω ἀπό τά ὅρια τῆς «ἀποστειρωμένης» δημόσιας ἀρένας. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἑπομένως, δέν μπορεῖ νά δεχθεῖ τήν ἀπώθηση τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης καί πίστης σέ μία ἀμιγῶς ἰδιωτική σφαῖρα, ἐάν ὄχι γιά κάποιον ἄλλο λόγο, τουλάχιστον διότι ἡ πίστη της στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐκ τῶν πραγμάτων διαμορφώνει κάθε πτυχή τῆς ζωῆς τῶν πιστῶν, συμπεριλαμβανο­μένης καί τῆς στάσης τους ἀπέναντι στά πολιτικά καί κοινωνικά θέματα. Οὔτε μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νά παραδεχθεῖ τόν φαινομενικά ἀπροκατάληπτο καί ἀμερόληπτο χαρακτήρα τῆς ἰδεολογίας τῆς ἐκκοσμίκευσης. Κάθε ἰδεολογία μπορεῖ νά καταστεῖ καταπιεστική, ὅταν τῆς δοθεῖ ἀνεξέλεγκτη ἐξουσία νά ὑπαγορεύει τούς ὅρους τοῦ δημόσιου βίου. Ἐνῶ ἕνα καθεστώς, πού δέν ἐπιβάλλει μία θρησκεία ἐπί τῶν πολιτῶν του, ἀποτελεῖ πράγματι ἕνα ἀξιέπαινο ἰδεῶδες, μία κυβέρνηση ἡ ὁποία περιορίζει ἀκόμη καί τίς στοιχειώδεις ἐκδηλώσεις θρησκευτικῆς ταυτότητας καί πίστης, μεταβάλλεται πολύ εὔκολα σέ μία ἤπια τυραννία, ἡ ὁποία μπορεῖ τελικά νά προκαλέσει περισσότερο διχασμό ἀπ’ ὅ,τι ἑνότητα. 
§81 Στό πνεῦμα αὐτό, ἡ Ἐκκλησία σέβεται ἰδιαίτερα τήν οὐσιαστική ἐλευθερία ἡ ὁποία ἔχει ἐξ ἀρχῆς ἐμφυτευθεῖ σέ κάθε ἄνθρωπο, λόγῳ τῆς ὑπάρχουσας σέ αὐτόν θείας εἰκόνας. Ἡ ἐλευθερία αὐτή θά πρέπει νά περιλαμβάνει, τόσο τήν ἐλεύθερη ἀπόφαση νά δεχθοῦμε καί νά ἀγαπήσουμε τόν Θεό, ὅπως Αὐτός ἀποκαλύπτεται ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὅσο καί τήν ἐλεύθερη ἀπόφαση νά ἀπορρίψουμε τό χριστιανικό Εὐαγγέλιο καί νά υἱοθετήσουμε ἄλλα ῾πιστεύω᾽. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία καλεῖται σέ κάθε ἐποχή καί σέ κάθε τόπο νά δίνει μαρτυρία, τόσο γιά ἕνα ὅραμα περί τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, ὅπως αὐτό μεταμορφώνεται ἀπό τήν πίστη στό θέλημα τοῦ Πατρός, ὅπως ἀποκαλύφθηκε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὅσο ἐπίσης καί γιά τό ἀπαραβίαστο τῆς πραγματικῆς ἐλευθερίας κάθε ἀνθρώπινου προσώπου, συμπεριλαμβανομένης καί τῆς ἐλευθερίας του νά ἀπορρίπτει τήν πίστη αὐτή. Γιά ἄλλη μία φορά, ἡ Ἐκκλησία ἐπιβεβαιώνει τό ἀγαθό τῆς κοινωνικῆς καί πολιτικῆς ποικιλομορφίας καί ζητεῖ ἁπλά ἡ τελευταία νά ἀποτελεῖ μία γνήσια πολυμορφία, ἡ ὁποία ἐπιτρέπει τήν πραγματική ἐλευθερία τῆς συνείδησης καί τήν ἐλεύθερη ἔκφραση τῆς πίστης. Ἡ ἀποστολή της εἶναι νά κηρύττει τόν Χριστό, «καί Τοῦτον Ἐσταυρωμένον», πρός ὅλους τούς λαούς καί σέ κάθε ἐποχή, καί νά προσκαλεῖ τούς πάντες στή ζωή τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀποστολή αὐτή περιλαμβάνει ἐκ τῶν πραγμάτων καί τόν ἀδιάλειπτο διάλογο μέ τόν σύγχρονο πολιτισμό καί τή ξεκάθαρη ἐξαγγελία ἑνός ἀληθινού χριστιανικοῦ ὁράματος κοινωνικῆς δικαιοσύνης καί πολιτικῆς ἱσονομίας στόν σύγχρονο κόσμο.
