Σάββατο 21 Μαρτίου 2020

ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΝ ΣΧΙΣΜΑΤΙ ΧΕΙΡΟΤΟΝΗΘΕΝΤΩΝ ΣΤΗΝ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΙΕΡΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΚΑΝΟΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ


Νικόλαος Γκουργκενίτζε
Πτυχιούχος Θεολογίας
   Στις 6 Ιανουαρίου του 2019 το Οικουμενικό Πατριαρχείο το οποίο έχει ειδικά προνόμια στην Ορθόδοξη Εκκλησία έλαβε την απόφαση να ιδρύσει μια άλλη Τοπική Εκκλησία: την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας. Αυτή η απόφαση όμως λόγω άγνοιας δημιούργησε πολλά ερωτήματα τόσο στον λαό όσο και στον κλήρο. Ένα από τα βασικά κανονικά ερωτήματα τα οποία απασχόλησαν τον ορθόδοξο κόσμο, ήταν κατά πόσον είναι δυνατή η αποκατάσταση και η αποδοχή των εν σχίσματι[1] χειροτονηθέντων στην κανονική τάξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τα ιερατικά τους αξιώματα χωρίς την αναχειροτονία, διότι οι περισσότεροι Αρχιερείς της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ουκρανίας χειροτονήθηκαν σε «σχίσμα». Ίσως για πολλούς αυτή η κανονικά θεμελιωμένη πράξη του Οικουμενικού Θρόνου έγινε ακατανόητη και την απέρριψαν λόγω άγνοιας του κανονικού δικαίου. Για παράδειγμα, η απόφαση της Εκκλησίας της Κύπρου (18.02.2019) υπογράμμισε αυτό το ζήτημα, επίσης ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας έθεσε το θέμα εάν οι χειροτονίες των Ουκρανών ήταν έγκυρες και θα μπορούσε η Εκκλησία να τους οικονομήσει. Μερικοί ζητούσαν αναχειροτονία, μερικοί καταδίκαζαν εντελώς την απόφαση της Εκκλησίας της Νέας Ρώμης κλπ.
   Αν μελετήσουμε την εκκλησιαστική ιστορία, αυτό το γεγονός δεν αποτελεί απολύτως κάποια νέα περίπτωση, ​​που να έρχεται σε αντίθεση με την παράδοση της Εκκλησίας ή ακόμα και να παραβιάζει τους ιερούς κανόνες. Πριν δώσουμε άμεσα παραδείγματα τέτοιων περιπτώσεων, είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε πρώτα την έννοια του σχίσματος, της παρασυναγωγής και της αίρεσης. Συχνά με την συγχώνευση των τριών κανονικών όρων, όπως είναι το σχίσμα (αποστασία – απομάκρυνση από την κανονική εκκλησία), η παρασυναγωγή και η αίρεση[2], δημιουργείται μια προβληματική κατάσταση ​​η οποία οδηγεί σε σύγκρουση και διαίρεση μέσα στην εκκλησία, γι’ αυτό χρειάζεται πολύ μεγάλη προσοχή στην ερμηνεία τόσο των ιερών κανόνων, όσο και των κανονικών όρων.
ΑΙΡΕΣΗ:
   Η αίρεση αποτελεί απόρριψη ή αλλαγή της αληθινής δογματικής θεολογίας, η οποία ξεπερνά τα όρια της βιβλικής διδασκαλίας, της εκκλησιαστικής ιεράς παράδοσης, της διδασκαλίας των Οικουμενικών Συνόδων (Τριαδολογία, Χριστολογία και Εκκλησιολογία) και τους ιερούς κανόνες (και τις κανονικές διατάξεις). Σε αυτήν την περίπτωση η αίρεση γεννιέται μέσα στα όρια της χριστιανικής εκκλησίας, αλλά όμως δεν ξεπερνάει τον χριστιανισμό, διότι αλλιώς γεννιέται διαφορετική θρησκεία, ενώ εάν κάποιος εγκαταλείπει την χριστιανική εκκλησία σύμφωνα με το κανονικό δίκαιο αυτό ονομάζεται «αποστασία[3]». Σε αυτήν την περίπτωση η Εκκλησία μπορεί να επιβάλει τον μεγάλο αφορισμό.
ΣΧΙΣΜΑ:
   Το σχίσμα σημαίνει νομικά και διοικητικά αποκοπή – απομάκρυνση από το σώμα της κανονικής εκκλησίας και την δημιουργία μιας άλλης εκκλησιαστικής δομής άνευ άδειας της κανονικής αρχής. Με άλλα λόγια, αυτή η πράξη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως οργανωμένη ανυπακοή στην κανονική εκκλησία. Για να ονομαστεί μια αποκοπή σχίσμα πρέπει σ’ αυτήν να συμμετέχουν και κληρικοί (επίσκοποι, ιερείς, διάκονοι). Υπάρχουν δύο είδη σχίσματος: α) αποκοπή λόγω θεολογικών διαφορών, κάτι το οποίο αργότερα μπορεί να μετατραπεί σε αίρεση, και β) αποκοπή λόγω διαφορών διοικητικών και πολιτικών θέσεων και απόψεων. Σε αυτήν την περίπτωση δεν αλλοιώνεται η αληθινή πιστή και αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει ένας σχισματικός να θεωρηθεί ως αιρετικός. Όπως γνωρίζουμε από την εκκλησιαστική ιστορία το σχίσμα συνήθως προκαλείται όταν τα δύο μέρη δεν μπορούν να συμφωνήσουν στα διοικητικά ή πολιτικά (μπορεί και θεολογικά) ζητήματα. Και στις δυο περιπτώσεις η πίστη μένει η ίδια. Ο εμπνευστής και οι συμμετέχοντες κληρικοί του σχίσματος τιμωρούνται με ποινή καθαιρέσεως, ενώ οι μοναχοί και λαϊκοί με μεγάλο αφορισμό – ποινή ακοινωνησίας[4].
ΠΑΡΑΣΥΝΑΓΩΓΗ:
   Η παρασυναγωγή μοιάζει πολύ με το σχίσμα αλλά έχει και μεγάλη διαφορά. Αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως αρχή του σχίσματος, αλλά οι συμμετέχοντες στην παρασυναγωγή ακόμη αποτελούν μέρος της κανονικής εκκλησίας. Η παρασυναγωγή σημαίνει όταν μια ομάδα κληρικών (επίσκοποι, ιερείς, διάκονοι) δεν αποδέχονται την απόφαση της ιεράς συνόδου της εκκλησίας, συγκαλούν μια άλλη σύνοδο, αποκηρύττουν και βγάζουν καινούργια απόφαση[5].
   Για τους τρείς αυτούς κανονικούς όρους, ο Μέγας Βασίλειος στον Α’ κανόνα του αναφέρει τα εξής: «Ὅθεν, τὰς μὲν αἱρέσεις ὠνόμασαν, τὰ δὲ σχίσματα, τὰς δὲ παρασυναγωγάς. Αἱρέσεις μέν, τοὺς παντελῶς ἀπεῤῥηγμένους καὶ κατ᾿ αὐτὴν τὴν πίστιν ἀπηλλοτριωμένους, σχίσματα δέ, τοὺς δι᾿ αἰτίας τινὰς ἐκκλησιαστικὰς καὶ ζητήματα ἰάσιμα πρὸς ἀλλήλους διενεχθέντας, παρασυναγωγὰς δέ, τὰς συνάξεις τὰς παρὰ τῶν ἀνυποτάκτων πρεσβυτέρων ἢ ἐπισκόπων καὶ παρὰ τῶν ἀπαιδεύτων λαῶν γινομένας. Οἷον, εἴ τις ἐν πταίσματι ἐξετασθείς ἐπεσχέθη τῆς λειτουργίας καὶ μὴ ὑπέκυψε τοῖς κανόσιν, ἀλλ᾿ ἑαυτῷ ἐξεδίκησε τὴν προεδρίαν καὶ τὴν λειτουργίαν καὶ συναπῆλθον τούτῳ τινές, καταλιπόντες τὴν καθολικὴν ἐκκλησίαν, παρασυναγωγὴ τὸ τοιοῦτον· σχίσμα δέ, τὸ περὶ τῆς μετανοίας διαφόρως ἔχειν πρὸς τοὺς ἀπὸ τῆς Ἐκκλησίας· αἱρέσεις δέ, οἷον ἡ τῶν Μανιχαίων καὶ Οὐαλεντίνων καὶ Μαρκιωνιστῶν καὶ αὐτῶν τούτων τῶν Πεπουζηνῶν, εὐθὺς γὰρ περὶ τῆς αὐτῆς τῆς εἰς Θεὸν πίστεως ἐστιν ἡ διαφορά»[6].
   Κατά την μελέτη της εκκλησιαστικής ιστορίας βλέπουμε πως στην ζωή της εκκλησίας, από την στιγμή της δημιουργίας της έως και σήμερα υπήρχαν πάντα εσωτερικές συγκρούσεις, οι οποίες. πολλές φορές, οδηγούσαν σε σχίσματα και παρασυναγωγές. Όπως ήδη επισημάναμε αυτά προκαλούνταν είτε για εκκλησιαστικούς είτε για πολιτικούς λόγους, κυρίως το δεύτερο. 
    Το πρώτο σχίσμα στην εκκλησία που συναντάμε θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν το λεγόμενο «σχίσμα του Ιππολύτου», το οποίο προέκυψε στην Δύση κατά το Γ’ αιώνα, στην Εκκλησία της Πρεσβυτέρας Ρώμης. Ο Ιππόλυτος ήταν ανατολικός πρεσβύτερος και συγγραφέας αυτής της Εκκλησίας[7]. Σε αυτήν την περίοδο ένα προβληματικό θέμα το οποίο προκάλεσε το σχίσμα στην δυτική Εκκλησία ήταν, αν ήταν δυνατή η συγχώρεση των αμαρτιών και η αποδοχή των απομακρυνθέντων από την Εκκλησία κατά την επιστροφή τους. Τότε Επίσκοπος της Ρώμης ήταν ο Βίκτωρ Ζεφυρίνος (199-217), μετά ο Πάπας Κάλλιστος, με τον οποίο ήρθε σε μεγάλη σύγκρουση, διότι ο Ζεφυρίνος και ο Κάλλιστος υποστήριζαν τον εύκολο τρόπο αποδοχής των επιστρεψάντων, ενώ ο Ιππόλυτος πρότεινε τιμωρίες και ποινές. Γι’ αυτό τους χλεύαζε  και αντί για εκκλησία την αποκαλούσε «σχολείο». Επίσης τους κατηγορούσε για μοναρχιακές ιδέες. Οι υποστηρικτές του Ιππολύτου αντικανονικά κατάφεραν και τον εξέλεξαν επίσκοπο Ρώμης το 220 και η εκλογή του ήταν αφορμή του σχίσματος το οποίο κράτησε μέχρι το 235-236, όταν ο Ιππόλυτος και ο κανονικός Επίσκοπος Ρώμης Ποντιανός εξορίστηκαν λόγω διωγμών στην Ρώμη[8]. Παρ’ ότι ο Ιππόλυτος από τους Λατίνους θεωρήθηκε σχισματικός και εμπνευστής του σχίσματος, αγιοκατετάχθη.
