Παρασκευή 10 Απριλίου 2020

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο Ε' ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

Αποστολική Διακονία
Ἀπό τό Συναξάρι τῆς 10ης Ἀπριλίου
Ὁ ἅγιος ἱερομάρτυς καί ἐθνομάρτυς Γρηγόριος ὁ Ε΄,
Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Μητροπολίτου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου
Γενικοῦ Διευθυντοῦ Ἀποστολικῆς Διακονίας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, κατά κόσμον Γεώργιος Ἀγγελόπουλος, ἐγεννήθηκε στή Δημητσάνα, τό ἔτος 1745, ἀπό εὐσεβεῖς καί ἐνάρετους γονεῖς, τόν Ἰωάννη καί τήν Ἀσημίνα. Τό 1767 μετέβη στή Σμύρνη, κοντά στό θεῖο τοῦ ἐκκλησιάρχη Μελέτιο παρακολουθώ¬ντας μαθήματα στήν Εὐαγγελική σχο¬λή. Στή συνέχεια παρκολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας στήν Πάτμο ἀπό τόν Δανιήλ τόν Κεραμέα. Μετά τίς σπουδές του ἦλθε στήν αὐτοκρατορική μονή τῆς Μεταμορφώσεως τῶν Στροφάδων νήσων, ὅπου ἐκάρη μοναχός λαμβάνοντας τό ὄνομα Γρηγόριος. Στή συνέχεια τόν ἐκάλεσε ὁ Μητροπολίτης Σμύρνης Προκόπιος καί τόν ἐχειροτόνησε ἀρχιδιάκονό του. Ὅταν ἀργότερα ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος ἐπέστρεψε στή Δημητσάνα καί ἔδωσε 1500 γρόσια γιά τή στέγαση τῶν ἀπόρων φοιτητῶν.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἐμυήθηκε στή Φιλική Ἑταιρία περί τά μέσα τοῦ ἔτος 1818 ἀπό τόν Ἰωάννη Φαρμάκη στό Ἅγιον Ὄρος. «Ἔδειξεν εὐθύς ζωηρότατον ἐνθουσιασμόν ὑπέρ τοῦ πνεύματος αὐτῆς» καί «ηὐχήθη ἀπό καρδίας», γιά τήν ἐπιτυχία τοῦ σκοποῦ της.
Στίς 19 Αὐγούστου 1785 ἐκλέγεται Oἰκουμενικός Πατριάρχης καί παραμένει στόν πατριαρχικό θρόνο μέχρι τό Δεκέμβριο τοῦ 1798, ὁπότε καθαιρεῖται ἀπό τήν Πύλη, διότι ἐθεωρήθηκε ἀδύναμος στό νά διατηρήσει τήν ὑποταγή τῶν Χριστιανικῶν λαῶν κάτω ἀπό τόν Τουρκικό ζυγό, καί ἐξορίζεται στό Ἅγιον Ὅρος. Τό 1818 ἐκλήθηκε γιά τρίτη φορά στόν Οἰκουμενικό θρόνο, στόν ὁποῖο παρέμεινε μέχρι τήν ἡμέρα τοῦ μαρτυρικοῦ του θανάτου.
Ὁ Κων. Κούμας ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος δέν ἦταν μόνον «σεμνός τό ἦθος, λιτός τήν δίαιταν, ταπεινός τήν στολήν, ζηλωτής τῆς πίστεως, δραστηριότατος εἰς ὅλα τά ἔργα του», ἀλλά ἦταν καί «ἄκαμπτος εἰς τάς ἰδέας του καί δέν τόν ἔμελε διά κανέν ἐναντίον, ὅταν ἀπεφάσιζε τίποτε». Καί ὁ Γρηγόριος ἀπεφάσισε. Ἔταξε ὡς σκοπό στή ζωή του νά ὑπηρετήσει πιστά τό δοῦλο Γένος καί νά βοηθήσει μέ ὅλες τίς δυνάμεις του καί μέ τή ζωή του στήν ἀπελευθέρωση ἀπό τόν Τουρκικό ζυγό. Γιά τήν πραγματοποίηση τοῦ σκοποῦ του ἐχρησιμοποιοῦσε ὅλη του τή διπλωματική δεξιοτεχνία.
Στήν προσπάθειά του ὁ Ἐθνομάρτυρας νά διασώσει τόν Ἑλληνικό πληθυσμό ἀπό τή σφαγή καί συγχρόνως νά παραπλανήσει τό Σουλτᾶνο καί νά δώσει τήν εὐκαιρία στούς ἀγωνιστές νά ἐργάζονται ἀνενόχλητοι, ἀναγκάσθηκε νά ἀφορίσει τούς ἐπαναστάτες.