§82 «Οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τόν Υἱὸν αὐτοῦ εἰς τόν κόσμον ἵνα κρίνῃ τόν κόσμον, ἀλλ᾽ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι᾽ αὐτοῦ» (Ἰωάν. 3:17). Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θεωρεῖ χρέος της νά καταδικάσει τήν ὠμότητα καί τήν ἀδικία, τίς οἰκονομικές καί πολιτικές δομές οἱ ὁποῖες συνηγοροῦν ὑπέρ τῆς διατήρησης τῆς φτώχειας καί τῆς ἀνισότητας, τίς ἰδεολογικές δυνάμεις οἱ ὁποῖες ἐνθαρρύνουν τό μῖσος καί τόν φανατισμό. Ὡστόσο δέν εἶναι ἡ κλῆση της νά καταδικάζει τόν κόσμο, τά ἔθνη ἤ τά πρόσωπα. Ἀποστολή της εἶναι νά φανερώνει τή σωτήρια ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία δόθηκε σέ ὅλη τήν κτίση ἐν Χριστῷ: μία ἀγάπη ἡ ὁποία ἔχει συντριβεῖ καί φαινομενικά ἔχει ἡττηθεῖ ἐπάνω στόν σταυρό, ἡ ὁποία ὅμως καταυγάζει θριαμβευτικά ἀπό τόν κενό τάφο τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα, μία ἀγάπη, ἡ ὁποία χορηγεῖ τήν αἰώνια ζωή σέ ἕναν κόσμο πού ἔχει σκοτιστεῖ καὶ παραμορφωθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο, μία ἀγάπη, ἡ ὁποία συχνά ἀπορρίπτεται, παραμένει παρόλα αὐτά ἀκατάπαυστα ποθητή ἀπό κάθε καρδιά. Ἡ Ἐκκλησία, μιλῶντας σέ κάθε πρόσωπο καί σέ κάθε κοινωνία,  καλεῖ στό ἱερό ἔργο τῆς μεταμόρφωσης τοῦ κόσμου στό φῶς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀγάπης καί τῆς αἰώνιας εἰρήνης. Ἑπομένως, ἡ Επιτροπή προσφέρει μέ ταπεινότητα τό πάρον κείμενο σέ ὅλους, ὅσοι εἶναι διατεθειμένοι νά ἀκούσουν τίς συμβουλές της. Ἰδιαίτερα, μάλιστα, ἐνθαρρύνει ὅλους τούς Ὀρθόδοξους πιστούς—κλῆρο καί λαό, γυναῖκες καὶ ἄνδρες—νά συμμετάσχουν μέ προσευχή στή συζήτηση τοῦ κειμένου αὐτοῦ, νά προάγουν τήν εἰρήνη καί τή δικαιοσύνη πού διακηρύσσεται ἀπό αὐτό, καί νά ἀναζητήσουν στίς ἐνορίες καί τίς κοινότητες, ἐκείνους τούς τρόπους μέ τούς ὁποίους θά συμβάλλουν στό ἔργο αὐτό καθ᾽ ὁδόν πρός τή Βασιλεία. Πρός τόν σκοπό αὐτό, ἡ ἀναζωογόνηση τῆς τάξης τῶν διακόνων, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, μπορεῖ νά χρησιμεύσει ὡς πυξίδα γιά τήν ἀφομοίωση καί τήν ἐφαρμογή τῶν ἀρχῶν καί τῶν κατευθυντήριων γραμμῶν πού προτείνονται στό ἀνά χεῖρας κείμενο. Ἡ Ἐπιτροπή προτρέπει ἐπίσης τίς Ὀρθοδόξες Θεολογικές σχολές καί τά σεμινάρια, τίς μονές, τίς ἐνορίες καί τίς συναφεῖς ὀργανώσεις νά μελετήσουν τό κείμενο, νά δικαιολογήσουν τίς ἀνεπάρκειές του, νά προσπαθήσουν νά διαδώσουν τίς ἀρετές του καί νά διευκολύνουν τήν πρόσληψή του ἀπό τούς πιστούς. Ἀποτελεῖ ὁλόψυχη εὐχή ὅλων ἐκείνων πού ἔχουν συμβάλλει μέ κάποιο τρόπο στό κείμενο αὐτό, ὅτι ὅσα περιλαμβάνονται σέ αὐτό θά βοηθήσουν στήν προώθηση τοῦ ἔργου τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο ξεκίνησε τό 2016, συμβάλλοντας περαιτέρω, στήν ἐκπλήρωση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ στήν Ἐκκλησία Του καί στόν κόσμο.
Μετάφραση: Νικόλαος Ἀσπρούλης