   Τα σχίσματα στην Εκκλησία της Ρώμης συνέχιζαν πάλι με το ίδιο θέμα, το πως θα αποδεχόταν η Εκκλησία τους πεπτωκότες (λατ. Lapsi)[9]. Έτσι στην ημερήσια διάταξη της Εκκλησίας ήταν αυτό το προβληματικό θέμα, θα έλεγε κανείς, το οποίο προκάλεσε πολλές συγκρούσεις και σχίσματα. Κατά το έτος 251 στην εκκλησία γεννιέται νέο σχίσμα των Νοβατιανών, του οποίου ο εμπνευστής ήταν ο πρεσβύτερος Νοβατιανός[10]. Αυτός ακολουθούσε την αυστηρή γραμμή και την ακρίβεια. Μετά τον θάνατο του Πάπα Φλαβιανού κατά το έτος 250 η διοικητική εξουσία ήρθε στα χέρια των πρεσβυτέρων, επικεφαλής των οποίων ήταν ο Νοβατιανός. Στις εκλογές ο Νοβατιανός ήταν ένας από τους υποψήφιους, αλλά τον νίκησε ο Κορνήλιος. Μετά την λήξη των διωγμών των χριστιανών πολλοί απ’ αυτούς που είχαν αρνηθεί τον χριστιανισμό προσήλθαν πάλι στην Εκκλησία. Το θέμα της αποδοχής τους προκάλεσε μεγάλη συζήτηση μέσα στην εκκλησία, με ποιο τρόπο θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτοί. Η Εκκλησία της Ρώμης τότε αποφάσισε ότι μόνο με μετάνοια θα μπορούσαν να γίνουν δεκτοί. Ο Επίσκοπος Ρώμης Κορνήλιος όρισε ότι αυτοί που δεν προσκύνησαν τα είδωλα και δεν προσέφεραν τις θυσίες με γραπτή άρνηση θα μπορούσαν να γίνουν δεκτοί στην Εκκλησία. Το 251 ο Νοβατιανός καταδικάζει αυτήν την πρακτική και αποσχίζεται από το σώμα της κανονικής εκκλησίας μαζί με τους τρείς ομόφρονες επισκόπους του και ο ίδιος χειροτονείται επίσκοπος και αρχίζουν να οργανώνουν σχισματική εκκλησία. Η ιστορία τους Νοβατιανούς τους ονομάζει «καθαρούς». Οι λεγόμενοι καθαροί δεν αποδεχόταν το βάπτισμα της κανονικής εκκλησίας που τελούσε ο Επίσκοπος Ρώμης Κορνήλιος και αναβάπτιζαν τους χριστιανούς. Το ίδιο έτος ο Θρόνος της Ρώμης καθαίρεσε τον Νοβατιανό και τους συν αυτώ. Οι ιδέες βρήκαν μεγάλη απήχηση στην Αντιόχεια, τη Συρία, τη Μικρά Ασία, τη Μεσοποταμία, τη Αρμενία, τη Αραβία και την Αίγυπτο. Γι’ αυτό και οι υποστηρικτές του Νοβατιανισμού στην Αντιόχεια συγκάλεσαν σύνοδο και ως επίσκοπο Ρώμης αναγνώρισαν τον σχισματικό Νοβατιανό. Τότε στην σύνοδο προσκάλεσαν και τον Αλεξανδρείας Διονύσιο, ο οποίος αρνήθηκε να υπογράψει την απόφαση της συνόδου και γραπτώς υποστήριξε τον Κορνήλιο ως κανονικό επίσκοπο της Πρεσβυτέρας Ρώμης[11]. Οι Νοβατιανοί συνέχιζαν την πορεία τους και χειροτονούσαν καινούριους επισκόπους, ιερείς και διακόνους και σιγά σιγά αυξανόταν ο αριθμός τους. Το θέμα των «καθαρών» απασχόλησε όλη την Εκκλησία, διότι υπήρχαν περιπτώσεις που μερικοί απ’ αυτούς μετανοούσαν και επέστρεφαν στην κανονική εκκλησία, γι’ αυτό η αντιμετώπιση του ζητήματος παραπέμφθηκε στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο. Η Πρώτη και Αγία Σύνοδος της Νίκαιας αποφάσισε την ένταξη όλων των σχισματικών με τα ιερατικά αξιώματα που κατείχαν: «Περὶ τῶν ὀνομαζόντων μὲν ἑαυτοὺς Καθαρούς ποτε, προσερχομένων δὲ τῇ καθολικῇ καὶ ἀποστολικὴ ἐκκλησία, ἔδοξε τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ συνόδῳ, ὥστε χειροθετουμένους αὐτούς, μένειν οὕτως ἐν τῷ κλήρῳ. Πρὸ πάντων δὲ τοῦτο ὁμολογῆσαι αὐτοὺς ἐγγράφως προσήκει, ὅτι συνθήσονται καὶ ἀκολουθήσουσι τοῖς τῆς καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς ἐκκλησίας δόγμασι» [12]. Στην ερμηνεία του παρόντος κανόνα ο Ζωναράς τονίζει: «Καὶ εἰ κεχειροτονημένοι εἰσὶν εἰς ἐπισκόπους, ἣ πρεσβυτέρος, ἣ διακόνους, οἱ ἑξ αὐτῶν προσιόντες τῇ ἑκκλησίᾳ, μένειν αὐτοὺς ἐν τῷ κλήρῳ κατά τοὺς οἰκείους βαθμούς…[13]». Οι Νοβατιανοί δεν ήταν μόνο καθηρημένοι, αλλά επίσης αναθεματισμένοι: «διό κἄν μὴ περί τὴν πίστιν ἐσφάλλετο, ἀλλά γε διὰ τὸ ἀσυμπαθές αὐτοῦ καὶ μισάδελφον, συνόδου γενομένης ἐν Ρώμῃ ἐπὶ Κορνηλίου τοῦ Ρωμαίων Πάπα, Δεκίου βασιλεύοντος, ἀπεβλήθη και ἀναθεμαστίσθη, ὡς ὁ τοῦ Παμφίλου Εὐσέβιος ἱστορεῖ[14]», παρ’ όλα αυτά οικονόμησε «καὶ τὴν χειροτονίαν αὐτῶν ἡ σύνοδος ἐδέξατο, καἰ μένεις αὐτοὺς ἐν τοῖς οἰκείους βαθμοῖς διωρίσατο, εἰ μὴ ἐπίσκοπος εἴη ἐν τῇ καθολική τῆς πόλεως ἐκείνης ἐκκλησίᾳ[15]».
   Ο Μέγας Βασίλειος μιλώντας για σχίσμα λέει ότι «σχίσματα δέ, τοὺς δι᾿ αἰτίας τινὰς ἐκκλησιαστικὰς καὶ ζητήματα ἰάσιμα πρὸς ἀλλήλους διενεχθέντας… τὸ δὲ τῶν ἀποσχισάντων, ὡς ἔτι ἐκ τῆς Ἐκκλησίας ὄντων, παραδέξασθαι, τοὺς δὲ ἐν ταῖς παρασυναγωγαῖς, μετανοίᾳ ἀξιολόγῳ καὶ ἐπιστροφῇ βελτιωθέντας, συνάπτεσθαι πάλιν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὥστε πολλάκις καὶ τοὺς ἐν βαθμῷ συναπελθόντας τοῖς ἀνυποτάκτοις, ἐπειδὰν μεταμεληθῶσιν, εἰς τὴν αὐτὴν παραδέχεσθαι τάξιν», ενώ μιλώντας για Νοβατιανούς σχισματικούς (καθαρούς): «Οἱ δὲ Καθαροὶ καὶ αὐτοὶ τῶν ἀπεσχισμένων εἰσί, πλὴν ἀλλ᾿ ἔδοξε τοῖς ἀρχαίοις... Διότι ἡ μὲν ἀρχὴ τοῦ χωρισμοῦ διὰ σχίσματος γέγονεν, οἱ δὲ τῆς Ἐκκλησίας ἀποστάντες οὐκ ἔτι ἔσχον τὴν χάριν τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ἑαυτούς, ἐπέλιπε γὰρ ἡ μετάδοσις τῷ διακοπῆναι τὴν ἀκολουθίαν… [16]». Στην ερμηνεία του Α’ κανόνα του Αγίου Βασιλείου ο μέγας κανονολόγος Θεόδωρος Βαλσαμών γράφει: «τοὺς δὲ Ναυατιανοὺς…, καθὼς καὶ ὁ τελευταῖος κανῶν τῆς δευτέρας συνόδου διωρίσατο, ἀπεφήνατο μὴ ἀναβαπτίζεσθαι, ὰλλὰ χρίεσθαι τῷ ἀγίῳ μύρῳ καὶ οὓτω μεταλαμβάνειν τῶν ἁγιασμάτων, καὶ ἐπισκόπους ὄντας δέχεσθαι εἰς τοὺς θρόνους αὐτῶν[17]». Η Α’ Σύνοδος επίσης με το ίδιο τρόπο αντιμετώπισε το ζήτημα της αποδοχής των σχισματικών Μελιτιανών.
   Πριν την Α’ Σύνοδο, το 324 στην σύνοδο της Αλεξάνδρειας όπου συμμετείχε και ο εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Ρώμης Όσιος Κορδούης, αντιμετωπίστηκε το θέμα τους σχίσματος των Μελιτιανών, το οποίο προέκυψε στην Εκκλησία της Αιγύπτου. Ο Μελίτιος ήταν επίσκοπος Λυκοπόλεως και το θέμα αφορούσε πάλι την αποδοχή των πεπτοκώτων στην εκκλησία, γι΄ αυτό και ήρθε σε μεγάλη σύγκρουση με τον Αρχιεπίσκοπο Αλεξάνδρειας Πέτρο. Ο Μελίτιος υποστήριζε τον παλαιό αυστηρό τρόπο και τασσόταν υπέρ της αυστηρής μετάνοιας, ενώ ο Αρχιεπίσκοπος ήταν περισσότερο μετριοπαθής. Σύμφωνα με τον Άγιο Αθανάσιο, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ο λόγος της ρήξης δεν ήταν μόνο το θέμα της αποδοχής των πεπτοκώτων, αλλά οι ηγεμονικές απόψεις, διότι ο Μελίτιος αντικανονικά αποκαλούσε τον εαυτό του Αρχιεπίσκοπο της Αιγύπτου[18]. Ο πρώτος ξεκίνησε να τελεί αντικανονικές χειροτονίες γι’ αυτό και το 306 ο Πέτρος συγκάλεσε τοπική σύνοδο και του επέβαλε ποινή ακοινωνησίας και τον καθαίρεσε. Αυτή ήταν αφορμή αρχής ενός μεγάλου σχίσματος εντός των κόλπων της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας. Ο Μελίτιος γρήγορα βρήκε και υποστηρικτές τους οποίους χειροτονούσε και στο τέλος ο αριθμός των επισκόπων έφτασε τους 30. Οι Μελιτιανοί αυτοονομάστηκαν ως καθαροί όπως και οι Νοβατιανοί, σ΄ αυτούς αργότερα ενώθηκε και ο Κόλλουθος (Κολλουθιανό σχίσμα). Το 324 ο Μέγας Κωνσταντίνος έστειλε στην Αλεξάνδρεια τον ιεράρχη της Εκκλησίας της Ρώμης Όσιο Κορδούης για να συμμετάσχει σε τοπική σύνοδο προς αντιμετώπιση του Αρειανικού ζητήματος και του θέματος των σχισματικών της εκκλησίας. Η σύνοδος αυτή ανέθεσε στον Μελίτιο να συντάξει λίστα των σχισματικών ιεραρχών Μελιτιανών και Κολλουθιανών[19].
   Όσον αφορά το Κολλουθιανό σχίσμα, ο Κόλλουθος ήταν πρεσβύτερος της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας, ο οποίος κατηγορήθηκε ότι ήταν αρειανόφρων και η εκκλησία του επέβαλε ποινή καθαιρέσεως, αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν. Σύμφωνα με την εκκλησιαστική ιστορία του Θεοδώρητου Κύρου, ο Κόλλουθος λόγω της φιλοδοξίας του αποσχίστηκε από την εκκλησία και αργότερα εντάχθηκε στο σχίσμα των Μελιτιανών, όπου χειροτονήθηκε επίσκοπος Κοινόπολης[20]. Στην Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο ο Όσιος Κορδούης ενδιαφερόταν να επιλύσει το πρόβλημα στην αιγυπτιακή εκκλησία και να δεχτεί τους σχισματικούς επισκόπους στο κανονικό σώμα της Εκκλησίας. Πράγματι, η Α’ Σύνοδος της Νίκαιας δέχτηκε τους εν σχίσμα χειροτονηθέντες στην κανονική εκκλησία με τα ιερατικά τους αξιώματα, τους επισκόπους με τις επισκοπές τους, εάν όμως ήδη υπήρχε σε μια πόλη ιεράρχης της Καθολικής Εκκλησίας, τότε μετά τον θάνατο του εκάστοτε επισκόπου θα καταλάμβαναν οι πρώην σχισματικοί τους θρόνους. Για άγνωστους λόγους, ο Κόλλουθος έγινε αποδεκτός ως ιερέας στην εκκλησία, αλλά σύμφωνα με τις πηγές του Αγίου Αθανασίου, εάν είχε ενταχθεί πλήρως στο σχίσμα των Μελιτιανώνν και δεν είχε μια μορφή αυτονομίας από τους Μελιτιανούς, θα αναγνωριζόταν κι αυτός ως επίσκοπος, όπως είχαν αναγνωριστεί οι χειροτονίες των άλλων[21].
