Κυριακή 28 Μαΐου 2023

ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΜΥΡΟΝ ΚΑΙ Η ΠΕΝΤΑΡΧΙΑ ΤΩΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΩΝ



Άρθρο του  Ομότιμου Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Βλάσιου Φειδά στο περιοδικό «Πνευματική Διακονία» Περιοδική  Ἔκδοση τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κωνσταντίας - Ἀμμοχώστου Ἔτος 5ο (2012), τεῦχος 13ο , σσ.11-24.
1. Τό «ἅγιον μύρον» συνδέθηκε ἀπό τή μεταποστολική ἤδη ἐποχή μέ τό μυστήριο τοῦ Χρίσματοςἤγιάνάσυμπληρώσηἤκαίγιάνά ἀναπληρώση τήν ἀποστολική παράδοση, ἡ ὁποία συνέδεε τό χρῖσμα μέ τήν ἐπίθεση στούς λαβόντας τό βάπτισμα τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων ἤ τῶν διαδόχων τους στήν ἀποστολική λειτουργία τῆς ἐπισκοπῆς (Π. Τρεμπέλα, Δογματική, ΙΙΙ, 120 κἑξ.). Οἱ λόγοι τῆς εἰσαγωγῆς τῆς τελετουργίας αὐτῆς στά πλαίσια τῆς ἀκολουθίας τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος ἀπό τά μέσα προφανῶς τοῦ Β΄ αἰώνα δέν εἶναι σαφεῖς, εἶναι ὅμως σαφής ἡ τυπολογική σχέση της πρός τήν ἰουδαϊκή παράδοση γιά τόν λόγο, τόν τρόπο καί τή χρήση τοῦ κατασκευαζόμενου ἀπό εἰδικό «μυρεψό» εὐώδους μύρου γιά τή χρίση τόσο βασιλέων καί προφητῶν («χριστοί Κυρίου»), ὅσο καί ἱερέων, τῆς σκηνῆςκαί τῶνσκευῶντῆς ἰουδαϊκῆς λατρείας κατά τόν καθαγιασμό τους (Ἔξ., 30,22-33). 
Ὁ Εἰρηναῖος (Κατά αἱρέσεων, Ι,21,3-4) ἀναφέρει ὅτι διάφορες ὁμάδες τῶν Γνωστικῶν χρησιμοποιοῦσαν τό μύρον, ὑπό τήν ἐπίδραση προφανῶς τῆς ἰουδαϊκῆς παραδόσεως, γιά τήν τελείωση τῶν μελῶν τους στήν κατάκτηση τῆς λυτρωτικῆς «γνώσεως»: «μυρίζουσι τόν τετελεσμένο, τό ὀπῷ τῷ ἀπό βαλσάμου. Τό γάρ μύρον τοῦτο τύπον τῆς ὑπέρ τοῦ ὅλα εὐωδίας εἶναι λέγουσιν. Ἔνιοι δ’ αὐτῶν τό μέν ἄγειν ἐπί τό ὕδωρ (Βάπτισμα) περισσόν εἶναι φάσκουσι, μίξαντες δέ ἔλαιον καί ὕδωρ ἐπί τό αὐτό,…ἐπιβάλλουσι τῇ κεφαλῇ τῶν τελειουμένων· καί τοῦτ’ εἶναι τήν ἀπολύτρωσιν θέλουσι». Ἐν τούτοις, ὁ Θεόφιλος Ἀντιοχείας (169180) στήν πραγματεία του πρός Αὐτόλυκον (Ι, 12) θεωρεῖ ἤδη καθιερωμένη τήν χρίση μέ ἔλαιον («…Τίς δέ ἄνθρωπος εἰσελθών εἰς τόνδε τόν βίον ἤ ἀθλῶν οὐ χρίεται ἐλαίῳ; Ποῖον δέ ἔργον ἤ κόσμιον δύναται εὐμορφίαν ἔχειν, ἐάν μή χρισθῇ καί στιλβωθῇ; Εἶτα ἀήρ μέν καί πᾶσα ἡ ὑπ’ οὐρανόν τρόπῳ τινί χρίεται φωτί καί πνεύματι. Σύ δέ οὐ βούλει χρισθῆναι ἔλαιον Θεοῦ; Τοιγαροῦν ἡμεῖς τούτου ἕνεκεν καλούμεθα χριστιανοί, ὅτι χριόμεθα ἔλαιον Θεοῦ»). Ἡ ἰουδαϊκή ὅμως ἐπίδραση ἦταν ἐντονώτερη στούς Μοντανιστές, ὅπως συνάγεται καί ἀπό τή συγκροτημένη θεολογική προβολή τῆς τελετῆς τοῦχρίσματος τοῦ ἀσπασθέντος τόν Μοντανισμό Τερτυλιανοῦ, ἡὁποία ἐξέφραζεκαί τήν ὀρθόδοξη παράδοση (Π. Τρεμπέλα, Δογματική, ΙΙΙ, 125 κἑξ.). 
Εἶναι λοιπόν εὐνόητον ὅτι, συμφώνως πρός τήν ἀποστολική παράδοση, ἡ τελετή τοῦ χρίσματος εἴτε μέ τήν ἐπίθεση τῶν χειρῶν εἴτε μέ τό ἁγιασμένο ἔλαιον ἀνῆκε στήν ἀποκλειστική ἐξουσία ἤ ἁρμοδιότητα τοῦ ἐπισκόπου κάθε τοπικῆς ἐκκλησίας, τουλάχιστον μέχρι τά μέσα τοῦ Β΄ αἰώνα, ἐνῶ μετά τά μέσα τοῦ αἰώνα αὐτοῦ ὁ ἐπίσκοπος παραχωροῦσε τό δικαίωμα χρίσεως τῶν βαπτιζομένων καί σέ πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησιαστικῆς του δικαιοδοσίας. Ὡστόσο, τά μέσα τοῦ Β΄ αἰώνα ἀποτελοῦν συγχρόνως καί τήν ἀφετηρία τόσο γιά τήν μετάβαση ἀπό τήν ἐπίθεση τῶν χειρῶνπρός τή χρίση τῶν βαπτιζομένων ἀπό τόν οἰκεῖο ἐπίσκοπο, ὅσο καί γιά τήν ἐκχώρηση ἀπό τόν ἐπίσκοπο καί σέ πρεσβυτέρους τοῦ δικαιώματος τελέσεως τοῦ χρίσματος, κατ’ ἀναφοράν πάντοτε πρός τόν οἰκεῖο ἐπίσκοπο.
 Προφανῶς, γι’ αὐτό κατά τή γνώμη μας, καί οἱ δύο αὐτές τάσεις διαμορφώθηκαν γιά νά καλύψουν συγκεκριμένες ἐκκλησιαστικές ἀνάγκες, ἀφοῦ προέκυψαν ἀπό τή διάσπαση τῆς ἐπισκοποκεντρικῆς ἐνορίας κάθε τοπικῆς ἐκκλησίας σέ περισσότερες ἐνορίες, στίς ὁποῖες οἱ πρεσβύτεροι τελοῦσαν, κατ’ἀναφοράν πάντοτε πρός τόν οἰκεῖο ἐπίσκοπο, ὄχι μόνο τή θ. εὐχαριστία καί τό βάπτισμα, ἀλλά καί τό χρῖσμα στούς βαπτιζομένους, ὅταν βεβαίως δέν ἦταν δυνατή ἡ τέλεσή του ἀπό τόν ἐπίσκοπο (Β. Ι. Φειδᾶ, Ὁ θεσμός τῆς Πενταρχίας τῶν πατριαρχῶν, Ι , Ἀθῆναι 1969, 21. Τοῦ αὐτοῦ, Ἐκκλ. Ἱστορία, Ι, Ἀθῆναι 1989, 188 κἑξ.). 
Προφανῶς, ἡ διάσπαση τῆς ἐπισκοποκεντρικῆς ὀργανώσεως σέ πολλέςἐνορίες κάθε τοπικῆς ἐκκλησίας ἐπιτάχυνε τόσο τήν καθιέρωση τῆς χρίσεως τῶν βαπτιζομένων μέ ἤ καί χωρίς τήνἐπίθεση τῶν χειρῶν τοῦ ἐπισκόπου, ὅσο καί τή διάκριση τῆς σχετικῆς τελετῆς γιά τόν καθαγιασμό τοῦ μύρου τοῦ χρίσματος ἀπό τήν ἀντίστοιχη τελετή γιά τό ἔλαιον τοῦ Βαπτίσματος. Ἔτσι, στό Εὐχολόγιον τοῦ Σεραπίωνος Θμούεωςἡ εὐχή XVἀναφέρεται στήν ἀκολουθία τοῦ Βαπτίσματος («Εἰς τό ἄλειμμα τῶν φωτιζομένων»), ἐνῶ ἡ εὐχή XVI ἀναφέρεται « εἰς τό χρῖσμα, ἐν ᾧ χρίονται οἱ βαπτισθέντες» ὥστε νά ἐνεργήσῃ «ἐν χρίσματι τούτῳ ἐνέργειαν, θείαν καί οὐράνιον, ἵνα οἱ βαπτισθέντες καί χριόμενοι ἐν αὐτῷ…μέτοχοι γένωνται τῆς δωρεᾶς τοῦ ἁγίου Πνεύματος». Βεβαίως, ὁ καθαγιασμός τοῦ ἁγίου μύρου ἀνῆκε στήν ἀποκλειστική ἐξουσία τοῦ ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος εὐλογοῦσε τό ἅγιον μύρον στήν ἐπισκοπή του καί παραχωροῦσε τό δικαίωμα χρίσεως τῶν βαπτιζομένων μέ αὐτό καί στούς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησιαστικῆς του δικαιοδοσίας. 
Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ὁ κανόνας 48 τῆς Λαοδικείας ὅριζε, «ὅτι δεῖ τούς φωτιζομένους μετά τό Βάπτισμα χρίεσθαι χρίσματι ἐπουρανίῳ καί μετόχους εἶναι τῆς Βασιλείας τοῦ Χριστοῦ» (Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα., ΙΙΙ, 215-216), ἐνῶ ὁ κανόνας 7 τῆς αὐτῆς συνόδου ὅριζε, ὅτι τούς ἐπιστρέφοντας ἀπό τίς αἱρέσεις «μή προσδέχεσθαι πρίν ἀναθεματίσωσι πᾶσαν αἵρεσιν», «χρισθέντας τε τῷ ἁγίῳ χρίσματι, οὕτω κοινωνεῖν τῶν μυστηρίων τῶν ἁγίων» (Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα, ΙΙΙ, 176-177). 
Ἐν τούτοις, ὁ αὐστηρός κανόνας 6 τῆς συνόδου τῆς Καρθαγένης (419) ὅριζε ὅτι «χρίσματος ποίησιν καί κορῶν καθιέρωσιν ὑπό πρεσβυτέρων μή γίνεσθαι, μήτε δέ καταλλάξαι τινά εἰς δημοσίαν λειτουργίαν πρεσβυτέρῳ ἐξεῖναι» (Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα., ΙΙΙ, 309-313). 
Ἡ ἐξέλιξη ὅμως τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως ἐπηρέασε τήν ἀνάπτυξη ὄχι μόνο τοῦ τελετουργικοῦ τύπου τῆς εἰδικῆς τελετῆς παρασκευῆς καί καθαγιασμοῦ τοῦ μύρου, ἀλλά καί τῆς ἰδιαιτέρας σημασίας του γιά τή βεβαίωση τῆς ἑνότητας τόσο του τοπικοῦ, ὅσο καί τοῦ ἀνά τήν Οἰκουμένη ἐκκλησιαστικοῦ σώματος στήν κοινωνία τῆς πίστεως καί στόν σύνδεσμο τῆς ἀγάπης. Ἡ καθιέρωση λοιπόν τοῦ πατριαρχικοῦ συστήματος ἀπό τήν Δ΄ Οἰκουμενική σύνοδο (451) ἄνοιξε νέες προοπτικές, ὄχι μόνο γιά τήν παγίωση τῶν λειτουργικῶν τύπων, ἀλλά καί γιά τή θεολογική ἑρμηνεία τῆς σημασίας τῆς μυστηριακῆς ζωῆςτῆς Ἐκκλησίας γιά τήν πνευματική τελείωση τῶν μελῶν της, ἀφοῦ οἱ πέντε πατριαρχικοί θρόνοι συνδύαζαν τήν ἐθιμικῶς ἀναγνωριζόμενη σέ αὐτούς ἐξαιρετική αὐθεντία τῶν «πρεσβείων τιμῆς» γιά τήν προστασία τῆς ὀρθοδοξίας τῆς πίστεως μέ τήν ἀπόδοση σέ αὐτούς τῆς ἀνώτατης ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας σέ ὅλες τίς μητροπόλεις, ἀρχιεπισκοπές καί ἐπισκοπές, γι’ αὐτό καί ἡ τελετή παρασκευῆς καί καθαγιασμοῦ τοῦ ἁγίου μύρου περιῆλθε πλέον στήν ἄμεση ἤ ἔμμεση ἐποπτεία τοῦ πατριάρχη κάθε ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας. 
