Πέμπτη 2 Απριλίου 2020

ΑΠΆΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΓΡΑΜΜΑΤΕΊΑ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΙΚΉΣ ΒΙΒΛΙΚΉΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΉΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΌΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΊΑΣ ΤΗΣ ΜΌΣΧΑΣ


Απάντηση στην Γραμματεία της Συνοδικής Βιβλικής Θεολογικής Επιτροπής της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Μόσχας

Νικόλαος Γκουργκενίτζε
Πτυχιούχος Θεολογίας
31.03.2020
      Στις 8 Οκτωβρίου του 2019 η Γραμματεία της Συνοδικής Βιβλικής Θεολογικής Επιτροπής της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Μόσχας στην επίσημη ιστοσελίδα της Εκκλησίας της Μόσχας δημοσίευσε ένα άρθρο-σχόλιο με τίτλο: «Περί ακύρου των χειροτονιών των Ουκρανών Σχισματικών και μη κανονικότητας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας[1]». Ως μέλος της Αγίας και Αποστολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και πλέον Πτυχιούχος Θεολογίας, μετά την κατά βάση μελέτη του άνω άρθρου κρίνουμε σκόπιμο να καταθέσουμε μερικές θέσεις-απαντήσεις στο σχόλιο το οποίο δημοσιεύτηκε από την Εκκλησία της Μόσχας παρουσιάζοντας μερικές λανθασμένες εκκλησιολογικές και ιστορικές θέσεις οι οποίες στο τέλος καταλήγουν στην κατηγορία του Αποστολικού και Οικουμενικού Θρόνου, κάτι το οποίο αποτελεί διαστρέβλωση της ιστορικής πραγματικότητας . Απαντάμε τώρα, διότι προ ημερών ανακαλύψαμε την ύπαρξη αυτού του άρθρου.
   Στην εισαγωγή του σχολίου-άρθρου η ΣΒΘΕ (Συνοδική Θεολογική Επιτροπή) τις κανονικές πράξεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου χαρακτηρίζει ως «μονομερείς ενέργειες στην Ουκρανία». Στην πραγματικότητα το ουκρανικό εκκλησιαστικό ζήτημα αποτέλεσε εσωτερική υπόθεση της Εκκλησίας της Νέας Ρώμης διότι ουδέποτε παραχωρήθηκε η Αγιώτατη Μητρόπολη Κιέβου στην δικαιοδοσία της Εκκλησίας της Μόσχας γι’ αυτό και η κατηγορία ότι οι ενέργειες ήταν μονομερείς είναι ανυπόστατη. Εάν δούμε την πράξη του 1686 ξεκάθαρα διαπιστώνουμε ότι η μητρόπολη Κιέβου δεν παραχωρήθηκε, αλλά μόνο και μόνο λόγω πιέσεων και απειλών στον Οικουμενικό Πατριάρχη Διονύσιο Δ’ δόθηκε άδεια χειροτονίας του Μητροπολίτη Κιέβου από τον Πατριάρχη Μόσχας, με τον όρο ότι κατά τις ιερές ακολουθίες θα μνημονευόταν το όνομα του κανονικού επισκόπου του Κιέβου Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχη. Ο καθορισμός του όρου για την μνημόνευση υπογραμμίζει ότι η Μητρόπολη μένει στην δικαιοδοσία της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και δεν παραχωρείται ούτε πλήρως ούτε ελλιπώς στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Μόσχας. Αυτό σημαίνει ότι μετά την εκλογή του Κιέβου από την τοπική κληρολαϊκή συνέλευση και την επικύρωση από τον Οικουμενικό Θρόνο ο Μόσχας θα είχε την άδεια να χειροτονήσει τον Μητροπολίτη Κιέβου. Στο Συνοδικό Γράμμα Εκδόσεως ξεκάθαρα αναφέρεται: «Ὁ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι ἀγαπητός καί περιπόθητος ἀδελφός καί συλλειτουργός τῆς ἡμῶν μετριότητος (πατριάρχης Μόσχας) ἔχῃ ἐπ’ ἀδείας χειροτονεῖν Κιέβου Μητροπολίτην κατά την ἐκκλησιαστικήν διατύπωσιν,... ἑνός μόνου φυλαττομένου, δηλαδή ἡνίκα ὁ Μητροπολίτης Κιέβου ἱερουργῶν εἴη τήν ἀναίμακτον θείαν μυσταγωγίαν ἐν τῇ παροικίᾳ ταύτῃ, μνημονεύοι ἐν πρώτοις τοῦ σεβασμίου ὀνόματος τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ὡς ὄντος πηγή καί ἀρχή, ὑπερκειμένου πάντων τῶν πανταχοῦ παροικιῶν τε καί ἐπαρχιῶν, ἔπειτα τοῦ Πατριάρχου Μοσκοβίας (ως παρόντος στην Θεία Λειτουργία)...». Επίσης αξιοσημείωτο είναι το γεγονός το οποίο αποδεικνύει την ΜΗ παραχώρηση στην Εκκλησία της Μόσχας ο τίτλος του άνω συνοδικού γράμματος το οποίο λέγεται «Συνοδικό Γράμμα Εκδόσεως», μάλιστα αυτό υπογραμμίζει την παράδοση της ΑΔΕΙΑΣ[2]. Σε περιπτώσεις παραχωρήσεως αυτοκεφάλου χρησιμοποιούνται οι εξής όροι: Τόμος και Πράξις. Οι Ρώσοι όμως αρνούνται αυτήν την πραγματικότητα λέγοντας ότι δεν μπορεί να καταργηθεί ένα γράμμα που ισχύει πάνω από διακόσια χρόνια. Σε περίπτωση που το Οικουμενικό Πατριαρχείο παραχωρούσε την Μητρόπολη Κιέβου στην δικαιοδοσία της Μόσχας, κάτι που δεν έγινε, πάλι θα μπορούσε να καταργήσει τέτοιο γράμμα και να πάρει πίσω την Μητρόπολη, διότι η απόφαση ήταν μονομερής και δεν αποτελούσε μιαν διμερή, τριμερή ή πολυμερή συμφωνία ούτως ώστε να χρειαζόταν σύγκληση μιας συνόδου των συμφωνηθέντων μερών[3]. Μάλιστα εάν προσέξουμε τις λέξεις κατά την ανάγνωση του «Γράμματος Εκδόσεως» βλέπουμε πως δεν χρησιμοποιείται «παραχωρώ» αλλά «δίδω», έτσι διαβάζουμε λοιπόν ότι αυτή η άδεια δόθηκε κατ’ οικονομία: «καὶ διδόντως οἰκονομικῶς ἐκείνῳ τὴν τοιαύτην ἄδειαν[4]» Η σημερινή επικρατούσα κατάσταση στην Ουκρανία αποτελεί καρπός της πραξικοπηματικής ενέργειας της Μόσχας πάντοτε με την στήριξη των πολιτικών αρχών της Ρωσίας[5].  Επίσης ως γνωστά γεγονότα τα οποία προηγήθηκαν την έκδοση της άνω άδειας, ήτανε η αντικανονική εισπήδηση στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όταν ο Μόσχας Ιωακείμ με την παραβίαση των Ιερών Κανόνων και άνευ άδειας του Οικουμενικού Πατριάρχη εξέλεξε τον Επίσκοπο Λούτσκ και Βόλιν Γεδεών εις Μητροπολίτη Κιέβου. Τότε τις αντικανονικές ενέργειες του Μόσχας αποδοκίμασε ο τότε Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος[6]. Γι’ αυτό και για να δικαιολογήσουν αυτήν την αντικανονική πράξη, στον Πατριάρχη Διονύσιο Δ’ άσκησαν μεγάλες απειλές και πιέσεις στέλνοντας τον πολιτικό πρέσβη στην Αδριανούπολη. Εφόσον η Μητρόπολη Κιέβου δεν παραχωρήθηκε ποτέ αυτό σημαίνει ότι το ουκρανικό εκκλησιαστικό ζήτημα, όπως ήδη τονίσαμε, αποτελεί εσωτερική υπόθεση, όπως οι παραχωρήσεις των αυτοκεφάλων καθεστώτων στις νεότερες Ορθόδοξες Εκκλησίες, διότι κάποτε αυτές αποτελούσαν μέρος και επαρχίες του Οικουμενικού Θρόνου.