Συντριπτική ἀπάντηση στούς κατηγόρους τοῦ Γρηγορίου θά δώσει ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης μέ τίς ὁδηγίες πού ἔστειλε ἀπό τό Κισνόβιο τῆς Βεσσαραβίας στούς ἀρχηγούς τῆς Πελοποννήσου: «Ὁ μέν Πατριάρχης, βιαζόμενος παρά τῆς Πόρτας σᾶς στέλλει ἀφορι-στικο καί ἐξάρχους, παρακινώντας σας νά ἑνωθῆτε μέ τήν Πόρταν. Ἐσεῖς ὅμως νά θεωρῆτε ταῦτα ὡς ἄκυρα καθόσον γίνονται μέ βίαν καί δυναστείαν καί ἄνευ θελήσεως τοῦ Πατριάρχου» . «Ἄς μή λησμονήσωμεν ὅτι ὑπάρχουν περιστάσεις καθ' ἅς ἀπαιτοῦνται θυσίαι μεγαλύτεραι καί αὐτῆς τῆς θυσίας τῆς ζωῆς καί ὅτι ἐνίοτε ἡ μαρτυρική ζωή εἶναι πικρότερον ἀλλά πλέον ἐπιβεβλημένον καθῆκον καί αὐτοῦ τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου. Καί αὐτήν τήν ὑπερτάτην θυσίαν προσέφερεν ὁ ἀοίδιμος Πατριάρχης, ὅστις συνησθάνθη συναίσθημα πικρότερον καί αὐτοῦ τοῦ θανάτου, ὅταν θυσιάζων πάντα ἐγωϊσμόν καί ἀποβλέπων εἰς τό ἀληθινόν συμφέρον, ἠναγκάσθη νά θέση τήν ὑπογραφήν του κάτωθι ἐγγράφου, καταδικάζοντας τό κίνημα, ὑπέρ τῆς ἐπιτυχίας τοῦ ὁποίου ὁλοψύχως ηὔχετο καί εἰργάζετο. Ὑπογράφων, ἀπεμάκρυνε τάς ὑπονοίας τῆς Πύλης περί συμμετοχῆς εἰς τό κίνημα ἐπισήμων κύκλων· μή ὑπογράφων, θά ἐπεβεβαίου τάς ὑπονοίας, ὅτε δεινή ἐπιπίπτουσα ἡ τιμωρία τοῦ τυράννου κατά τῶν βυσσοδομούντων, θά ἐνέκρου τό κίνημα πρίν ἤ ἐκραγῆ. Ἄλλως ὁ ἀοίδιμος Πατριάρχης μετά θαυμαστῆς ἐγκαρτερήσεως ὑπέστη τό μαρτύριον, ὅταν ἐπέστη τό μαρτύριον, ὅταν ἐπέστη ἡ ὥρα, καίτοι ἠδύνατο νά σωθῆ διά τῆς φυγῆς» .
Εἶναι χαρακτηριστική ἡ ἐπιστολή, πού ἔστειλε ὁ Ἅγιος Γρηγό-ριος, στίς 26 Δεκεμβρίου 1820, στόν Ἐπίσκοπο Σαλώνων Ἡσαΐα καί πολύτιμη ἀπό ἱστορική ἄποψη, γιατί ἀποδεικνύει πῶς ὁ Ἐθνομάρτυς παρακολουθοῦσε ὅλα ὅσα συνέβαιναν στήν Ἑλλάδα, σέ ὅλες τους τίς λεπτομέρειες καί τίς προετοιμασίες γιά τήν Ἐπανάσταση:
«Ἀμφοτέρας τάς τιμίας ἐπιστολάς, διά τοῦ ἀγαθοῦ Φούντα Γαλαξειδιώτου, ἀσφαλῶς ἐδεξάμην καί τούς ἐν αὐταῖς τιμίους λόγους ἔγνων. Ἐχεμυθείας, ἀδελφέ, μεγίστη χρεία καί προφύλαξις περί πᾶν διάβημα, οἱ γάρ χρόνοι πονηροί εἰσι καί ἐν ταῖς φιλοπατριώταις ἔστι καί μοχθηρῶν ζύμη, ἀφ' ἧς ὡς ἀπό ψωραλέου προβάτου φυλάττεσθε. Κακόν γάρ πολλοί