Στά θεσμικά αὐτά πλαίσια ἐξελίχθηκε λοιπόν καί ἡ ἀνάπτυξη τῆς παραδόσεως γιά τό ἅγιον μύρον. Συμφώνως πρός τήν ἐκκλησιαστική παράδοση, ἡ ὁποία διασώθηκε ἀπό τόν Θεόδωρο Ἀναγνώστη (Ἐκκλ. Ἱστορία, ΙΙ, 4-8) καί τόν Νικηφόρο Κάλλιστο (Ἐκκλ. Ἱστορία, XV, 28), ὁ ἀντιχαλκηδόνιος πατριάρχης Ἀντιοχείας Πέτρος Κναφεύς (471, 475-477, 485-488) ὑπῆρξε ὁ πρῶτος, ὁ ὁποῖος εἰσήγαγε τήν πανηγυρική εἰδική τελετή καθαγιασμοῦ τοῦ ἁγίου μύρου. Κατά τόν Θεόδωρον Ἀναγνώστην «Πέτρον φησί τόν Κναφέα ἐπινοῆσαι τό μυστήριον (μύρον) ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἐπί παντός τοῦ λαοῦ ἁγιάζεσθαι, καί τήν ἐπί τῶν ὑδάτων ἐν τοῖς Θεοφανίοις ἐπίκλησιν ἐν τῇ ἑσπέρᾳ γενέσθαι, καί ἐν ἑκάστῃ εὐχῇ τήν Θεοτόκον ὀνομάζεσθαι, καί ἐν πάσῃ συνάξει τό Σύμβολον λέγεσθαι». Τή σπουδαία αὐτή μαρτυρία ἐπανέλαβε καί ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος, «φασί γέ μην τόν Κναφέα Πέτρον καί τέσσαρα ταῦτα κάλλιστα τῇ καθόλου Ἐκκλησίᾳ ἐπινοῆσαι· τήν τοῦ θείου μύρου κατασκευήν ἐπί παντός τοῦ λαοῦ ἁγιάζεσθαι, τήν ἐν τοῖς Θεοφανίοις τῶν ὑδάτων ἐν ἑσπέρᾳ θείαν ἐπίκλησιν, τό τε ἅγιον Σύμβολον ἐν πάσῃ συνόδῳ παρρησίᾳ ἐξάδεσθαι, ἅπαξ πρότερον τῇ ἁγίᾳ καί μεγάλῃ Παρασκευῇ μόνον λεγόμενον, καί ἐν πάσῃ εὐχῇ τήν Θεοτόκον κατονομάζεσθαι καί ταύτης τήν θείαν κλῆσιν ἐπικαλεῖσθαι». 
Ὁ χρόνος καί ὁ τρόπος τῆς εἰδικῆς αὐτῆς τελετῆς, ἡ ὁποία παρέμεινε σέ γενικές γραμμές ἡ αὐτή μέχρι σήμερον, περιγράφονται μέ ἔξοχο τρόπο ἀπό τόν συντάκτη τῶν ἀποδιδομένων στόν Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγείτη περιφήμων ἔργων, ἐνῶ συγχρόνως ἐνισχύεται καί ἡ γνώμη τοῦ γράφοντος γιά τήν ταύτιση τοῦ συντάκτη τους μέ τό πρόσωπο τοῦ πατριάρχη Ἀντιοχείας Πέτρου τοῦ Κναφέα, ὁ ὁποῖος καλύπτει ὅλα τά κριτήρια τόσο γιά τό θεολογικό βάθος (νεοπλατωνική παιδεία στή φιλοσοφική σχολή τῶν Ἀθηνῶν, ἀσκητική ἐμπειρία στάμοναστήρια τῶν ὠριγενιστῶν τῆς Παλαιστίνης, λειτουργικό ζῆλο στήν μονή τῶν Ἀκοιμήτων τῆς Κπόλεως, ὑπέρμαχος τῆς Χριστολογίας τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείαςκ.λπ.). ὅσο καί τήν ἀναγκαιότητα γιά τήν ἐπιλογή τῆς ψευδωνυμίας (Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης), ἀφοῦ ἦταν πολέμιος τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς συνόδου (Β. Ι. Φειδᾶ, Ἐκκλ. Ἱστορία, Ι, Ἀθῆναι 1989, 665-667). Ὁ καθ’ ἡμᾶς συγγραφέας τῶν ἀρεοπαγιτικῶν ἔργων Πέτρος ὁ Κναφεύς στό περίφημο ἔργο του «Περί ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας» σέ εἰδικό κεφάλαιο, ὑπό τόν τίτλο «περί τῶν ἐν μύρῳ τελουμένων καί τῶν ἐν αὐτῷ τελειουμένων», περιέγραψε μέ ἐντυπωσιακή θεολογική πληρότητα ὄχι μόνο τήν τελετουργία τοῦ καθαγιασμοῦ ἀπό τόν ἐπίσκοπο στά πλαίσια τῆς θ. λειτουργίας, ἀλλά καί τήν μυστική ἑρμηνεία τῆς συνθέσεως, τοῦ καθαγιασμοῦ καί τῆς μεταδόσεως τοῦ ἁγίου μύρου: «1. Τοσαῦτα τῆς ἁγιωτάτης συνάξεως ἐστι (θείας λειτουργίας) καί οὕτω καλά τά νοητά θεάματα τήν πρός τό ἕν ἡμῶν, ὡς πολλάκις εἰρήκαμεν, ἱεραρχικῶς ἱερουργοῦντα κοινωνίαν καί σύναξιν. Ἀλλ’ ἔστι ταύτης (θείας λειτουργίας) ὁμοταγής ἑτέρα τελετουργία, μύρου τελετήν αὐτήν οἱ καθηγεμόνες ἡμῶν ὀνομάζουσι. Τά μέρη τοίνυν αὐτῆς ἐν τάξει κατά τάς ἱεράς εἰκόνας ἐπισκοπήσαντες, οὕτω πρός τό ἐν αὐτοῖς διά τῶν μερῶν ἱεραρχικαῖς θεωρίαις ἀναχθησόμεθα. Μυστήριον τελετῆς μύρου: Κατά τόν αὐτόν τῆς συνάξεως τρόπον, αἱ τῶν ἀτελειώτων ἀπολύονται τάξεις, προηγησαμένων δηλαδή τῆς τε ἱεραρχικῆς ἐπί πᾶν τό ἱερόν εὐόσμου περιαγωγῆς καί τῆς ψαλμικῆς ἱερολογίας καί τῆς τῶν θειοτάτων λογίων ἀναγνώσεως. Εἶτα τό μύρον ὁ ἱεράρχης, λαβών ἐπιτίθησι τῷ θείῳ θυσιαστηρίῳ, περικεκαλυμμένονὑπό δυοκαίδεκα πτέρυξιν ἱεραῖς, ἀναβοώντων ἁπάντων ἁγιωτάτῃ φωνῇ τό ἱερόν τῶν θεολήπτων προφητῶν ἐπιπνοίας μελώδημα, καί, τήν ἐπ’ αὐτῷ τελουμένην εὐχήν ἀποπληρώσας, ἐν ταῖς ἁγιωτάταις τῶν ἀφιερουμένων τελεταῖς αὐτῷ χρῆται πρός πᾶσαν σχεδόν ἱεραρχικήν τελετουργίαν. 
2.Θεωρία: Ἡ μέν οὖν εἰσαγωγική τῆς τελειωτικῆς ταύτης ἱερουργίας ἀναγωγή, διά τῶν κατά τό θεῖον μύρον ἱερῶς δρωμένων, ἐκεῖνο οἶμαι δηλοῖ, τό περικεκαλύφθαι τῶν ὁσίων ἀνδρῶν τό κατά νοῦν ἱερόν καί εὐῶδες, ἥτις ἐνθέως ἐγκελεύεται τοῖς ἱεροῖς ἀνδράσι, μή φαινομένας ἔχειν ἐπί δόξῃ κενῇ τάς κατ’ ἀρετήν τοῦ κρυφίου Θεοῦ καλάς καί εὐώδεις ἀφομοιώσεις…Οὕτω τοῖς φιλοκάλοις ἐν νῷ γραφεῦσιν ἡ πρός τό εὐῶδες καί κρύφιον κάλλος ἀτενής καί ἀπαρέγκλιτος θεωρία τό ἀπλανές δωρήσεται καί θεοειδέστατον ἴνδαλμα… 4.Λέγομεν τοίνυν, ὡς ἡ τοῦ μύρου σύνθεσις συναγωγή τις ἐστιν εὐπνόων ὑλῶν ἐν ἑαυτῇ πλουσίους ἔχουσα ποιότητας εὐόσμους, ἧς οἱ μετασχόντες εὐωδιάζονται, κατά τήν ἀναλογίαν τοῦ ποσοῦ τοῖς ἐγγενομένοις αὐτοῖς τοῦ εὐώδους μεθέξεως, πεπείσμεθα δέ εἶναι τό θεαρχικώτατον Ἰησοῦν ὑπερουσίως εὐώδη, νοηταῖς διαδόσεσι τό νοερόν ἡμῶν ἀποπληροῦντα θείας ἡδονῆς…11. Ἀλλά μήν καί αὐτῷ τῷ τελεσθέντι τήν ἱερωτάτην τῆς θεογενεσίας (Βαπτίσματος) τελετήν τήν τοῦ θεαρχικοῦ Πνεύματος ἐπιφοίτησιν, ἡ τοῦ μύρου δωρεῖται τελειωτική χρίσις, ὑποτυπούσης, ὡς οἶμαι, τῆς ἱερᾶς τῶν συμβόλων εἰκονογραφίας, ὑπ’ αὐτοῦ τοῦ δι’ ἡμᾶς ἀνθρωποπρεπῶς τῷ θεαρχικῷ Πνεύματι καθαγιασθέντος, ἀναλλοιώτῳ τῆς οὐσιώδους θεότητος ἕξει(Χριστός), τό θειότατον Πνεῦμα χορηγούμενον. 12. Καί τοῦτο δέ ἱεραρχικῶς ἐννόησον, ὅτι καί τοῦ θείου θυσιαστηρίου τήν ἱεράν τελείωσιν ἡ τῶν ἁγιωτάτων τελετῶν θεσμοθεσία, ταῖς τοῦ ἱερωτάτου μύρου τελετουργεῖ παναγέσιν ἐπιχύσεσιν…Εἰ γάρ ἐστι τό θειότατον ἡμῶν θυσιαστήριον Ἰησοῦ, ἡ θεαρχική τῶν θείων νοῶν ἀφιέρωσις, ἐν ᾧ τά τελούμενα καί ἁγιάζεται, πρός αὐτοῦ τοῦ θειοτάτου μύρου τελούμενον. Ἁγιάζει γάρ ὑπέρ ἡμῶν ἑαυτόν ὁ παναγιώτατος Ἰησοῦς καί πάσης ἡμᾶς ἁγιαστείας ἀποπληροῖ, τῶν ἐπ’ αὐτῷ τελουμένων οἰκονομικῶς εἰς ἡμᾶς ὡς θεογεννήτους (μέ τό βάπτισμα), λοιπόν ἀγαθουργικῶς διαβαινόντων…»(Περί ἐκκλ. ἱεραρχίας, IV, 1-12, PG 3, 472-486). 