   Η Αγία του Θεού Εκκλησία για λόγους σωτηρίας πολλές φορές ασκεί την εκκλησιαστική οικονομία για να βοηθήσει και να διευκολύνει τους σχισματικούς είτε τους αιρετικούς και ανά πάσα στιγμή είναι έτοιμη μετά την επιστροφή τους στο κανονικό σώμα να ανοίξει την πόρτα και να τους δεχτεί με χαρά. Έτσι ο μέγας διδάσκαλος της Εκκλησίας μας Άγιος Αθανάσιος αναφερόμενος στους Αρειανούς οι οποίοι θεωρούνταν ως αιρετικοί και η Α’ Οικουμενική Σύνοδος τους καθαίρεσε, στο γράμμα του προς του Αντιοχειανούς γράφει: «Παρακαλοῦμεν ὑμᾶς τοὺς οὓτως ὁμολογοῦντες και ἑρμηνεύοντας οὔτω τάς λέξεις, ἃς λέγουσι, μη κατακρίνετε προπετῶς, μηδέ ἀποβάλλετε, ἀλλἀ μᾶλον εἰρηνεύοντας καἰ ἀπολογουμένους προσλαμβάνεσθε…, μηδέν πλέον ἀλλήλοις ἀνακρίνειν, μηδέ λογομαχεῖν ἐπ᾽οὐδέν χρήσιμον, μήτε ταίς τοιαύταις λέξεσι διαμάχεσθαι, ἀλλά τῷ φρονἠματι τῆς εὐσεβείας συμφωεῖν[22]». Ο Μητροπολίτης Εφέσου Χρυσόστομος Κωνσταντινίδης μιλώντας για τον μέγα Βασίλειο ο οποίος αναφέρεται στους αιρετικούς και σχισματικούς, θεωρεί ότι τα εκτός εκκλησίας τελούμενα μυστήρια είναι άκυρα, αλλά όμως παραδέχεται κάποια δυνατότητα εφαρμογής της οικονομίας[23]. Γενικά η εφαρμογή της οικονομίας δεν αποτελούσε κάτι ξένο για την Εκκλησία, γι’ αυτό ακόμα και στα θέματα της πίστεως εφάρμοζε την οικονομία για λόγους σωτηρίας των ψυχών των ανθρώπων. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι η Εκκλησία έχει απόλυτο δικαίωμα να εφαρμόζει την εκκλησιαστική οικονομία κατά την αποδοχή των επιστρεψάντων στους κόλπους της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας και μάλιστα αναγνωρίζοντας τα ιερατικά τους αξιώματα. Οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας πολλές φορές εξέφραζαν θέσεις υπέρ της οικονομίας, όπως ο Γρηγόριος ο Νύσσης[24], ο Ιωάννης Χρυσόστομος, ακόμα και ο ίδιος ο Απόστολος Πέτρος ο οποίος, όπως γράφει ο Μητροπολίτης Εφέσου Χρυσόστομος, «αναγκάσθηκε ο Απόστολος να συμμορφωθεί στις απαιτήσεις των ιουδαϊζόντων χριστιανών, λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος, ότι ο απόστολος κατέφυγε στην τακτική αυτή της οικονομίας[25]». Επίσης ο Κύριλλος Αλεξανδρείας επέτρεπε την εφαρμογή και χρήση της εκκλησιαστικής οικονομίας σε θέματα πίστεως και πράξεως[26], κάτι που σημαίνει ότι θα μπορούσε να αποδεχτεί και τους επιστρέψαντες σχισματικούς και καταδικασμένους. Για παράδειγμα όταν ο Πατριάρχης Αντιοχείας Ιωάννης δέχτηκε στους κόλπους της κανονικής εκκλησίας τους επιστρέψαντας νεστοριανούς[27], ο διάκονός του Μάξιμος αντέδρασε έντονα και μαζί με τους οπαδούς του διέκοψε την κοινωνία με τον Πατριάρχη. Τότε ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας έγραψε προς τον διάκονο Μάξιμο: «οἰκονομίας ἕνεκα, μὴ ἀκριβολογούμενος σφόδρα περί τοὐς μεταγινώσκοντας…» και συνεχίζει: «και ταῦτα γράφω οὔ τισι χαριζόμενος, ἀλλ᾽ εἰδως, ὃτι καλή μᾶλλον ἐν τούτοις ἡ οἱκονομία[28]».
   Το ζήτημα των σχισμάτων και η αποδοχή των αποσχισθέντων στην κανονική εκκλησία δεν αποτελεί νέο γεγονός, η Εκκλησία ως ζωντανός οργανισμός αγωνίζεται για την σωτηρία όλων των ανθρώπων «ίνα πάντες εν ώσιν». Πολλές φορές η παρέκκλιση από την ακρίβεια και η χρήση της εκκλησιαστικής οικονομίας οδηγεί τον άνθρωπο στην σωτηρία, γι’ αυτό και η του Θεού Εκκλησία πολλές φορές έκανε εξαιρέσεις στο θέμα της αποδοχής των σχισματικών. Εάν δούμε τον 68ο αποστολικό κανόνα, λέει ότι οι αιρετικοί αναχειροτονούνται[29], αλλά και πάλι η εκκλησία πολλές φορές αποδεχόταν και τους αιρετικούς με τους οικείους βαθμούς· στην εκκλησιαστική ιστορία υπάρχουν αρκετά παραδείγματα για τα οποία θα γίνει λόγος λίγο παρακάτω.
    Το επόμενο εκκλησιαστικό σχίσμα το οποίο προκύπτει στην Εκκλησία μετά το τέλος της πολιτικής του Διοκλητιανού  (305) αφορά πάλι το ζήτημα της αποδοχής των πεπτωκότων στην Νότια Αφρική. Τότε ο Επίσκοπος της Καρθαγένης Μενσούριος τους πεπτωκότες αποδεχόταν μετά από κάποιο χρονικό διάστημα μετάνοιας. Μετά τον θάνατό του το 311 στην θέση του εκλέγεται ο διάκονός του Καικιλιανός, τον οποίο χειροτόνησαν ο Επίσκοπος της Απτούγας Φιλλίκας και δυο άλλοι επίσκοποι. Μετά την πράξη αυτή ξεκινάει εκκλησιαστικό πραξικόπημα, το οποίο άρχισαν οι επίσκοποι της Νουμηδείας, διότι κατά την εκλογή του Καικιλιανού δεν τους κάλεσαν στην σύνοδο. Όλοι οι αντίπαλοί του συγκάλεσαν μια άλλη σύνοδο όπου συμμετείχαν 70 επίσκοποι και ως επίσκοπος Καρθαγένης εξελέγη ο αναγνώστης Μαγιωρίνος. Μετά τον θάνατό του όμως οι υποστηρικτές του Καικιλιανού στον θρόνο της Καρθαγένης εξέλεξαν τον Δονάτο. Τότε με την πρωτοβουλία του Επισκόπου Ρώμης Μιλτιάδη κατά το έτος 313 συγκλήθηκε μια σύνοδος όπου ζητήθηκε από τους Δονατιστές να αναγνωρίσουν ως κανονικό επίσκοπο Καρθαγένης τον Καικιλιανό, αυτοί όμως δεν δέχτηκαν τις αποφάσεις και στην εκκλησία της Καρθαγένης προέκυψε το σχίσμα των Δονατιστών. Η Εκκλησία όμως δεν θα μπορούσε να μείνει αδιάφορη απέναντι στο ζήτημα αυτό και άρχισε να καταβάλει κάθε προσπάθεια για να σταματήσει η διαδικασία της απόσχισής τους από το κανονικό σώμα της Εκκλησίας, αλλά το σχίσμα κράτησε αρκετά χρόνια. Έτσι κατά το έτος 419 στην Καρθαγένη συγκλήθηκε μια τοπική σύνοδος για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα και συνέταξε 133 κανόνες οι οποίοι αναγνωρίστηκαν από την Πενθέκτη εν Τροῦλλω Οικουμενική Σύνοδο. Τότε η σύνοδος αποφάσισε σε περίπτωση επιστροφής των Δονατιστών στην κανονική εκκλησία θα μπορούσαν να γίνουν δεκτοί με τους οικείους βαθμούς και οι σχισματικοί αλλά και οι χειροτονημένοι από αυτούς, επίσης στους κανόνες τονίστηκε ότι οι εν σχίσματι χειρτονηθέντες θα ήταν ίσοι με τους κανονικούς κληρικούς. Έτσι λοιπόν οι θεοφόροι πατέρες της συνόδου της Καρθαγένης στον 68ο κανόνα έγραψαν: «Ἐς ὕστερον ἤρεσεν, ἵνα γράμματα πεμφθῶσι πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς καὶ συνεπισκόπους ἡμῶν, καὶ μάλιστα πρὸς τὴν ἀποστολικὴν καθέδραν, ἐν ᾗ προκάθηται ὁ μνημονευθεὶς προσκυνητὸς ἀδελφὸς καὶ συλλειτουργὸς ἡμῶν Ἀναστάσιος· ἐπειδὴ γινώσκει τὴν Ἀφρικὴν μεγάλην ἔχειν ἀνάγκην, ὥστε, διὰ τὴν τῆς ἐκκλησίας εἰρήνην καὶ χρησιμότητα, καὶ αὐτῶν τῶν Δονατιστῶν οἵτινεσδήποτε κληρικοί, διορθουμένης τῆς βουλῆς πρὸς τὴν καθολικὴν ἑνότητα μετελθεῖν θελήσαιεν, κατὰ τὴν ἑνὸς ἑκάστου καθολικοῦ ἐπισκόπου προαίρεσιν, καὶ βουλὴν τοῦ ἐν τῷ αὐτῷ τόπῳ κυβερνῶντος τὴν ἐκκλησίαν, ἐὰν τοῦτο συμβάλλεσθαι τῇ τῶν Χριστιανῶν εἰρήνῃ φανείη, ἐν ταῖς ἰδίαις τιμαῖς αὐτοὺς ἀναδεχθῆναι· καθὼς καὶ ἐν τοῖς προλαβοῦσι χρόνοις περὶ τῆς αὐτῆς διαστάσεως γενέσθαι φανερόν ἐστιν· ὅπερ πολλῶν καὶ σχεδὸν πασῶν τῶν ἐν τῇ Ἀφρικῇ ἐκκλησιῶν, ἐν αἷς ἡ τοιαύτη πλάνη ἀνεφύη, τὰ παραδείγματα μαρτύρονται· οὐχ ἵνα ἡ σύνοδος ἡ ἐν τοῖς περαματικοῖς μέρεσι περὶ τούτου τοῦ πράγματος γενομένη διαλυθῇ, ἀλλ᾽ ἵνα ἐκεῖνο μείνῃ περὶ τοὺς οὕτω μετελθεῖν πρὸς τὴν καθολικὴν ἐκκλησίαν βουλομένους, ὥστε μηδεμίαν ἐπὶ τούτου τῆς ἑνότητος συντομίαν περιεργάζεσθαι. Δι᾽ ὧν δὲ παντὶ τρόπῳ ἐκτελεσθῆναι καὶ προσβοηθηθῆναι ἡ καθολικὴ ἑνότης φανερῷ κέρδει τῶν ἀδελφικῶν ψυχῶν φανείη ἐν τοῖς τόποις, οἷς διάγουσι, μὴ ἐμπόδισῃ τούτοις τὸ ὁρισθὲν κατὰ τῶν τιμῶν αὐτῶν ἐν τῇ περαματικῇ συνόδῳ, ὁπόταν τὸ σωθῆναι οὐδενὶ προσώπῳ ἀποκέκλεισται· τουτέστιν, ἵνα οἱ χειροτονηθέντες ἐν τῷ τῶν Δονατιστῶν μέρει, ἐὰν πρὸς τὴν καθολικὴν πίστιν διορθωθέντες μετελθεῖν θελήσοιεν, μὴ κατὰ τὴν περαματικὴν σύνοδον μὴ δεχθῶσιν ἐν ταῖς οἰκείαις τιμαῖς, ἀλλὰ μᾶλλον οὗτοι προσδεχθῶσι, δι᾽ ὧν τῇ καθολικῇ ἐνότητι γίνεται πρόνοια», με αυτήν την πράξη λοιπόν, η εκκλησία της Καρθαγένης έκανε την άρση του σχίσματος των Δονατιστών το οποίο ταλάνιζε πολλά χρόνια την Εκκλησία[30].