μηχανῶνται διά τό τῆς φιλοπλουτίας ἔγκλημα. Διό τήν ἀγαθήν μερίδα ἐξελέξω κοινολογῶν μοι ἐμπιστευμένοις πατριώταις, τά ἐχεμυθείας δεόμενα. Οἱ Γαλαξειδιῶται, οὕς ἐπιστέλλεις μοι συνεχῶς, πεφροντισμένως ἐνεργοῦσι, καί ἀφ' ὧν ἔγνω ἀδύνατον ἀντί παντός τιμίου οὐδ' ἐλάχιστον λόγον ἕρκος ὀδόντων φυγεῖν· οὐ μόνον τά σά, ἀλλά καί τά τῶν ἐν Μορέα ἀδελφῶν γράμματα κομίζουσί μοι. Ἡ τοῦ Παπανδρέα πρᾶ-ξις πατριωτική μέν τοῖς γινώσκουσι τά μύχια, κατακρίνουσι δέ οἱ μή εἰδότες τόν ἄνδρα. Κρύφα ὑπερασπίζου αὐτόν, ἐν φανερῷ δέ ἄγνοιαν ὑποκρίνου, ἔστι δ' ὅτε καί ἐπίκρινε τοῖς θεοσεβέσιν ἀδελ-φοῖς καί ἀλλοφύλοις. Ἰδίᾳ πράϋνον τόν Βεζύρην λόγοις καί ὑπο-σχέσεσιν· ἀλλά μή παραδοθήτω εἰς λέοντος στόμα. Ἄσπασον οὖν ταῖς ἐμαῖς εὐχαῖς τούς ἀνδρείους ἀδελφούς, προτρέπων εἰς κρυψίνοιαν διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων. Ἀνδρωθήτωσαν ὥσπερ λέοντες καί ἡ εὐλογία τοῦ Κυρίου κρατυνεῖ αὐτούς, ἐγγύς δ' ἔστι τοῦ Σωτῆρος τό Πάσχα. Αἱ εὐχαί τῆς ἐμῆς μετριότητος ἐπί τῆς κεφαλῆς σου, ἀδελφέ μου Ἡσαΐα. Γεώργει ἀκαμάτως καί ὄλβια γεώργια δώσοι σοι ὁ Πανύψιστος».
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος συνιστοῦσε τόν ἀγῶνα γιά τήν ἐλευθερία καί τόν ἐνίσχυε μέ κάθε μέσο. Ἦταν ἀποφασισμένος νά θυσιασθεῖ γιά τήν Πατρίδα. «Χρεωστοῦμεν», ἔλεγε, «νά ποιμαίνωμεν καλῶς τά ποίμνιά μας καί χρείας τυχούσης νά κάμωμεν, ὅπως ἔκαμεν ὁ Ἰησοῦς δι' ἡμᾶς διά νά μᾶς σώσῃ...».
Σέ ἐπιστολή πού ἔστειλε πρός τόν Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανό, ἔγραφε:
«Συλλειτουργέ ἐν Χριστῷ καί λίαν ἀγαπητέ ἀδελφέ. Ἔλαβον τήν ἀπό 20 Ἀπριλίου ἐπιστολήν σου. Ἡ ἀπόφασίς μου περί μελετωμένης ἀνορθώσεως "σχολῆς" τῆς φιλτάτης πατρίδος εἶναι τοιαύτη, ὡς ἡ ἰδική σας, ὅπως θέλῃς μάθει καί παρά τοῦ ἰδίου. Τό κιβώτιον τοῦ ἐλέους πρέπει νά ἐμψυχωθῆ. Καί τήν βουλήν τοῦ Κυρίου ἀνθρώπιναι δυνάμεις δέν δύνανται νά τήν μεταβάλουν. Γενηθήτω τό θέλημά Του».
Κάτω ἀπό τή λέξη «σχολήν» ὑπονοοῦσαν τήν Ἑλληνική Ἐπανάσταση. Οἱ Φιλικοί μάλιστα ὀνόμασαν ἐπιστάτες τῆς σχολῆς τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο καί τόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Πολύκαρπο.