Ὁ τρόπος ὅμως χρίσεως τῶν βαπτισθέντων ἀπό τόν ἐπίσκοπο εἶναι ἐπίσης πολύ σημαντικός γιά τήν ἑρμηνεία τῆς ἐξελίξεως τῆς σχέσεως τῶν πέντε πατριαρχῶν πρός τήν τελετή τοῦ καθαγιασμοῦκαί τῆς μεταδόσεως τοῦ ἁγίου μύρου ὄχι μόνο στίς μητροπόλεις, ἀρχιεπισκοπές καί ἐπισκοπές τῆς κανονικῆς τους δικαιοδοσίας. Ὁ τρόπος χρίσεως, κατά τήν παλαιά παράδοση καί τήν μέχρι σήμερον ἰσχύουσα ἐκκλησιαστική πράξη, συνδεόταν, ὅπως τονίζει ὁ Κύριλλος Ἱεροσολύμων στίς μυσταγωγικές Κατηχήσεις, μέ τό μυστήριο τοῦ χρίσματος καί γινόταν «στό πρόσωπον καί τά ἄλλα αἰσθητήρια» ὄργανα τοῦ βαπτισθέντος, ἤτοι «πρῶτον ἐχρίεσθε ἐπί τό μέτωπον,…ἵνα ἀνακεκαλυμμένῳ προσώπῳ τήν δόξαν Κυρίου κατοπτρίζητε. Εἶτα ἐπί τά ὦτα, ἵνα προσλάβητε τά ἀκουστικά τῶν θείων μυστηρίων ὦτα…Εἶτα ἐπί τήν ὄσφρησιν, ὅπως τοῦ θείου ἀντιλαμβανόμενοι μύρου λέγητε· Χριστοῦ εὐωδία ἐσμέν τῷ Θεῷ ἐν τοῖς σωζομένοις…»(PG 33, 1092). Τήν παράδοση αὐτή ἀνακεφαλαιώνει ὁ κανόνας 7 τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς συνόδου (381) καί γιά τούς ἐπιστρέφοντας στήν Ἐκκλησία αἱρετικούς, «χριομένους πρῶτον τῷ ἁγίῳ μύρῳ τό τε μέτωπον, καί τούς ὀφθαλμούς, καί τάς ρίνας, καί τό στόμα, καί τά ὦτα», ἤτοι τά ὄργανα τῶν πέντε αἰσθήσεων τῆς κεφαλῆς τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος (Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα., ΙΙ, 187191). Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, ἡ καθιερωμένη στή βιβλική παράδοση τυπολογική ἀναλογία τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας πρός τό ἀνθρώπινο σῶμα γιά τήν προβολή τῆς ὀργανικῆς ἑνότητας καί τῆς ἀλληλέγγυας λειτουργίας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος συνεπαγόταν καί τήν ἑνότητα τῆς κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ὁ θεῖος ἱδρυτής της Χριστός εἶναι τόσο τό σῶμα, ὅσο καί ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας. 
Ὡστόσο, ἡ παραδοσιακή ἔμφαση τῆς συνδέσεως τῆς ἑνότητας τῆς κεφαλῆς μέ τόν πρῶτο σέ κάθε διοικητικό σχῆμα (μητροπολίτη στό ἐπαρχικό, ἀρχιεπίσκοπο ἤ ἔξαρχο στό ἐξαρχικό, πατριάρχη στό πατριαρχικό σύστημα), συμφώνως πρός τό πνεῦμα τοῦ 34 ἀποστολικοῦ κανόνα, συνεπαγόταν τήν παραδοχήὡςπέντε διοικητικῶν κεφαλῶν τοῦ ὅλου ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, τῶν πέντε πατριαρχῶν, οἱ ὁποῖοι, καίτοι προβλήθηκαν ὡς οἱ αὐθεντικοί ἐγγυητέςτῆς παραδεδομένης πίστεως, δέν ἀπέφυγαν πάντοτε ἐπικίνδυνες παρεκκλίσεις σέ ζητήματα πίστεως ἤ κανονικῆς τάξεως. 
Οἱ τραγικές συνέπειες τοῦ σχίσματος τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καί Δύσεως (1054) προκάλεσαν σοβαρό πλῆγμα ὄχι μόνο στήν καθιερωμένη ἀρχή τῆς ὁμοφροσύνηςτῶν πέντε πατριαρχῶν, ἀλλά καί στήν τυπολογία τῶν «πέντε κεφαλῶν» τοῦ ὅλου ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀφοῦ ἡ μία κεφαλή, ὁ παπικός θρόνος, ἀποκόπηκε ἀπό τήν κοινωνία τῶν ὀρθοδόξων πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς. 2. Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, μετά τό σχίσμα τοῦ ΙΑ΄ αἰώνα, προβλήθηκε μέ ἰδιαίτερη ἔμφαση ἡ τυπολογική ἀναλογίατῆς Πενταρχίας τῶν πατριαρχῶν ὄχι πλέον πρός τίς πέντε κεφαλέςτοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀλλά πρός τίς πέντε αἰσθήσεις τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, ἀφ’ ἑνός μέν γιά νά ὑποστηριχθῆ ἡ ἀποκλειστικότητα καί τό ἀπαραβίαστο τῆς αὐθεντίας τῶν πέντε πατριαρχῶν, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιά νά τονισθῆ ἡ ἀλληλέγγυα λειτουργία τους, κατ’ ἀναφοράν πρός τή θεία κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, τόν Χριστό. 
Τήν τυπολογία αὐτή ἀντιπαρέθεσε ὁ πατριάρχης Ἀντιοχείας Πέτρος Γ΄ (1052-1056) πρός τόν ἀρχιεπίσκοπο Ἀκυληΐας ἤ Βενετίας Δομίνικο γιά νά ἀπορρίψη τό αἴτημά του νά τοῦ ἀποδοθῆ ὁ τίτλος τοῦ πατριάρχη, γι’ αὐτό ὑποστήριξε ὅτι «πέντε γάρ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ ὑπό τῆς θείας ᾠκονομήθη χάριτος εἶναι πατριάρχας, τόν Ρώμης, τόν Κωνσταντινουπόλεως, τόν Ἀλεξανδρείας, τόν Ἀντιοχείας καί τόν Ἱεροσολύμων…Καί πρόσχες ὅ λέγω. Τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ὑπό μιᾶς ἄγεται κεφαλῆς, ἐν αὐτῷ δέ μέλη πολλά, καί πάντα ὑπό πέντε μόνον οἰκονομεῖται αἰσθήσεων, αἱ δέ εἰσιν ὅρασις, ὄσφρησις, ἀκοή, γεῦσις καί ἁφή. Καί τό σῶμα δέ πάλιν τοῦ Χριστοῦ, ἡ τῶν πιστῶν λέγω Ἐκκλησία, ἐν διαφόροις ὥσπερ μέλεσι συναρμολογούμενον ἔθνεσι καί ὑπό πέντε αἰσθήσεων οἰκονομούμενον, τῶν εἰρημένων μεγάλων θρόνων, ὑπό μιᾶς ἄγεται κεφαλῆς, αὐτοῦ φημί τοῦ Χριστοῦ. Καί ὥσπερ, ὑπέρ τάς πέντε αἰσθήσεις, ἑτέρα τις αἴσθησις οὐκ ἐστιν, οὕτως οὐδέ, ὑπέρ τούς πέντε πατριάρχας, ἕτερον πατριάρχην δώσει τις εἶναι. Ὑπό γοῦν τῶν πέντε τούτων θρόνων, τῶν ὥσπερ αἰσθήσεων ὄντων ἐν τῷ σώματιτοῦ Χριστοῦ, πάντα τά μέλη, ἤγουν πᾶσαι αἱ πατριαί τῶν ἐθνῶν καί αἱ κατά τόπον ἐπισκοπαί, οἰκονομοῦνται καί θεοπρεπῶς διεξάγονται, ὥσπερ ἐν μίᾳ κεφαλῇ Χριστῷ τῷ ἀληθινῷ θεῷ ἡμῶν, δι’ ὀρθοδόξου καί μιᾶς πίστεως συναρμολογούμεναι καί ἀγόμεναι ὑπ’ αὐτῆς… (PG 120,757- 760).
 Ἡ συνέπεια τῆς ἀνωτέρω προσεγγίσεως τῆς κοινῆς παραδόσεως τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καί Δύσεως μέχρι τό σχίσμα τοῦ ΙΑ΄ αἰώνα τόσο γιά τήν χριστοκεντρική ὀντολογία τῆς Ἐκκλησίας, ὅσο καί γιά τήν λειτουργία τοῦ θεσμοῦ τῆς Πενταρχίας τῶν πατριαρχῶν, ἐξηγεῖ τήν ἀποδυνάμωση στήν Ἀνατολή τῆς κανονικῆς τυπολογίας τῶν πέντε διοικητικῶν κεφαλῶντοῦ ἑνός ἐκκλησιαστικοῦ σώματος Χριστοῦ γιά νά δοθῆ ἔμφαση στή λειτουργική τυπολογία τῶν πέντε αἰσθήσεων τῆς μιᾶς κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ὁ Θεόδωρος Βαλσαμών, ἐμπερίστατος πατριάρχης Ἀντιοχείας (1185-1199) καί διαπρεπής κανονολόγος, ἀνέπτυξε μέ συστηματικό τρόπο σέ εἰδική μελέτη, ὑπό τόν τίτλο «Μελέτη, ἤγουν Ἀπόκρισις χάριν τῶν πατριαρχικῶν προνομίων», τήν τυπολογική ἀναλογίατῆς λειτουργίας τῆς Πενταρχίας τῶν πατριαρχῶν στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι «σῶμα Χριστοῦ» (corpus Christi), πρός τή λειτουργία τῶν πέντε αἰσθήσεων τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Ἔτσι, μέ ἀφετηρία τούς σχετικούς κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν συνόδων (6 καί 7 τῆς Α΄, 2 καί 3 τῆς Β΄, 28 τῆς Δ΄καί 36 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς συνόδου), ὑποστήριξε ὅτι « ἔκτοτε καί μέχρι τοῦ νῦν οἱ τῶν τοιούτων πέντε ἁγιωτάτων θρόνων μεγάλοι ἀρχιερεῖς οὕτω κατά πᾶσαν τήν Οἰκουμένην σεβάζονται, τοῦ γάρ πάπα τῆς παλαιᾶς Ρώμης ἡ δικαία ἐκ τῶν Ἐκκλησιῶν ἐκκοπή τήν κανονικήν εὐταξίαν οὐκ ἐλυμήνατο. Παρά τοῦτο δέ, τοῦ δευτέρου ὁ πρῶτος οὐ κατεπαίρεται, οὐδέ τοῦ τρίτου ὁ δεύτερος, ἀλλ’ ὡς αἰσθήσεις πέντε μιᾶς κεφαλῆς ἀριθμούμεναι καί μή μεριζόμεναι, παρά τῷ χριστωνύμῳ λαῷ λογιζόμενοι, ἰσοτιμίαν ἐν ἅπασιν ἔχουσι, καί κάραι τῶν κατά πᾶσαν τήν Οἰκουμένην ἁγίων Ἐκκλησιῶν δικαίως καλούμενοι, διαφοράν ἀνθρώπινην οὐ πάσχουσιν…» (Μελέτη. Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα., IV, 543544). 
Ἡ ὑπεροχή λοιπόν τῶν πέντε πατριαρχῶν ἔναντι τῶν ἄλλων ἀρχιερέων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἔχουν λάβει κατά τή χειροτονία τους, ὅπως καί οἱ πέντε πατριάρχες, τό «διδασκαλικόν ἀξίωμα», ὀφείλεται, κατά τόν Θεόδωρο Βαλσαμώνα, στό γεγονός, ὅτι«ἀπότῶνθεί ων καί ἱερῶν κανόνων μόνοις τοῖς πατριάρχαις πεφιλοτίμηται τῆς Οἰκουμένης τά κλίματα, κἀνταῦθεν οὐδέ ἔχει τις ἕτερος ἰδίῳ δικαίῳ ἐνορίαν ἤ ἄλλο τι δίκαιον ἱερατικόν, ἀλλ’ ἐκεῖνο καί μόνον τό μέρος τῆς διοικήσεως  ἐνεργεῖ, τό δοθέν αὐτῷ παρά τῆς πατριαρχικῆς θείας μεγαλειότητος…» (Μελέτη. Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα., IV, 551). 