   Η ΣΒΘΕ αναφερόμενη στην υπόθεση του Μητροπολίτη πρώην Κιέβου Φιλαρέτου Ντενισένκο υπογραμμίζεται ότι την καταδικαστική ποινή καθαιρέσεως της Εκκλησίας της Μόσχας αποδέχθηκαν όλες οι Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες. Εδώ πρέπει να αναφερθούμε σε δύο βασικά σημεία: α) την καθαίρεση του Μητροπολίτη πρώην Κιέβου Φιλαρέτου και β) την αποδοχή της απόφασης εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Πρώτον, τίθεται ζήτημα κατά πόσο η απόφαση ήταν κανονική και αρμοδιότητα της Εκκλησίας της Μόσχας να δικάσει και να καθαιρέσει τον Ιεράρχη του Οικουμενικού Θρόνου. Εφόσον ουδέποτε παραχωρήθηκε η Μητρόπολη Κιέβου στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Εκκλησίας Μόσχας όπως αποδείξαμε παραπάνω, de jure ο Μητροπολίτης Φιλάρετος ήταν Ιεράρχης της Εκκλησίας της Νέας Ρώμης, οπότε τίθεται ερώτημα, με ποιο δικαίωμα, χωρίς την άδεια και την συγκατάθεση του Οικουμενικού Πατριάρχη εφάρμοσε η Εκκλησία της Μόσχας την συνοδική καταδικαστική απόφαση περί της καθαιρέσεως του άνω Μητροπολίτη. Δεύτερον, επειδή ο Οικουμενικός Πατριάρχης αποδέχτηκε την απόφαση γι’ αυτό και δέχτηκε το έκκλητο, εάν δεν θα αποδεχόταν πως θα μπορούσε να τον αποκαταστήσει. Αυτή η πράξη της Αγίας και Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Νέας Ρώμης αποδεικνύει ότι η απόφαση της Εκκλησίας της Μόσχας περί της εκπτώσεως του Μητροπολίτη Κιέβου δεν ήταν σωστή, γι’ αυτό και μετά την εξέταση από την αρμόδια εκκλησιαστική αρχή ξαναδικάστηκε η υπόθεση και ο Μητροπολίτης πρώην Κιέβου αποκαταστάθηκε στο αρχιερατικό του αξίωμα. Όσον αφορά τον λόγο της καθαίρεσης, πρέπει οπωσδήποτε να αποδεχτεί η Εκκλησία της Μόσχας ότι αυτή η ποινή επιβλήθηκε επειδή ο Μητροπολίτης πρώην Κιέβου Φιλάρετος, μετά την πτώση της Σοβιετικής Ενώσεως και την ανεξαρτητοποίηση της Ουκρανίας ως κράτους, συγκάλεσε συνόδους και απηύθυνε ΔΥΟ ΕΚΚΛΗΣΕΙΣ: α) στις 1-3 Νοεμβρίου του 1991 και β) στις 22 Ιανουαρίου του 1992 ζητώντας το αυτοκέφαλο καθεστώς. Αξιοσημείωτο γεγονός είναι ότι στις εκκλήσεις υπογράφουν όλοι οι Αρχιερείς (23) (μαζί με τους εκπροσώπους τους) της Μητρόπολης Κιέβου εκ των οποίων οι επτά είναι ακόμα εν ζωῇ: α) Λάζαρος, Αρχιεπίσκοπος Οδυσσού και Ισμαηλίας (νυν Κριμαίας και Συμφερουπόλεως, από το 1992), β) Ιωαννίκιος, Επίσκοπος Λούγανσκ και Σταρόμπελ, γ) Βαρθολομαίος, Επίσκοπος Βολυνίας και Λούτσκ, δ) Ονούφριος, Επίσκοπος Τσερνοβτσί και Βουκουβίνας (νύν Μητροπολίτης εν Κιέβω, από το 2014), ε) Σέργιος, Επίσκοπος Τερνουπόλεως και Κρεμένετς, στ) Ιλαρίων, Επίσκοπος Ιβάνο-Φρανκόφκ και Κολομίας (ο νυν Μητροπολίτης Ντόνετσκ) και ζ) Αλύπιος, Επίσκοπος Ντόνετσκ και Σλαβιάνσκ. Στο ψήφισμα τονίζεται ότι οι Αρχιερείς της Ουκρανίας προειδοποιούν την Εκκλησία της Μόσχας για τους κίνδυνους λέγοντας: «Η δημιουργία μιας ανεξάρτητης Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ανοίγει την ευκαιρία, αποφεύγοντας το σχίσμα και την απομόνωση από την Οικουμενική Ορθοδοξία, για να βελτιώσει περαιτέρω την ανεξαρτησία της, χωρίς να αμαρτάνει εναντίον των ιερών κανόνων, διατηρώντας παράλληλα την αγάπη και την ειρήνη ανάμεσα στα τέκνα της Εκκλησίας[7]». Επίσης τονίστηκε ότι στο ανεξάρτητο πλέον κράτος της Ουκρανίας απαιτείται η ύπαρξη αυτοδιοίκητης και αυτοκέφαλης εκκλησίας. Η απάντηση της Εκκλησίας της Μόσχας ήταν η έναρξη της γνωστής «μαύρης προπαγάνδας» εναντίον του Μητροπολίτη Φιλαρέτου, αυτό το γεγονός μαρτυρείται και στην δεύτερη έκκληση της Ιεράς Συνόδου της Μητρόπολης Κιέβου: «Εν τω μεταξύ, το θρησκευτικό κλίμα, το οποίο άρχισε να μαλακώνει μετά την Συνέλευση της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας επιδεινώθηκε και πάλι. Ορισμένες δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων από τη Μόσχα, σπέρνουν αναταραχή μεταξύ των μοναχών, των κληρικών και των λαϊκών σε ορισμένες περιοχές και συνεπώς εργάζονται πράγματι εναντίον της Ορθοδοξίας στην Ουκρανία. Ορισμένα μέσα μαζικής ενημέρωσης της Μόσχας ξεκίνησαν μια συκοφαντική εκστρατεία κατά του προκαθημένου της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, προσπαθώντας, με βρώμικη συκοφαντία, να συγχέουν τα μυαλά και τις καρδιές των ανίδεων ανθρώπων[8]», ενώ στο τέλος κατέληξαν στην απόφαση περί της καθαιρέσεως του Μητροπολίτη Φιλαρέτου και έκλεισαν το θέμα. Έτσι λοιπόν πραγματικός λόγος της έκπτωσής του ήταν ο αγώνας τον οποίον είχε ξεκινήσει για την αυτοκεφαλία.