Ὅταν σέ μιά συνεδρίαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὁ Μητροπολίτης Δέρκων Γρηγόριος προέτρεψε τόν Πατριάρχη νά μεταβοῦν στήν Πελοπόννησο, γιά νά τεθοῦν ἐπί κεφαλῆς τῆς Ἐπαναστάσεως, ὁ Γρηγόριος ὁ Ε΄ ἀπάντησε: «Καί ἐγώ ὡς κεφαλή τοῦ Ἔθνους καί ὑμεῖς ὡς Σύνοδος ὀφείλομεν νά ἀποθάνωμεν διά τήν κοινήν σωτηρίαν· ὁ θάνατος ἡμῶν θά δώσῃ δικαίωμα εἰς τήν Χριστιανοσύνην νά ὑπερασπίσῃ τό Ἔθνος ἐναντίον τοῦ τυράννου. Ἀλλ' ἄν ὑπάγωμεν ἡμεῖς νά θαρρύνωμεν τήν Ἐπανάστασιν, τότε θά δικαιώσωμεν τόν Σουλτᾶνον ἀποφασίσαντα νά ἐξολοθρεύσῃ ὅλον τό Ἔθνος».
Ὅταν μερικοί προσπάθησαν νά τόν πείσουν νά φύγει ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη καί νά σώσει τόν ἑαυτό του, ὁ καλός ποιμένας ἀπάντησε:
«Μέ προτρέπετε εἰς φυγήν· μάχαιρα θά διέλθῃ τάς ρύμας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί λοιπῶν πόλεων τῶν χριστιανικῶν ἐπαρχιῶν. Ὑμεῖς ἐπιθυμεῖτε, ὅπως ἐγώ μεταμφιεζόμενος καταφύγω εἰς πλοῖον ἤ κλεισθῶ ἐν οἰκίᾳ οἱουδήποτε εὐεργετικοῦ ὑμῶν Πρεσβευτοῦ, ν' ἀκούω δέ ἐκεῖθεν πῶς οἱ δήμιοι κατακρεουργοῦσι τόν χηρεύοντα λαόν. Οὐχί! Ἐγώ διά τοῦτο εἶμαι Πατριάρχης, ὅπως σώσω τό Ἔθνος μου, οὐχί δέ ὅπως θά θεωρήσωσιν ἀδιαφόρως πῶς ἡ πίστις αὐτῶν ἐξυβρίσθη ἐν τῷ προσώπῳ μου. Οἱ Ἕλληνες, οἱ ἄνδρες τῆς μάχης, θά μάχωνται μετά μεγαλυτέρας μανίας, ὅπερ συχνάκις δωρεῖται τήν νίκην· εἰς τοῦτο εἶμαι πεπεισμένος. Βλέπετε μεθ' ὑπομονῆς εἰς ὅ,τι καί ἄν μοῦ συμβῆ. Σήμερον (Κυριακήν τῶν Βαΐων) θά φάγωμεν ἰχθεῖς, ἀλλά μετά τινας ἡμέρας καί ἴσως καί ταύτην τήν ἑβδομάδα οἱ ἰχθεῖς θά μᾶς φάγωσιν... Ναί, ἄς μή γίνω χλεύασμα τῶν ζώντων· δέν θά ἀνεχθῶ ὥστε εἰς τάς ὁδούς τῆς Ὁδησσοῦ, τῆς Κερκύρας καί τῆς Ἀγκῶνος διερχόμενον ἐν μέσῳ τῶν ἀγυιῶν νά μέ δακτυλοδεικτῶσι λέγοντες· "Ἰδού ἔρχεται ὁ φονεύς Πατριάρχης". Ἄν τό Ἔθνος μου σωθῆ καί θριαμβεύση, τότε πέποιθα θά μοῦ ἀποδώσῃ θυμίαμα ἐπαίνου καί τιμῶν, διότι ἐξεπλήρωσα τό χρέος μου... Ὑπάγω ὅπου μέ καλεῖ ὁ νοῦς μου, ὁ μέγας κλῆρος τοῦ Ἔθνους καί ὁ Πατήρ ὁ οὐράνιος, ὁ μάρτυς τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων».
Ὁ Γρηγόριος ὁ Ε΄, ὁ φλογερός αὐτός Ἱεράρχης, ἀκολούθησε τό δρόμο του. Ἐσάρκωσε ὁλόκληρο τό ὑπόδουλο Γένος. Ἐπωμίσθηκε τό σταυρό του. Ἀνέβηκε τό γολγοθᾶ του. Ἐδέχθηκε ραπίσματα, χλευασμούς, ἐμπτυσμούς καί τέλος τό θάνατο μέ ἀπαγχονισμό. Μπροστά στό Πατριαρχεῖο, τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα τοῦ 1821, οἱ Τοῦρκοι ἐκρέμασαν τόν Πατριάρχη.