Προφανῶς, ἡ ὑπεροχή τοῦ «διδασκαλικοῦ ἀξιώματος» τῶν πέντε πατριαρχῶν ἔναντι τῶν ἄλλων ἀρχιερέων συνδέεται πρός τό γεγονός ὅτι μόνο οἱ πέντε πατριάρχες ἀσκοῦν «ἰδίῳ δικαίῳ» στήν κανονική τους δικαιοδοσία ὅλα τά «ἱερατικά δίκαια», ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι ἀρχιερεῖς ἀσκοῦν μόνον τά παραχωρηθέντα σέ αὐτούς δικαιώματα«παρά τῆς πατριαρχικῆς θείας μεγαλειότητος» καί πάντοτε κατ’ ἀναφορά πρός αὐτήν.
 Ἄλλωστε, τό «ἰδίῳ δικαίῳ» ἀσκούμενο «διδασκαλικόν ἀξίωμα» ἀπό τούς πέντε πατριάρχες στά πέντε πατριαρχικά «κλίματα» τῆς Οἰκουμένης ὑπερεῖχε τοῦ ἀντιστοίχου τῶν ἀρχιερέων, ἀφ’ ἑνός μέν γιατί πήγαζε ἀπό τό ἐξαιρετικό τους προνόμιο νά ἔχουν λάβει «τήν τοῦ ἁγίου χρίσματος δύναμιν», ἀφοῦ, «ὡς οἱ βασιλεῖς, καί οἱ πέντε πατριάρχαι μεγαλύνονται μέν καί διδασκαλικοῖς ἀξιώμασι, διά τήν τοῦ ἁγίου χρίσματος δύναμιν», ἀφ’ ἑτέρου δέ γιατί, «κατά τόν οὐράνιον γίγαντα (ἥλιο), τό κέντρον καταφωτίζουσι τῆς Ὀρθοδοξίας τοῖς ἀμαρύγμασι, καί ἡ ἔξοδος αὐτῶν (πατριαρχῶν) ἀπ’ ἄκρου λάμπει τοῦ οὐρανοῦ, καί τό κατάντημα αὐτῶν ἕως ἄκρου φθάνει τοῦ οὐρανοῦ, καί οὐκ ἔστιν ὅς τῆς θέρμης αὐτῶν ἀποκρύπτεται» (Μελέτη. Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα., IV, 544- 545). Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, ὁ κανονολόγος πατριάρχης Ἀντιοχείας ἀναφέρεται μέ ἰδιαίτερη ἔμφαση στό ὑπεροχικό «χρῖσμα τῆς ἀρχιερωσύνης» τῶν πατριαρχῶν, ἤτοι τῆς μυστηριακῆς χειροτονίας, γι’ αὐτό τονίζει ὅτι «τούς ἁγιωτάτους πέντε πατριάρχας…μίαν οἴδαμεν κεφαλήν τοῦ σώματος πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ,…καί, πιστεύοντες τελειωθῆναι τούτους τῆς ἀρχιερωσύνης τῷ χρίσματι, χριστούς Κυρίου καί ἁγιωτάτους κατονομάζομεν καί, στηλογραφοῦντες μετά τῶν ἁγίων καί θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν καί σχετικῶς ἀσπαζόμενοι, πληροφορούμεθα διά τούτων ἡμῖν τάς θύρας τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν ἀποκλείεσθαι καί ἀνοίγεσθαι, καί διά τῶν χειλέων αὐτῶν τόν Θεόν ἀποστοματίζειν τά μέλλοντα…»(Μελέτη. Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα., IV, 547). 
Εἶναι λοιπόν εὔλογη ἡ παραβολή τῆς ἀλληλέγγυας ἐνέργειας τῶν πέντε πατριαρχῶν στή λειτουργία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος πρός τήν ἀλληλέγγυα λειτουργία τῶν πέντε αἰσθήσεων τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, ἀφοῦ «ὁ δημιουργός τῶν ὅλων Θεός, κατ’ οἰκείαν εἰκόνα πλαστουργήσας τόν ἄνθρωπον,… οὐχ ἧττον μεγαλύνεται, ὅτι τήν ζωήν τῶν ἀνθρώπων εὐδόκησε διά πέντε αἰσθήσεων διεξάγεσθαι, σφετεριζομένων τήν ἰδικότητα καί μή ἀπαρνουμένων τήν ἀνακοίνωσιν. Κἄν γάρ ἡ ὄψις τυχόν ἐνεργῇ καί μονομερῶς τό ἀποκληρωθέν ταύτῃ λειτούργημα παρά Θεοῦ,…ἀλλά τῆς κοινωνίας αὐτῶν οὐ χωρίζεται…Ὡς γοῦν ἑκάστης τῶν αἰσθήσεων πληρούσης τήν οἰκείαν ἐνέργειαν, τῶν λοιπῶν τό χρήσιμον οὐκ ἀποναινόμεθα,…οὕτω καί τῶν πατριαρχῶν ἡ πεντάς δικαίως καί ἀσφαλῶς οἰκονομηθήσεται, ἕκαστος γάρ τούτων τήν μέν ἀπονεμηθεῖσαν αὐτῷ διοίκησιν ἐνεργήσει μονοειδῶς, ἵνα μή συγχέωνται τῶν ἁγίων Ἐκκλησιῶν τά προνόμια, τῆς δέ τιμῆς τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀνέκαθεν δεδομένων δικαίων τῇ τῶν πατριαρχῶν θείᾳ μεγαλειότητι οὐδείς ἀποξενωθήσεται. Εἰ γάρ τοιοῦτόν τι γένηται καί τόν Ἀλεξανδρείας τυχόν…τῶν πατριαρχικῶν προνομίων ἀποξενώσει τις, …ἀχρειώσει τήν κεφαλήν ὡς κωφεύουσαν ἤ ἀβλεπτοῦσαν, καί ὑπό τεττάρων ἤ καί τριῶν διεξαγομένην αἰσθήσεων…» (Μελέτη. Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα., IV, 549- 550). 
Ἡ τυπολογική ἀναλογία τοῦ ρόλου τῶν πέντε πατριαρχῶν στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας πρός τόν ρόλο τῶν πέντε αἰσθήσεων στό ἀνθρώπινο σῶμα ἀναφέρεται στήν ἀπόλυτη ἀναγκαιότητα καί στήν ἀλληλέγγυα ἐνέργειά τους γιά τήν ὑποστήριξη τῆς ὑγιοῦς καί ἁρμονικῆς λειτουργίας τῶν οἰκείων σωμάτων, ἡ ὁποία ἔχει ὡς κοινή πηγή τόν χορηγούμενο μέ τό ἅγιο μύρο τοῦ χρίσματος πλοῦτο τῶν χαρισμάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος γιά τήν ἐκπλήρωση τῆς ἀποστολῆς τους.Ἔτσι, οἱ πέντε πατριάρχες λαμβάνουν μέ τό χρῖσμα τῆς ἀρχιερωσύνης κατά τήν χειροτονία τους τή δύναμη τοῦ ἁγίου Πνεύματος γιά τήν ἐκπλήρωση τῆς μεγάλης ἀποστολῆς τους στήν ὑγιῆ λειτουργία τοῦ ὅλου ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἐνῶ οἱ βαπτιζόμενοι λαμβάνουν τά χαρίσματα τοῦ ἁγίου Πνεύματος κατά τή χρίση τους μέ τό ἅγιο μύρο στό μυστήριο τοῦ χρίσματος. Ὁ τρόπος ὅμως χρίσεως τῶν βαπτιζομένων μέ τό ἅγιο μύρο(«αἰσθητήρια ὄργανα») ἐξηγεῖ ὄχι μόνο τήν ἀποκλειστική ἁρμοδιότητα τῶν φορέων τῆς ἐπισκοπικῆς ἐξουσίας γιά τήν παρασκευή, τόν καθαγιασμό καί τή μετάδοση τοῦ ἁγίου μύρου στό μυστήριο τοῦ χρίσματος, ἀλλά καί τό ἐκκλησιολογικό βάθος τῆς ἰδιαίτερης σημασίας τοῦ ἁγίου μύρου γιά  τήν ἀποστολή τῶν πέντε πατριαρχῶν στή λειτουργία τοῦ ὅλου ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. 
Ὁ τρόπος χρίσεως τῶν βαπτιζομένων μέ τό καθαγιασμένο μύρο συνδεόταν ἤδη ἀπό τόν Β΄ αἰώνα μέ τή χρίση ἀπότόνἐπίσκοποκυρίως«τῶν αἰσθητηρίων» ὀργάνων τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, τήν παράδοση δέ αὐτοῦ προέβαλε, ὅπως εἴδαμε, καί ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεοροσολύμων στίς Μυσταγωγικές Κατηχήσειςτου(PG 33, 1092). Τό αὐτό ἴσχυε καί γιά τούς λαβόντας ἀτελές Βάπτισμα ἐκτός τῶν κόλπων τῆς Ἐκκλησίας αἱρετικούς ἤσχισματικούς, οἱὁποῖοικατάτήνἐπιστροφή τους στήν Ἐκκλησία ἔπρεπε, κατά τόν κανόνα7 τῆς Β΄Οἰκουμενικῆςσυνόδου(381), νά χρισθοῦν«πρῶτον τῷ ἁγίῳ μύρῳ, τό τε μέτωπον καί τούς ὀφθαλμούς καί τά ρίνας καί τό στόμα καί τά ὦτα», ἤτοι ὅλα τά ὄργανα τῶν πέντε αἰσθήσεων τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, γιά νά καταστοῦν ὀργανικά μέλη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος (Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα., ΙΙ, 187-191). 3. Εἶναι λοιπόν εὐνόητον ὅτι οἱ πέντε πατριάρχες, ὡς ἰδίῳ δικαίῳ κύριοι τοῦ «διδασκαλικοῦ ἀξιώματος» καί «τῆς τοῦ ἁγίου χρίσματος δυνάμεως» (Μελέτη, Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα, IV, 544), ἦσαν οἱ κατ’ ἐξοχήν ἐγγυητές τῆς ἑνότητας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος στήν ὀρθοδοξία τῆς πίστεως καί στήν κανονική τάξη, γι’ αὐτό καθιέρωσαν τήν τέλεση στήν ἕδρα τους τῆς τελετῆς παρασκευῆς, καθαγιασμοῦ, μεταδόσεως καί διανομῆς τοῦ ἁγίου μύρου στά ὅρια τῆς κανονικῆς τους δικαιοδοσίας. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό ὅτι στή Δύση, κατά τήν παλαιά παράδοση τῆς ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ἡ ἀνάμειξη τῶν στοιχείων τοῦ ἁγίου μύρου (ἐλαίου καί βαλσάμου) γινόταν ἀπό τόν πάπα σέ εἰδική τελετή γιά τήν παρασκευή καί τόν καθαγιασμό του πρίν ἀπό τήν ἔναρξη τῆς θ. λειτουργίας. 
Προφανῶς, ἡ καθοριστική σημασία τοῦ ἁγίου μύρου τοῦ χρίσματος τόσο γιά τή συγκρότηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ὅσο καί γιά τή συνεχῆ βεβαίωση τῆς ἑνότητάς του, σέ τοπική ἤ καί σέ οἰκουμενική προοπτική, ἐξηγεῖ καί τήν προβολή τῶν πέντε πατριαρχῶν ὡς τῶν αἰσθητηρίων ὀργάνων τῶν πέντε αἰσθήσεων τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀφοῦ ἐγγυῶνται μέ τήν ὑγιῆ λειτουργία τους τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας στήν κοινωνία τῆς παραδεδομένης πίστεως καί στόν σύνδεσμο τῆς ἀγάπης ὄχι μόνο στά ὅρια τῆς ἐκκλησιαστικῆς τους δικαιοδοσίας, ἀλλά καί τῆς ὅλης ἀνά τήν Οἰκουμένη Ἐκκλησίας.