[1] Μεγάλου Βασιλείου, Λόγος Β´. Περί τῆς τοῦ ἀνθρώπου κατασκευῆς, PG 30, 13.57C.

[2] Ἁγίου Εἰρηναίου, Ἐπίδειξις ἀποστολικοῦ κηρύγματος, 1.11.

[3] Γεροντικόν, Ἀποφθέγματα Μεγάλου Ἀντωνίου, 9. PG 65.77B.

[4] Βλ. Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Ἠθικά, 3-5.

[5] Μεγάλου Ἀθανασίου, Περί τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως, 54.3. PG 25.192B.

[6] Εἰρηναίου, Κατά Αἱρέσεων, 4.15.1. Βλ. Sources Chrétiennes 100, Paris: Cerf, 1965, 548-549. 

[7] Εἰρηναίου, Κατά Αἱρέσεων, 4.16.5. Βλ. Sources Chrétiennes 100, Paris: Cerf, 1965 571-572.

[8] Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις Ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, 4.22. PG 94.1328A.

[9] Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Περί διαφόρων ἀποριῶν, 42. PG 91.1329C.

[10] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ἑρμηνεία τῆς πρός Ρωμαίους Ἐπιστολῆς, Λόγος 5. PG 60.429.

[11] Μαρτύριον Ἁγίου Πολυκάρπου, 10. PG 5.1037A.

[12] Βλ. Ἰουστινιανοῦ, Νεαρά 6, 35.27-21.

[13] Περί κενοδοξίας καί ὅπως δεῖ τούς γονέας ἀνατρέφειν τά τέκνα, 27. Βλ. Sources Chrétiennes 188, Paris: Cerf, 1972, 114.

[14] Βλ. Συνέλευσις Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων Γερμανίας, Ἐπιστολή τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τούς νέους περί ἀγάπης, σεξουαλικότητος, καί γάμου, 2017.

[15] Κυρίως εἰς τήν Σύνοδον τῆς Γάγγρας (340 μ.Χ.). PL 67.55D. 

[16] II, παράγραφος 5.ii.

[17] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Λόγος 12, Εἰς τήν πρός Κολοσσαεῖς Ἐπιστολήν 4.18. PG 62.388C.

[18] Διδαχή τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων, 2. 

[19] Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ὁ Ἃγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, Ἐκδόσεις Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου, Ἒσσεξ Ἀγγλίας, 1995, σ. 262.

[20] «The Second Gospel Commandment», στό Mother Maria Skobtsova et al., Mother Maria Skobtsova: Essential Readings, Maryknoll, NY: Orbis Books, 2002, σ. 57.

[21] Κλῖμαξ Θείας Ἀναβάσεως,  Λόγος 4.47. PG 88.705A.

[22] Λόγος Α´, Περί τῆς τοῦ ἀνθρώπου κατασκευῆς. PG 30.33D. 

[23] Λόγος 37.6. PG 36.289C. 

[24] Μόνιμος Συνδιάσκεψις Κανονικῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων Ἀμερικῆς (SCOBA), Ποιμαντική Ἐπιστολή περί Αὐτοχειρίας, 2007. 

[25] Βλ. Γρηγορίου Νύσσης, Περί τελειότητος, PG 46.285C.