Στό ἔγγραφο τῆς καταδίκης του (τουρκιστί "γιαφτάς"), ἀναφέρεται ἡ αἰτία τοῦ ἀπαγχονισμοῦ του: «...Ἀλλ' ὁ ἄπιστος πατριάρχης τῶν Ἑλλήνων... ἐξ αἰτίας τῆς διαφθορᾶς τῆς καρδίας του, ὄχι μόνον δέν εἰδοποίησεν οὐδ' ἐπαίδευσε τούς ἀπατηθέντας, ἀλλά καθ' ὅλα τά φαινόμενα ἦτο καί αὐτός, ὡς ἀρχηγός, μυστικός συμμέτοχος τῆς Ἐπαναστάσεως... ἀντί νά δαμάσῃ τούς ἀποστάτας καί δώσῃ πρῶτος τό παράδειγμα τῆς εἰς τά καθήκοντα ἐπιστροφῆς των, ὁ ἄπιστος οὗτος ἔγινεν ὁ πρωταίτιος ὅλων τῶν ἀναφυεισῶν ταραχῶν.
»Εἴμεθα πληροφορημένοι ὅτι ἐγεννήθη ἐν Πελοποννήσῳ καί ὅτι εἶναι συνένοχος ὅλων τῶν ἀταξιῶν, ὅσας οἱ ἀποπλανηθέντες ραγιάδες ἔπραξαν κατά τήν ἐπαρχίαν Καλαβρύτων...
»Ἐπειδή πανταχόθεν ἐβεβαιώθημεν περί τῆς προδοσίας του ὄχι μόνον εἰς βλάβην τῆς ὑψηλῆς Πύλης, ἀλλά καί εἰς ὄλεθρον αὐτοῦ τοῦ ἔθνους του, ἀνάγκη ἦτο νά λείψῃ ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἀπό τοῦ προσώπου τῆς γῆς καί διά τοῦτο ἐκρεμάσθη πρός σωφρονισμόν τῶν ἄλλων» .
Ἕνα χρόνο μετά τόν ἀπαγχονισμό καί τή μεταφορά τοῦ τιμίου λειψάνου Του ἀπό τόν πλοίαρχο Μ. Σκλάβο στήν Ὁδησσό τῆς Ρωσίας, ὁ Ζακυνθινός ἱερωμένος Οἰκονόμος Νικόλαος Κοκκίνης, μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Ζακύνθου, ἐφημέριος τότε τοῦ παλαίφατου ναοῦ τῆς Ὁδηγήτριας καί φλογερότατος Φιλικός, εὐαισθητοποιημένος ἀπό τήν θυσία τοῦ Πατριάρχη, συνθέτει Ἀκολουθία πρός τιμήν τοῦ νέου Ἱερομάρτυρος, κάτι πού ἀποδεικνύει περίτρανα, ὅτι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος στήν συνείδηση τοῦ Γένους κατέκτησε μέ τό τίμιο αἷμα του ἀμέσως θέση Ἁγίου.
Τό 1871, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἐθεώρησε ἐπιβεβλημένο νά μετακομίσει τό τίμιο λείψανό Του ἀπό τήν Ὁδησσό στήν ἀπελεύθερη Ἀθήνα. Γιά τό σκοπό αὐτό συστάθηκε Ἐπιτροπή, στήν ὁποία συμμετεῖχαν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ζακύνθου Νικόλαος Β΄ ὁ Κατραμῆς, ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἀβέρκιος Λ. Λαμπίρης, Α΄ Γραμματεύς τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Στήν Ὁδησσό ἀπεδόθησαν ἀπό τά μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς καί τούς ἐκεῖ ὁμόδοξους τιμές Ἁγίου στό ἱερί λείψανο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου. Κατά τήν Παννυχίδα μάλιστα, πού ἐτελέσθη ἐκεῖ κατά τήν ἡμέρα τῆς μνήμης Του, «ἐξεφώνησεν ἀπ' ἄμβωνος, κατ' ἐπίμονον τῶν ὁμογενῶν ἀπαίτησιν, λογύδριον ὁ Σεβασμιώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ζακύνθου». Τό ἱερό λείψανο ἔφθασε στήν Ἀθήνα τήν 25η Ἀπριλίου 1871, ὅπου οἱ Ἀθηναῖοι τοῦ ἐπεφύλαξαν πάνδημη ὑποδοχή. Μέ κατάνυξη καί ἀγαλλίαση ἐναπετέθη στόν Μητροπολιτικό Ναό Ἀθηνῶ ὅπου καί φυλάσσεται μέ εὐλάβεια μέχρι σήμερα.