   Στο σχόλιο-άρθρο επίσης τονίστηκε ότι οι χειροτονίες της «Ουκρανικής Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας» είναι άκυρες, διότι τελέστηκαν από τους αυτοχειροτόνητους. Αυτή η θέση όμως αποτελεί διαστρέβλωση της πραγματικότητας για τους εξής λόγους: α) προφανώς η ΣΒΘΕ αναφέρεται στην χειροτονία του Μητροπολίτη Τερνοπόλεως και Μούτσας Βασιλείου Μπονταρτσιούκ ο οποίος χειροτονήθηκε στις 31 Μαρτίου του 1990 από τον Μητροπολίτη Λβίβ και Γαλικίας Ιωάννη Μπονταρτσούκ ο οποίος ήταν Ιεράρχης της Εκκλησίας της Μόσχας[9], τον Επίσκοπο Συμφερουπόλεως Βαρλαάμ Ισουσένκο επίσης Ιεράρχη της Εκκλησίας της Μόσχας και τον Επίσκοπο Γιανοπολιάνσκογε Βικέντιο Τσεκάλιν της εκκλησίας των Κατακομβών. Αυτό το γεγονός μαρτυρείται και στο χειροτονητήριο γράμμα το οποίο δημοσιεύτηκε από την ουκρανική ιστοσελίδα «Cerkvarium[10]». Εάν ο Ιωάννης Μπονταρτσούκ δεν ήξερε περί της χειροτονίας του Τσεκάλιν και είχε αμφιβολίες, τότε δεν έκθετε τον κατά σάρκα αδελφό του. Όσον αφορά την χειροτονία του Επισκόπου Βικεντίου Τσεκάλιν για την οποία ανησύχησαν οι Ρώσοι, τις πληροφορίες βρίσκουμε στις  ρωσικές πηγές, σύμφωνα με τις οποίες η χειροτονία του τελέστηκε στις 28 Ιουνίου του 1986 από τον Μητροπολίτη Καλινίσκυ και Κασίνσκι Αλέξιο Κονοπλόφ, Ιεράρχη της Εκκλησίας της Μόσχας, τον Επίσκοπο Ζιτόμυρ και Οβρούτσκι Ιωάννη Μπονταρτσούκ, επίσης Ιεράρχη της Εκκλησίας της Μόσχας και τον Επίσκοπο Ζαλεντσούσκοϊ Βλαδίμηρο Αμπράμοφ της εκκλησίας των Κατακομβών[11]. Εφόσον στην χειροτονία του Τσεκάλιν είχε συμμετάσχει και ο Ιωάννης Μπονταρτσούκ αυτό σημαίνει ότι ήταν σίγουρος για την κανονικότητα της χειροτονίας του. Εκτός απ’ αυτό όταν ο Βικέντιος αποφάσισε να ενταχθεί στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, ο τότε Ουνίτης Μητροπολίτης Λβίβ και Γαλικίας Βλαδίμηρος Στερνιούκ με την εντολή του Πάπα στις 10 Ιανουαρίου του 1991 τον αποδέχτηκε με το οικείο αρχιερατικό βαθμό το οποίο κατείχε στην Ορθόδοξη Εκκλησία χωρίς την αναχειροτονία[12].
   Στο δεύτερο μέρος με τίτλο: «τα όρια εφαρμογής της αρχής της οικονομίας» γίνεται λόγος για την απαραίτητη επίδειξη της μετάνοιας απ’ αυτούς που καθαιρέθηκαν ή χειροτονήθηκαν σε σχίσμα και ζητούν την αποκατάσταση. Ως ένα απ’ τα βασικά επιχειρήματα μας παρουσιάζουν τον Α’ κανόνα του Μεγάλου Βασιλείου όπου διαβάζουμε: «τοὺς δὲ ἐν ταῖς παρασυναγωγαῖς, μετανοίᾳ ἀξιολόγῳ καὶ ἐπιστροφῇ βελτιωθέντας, συνάπτεσθαι πάλιν τῇ Ἐκκλησίᾳὥστε πολλάκις καὶ τοὺς ἐν βαθμῷ συναπελθόντας τοῖς ἀνυποτάκτοις, ἐπειδὰν μεταμεληθῶσιν, εἰς τὴν αὐτὴν παραδέχεσθαι τάξιν», παρακάτω για να υποστηριχθεί το επιχείρημα μάλιστα χωρίς την παραπομπή της πηγής αναφέρεται μια περικοπή εκ του σχολίου του βυζαντινού κανονολόγου του Ιωάννη Ζωναρά (τοὺς δὲ παρασυνάγοντας, συνάπτεθαι πάλιν τῇ ἐκκλησίᾳ, ἐπιστρέφοντας ἐν μετανοίᾳ ἀξιολόγῳ˙ καὶ τοσοῦτον συνάπτεσθαι τῇ ἐκκλησίᾳ, ὤστε καὶ εἰς τὸν αὐτὸν πολλάκις, ἀντὶ τοῦ, ἔστιν ὅτε, παραδέχεσθαι αὐτοὺς βαθμὸν), του Θεοδώρου Βαλσαμώνος (τοὺς δὲ παρασυναγάγοντας, συνάπτεσθαι πάλιν τῇ ἐκκλησίᾳ μετανοοῦντας ἀξίως, ὥστε καὶ εἰς τοὺς προτέρους βαθμοὺς πολλάκις παραδέχεσθαι) και του Αλεξίου Αριστήνου (Οἱ τοιοῦτοι γὰρ μεταμεληθέντες, καὶ μετανοίᾳ ἀξιολόγῳ καὶ ἐπιστροφῇ βελτιωθέντες, συνάπτονται πάλιν ὡς ἕν σῶμα τῇ ἐκκλησίᾳ). Στη συνέχεια γίνεται λόγος περί του Η’ κανόνος της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, στον οποίο αναφέρεται ότι μόνο με έγγραφη ομολογία μπορεί να γίνουν δεκτοί οι σχισματικοί και αναφέρεται η περίπτωση των Ναυατιανών και των Εικονομάχων.
   Εδώ έντονα φαίνεται η πλήρης άγνοια του Κανονικού Δικαίου και της Εκκλησιαστικής Ιστορίας των συντακτών του παρόντος σχολίου-άρθρου. Άλλο πράγμα είναι η «παρασυναγωγή» στην οποία αναφέρεται ο Μέγας Βασίλειος στον Α’ κανόνα του και άλλο το σχίσμα. Ναι μεν μοιάζουν αυτοί οι δυο κανονικοί όροι με το περιεχόμενο, αλλά και διαφέρουν αρκετά. Η παρασυναγωγή γίνεται όταν οι αρχιερείς, ιερείς κλπ. συγκαλούν μια σύνοδο χωρίς την άδεια της κανονικής εκκλησίας και με πραξικοπηματικό τρόπο αποκηρύττουν και καταδικάζουν την διοικούσα εκκλησία και τις αποφάσεις της. Πριν την καθαίρεση ή παύση των συμμετεχόντων στην παρασυναγωγή αυτό δεν αποτελεί ακόμη σχίσμα, ενώ μετά την συνοδική ποινική δίωξη δημιουργείται το σχίσμα. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο ο Μέγας Βασίλειος ζητά την ένδειξη μετάνοιας γραπτώς ή προφορικώς γι’ αυτούς που κάποτε είχαν αποκηρύξει την κανονική εκκλησία, σ’ αυτό αναφέρονται οι ανωτέρω βυζαντινοί κανονολόγοι. Το σχίσμα γίνεται όταν ένας ή πολλοί επίσκοποι καθαιρούνται και δημιουργούν νέα εκκλησιαστική δομή και με αυτόν τον τρόπο απομακρύνονται από την κανονική εκκλησία, αλλά δεν την αποκηρύττουν σε κάθε περίπτωση. Όσον αφορά την αποδοχή των Ναυατιανών ή αλλιώς των Καθαρών ο Ζωναράς γράφει: «ὁ κανὼν οὗτος ὁρίζει, ὁμολογοῦντας ἐγγράφως, ὅτι τὰ τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας τηρήσουσι δόγματα, καὶ τοὺς δι᾽ἀνάγκη ἀδνησάμενους τὸν Χριστὸν δέξονται, καὶ οἰκονομήσουσιν αὐτοὺς κατὰ τοὺς καιροὺς[13]». Ο κανονολόγος ερμηνεύοντας τον παρόντα κανόνα αναφέρει ότι πρέπει γραπτώς να ομολογήσουν την πίστη και τα δόγματα της Καθολικής Εκκλησίας και όχι να υποβάλουν μετάνοια επειδή βρέθηκαν σε σχίσμα. Το θέμα για τους Ναυατιανούς δεν ήταν μόνο διοικητικό όπως στην περίπτωση της Εκκλησίας της Ουκρανίας, αλλά και δογματικό. Το ίδιο ισχύει και για την αποδοχή των εικονομάχων. Η Εκκλησία ζήτησε την ένδειξη της γραπτής ή προφορικής μετάνοιας, διότι εικονομαχία για την Εκκλησία θεωρείται αίρεση, οπότε οι εικονομάχοι ήταν αιρετικοί, γι’ αυτό το λόγο απαιτείτο η ομολογία πίστεως.