 Ἐν τούτοις, ἡ κατά τόν ΙΒ΄ αἰώνα ἐπιβολή ἀπό τούς Σταυροφόρους λατίνων πατριαρχῶν καί ἀρχιερέων στά πατριαρχεῖα Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων συνδυάσθηκε μέ τήν ἐκδίωξη τῶν ὀρθοδόξων πατριαρχῶν, οἱ ὁποῖοι διέμεναν στήν Κπόλη μέχρι τά μέσα τοῦ ΙΓ΄ αἰώνα, γι’ αὐτό, ἀφοῦ δέν μποροῦσαν νά τελέσουν στήν ἕδρα τους τήν εἰδική τελετή παρασκευῆς καί καθαγιασμοῦτοῦ ἁγίου μύρου, ἐλάμβαναν καί ἀπέστελλαν στόν κλῆρο τῶν πατριαρχείων τους τό καθαγιασμένο ἀπό τόν Οἰκουμενικό πατριάρχη μύρο γιά τήν κάλυψη τῶν ἀναγκῶν του. Ἡ ἀλληλεγγύηαὐτή μεταξύ τῶν πέντε πατριαρχῶν ἦταν μία αὐτονόητη κοινή ὑποχρέωση, ἀλλ’ ὄχι καί ἀποκλειστικό δικαίωμαἑνός τῶν πέντε πατριαρχῶν, γι’ αὐτό δέν μείωνε τά προνόμια τοῦ δεχομένου καί δέν αὔξανε τά προνόμια τοῦ προσφέροντος τήν ἀλληλεγγύη πατριαρχικοῦ θρόνου, ὅπως καί στίς πέντε αἰσθήσεις, κάθε μία «ἐνεργεῖ μονομερῶς τό ἀποκληρωθέν ταύτῃ λειτούργημα παρά Θεοῦ,…ἀλλά τῆς κοινωνίας αὐτῶν οὐ χωρίζεται, θέλει δέμᾶλλον καί ταύτας μετέχειν τῶν ἀξιωμάτων αὐτῆς…»(Μελέτη. Γ. Ράλλη- Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα., IV, 549). Τό καθιερωμένο αὐτό προνόμιο τῶν πέντε πατριαρχῶνγιά τήν τελετή τῆς παρασκευῆς, τοῦ καθαγιασμοῦ καί τῆς διανομῆς τοῦ ἁγίου μύρου στήν ἕδρα τους, ὅπως ἐπίσης καί τό προνόμιο τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου νά ἀποστέλλη τό ἅγιο μύρο στούς ἄλλους πατριαρχικούς θρόνους τῆς Ἀνατολῆς καί στίς «αὐτοκέφαλες» Ἐκκλησίες, εἶχαν ἤδη ἀναγνωρισθῆ πρίν ἀπό τά μέσα τοῦ ΙΔ΄ αἰώνα ὡς μία παλαιά παράδοση. Βεβαίως, ὁ θρόνος τῆς Κπόλεως, ὡς ὁ «πρῶτος θρόνος» μεταξύ τῶν πατριαρχικῶν θρόνων τῆς Ἀνατολῆς, εἶχε κατοχυρωμένα ἀπό τήν ἐκκλησιαστική καί τήν πολιτική νομοθεσία τά ἐξαιρετικά προνόμια νά δέχεται τό ἔκκλητον, νά ἱδρύη ὑπερόρια σταυροπήγια καί νά μεριμνᾶ γιά τά σοβαρά ζητήματα τῶν ἄλλων πατριαρχικῶν θρόνων, γι’ αὐτό ἡ λήψη τοῦ ἁγίου μύρου ἀπό τόν Οἰκουμενικό θρόνο, ἡ ὁποία προσδιόριζε μία σχέση κοινωνίας καί ὄχι βεβαίως ὁποιαδήποτε μορφῆς ἐξάρτηση, βεβαίωνε τήν ὁμοφροσύνη τῶν ὀρθοδόξων πατριαρχῶν καί ὄχι τήν ὑπεροχική αὐθεντία τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου. 
Ὡστόσο, τό πατριαρχικό αὐτό προνόμιο δέν μποροῦσαν νά διεκδικήσουν οἱ «αὐτοκέφαλες» Ἐκκλησίες, ἔστω καί ἄν εἶχαν τιμηθῆ ἤ εἶχαν αὐθαιρέτως σφετερισθῆ τόν ψιλό τίτλο τοῦ πατριάρχη, ἤτοι οἱ ἀρχιεπισκοπές Ἀχρίδος, Πεκίου καί Τυρνόβου, ὅπως συνάγεται ἀπό τήν περίφημη σχετική «Παραίνεσιν» τοῦ ἡσυχαστή Οἰκουμενικοῦ πατριάρχη Καλλίστου Α΄ (1350-1353, 1354-1363) καί τῆς Ἐνδημούσας συνόδου πρός τούς κληρικούς καί μοναχούς τῆς ἀρχιεπισκοπῆς Τυρνόβου, ὁ ἀρχιεπίσκοπος τῆς ὁποίας εἶχε τιμηθῆ «συγκαταβάσεως λόγῳ» μέ τόν ψιλό τίτλο τοῦ πατριάρχη (1235), «οὐ μέντοι εἶναι καί συναρίθμιον τοῖς λοιποῖς ἁγιωτάτοις πατριάρχαις καί διά τοῦτο μή μνημονεύεσθαι ἐν ταῖς ἱεροῖς διπτύχοις…» (Miklosich- Mller, Acta., I, 436- 442). Προφανῶς, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Τυρνόβου ἀξίωνε τήν ἀναγνώριση τῆς πλήρους πατριαρχικῆς τιμῆς καί ἀξίας, γι’ αὐτό διέκοψε ὄχι μόνο τό μνημόσυνον τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχη καί τῶν ἄλλων ὀρθόδοξων πατριαρχῶν, ἐπειδή δέν μνημονευόταν καί αὐτός ἀπό τούς πατριάρχες, ἀλλά καί τή λήψη τοῦ ἁγίου μύρου ἀπό τόν Οἰκουμενικό θρόνο, ἤτοι δύο καθιερωμένων κανονικῶν τρόπων βεβαιώσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν μεταξύ τους καί μέ τό Οἰκουμενικό πατριαρχεῖο. Ἔτσι, ὁ ἡσυχαστής πατριάρχης ὡς πρός τό ζήτημα τοῦ «μνημοσύνου» παρατήρησε ὀρθῶς «ὅτι τό παρά μέν τῆς ἡμῶν μετριότητος γινόμενον εἰς τοῦτον (ἀρχιεπίσκοπο Τυρνόβου) ἔχει τόν προσήκοντα καί δίκαιον λόγον, τό δέ τελούμενον παρ’ αὐτοῦ, ἤγουν τό μή μεμνῆσθαι τῆς ἡμῶν μετριότητος ἐν ταῖς ἱεραῖς…τελεταῖς, ἐστι πάμπαν παραλογώτατον καί ἀδικώτατον,… ἅμα μέν δι’ ἥν ὤφειλεν ἔχειν ὑποταγήν εἰς τήν καθ’ ἡμᾶς ἁγιωτάτην τοῦ Θεοῦ μεγάλην Ἐκκλησίαν, παρ’ ἧς εἴληφε καί τό εἶναι καί τό ὀνομάζεσθαι πατριάρχης, ἅμα δέ καί διά τό περιποιεῖσθαι ἑαυτῷ τιμήν καί κοινωνίαν τῆς ἡμῶν μετριότητος καί τῶν ἄλλων πατριαρχῶν…». Συνεπῶς, ὁ Οἰκουμενικός πατριάρχης ὑπέμνησε στόν ἀρχιεπίσκοπο Τυρνόβου ὅτι ὤφειλε ὁ Οἰκουμενικός πατριάρχης «ἀνακρῖναι τά κατ’ αὐτόν καί ἐξετάσαι ταῦτα εἰς τήν καθ’ ἡμᾶς ἱεράν καί μεγάλην Σύνοδον,…καί ἤ λαβεῖν τοῦτον διόρθωσιν ἤ κανονικῶς εὐθῦναι, ὡς ἀθετοῦντα τήν Ἐκκλησίαν προδήλως,…ἤ τό γε δεύτερον ἀποστερῆσαι τοῦτον τοῦ τοιούτου ὀνόματος» (ἔνθ’ ἀν., Ι, 437439). 
Ὡς πρός τό ζήτημα τοῦ «ἁγίου μύρου» καταδίκασε τήν αὐθαίρετη ἐνέργεια τοῦ ἀρχιεπισκόπου Τυρνόβου νά διακόψη τή λήψη τοῦ ἁγίου μύρου ἀπό τόν Οἰκουμενικό θρόνο καί τήν ἀντικατάστασή του μέ τό μύρον τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ μεγαλομάρτυρος ἁγίου Δημητρίου ἤ τοῦ ἁγίου Βαρβάρου «ἐπεί ἡ τοῦ ἁγίου μύρου σύνθεσις ἐν τῇτῶν Βουλγάρων Ἐκκλησίᾳ οὐκ ἐκτελεῖται, ἔστι δε παράδοσις ἐκτελεῖσθαι τοῦτο ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς ἁγιωτάτῃ τοῦ Θεοῦ Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ». Ἡ ἀθέτηση τῆς παραδόσεως αὐτῆς ἦταν σοβαρή ἐκκλησιαστική παρέκκλιση σέ καίριο ζήτημα πίστεως, ἀφοῦ ὁ ἀρχιεπίσκοπος Τυρνόβου, «ἁπλῶς καί ὡς ἔτυχε τό τοιοῦτο μυστήριον καί χρίων ἤ καί χριόμενος, ἀντί τοῦ ἁγίου τούτου μύρου, μύρον τῶν λειψάνων τοῦ ἁγίου… Δημητρίου ἤ τοῦ ἁγίου Βαρβάρου, ὁ τοιοῦτος, ὡς ἀθετῶν προδήλως τήν ἐκκλησιαστικήν παράδοσιν, οὐκ οἶδα ποίαν ἀπολογίαν δώσει ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως τῷ Θεῷ ἤ πῶς ἐκφεύξεται τῆς κολάσεως, περί τῶν κυριωτάτων τῆς πίστεως ἁμαρτῶν» (ἔνθ’ ἀν., Ι, 441). 
Βεβαίως, ὁ ἡσυχαστής πατριάρχης ὑποστήριξε τόν χαρακτηρισμό τῆς ἀθετήσεως τῆς καθιερωμένης παραδόσεως γιά τό ἅγιο μύρο ὡς «ἁμαρτία» τοῦ ἀρχιεπισκόπου Τυρνόβου «περί τῶν κυριωτάτων τῆς πίστεως» μέ τήν ἐπίκληση κυρίως τοῦ θεολογικοῦ συμβολισμοῦ τῆς χρίσεως τῶν βαπτιζομένων μέ τό καθαγιασμένο ἅγιο μύρο, ὅπως αὐτός ἀναπτύχθηκε ἀπό τόν συντάκτη τῶν ἀρεοπαγιτικῶν ἔργων, ὁ ὁποῖος τόνιζε ὅτι «…ἔστι τοίνυν τό Βάπτισμα εἰς τόν θάνατον τοῦ Κυρίου διδόμενον, τό δέ ὕδωρ ἀντί τῆς ταφῆς, τό δέ ἔλαιον ἀντί Πνεύματος ἁγίου, ἡ σφραγίς ἀντί σταυροῦ, τό δέ μύρον βεβαίωσις τῆς ὁμολογίας». 
Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, συνδέει τό κανονικό μέ τό πνευματικό νόημα τῆς καθιερωμένης παραδόσεως γιά τό ἅγιο μύρο, γι’ αὐτό τονίζει μέ ἰδιαίτερη ἔμφαση ὅτι οἱ Βούλγαροι ἀρχιερεῖς «…Οὐδέ χρῶνται ἁγίῳ μύρῳ κατά τήν νενομισμένην τῆς Ἐκκλησίας παράδοσιν, τῷ τελουμένῳ ἐν τῇ ἁγιωτάτῃ τοῦ Θεοῦ καθ’ ἡμᾶς Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ, καθώς τοῦτο διασαφεῖ καί παραδίδωσιν ὁ τοιοῦτος μέγας Διονύσιος γίνεσθαι διά συναγωγῆς εὐπνόων καί εὐόσμων ὑλῶν καί εἰδῶν, καί τοῦτο παραλογώτατον καί ἔξω παντάπασι τῆς ἐκκλησιαστικῆς νομοθεσίας. Ἐπειδή γάρ ἡ αἰσθητή τῆς εὐωδίας τοῦ ἁγίου μύρου ἀντίληψις εἰς νοητήν εὐωδίαν τοῦ Πνεύματος ἀνάγει τόν βαπτιζόμενον, καί τελειοῖ τοῦτον καί βεβαιοῖ ἐν τῇ ὁμολογίᾳ τῆς πίστεως, ὁ μή χριόμενος τῇ συνθέσει τοῦ τοιούτου μύρου ἀτελείωτος μένει ἐν τῇ τοῦ καλοῦ παγιότητι, στερούμενος διά τό μή μετασχεῖν ταύτης τῆς εὐωδίας καί τῆς θεαρχικῆς εὐωδίας ἐκείνης καί θεοτάτης τροφῆς. Φησί γάρ ὁ αὐτός ἱερός θεολόγος: «ἡ τοῦ μύρου συμβολική σύνθεσις ὡς ἐν μορφώσει τῶν ἀμορφώτων αὐτόν ἡμῖν ὑπογράφει τόν Ἰησοῦν, πηγαῖον ὄντα τῶν θείων εὐωδῶν ἀντιλήψεων ἔργων, ὡς αὐτό τό μύρον σημαίνει τόν εὐώδη Ἰησοῦν, πηγήν ὄντα τῶν θείων χαρισμάτων καί τούς πιστούς πάντως εὐωδιάζοντα, κατά τόν θεῖον ἀπόστολον, φάσκοντα ὅτι ὑμεῖς ἐστέ εὐωδία Χριστοῦ…» (ἔνθ’ ἀν., Ι, 440). 4.