   Μελετώντας την εκκλησιαστική ιστορία συναντούμε πολλές περιπτώσεις αποδοχής των εν σχίσματι χειροτονηθέντων ή ακόμη και εν αιρέσει χειροτονηθέντων και αφορισθέντων μόνο και μόνο για το καλό της εκκλησίας. Το επόμενο σχίσμα το οποίο προέκυψε στην εκκλησία ήταν το λεγόμενο Ακακιανό σχίσμα το οποίο αφορά τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ακάκιο (472-489), ο οποίος ήταν υπέρμαχος του δόγματος της Χαλκηδόνος. Κατά την πατριαρχεία του σε συνεργασία του με τον Πάπα Ρώμης εκθρόνισαν και καθαίρεσαν τον μονοφυσίτη Πατριάρχη Αλεξάνδρειας Πέτρο. Ο Πατριάρχης Ακάκιος, όμως συνειδητοποιώντας ότι στην ανατολή η ενότητα της εκκλησίας με τους μονοφυσίτες ήταν πολύ σημαντική, αποκατέστησε στον πατριαρχικό θρόνο της Αλεξανδρείας τον καθηρημένο πρώην Πατριάρχη Πέτρο. Το 484 όμως ο Πάπας Ρώμης κατηγόρησε τον Κωνσταντινουπόλεως Ακάκιο για υποστήριξη των μονοφυσιτών και τον καθαίρεσε. Έτσι ξεκίνησε το λεγόμενο Ακακιανό σχίσμα[31]. Ενώ ο Ακάκιος καθαιρέθηκε και αναθεματίστηκε, μετά τον θάνατό του όλοι όσοι είχαν χειροτονηθεί απ’ αυτόν μετά την καθαίρεσή του και τους οποίους είχε συλλειτουργούς[32], αποκαταστάθηκαν όταν κατά το έτος 519, με την βοήθεια του Αυτοκράτορα Ιουστίνου  Α’, έγινε η άρση του σχίσματος και όλους τους εν σχίσματι χειροτονηθέντες η Εκκλησία τους δέχτηκε με τους οικείους βαθμούς χωρίς αναχειροτονία[33].
   Το ζήτημα της αποκατάστασης των καθηρημένων και της αποδοχής των εν σχίσματι χειροτονηθέντων αποτελούσε ένα απ’ τα βασικά κανονικά ζητήματα της Εκκλησίας. Την κάθε περίπτωση εξέταζε η Εκκλησία και ενεργούσε σύμφωνα με του Ιερούς Κανόνες και τις κανονικές διατάξεις. Υπήρχαν περιπτώσεις όπου τα σχίσματα γίνονταν καθαρά για διοικητικούς λόγους και δεν υπήρχε απολύτως καμία δογματική διαφορά, υπήρχαν όμως περιπτώσεις όπου οι εν σχίσματι και εν αιρέσει χειροτονηθέντες επέστρεφαν στην κανονική εκκλησία και ζητούσαν την αποδοχή. Σε αυτές τις περιπτώσεις πρόκυπτε το ζήτημα της αναγνώρισης των μυστηρίων των σχισματικών και των αιρετικών διότι έχουμε πολλές περιπτώσεις όπου η Εκκλησία δεχόταν τα μυστήρια και αναγνώριζε τους ιερατικούς βαθμούς τους, για τα οποία μιλά ο Μέγας Φώτιος στις δέκα ερωταποκρίσεις, όπου μας δίνει παραδείγματα της αναγνώρισης των ιερατικών αξιωμάτων των αιρετικών είτε σχισματικών. Τα παραδείγματα τα οποία μας παραθέτει είναι τα εξής:
   α) αναφερόμενος στον αιρετικό Νεστόριο Κωνσταντινουπόλεως, όταν καθαιρέθηκε κανένας απ’ αυτούς που είχαν χειροτονηθεί από αυτόν δεν καθαιρέθηκαν αλλά έγιναν δεκτοί στην Εκκλησία[34].
   β) Ο Πέτρος ο Μόγγος, ο οποίος σαν ιερέας καθαιρέθηκε από τον Αλεξανδρείας Άγιο Προτέριο. Αργότερα μαζί με τον Τιμόθεο τον δολοφόνο θανάτωσαν τον Άγιο Προτέριο και ενώ ήταν καθηρημένος του άρπαξε τον θρόνο της Αλεξάνδρειας. Κάθε μέρα αναθεμάτιζε και καταδίκαζε την σύνοδο της Χαλκηδόνας και τις αποφάσεις της, όλους όσους είχε χειροτονήσει μετά την επιστροφή τους στην Εκκλησία και την μετάνοια έγιναν αποδεκτοί με τους οικείους βαθμούς[35].
 γ) Ο Μελέτιος Αντιοχειανός ο οποίος χειροτονήθηκε από τους σχισματικούς και αιρετικούς, αργότερα έγινε δεκτός στην κανονική εκκλησία και διατέλεσε Επίσκοπος Αντιοχείας[36].
   δ) Αυτοί που χειροτονήθηκαν από τον Σέργιο, τον Πύρρο και Μακάριο, ενώ καταδικάσθηκαν και εκδιώχθηκαν από την Εκκλησία, όταν μετανόησαν και επέστρεψαν έγιναν αποδεκτοί. Όπως και οι υπό του Μακεδονίου πνευματομάχου χειροτονηθέντες[37].
   ε) Αυτοί που είχαν χειροτονηθεί από τον Αναστάσιο και τον Νικήτα οι οποίοι ήταν καθηρημένοι και αιρετικοί, η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο τους δέχτηκε μετά την επιστροφή τους στους κόλπους της κανονικής εκκλησίας[38].
   στ) Ο Ευτυχής καθαιρέθηκε από τον Άγιο Φλαβιανό. Μετά τον θάνατο του Φλαβιανού οι τότε αρχιεπίσκοποι Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων τον δέχθηκαν κανονικά[39].
   Παρόμοια παραδείγματα συναντάμε επίσης στο κοντινό παρελθόν, στην περίπτωση του λεγομένου βουλγαρικού ζητήματος όταν οι Βούλγαροι αρχιερείς καθαιρέθηκαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1852. Το 1872 η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος επανέλαβε την καθαίρεση και στον Όρο της Συνόδου γράφτηκε: «Τοὺς παραδεχομένους τὸν τοιοῦτον φυλετισμὸν καὶ ἐπ᾽ αὐτῷ τολμῶντας παραπηγύναι καινοφανεῖς φυλετικὰς παρασυναγωγὰς κυρύττομεν, συνῳδα τοῖς ἱεροῖς κανόσιν, ἀλλοτρίους τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, καὶ αὐτὸ δὴ τοῦτο ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΟΥΣ. Ἐπομένως, τοὺς ἀποσχισάντας ἑαυτοὺς τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καὶ ἴδιον θυσιαστηρίον, πήξαντας, καὶ ἰδίαν φυλετικήν παρασυναγωγήν συστησαμένους, ἤτοι τοὺς παρακαθαιρεθέντας καἰ ἀφορισθέντας, Ἱλαρίωνα ποτὲ Μακαριουπόλεως, Πανάρετον τὸν ποτὲ Φιλιππουπόλεως, Ἱλαρίωνα τὸν ποτὲ Λοφτσοῦ, Ἄνθιμον τὸν ποτὲ Βιδύνης, καὶ τοὺς ἤδη καθαιρεθέντας, Δωρόθεον τὸν τἐως Σοφίας, Παρθένιον τὸν τέως Νυσσάβας, Γεννάδιον τὸν τέως Βελισσοῦ, καὶ τοὺς ὑπ᾽αὑτῶν ἀνιέρως χειροτονηθέντας ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς τε καὶ διακόνους, καὶ πάντας τοὺς κοινωνοῦντας καὶ συμφρονοῦντας καὶ συμπράττοντας αὐτοῖς, καὶ τοὺς δεχομένους ὡς κυρίας καὶ κανονικάς τὰς ἀνιέρους αὐτῶν εὐλογίας τε καὶ ἱεροπραξίας, κληρικούς τε καὶ λαϊκούς, κηρύττομεν ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΟΥΣ καὶ ἀλλοτρίους τῆς τοῦ Χριστοῦ ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας[40]». Μετά την καθαίρεσή τους όμως. οι Βούλγαροι αρχιερείς συνέχισαν τις ιεροπραξίες (χειροτονίες, βαπτίσεις, γάμους, κηδείες, κλπ.) και άρχισαν να οργανώνουν την εκκλησιαστική τους δομή. Στις 19 Φεβρουαρίου του 1945 «η Αγιωτάτη Σύνοδος της Ορθοδόξου Βουλγαρικής Εκκλησίας» ζήτησε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο την άρση της καθαίρεσης και την αποκατάσταση της ειρήνης μεταξύ των εκκλησιών: «Ἀρθῇ ἡ ἐν τῷ παρελθόντι ἕνεκα τῶν γνωστῶν λόγων κατάκρισις τῆς Βουλγαρικῆς Ἐκκλησίας, καθ’ ἥν τινὲς μὲν τῶν Ἀρχιερέων αὐτῆς ἐστερήθησαν τοῦ βαθμοῦ αὐτῶν, ὁ δὲ λοιπὸς Βουλγαρικὸς κλῆρος καὶ λαὸς ἐκηρύχθησαν  αλλότριοι τῆς Μιᾶς Ἁγίας ἡμῶν Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας[41]». Έτσι λοιπόν η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου κατά το ίδιο έτος στις 22 Φεβρουαρίου υπό την προεδρία του Οικουμενικού Πατριάρχη Βενιαμίν αποφάσισε ως εξής: «ἡ Μετριότης ἡμῶν μετὰ τῶν τὴν περὶ ἡμᾶς Ἁγίαν καὶ Ἱερὰν Πατριαρχικὴν Σύνοδον συγκροτούντων Ἱεροτάτων Μητροπολιτῶν καὶ ὑπερτίμων, τῶν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι γαπητῶν ἡμῖν  δελφῶν καὶ συλλειτουργῶν, ἐν Συνόδῳ συνεληλυθότες ἐν τῷ καθ’ ἡμᾶς σεπτῷ Πατριαρχικῷ Παρεκκλησίῳ τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου καὶ τὸ Ἅγιον τοῦ Χριστοῦ Εὐαγγέλιον εἰς μέσον προθέμενοι καὶ ἐν κατανύξει ψυχῆς τὴν ἄνωθεν παρὰ τοῦ Πατρὸς τῶν φώτων χάριν ἐπικαλεσάμενοι καὶ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, τῷ ἐλθόντι καταλλάξαι πάντας καὶ εἰρήνην εὐαγγελίσασθαι τοῖς ἐγγύς τε καὶ τοῖς μακράν, θερμὴν δόντες εὐχαριστίαν, .ἐπὶ πᾶσι δὲ τούτοις τὴν γάπην, ἥτις ἐστὶ σύνδεσμος τῆς τελειότητος. βάσιν τῶν σκέψεων καὶ ἐνεργειῶν ἡμῶν θέμενοι, προφρόνως τὴν ὑποβληθεῖσαν αἴτησιν καὶ παράκλησιν ταύτην τῆς ἐν Βουλγαρίᾳ Διοικούσης Ἐκκλησίας, ὡς ὑποδηλοῦσαν πνεῦμα συγγνώμης καὶ εἰς δόξαν Χριστοῦ ὁδηγοῦσαν, πεδεξάμεθα. Ἐφ’ ᾧ συνοδικῶς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι αποφαινόμεθα ὅπως πάντες οἱ διὰ τοῦ «ὅρου» τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, τῆς ἐν ἔτει χιλιοστῷ ὀκτακοσιοστῷ ἑβδομηκοστῷ δευτέρῳ, Ἰνδικτιῶνος Α′, κατὰ μῆνα Σεπτέμβριον, ἐν τῷ καθ’ ἡμᾶς πανσέπτῳ Πατριαρχικῷ Ναῷ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου συγκροτηθείσης, κηρυχθέντες καὶ θεωρούμενοι καὶ νῦν σχισματικοὶ καὶ αλλότριοι τῆς τοῦ Χριστοῦ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Βούλγαροι κληρικοί καὶ λαϊκοί, ὑπάρχωσιν απηλλαγμένοι τῆς κατ’ αὐτῶν απὸ μέρους τῆς Ἐκκλησίας παγγελθείσης καταδίκης καὶ ἐπιβληθείσης ποινῆς, συγκεχωρημένοι καὶ εὐλογημένοι παρὰ τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου Τριάδος, θεωρούμενοι απὸ τοῦδε καὶ ἐφεξῆς καὶ λογιζόμενοι καὶ προσωνυμούμενοι εὐσεβεῖς Χριστιανοὶ καὶ τέκνα πιστὰ τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἐπὶ πάντας δὲ τοὺς απὸ τῆς λυπηρᾶς διαστάσεως οἰᾳδήποτε ἐπὶ μέρους ἐκκλησιαστική κατακρίσει καὶ αποφάσει ἤ καθόλου τῇ γενικῇ τοῦ «Ὅρου» αποκηρύξει ὑποβληθέντας καὶ ἤδη τῶν τῇδε μεταστάντας Βουλγάρους κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς ἐπικαλούμεθα τὸ θεῖον ἔλεος[42]». Με αυτήν την απόφαση λοιπόν η Εκκλησία της Νέας Ρώμης αποκατέστησε τους καθηρημένους και αναγνώρισε τις χειροτονίες και τα μυστήρια των πρώην σχισματικών. Κατά την διάρκεια των εργασιών της ίδιας Αγίας και Ιεράς Συνόδου το Οικουμενικό Πατριαρχείο παραχώρησε το αυτοκέφαλο και ίδρυσε την Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία της Βουλγαρίας, ενώ στις 27 Ιουλίου του 1961 την ανύψωσε σε πατριαρχείο και έτσι έληξε το μακροχρόνιο αυτό σχίσμα στη Ορθόδοξη Εκκλησία.
   Κατά την μελέτη της εκκλησιαστικής ιστορίας συναντάμε άπειρα παραδείγματα για το πώς η Εκκλησία αποδεχόταν τους καθηρημένους και εν σχίσματι ή εν αιρέσει χειροτονηθέντες. Λίγο παραπάνω παρουσιάσαμε τέτοιες περιπτώσεις από τις οποίες μερικές δεν διαφέρουν από το ουκρανικό ζήτημα, εάν εξαιρέσουμε βέβαια την αποδοχή των εν αιρέσει χειροτονηθέντων, διότι το ουκρανικό σχίσμα προέκυψε καθαρά για διοικητικούς λόγους και δεν υπήρχε καμία παρέκκλιση από την δογματική διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αναφέροντας τα παραδείγματα του Μεγάλου Φωτίου, είδαμε πως το ουκρανικό ζήτημα σε σχέση με τα ζητήματα που απασχολούσαν τότε την Εκκλησία δεν είναι τίποτα, γι’ αυτό και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μετά από την κατά βάση εξέταση του θέματος, αποκατέστησε και δέχτηκε σε κοινωνία τους πρώην σχισματικούς της Ουκρανίας. Η πράξη αυτή δεν διαφέρει σε τίποτα με όσα αναπτύξαμε παραπάνω. Μερικοί (κυρίως οι Ρώσοι) κατηγόρησαν το Οικουμενικό Πατριαρχείο για εισπήδηση σε ξένη επαρχία. Αυτή η κατηγορία εναντίον της Εκκλησίας της Νέας Ρώμης είναι ανυπόστατη, για τους εξής λόγους: α) η Μητρόπολη Κιέβου ουδέποτε παραχωρήθηκε στην Εκκλησία της Ρωσίας, οπότε αυτό σημαίνει ότι η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Θρόνου δεν αποκατέστησε τους κληρικούς του πατριαρχείου Μόσχας αλλά τους κληρικούς της δικαιοδοσίας της, άσχετα εάν δεν δέχονταν οι ίδιοι ότι ανήκαν στην Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως[43], και β) η Ορθόδοξη Εκκλησία διά των Οικουμενικών Συνόδων παραχώρησε στον Οικουμενικό Πατριάρχη το δικαίωμα άσκησης εκκλήτου και αυτό σημαίνει ότι μπορεί να δεχτεί έφεση από οποιαδήποτε τοπική εκκλησία και να κρίνει την εκκλησιαστική υπόθεση τελεσίδικα[44]. Ο Θεόδωρος Βαλσαμών ερμηνεύοντας τον ΙΒ΄ κανόνα της εν Αντιοχεία Συνόδου γράφει: «παντὶ καταδικαζωμένῳ καὶ ἀδικεῖσθαι οἰομένῳ, ἡ τῆς ἑκκλήτου ἐδόθη βοήθεια…. ἡ δὲ δευτέρα οἰκουμενικὴ σύνοδος καὶ ἡ δ’ δεδώκασι τῷ πατριάρχῃ Κωνσταντινουπόλεως τἀ προνόμια τοῦ πάπα, καἰ ὥρισαν κατ᾽ἐκεῖνον ἐπὶ πᾶσι τιμᾶσθαι ἐξ ἀνάγκης ἐκκλήτῳ οὐχ ὑποπέσει ἡ τούτου ἀπόφασις, ὥσπερ οὐδὲ ἡ βασιλικὴ ἀπόφασις ἀνακρίνεται, διὰ γὰρ τοῦτο, ὡς ἔνοικε, καὶ τὰ συνοδικὰ σημειώματα κατὰ τὰ προνόμια τῶν βασιλικῶν σημειωμάτων ἀπολύονται. Τούτο δὲ οὔτως ἔχοντος, πάντως ἀπρακτοῦσι καἰ τὰ λοιπὰ δικαιολογήματα. Κἄν γὰρ ἱερατικούς τινας δικάση ὁ πατριάρχης, κἄν λαϊκοὺς, κἄν λαϊκὸν μετὰ ἱερωμένου, κἄν διὰ βασιλικῆς προστάξεως, κἄν οἰκείῳ δικαίῳ, κἄν μετὰ συνδικαστοῦ, κἄν μόνος, πάσης ἀνακρίσεως ἔσται ἐπέκεινα καὶ τολμήσας ἐκκαλέσασθαι εἰς βασιλέα χάριν τοῦ ἀνακαινισθῆναι τὴν πατριαρχικὴν ἀπόφασιν, ὑπόδικος ἔσται τῷ παρόντι κανόνι. Εἰ γὰρ οὐκ ἐφεῖται βασιλέα ὀχλεῖν χάριν τοῦ άνακριθῆναι τὴν τοῦ δεῖνος μητροπολίτου ἀπόφασιν, πολλῷ πλέον οὐκ ἐκχωρηθήσεται πατριαρχικήν διάγνωσιν παρά βασιλεῖ γίνεσυαι εἰσαγώγιμον[45]». Διατυπώνουμε λοιπόν ότι η απόφαση του Οικουμενικού Πατριάρχη δεν υπόκειται ούτε σε έκκλητο ούτε σε ανάκριση από καμία άλλη τοπική εκκλησία. Οι Ουκρανοί ζήτησαν την αποκατάσταση και την αποδοχή τους από την κανονική τους πηγή και αρχή, το Οικουμενικό Πατριαρχείο[46]. Σύμφωνα με τα ιστορικά δεδομένα de jure η Μητρόπολη Κιέβου υπό τον Μητροπολίτη Ονούφριο αποτελεί επαρχία του Οικουμενικού Θρόνου, αλλά λόγω της ανυπακοής στον κανονικό επίσκοπο δεν μνημονεύουν τον Πατριάρχη της Νέας Ρώμης και αντικανονικά υπάγονται στην εκκλησία της Μόσχας.
   Από τα παραπάνω διαπιστώνουμε ότι δεν υπάρχει καμία παρέκκλιση από την κανονική παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Είδαμε μερικές θέσεις και απόψεις σχετικά για την επίλυση του ουκρανικού ζητήματος οι οποίες είναι χωρίς θεολογική ουσία και εισάγουν νέα στοιχεία στην Εκκλησία. Κατά την άποψή μας, η μοναδική και σοβαρή λύση του θέματος είναι η αναγνώριση της Εκκλησίας της Ουκρανίας απ΄ όλες τις τοπικές εκκλησίες όπως αυτό γινόταν στις παλαιότερες περιπτώσεις όταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο παραχωρούσε το αυτοκέφαλο.
  







ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
v  Βαβούσκου Α., Λιάντα Γ., Οι θεσμοί του αυτοκεφάλου και του αυτονόμου καθεστώτος στην Ορθόδοξη Εκκλησία, εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2014.
v  Βασιλείου, Αρχιεπισκόπου Αγχιάλου, (νυν δε Σμύρνης), Πραγματεία περί του κύρους της Χειροτονίας υπό καθηρημένου και Σχισματικού χειροτονηθέντων, Σμύρνη 1887.
v  Γεδεών Μ., Έγγραφα Πατριαρχικά και Συνοδικά περί του Βουλγαρικού Ζητήματος (1852-1873), εν Κωνσταντινιυπόλει εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου, Πόλις 1908.
v  Μπούμης Π., Κανονικόν Δίκαιον, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα.
v  Παπαγεωργίου       Κ.,     Εκκλησιαστικό    Δίκαιο    -     Θεωρία    και    Νομολογία, εκδ. Μπαρμπουνάκη, Θεσσαλονίκη 2013.
v  Ράλλη Γ. Α., Ποτλή Μ., Σύνταγμα Θείων και Ιερών Κανόνων, τόμος Α΄, εκ της Τυπογραφίας Γ. Χαρτοφύλακος, Αθήνησιν 1852.
v  Ράλλη Γ. Α., Ποτλή Μ., Σύνταγμα Θείων και Ιερών Κανόνων Γ΄, Εκ της Τυπογραφίας Γ. Χαρτοφύλακος, Αθήνισν 1853.
v  Φειδάς Β., Εκκλησιαστική Ιστορία Α΄, Αθήνα 1997.
v  Φειδάς Β., Το Κολλουθιανόν Σχίσμα και αι Αρχαί του Αρειανισμού, Αθήνα 1973.
v  Χρήστου Π., Εκκλησιαστική Γραμματολογία Α΄, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2005.