   Στο ίδιο μέρος του σχολίου-άρθρου όπου γίνεται λόγος περί της εφαρμογής της εκκλησιαστικής οικονομίας, η ΣΒΘΕ υποστηρίζει ότι η άρση της ποινής της καθαίρεσης γίνεται μόνο από την ίδια εκκλησιαστική αρχή από την οποία επιβλήθηκε και αναφέρονται Ιεροί Κανόνες, όπως 5ος της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, 32ος Αποστολικό και 6ος της εν Αντιοχεία Συνόδου. Με αυτόν τον τρόπο προσπαθούν να δείξουν ότι δεν μπορεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο να εφαρμόσει το έκκλητο, υποστηρίζοντας ότι αφού η Εκκλησία της Μόσχας καθαίρεσε τους Ουκρανούς Ιεράρχες, η Εκκλησία της Νέας Ρώμης δεν δικαιούται να κάνει την άρση της καθαίρεσης, γι’ αυτό μόνο η ίδια εκκλησία ή Οικουμενική Σύνοδο μπορεί να κάνει την άρση.
   Βεβαίως αυτά τα επιχειρήματα τα οποία παρουσιάσαμε λίγο παραπάνω είναι εντελώς ανυπόστατα και εκτός της ιστορικής πραγματικότητας. Πρώτον, το δικαίωμα του εκκλήτου αλλά και τα προνόμια του Πάπα στον Οικουμενικό Πατριάρχη δόθηκε ήδη από την Β’ Οικουμενική Σύνοδο κατά το έτος 381 (βλ. Γ’ κανόνα). Ο Ζωναράς ερμηνεύοντας τον Γ’ κανόνα της Συνόδου αναφέρει ότι: «οἱ ἐκατὸν πεντήοντα θεοφιλέστατοι ἐπίσκοποι, τὰ ἴσα πρεσβεῖα απένειμον τῷ τῆς Νέας Ῥώμης ἁγιωτάτῳ θρόνῳ[14]». Έτσι λοιπόν ήδη κατά το έτος 343 συνοδικά κατωχειρώθηκε το δικαίωμα του εκκλήτου του Επισκόπου Ρώμης από την Σύνοδο της Σαρδικής (βλ. ΣΤ’ κανόνα). Αυτό επικυρώθηκε και από τον ΛΣΤ’ κανόνα της εν Τρούλλω Οικουμενικής Συνόδου: «ὁρίζομεν, ὥστε τὸν Κωνσταντινουπόλεως θρόνον τῶν ἴσων ἀπολαύειν πρεσβείων τοῦ τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης θρόνου, καὶ ἐν τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς[15]», το ίδιο επαναλαμβάνει και ο ΚΗ’ κανόνας της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου. Επειδή όμως στον Γ’ κανόνα της Β’ Οικουμενικής Συνόδου υπήρχε κάποια ασάφεια, η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος το 451 εξέδωσε τον Θ’ και τον ΙΖ’ κανόνα όπου με σαφήνεια υπογράμμισε ότι κληρικός από οποιαδήποτε τοπική εκκλησία μπορεί προσφύγει για έκκλητο προς τον Οικουμενικό Θρόνο. Ο Βυζαντινός Κανονολόγος Θεόδωρος Βαλσαμών ερμηνεύοντας τον ΙΒ΄ κανόνα της εν Αντιοχεία Συνόδου γράφει: «παντὶ καταδικαζωμένῳ καὶ ἀδικεῖσθαι οἰομένῳ, ἡ τῆς ἑκκλήτου ἐδόθη βοήθεια…. ἡ δὲ δευτέρα οἰκουμενικὴ σύνοδος καὶ ἡ δ’ δεδώκασι τῷ πατριάρχῃ Κωνσταντινουπόλεως τἀ προνόμια τοῦ πάπα, καἰ ὥρισαν κατ᾽ἐκεῖνον ἐπὶ πᾶσι τιμᾶσθαι ἐξ ἀνάγκης ἐκκλήτῳ οὐχ ὑποπέσει ἡ τούτου ἀπόφασις, ὥσπερ οὐδὲ ἡ βασιλικὴ ἀπόφασις ἀνακρίνεται, διὰ γὰρ τοῦτο, ὡς ἔνοικε, καὶ τὰ συνοδικὰ σημειώματα κατὰ τὰ προνόμια τῶν βασιλικῶν σημειωμάτων ἀπολύονται. Τούτο δὲ οὔτως ἔχοντος, πάντως ἀπρακτοῦσι καἰ τὰ λοιπὰ δικαιολογήματα. Κἄν γὰρ ἱερατικούς τινας δικάση ὁ πατριάρχης, κἄν λαϊκοὺς, κἄν λαϊκὸν μετὰ ἱερωμένου, κἄν διὰ βασιλικῆς προστάξεως, κἄν οἰκείῳ δικαίῳ, κἄν μετὰ συνδικαστοῦ, κἄν μόνος, πάσης ἀνακρίσεως ἔσται ἐπέκεινα καὶ τολμήσας ἐκκαλέσασθαι εἰς βασιλέα χάριν τοῦ ἀνακαινισθῆναι τὴν πατριαρχικὴν ἀπόφασιν, ὑπόδικος ἔσται τῷ παρόντι κανόνι. Εἰ γὰρ οὐκ ἐφεῖται βασιλέα ὀχλεῖν χάριν τοῦ άνακριθῆναι τὴν τοῦ δεῖνος μητροπολίτου ἀπόφασιν, πολλῷ πλέον οὐκ ἐκχωρηθήσεται πατριαρχικήν διάγνωσιν παρά βασιλεῖ γίνεσυαι εἰσαγώγιμον[16]». Διατυπώνουμε λοιπόν ότι η απόφαση του Οικουμενικού Πατριάρχη δεν υπόκειται ούτε σε έκκλητο ούτε σε ανάκριση από καμία άλλη τοπική εκκλησία. Σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες και την Εκκλησιαστική Ιστορία εάν ένας κληρικός καθαιρεθεί μπορεί να αποκατασταθεί α) ή από την ίδια εκκλησία η οποία τον καθαίρεσε, β) ή από την Οικουμενική Σύνοδο, γ) ή από τον Οικουμενικό Θρόνο της Νέας Ρώμης. Στην περίπτωση της αποκατάστασης των Ουκρανών Ιεραρχών το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποκατέστησε τους κληρικούς του, διότι όπως διατυπώσαμε παραπάνω η Μητρόπολη Κιέβου δεν παραχωρήθηκε ποτέ στην Εκκλησία της Μόσχας.