 Ἡ ἐπιλεκτική λοιπόν παράθεση τῶν βασικῶν στοιχείων τῆς εἰδικῆς τελετῆς καί τῆς μυστικῆς θεολογικῆς ἑρμηνείας παρασκευῆς, καθαγιασμοῦ καί χρήσεως τοῦ ἁγίου μύρου εἶναι πολύ σημαντική, ἀφ’ ἑνός μέν γιατί ἡ πράξη καί ἡ θεωρία τῆς τελετῆς παρέμειναν σχεδόν ἀμετάβλητεςμέχρι σήμερον, ἀφ’ ἑτέρου γιατί οἱ ἐξελίξεις στόν ἀριθμό τῶν εὐωδῶν οὐσιῶν τῆς συνθέσεως ἤ στόν τελετουργό τῆς τελετῆς, καίτοι δέν ἀλλοίωναν τό γράμμα ἤ τό πνεῦμα τῆς ἀρεοπαγιτικῆς παραδόσεως, ἐντούτοις ἐξέφραζαν τήν ἀναπόφευκτη προσαρμογή της στήν ἐξέλιξη τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως, ἀφοῦ ἡ διοικητική κεφαλή κάθε κανονικῆς δικαιοδοσίας ἦταν καί ὁ τελετουργός τῆς τελετῆς. 
Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, ἐνῶ στήν ἀρεοπαγιτική παράδοση ὡς τελετουργός ὀνομάζεται γενικῶς ὁ ἐπίσκοπος («ἱεράρχης»), στίς σχετικές μεταγενέστερες περιγραφές τῆς τελετῆς ἡ ὅλη τελετουργία τοῦ καθαγιασμοῦ τοῦ ἁγίου μύρου προβάλλεται ὡς ἀποκλειστικό προνόμιο τῶν πατριαρχῶν ἤ καί τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχη, κατ’ ἀναφοράνπάντοτε πρός τήν ἀμετακίνητη βάση τῆς ἀρεοπαγιτικῆς παραδόσεως. Τοῦτο προκύπτει ὄχι μόνο, ὅπως εἴδαμε, ἀπό τήν «Παραίνεσιν» (1355) τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχη Καλλίστου Α΄ (1350-1353, 1354-1363) πρός τούς κληρικούς καί τούς μοναχούς τῆς ἀρχιεπισκοπῆς Τυρνόβου (MiklosichMller, Acta., I, 436- 442), ἀλλά καί ἀπό τή μεταγενέστερη πραγματεία τοῦ ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Συμεών στίς ἀρχές τοῦ ΙΕ΄ αἰώνα, ὑπό τόν τίτλο «περί τῆς ἱερᾶς τελετῆς τοῦ ἁγίου μύρου» (κεφ. 71-78. PG155, 237-252), στήν ὁποία περιγράφεται ἡ ὅλη τελετή τῆς παρασκευῆς, τῆς συνθέσεως τοῦ ἐλαίου μέ εὐώδεις οὐσίες, τοῦ καθαγιασμοῦ καί τῆς μεταδόσεως τοῦ ἁγίου μύρου, ὅπως αὐτή εἶχε ἐξελιχθῆ στήν προγενέστερη ἐκκλησιαστική πράξη μέ ἐντυπωσιακή πιστότητα στήν ἀρεοπαγιτική παράδοση. 
Ἐν τούτοις, ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης προέβαλλε μέ ἰδιαίτερη ἔμφαση τόν ρόλο τῶν ἀποστόλων καί τῶν διαδόχων τους στήν «ἀποστολική λειτουργία τῆς ἐπισκοπῆς» μέ τήν ἐπίθεση τῶν χειρῶν κατά τήν χειροτονία τους, γι’ αὐτό στήν εἰσαγωγή τῆς πραγματείας τονίζει ὅτι ἡ χρίση μέ τό ἅγιον μύρον «σφραγίς τοῦτο Χριστοῦ καί σφραγίς δωρεᾶς Πνεύματος ἁγίου ἐστί. Καί τοῦτο, ὅ διά τῶν ἐπιθέσεων τῶν χειρῶν οἱ ἀπόστολοι ἔλαβον, καί διά τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων οἱ ὑπό Φιλίππου βαπτισθέντες ἐδέξαντο…Ἀντί γάρ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τοῦτο (μύρον) δέδοται ὑπό τῶν ἀποστόλων τοῖς ἐν Χριστῷ βαπτιζομένοις. Ἡ ἐπίθεσις δέ τῶν χειρῶν καί ἡ τῆς χάριτος ἐπίκλησις τοῖς εἰς τήν ἱερωσύνην χειροτονουμένοις τετήρηται. Οἵ δή καί τό χρῖσμα μέν τοῦτο πρότερον ἐν τῷ βαπτίσματι λαμβάνουσι καί ἔχουσιν ἤδη ὡς Χριστοῦ χρῖσμα, καί σφραγῖδα καί δωρεάν τοῦ Πνεύματος, λαμβάνουσι δέ τῇ ἐπιθέσει τῶν ἀρχιερατικῶν χειρῶν καί τήν χειροτονίαν, κατά τήν ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν ἐπιδημίαν τοῦ Πνεύματος, ἐπεκάθησε γάρ, φησίν, ἐφ’ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν καί ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος ἁγίου» (PG 155, 237-240).
 Ἡ προφανής ἔμφαση στήν «ἐπίθεσιν τῶν ἐπισκοπικῶν χειρῶν» κατά τή χειροτονία τῶν ἐπισκόπων ἐξηγεῖ, ὅπως θά δοῦμε, τήν ἐπίδραση τῆς ἐξελίξεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως, «ἧς τό μεῖζον καί κυριώτερον ἡ τῶν ἐπισκόπων χειροτονία ἐστί», κατά τόν ἔγκριτο κανονολόγο Ἰωάννη Ζωναρᾶ (Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα., ΙΙ, 129), γιά τή μετάβαση ἀπό τό δικαίωμα ὅλων τῶν ἐπισκόπων νά τελοῦν τήν τελετή τοῦ ἁγίου μύρου στόν περιορισμό τοῦ δικαιώματος αὐτοῦ μόνο στούς πατριάρχες ἤ καί μόνο στόν Οἰκουμενικό πατριάρχη. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης τονίζει ὅτι «τελεῖται οὖν τό πανάγιον μύρον οὕτως· ὁ ἁγιώτατος πατριάρχης, τοῦ κλήρου συμπαρόντος αὐτῷ, ἐπεί πηγή οὗτος τῆς ἱερωσύνης ἐστί, καί οἱ σύν αὐτῷ ἐξ αὐτοῦ ἔλαβον καί λαμβάνουσιν, ἀπέρχεται πρός τόν ἀποτεταγμένον ἐψεῖσθαι τό μύρον τόπον…» (PG 155, 240).
 Βεβαίως, κάθε πατριάρχης ἦταν κύριος τῶν χειροτονιῶν καί τῶν ἀρχιερέων τῆς κανονικῆς του δικαιοδοσίας, γι’ αὐτό ἡ ἐκκλησιαστική συνείδηση εἶχε ἀναγνωρίσει τούς πέντε πατριάρχες ὄχι μόνο ὡς τίς «πέντε κεφαλές» τοῦ ὅλου ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀλλά καί ὡς τούς κατ’ ἐξοχήν ἐγγυητές τῆς αὐθεντικῆς συνέχειας στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς «πίστεως καί τάξεως». Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ἀλλά καί καθ’ ὑπερβολήν ὁ Θεόδωρος Στουδίτης ἀποκήρυσσε τήν εἰκονομαχική σύνοδο τῆς Ἱερείας (754) μέ τό ἐπιχείρημα ὅτι οὐδείς τῶν πέντε πατριαρχῶν συμμετεῖχε σέ αὐτή, γι’ αὐτό τόνιζε ὅτι «περί θείων καί οὐρανίων δογμάτων, ὅ ἄλλοις οὐκ ἐπιτέτραπται ἤ ἐκείνοις, οἷς φησιν αὐτός ὁ Θεός Λόγος: ὅσα ἄν δησετε ἐπί γῆς ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ… Τίνες δε οὗτοι οἱ ἐντεταλμένοι; Ἀπόστολοι καί οἱ τούτων διάδοχοι. Τίνες δ’ οὖν οἱ διάδοχοι; Ὁ τῆς Ρωμαίων νυνί πρωτόθρονος, ὁ τῆς Κωνσταντινουπόλεως δευτερεύων, Ἀλεξανδρείας τε καί Ἀντιοχείας καί ὁ Ἱεροσολύμων. Τοῦτο τό πεντακόρυφον κράτος τῆς Ἐκκλησίας. Παρά τούτοις τό τῶν θείων δογμάτων κριτήριον» (PG 99, 1447).
Ὡστόσο, οἱ πέντε πατριάρχες ἦσαν τό «πεντακόρυφον κράτος τῆς Ἐκκλησίας» μέ τό κανονικό κριτήριο τοῦ ἐλέγχου τοῦ δικαίου τῶν χειροτονιῶν καί κρίσεως τῶν ἐπισκόπων τῆς πατριαρχικῆς τους δικαιοδοσίας, συμφώνως πρός τόν κανόνα 21 τῆς παπόφιλης συνόδου τῆς Κπόλεως (869-870), ὁ ὁποῖος ὅριζε ὅτι οἱ πέντε πατριάρχες ἔχουν τό κανονικό δικαίωμα ἐκλογῆς καί χειροτονίας τῶν μητροπολιτῶν τῆς δικαιοδοσίας τους, ἐπειδή εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχήν ἐγγυητές τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς ὅλων τῶν ἐπισκόπων, γι’ αὐτό ὅλοι οἱ ἀνά τήν οἰκουμένη ἐπίσκοποι «ab ipses (πέντε πατριάρχες) per palii dationem Episcopaliis firmitatem accipiunt» (Mansi, XVI, 170-171). 