[26] Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Λόγος εἰς τό “Καθελῶ μου τάς ἀποθήκας” PG 31.261A. 

[27] Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Λόγος εἰς τήν Ἑξαήμερον 7.3. PG 29.152C.

[28] Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Λόγος ἐν λιμῷ καί αὐχμῷ 2. PG 31.305B. 

[29] Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Λόγος εἰς τό “Ἔχοντες τὸ αὐτὸ πνεῦμα” PG 51.299. 

[30] Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Λόγος εἰς τόν Πλούσιον καί τόν Λάζαρον 2.4. PG 48.986D.

[31] Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Λόγος εἰς Ἀντιοχεῖς 2.6. PG 49.41D.

[32] Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Λόγοι εἰς τό Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον 5.9. PG57. 

[33] Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Λόγοι εἰς τήν Α´ Πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολήν 10.3. PG 61.83A. Καί Λόγοι εἰς τήν Α´ πρός Τιμόθεον Ἐπιστολήν 11.2. PG 62.555B.

[34] Ἀμβροσίου Μεδιολάνων, Εἰς τήν Ἑξαήμερον 6. PL 14.257A. Καί Ἐξήγησις εἰς τό Κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιον, Βιβλίον 7. PL 15.1699A.

[35] Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Λόγοι εἰς τούς Ψαλμούς 14.1.6. PG 21.219D. 

[36] Ἀμβροσίου Μεδιολάνων, De Nabuthae Historia 3.11-15. PL14.769B. 

[37] Maria Skobtsova, «The Second Gospel Commandment», στό Mother Maria Skobtsova et al., Mother Maria Skobtsova: Essential Readings, Maryknoll, NY: Orbis Books, 2002, σ. 54.

[38] Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ἅγιος Σιλουανός, ὅπ.π., σ. 57.

[39] Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Κανών 13. Βλ. Ἐπιστολὴ 188. PG 32.681C. 

[40] Ἰουστίνου Μάρτυρος, Πρώτη Ἀπολογία 1.39. PG 16.327. 

[41] Ἀποστολική Παράδοσις 16.9.  

[42] Ἀθηναγόρου, Πρεσβεία περί τῶν Χριστιανῶν 35. PG 16.968C. 

[43] Λακταντίου, Divinarum Institutionum 6.20. PL 6.705B.  

[44] Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Εἰς τούς ἀνδριάντας 17.3. PG 49.173B. 

[45] Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Ἐπιστολή 203, 2. PG 32.737B. 

[46] Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Ἐπιστολή 114. PG 32.528B.

[47] Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, Ἐγκύκλιος, παράγραφος 2. 

[48] Γεωργίου Φλωρόφσκυ, «Πατερική Θεολογία καί τό ἦθος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Θέματα Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, Ἔργα 4, μτφρ. Π. Πάλλη, Θεσσαλονίκη: Π. Πουρναράς, 2003, σ. 15.

[49] Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν Λοιπόν Χριστιανικόν Κόσμον, παράγραφοι 2-3.

[50] Ἰουστίνου, Πρώτη Ἀπολογία 46. PG 6.397B. Βλέπε καί Δευτέρα Ἀπολογία 8.10. PG 6.457A, 460B, 465B. 

[51] Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Ἀπορίαι 7. PG 91.1067B.

[52] Παράγραφος 17. 

[53] Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, Ἐγκύκλιος, παράγραφος, 16. 

[54] Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος Δ᾽ εἰς Ἐκκλησιαστήν. PG 44.664B. 

[55] Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα εἰς τήν πρός Φιλήμονα Ἐπιστολήν, Ὁμιλία Α. PG 62.705B. 

[56] Παράγραφος 19. 

[57] Μεγάλου Βασιλείου, Κεφάλαια τῶν κατά πλάτος Ὅρων, ἐρώτησις ΝΕ΄.  PG 31.1048B.

[58] Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Μυσταγωγία 7 PG 91.684.

[59] Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Ἀπορίαι 41.

[60] Ἀββᾶ Ἰσαάκ, Λόγοι Ἀσκητικοί 71.

[61] Προφητεία 96.

[62] Ἀπό τόν Κανόνα τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα.

[63] Βλ. Περί τῆς Οὐρανίας Ἱεραρχίας, στό Sources Chrétiennes 58, Paris: Cerf, 1970 (2α ἔκδοση).