   Στο τρίτο μέρος με τίτλο: «η έλλειψη νομιμότητας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας» οι συντάκτες του παρόντος σχολίου-άρθρου υποστηρίζουν ότι εφόσον δεν ενσωματώθηκε η πλειοψηφία των Ουκρανών Ορθοδόξων στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας αυτό σημαίνει ότι στερείται νομιμότητας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία ουδέποτε μετρούσε και μετράει το ποίμνιο, διότι η αλήθεια δεν είναι στην πλειοψηφία των αριθμών. Όπως γνωρίζουμε στην ιστορική Ενωτική Σύνοδο η οποία πραγματοποιήθηκε στην Αγία Σοφία του Κιέβου στις 15 Δεκεμβρίου του 2018 από την Εκκλησία της Μόσχας πήγαν μόνο δυο αρχιερείς. Άλλοι δέκα αρχιερείς[17] είχαν συμφωνήσει να συμμετάσχουν αλλά οι γνωστοί μέθοδοι της Μόσχας τους εμπόδισε. Στη συνέχεια το άρθρο ονομάζει την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας «εθνική εκκλησία», αλλά δυστυχώς εύστοχα ξεχνά ότι την αρχή της αίρεσης του εθνοφυλετισμού ξεκίνησε η Μόσχα, διότι ακριβώς για εθνικούς και πολιτικούς λόγους αποκόπηκε από το κανονικό σώμα της Εκκλησίας ρωσοποιόντας την Μητρόπολη Μόσχας[18].
   Στο τέταρτο μέρος με τίτλο: «η παραμόρφωση του ρόλου του πρώτου επισκόπου στην Ορθόδοξη Εκκλησία» παρουσιάζονται πολλές αντιεκκλησιολογικές διδασκαλίες, στις οποίες φαίνεται να πιστεύει η Εκκλησία της Μόσχας αγνοώντας μάλιστα τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων. Το βασικό ερώτημα το οποίο θέτει η ΣΒΘΕ αφορά τις εκκλησιαστικές ευθύνες του Πρώτου Επισκόπου στην Ορθόδοξη Εκκλησία, δηλαδή του Οικουμενικού Πατριάρχη. Όπως γνωρίζουμε στην Α’ χιλιετία το κεντρικό ρόλο στην Εκκλησία κατείχε η Οικουμενική Σύνοδος η οποία διευθετούσε όλες τις εκκλησιαστικές υποθέσεις. Αυτές οι Σύνοδοι συγκαλούνταν με την πρωτοβουλία των Βυζαντινών αυτοκρατόρων και προέδρευαν οι Ανατολικοί Πατριάρχες μαζί με τους  εκπροσώπους της Εκκλησίας της Ρώμης. Μετά την διάλυση της Πενταρχίας η διοικούσα αρχή από την Οικουμενική Σύνοδο πέρασε στην Ενδημούσα Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως, και αργότερα στην Πατριαρχική Σύνοδο του Οικουμενικού Θρόνου. Στην ουσία η δεύτερη αποτέλεσε μια συνέχεια και εξέλιξη της πρώτης. Έτσι λοιπόν εφόσον στην Β’ χιλιετία η Εκκλησία της Ρώμης δεν ήταν σε ευχαριστιακή κοινωνία με τους Ανατολικούς Πατριάρχες στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υπήρχαν πλέον δυο ίσα πρωτεία της Πρεσβυτέρας Ρώμης και της Νέας Ρώμης, αλλά μόνο ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ως κεφαλή και μητέρα όλων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών. Η Εκκλησία της Νέας Ρώμης έγινε Πρωτεύθυνη Εκκλησία για την διατήρηση της ενότητας της Εκκλησίας. Όλες οι μεγάλες σύνοδοι γινόντουσαν στην Κωνσταντινούπολη οι οποίες συγκαλούνταν από τον Οικουμενικό Πατριάρχη και  προέδρευαν πάντα αυτοί (οι Κωνσταντινουπόλεως). Το συνοδικό γράμμα του Πατριάρχη της Νέας Ρώμης Γαβριήλ Γ προς τον Αλεξανδρείας Γεράσιμο γράφοντας για ένα συγκεκριμένο ζήτημα[19] συναντάμε μια διατύπωση σχετικά για τον ιδιαίτερο ρόλο της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης: «τότε θέλει ἀκολουθήσει πάλιν παρὰ τοῦ Οἰκουμενικοῦ τούτου θρόνου τὸ ποιητέον, ὃστις πρὸς τοὶς ἄλλοις προνόμιον κέκτηται διευθετεῖν καὶ ρυθμίζειν τὸ ἀπανταχοῦ χριστιανικόν πλήρωμα εἰς τὰ ὀρθά τῆς Ἐκκλησίας δόγματά τε καὶ διατάγματα καὶ τὰς ἐξ ἀρχῆς παραδόσεις, καὶ ἐπιβλέπειν δριμύτερον ἐπὶ τοὺς παρεκτρεπομένους τῶν ἐκκλησιαστικῶν διατάξών τε καὶ παραδόσεων[20]». Μάλιστα η Πατριαρχική Σύνοδος η οποία αντικατέστησε τον θεσμό της Οικουμενικής Συνόδου στην Β’ χιλιετία θα μπορούσε να καθαιρέσει ακόμα και άλλους πατριάρχες, αρχιεπισκόπους, μητροπολίτες ή επισκόπους. Για παράδειγμα, μετά από πρόσκληση του αυτοκράτορα της Ρωσίας συνήλθε στην Μόσχα υπό την προεδρία του Οικουμενικού Πατριάρχη Σύνοδος όπου συμμετείχαν και οι άλλοι τρεις ανατολικοί Πατριάρχες και αυτή καθαίρεσαν τον Πατριάρχη Μόσχας Νίκωνα. Εάν δούμε τα πρακτικά διατυπώνουμε ότι οι Αγία Τετραρχία δίκασε και τον Αυτοκράτορα και τον Πατριάρχη Μόσχας Νίκωνα[21]. Τα αποκλειστικά προνόμια