Ἡ ἄρρηκτη λοιπόν σχέση μεταξύ τῆς πατριαρχικῆς αὐθεντίας καί τοῦ δικαίου χειροτονίας καί κρίσεως ἐπισκόπων, ὅπως αὐτή καθιερώθηκε ἀπό τήν ἐκκλησιαστική συνείδηση ὡς κριτήριο γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας στήν κοινωνία τῆς πίστεως καί στόν σύνδεσμο τῆς ἀγάπης, ἐκφράσθηκε πάντοτε μέσα στά πλαίσια τῆς μυστηριακῆς ἐμπειρίας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Εἶναι ὅμως προφανές ὅτι, παράτή βαθύτερη θεολογική συνάφεια καί τελετουργική ἀλληλουχία τῶν ἱ. Μυστηρίων, ἀναγκαία προϋπόθεση εἶναι ἡ «ἀρχιερωσύνη», ἡ ὁποία δόθηκε ἀπό τόν θεῖο ἱδρυτή τῆς Ἐκκλησίας στούς ἀποστόλους καί στούς διαδόχους τους ἐπισκόπους, γι’ αὐτό, κατά τόν ἅγιο Συμεών Θεσσαλονίκης, «ἐκ τῶν θείων οὖν ἐκείνων χειρῶν καί τοῦ στόματος λαβόντες τήν εὐλογίαν καί ἔμπνευσιν, καί τήν χειροτονίαν καί χάριν, διά τῶν ἐξ ἐκείνου ἁγιασθέντων (ἀποστόλων), κατά διαδοχήν τήν χάριν οἱ ἱερωμένοι λαμβάνομεν, καί πηγή ἡμῖν τῆς χάριτος Χριστός, ὅς δή καί ἐνεργεῖ τά πάντα ἐν πᾶσι» (Περί τῆς ἱερᾶς τελετῆς τοῦ ἁγίου μύρου, 78. PG 155, 252). Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή ὁ ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης τόνισε μέ ἰδιαίτερη ἔμφαση τή μοναδική σημασία τῆς χειροτονίας γιά τήν ὅλη λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι δυνατή μόνο μέ τή συνέχεια τῆς «ἀποστολικῆς λειτουργίας τῆς ἐπισκοπῆς» καί βεβαιώνεται μέ τήν ἀδιάκοπη συνέχεια τῆς χειροτονίας τῶν ἐπισκόπων: «Οὐδείς ἱερουργεῖν ἱερεύς ἰσχύει ἐν Πνεύματι ἤ ἄλλο τι διενεργεῖν, ἤ μή χειροτονίαν ἔχῃ, αὕτη δέ τοῦ ἀρχιερέως ἐστίν, ἄρα ἡ ἀρχιερωσύνη δι’ αὐτοῦ ἐνεργεῖ. Αὖθις ὁ ἱερεύς οὐ τάς μυσταγωγίας ἐνεργεῖ χωρίς θυσιαστηρίου, τοῦτο δέ διά μύρου ἁγιάζεται, τό μύρον δέ διά τοῦ ἀρχιερέως μόνον τελεῖται. Ἄρα χωρίς ἀρχιερέως οὔτε θυσία (θ. εὐχαριστία), οὔτε ἱερεύς, οὔτε θυσιαστήριον ὅλως. Λοιπόν πάντα ταῦτα διά τοῦ ἀρχιερέως εἰσί. Πάλιν οὐδείς βαπτίζει, εἰ μή χειροτονίαν ἔχῃ, αὕτη δέ ἐξ ἀρχιερέως. Καί πάλιν οὐ δύναται βαπτίζειν δίχα τοῦ μύρου, τούτου δέ τῆς ἀρχιερωσύνης ἐστίν. Ἄρα πάντα τά θεῖα μυστήρια καί ἐν πᾶσιν ἱερωμένοις ἡ ἀρχιερωσύνη ἐνεργοῦσα ἐστι καί χωρίς ταύτης οὔτε θυσιαστήριον ἔσται, οὔτε χειροτονία, οὔτε μύρον ἅγιον, οὔτε βάπτισμα, οὔτε ἄρα χριστιανοί. Δι’ αὐτῆς οὖν ὁ ἀληθής χριστιανισμός, καί τά τοῦ Χριστοῦ δι’ αὐτῆς πάντα μυστήρια…» (Περί τῆς τελετῆς, 77. PG 155, 252).
 Βεβαίως, καίτοι εἶναι ἄρρηκτη ἡ σχέση τῆς «ἀρχιερωσύνης» μέ τό ἅγιο μύρο, ἀφοῦ «διά τοῦ ἀρχιερέως μόνον τελεῖται», ἐν τούτοις οἱ ἐπίσκοποι δέν χρίονται κατά τήν χειροτονία τους, ἀφοῦ, κατά τόν ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, ἡ χάρη τῆς ἐπισκοπικῆς χειροτονίας ὑπερκαλύπτει καί τή χάρη ἀπό τήν χρίση μέ τό ἅγιο μύρο. Ἔτσι, καίτοι οἱ «βασιλεῖς, ἐκ δευτέρου χριόμενοι, εἰς χριστούς Κυρίου τελοῦνται (τελειοῦνται), ἥν δή οὔτε βασιλεύς, οὔτε μοναχός ἐπιδέχεται. Ἰδίᾳ δέ αὕτη ἡ χάρις ἐστι καί τῆς παντουργοῦ καί ἀναπλάττουσης καί ἁγιάζουσης τά πάντα δυνάμεως. Ὅμως, εἰ ἐξετάσεις, καί τάς χειροτονίας ἐν τῷ μύρῳ τελειουμένας εὑρήσεις» (Περί τῆς τελετῆς., 74. PG 155, 248- 249). Ὑπό τήν ἔννοιαν αὐτή, «ἵνα ἡ διαδοχή ἀεί μένῃ τῆς χάριτος ἀπό τοῦ Χριστοῦ εἰς ἡμᾶς, οὔτε τό μύρον δίχα μύρου τελεῖται, οὔτε χειροτονία χωρίς τοῦ μύρου, διό καί ἡ ἱερωσύνη ἐν τῷ μύρῳ γίνεται… Καί τοῦτο γνώσῃ ἐντεῦθεν ἐν τῷ θυσιαστηρίῳ προτίθεται καί τελεῖται τό μύρον, χωρίς δέ θυσιαστηρίου οὐ δύναται τελεσθῆναι. Τό θυσιαστήριον δέ προκεχρισμένον ἐστί τῷ μύρῳ καί δι’ αὐτοῦ καθηγίασται, ἐν τῷ μύρῳ ἄρα τό μύρον ἐκτελεῖται. Καί πάλιν διά τοῦ ἀρχιερέως τό μύρον ἱερουργεῖται καί χωρίς ἀρχιερέως οὐ δυνατόν, οὗτος δέ κεχρισμένος τῷ μύρῳ ἐν τῷ βαπτίσματι καί χειροτονίαν ἔχων τῇ χάριτι τοῦ Πνεύματος. Ἐξ ἀλλήλων ἄρα τά χρίσματα δίδονται, ἐπειδή τοῦ αὐτοῦ καί μόνου ἐν τριάδι Θεοῦ τελοῦσι δωρήματα. Καί αἱ χειροτονίαι δέ ἐν τῷ μύρῳ γίνονται, ὡς ἔφημεν, αὗται γάρ ἐν τῷ θυσιαστηρίῳ τελοῦνται…καί χωρίς θυσιαστηρίου οὐδείς τῶν ὀρθοδόξων χειροτονῆσαι…(Περί τῆς τελετῆς, 75. PG155, 249). 
Ἡ ἄρρηκτη σχέση χειροτονίαςκαί ἁγίου μύρου συνδέεται κυρίως μέ τήν ἐπισκοπική ἐξουσία τοῦ ἀρχιερέως, ὁ ὁποῖος ἔχει τελειωθῇ μέ τίς ἑπτά τελετές, «κατά τόν ἀριθμόν τῶν θείων ἐνεργειῶν τοῦ Πνεύματος, αὗται δέ εἰσι βάπτισμα, μύρου χρίσις, ἀναγνώστου σφραγίς, χειροθεσία ὑποδιακόνου, χειροτονία διακόνου, πρεσβυτέρου καί ἐπισκόπου. Ἐν τούτοις οὖν τετελεσμένος, τήν μεταδοτικήν μόνος κέκτηται χάριν, διό μόνος καί τάς χειροτονίας καί τό μύρον ἐνεργεῖ. Δι’ αὐτῶν δέ τῶν δύο, φθάνει τε πανταχοῦ, καί τά πάντα αὐτός ἐνεργεῖ, τόν Θεόν ἐκμιμούμενος, καί τήν αὐτοῦ πλουτῶν χάριν…» (Περί τῆς τελετῆς, 76. PG 155, 249).
 Εἶναι λοιπόν προφανές ὅτι τό ἀποκλειστικό δικαίωμα τῶν πατριαρχῶν νά χειροτονοῦν ὅλους τούς κληρικούς καί νά εἶναι οἱ τελετουργοί τῆς ὅλης τελετουργίας παρασκευῆς, καθαγιασμοῦκαί μεταδόσεωςτοῦ ἁγίου μύρου προσδιόρισαν καί τήν ὅλη ἐξέλιξη τῆς μεταβάσεως ἀπό τό αὐτονόητο δικαίωμα ὅλων τῶν ἐπισκόπωννά καθαγιάζουν κατά τούς πρώτους αἰῶνες τό ἅγιο μύρο στό εὐνόητο δικαίωμα τῶν πέντε πατριαρχῶννά ἐπιβάλουν ὡς ἀποκλειστικό πατριαρχικό προνόμιο τήν τελετουργία τῆς τελετῆς τοῦ ἁγίου μύρου στά ὅρια τῆς δικαιοδοσίας τους. 
Αὐτό ἦταν αὐτονόητο, ἀφ’ ἑνός μέν γιατί οἱ πέντε πατριάρχες εἶχαν ἀναγνωρισθῆμέ ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν συνόδων ὡς οἱ «πέντε κεφαλές» τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος καί ὡςκύριοι τῶν χειροτονιῶνστήν κανονική δικαιοδοσίατους, γι’ αὐτό λειτουργοῦσαν ὡς οἱ κατ’ ἐξοχήν ἐγγυητές τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς«πίστεως καί τάξεως» στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιατί ἡ μετά τό σχίσμα τοῦ ΙΑ΄ αἰώνα προβολή ἀπό τούς ἐγκρίτους κανονολόγους τῆς Ἀνατολῆς τῆς τυπολογικῆς ἀναλογίας τοῦ ρόλου τῶν πέντε πατριαρχῶν στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας πρός τόν ρόλο τῶν πέντε αἰσθήσεων στό ἀνθρώπινο σῶμα καθιστοῦσε αἰσθητότερη τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας στή μία καί μόνη κεφαλή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, τόν Ἰησοῦ Χριστό, γι’ αὐτό ἡ τυπολογία αὐτή διευκόλυνε τήν ἔνταξη στά ἀποκλειστικά πατριαρχικά προνόμια καί τῆς τελετῆς καθαγιασμοῦ τοῦ ἁγίου μύρου, ἡ κατ’ ἐξοχήν χρίση τοῦ ὁποίου στό μυστήριο τοῦ χρίσματος συνδεόταν μέ τή χρήση τῶν αἰσθητηρίων ὀργάνων(μετώπου, ὀφθαλμῶν, ὤτων, ρινός, στόματος) τῶν πέντε αἰσθήσεων. 
Συνεπῶς, ἡ ἀλληλέγγυα λειτουργία τῶν πέντε πατριαρχῶν, κατά τόν τύπο τῆς ἀλληλέγγυας λειτουργίας τῶν πέντε αἰσθήσεων, διευκόλυνε καί τήν ἀναγνώριση στόν πρῶτο ἀπό τούς πέντε πατριάρχες, γιά λόγους τιμῆς ἤ ἀνάγκης, τοῦ ἐξαιρετικοῦ δικαιώματος νά καθαγιάζη καί νά ἀποστέλλη τό ἅγιον μύρον ὄχι μόνο στίς «αὐτοκέφαλες» Ἐκκλησίες, ἀλλά καί στούς ἄλλους πατριαρχικούς θρόνους, ὅπως διευκόλυνε καί τήν ἀναγνώριση καί τῶν ἄλλων ἀποκλειστικῶν προνομίων τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου, ὡς λ.χ. νά ἱδρύη πατριαρχικές σταυροπηγιακές μονές καί ἔξω ἀπό τά ὅρια τῆς κανονικῆς του δικαιοδοσίας, νά δέχεται τό ἔκκλητονκαί ἀπό τούς ἄλλους πατριαρχικούς θρόνους, νά χειροτονῆ ἤ καί νά κρίνηἄλλους πατριάρχες, νά μεριμνᾶγιά τήν ἔγκαιρη ἤ ὀρθή ἀντιμετώπιση κρισίμων ζητημάτων πίστεως ἤ κανονικῆς τάξεως κ.λπ., γι’ αὐτό ἡ ἀνάδειξη τῶν ἐκκλησιολογικῶνκαί τῶν κανονικῶν κριτηρίων τοῦ θέματος συνοψίζονται στά ἀκόλουθα συμπεράσματα:
 Πρῶτον, ἡ παρασκευή, ἡ σύνθεσηκαί ἡ χρήση τοῦ μύρου ἦταν καθιερωμένες στήν ἰουδαϊκή παράδοση γιά τή χρίση ὄχι μόνο βασιλέων,προ φητῶν καί ἱερέων («χριστοί Κυρίου»), ἀλλά καί κατάτόν καθαγιασμό τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου τῶν ἱερῶν σκευῶν της κ.ἄ., γι’ αὐτό χαρακτηριζόταν «ἅγιον» καί κατασκευαζόταν ἀπό εἰδικό πρόσωπο («μυρεψόν») μέ συγκεκριμένα ὑλικά (ἔλαιον ἀνθῶν, σμύρνης ἐκλεκτῆς, ἴρεως, κιναμώμου εὐώδους, καλάμου εὐώδους καί ἄλλων εὐόσμων οὐσιῶν), τά ὁποῖα πολλαπλασιάσθηκαν σέ εἴδη καί οὐσίες κατά τήν παρασκευή τοῦ ἁγίου μύρου στήν χριστιανική παράδοση.