Διαδικτυακές πηγές:




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΠΙΝΑΚΑΣ ΘΕΙΩΝ ΚΑΙ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ
   Α’ Κανών του Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου, Αρχιεπισκόπου Καισαρείας: Τὸ μὲν οὖν περὶ τοὺς Καθαροὺς ζήτημα καὶ εἴρηται πρότερον καὶ καλῶς ἀπεμνημόνευσας, ὅτι δεῖ τῷ ἔθει τῷ καθ᾿ ἑκάστην χώραν ἕπεσθαι, διὰ τὸ διαφόρως ἐνδιενεχθῆναι περὶ τοῦ βαπτίσματος αὐτῶν τοὺς τότε περὶ τούτων διαλαβόντας. Τὸ δὲ τῶν Πεπουζηνῶν οὐδένα μοι λόγον ἔχειν δοκεῖ καὶ ἐθαύμασα, πῶς κανονικὸν ὄντα τὸν μέγαν Διονύσιον παρῆλθεν. Ἐκεῖνο γὰρ ἔκριναν οἱ παλαιοὶ δέχεσθαι βάπτισμα, τὸ μη δὲν τῆς πίστεως παρεκβαῖνον. Ὅθεν, τὰς μὲν αἱρέσεις ὠνόμασαν, τὰ δὲ σχίσματα, τὰς δὲ παρασυναγωγάς. Αἱρέσεις μέν, τοὺς παντελῶς ἀπεῤῥηγμένους καὶ κατ᾿ αὐτὴν τὴν πίστιν ἀπηλλοτριωμένους, σχίσματα δέ, τοὺς δι᾿ αἰτίας τινὰς ἐκκλησιαστικὰς καὶ ζητήματα ἰάσιμα πρὸς ἀλλήλους διενεχθέντας, παρασυναγωγὰς δέ, τὰς συνάξεις τὰς παρὰ τῶν ἀνυποτάκτων πρεσβυτέρων ἢ ἐπισκόπων καὶ παρὰ τῶν ἀπαιδεύτων λαῶν γινομένας. Οἷον, εἴ τις ἐν πταίσματι ἐξετασθείς ἐπεσχέθη τῆς λειτουργίας καὶ μὴ ὑπέκυψε τοῖς κανόσιν, ἀλλ᾿ ἑαυτῷ ἐξεδίκησε τὴν προεδρίαν καὶ τὴν λειτουργίαν καὶ συναπῆλθον τούτῳ τινές, καταλιπόντες τὴν καθολικὴν ἐκκλησίαν, παρασυναγωγὴ τὸ τοιοῦτον· σχίσμα δέ, τὸ περὶ τῆς μετανοίας διαφόρως ἔχειν πρὸς τοὺς ἀπὸ τῆς Ἐκκλησίας· αἱρέσεις δέ, οἷον ἡ τῶν Μανιχαίων καὶ Οὐαλεντίνων καὶ Μαρκιωνιστῶν καὶ αὐτῶν τούτων τῶν Πεπουζηνῶν, εὐθὺς γὰρ περὶ τῆς αὐτῆς τῆς εἰς Θεὸν πίστεως ἐστιν ἡ διαφορά. Ἔδοξε τοίνυν τοῖς ἐξ ἀρχῆς, τὸ μὲν τῶν αἱρετικῶν παντελῶς ἀθετῆσαι, τὸ δὲ τῶν ἀποσχισάντων, ὡς ἔτι ἐκ τῆς Ἐκκλησίας ὄντων, παραδέξασθαι, τοὺς δὲ ἐν ταῖς παρασυναγωγαῖς, μετανοίᾳ ἀξιολόγῳ καὶ ἐπιστροφῇ βελτιωθέντας, συνάπτεσθαι πάλιν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὥστε πολλάκις καὶ τοὺς ἐν βαθμῷ συναπελθόντας τοῖς ἀνυποτάκτοις, ἐπειδὰν μεταμεληθῶσιν, εἰς τὴν αὐτὴν παραδέχεσθαι τάξιν. Οἱ τοίνυν Πεπουζηνοὶ προδήλως εἰσὶν αἱρετικοί, εἰς γὰρ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐβλασφήμησαν, Μοντανῷ καὶ Πρισκίλλῃ τὴν τοῦ Παρακλήτου προσηγορίαν ἀθεμίτως καὶ ἀναισχύντως ἐπιφημίσαντες. Εἴτε οὖν ὡς ἀνθρώπους θεοποιοῦντες, κατάκριτοι, εἴτε ὡς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον τῇ πρὸς ἀνθρώπους συγκρίσει καθυβρίζοντες, καὶ οὕτω τῇ αἰωνίῳ καταδίκῃ ὑπεύθυνοι, διὰ τὸ ἀσυγχώρητον εἶναι τὴν εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον βλασφημίαν. Τίνα οὖν λόγον ἔχει τὸ τούτων βάπτισμα ἐγκριθῆναι, τῶν βαπτιζόντων εἰς Πατέρα καὶ Υἱὸν καὶ Μοντανὸν καὶ Πρίσκιλλαν; Οὐ γὰρ ἐβαπτίσθησαν οἱ μὴ εἰς τὰ παραδεδομένα ἡμῖν βαπτισθέντες. Ὥστε, εἰ καὶ τὸν μέγαν Διονύσιον τοῦτο παρέλαθεν, ἀλλ᾿ ἡμῖν οὐ φυλακτέον τὴν μίμησιν τοῦ σφάλματος, τὸ γὰρ ἄτοπον, αὐτόθεν πρόδηλον καὶ πᾶσιν ἐναργές, οἷς καὶ μικρὸν τοῦ λογίζεσθαι μέτεστιν. Οἱ δὲ Καθαροὶ καὶ αὐτοὶ τῶν ἀπεσχισμένων εἰσί, πλὴν ἀλλ᾿ ἔδοξε τοῖς ἀρχαίοις, τοῖς περὶ Κυπριανὸν λέγω καὶ Φιρμιλιανὸν τὸν ἡμέτερον, τούτους πάντας μιᾷ ψήφῳ ὑποβαλεῖν· Καθαροὺς καὶ Ἐγκρατίτας καὶ Ὑδροπαραστάτας καὶ Ἀποτακτίτας. Διότι ἡ μὲν ἀρχὴ τοῦ χωρισμοῦ διὰ σχίσματος γέγονεν, οἱ δὲ τῆς Ἐκκλησίας ἀποστάντες οὐκ ἔτι ἔσχον τὴν χάριν τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ἑαυτούς, ἐπέλιπε γὰρ ἡ μετάδοσις τῷ διακοπῆναι τὴν ἀκολουθίαν. Οἱ μὲν γὰρ πρῶτοι ἀναχωρήσαντες, παρὰ τῶν Πατέρων ἔσχον τὰς χειροτονίας καὶ διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν αὐτῶν εἶχον τὸ χάρισμα τὸ πνευματικόν. Οἱ δέ, ἀποῤῥαγέντες, λαϊκοὶ γενόμενοι, οὔτε τοῦ βαπτίζειν, οὔτε τοῦ χειροτονεῖν εἶχον ἐξουσίαν, οὔτε ἠδύνατο χάριν Πνεύματος ἁγίου ἑτέροις παρέχειν, ἧς αὐτοὶ ἐκπεπτώκασι· διὸ ὡς παρὰ λαϊκῶν βαπτιζομένους τοὺς παρ᾿ αὐτῶν ἐκέλευσαν, ἐρχομένους ἐπὶ τὴν Ἐκκλησίαν, τῷ ἀληθινῷ βαπτίσματι τῷ τῆς Ἐκκλησίας ἀνακαθαίρεσθαι. Ἐπειδὴ δὲ ὅλως ἔδοξέ τισι τῶν κατὰ τὴν Ἀσίαν, οἰκονομίας ἕνεκα τῶν πολλῶν, δεχθῆναι αὐτῶν τὸ βάπτισμα, ἔστω δεκτόν. Τὸ δὲ τῶν Ἐγκρατιτῶν κακούργημα νοῆσαι ἡμᾶς δεῖ ὅτι, ἵνα αὐτοὺς ἀπρυσδέκτους ποιήσωσι τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἐπεχείρησαν λοιπὸν ἰδίῳ προκαταλαμβάνειν βαπτίσματι, ὅθεν καὶ τὴν συνήθειαν τὴν ἑαυτῶν παρεχάραξαν. Νομίζω τοίνυν ὅτι, ἐπειδὴ οὐδέν ἐστι περὶ αὐτῶν φανερῶς διηγορευμένον, ἡμᾶς προσῆκε. ἀθετεῖν αὐτῶν τὸ βάπτισμα, κἄν τις ᾖ παρ᾿ αὐτῶν εἰληφώς, προσιόντα τῇ Ἐκκλησίᾳ βαπτίζειν. Ἐὰν μέντοι μέλλῃ τῇ καθόλου οἰκονομίᾳ ἐμπόδιον ἔσεσθαι τοῦτο, πάλιν τῷ ἔθει χρηστέον καὶ τοῖς οἴκονομήσασι τὰ καθ᾽ ἡμᾶς Πατράσιν ἀκολουθητέον. Ὑφόρομαι γὰρ μήποτε, ὡς βουλόμεθα ὀκνηροὺς αὐτοὺς περὶ τὸ βαπτίζειν ποιῆσαι, ἐμποδίσωμεν τοῖς σῳζομένοις διὰ τὸ τῆς προτάσεως αὐστηρόν. Εἰ δὲ ἐκεῖνοι φυλάσσουσι τὸ ἡμέτερον βάπτισμα, τοῦτο ἡμᾶς μὴ δυσωπείτω· οὐ γὰρ ἀντιδοδόναι αὐτοῖς ὑπεύθυνοι χάριν ἐσμέν, ἀλλὰ δουλεύειν ἀκριβείᾳ κανόνων. Παντὶ δὲ λόγῳ τυπωθήτω, τοὺς ἀπὸ τοῦ βαπτισμοῦ ἐκείνων προσερχομένους, χρίεσθαι ὑπὸ τῶν πιστῶν δηλονότι καὶ οὕτω προσιέναι τοῖς μυστηρίοις. Οἶδα δέ, ὅτι τοὺς ἀδελφοὺς τοὺς περὶ Ζώινον καὶ Σατορνῖνον, ἀπ᾿ ἐκείνης ὄντας τῆς τάξεως, προσεδεξάμεθα εἰς τὴν καθέδραν τῶν ἐπισκόπων, ὥστε τοὺς τῷ τάγματι ἐκείνων συνημμένους, οὐκέτι δυνάμεθα διακρίνειν ἀπὸ τῆς Ἐκκλησίας, οἷον κανόνα τινὰ τῆς πρὸς αὐτοὺς κοινωνίας ἐκθέμενοι, διὰ τῆς τῶν επισκόπων παραδοχῆς[47].
   ΙΓ’ Κανών της Πρωτοδευτέρας (ΑΒ) Συνόδου (861): Τὰς τῶν αἱρετικῶν ζιζανίων ἐπισπορὰς ἐν τῇ τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίᾳ ὁ παμπόνηρος καταβαλών καὶ ταύτας ὁρῶν τῇ μαχαίρᾳ τοῦ Πνεύματος τεμνομένας προῤῥίζους, ἐφ᾿ ἑτέραν ἦλθε μεθοδείας ὁδόν, τῇ τῶν σχισματικῶν μανίᾳ τὸ τοῦ Χριστοῦ σῶμα μερίζειν ἐπιχειρῶν. Ἀλλὰ καὶ ταύτην αὐτοῦ τὴν ἐπιβουλὴν ἡ ἁγία σύνοδος ἀναστέλλουσα παντελῶς, ὥρισε τοῦ λοιποῦ, ἵνα, εἴ τις πρεσβύτερος ἢ διάκονος, ὡς δῆθεν ἐπὶ ἐγκλήμασί τισι τοῦ οἰκείου κατεγνωκὼς ἐπισκόπου, πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως καὶ ἐξετάσεως καὶ τῆς ἐπ᾿ αὐτῷ τελείας κατακρίσεως ἀποστῆναι τολμήσοι τῆς αὐτοῦ κοινωνίας καὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐν ταῖς ἱεραῖς τῶν λειτουργιῶν εὐχαῖς, κατὰ τὸ παραδεδομένον τῇ Ἐκκλησίᾳ, μὴ ἀναφέροι, τοῦτον ὑποκεῖσθαι καθαιρέσει καὶ πάσης ἱερατικῆς ἀποστερεῖσθαι τιμῆς. Ὁ γὰρ ἐν πρεσβυτέρου τάξει τεταγμένος καὶ τῶν μητροπολιτῶν ἁρπάζων τὴν κρίσιν καὶ πρὸ κρίσεως αὐτὸς κατακρίνων, ὅσον τὸ ἐπ᾿ αὐτῷ, τὸν οἰκεῖον πατέρα καὶ ἐπίσκοπον, οὗτος οὐδὲ τῆς τοῦ πρεσβυτέρου ἐστὶν ἄξιος τιμῆς ἢ ὀνομασίας. Οἱ δὲ τούτῳ συνεπόμενοι, εἰ μὲν τῶν ἱερωμένων εἶέν τινες, καὶ αὐτοὶ τῆς οἰκείας τιμῆς ἐκπιπτέτωσαν, εἰ δέ μοναχοὶ ἢ λαϊκοί, ἀφοριζέσθωσαν παντελῶς τῆς Ἐκκλησίας, μέχρις ἄν, τὴν πρὸς τοὺς σχισματικοὺς συνάφειαν διαπτύσαντες, πρὸς τὸν οἰκεῖον ἐπίσκοπον ἐπιστραφεῖεν[48].
ΙΔ’ Κανών Πρωτοδευτέρας Συνόδου: Εἴ τις ἐπίσκοπος, ἐγκλήματος πρόφασιν ποιούμενος κατὰ τοῦ οἰκείου μητροπολίτου, πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἀποστήσει ἑαυτὸν τῆς πρὸς αὐτὸν κοινωνίας καὶ μὴ ἀναφέρει τὸ ὄνομα αὐτοῦ, κατὰ τὸ εἰθισμένον, ἐν τῇ θείᾳ μυσταγωγίᾳ, τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία σύνοδος καθῃρημένον εἶναι· εἰ μόνον ἀποστὰς τοῦ οἰκείου μητροπολίτου σχίσμα ποιήσοι. Δεῖ γὰρ ἔκαστον τὰ οἰκεῖα μέτρα γινώσκειν καὶ μήτε τὸν πρεσβύτερον καταφρονεῖν τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου, μήτε τὸν ἐπίσκοπον τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου[49].
   ΙΕ’ Κανών Πρωτοδευτέρας Συνόδου: Τὰ ὁρισθέντα ἐπὶ πρεσβυτέρων καὶ ἐπισκόπων καὶ μητροπολιτῶν, πολλῷ μᾶλλον καὶ ἐπὶ πατριαρχῶν ἁρμόζει. Ὥστε, εἴ τις πρεσβύτερος ἤ ἐπίσκοπος ἢ μητροπολίτης τολμήσειεν ἀποστῆναι τῆς πρὸς τὸν οἰκεῖον πατριάρχην κοινωνίας καὶ μὴ ἀναφέρει τὸ ὄνομα αὐτοῦ, κατὰ τὸ ὡρισμένον καὶ τεταγμένον, ἐν τῇ θείᾳ μυσταγωγίᾳ, ἀλλὰ πρὸ ἐμφανείας συνοδικῆς καὶ τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως σχίσμα ποιήσει, τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία σύνοδος, πάσης ἱερατείας παντελῶς ἀλλότριον εἶναι, εἰ μόνον ἐλεγχθείη τοῦτο παρανομήσας. Καὶ ταῦτα μὲν ὥρισται καὶ ἐσφράγισται περὶ τῶν προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων καὶ σχίσμα ποιούντων καὶ τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων. Οἱ γὰρ δι᾿ αἱρεσίν τινα, παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου τὴν αἵρεσιν δηλονότι δημοσίᾳ κηρύττοντος καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ᾿ ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑποκείσονται, πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οἱ γὰρ ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι[50].
   Η’ Κανών της Πρώτης και Αγίας εν Νίκαια Οικουμενικής Συνόδου: Περὶ τῶν ὀνομαζόντων μὲν ἑαυτοὺς Καθαρούς ποτε, προσερχομένων δὲ τῇ καθολικῇ καὶ ἀποστολικὴ ἐκκλησία, ἔδοξε τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ συνόδῳ, ὥστε χειροθετουμένους αὐτούς, μένειν οὕτως ἐν τῷ κλήρῳ. Πρὸ πάντων δὲ τοῦτο ὁμολογῆσαι αὐτοὺς ἐγγράφως προσήκει, ὅτι συνθήσονται καὶ ἀκολουθήσουσι τοῖς τῆς καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς ἐκκλησίας δόγμασι· τοὐτέστι καὶ διγάμοις κοινωνεῖν, καὶ τοῖς ἐν τῷ διωγμῷ παραπεπτωκόσιν, ἐφ' ὧν καὶ χρόνος τέτακται, καὶ καιρὸς ὥρισται· ὥστε αὐτοὺς ἀκολουθεῖν ἐν πᾶσι τοῖς δόγμασι τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας. Ἔνθα μὲν οὖν πάντες, εἴτε ἐν κώμαις, εἴτε ἐν πόλεσιν, αὐτοὶ μόνοι εὑρίσκοιντο χειροτονηθέντες, οἱ εὑρισκόμενοι ἐν τῷ κλήρῳ, ἔσονται ἐν τῷ αὐτῷ σχήματι. Εἰ δὲ τοῦ τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ἐπισκόπου, ἢ πρεσβυτέρου ὄντος, προσέρχονταί τινες, πρόδηλον, ὡς ὁ μὲν ἐπίσκοπος τῆς ἐκκλησίας ἕξει τὸ ἀξίωμα τοῦ ἐπισκόπου· ὁ δὲ ὀνομαζόμενος παρὰ τοῖς λεγομένοις Καθαροῖς ἐπίσκοπος, τήν τοῦ πρεσβυτέρου τιμὴν ἕξει· πλὴν εἰ μὴ ἄρα δοκοίῃ τῷ ἐπισκόπῳ, τῆς τιμῆς τοῦ ὀνόματος αὐτὸν μετέχειν. Εἰ δὲ τοῦτο αὐτῷ μὴ ἀρέσκοι, ἐπινοήσει τόπον ἢ χωρεπισκόπου, ἢ πρεσβυτέρου, ὑπὲρ τοῦ ἐν τῷ κλήρῳ ὅλως δοκεῖν εἶναι· ἵνα μὴ ἐν τῇ πόλει δύο ἐπίσκοποι ὦσιν[51].
   ΞΗ΄ Αποστολικός Κανών: Εἴ τις ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, δευτέραν χειροτονίαν δέξηται παρά τινος, καθαιρείσθω καὶ αὐτός, καὶ ὁ χειροτονήσας· εἰ μή γε ἄρα συσταίη, ὅτι παρὰ αἱρετικῶν ἔχει τὴν χειροτονίαν. Τοὺς γὰρ παρὰ τῶν τοιούτων βαπτισθέντας ἢ χειροτονηθέντας, οὔτε πιστούς, οὔτε κληρικοὺς εἶναι δυνατόν[52].
   ϟΕ' Κανών της Πενθέκτης εν Τρούλλω Οικουμενικής Συνόδου: Τοὺς προστιθεμένους τῇ ὀρθοδοξίᾳ, καὶ τῇ μερίδι τῶν σῳζομένων ἀπὸ αἱρετικῶν, δεχόμεθα κατὰ τὴν ὑποτεταγμένην ἀκολουθίαν τε καὶ συνήθειαν. Ἀρειανοὺς μὲν καὶ Μακεδονιανούς, καὶ Ναυατιανούς, τοὺς λέγοντας ἑαυτοὺς Καθαροὺς καὶ Ἀριστερούς, καὶ τοὺς Τεσσαρακαιδεκατίτας, ἤγουν Τετραδίτας, καὶ Ἀπολλιναριστάς, δεχόμεθα, διδόντας λιβέλλους, καὶ ἀναθεματίζοντας πᾶσαν αἵρεσιν μὴ φρονοῦσαν, ὡς φρονεῖ ἡ ἁγία τοῦ Θεοῦ καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ ἐκκλησία, σφραγιζομένους, ἤτοι χρισμένους πρῶτον τῷ ἁγίῳ μύρῳ, τὸ μέτωπον, καὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ τὰς ῥίνας, καὶ τὸ στόμα, καὶ τὰ ὦτα, καί, σφραγίζοντες αὐτούς, λέγομεν· Σφραγὶς δωρεᾶς Πνεύματος ἁγίου. Περὶ δὲ τῶν παυλιανισάντων, εἶτα προσφυγόντων τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ, ὅρος ἐκτέθειται, ἀναβαπτίζεσθαι αὐτοὺς ἐξάπαντος. Εὐνομιανοὺς μέντοι, τοὺς εἰς μίαν κατάδυσιν βαπτιζομένους, καὶ Μοντανιστάς, τοὺς ἐνταῦθα λεγομένους Φρύγας, καὶ Σαβελλιανούς, τοὺς υἱοπατορίαν δοξάζοντας, καὶ ἕτερά τινα χαλεπὰ ποιοῦντας, καὶ πάσας τὰς ἄλλας αἱρέσεις, ἐπεὶ πολλοί εἰσιν ἐνταῦθα, μάλιστα οἱ ἀπὸ τῶν Γαλατῶν χώρας ἐρχόμενοι, πάντας τοὺς ἀπ' αὐτῶν θέλοντας προστίθεσθαι τῇ ὀρθοδοξίᾳ, ὡς Ἕλληνας δεχόμεθα· καὶ τὴν πρώτην ἡμέραν ποιοῦμεν αὐτοὺς Χριστιανούς· τὴν δὲ δευτέραν, κατηχουμένους· εἶτα τὴν τρίτην, ἐξορκίζομεν μετὰ τοῦ ἐμφυσᾷν τρίτον εἰς τὸ πρόσωπον, καὶ εἰς τὰ ὦτα, καὶ οὕτω κατηχοῦμεν αὐτούς, καὶ ποιοῦμεν χρονίζειν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, καὶ ἀκροᾶσθαι τῶν Γραφῶν, καὶ τότε αὐτοὺς βαπτίζομεν. Καὶ τοὺς Μανιχαίους δέ, καὶ τοὺς Οὐαλεντινιανούς, καὶ Μαρκιωνιστάς, καὶ τοὺς ἐκ τῶν ὁμοίων αἱρέσεων προσερχομένους, ὡς Ἕλληνας δεχόμενοι, ἀναβαπτίζομεν· Νεστοριανοὺς δέ, καὶ Εὐτυχιανιστάς, καὶ Σεβηριανούς, καὶ τοὺς ἐκ τῶν ὁμοίων αἱρέσεων χρὴ ποιεῖν λιβέλλους, καὶ ἀναθεματίζειν τὴν αἵρεσιν αὐτῶν, καὶ Νεστόριον, καὶ Εὐτυχέα, καὶ Διόσκορον, καὶ Σεβῆρον· καὶ τοὺς λοιποὺς ἐξάρχους τῶν τοιούτων αἱρέσεων, καὶ τοὺς φρονοῦντας τὰ αὐτῶν, καὶ πάσας τὰς προαναφερομένας αἱρέσεις, καὶ οὕτω μεταλαμβάνειν τῆς ἁγίας κοινωνίας[53].
   Θ’ Κανών της εν Χαλκηδόνι Αγίας και Οικουμενικής Συνόδου: Εἴ τις κληρικὸς πρὸς κληρικὸν πρᾶγμα ἔχει, μὴ ἐγκαταλιμπανέτω τὸν οἰκεῖον ἐπίσκοπον, καὶ ἐπὶ κοσμικὰ δικαστήρια μὴ κατατρεχέτω, ἀλλὰ πρότερον τὴν ὑπόθεσιν γυμναζέτω παρὰ τῷ ἰδίῳ ἐπισκόπῳ, ἢ γοῦν, γνώμῃ αὐτοῦ τοῦ ἐπισκόπου, παρ' οἷς ἂν ἀμφότερα τὰ μέρη βούλωνται, τὰ τῆς δίκης συγκροτείσθω· εἰ δέ τις παρὰ ταῦτα ποιήσοι, κανονικοῖς ἐπιτιμίοις ὑποκείσθω. Εἰ δὲ κληρικὸς πρᾶγμα ἔχει πρὸς τὸν ἴδιον, ἢ καὶ πρὸς ἕτερον ἐπίσκοπον, παρὰ τῇ συνόδῳ τῆς ἐπαρχίας δικαζέσθω. Εἰ δὲ πρὸς τὸν τῆς αὐτῆς ἐπαρχίας μητροπολίτην, ἐπίσκοπος, ἢ κληρικὸς ἀμφισβητοίη, καταλαμβανέτω τὸν ἔξαρχον τῆς διοικήσεως, ἢ τὸν τῆς βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως θρόνον, καὶ ἐπ' αὐτῷ δικαζέσθω[54].
   ΙΖ’ Κανών της εν Χαλκηδόνι Αγίας και Οικουμενικής Συνόδου: Τὰς καθ’ ἑκάστην ἐπαρχίαν ἀγροικικὰς παροικίας, ἢ ἐγχωρίους, μένειν ἀπαρασαλεύτους παρὰ τοῖς κατέχουσιν αὐτὰς ἐπισκόποις, καὶ μάλιστα εἰ τριακονταετῆ χρόνον ταύτας ἀβιάστως διακατέχοντες ᾠκονόμησαν. Εἰ δὲ ἐντὸς τῶν τριάκοντα ἐτῶν γεγένηταί τις, ἢ γένοιτο περὶ αὐτῶν ἀμφισβήτησις, ἐξεῖναι τοῖς λέγουσιν ἠδικεῖσθαι, περὶ τούτων κινεῖν παρὰ τῇ συνόδῳ τῆς ἐπαρχίας. Εἰ δέ τις ἀδικοῖτο παρὰ τοῦ ἰδίου μητροπολίτου, παρὰ τῷ ἐξάρχῳ τῆς διοικήσεως, ἢ τῷ Κωνσταντινουπόλεως θρόνῳ δικαζέσθω, καθά προείρηται. Εἰ δὲ καί τις ἐκ βασιλικῆς ἐξουσίας ἐκαινίσθη πόλις, ἢ αὖθις καινισθείη, τοῖς πολιτικοῖς καὶ δημοσίοις τύποις, καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν παροικιῶν ἡ τάξις ἀκολουθείτω[55].