του Οικουμενικού Πατριάρχη έχουν επικυρωθεί από τις Οικουμενικές Συνόδους και είναι πάνω από τους Προκαθημένους, όχι μόνο κατά πρεσβεία τιμής, αλλά και κατά πρεσβεία προνομίων. Αυτό επίσης αποδεικνύεται και στην γνωστή επίσκεψη του Πατριάρχη Αντιοχείας στην Μόσχα όταν οι πολιτικές αρχές ζήτησαν την ανύψωση της Μητρόπολης Μόσχας σε πατριαρχείο, αλλά ο Αντιοχείας το θέμα παρέπεμψε στον Οικουμενικό Θρόνο ως αρμόδια αρχή. Στο Χρυσόβουλο-Τόμο περί της ανυψώσεως της Μητρόπολης Μόσχας σε πατριαρχείο διατυπώνεται ο ρόλος της Εκκλησίας της Νέας Ρώμης: «ὁμολογοῦμεν καὶ τελοῦμεν ἐν τῇ βασιλευούσῃ πόλει Μόσχᾳ τὴν ἐγκαθίδρυσιν καὶ τὸν διορισμὸν τοῦ κυρίου Ἰώβ Πατριάρχου, ἵνα καὶ εἰς τὸ μέλλον τιμᾶται καὶ ὀνομάζηται μεθ’ ἡμῶν τῶν Πατριαρχῶν καὶ ἔχῃ τὴν τάξιν εἰς τὰς εὐχὰς μετὰ τὸν τῶν Ἱεροσολύμων, καὶ ἵνα ὡς κεφαλὴν καὶ ἀρχὴν ἔχῃ αὐτὸς τὸν Ἀποστολικὸν Θρόνον τῆς τοῦ Κωνσταντίνου πόλεως ὡς καὶ οἱ ἄλλοι Πατριάρχαι[22]». Αξιοσημείωτο και βαρυσήμαντο γεγονός είναι η αποστολή των ερωτήσεων της Εκκλησίας της Μόσχας κατά το έτος 1663 στην Πατριαρχική Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως όπου οι Ρώσοι θέσανε μερικά εκκλησιαστικά ζητήματα και ζητούσαν τις απαντήσεις των Τεσσάρων Πατριαρχών. Η μια απ’ τις ερωτήσεις αφορούσε τον ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Ορθόδοξη Εκκλησία και το θέμα του εκκλήτου: «Εἰ τῷ Κωνσταντινουπόλει Θρόνῳ ἐφεῖται πᾶσα κρίσις ἄλλων Ἐκκλησιῶν καὶ παρ᾽αὐτοῦ λαμβάνει ἐκάστη ὑπόθεσις ἐκκλησιαστική πέρας;[23]». Η Σύνοδος των Πατριαρχών απάντησε: «Τὸ προνόμιον τοῦτο τῷ Πάπᾳ Ρώμης ἦν πρὸ τοῦ διαρραγῆναι τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας ὑπὸ ἀλαζονίας καὶ ἐθελοκακίας, ἤδη δὲ ἐκείνου διαρραγέντος, αἱ ὑποθέσεις πᾶσαι τῶν Ἐκκλησιῶν εἰς τὸν τῆς Κωνσταντινουπόλεως Θρόνον άναφέρονται, καὶ παρ᾽ αὐτοῦ τἀς ἀποφάσεις λαμβάνουσιν ὡς τὰ ἵσα πρωτεῖα κατὰ τοὺς κανόνας ἔχοντος τῆς παλαιᾶς Ρώμης, φησί γάρ ὁ τέταρτος κανὼν τῆς Σαρδικὴς, ἐἀν τις ἐπίσκοπος καθαιρεθῇ τῇ κρίσει τῶν ἐπισκόπων τῶν ἐν γειτνίᾳ τυγχανόντων, καὶ φάσκῃ πάλιν ἑαυτῷ ἀπολογία πρᾶγμα, μὴ πρότερον εἰς τὴν καθέδραν αὐτοῦ ἔτερον τοὺτον ὄρον ἐξενέγκοι, ὄτι δὲ τὸ προνόμιον τοῦτο ἐπἰ τὸν Οἰκουμενικὸν Θρόνον μετανήνεκται[24]». Μάλιστα η Πατριαρχική Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης η οποία αντικατέστησε τον θεσμό της Οικουμενικής Συνόδου στην Β’ χιλιετία θα μπορούσε να καθαιρέσει ακόμα και πατριάρχες, αρχιεπισκόπους, μητροπολίτες ή επισκόπους.
   Πρέπει να τονιστεί και ένα απαράδεκτο γεγονός το οποίο μας επιβεβαιώνει ότι η εν Μόσχα Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αποδέχεται πλήρως τις αποφάσεις των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων. Εάν προσέξουμε, από το εκκλησιαστικό λεξιλόγιο έχει εξαφανιστεί εντελώς ο κανονικός τίτλος του Κωνσταντινουπόλεως και αντί να τον μνημονεύουν ως «Οικουμενικό Πατριάρχη», απλά τον αναφέρουν ως «Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως». Παλιότερα η κατάσταση ήταν διαφορετική, για παράδειγμα εάν δούμε το γράμμα του Μόσχας Αδριανού προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη αναφέρει το εξής: «Τῷ Παναγιωτάτῳ καὶ Παμμακαριωτάτω Αὐθέντῃ καὶ Δεσπότῃ ἀδελφῷ καὶ συλλειτουργῷ τῆς ἡμῶν μετριότηρος κυρίῷ Καλλινίκῷ, Ἀρχιεπίσκοπο τῆς Κωνσταντινιυπόλεως νέας Ρώμης καὶ Οἰκουμενικῷ Πατριάρχῃ, ἐν Κυρίῳ ἀσπασμόν καὶ χαιρετισμὸν ἀπονέμει[25]».
   Στο τέλος καταλήγοντας στο συμπέρασμα μπορούμε να πούμε ότι η Εκκλησία της Μόσχας δεν αποδέχεται πλήρως τις αποφάσεις των Αγίων και Οικουμενικών Συνόδων αλλά επιλεκτικώς, κάτι το οποίο την οδηγεί εκτός Ορθοδοξίας.
  
  






















Παράρτημα Α’
Αλληλογραφία του Ρώσου Αυτοκράτορα Πέτρου Α’ και του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιερεμία περί της καταργήσεως του πατριαρχικού καθεστώτος της Εκκλησίας της Μόσχας
Επιστολή του Ρώσου Αυτοκράτορα Πέτρου Α᾽ - 30.09.1721[26]
   Τῷ Παναγιωτάτῳ, σοφωτάτῳ τε καὶ λογιωτάτῳ Οἰκουμενικῷ Πατριάρχῃ Νέας Ῥώμης, Κυρίῳ, Κυρίῳ Ἱερεμίᾳ, τῷ ἐν Χριστῷ Ἡμῶν Πατρί, τὸ ἀνῆκον σέβας, χαίρειν ἀδελφικῶς προσαγορεύομεν.