 Δεύτερον, τό ἅγιον μύρον συνδέθηκε ἄρρηκτα ὄχι μόνο μέ τό μυστήριο τοῦ χρίσματος γιά τήν μετάδοση στόν βαπτισθέντα τοῦ πλούτου τῶν χαρισμάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος γιά τήν πνευματική του τελείωση, τά ὁποῖα συμβολίζονται μέ τόν πλοῦτο τῶν εὐωδῶν οὐσιῶν τοῦ ἁγίου μύρου, ἀλλά καί μέ τή χρίση τόσο ἱερῶν προσώπων (βασιλέων, μοναχῶν κ.ἄ.), ὅσο καί ἱερῶν πραγμάτων (ναῶν, ἁγίας Τραπέζης, ἱερῶν σκευῶν, εἰκόνων κ.ἄ.), ὡς ἀφιερωμένων στή μαρτυρία ἤ στή λατρεία τοῦ Θεοῦ.
 Τρίτον, ἡ παρασκευή καί ὁ καθαγιασμός τοῦ ἁγίου μύρου καθιερώθηκανμετά τή διάσπαση τῆς ἐπισκοποκεντρικῆς τοπικῆς ἐκκλησίαςσέ περισσότερες ἀπό μία ἐνορίες (μέσα τοῦ Β΄ αἰώνα) γιά νά καταστήση αἰσθητότερη ἤ καί νά ὑποκαταστήση τήν ἐπίθεση τῶν χειρῶντοῦ ἐπισκόπου τή μετάδοση τῶν χαρισμάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος μέ τό μυστήριο τοῦ χρίσματος, γι’ αὐτό ὁ καθαγιασμός του ἀνῆκε στήν ἀποκλειστική ἁρμοδιότητα τοῦ ἐπισκόπου τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας καί γινόταν μέ τήν ἀνάγνωση εἰδικῆς «Εὐχῆς εἰς τό χρῖσμα, ἐν ᾧ χρίονται οἱ βαπτισθέντες» γιά τήν εὐλογία τοῦ μύρου, ὅπως παραδόθηκε στό Εὐχολόγιο τοῦ Σεραπίωνος Θμούεως καί στίς Ἀποστολικές Διαταγές. 
Τέταρτον, ἡ ἐξέλιξη τῆς διοικητικῆς ὀργανώσεως τῆς Ἐκκλησίας κατά τούς Δ΄ καί Ε΄ αἰῶνες (μητροπολιτικό, ἐξαρχικό καί πατριαρχικό σύστημα) καί ἡ παράλληλη διάδοση τοῦ μοναχισμοῦ προσέδωσαν νέα κίνητρα ὄχι μόνο γιά τόν ἐμπλουτισμό τῶν εὐωδῶν οὐσιῶν τῆς συνθέσεως, ἀλλά καί γιά τήν πληρέστερη προβολή τοῦ θεολογικοῦ βάθους τῆς ὅλης τελετουργίας τῆς χρίσεως τῶν βαπτιζομένων μέ τό ἅγιο μύρο, γι’ αὐτό ὁ ἀντιχαλκηδόνιος πατριάρχης Ἀντιοχείας Πέτρος ὁ Κναφεύς (471, 475-477, 485-488), κατά τή γνώμη μας δέ καί ὁ συντάκτης τῶν ἀρεοπαγιτικῶν ἔργων, εἰσήγαγε πρῶτος στό πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας τήν εἰδικήτελετήγιά τόν καθαγιασμό τοῦ ἁγίου μύρου καί ἀνέπτυξε, προφανῶς ὁ ἴδιος, μέ ὑπέροχο τρόπο τό πνευματικό της περιεχόμενο. 
Πέμπτον, ἡ εἰδική ἀκολουθία καί ἡ θεολογική ἑρμηνείατης ἐπηρέασαν τήν τελετουργία παρασκευῆς, καθαγιασμοῦ καί διανομῆς τοῦ ἁγίου μύρου σέ ὅλους τούς πατριαρχικούς θρόνους τῆς Ἀνατολῆς καί τῆς Δύσεως, ἡ ὁποία ἐντάχθηκε σταδιακά στά ἀποκλειστικά προνόμια τῶν πέντε πατριαρχῶν (Ρώμης, Κπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων), ἀφοῦ ἡ ἐκκλησιαστική χρήσητοῦ ἁγίου μύρου εἶχε πάντοτε ἐκκλησιολογικό περιεχόμενο, ὄχι μόνο γιά τήν ἔνταξη τῶν βαπτιζομένων στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί γιά τήν ἀποδοχή τῶν αἱρετικῶν καί τῶν σχισματικῶν στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας (κανόνες 7 τῆς Β΄ καί 95 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῶν συνόδων, τῶν Τοπικῶν συνόδων 7 καί 48 τῆς Λαοδικείας, 6, 57, 68 κ.ἄ. τῆς Καρθαγένης, ὅπως ἐπίσης καί τῶν ἐγκρίτων Πατέρων 1 καί 47 τοῦ Μ. Βασιλείου κ.ἄ.). 
Ἕκτον, τό προνόμιο τῆς ἀποκλειστικῆς κανονικῆς ἁρμοδιότητας τῶν πέντε πατριαρχῶν, ὡς τῶν «πέντε κεφαλῶν»τοῦ ὅλου ἐκκλησιαστικοῦ σώματος καί ἀλληλέγγυων ἐγγυητῶν τῆς ὀρθοδοξίας τῆς πίστεως καί τῆς κανονικῆς τάξεως στήν καθ’ ὅλου Ἐκκλησία, γιά τήν παρασκευή καί τόν καθαγιασμό τοῦ ἁγίου μύρου ἐνισχύθηκε μετά τό σχίσμα τοῦ ΙΑ΄ αἰώνα μέ τήν προβολή τῆς τυπολογικῆς ἀναλογίας τοῦ ρόλου τῶν πέντε πατριαρχῶν στή λειτουργία τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας πρός τόν ρόλο τῶν πέντε αἰσθήσεων στή λειτουργία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, ἀφ’ ἑνός μέν γιατί στό μυστήριο τοῦ χρίσματος χρίονται μέ τό ἅγιο μύρο τά αἰσθητήρια ὄργανα τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος (ὀφθαλμοί, ὦτα, ρίς, στόμα, μέτωπο) τῶν πέντε αἰσθήσεων (κανόνες 7 τῆς Β΄ καί 95 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς συνόδου), ἀφ’ ἑτέρου δέ γιατί οἱ πέντε πατριάρχες λειτουργοῦν ὡς τά αἰσθητήρια ὄργανα τῆς μιᾶς κεφαλῆς τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, «διά τήν τοῦ ἁγίου χρίσματος δύναμιν» τῆς «πατριαρχικῆς μεγαλειότητος», κατά τόν ἔγκριτο κανονολόγο Θεόδωρο Βαλσαμῶνα («Μελέτη, ἤγουν Ἀπόκρισις χάριν τῶν πατριαρχικῶν προνομίων»). 
Ἕβδομον, τό κοινό αὐτό προνόμιο τῶν πέντε πατριαρχῶν ἀσκήθηκε κυρίως μετά τό σχίσμα τοῦ ΙΑ΄ αἰώνα ἀπό τόν Οἰκουμενικό θρόνο γιά τήν κάλυψη τῶν ἀναγκῶν καί τῶν ἄλλων ἐμπεριστάτων πατριαρχικῶν θρόνων τῆς Ἀνατολῆς, ἀφ’ ἑνός μέν γιατί οἱ μή δυνάμενοι νά ἐγκατασταθοῦν στούς θρόνους πατριάρχες Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων, λόγω τῆς ἐχθρικῆς πολιτικῆς τῶν Σταυροφόρων, δέν μποροῦσαν νά τελέσουν στήν ἕδρα τους τήν τελετή παρασκευῆς καί καθαγιασμοῦ τοῦ ἁγίου μύρου, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιατί ἡ λήψη τοῦ ἁγίου μύρου ἀπό τόν Οἰκουμενικό θρόνο ὄχι μόνο δέν ἔθιγε, ἀλλ’ ἀντιθέτως ἐνίσχυε τά πατριαρχικά τους δίκαια στά πλαίσια τῆς ἀλληλέγγυας συνεργίας τῆς τετρακτύος τῶν ὀρθοδόξων πατριαρχῶν, ἰδιαίτερα κατά τή μεταβυζαντινή περίοδο. 
Ὄγδοον, τό προνόμιο τῆς παρασκευῆς καί τοῦ καθαγιασμοῦ τοῦ ἁγίου μύρου ἀνῆκε «ἰδίῳ δικαίῳ» μόνο στούς πέντε πατριάρχες, γι’ αὐτό δέν εἶχαντό δικαίωμα νά τό ἀσκήσουν στά ὅρια τῆς δικῆς τους δικαιοδοσίας ἀκόμη καί οἱ τιμώμενοι μέ τόν τίτλο τοῦ πατριάρχου αὐτοκέφαλοι ἀρχιεπίσκοποι, ὅπως συνάγεται τόσο ἀπό τήν «Παραίνεσιν» τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχη Καλλίστου Α΄ πρός τούς κληρικούς καί τούς μοναχούς τῆς αὐτοκέφαλης ἀρχιεπισκοπῆς Τυρνόβου (1355), ὅσο καί ἀπό τήν πραγματεία τοῦ ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Συμεών («Περί τῆς ἱερᾶς τελετῆς τοῦ ἁγίου μύρου»), ἀφ’ ἑνός μέν γιατί ἡ θεολογική σχέση χειροτονίας καί ἁγίου μύρου εἶναι ἄρρηκτη, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιατί οἱ πέντε πατριάρχες ἦσαν οἱ κύριοι τῶν χειροτονιῶν ὅλων τῶν ἐπισκόπων τῶν πέντε πατριαρχικῶν θρόνων τῆς ἀνά τήν Οἰκουμένη Ἐκκλησίας. 
Ἔνατον, ἡ χρίση μέ τό ἅγιο μύρο εἶναι πράξη ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, ἀφοῦ ἀποτελεῖ τό αἰσθητό στοιχεῖο τῆς ἐνεργείας τοῦ ἁγίου Πνεύματος γιά τή συγκρότηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος τόσο μέ τήν τελείωση τοῦ βαπτίσματος τῶν βαπτισθέντων γιά νά γίνουν ὀργανικά μέλη του, ὅσο καί μέ τήν ἀναπλήρωση τῶν ἐλλειπόντων στό ἀτελές βάπτισμα τῶν ἑτεροδόξωνγιά νά καταστῆ δυνατή ἡ ἀποδοχή τους στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτό ὁ Οἰκουμενικός θρόνος, ὡς ἔχων τό «πρωτεῖον τιμῆς» στήν τετρακτύντῶν ὀρθοδόξων πατριαρχῶν, ἄσκησε πάντοτε μέ τήν συναίνεσή τους τήν ὀφειλετική ἄλλωστε διακονία τῆς παρασκευῆς, τοῦ καθαγιασμοῦ καί τῆς ἀποστολῆς τοῦ ἁγίου μύρου σέ ὅλες τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, χωρίς νά θίγονται μέ τήν πράξη αὐτή καθ’ οἱονδήποτε τρόπο τά καθιερωμένα ἐκκλησιαστικά τους δικαιώματα.


* Ὁ κ. Βλ. Φειδᾶς εἶναι Ὁμότιμος Καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν