Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020

Η ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΦΕΡΡΑΡΑΣ – ΦΛΩΡΕΝΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗΣ ΜΟΣΧΑΣ



Νικόλαος Γκουργκενίτζε

Πτυχιούχος Θεολογίας
   Η Σύνοδος της Φερράρας – Φλωρεντίας (1438-1439) θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η τελευταία σύνοδος η οποία συγκλήθηκε από τους Ανατολικούς και Δυτικούς και θα έπρεπε να έχει ονομαστεί Οικουμενική Σύνοδος όπου θα γινόταν η αποκατάσταση της ευχαριστιακής ενότητας μεταξύ των εκκλησιών, αλλά δυστυχώς απέτυχε. Σε αυτήν την σύνοδο συμμετείχε και ο Μητροπολίτης Μόσχας Ισίδωρος με ελληνική καταγωγή, ο οποίος ήταν ένας από τους μεγάλους θεολόγους εκείνης της εποχής και ήταν υποστηρικτής της αποκατάστασης της κοινωνίας μεταξύ των Ανατολικών και Λατίνων. Επειδή όμως είχε υπογράψει την απόφαση της Συνόδου της Φερράρας – Φλωρεντίας με την εντολή του ηγεμόνος της Μόσχας φυλακίστηκε και αντικανονικά χωρίς την συγκατάθεση του Οικουμενικού Πατριαρχείου εκθρονίστηκε και στον θρόνο της μητρόπολης Μόσχας εξελέγη ο Ιωνάς, έτσι ξεκίνησε σχίσμα αποκόπτοντάς την από το σώμα της κανονικής εκκλησίας.
   Η αυτοκεφαλία της Αγιώτατης Εκκλησίας της Ουκρανίας ανέδειξε πολλά ζητήματα, ένα απ’ τα οποία είναι η κατηγορία της εκκλησίας της Μόσχας κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου ότι δήθεν λόγω της υπογραφής της απόφασης περί της αποκατάστασης της ευχαριστιακής ενότητας έπεσε σε αίρεση και απομακρύνθηκε από την Αγία Ορθοδοξία, όμως στην πραγματικότητα αυτό δεν ισχύει. Με αυτό το τρόπο προσπαθούν να δικαιολογήσουν την απόσχισή τους από το κανονικό σώμα της Εκκλησίας αμέσως μετά την Σύνοδο της Φερράρας – Φλωρεντίας κατά το έτος 1439. Για να καταλάβουμε καλύτερα τις σημαντικές λεπτομέρειες που αφορά αυτό το θέμα, απαιτείται η εξέταση των πρακτικών και των αποφάσεων της εν λόγω συνόδου. Ένα βασικό ερώτημα το οποίο θα μπορούσαμε να θέσουμε είναι, κατά πόσο ισχύει μια τέτοια απόφαση στην οποία υπέγραψε μόνο η μειονότητα των Ορθοδόξων συμμετεχόντων. Μετά την σύνοδο λοιπόν η μητρόπολη Μόσχας η οποία υπαγόταν στο Οικουμενικό Θρόνο διέκοψε την ευχαριστιακή ενότητα και αποσχίστηκε από την πηγή και την αρχή της. Αμέσως μετά άρχισαν να καλλιεργούν μια ψευδή θεωρία περί της ύπαρξης της λεγόμενης «Τρίτης Ρώμης», η οποία αποτελούσε, αποτελεί και θα αποτελέσει πάντοτε ένα μυθιστόρημα στα διάνοια των Ρώσων[1]. Παρακάτω θα γίνει αναφορά σε αυτό το θέμα, διότι όπως γνωρίζουμε από την εκκλησιαστική ιστορία η απόσχιση των Ρώσων από την Μητέρα Εκκλησία δεν είχε θεολογικές διαστάσεις, όπως ισχυρίζονται οι Ρώσοι, αλλά πολιτικές. Έτσι λοιπόν για να καταλάβουμε ποια ήταν απόφαση της εν λόγω συνόδου και ποιες ήταν οι συνέπειες πρέπει να δούμε μερικές λεπτομέρειες ούτως ώστε να βγάλουμε σωστά συμπεράσματα, γι’ αυτό το λόγο θα αναφερθούμε στο ιστορικό και θεολογικό πλαίσιο της συνόδου.
   Η Σύνοδος της Φερράρας – Φλωρεντίας συγκλήθηκε το 1438 και διήρκησε ένα χρόνο. Αυτή αποτέλεσε ένα σημαντικό βήμα προς την αποκατάσταση της ευχαριστιακής ενότητας μεταξύ της Εκκλησίας της Ρώμης και των Ανατολικών Εκκλησιών. Η σύνοδος δεν είχε μόνο τις θεολογικές σκοπιμότητες, αλλά και τις πολιτικές, γι’ αυτό και στην διοργάνωσή της ενεργά συμμετείχαν και οι πολιτικές αρχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλ’ όμως τα εκκλησιαστικά πρόσωπα είχαν σκοπό την αποκατάσταση της ειρήνης και της κοινωνίας η οποία διακόπηκε (μάλλον) μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους κατά το έτος 1204[2]. Αφορμή της διακοπής δεν ήταν μόνο η άλωση και η καταστροφή της αυτοκρατορίας, αλλά και η δημιουργία του λατινικού πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη το οποίο διήρκησε περίπου 49 χρόνια. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τότε τόνιζε δυο σημεία για τα οποία συγκαλείτο η σύνοδος: α) η αποκατάσταση του διαλυμένου συστήματος της Πενταρχίας, όπως αυτή ήταν στην Α’ χιλιετία, όταν πρώτος επίσκοπος  μαζί με τον Κωνσταντινουπόλεως ήταν ο Επίσκοπος της Ρώμης (Πρώτος μεταξύ ίσων – Primus inter pares)[3], επίσης η Ρωμαϊκή Εκκλησία επίσημα θα καταργούσε την προσθήκη (και εκ του Υιού – Filioque – διδασκαλία περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού), ο Πάπας θα συνέχιζε την παλιά παράδοση σύμφωνα με την οποία, κατά την εκλογή του θα έστελνε τις ειρηνικές επιστολές στους ανατολικούς Πατριάρχες, ώστε να καταγράφεται το όνομά του στα εκκλησιαστικά δίπτυχα. β) Η σύγκλιση μιας Οικουμενικής Συνόδου βασισμένη στη συνοδικότητα, την οποία οι πατριάρχες της Κωνσταντινούπολης ζητούσαν κατ’ επανάληψη τόσο από τον επίσκοπο της Ρώμης όσο και από τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα, θα έλυνε όλες τις θεολογικές διαφορές που υπήρχαν μεταξύ των ανατολικών και δυτικών εκκλησιών[4]. Όπως βλέπουμε η Ορθόδοξη Εκκλησία πρότεινε την αλλαγή δύο βασικών διδασκαλιών από τη Ρωμαϊκή Εκκλησία, η οποία παρουσίαζε δύο σημαντικά ζητήματα: τη διδασκαλία της εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος και την υπεροχή του επισκόπου της Ρώμης όπως την εξέφραζε η διδασκαλία της Εκκλησίας της Ρώμης. Σε δεύτερη περίπτωση οι Ορθόδοξοι αποδέχτηκαν να γίνει μια Οικουμενική Σύνοδος όπου θα διεξάγετο ένας θεολογικός διάλογος παρουσιάζοντας τα προβληματικά ζητήματα και την από κοινού εύρεση των λύσεων. Το βασικό πρόβλημα το οποίο παρουσιάστηκε ήταν το εξής: εάν συγκαλείτο μια τέτοια Οικουμενική Σύνοδος η οποία για τους Ορθοδόξους θα ήταν ανώτατο εκκλησιαστικό διοικητικό όργανο, οι αποφάσεις της θα ήταν δεσμευτικές, αλλά μπορεί για την Ρωμαϊκή Εκκλησία να ήταν μια απλή σύνοδος, διότι αυτό θα ερχόταν σε αντίθεση με το πρωτείο του επισκόπου Ρώμης όπως το καταλάβαιναν οι Λατίνοι, διότι ο Πάπας ήταν «Οικουμενικός Επίσκοπος» και δεν υπήρχε τίποτα πάνω απ’ αυτόν, επίσης θεωρούσε ότι είχε εξουσία πάνω στους υπόλοιπους πατριάρχες. Αλλά όμως επειδή και οι Λατίνοι είχαν την επιθυμία της αποκατάστασης της ενότητας, ο Πάπας αποδέχτηκε την αναθεώρηση του πρωτείου, έτσι λοιπόν κατά το ΙΔ’ – ΙΕ’ αιώνα το πρωτείο έγινε μέρος της συνοδικότητας, αυτή η πράξη βοήθησε την σύγκλιση της Συνόδου, όπως προγραμματιζόταν[5].