   Ὡς εὐπειθὴς υἱὸς τῆς περιποθήτου ἡμῶν Μητρός, Ὀρθοδόξου, Καθολικῆς Ἐκκλησίας, διατηρῶν πάντοτε τὴν εὐλάβειαν πρὸς τὴν Ὑμετέραν Παναγιότητα, ὡς πρῶτον αὐτῆς τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας Ἀρχιποίμενα, καὶ κατὰ πνεῦμα Ἡμῶν Πατέρα…
    … Ἀμελήσωμεν τὴν διόρθωσιν τῆς τε Ἐκκλησιαστικῆς Διοικήσεως καὶ τοῦ Ἱερατείου, καὶ ἵνα μὴ εὑρεθῶμεν ἀναπολόγητοι, ὅτε ὁ ἀπροσωπόληπτος Κριτὴς μέλλει ζητεῖν παρ’ Ἡμῶν λόγον περὶ τῆς τοσαύτης παρ’ Αὐτοῦ ἐγχειρισθείσης Ἡμῖν ἐπιστασίας. Ὅθεν κατὰ τὸ παράδειγμα τῶν πρώτων ἐν τε τῇ Παλαιᾷ καὶ ἐν τῇ Νέᾳ Διαθήκῃ εὐσεβῶν Βασιλέων, ἀναλαβόντες φροντίδα καὶ ζῆλον ἕνεκα τῆς τε Ἐκκλησιαστικῆς διορθώσεως καὶ τοῦ Ἱερατείου, καὶ μὴ ἔχοντες εἰς τοῦτο ἀρμοδιώτερον μέσον, παρὰ τὴν Συνοδικὴν Διοίκησιν, διὰ τοῦτο μετὰ πολλὴν ὀρθὴν κρίσιν καὶ βουλὴν μετά τε τοῦ Ἱερατείου καὶ τοῦ τῶν λαϊκῶν τάγματος τοῦ Ἡμετέρου Βασιλείου, ἐνεκρίναμεν συστῆσαι Πνευματικὴν Σύνοδον, ἰσοδυναμοῦσαν τοῖς Πατριάρχαις, ὅ ἐστι, μίαν ἀνωτάτην πνευματικὴν Διοικητικὴν Ὁμήγυριν, πρὸς Κυβέρνησιν τῆς Ῥωσσικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Ἡμετέρου Βασιλείου Κράτους, ἀπὸ ἄξια ἱερωμένα ὑποκείμενα Ἀρχιερέων τε καὶ Κοινοβιαρχῶν, ἀποχρῶντα τὸν ἀριθμόν, καὶ διετάξαμεν Ἡμετέρῳ θεσπίσματι πᾶσι τοῖς ὑπηκόοις Ἡμῶν, κληρικοῖς τε καὶ λαϊκοῖς λογίζεσθαι ταύτην σεβασμίαν καὶ ἱκανὴν Διοίκησιν, καὶ ὑπείκειν αὐτῇ τῇ Συνόδῳ ἐν πᾶσι τοῖς Ἐκκλησιαστικοῖς πράγμασι, καθὼς ὑπετάσσοντο τοῖς πρότερον Πατριάρχαις πάσης Ῥωσσίας. Ταύτῃ τε τῇ Ἱερᾷ καὶ Ἁγιωτάτῃ Συνόδῳ διωρίσαμεν, διὰ τῆς γενομένης διατάξεως, ὅπως διοικῶσι τὴν Ἁγίαν Ἐκκλησίαν…
   Ἐπειδὴ δὲ Ἡμεῖς πανευμενῶς προσετάξαμεν ταύτῃ τῇ Ἁγιωτάτῃ Πνευματικῇ Συνόδῳ ἔχειν μετὰ τῆς Ὑμετέρας Παναγιότητος ἀναφορὰν καὶ ἀλληλογραφίαν ἐν πάσαις ταῖς Ἐκκλησιαστικαῖς ὑποθέσεσιν, ἀξιοῦμεν καὶ τὴν Ὑμετέραν Παναγιότητα, ὅπως εὐδοκήσαντες διατηρῆτε μετὰ τῆς Συνόδου ταύτης ἀλληλογραφίαν καὶ ἀναφορὰν περὶ τὰς πνευματικὰς ὑποθέσεις…

Απαντητική Επιστολή του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιερεμία – 23.09.1723[27]
   … Διορισθεῖσαν Σύνοδον ἐν τῇ Ῥωσσικῇ ἁγίᾳ μεγάλῃ Βασιλείᾳ εἶναι καὶ λὲγεσθαι Ἡμετέρα ἐν Χριστῷ Ἀδελφή, Ἁγία καὶ Ἱερὰ Σύνοδος παρὰ πάντων τῶν εὐσεβῶν καὶ ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ἱερωμένων τε καὶ λαϊκῶν, ἀρχόντων καὶ ἀρχομένων, καὶ ἀπὸ παντὸς προσώπου ἀξιωματικοῦ, καὶ ἔχει ἄδειαν τελεῖν καὶ ἐπιτελεῖν ὅσα οἱ τέσσαρες Ἀποστολικοὶ Ἁγιώτατοι Πατριαρχικοὶ Θρόνοι…














Παράρτημα Β’
Επιστολή του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Δοσιθέου προς τον Πατριάρχη Μόσχας για τις αντικανονικές πράξεις στην Ουκρανία[28]
   Ἲσως ἐπιθυμεῖτε, ἲνα και τήν Ἱερουσαλήμ κατατάσωμεν ὑμετέραν ἐπισκοπήν και νίπτωμεν τούς πόδας ὑμῶν…Μήπως εἶναι μικρόν τό ὃτι ἡ Μητρόπολις Μόσχας προεβιβάσθη εἰς Πατριαρχεῖον και ἐκλέγεσθε ὑπό Συνόδου και θεωρεῖσθε ὑφ ὃλων Πατριάρχης;  Ἀλλ’ ἐπεθυμήσατε και ξένην ἐπαρχίαν! Θα ἦτο ἱκανόν να μείνητε ἐπίτροπος τοῦ Πατριαάρχου Κωνσταντινουπόλεως ἐν σχέσει προς τον Μητροπολίτην Κιέβου. Λέγετε δέ ὃτι ἦτο ἀνάγκη και ἐχειροτονήσατε τον Μητροπολίτην Κιέβου, ἡμεῖς ὃμως νομίζομεν ὃτι δεν ὑπῆρχεν ἀνάγκη, ἀλλά φιλοκτημοσύνη. Ἂνευ δε ἀγάγκης διατί να μεταίρωνται τά ὃρια τῶν πατέρων; Τίς δύναται τοῦτο να συγχωρήση; Πράξαντες τοῦτο ῍άνευ οὐδεμιᾶς ἀνάγκης, ἀλλά προς ἱκανοποίησιν μόνον τής ὑμετάρας φιλοδοξίας ἀντί ἀγαθού προξενεῖτε κακόν και ἑαυτοῖς και τῆ Ἐκκλησία. Πρῶτον διότι ἐβλάβη ἡ ὑμετέρα τιμή, δεύτερον διότι τοῦτο εἶναι ταπείνωσις και σύγχυσις διά την Ἀνατολικήν Ἐκκλησιαν και παραβίασις τῆς εἰρήνης τῶν χριστιανών τῆς Μητροπόλεως ἐκείνης, διότι οἱ ὑπαγόμενοι ὑπό την Πολωνίαν χριστιανοί δυνατόν να ἐκλέξωσιν ἓτερον Μητροπολίτην.











ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ’
Χειροτονητήριο Γράμμα του Μητροπολίτη Βασιλείου Μπονταρτσούκ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ’
Βεβαίωση αποδοχής του Βικεντίου Τσεκάλιν στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία με τον οικείο αρχιερατικό βαθμό
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
¨      Βαβούσκος Α., Λιάντας Γ., Θεσμοί του αυτοκεφάλου και του αυτονόμου καθεστώτος στην Ορθόδοξη Εκκλησία, εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2014.
¨      Δελικάνη Κ., Πατριαρχικά Έγγραφα Β’, εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου, εν Πόλει 1904.
¨      Δελικάνη Κ., Πατριαρχικά Έγγραφα Γ’, εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου, εν Πόλει 1905.
¨      Ράλλη Γ.Α., και Ποτλή Μ., Σύνταγμα Θείων και Ιερών Κανόνων, τόμος Β’, εκδ. Χαρτοφύλακος, Αθηνήσιν 1852.
¨      Ράλλη Γ.Α., Ποτλή Μ., Σύνταγμα Θείων και Ιερών Κανόνων, τόμος Γ΄, εκ της Τυπογραφίας Γ. Χαρτοφύλακος, Αθήνισιν 1853.
¨      Οικουμενικός Θρόνος και η Εκκλησία της Ουκρανία - Τα Κείμενα Ομιλούν, 2018.
Διαδικτυακές Πηγές:
¨      https://orthodoxia.info/news/ιστορικη-επιστολη-όταν-ο-ιεροσολύμων/.
¨      https://panorthodoxsynod.blogpost.com/2020/03/blog-post_86.html.
¨      https://panorthodoxsynod.blogpost.com/2020/03/blob-post_58/html?m=1.


[1]http://www.patriarchia.ru/gr/db/text/5510107.html?fbclid=IwAR0O5SfvfuSUvnilNJIxSMkIMG80kJmOnGEErMP6HMqVQKFB-80fxptRH7g.
[2] Βλέπε την μελέτη: «Οικουμενικός Θρόνος και η Εκκλησία της Ουκρανίας - Τα Κείμενα Ομιλούν», σελ. 10.