[1] Είναι γνωστό ότι το κίνημα υπέρ της αυτοκεφαλίας στην Ουκρανία ξεκινάει κατά την Ρωσική Επανάσταση του 1917, όταν η Ουκρανία απέκτησε για λίγο πολιτική ανεξαρτησία. Το κίνημα αυτό ενισχύθηκε περαιτέρω με την κήρυξη της ανεξαρτησίας του ουκρανικού κράτους την 24η Αυγούστου 1991. Την ίδια χρονιά, η Εκκλησία της Ουκρανίας (υπό το πατριαρχείο Ρωσίας) συγκάλεσε στο Κίεβο σύνοδο επισκόπων (δύο σύνοδοι: 1991-1992) και απεύθυνε στη Μόσχα το αίτημα της αυτοκεφαλίας (εκκλησιαστικής ανεξαρτησίας από την Μόσχα). Ο Πατριάρχης Ρωσίας απέρριψε το αίτημα της Μητρόπολης Κιέβου και απαίτησε την παραίτηση του εξάρχου του πατριαρχείου Μόσχας Μητροπολίτη Κιέβου Φιλαρέτου, αυτός αρνήθηκε αλλά οι Ουκρανοί επίσκοποι συγκάλεσαν σύνοδο στην πόλη Χάρκοβ, κήρυξαν τον θρόνο του Κιέβου σε χηρεία και καθαίρεσαν τον Μητροπολίτη Φιλάρετο. Σύμφωνα με την εκκλησιαστική ιστορία και το κανονικό δίκαιο, η Μητρόπολη Κιέβου ανήκε πάντα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και ουδέποτε παραχωρήθηκε στην εκκλησία της Ρωσίας, αλλά, η εν λόγω μητρόπολη, έγινε θύμα εκκλησιαστικής κατοχής του πατριαρχείου Μόσχας. Μετά την καθαίρεση λοιπόν ο Μητροπολίτης Φιλάρετος εντάχθηκε στην μη αναγνωρισμένη εκκλησία στην Ουκρανία – λεγόμενο πατριαρχείο Κιέβου, όπου το 1995 εξελέγη πατριάρχης. Στη συνέχεια αναβίωσε και ενίσχυσε την εκκλησία, αν και δεν την αναγνώρισε καμία τοπική εκκλησία, αγωνίστηκε σκληρά για το καλό της εκκλησίας. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου αρκετοί ιεράρχες χειροτονήθηκαν υπό του Φιλαρέτου, αλλά επίσης και από την μερίδα του πρώην Μητροπολίτη Λβίβ κ. Μακαρίου. Η επιστροφή τους όμως στην κανονική εκκλησία δημιούργησε ζήτημα το πώς θα γίνονταν αποδεκτοί.
[2] Αιρετικός αυτόματα είναι και σχισματικός, διότι κάποτε ανήκε στην κανονική εκκλησία, ενώ μετά την πτώση σε πλάνη οδηγήθηκε εκτός εκκλησίας. Ενώ ο σχισματικός δεν είναι σε κάθε περίπτωση αιρετικός.
[3] Σε αυτήν την περίπτωση δεν μιλάμε πλέον απλά για αλλαγή της δογματικής διδασκαλίας, αλλά για αλλαγή της θρησκείας, λ.χ. εάν ένας χριστιανός γίνεται μουσουλμάνος ή βουδιστής, αυτό ονομάζεται «αποστασία», αυτός ο όρος μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί εάν ένας άνθρωπος ονομάζει τον εαυτό του άθεο ή αγνωστικιστή - Παπαγεωργίου Κ., Εκκλησιαστικό Δίκαιο - Θεωρία και Νομολογία, εκδ. Μπαρμπουνάκη, Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 538.
[4] Παπαγεωργίου Κ., Εκκλησιαστικό Δίκαιο - Θεωρία και Νομολογία, εκδ. Μπαρμπουνάκη, Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 539. Βλέπε τους εξής κανόνες της ΑΒ’ Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως: ΙΓ’, ΙΔ’ και ΙΕ’ στον πίνακα Θείων και Ιερών Κανόνων.
[5] Η περίπτωση του πρώην Μητροπολίτη Κιέβου Φιλαρέτου μπορεί να χαρακτηριστεί ως παρασυναγωγή.
[6] Βλέπε το παράρτημα - Α’ κανόνα του Μέγα Βασιλείου στον πίνακα Θείων και Ιερών Κανόνων.
[7] Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ο τελευταίος Έλληνας συγγραφέας της Δύσης. Κατά την εποχή του επικρατούσε μια δύσκολη κατάσταση, διότι βρέθηκε αντίπαλος του κανονικού επισκόπου Ρώμης Καλλίστου. Ήταν ένας συντηρητικός κληρικός γι’ αυτό και ήρθε σε σύγκρουση με τους κληρικούς της των Ρωμαίων Εκκλησίας, όπου προέκυψε και το σχίσμα το οποίο κράτησε μέχρι το 236. Η Εκκλησία της Ρώμης τον θεωρούσε σχισματικό, γι’ αυτό και δεν διαφύλαξαν τα συγγράμματά του. Για περισσότερα στοιχεία βλέπε - Χρήστου Π., Εκκλησιαστική Γραμματολογία Α’, Εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 103 - 106.
[8] Φειδάς Β., Εκκλησιαστική Ιστορία Α’, Αθήνα, σελ. 294 - 296.
[9] Οι πεπτωκότες ήταν οι χριστιανοί οι οποίοι αρνήθηκαν τον χριστιανισμό κατά διάρκεια των διωγμών λόγω φόβου ή για άλλους λόγους και έτσι γραπτώς ή εν πράξει αρνήθηκαν τον Χριστό και αποδέχθηκαν την ειδωλολατρία.
[10] Ο Νοβατιανός ήταν ιερέας και πρώτος Ρωμαίος θεολόγος, ο οποίος στα λατινικά έγραψε βιβλίο περί Αγίας Τριάδος – De Trinitate. Στο έργο του κυριαρχούν οι διδασκαλίες του Αγίου Θεοφίλου Αντιοχείας, του Αγίου Ειρηναίο, του Αγίου Ιππολύτου και του Τερτυλλιανού.
[11] Φειδάς Β., Εκκλησιαστική Ιστορία Α’, Αθήνα 1997, σελ. 296 - 298.
[12] Βλέπε τον Η’ κανόνα της Συνόδου.
[13] Ράλλη Γ.Α., και Ποτλή Μ., Σύνταγμα Θείων και Ιερών Κανόνων, τόμος Β’, εκδ. Χαρτοφύλακος, Αθηνήσιν 1852, σελ. 134.
[14] Ό.π.
[15] Ό.π.
[16] Βλέπε τον Α’ κανόνα του Αγίου Βασιλείου.
[17] Ράλλη Γ.Α., και Ποτλή Μ., Σύνταγμα Θείων και Ιερών Κανόνων, τόμος Δ’ – Οι Θείοι και Ιεροί Κανόνες, Κανονικαί Επιστολαί των Αγίων Πατέρων, εκδ. Χαρτοφύλακος, Αθηνήσιν 1854, σελ. 94.
[18] Φειδάς Β., Εκκλησιαστική Ιστορία Α΄, Αθήνα 1997, σελ. 302 - 303.
[19] Ό.π., σελ. 305.
[20] Φειδάς Β., Το Κολλουθιανόν Σχίσμα και αι Αρχαί του Αρειανισμού, Αθήνα 1973, σελ. 84.
[21] Ό.π., σελ. 86.
[22] PG. 26, σελ. 805.
[23] Κωνσταντινίδου Χ., Η αναγνώριση των μυστήριων των ετεροδόξων στις διαχριστιανικές σχέσεις Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικισμού, Εκδ. Επέκταση, Κατερίνη1995, σελ. 152-153.
[24] Ό.π., σελ. 154.
[25] Ό.π., σελ. 156.
[26] Ό.π., σελ. 157.
[27] Ο 95ος κανόνας Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου ορίζει ότι οι Νεστοριανοί δεν αναβαπτίζονται, αλλά μετά την γραπτή ομολογία μπορούν να λάβουν την Θεία Κοινωνία. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι και τα τελούμενα μυστήρια υπ’ αυτών μπορούν να θεωρηθούν έγκυρα μετά την επιστροφή τους, άρα δεν αναχειροτονούνται. Τους οπαδούς άλλων αιρέσεων η Καθολική Εκκλησία δέχεται με βάπτισμα, χρίσμα κλπ. βλ. τον πίνακα Θείων και Ιερών Κανόνων.
[28] Ό.π., σελ. 160.
[29] Βλ. πίνακα των Θείων και Ιερών Κανόνων.
[30] Οι εξής κανόνες αναφέρονται στο ζήτημα του σχίσματος των Δονατιστών: 69, 91, 92, 93, 94, 99, 117, 119.
[32] ΕΠΕ, Άγιος Φώτιος ΙΑ’, σελ. 571.
[33] Βασιλείου, Αρχιεπισκόπου Αγχιάλου, (νυν δε Σμύρνης), Πραγματεία περί του κύρους της Χειροτονίας υπό καθηρημένου και Σχισματικού χειροτονηθέντων, Σμύρνη 1887, σελ. 15- 18.
[34] ΕΠΕ, Μέγας Φώτιος ΙΑ’, σελ. 569.
[35] Ό.π., σελ. 571.
[36] Ό.π.
[37] Ό.π.
[38] Ό.π.
[39] Ό.π., σελ. 581.
[40] Γεδεών Μ., Έγγραφα Πατριαρχικά και Συνοδικά περί του Βουλγαρικού Ζητήματος (1852-1873), εν Κωνσταντινιυπόλει εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου, Πόλις 1908, σελ. 429-430.
[41] Βαβούσκου Α., Λιάντα Γ., Οι θεσμοί του αυτοκεφάλου και του αυτονόμου καθεστώτος στην Ορθόδοξη Εκκλησία, εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2014, σελ. 153.
[42] Ό.π., σελ. 165-157.
[43] Ένα άλλο κανονικό ζήτημα είναι, εάν είχε δικαίωμα η εκκλησία της Μόσχας να καθαιρέσει τους Ουκρανούς κληρικούς ή να επιβάλει οποιαδήποτε μορφή εκκλησιαστικής ποινής χωρίς την άδεια του Οικουμενικού Πατριάρχη, διότι de jure αυτοί πάντα ανήκαν στην Εκκλησία της Νέας Ρώμης.
[44] Βλ. παράρτημα - Θ’ και ΙΖ’ κανόνες της εν Χαλκηδόνι Αγίας και Οικουμενικής Συνόδου.
[45] Ράλλη Γ.Α., Ποτλή Μ., Σύνταγμα Θείων και Ιερών Κανόνων, τόμος Γ΄, εκ της Τυπογραφίας Γ. Χαρτοφύλακος, Αθήνισιν 1853, σελ. 146-150.
[46] Εάν δούμε την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1686 διαβάζουμε: «Ὁ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι ἀγαπητός καί περιπόθητος ἀδελφός καί συλλειτουργός τῆς ἡμῶν μετριότητος (=πατριάρχης Μόσχας) ἔχῃ ἐπ’ ἀδείας χειροτονεῖν Κιέβου Μητροπολίτην κατά την ἐκκλησιαστικήν διατύπωσιν,... ἑνός μόνου φυλαττομένου, δηλαδή ἡνίκα ὁ Μητροπολίτης Κιέβου ἱερουργῶν εἴη τήν ἀναίμακτον θείαν μυσταγωγίαν ἐν τῇ παροικίᾳ ταύτῃ, μνημονεύοι ἐν πρώτοις τοῦ σεβασμίου ὀνόματος τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ὡς ὄντος πηγή καί ἀρχή, ὑπερκειμένου πάντων τῶν πανταχοῦ παροικιῶν τε καί ἐπαρχιῶν…» -
[47] Ράλλη Γ.Α., και Ποτλή Μ., Σύνταγμα Θείων και Ιερών Κανόνων  Δ’ – Οι Θείοι και Ιεροί Κανόνες, Κανονικαί Επιστολαί των Αγίων Πατέρων, εκ  της Τυπογραφίας Γ. Χαρτοφύλακος, Αθηνήσιν 1854, σελ. 89.
[48] Ράλλη Γ.Α., Ποτλή Μ., Σύνταγμα Θείων και Ιερών Κανόνων Γ΄, εκ της Τυπογραφίας Γ. Χαρτοφύλακος, Αθήνισιν 1852, σελ. 688.
[49] Ό.π., σελ. 692.
[50] Ό.π.
[51] Ό.π., σελ. 133.
[52] Ό.π., σελ. 83.
[53] Ό.π., σελ. 529.
[54] Ό.π., σελ. 237.
[55] Ό.π., σελ. 258.