   Η σύγκληση της εν Φερράρα-Φλωρεντίας είχε τρεις βασικούς σκοπούς από τρία διαφορετικά μέρη: α) ο Βυζαντινός Αυτοκράτωρ ήθελε την αποκατάσταση των σχέσεων με την Δύση, την οποία θα ακολουθούσε η πολιτική στήριξη των δυτικών, έτσι θα σωζόταν και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία από τον κίνδυνο της καταστροφής και της διάλυσης, β) ο Πάπας ήθελε η εν λόγω σύνοδος να ήταν μια συνέχεια της Συνόδου της Βασιλείας (1431-1449)[6], κάτι το οποίο δεν έγινε, διότι οι συμμετέχοντες της συνόδου δεν αποδέχτηκαν την αλλαγή τόπου, και γ) οι Πατριάρχες της Ανατολής ήθελαν την αποκατάσταση της κοινωνίας με την Ρωμαϊκή Εκκλησία μετά από την λύση των θεολογικών προβλημάτων και διαφορών τα οποία υπήρχαν μεταξύ των εκκλησιών.
   Η προετοιμασία της συνόδου όπως τονίσαμε είχε ξεκινήσει προ πολλών ετών, έτσι στις 27 Νοεμβρίου του 1437 η αντιπροσωπία των ανατολικών εκκλησιών αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη κατευθυνόμενη προς την Βενετία, όπου στις 8 Φεβρουαρίου του 1438 στον ναό του Αγίου Μάρκου οι Ορθόδοξοι τέλεσαν την Θεία Λειτουργία. Κατά την επίσημη υποδοχή των Ορθοδόξων από τους Λατίνους, ο Πάπας ζήτησε από τους ανατολικούς να δεχτούν την δυτική παράδοση και να φιλήσουν το πόδι του, τότε οι Ορθόδοξοι απείλησαν ότι θα αποχωρήσουν αμέσως. Κατά την έναρξη των εργασιών στον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου της Φερράρας τέθηκε ζήτημα ποιος θα καθόταν στο υψωμένο θρόνο ο Πάπας ή ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας. Τότε συμφώνησαν ότι στην αριστερή μεριά θα καθόταν ο Αυτοκράτωρ μαζί με τους Ορθοδόξους, ενώ στην άλλη ο Πάπας με τους εκπροσώπους του, ενώ στη μέση θα τοποθετούσαν τον Ιερό Ευαγγέλιο και τις εικόνες του Πέτρου και Παύλου, όπως αυτό γινόταν στις Οικουμενικές Συνόδους[7]. Η σύνοδος άρχισε τις εργασίες στις 9 Απριλίου του 1438 όπου ως κύριοι αντιπρόσωποι των Ορθοδόξων ορίστηκαν ο Μητροπολίτης Εφέσου Μάρκος και ο Μητροπολίτης Νικαίας Βησσαρίων. Το κυριότερο πρόβλημα που αναδείχθηκε ήταν η διδασκαλία περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και ΕΚ του Υιού, το λεγόμενο Filioque. Κατά την συζήτηση με τον Λατίνο Αρχιεπίσκοπο Ρόδου Ανδρέα ο Εφέσου Μάρκος τόνισε ότι κάθε αλλαγή στο σύμβολο της πίστεως είναι αδύνατη και απαράδεκτη, τότε στην συζήτηση παρεμβαίνει ο Νικαίας Βησσαρίων, ο οποίος τόνισε ότι η αιτία τους σχίσματος ήταν αυτό, διότι δεν μπορεί να γίνει καμία προσθήκη στις κατοχυρωμένες και επικυρωμένες διδασκαλίες των Οικουμενικών Συνόδων. Οι δυτικοί για να δικαιολογήσουν την προσθήκη υπογράμμισαν ότι στα κείμενα τα οποία υιοθέτησε η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος αναφέρεται και το Filioque, αυτό το επιχείρημα όμως αρνήθηκαν οι Ορθόδοξοι και είπαν ότι ακόμη και η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος δεν πρόσθεσε τίποτα στο Σύμβολο της Πίστεως, όπως θα μπορούσαν να προσθέσουν τον όρο «Θεοτόκος», αλλά δεν τόλμησαν. Κατά την διάρκεια των εργασιών οι Ορθόδοξοι αποφάσισαν να αναγνώσουν τις δογματικές αποφάσεις των Επτά Οικουμενικών Συνόδων όπου δεν γίνεται λόγος πουθενά σχετικά με την διδασκαλία περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και ΕΚ του Υιού. Ο Μητροπολίτης πρότεινε στους Λατίνους να αποκατασταθεί η ενότητα και η ευχαριστιακή ενότητα με την πλήρη τήρηση των δογματικών αποφάσεων των Επτά Οικουμενικών Συνόδων λέγοντας: «ζητοῦμεν τοίνυν καὶ παρακαλοῦμεν εἰς ἐκεῖνον ἐπανελθεῖν τὸν καιρόν, καθὅν ἡνωμένοι ὅντες τὸ αύτό πάντες ἐλέγομεν καὶ οὐκ ἦν ἐν ἡμίν σχίσμα[8]».
   Στις 26 Φεβρουαρίου του 1439 η σύνοδος μεταφέρθηκε στην Φλωρεντία στον Ιερό Ναό της Αγίας Μαρίας. Με την πρωτοβουλία του Αυτοκράτορα συγκροτήθηκε μια επιτροπή όπου εκ μέρους των Ορθοδόξων ορίστηκαν ο Μόσχας Ισίδωρος, ο Νικαίας Βησσαρίων, ο Μυτιλήνης Δωρόθεος και άλλοι. Κατά την διάρκεια των συζητήσεων περί του Filioque οι Ορθόδοξοι πρότειναν την εξής διατύπωση: «Και εις το Πνεύμα το άγιον, το κύριον, το ζωοποιόν, το ΕΚ του Πατρός και ΔΙΑ του Υιού εκπορευόμενον» διότι αυτό δεν θα ερχόταν σε αντίθεση με την διδασκαλία των Οικουμενικών Συνόδων. Στην ημερήσια διάταξη ήταν και τα εξής ζητήματα: α) καθαρτήριο, β) άζυμα, γ) πρωτείο του Επισκόπου Ρώμη και δ) η καθαγίαση των τιμίων δώρων. Το μεγαλύτερο πρόβλημα προκάλεσε η απαίτηση των Λατίνων σχετικά με το πρωτείο, ζητούσαν την αναγνώριση του Πάπα ως ανώτατου αρχιερέως, διαδόχου του Αποστόλου Πέτρου και Βικαρίου του Χριστού στον κόσμο, επίσης ήθελαν να έχει απόλυτη εξουσία πάνω στην Καθολική Εκκλησία, ως διδάσκαλος και ποιμήν, και να είναι πάνω από τις Οικουμενικές Συνόδους και κριτής των ανατολικών πατριαρχών. Αυτό όμως προκάλεσε μεγάλη ανησυχία και σύγκρουση μεταξύ των συμμετεχόντων. Η κοινή επιτροπή ετοίμασε ένα κείμενο το οποίο η πλειονότητα των Ορθοδόξων δεν υπέγραψε, έτσι η απόφαση αυτόματα έγινε άκυρη. Στις 6 Ιουλίου του 1439 εκδόθηκε η παπική βούλα με τις αποφάσεις της Συνόδου, αλλά στις 25 Ιουνίου του ίδιου έτους πριν ο Πάπας Ευγένιος Δ’ κηρύξει την αποκατάσταση της ευχαριστιακής ενότητας μεταξύ των εκκλησιών η Σύνοδος της Βασιλείας δεν αποδέχτηκε την απόφαση της Συνόδου της Φερράρας – Φλωρεντίας, γι’ αυτό τον εκθρόνισε και τον καθαίρεσε. Η Σύνοδος της Βασιλείας θεώρησε ότι είχε καταπατηθεί ο συνοδικός θεσμός με τις πιέσεις των Λατίνων. Η Κατάσταση χειροτέρεψε όταν στις 14 Σεπτεμβρίου οι Ορθόδοξοι λειτούργησαν στην Βενετία χωρίς την συμμετοχή των Λατίνων, με χρήση του ορθόδοξου αντιμηνσίου. Η ανάγνωση του Συμβόλου της Πίστεως έγινε χωρίς Filioque και μάλιστα δεν μνημονεύτηκε ο Πάπας. Παρ’ ότι η Σύνοδος επικύρωσε την απόφαση περί της αποκαταστάσεως της ενότητας οι Ορθόδοξοι αντέδρασαν και ζήτησαν την συνοδική καταδίκη και αποκήρυξη της αποφάσεως. Έτσι 1443 συγκλήθηκε Σύνοδος ο οποία κήρυξε την απόφαση της Φερράρας – Φλωρεντίας άκυρη και ανυπόστατη[9]. Κατά το έτος 1450 από την Κωνσταντινούπολη στάλθηκε γράμμα προς τον Πάπα Ρώμης Νικόλαο Ε’ όπου οι Ορθόδοξοι ζητούσαν την σύγκληση μιας νέας συνόδου στη Κωνσταντινούπολη για την αναθεώρηση των αποφάσεων, αλλά ο Πάπας αρνήθηκε[10].
   Στην Σύνοδο της Φερράρας – Φλωρεντίας δεν παραβρέθηκαν οι επίσκοποι μιας εκκλησίας, αλλά των δυο εκκλησιών, διότι ήδη είχε γίνει σχίσμα και η δυτική και η ανατολική εκκλησία αποτελούσαν δυο διαφορετικές εκκλησίες. Η απόφαση (συμφωνία) την οποία λαμβάνει μια τέτοια σύνοδος, για να είναι σε ισχύι πρέπει να υπογραφεί από την πλειονότητα των συμμετεχόντων μερών, αλλιώς η απόφαση αυτόματα είναι άκυρη. Στην περίπτωση της Συνόδου της Φερράρας – Φλωρεντίας η απόφαση θεωρείται άκυρη διότι από τους 150 Ορθοδόξους συμμετέχοντες (περίπου) συνολικά υπέγραψαν 29, από τους οποίους 13 ήταν επίσημοι αντιπρόσωποι των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, ο Αυτοκράτωρ  και 15 παρατηρητές[11].
   Από τα παραπάνω διαπιστώνουμε ότι οι αποφάσεις της Συνόδου είναι άκυρες ακόμη και χωρίς την συνοδική αποκήρυξη για τους εξής λόγους: α) η πλειοψηφία των Ορθοδόξων δεν υπέγραψε. Ο ΣΤ’ κανόνας της Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου τονίζει: «κρατείτω ἡ τῶν πλειόνων ψῆφος», όπως ήδη τονίσαμε η απόφαση της εν Φερράρα – Φλωρεντίας έπρεπε να έχει μια μορφή διμερούς συμφωνίας, διότι εκεί δεν παρουσιάστηκαν ως μια εκκλησία, αλλά ως δυο εκκλησίες με διαφορετικές διδασκαλίες, περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, περί του Πρωτείου του Επισκόπου Ρώμης, περί του καθαρτηρίου, περί επικλήσεως και ούτω καθ’ εξής, στις οποίες δυστυχώς δεν επετεύχθη συμφωνία, διότι οι πλειοψηφία δεν υπέγραψε και μάλιστα η απόφαση δεν έγινε δεκτή από το ορθόδοξο πλήρωμα. β) Παρ’ ότι οι αποφάσεις δεν εφαρμόστηκαν ποτέ μετά από τέσσερα χρόνια έγινε και η επίσημη συνοδική αποκήρυξή τους. Ο λόγος για τον οποίο οι Ορθόδοξοι αποκήρυξαν τις αποφάσεις ήταν ότι δεν τηρήθηκε η συμφωνηθείσα πρόταση την οποία πρότεινε ο Άγιος Εφέσου: «ἳνα δείξωμεν έαυτούς συμφωνοῦντας καὶ ἑπομένους ἐκείνους, οὐ τῇ τάξει μόνον, ἀλλὰ καὶ τοῖς φρονήμασιν. Οὔτω γὰρ ἔσται καὶ σύνοδος αὕτη ταῖς προηγουμέναις έκείναις άκόλουθος, τῇ τε πρώτῃ, καὶ τῇ δευτέρα και ταῖς ἑξής. Τοῦτο δὲ άναγκαῖον νομίζομεν, οὐ διὰ τὰ προειρημένα μόνον καὶ ἵνα προεγνωσμένον ὑπάρχη τῶν Πατέρων τὸ φρόνημα, άλλἵνα καὶ διὰ τῶν εὐχῶν ἐκείνων εἰς τὸ προκείμενον ἔργον εὐδοθώμεν καὶ ὥσπερ ἐπί θεμελίῳ τοῖς ἐκείνων λόγοις τοὺς ἡμετέρους ἐποικοδομήσωμεν[12]”. Οι θέσεις που υποστήριξε ο Εφέσου Μάρκος ήταν μια λογική λύση όλου του προβλήματος, δηλαδή η αποδοχή εκ μέρους των Λατίνων της συνοδικής παράδοσης και του πρωτείου μαζί και όχι ξεχωριστά μόνο το πρωτείο. Γι’ αυτό και απορρίφθηκε και δεν έγινε δεκτή η πρόταση των Λατίνων.
   Μετά την αναφορά στα ιστορικά γεγονότα της διεξαγωγής της Συνόδου της Φερράρας – Φλωρεντίας φτάσαμε στο κύριο μέρος του θέματος, την αποκοπή ή αλλιώς το σχίσμα της μητρόπολης Μόσχας από την κανονική αρχή και πηγή – το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τα επιχειρήματα τα οποία φέρνουν οι Ρώσοι για να δικαιολογήσουν το αδικαιολόγητο σχίσμα τους είναι ότι διέκοψαν την ευχαριστιακή ενότητα με τις εκκλησίες που είχαν υπογράψει τις αποφάσεις της Συνόδου, διότι αυτοί έπεσαν σε αίρεση. Στην πραγματικότητα οι Ρώσοι δεν είχαν απολύτως καμία θεολογική εκπαίδευση γι’ αυτό δεν καταλάβαιναν τις αποφάσεις της Συνόδους της Φλωρεντίας, αλλά πίσω από τις δήθεν θεολογικές αντιδράσεις είχαν πολιτικές σκοπιμότητες. Προσπαθούσαν να υποτιμήσουν την θέση της Εκκλησίας της Νέας Ρώμης και να καταλάβουν ηγετική θέση στην Ορθοδοξία. Το όραμά τους ήταν η Μόσχα να γινόταν πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο του κόσμου, αλλά αυτό έμεινε μόνο στα όνειρά τους. Εάν οι Ρώσοι, όπως λένε ήταν υποστηρικτές του ορθόδοξου δόγματος δεν θα διέκοπταν την κοινωνία με την πηγή και την αρχή τους, αλλά θα συμμετείχαν και στην σύνοδο του 1443 όταν έγινε η αποκήρυξη των αποφάσεων της Συνόδου της Φλωρεντίας. Η αποκοπή τους από το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποτέλεσε μια πραξικοπηματική πράξη η οποία σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες τιμωρείται με καθαίρεση και αφορισμό[13]. Σύμφωνα με το Κανονικό Δίκαιο η πράξη των Ρώσων του 1439 αποτελεί σχίσμα για τους εξής λόγους: α) χωρίς την άδεια του Οικουμενικού Πατριάρχη και την συνοδική απόφαση έγινε η καθαίρεση και η εκθρόνιση του κανονικού επισκόπου Μόσχας Ισιδώρου, άσχετα εάν έπεσε ή όχι σε αίρεση. Ο Ζωναράς ερμηνεύοντας τον ΙΕ’ κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου λέγει: «Ἄπερ ὥρισεν οἰ τῆς συνόδου Πατέρες περὶ μητροπολιτῶν καὶ ἐπισκόπων, ταῦτα λέγουςι πλέον ἀρμόζειν καὶ περί πατριαρχῶν. Εἰ γὰρ τις, φασί, μητροπολίτης, ἣ ἐπισκοπος, ἣ πρεσβύτερος τολμήσει ἀποστῆναι τοῦ συγκοινωνεῖν τῷ πατριάρχῃ αὐτοῦ, καὶ ἀναφέρειν τὸ ὄνομα αὐτοῦ, πρὶν ἣ ἐμφανίση τῇ συνόδῳ κατὰ τοῦ πατριάρχου, καὶ πρὸ τοῦ ἐξετασθῆναι ταῦτα, καὶ κατακριθπηναι ἴσως αὐτὸν, ὁ τοιοῦτος, ὡς σχίσμα ποιήσας, πάσης ἱερατείας ἀλλότριος ἔσται παντελώς. Εἴρηται δὲ τὸ, πάσης, ἀντὶ τοῦ, οἱ μὲν ἀρχιερεῖς, τῆς ἀρχιερατικῆς, οἱ δὲ ἱερεῖς, τῆς ἱερατικῆς, το δὲ παντελῶς, ὅτι οὐκ ἐπί τινα χρόνον εἰρχθησονται τοῦ ἱερουργεῖν, εἶτα ἀποκαταστήσοντα αὖθις εἰς τῆν οἰκείαν τιμήν, ἀλλά τελείως έκπεσοῦνται τῆς ἀξίας αὐτῶν, καὶ οὐδὲ τιμὴν ἔξουσι μόνην ἀρχιερεῦσι καὶ ἱερεῦσιν ἀνήκουσαν[14]», β) η διακοπή της κοινωνίας με την Μητέρα Εκκλησία των Ρώσων έγινε πριν την συνοδική απόφαση, και γ) παρ’ ότι έγινε η συνοδική καταδίκη και αποκήρυξη των αποφάσεων της εν Φλωρεντία Συνόδου, οι Ρώσοι δεν παραβρέθηκαν σε αυτήν την σύνοδο του 1443.
   Όπως είδαμε στην πραγματικότητα δεν υπήρχε καμία θεολογική διαφωνία εκ μέρους των Μοσχοβαίων, αλλά αυτό ήταν ένα πολιτικό παιχνίδι για την ανεξαρτησία από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η Σύνοδος της Φλωρεντίας για τους Ρώσους αποτέλεσε μια πολύ καλή ευκαιρία για την οδό προς την «αυτοκεφαλία», έτσι ξεκίνησε και ο εθνοφυλετισμός «ρωσοποιόντας» την μητρόπολη Μόσχας και οδηγώντάς την σε μια τραγική κατάσταση, την οποία μας περιγράφουν οι ιστορικές πηγές. Αργότερα με την ευλογία του Οικουμενικού Πατριαρχείου στάλθηκε ο Άγιος Μάξιμος ο Γραικός στην Μόσχα για να τους μάθει θεολογικά γράμματα και να τους διαφωτίσει, έτσι ο Αγιορείτης Μοναχός περιγράφει την δυσάρεστη κατάσταση που κυριαρχούσε τον ΙΣΤ’ αιώνα. Στην Ρωσία ήταν «απόλυτη πνευματική και κοινωνική νύχτα. Παρ’ όλον ότι παρέλαβε προ επτά εκατονταετηρίδων εκ του Βυζαντίου την Χριστιανική θρησκεία ήδη κατά τον ΙΕ’ αιώνα και αρχάς του ΙΣΤ’, έγινε φανερό ότι ουδέν ωφελήθηκε ο λαός από το μεγάλο τούτο γεγονός[15]». Ο λόγος για την ύπαρξη «πνευματικής νύχτας» ήταν, ότι είχαν αποσκοπεί από την Μητέρα Εκκλησία και από την πηγή της ζωής. Πληροφορούμαστε ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα των Ρώσων ήταν ότι δεν γνώριζαν θεολογικά γράμματα, πολλοί αρχιερείς, ιερείς, διάκονοι και μοναχοί ήταν εντελώς εκτός θεολογικής εκπαιδεύσεως, μερικοί απ’ αυτούς δεν ήξεραν να διαβάζουν γράμματα, γι’ αυτό και τις ακολουθίες μάθαιναν προφορικά. Κατά την διαμονή του ο Άγιος Μάξιμος ο Γραικός κατάλαβε ότι λόγω της άγνοιας των θεολογικών γραμμάτων γινόντουσαν παρερμηνείες της ουσίας της ορθόδοξης θεολογίας[16]. Αυτή η τραγική πραγματικότητα επιβεβαιώνει ότι ήταν αδύνατο να θεωρήσουμε ότι οι Ρώσοι αποσχίστηκαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο επειδή αυτό ξέφυγε από το ορθόδοξο δόγμα. Ακόμη λόγω της αμάθειας και άγνοιας της χριστιανικής πίστεως ήταν εντελώς ανίκανοι να διακρίνουν τα κανονικά βιβλία της Αγίας Γραφής από τα απόκρυφα[17].
   Με την πραξικοπηματική πράξη των Μοσχοβαίων προσπάθησαν να δημιουργήσουν κατά κάποιο τρόπο ένα «θεοκρατικό» καθεστώς, όπου ο ηγεμόνας θα ήταν αυτός που θα διαφύλαττε την εκκλησία από τις αιρέσεις, κριτική κλπ. Έτσι λοιπόν φτάνουμε στον κυριότερο λόγο της απομάκρυνσης από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ήταν η ιδέα της λεγόμενης «Τρίτης Ρώμης», δηλαδή προσπαθούσαν να κάνουν την Μόσχα κέντρο ορθοδοξίας αλλά και ο διορισμός του Μητροπολίτης Μόσχας να γινόταν χωρίς την επικύρωση του Οικουμενικού Θρόνου. Υιοθέτησαν την επιστολή ενός Ρώσου μοναχού Φιλόθεου ο οποίος ήταν ένας από τους εμπνευστές της ανυπόστατης θεωρίας περί της «Τρίτης Ρώμης» στηρίζοντάς την στις ιδέες του Μητροπολίτη Ζωσιμά (1492) ο οποίος υποστήριζε ότι η θεία πρόνοια ανέθεσε πλέον στον ηγεμόνα της Ρωσίας το κεντρικό ρόλο στον κόσμο για την θρησκευτική και πολιτική διευθέτηση, ενώ η Μόσχα θα ήταν νέα πόλη του Κωνσταντίνου. Η μια ομάδα των υποστηρικτών αυτής της ιδέας έλεγε ότι με την πτώση της Κωνσταντινούπολης έγινε η διακοπή της βυζαντινής παράδοσης και έναρξη νέας πραγματικότητας, αλλά αυτήν την αρρωστημένη θεωρία ο Βλαδίμηρος Σολοβιώφ χαρακτήρισε ως «προτεσταντισμό της παραδόσεως[18]». Ο Άγιος Μάξιμος ο Γραικός τάχθηκε εναντίον όλων των θεωριών αυτών καταδικάζοντας και την «αυτοκεφαλία» της μητρόπολης Μόσχας λέγοντας: «Τον Πάπα της Ρώμης επειδή εξέπεσε από την χορεία των Ορθοδόξων αρχιερέων είναι δίκαιο και σφόδρα αναγκαίο να τον αποστρέφεστε και να τον αποκηρύττετε. Για τον Οικουμενικό Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως, που εμμένει στην Ορθοδοξία και τον Θείο Νόμο και τηρεί μέχρι σήμερα τη χάρη της χειροτονίας, σας ερωτώ: Για ποια ενοχή τον αποκηρύττετε, ω θαυμάσιοι, αφού μάλιστα προεπαγγέλεστε ενυπογράφως ότι θα τηρείτε πιστά τους Αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες, από τους οποίους διδασκόμαστε να μην αποχωριζόμαστε από τον Πατριάρχη μας, εφόσον ορθοδόξως προΐσταται της Αγίας του Θεού Εκκλησίας; Αν δε, κατά τη δίκαια κρίση του Θεού, απωλέσθηκαν οι Ορθόδοξοι βασιλείς και αν αντί αυτών βασιλεύσουν πιστοί βασανιστές και διώκτες του χριστιανισμού, είναι αυτός λόγος να απεχθάνεστε την χειροτονία από την Κωνσταντινούπολη[19];». Εδώ ο Βατοπαιδινός μοναχός αποδοκίμαζε τις αντικανονικές πράξεις των Μοσχοβαίων οι οποίοι είχαν αποκοπεί από το κανονικό σώμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας και με αυτό το τρόπο βρέθηκαν σε σχίσμα, μέχρι που ο Οικουμενικός Θρόνος έκανε άρση του σχίσματος και αποκατέστησε τους σχισματικούς Ρώσους στην κανονική τάξη παραχωρώντας το αυτοδιοίκητο καθεστώς και την πατριαρχική τιμή, αλλά η Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία (Οικουμενικό Πατριαρχείο) δεν έπαυσε ποτέ να είναι η κεφαλή και η αρχή για την εκκλησία της Μόσχας. Αυτό επιβεβαιώνεται και στο Χρυσόβουλο περί της ανυψώσεως της μητρόπολης Μόσχας σε πατριαρχείο: «Καὶ αὖθις ἡ μετριότης ἡμῶν μετ’ αὐτῶν τῶν Πατριαρχῶν καὶ μεθ’ ὅλης τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁμογνωμόνως καὶ ἐνούμενοι ἐν ἁγίῳ Πνεύματι γράφομεν καὶ διαδηλοῦμεν διὰ τοῦ παρόντος Συνοδικοῦ Γράμματος, ὅτι, πρῶτον, ὁμολογοῦμεν καὶ τελοῦμεν ἐν τῇ βασιλευούσῃ πόλει Μόσχᾳ τὴν ἐγκαθίδρυσιν καὶ τὸν διορισμὸν τοῦ κυρίου Ἰώβ Πατριάρχου, ἵνα καὶ εἰς τὸ έλλον τιμᾶται καὶ ὀνομάζηται μεθ’ ἡμῶν τῶν Πατριαρχῶν καὶ ἔχῃ τὴν τάξιν εἰς τὰς εὐχὰς μετὰ τὸν τῶν Ἱεροσολύμων, καὶ ἵνα ὡς κεφαλὴν καὶ ἀρχὴν ἔχῃ αὐτὸς τὸν Ἀποστολικὸν Θρόνον τῆς τοῦ Κωνσταντίνου πόλεως ὡς καὶ οἱ ἄλλοι Πατριάρχαι[20]».



ΠΑΡΑΠΤΗΜΑ Α’
Οι συμμετέχοντες στην Σύνοδο της Φεράρας – Φλωρεντίας και ο τρόπος καθίσματος των πατέρων σύμφωνα με τα πρακτικά της Συνόδου[21]
   «Τὸ ἓν μέρος τοῦ ναῦ εἰσιόντι ἀριστερά δοθῆ τῷ πάπα καὶ τοῖς αὐτοῦ, τὸ δὲ ἄλλο μέρος, τὸ δεξιὸν δηλονότι, τῶ βασιλεῖ και τοὶς μετ’ αυτοῦ, και ἔστησαν τοὺς θρόνους οὓτω, τοῦ πάπα τὸν θρόνον εν τω δοθέντι ἐν τῷ δοθέντι μέρει αυτῷ, ἐγγὺς τῆς ἀγίας τραπέζης ὠς ὀργυιάς τέσσαρας, κατωτέρον τοῦ θρόνου τοῦ πάπα ὡς ὀργυιὰν μίαν, τὸν θρόνον τοῦ βασιλέως τῆς Αλαμανίας, εἰστήκει δὲ κενὸς μόνον εἰς τύπον. Ἐνγύς δὲ τούτου ἐκάθισαν οἱ καρδινάλεις, καὶ καθεξῆς μητροπολῖται καὶ ἐπίσκοποι τὸν ἀριθμόν ὠσεὶ ἐκατόν πεντήκοντι (150), οἱ ἱερεῖς δὲ καὶ διάκονοι καὶ ἐν τῷ ἕτεροι πρωτονοτάριοι ἄμετροι ἦσαν, ὁμοίως, καὶ ἐν τῷ ἑτέρῳ μέρει ἡτοὶμασαν τοῦ βασιλέως τὸν θρόνον μετὰ τοῦ ἐρυθροῦ καὶ χρυσοῦ φάντου χασδίου, καὶ καθεξῆς τοῦ τε πατριάρχου καὶ τῶν τοποτηριτῶν, τε πάσης τῆς ἀνατολικῆς ἐκκλησίας κατά τάξιν. Τούτων οὕτω συμφωνηθέντων, και όρκωμοτικοῦ διὰ πλείονα άσφαλείαν γενομένου, τῆ μεγάλῃ Τετάρτη, κατὼς ἔφημων, συνήχθημεν έν τῷ ναῷ τῆς ἐπισκοπῆς, τῶ ἐπ᾽ ὀνομάτι τοῦ ἀγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου. Εἰσῆλθεν οῦν πρώτος ὁ πάπας, καὶ εκάθισεν ἐπὶ τοῦ θρόνου ἀυτοῦ ἐν τῷ βορείω μέρει, καθώς ἀνωτέρω δεδήλωται, κατὰ την συμφωνίαν ἡμῶν, εἶτα ἐκάθισεν οἰ βασιλείς ἡμῶν ἐν τῷ νοτίῳ, ἐκάθισε δὲ καὶ ὁ δεσπότης, ὁ τοῦ βασιλέως ἀδελφός κῦριος Δημήτριος, ἐκ δεξιῶν μετὰ τοῦ βασιλέως κατωτέρον δὲ ὡσεί σπιθαμὰς τέσσαρας, ἐκάθισε καὶ ὁ πατριάρχης ἐπὶ θρόνου καἰ ἀυτός ὐψηλοῦ, εἶτα οἱ τοποτηριταί τῶν πατριαρχῶν. Υπῆρχον δὲ τοῦ Αλεξανδρείας, ὁ Ηρακλείας κῦριος Αντώνιος, καὶ ὁ τιμιώτατος πνευματικός κύριος Γρηγόριος, τοῦ Αντιοχείας, ὁ Εφέσου κῦριος Μάρκος καὶ ὁ Ρωσίας κῦριος Ισίδωρος, του Ιεροσολύμων ὁ Μονεμβασίας κῦριος Δοσίθεος, καὶ ὁ Σάρδεων ἐκεῖνος μητροπολιτῶν κατά τὴν τάξιν ἀυτῶν, οἵ τενες ἧσαν οὗτοι, ὁ Τραπεζοῦντος, κύριος Δωρόθεος, τὀν τόπον ἐπἐχων τοῦ Καισαρείας, ὁ Κυζίκου, τὸν τόπον ἐπέχων τοῦ Αγκύρας, κῦριος Μητροφάνης, ὁ Νικαίας, τὀν τόπον ἐπέχων του Σάρδεων, κῦριος Βησσαρίων, ὁ Νικομηδείας Μακάριος, ὁ Λακεδαιμονίας, καἰ τὸν τόπον ἐπέχων τοῦ Νικομηδείας, κῦριος Μεθόδιος, ὁ Μυτιλήνης, καὶ τὸν τόπον ἐπέχων τοῦ Σίδης, κῦριος Δωρόθεος, ὁ Αμασείας Ιωάσαφ, ὁ Μο(υ)λδοβλαχείας, καὶ τὸν τρόπον ἐπέχων τοῦ Σεβαστείας, Δαμιανός, ὁ Σταυρουπόλεως Ησαΐας, ὁ Ρὀδου Ναδαναήλ, ὁ Δίστρας Κάλλιστος, ὁ Γάνου Γεννάδιος, ὁ Δράμας Δοσίθεος, ὁ Μελενίκου Εὐστράτιος, ὁ Αγχιάλου Σωφρόνιος, ὑπῆρχον καὶ ἀπὸ τῆς Ιβηρίας μητροπολίτης εἷς, καὶ ἐπίσκοπος εἷς, εἶτα ἐκάθσαν οἱ σταυροφόροι, ἄρχοντες κύκλῳ τοῦ πατριάρχου, κάτωθεν δὲ οἱ ἡγούμενοι μετὰ τῶν Αγιωρειτῶν, καὶ οἱ λοιποἰ κληρικοἰ, ἅπαντες κατά την τάξιν ἀυτῶν.
   Προκαθημένου δὲ τοῦ μακαριωτάτου πάπα ἐν τῷ βορείῳ μέρει, καθὼς εἰρήκαμεν, κάτωθεν τούτου, τοῦ βασιλέως τῶν Αλαμανῶν θρόνου ὑπῆρχεν, ὡς εἴρηται, μετὰ δὲ τοῦτον ἐκάθισαν οἱ καρδινάλεις, ὁ ἀνεψιός τοῦ πάπα ὁ καμεράριος, κῦριος Φραγκέσκος τοῦ ἀγίου Κλήμεντος, ὀ τοῦ ἁγίου Μάρκου, κῦριος Αγγελῶττπς, ὁ Σαβινέσις ἐπίσκοπος κῦριος Ιορδάνος, καρδινάλις Ορσίνος, ὁ τοῦ ἁγίου Σταυροῦ κῦριος Νικόλαος καρδινάλις Φιρμάνος, ὁ Πορτουνέσις ἐπίσκοπος κῦριος Βεῤῥάνδας, καρδινάλις Πλακεντίας, ὁ τοῦ αγίου Γεωργίου, κῦριος Πρόσπερος καρδινάλις Κολοῦμνας, ὁ Οστιένσις ἐπίσκοπος κῦριος Αντώνιος καρδινάλις Βονωνίας, ἐπίσκοποι δὲ καὶ ἀρχιεπίσκοποι ὡσεί διακόσιοι (200), ἀλλά καἰ ηγούμενοι ἐκκλησιαστικοί, ὁ δὲ ἡμετέρος πατριάρχς ἀσθενῶν ἦν, καὶ ούκ ἦλθεν, ὁμοἰως καἰ ὁ Σάρδεων, ἀλλ᾽ ὁ πατριάρχης ἀπέστειλε προτροπήν ἑαυτοῦ καὶ θέλημα, καἰ ἀνέγνωσαν αὐτό.
   Μέσον δὲ τοῦ ναοῦ τῶν δύο μερῶν τοῦ κλήρου, ἔμπροσθεν τῆς ἁγίας τραπέζης, ἔστησαν θρόνον ὡραιότατον, πάνυ κεκοσμημένον, καῖ ευτρεπισμένον μετά χρυσοῦ βλατίου, ἐπάνω δὲ ἐκάθισεν ὁ μέγας καὶ δίκαιος κριτής, ὁ κύριος ἡμῶν Ιησοῦς Χριστός, ἤγουν τὸ ἃγιον εὐαγγέλιον, ἐξ ἑκατέρων δὲ τῶν μερῶν αὐτοῦ ἔκειντο αἱ κάραι τῶν ἁγίων ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου, καὶ λαμπάδες ἀνάπτουσαι ἔμπροσθεν αὐτῶν, καὶ τὧ ἰδεῖν φρικτόν καὶ ξένον θέαμα ἐν τῇ ἡμέρα ἐκείνη, καἰ ἡ ἐκκλησία ὡς οὑρανός ἐγένετο, ὣστε καἰ μνησθῆναι τοῦ λέγοντος, Οὐρανός πολύφωτος ἡ εκκλησία ἀνεδείχθη ἅπασα, φωταγωγοῦσα τοὺς πιστούς, ἐν ᾗ ἑστῶτες κραυγάζ…, Τοῦτον τὸν οἶκον στερέωσον κύριε.
   Τοὺτων οὖν γενομένων, καὶ πάντων ἐνδεδυμένων τὰς ἱερατικὰς στολὰς, οἴ τε ἁνατολῆς καἰ τῆς δύσεως ἀρχιερεῖς ἃπαντες ἐκάθισαν, σιωπῆς δὲ γενομένης, ἐξεφώνησεν ὁ μακαριώτατος πάπας, Εὐλογητός κύριος τοῦ Ισραήλ, καὶ ἣρξαντο πάντες δοξολογίας, καὶ ὓμνου καὶ ἱκετηρίων ῲδῶν , εἶτα ἐκάθισαν, καὶ ὣρισαν ἐπ᾽ἄμβωνος άναγνωσθῆναι τα τῆς συνόδου άνακήρυξιν, πρὸ ταύτης δὲ ὤρισεν ὁ βασιλιάς μετὰ τοῦ πάπα, ἀναγνωσθῆναι ἐγγράφως τὴν προτροπήν τοῦ πατριάρχου, καὶ οὕτως ἀνέστη ὁ ρεφερενδάριος τοῦ πατριάρχου διάκονός τις, καὶ ἤρξαντο λέγειν…».
  
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β’
Ο Βυζαντινός Αυτοκράτωρ και οι Δεκατέσσερεις (13) Ορθόδοξοι Αντιπρόσωποι οι οποίοι υπέγραψαν τον Όρο της Συνόδου[22]
v  Ιωάννης ἐν Χριστῷ τῷ Θεῶ πιστὸς βασιλεὺς καὶ αὐτοκράτωρ Ρωμαίων ὁ Παλαιολόγος.
v  Ο ταπεινὸς μητροπολίτης Ηρακλείας, ὀλογάς τῶν Αἰδεσσηνῶν, καὶ ἀρχιερεὺς πάσης Θρᾳκίας καὶ Μακεδονίας, καὶ τοποτηρητής τῇς ἄποστολικής καθέδρας τοῦ ἀγιωτάτου πατριάρχου τῆς Αλεξανδρεῖας Φιλοθέου Αντώνιος, ὐπέγραψα.
v  Ο τοποτηρητής τῆς ἀυτής ἃποστολικής καδέθρας τοῦ ἀγιωτάτου πατριάρχου τὴς Αλεξανδρείας καὶ κυρίου μου κυρίου Φιλοθέου, καὶ πρωτοσύγγελος πνευματικὸς Γρηγόριος ἳερομόναχος, ὐπέγραψα.
v  Ισίδωρος μητροπολῖτης Κιαίβου καὶ πάσης Ρωσίας, καὶ τοποτηρητής τὴς άποστολικής καθέδρας τοῦ ἀγιωτάτου πατριάρχου Αντιοχείας κυρίου Δωροθέου, ἄρκετὸς ὑπέγραψα.
v  Ο ταπεινὸς μητροπολίτης Μονεμβασίας, καὶ τοποτηρητής τῆς ἀποστολικής καθέδρας τοῦ ἀγιωτάτου πατριάρχου Ιεροσολύμων κυρίου Ιωακείμ, Δοσίθεος, ἀρκετὸς ὑπέγραψα.
v  Ο ταπεινὸς μητροπολίτης Κυζίκου, καὶ τόπον ἔπέχων τοῦ Αγκόρας, Μητροφάνης, ἀρκετὸς ὑπέγραψα.
v  Βησσαρίων ἔλέει θείω ἀρχιεπίσκοπος Νικαίας, καὶ τὸν τόπον ἐπέχων τοῦ Σάρδεων, ἄρκετὸς ὑπέγραψα.
v  Ο ταπεινὸς μητροπολίτης Νικομηδείας Μακάριος, ἀρκετὸς ὑπέγραψα.
v  Ο ταπεινὸς μητροπολίτης Τορνόβου, καὶ τὸν τόπον ἐπέχων τοῦ Νικομηδείας, Ιγνάτιος, ἀρκετὸς ὑπέγραψα.
v  Ο ταπεινὸς μητροπολίτης Μυτιλήνης, καῖ τὸν τόπον ἔπέχων τοῦ Σίδης, Δωρόθεος, ἀρκετὸς ὑπέγραψα.
v  Ο ταπεινὸς μητροπολίτης Μουλδοβλαχίας, καὶ τὸν τόπον ἓπέχων τοῦ Σεβαστείας, Δαμιανὸς, ἄρκετὸς ὑπέγραψα.
v  Ο ταπεινὸς μητροπολίτης Αμασείας Ιωάσαδ, ἄρκετὸς ὑπέγραψα.

Οι Δεκαπέντε (15) Ορθόδοξοι Παρατηρητές Υπογράψαντες τον Όρο της Συνόδου[23]
v  Ο ταπεινὸς μητροπολίτης Δίστρας Κάλλιστος ἄρκετὸς, ὑπέγραψα.
v  Ο ταπεινὸς μητροπολίτης Γάνου Γεννάδιος ἄρκετὸς, ὑπέγραψα.
v  Ο ταπεινὸς μητροπολίτης Μελενίκου Ματθαίος ἄρκετὸς, ὑπέγραψα.
v  Ο ταπεινὸς μητροπολίτης Δράμας Δοσίθεος ἄρκετὸς, ὑπέγραψα.
v  Ο ταπεινὸς μητροπολίτης Αγχιάλου Σοφρόνιος ἄρκετὸς, ὑπέγραψα.
v  Ο μέγας χαρτοφύλαξ καὶ ἀρχιδιάκονος Μιχαήλ ὁ Βαλσαμών, ὑπέγραψα.
v  Ο μέγας ἐκκλησιάρχης καὶ δικαιοφύλαξ διάκονος Σίλβεστρος ὁ Συρόπουλος, ὑπέγραψα.
v  Ο πρωτέκδικος διάκονος Γεώργιος ὁ Καπαδοξ, ὑπέγραψα.
v  Ο πρωτοπαπᾶς Κωνσταντίνος, καὶ τοποτηρητὴς τοῦ Μουλδοβλαχίας, ὑπέγραψα.
v  Ο ἐκκλησιάρχης τῆς τιμίας μονῆς ἃγίας καὶ βασιλικῆς τοῦ ἀγίου ὃρους τῆς μεγάλης Λαύρας, καὶ τοποτηρητής τῆς ἀυτῆς μονὴς Μωςῆς ἱερομόναχος, ὑπέγραψα.
v  Ο ποτὲ ἣγούμενος τῆς Περιβλέπτου Αθανάσιος, ὑπέγραψα.
v  Ο ἡγούμενος τῆς ἃγίας μονῆς τοῦ Παντοκράτορος Γερόντιος ἰερομόναχος, ὑπέγραψα.
v  Ο ποτὲ τοῦ ἁγίου Βλασίου Γερμανὸς, ὑπέγραψα.
v  Παχώμιος ἱερομόναχος καὶ ἃββᾶς τοῦ ἁγίου Παύλου, ἀρκετὸς ὑπέγραψα.










Οι υπογραφές των Ορθοδόξων Συμμετεχόντων[24]


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ’
Πίνακας Θείων και Ιερών Κανόνων
   ΙΓ’ Κανών της Πρωτοδευτέρας (ΑΒ) Συνόδου (861): Τὰς τῶν αἱρετικῶν ζιζανίων ἐπισπορὰς ἐν τῇ τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίᾳ ὁ παμπόνηρος καταβαλών καὶ ταύτας ὁρῶν τῇ μαχαίρᾳ τοῦ Πνεύματος τεμνομένας προῤῥίζους, ἐφ᾿ ἑτέραν ἦλθε μεθοδείας ὁδόν, τῇ τῶν σχισματικῶν μανίᾳ τὸ τοῦ Χριστοῦ σῶμα μερίζειν ἐπιχειρῶν. Ἀλλὰ καὶ ταύτην αὐτοῦ τὴν ἐπιβουλὴν ἡ ἁγία σύνοδος ἀναστέλλουσα παντελῶς, ὥρισε τοῦ λοιποῦ, ἵνα, εἴ τις πρεσβύτερος ἢ διάκονος, ὡς δῆθεν ἐπὶ ἐγκλήμασί τισι τοῦ οἰκείου κατεγνωκὼς ἐπισκόπου, πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως καὶ ἐξετάσεως καὶ τῆς ἐπ᾿ αὐτῷ τελείας κατακρίσεως ἀποστῆναι τολμήσοι τῆς αὐτοῦ κοινωνίας καὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐν ταῖς ἱεραῖς τῶν λειτουργιῶν εὐχαῖς, κατὰ τὸ παραδεδομένον τῇ Ἐκκλησίᾳ, μὴ ἀναφέροι, τοῦτον ὑποκεῖσθαι καθαιρέσει καὶ πάσης ἱερατικῆς ἀποστερεῖσθαι τιμῆς. Ὁ γὰρ ἐν πρεσβυτέρου τάξει τεταγμένος καὶ τῶν μητροπολιτῶν ἁρπάζων τὴν κρίσιν καὶ πρὸ κρίσεως αὐτὸς κατακρίνων, ὅσον τὸ ἐπ᾿ αὐτῷ, τὸν οἰκεῖον πατέρα καὶ ἐπίσκοπον, οὗτος οὐδὲ τῆς τοῦ πρεσβυτέρου ἐστὶν ἄξιος τιμῆς ἢ ὀνομασίας. Οἱ δὲ τούτῳ συνεπόμενοι, εἰ μὲν τῶν ἱερωμένων εἶέν τινες, καὶ αὐτοὶ τῆς οἰκείας τιμῆς ἐκπιπτέτωσαν, εἰ δέ μοναχοὶ ἢ λαϊκοί, ἀφοριζέσθωσαν παντελῶς τῆς Ἐκκλησίας, μέχρις ἄν, τὴν πρὸς τοὺς σχισματικοὺς συνάφειαν διαπτύσαντες, πρὸς τὸν οἰκεῖον ἐπίσκοπον ἐπιστραφεῖεν[25].
ΙΔ’ Κανών Πρωτοδευτέρας Συνόδου: Εἴ τις ἐπίσκοπος, ἐγκλήματος πρόφασιν ποιούμενος κατὰ τοῦ οἰκείου μητροπολίτου, πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἀποστήσει ἑαυτὸν τῆς πρὸς αὐτὸν κοινωνίας καὶ μὴ ἀναφέρει τὸ ὄνομα αὐτοῦ, κατὰ τὸ εἰθισμένον, ἐν τῇ θείᾳ μυσταγωγίᾳ, τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία σύνοδος καθῃρημένον εἶναι· εἰ μόνον ἀποστὰς τοῦ οἰκείου μητροπολίτου σχίσμα ποιήσοι. Δεῖ γὰρ ἔκαστον τὰ οἰκεῖα μέτρα γινώσκειν καὶ μήτε τὸν πρεσβύτερον καταφρονεῖν τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου, μήτε τὸν ἐπίσκοπον τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου[26].
   ΙΕ’ Κανών Πρωτοδευτέρας Συνόδου: Τὰ ὁρισθέντα ἐπὶ πρεσβυτέρων καὶ ἐπισκόπων καὶ μητροπολιτῶν, πολλῷ μᾶλλον καὶ ἐπὶ πατριαρχῶν ἁρμόζει. Ὥστε, εἴ τις πρεσβύτερος ἤ ἐπίσκοπος ἢ μητροπολίτης τολμήσειεν ἀποστῆναι τῆς πρὸς τὸν οἰκεῖον πατριάρχην κοινωνίας καὶ μὴ ἀναφέρει τὸ ὄνομα αὐτοῦ, κατὰ τὸ ὡρισμένον καὶ τεταγμένον, ἐν τῇ θείᾳ μυσταγωγίᾳ, ἀλλὰ πρὸ ἐμφανείας συνοδικῆς καὶ τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως σχίσμα ποιήσει, τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία σύνοδος, πάσης ἱερατείας παντελῶς ἀλλότριον εἶναι, εἰ μόνον ἐλεγχθείη τοῦτο παρανομήσας. Καὶ ταῦτα μὲν ὥρισται καὶ ἐσφράγισται περὶ τῶν προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων καὶ σχίσμα ποιούντων καὶ τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων. Οἱ γὰρ δι᾿ αἱρεσίν τινα, παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου τὴν αἵρεσιν δηλονότι δημοσίᾳ κηρύττοντος καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ᾿ ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑποκείσονται, πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οἱ γὰρ ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι[27].











ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
v  Βαβούσκος Α., Λιάντας Γ., Οι Θεσμοί του αυτοκεφάλου και του αυτονόμου καθεστώτος στην Ορθόδοξη Εκκλησία, εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2014.
v  Ράλλη Γ.Α., Ποτλή Μ., Σύνταγμα Θείων και Ιερών Κανόνων Β΄, εκ της Τυπογραφίας Γ. Χαρτοφύλακος, Αθήνισιν 1852.
v  Τσιλιγιάννη Κ., Η Δίκη του Μαξίμου του Γραικού, εκδ. Ινστιτούτο Άγιος Μάξιμος ο Γραικός, Αθήνα 2011.
v  Φειδάς Β., Εκκλησιαστική Ιστορία Β’, Αθήνα 1994.
v  Φειδάς Β., “Μεθοδολογικά προβλήματα της Συνόδου Φερράρας - Φλωρεντίας”, Αθήνα 1990.
Ξένη Βιβλιογραφία:
v  Gill J., The Council of Florence, At the University Press, Cambridge 1959.
v  Mansi XXXI.



[1] Η χρήση της ψευδοθεωρίας περί της «Τρίτης Ρώμη» αποτελεί ήδη απομάκρυνση από την ιστορική πραγματικότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, διότι όπως είναι γνωστό δεν υπήρχε ποτέ πρώτη και δεύτερη Ρώμη, αλλά Παλαιά – Πρεσβυτέρα ή Νέα.
[2] Μερικοί ιστορικοί και θεολόγοι την ημερομηνία της διάλυσης της Πενταρχίας, ή αλλιώς του λεγομένου «Μεγάλου Σχίσματος» ορίζουν το γεγονός το οποίο έγινε στον Εσπερινό στην Αγία Σοφία στις 16 Ιουλίου του 1054, όταν ο Καρδινάλιος Ουμβέρτος και οι δυο συνοδοί του άφησαν στην Αγία Τράπεζα της Αγία Σοφίας την παπική βούλα περί αναθεματισμού του Οικουμενικού Πατριάρχη Μιχαήλ και των ομοφρώνων του, σύμφωνα με την οποία οι Κωνσταντινουπολίτες καθαιρέθηκαν και αναθεματίστηκαν, αλλά θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτή η πράξη δεν αποτέλεσε πραγματικό σχίσμα μεταξύ των εκκλησιών όπως μπήκε στην εκκλησιαστική ιστορία, αλλά αποτελεί μια ρήξη μεταξύ της Εκκλησίας της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης. Επίσης η παπική βούλα την οποία έφερε ο Ουμβέρτος θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν ίσχυε διότι τότε ο Πάπας της Ρώμης είχε πεθάνει στην φυλακή και δεν είχε εκλεχτεί νέος Πάπας. Όπως ήδη αναφέραμε εδώ σαν ημερομηνία του σχίσματος ορίζουμε το 1204.
[3] Η τάξη της πρωτοκαθεδρίας των Εκκλησιών της Παλαιάς και της Νέας Ρώμης θα αποκαταστούσε τα πρεσβεία τιμής και οι δύο πατριάρχες αυτών των θρόνων θα είχαν περισσότερα διοικητικά προνόμια από τους άλλους πατριάρχες. Στην ουσία αυτό δεν θα ήταν κάτι καινούριο, αλλά η αποκατάσταση της παλιά παράδοσης η οποία επικυρώθηκε και κηρύχθηκε από τις Αγίες και Οικουμενικές Συνόδους, θα ήταν η επιστροφή στην εποχή του πρωτείου και της συνδοτικότητας, όταν οι δυο αυτοί θεσμοί υπήρχαν σε αρμονία, διότι η ακραία συνοδικότητα και το ακραίο πρωτείο δημιουργεί εκκλησιολογικά προβλήματα και την αναρχία μέσα στην εκκλησία.
[4] Αξιοσημείωτο είναι, ότι πίσω από τους επισκόπους της Ρώμης ήταν οι Φράγκοι ηγεμόνες οι οποίοι είχαν τις πολιτικές σκοπιμότητες και θεωρούσαν τους βυζαντινούς ως αντιπάλους τους, γι’ αυτό και ασκούσαν μεγάλη επιρροή στους Πάπες, αυτή η κατάσταση όμως δημιουργούσε μια δυσάρεστη κατάσταση στις σχέσεις των τοπικών εκκλησιών. Η μεγάλη ρήξη του 1054 ήταν ένα τεχνητό σχέδιο των πολιτικών αρχών της δύσης, διότι ο Καρδινάλιος Ουμβέρτος και οι δύο συνοδοί του δεν θα ρίσκαραν τόσο πολύ εάν δεν είχαν μια σοβαρή στήριξη από τις πολιτικές αρχές, διότι όπως αναφέραμε ο Πάπας τότε ήταν στην φυλακή και δεν θα μπορούσε να διοργανώσει μια τέτοια αποστολή. Αργότερα, πριν φτάσει η αντιπροσωπία στην Κωνσταντινούπολη, ο Πάπας πέθανε. Όπως συνήθως γίνεται οι πολιτικές σκοπιμότητες των Βενετών πολιτικών σκεπάστηκαν με θεολογικό μανδύα και έτσι σιγά σιγά ξεκίνησε η θεολογική διαφοροποίηση. Στην πραγματικότητα υπήρχε διαφορετική κατανόηση των θεολογικών όρων, αλλά οι εξωτερικές παρεμβάσεις επηρέασαν την κατάσταση και φτάσαμε μέχρι την παντελή διακοπή της κοινωνίας. Πολλές φορές έγινε η προσπάθεια ένωσης των εκκλησιών, αλλά δυστυχώς όλες οι προσπάθειες απέτυχαν. Όπως γνωρίζουμε το 2025 προγραμματίζεται μια άλλη τέτοια προσπάθεια σύγκλισης μιας Οικουμενικής Συνόδου με συμμετοχή των Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών για την επίλυση των θεολογικών προβλημάτων μεταξύ των εκκλησιών. Η Ορθόδοξη Εκκλησία επίσης θα προτείνει τα ίδια δυο ζητήματα: α) διδασκαλία περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, και β) διδασκαλία περί της υπεροχής του Επισκόπου Ρώμης στην Εκκλησία.
 [5] Φειδάς Β., Εκκλησιαστική Ιστορία Β’, Αθήνα 1994, σελ. 604. Αυτή ήταν η περίοδος όταν η Ρωμαϊκή Εκκλησία βρέθηκε σε αιχμαλωσία. Τότε με την εντολή του Βασιλιά της Γαλλίας Φίλλιπου Δ’ η έδρα του επισκόπου Ρώμης αναγκαστικά μεταφέρθηκε στο Αβινιόν, τότε Πάπας ήταν ο Κλήμης Ε’. Εκτός απ’ αυτό στην εκκλησία της Ρώμης κατά τα έτη 1378-1424 γίνεται σχίσμα και στην δύση εκλέγονται δυο Πάπες. Αυτό έγινε όταν η μεταφορά της έδρας του Πάπα έγινε πάλι στην Ρώμη, οι Γάλλοι καρδινάλιοι διαμαρτυρήθηκαν γι’ αυτήν την πράξη και στο Αβινιόν εξέλεξαν νέο Πάπα. Στην ιστορία της δυτικής εκκλησίας πρώτη φορά στις 15 Μαρτίου του 1409 στο Παρίσι από τους καρδιναλίους συγκαλείται μια «Γενική Σύνοδος» όπου δεν προσκλίσθηκαν κανένας από τους δυο Πάπες. Τότε ο Πάπας Γρηγόριος Ζ’ διαμαρτυρήθηκε (nulla synodus absque precepto cius debet generalis vocari). Το βασικό ζήτημα το οποίο απασχόλησε την «Γενική Σύνοδο» του Παρισίου ήταν ο θεσμός της συνοδικότητας στην εκκλησία. Στην συνέλευση συμμετείχαν περίπου 100 επίσκοποι, αλλά επίσης παραβρέθηκαν και αντιπρόσωποι από τις ενορίες, θεολόγοι, κανονολόγοι κλπ. Οι συμμετέχοντες στην συνέλευση του Παρισίου αποφάσισε ότι σε περίπτωση σοβαρών προβλημάτων η σύνοδος θα μπορούσε να δικάσει ακόμα και τον Πάπα, επίσης τονίστηκε ότι ο Αποστολικός Θρόνος της Εκκλησίας της Ρώμης δεν αποτελεί μόνο ο Πάπας, αλλά Πάπας μαζί με τους Καρδιναλίους και Επισκόπους οι οποίοι είναι μέρη του σώματος του Επισκόπου Ρώμης (partes corporis Papae) και διάδοχοι των Αγίων Αποστόλων. Για μερικές δυτικές κυβερνήσεις οι αποφάσεις της Συνόδου του Παρισίου δεν έγιναν αποδεκτές διότι δεν έφεραν την σφραγίδα του Πάπα Ρώμης, σύμφωνα με τις οποίες και οι δύο Πάπες καθαιρέθηκαν. Το ζήτημα της συνοδικότητας απασχόλησε επίσης τις συνόδους της Κωνσταντίας (1414-1418), Βασιλείας (1431-1449). Φειδάς Β., Εκκλησιαστική Ιστορία Β’, Αθήνα 1994, σελ. 409 - 428.
[6] Από την ορθόδοξη άποψη η Σύνοδος της Βασιλείας αποτελεί σημαντική σύνοδος, διότι οι αποφάσεις τις οποίες έλαβε κατά κάποιο τρόπο συμφωνούσαν με τις ορθόδοξες θεολογικές αρχές σχετικά με την συνοδικότητα, διαβάζουμε λοιπόν στην απόφαση η οποία μετά δεν υιοθετήθηκε από την Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας: α) αλάθητη είναι μόνο η Εκκλησία, ενώ ακόμη και ο Πάπας μπορεί να πέσει σε αίρεση ή σε κάποια πλάνη, β) ο Πάπας αποτελεί μόνο διοικητικό κεφάλι της Εκκλησίας και δεν είναι πάνω από την Εκκλησία, διότι εάν ο Πάπας πέσει σε αίρεση ή σε κάποια πλάνη, τότε και η Εκκλησία πέφτει σε αίρεση και αυτό είναι αδύνατο, γ) η άρνηση του θεσμού του Πάπα είτε της συνόδου αποτελεί αίρεση. Στην ουσία βλέπουμε ότι η Σύνοδος της Βασιλείας το Πρωτείο και την συνοδικότητα καθόρισε σαν δύο αδιαίρετους θεσμούς, οι οποίοι δεν θα μπορούσαν να διαιρεθούν. Β., Εκκλησιαστική Ιστορία Β’, Αθήνα 1994, σελ. 424. Η Σύνοδος της Βασιλείας ασχολήθηκε επίσης με την διοργάνωση της εν Φερράρα-Φλωρεντίας Συνόδου, στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι των εκκλησιών της Δύσης και της Ανατολής.
[7] Βλέπε παράρτημα Α’.
[8] Φειδάς Β., Εκκλησιαστική Ιστορία Β’, Αθήνα 1994, σελ. 615.
[9] Τότε όταν ο Ρωσίας Ισίδωρος επέστρεψε στην Μόσχα η τοπική κυβέρνηση απαίτησε από τους αρχιερείς την καθαίρεσή του.
[10] Ό.π., σελ. 625-626.
[11] Για τα ονόματά τους βλέπε παράρτημα Β’.
[12] Φειδάς Β., “Μεθοδολογικά προβλήματα της Συνόδου Φερράρας - Φλωρεντίας”, Αθήνα 1990, σελ. 24.
[13] Βλέπε τους Ιερούς Κανόνες ΙΓ’, ΙΔ’ και ΙΕ’ της Πρωτοδευτέρας Συνόδου στο παράρτημα Γ’.
[14] Ράλλη Γ.Α., Ποτλή Μ., Σύνταγμα Θείων και Ιερών Κανόνων Β΄, εκ της Τυπογραφίας Γ. Χαρτοφύλακος, Αθήνισιν 1852, σελ. 693-694.
[15] Τσιλιγιάννη Κ., Η Δίκη του Μαξίμου του Γραικού, εκδ. Ινστιτούτο Άγιος Μάξιμος ο Γραικός, Αθήνα 2011, σελ. 21.
[16] Ό.π.
[17] Ό.π.
[18] Ό.π., σελ. 64-65.
[19] Ό.π., σελ. 65-66.
[20] Βαβούσκος Α., Λιάντας Γ., Οι Θεσμοί του αυτοκεφάλου και του αυτονόμου καθεστώτος στην Ορθόδοξη Εκκλησία, εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2014, σελ. 118.
[21] Mansi, XXXI σελ. 475-478.
[22] Mansi, XXXI σελ. 1033-1036.
[23] Mansi, XXXI σελ. 1037-1040.
[24] Gill J., The Council of Florence, At the University Press, Cambridge 1959, σελ. 295.
[25] Ράλλη Γ.Α., Ποτλή Μ., Σύνταγμα Θείων και Ιερών Κανόνων Β΄, εκ της Τυπογραφίας Γ. Χαρτοφύλακος, Αθήνισιν 1852, σελ. 688.
[26] Ό.π., σελ. 692.
[27] Ό.π.