[3] Βλέπε την περίπτωση της Ρωσικής Εκκλησίας, όταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις 23 Σεπτεμβρίου του 1723 κατήργησε το Πατριαρχείο Μόσχας το οποίο είχε ιδρυθεί κατά το έτος 1589 και εγκαθίδρυσε την «Πνευματική Σύνοδο – Ιερά Σύνοδο». Βλέπε την αλληλογραφία του Ρώσου Αυτοκράτορα Πέτρου Α’ και του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιερεμία στο παράρτημα Α’.
[4] Ό.π., σελ. 22.
[5] Για αυτήν την κατάσταση επίσημα γραπτώς διαμαρτυρήθηκε ο Οικουμενικός Θρόνος κατά την παραχώρηση του αυτοκεφλαόυ καθεστώτος στην Εκκλησία της Πολωνίας: «γέγραπται γὰρ ὅτι ἀπὸ τοῦ καθ᾿ ἡμᾶς Θρόνου ἀρχικὴ ἀπόσπασις τῆς Μητροπόλεως Κιέβου καὶ τῶν ἐξ αὐτῆς ἐξαρτωμένων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν Λιθουανίας καὶ Πολωνίας καὶ προσάρτησις αὐτῶν τῇ Ἁγίᾳ Ἐκκλησίᾳ Μόσχας οὐδαμῶς συνετελέσθη συμφώνως ταῖς νενομισμέναις κανονικαῖς διατάξεσιν, οὐδ᾿ ἐτηρήθησαν τὰ συνομολογηθέντα περὶ πλήρους ἐκκλησιαστικῆς αὐτοτελείας τοῦ Μητροπολίτου Κιέβου-, φέροντος τὸν τίτλον Ἐξάρχου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου» - Βαβούσκος Α., Λιάντας Γ., Θεσμοί του αυτοκεφάλου και του αυτονόμου καθεστώτος στην Ορθόδοξη Εκκλησία, εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2014, σελ. 194.
[6] Βλέπε το παράρτημα Β’ την επιστολή του Πατριάρχη Δοσιθέου προς τον Μόσχας Ιωακείμ.
[7] https://www.ec-patr.org/docdisplay.php?lang=gr&id=2566tla=gr.
[8] https://www.ec-patr.org/docdisplay.php?lang=gr&id=2566tla=gr.
[9] Αν και ήταν καθηρημένος αυτό δεν αλλάζει κάτι, διότι οι Ιεροί Κανόνες επιτρέπουν την αποκατάσταση του υπό καθηρημένου χειροτονηθέντος. Στην εκκλησιαστική ιστορία συναντάμε πολλές τέτοιες περιπτώσεις. Για λεπτομέρειες βλέπε: Γκουργκενίτζε Ν., Το ζήτημα της αποκατάστασης των εν σχίσματι χειροτονηθέντων στην Κανονική Εκκλησία σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες και τις Κανονικές Διατάξεις -  https://panorthodoxsynod.blogpost.com/2020/03/blog-post_86.html.
[10] Βλέπε το χειροτονητήριο γράμμα στο παράρτημα Γ’.
[12] Βλέπε την βεβαίωση αποδοχή στο παράρτημα Δ’.
[13] Ράλλη Γ.Α., και Ποτλή Μ., Σύνταγμα Θείων και Ιερών Κανόνων, τόμος Β’, εκδ. Χαρτοφύλακος, Αθηνήσιν 1852, σελ. 134.
[14] Ό.π., σελ. 173-174.
[15] Ό.π., σελ. 387.
[16] Ράλλη Γ.Α., Ποτλή Μ., Σύνταγμα Θείων και Ιερών Κανόνων, τόμος Γ΄, εκ της Τυπογραφίας Γ. Χαρτοφύλακος, Αθήνισιν 1853, σελ. 146-150.
[17] Οι Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες: α) ο Τσερκάσκιι και Κανίβσκιι Σωφρόνιος Ντμιτρούκ, β) ο Χμελνίτσκιι και Σταροκοσταντίνιβσκιι Αντώνιος Φιάλκο, γ) ο Μογίλιβ-Ποντίλσκιι και Σαργορόντσκιι Αγαπητός Βέβτσικ, δ) ο Πολίσκιι και Σερνένσκιι Ανατόλιος Γλάντκιι, ε) ο Χακρίβσκιι και Μπογοντουχίβσκιι Ονούριος Λεγκίι, στ) ο Τσερνίβτσκιι και Μπουκοβίνσκιι Μελέτιος Εγορένκο, ζ) ο Βλαδιμήρ-Βολίνσκιι και Κοβέλσκιι Βλαδίμηρος Μέλνικ, η) ο Μουκατσίβσκιι και Ουζγορόντσκιι Θεόδωρος Μαμούσαεβ, θ) ο Αρχιεπίσκοπος Νοβοκαχόβσκιι και Γενιτσέσκιι Φιλάρετος Ζβέρεβ και ι) ο Επίσκοπος Ζολοτονίσκιι Ιωάννης Βαχνούκ.
[18] Για περισσότερες λεπτομέρειες βλέπε: Γκουργκενίτζε Ν., Η Σύνοδος της Φερράρας-Φλωρεντίας και το σχίσμα της Μητρόπολης Μόσχας - https://panorthodoxsynod.blogpost.com/2020/03/blob-post_58/html?m=1.
[19] Ήδη αυτό το γράμμα αποτελεί διαπίστωση ότι οι Οικουμενικοί Πατριάρχες είχαν μια σοβαρή και σημαντική θέση στην Ορθόδοξη Εκκλησία, δηλαδή έλεγχαν εάν όλες οι τοπικές εκκλησίες ακολουθούν την ορθόδοξη πίστη των Οικουμενικών Συνόδων και των θεοφόρων πατέρων. Στην συγκεκριμένη περίπτωση ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γαβριήλ Γ’ αποδοκιμάζει τις καινοτομίες του τότε Πατριάρχη Αλεξανδρείας Γερασίμου, ο οποίος κατά την τέλεση της Θείας Μυσταγωγίας δεν εκφωνούσε τα ευαγγελικά λόγια του Ιησού Χριστού: «λάβετε, φάγετε». 
[20] Δελικάνη Κ., Πατριαρχικά Έγγραφα Β’, εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου, εν Πόλει 1904, σελ. 15-16.
[21] Δελικάνη Κ., Πατριαρχικά Έγγραφα Γ’, εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου, εν Πόλει 1905, σελ. 121. Στα πατριαρχικά έγγραφα συναντάμε άπειρες τέτοιες περιπτώσεις όπου ο Οικουμενικός Θρόνος κατείχε (και κατέχει) την κεντρική θέση στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αποτελούσε δηλαδή «γραμματεία της Εκκλησίας». Η υπό τον Οικουμενικό Πατριάρχη συγκλήθησα σύνοδος μπορούσε να καθαιρέσει και να εκλέξει οποιοδήποτε Πατριάρχη, Αρχιεπίσκοπο, Μητροπολίτη ή Επίσκοπο.
[22] Βαβούσκος Α., Λιάντας Γ., Θεσμοί του αυτοκεφάλου και του αυτονόμου καθεστώτος στην Ορθόδοξη Εκκλησία, εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2014, σελ. 118.
[23] Δελικάνη Κ., Πατριαρχικά Έγγραφα Γ’, εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου, εν Πόλει 1905, σελ. 102.
[24] Ό.π., σελ. 102-103.
[25] Ό.π., σελ. 200.
[26] Βαβούσκος Α., Λιάντας Γ., Θεσμοί του αυτοκεφάλου και του αυτονόμου καθεστώτος στην Ορθόδοξη Εκκλησία, εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2014, σελ. 126-129.
[27] Ό.π., σελ. 130.
[28] https://orthodoxia.info/news/ιστορικη-επιστολη-όταν-ο-ιεροσολύμων/.