Τετάρτη 6 Μαΐου 2020

ΓΙΑΤΙ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 2019 ΤΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΔΕΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΕ ΤΟ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ



   Νικόλαος Γκουργκενίτζε
Πτυχιούχος Θεολογίας


Η Πρώτη εν Ουκρανία Κανονική Ιεραρχία της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ουκρανίας - 1942
   Η απάντηση σε αυτήν την ερώτηση είναι εύκολη εάν δούμε μερικά ιστορικά γεγονότα και τα εξετάσουμε προσεκτικά. Στην περίπτωση αυτή πρέπει οπωσδήποτε να δούμε τα γεγονότα του ΙΖ’ αιώνα όταν πριν την εκκλησιαστική κατοχή της Μητρόπολης Κιέβου από την Εκκλησία της Μόσχας το 1654 έγινε η πολιτική κατοχή της τότε Μικρής Ρωσίας (σημερινή Ουκρανία) και αναγκαστικά αυτή η χώρα πλέον έγινε μέρος του Ρωσικού Βασιλείου. Όπως γνωρίζουμε μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453) το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν είχε πλέον καμία πολιτική στήριξη αλλά και λόγω της κατοχής της Ουκρανίας δεν κατέστη δυνατός ο έλεγχος του θρόνου του Κιέβου. Οι Ουκρανοί ευρισκόμενοι υπό το πολιτικό έλεγχο της Ρωσίας δεν είχαν καμία δύναμη να επικοινωνούν με την Μητέρα Εκκλησία και να ζητούν την βοήθειά της. Εάν κάποιος θα τολμούσε να μιλήσει για την πολιτική ή εκκλησιαστική ανεξαρτησία από την Ρωσία, οι πολιτικές αρχές αμέσως θα άρχιζαν τις εξορίες και τους διωγμούς. Οπότε όσο η Ουκρανία βρισκόταν υπό τον έλεγχο της γειτονικής χώρας ήταν αδύνατη η εκκλησιαστική ανεξαρτησία της. Τότε η Ρωσία με διάφορους μεθόδους προσπαθούσε να αλλοιώσει την εθνική συνείδηση των Ουκρανών.
   Το 1917 στην Ρωσία γίνεται επανάσταση και έπεσε η Ρωσική αυτοκρατορία, όλες οι χώρες τις οποίες είχε κατακτήσει άρχισαν να ανεξαρτητοποιούνται τόσο πολιτικά όσο και εκκλησιαστικά. Έτσι και η Ουκρανία ακολούθησε τον δρόμο προς την πολιτική και την εκκλησιαστική της ανεξαρτησία από την Ρωσία[1]. Αμέσως το Οικουμενικό Πατριαρχείο ενδιαφέρθηκε για την τύχη της θυγατέρας εκκλησίας της Ουκρανίας και ανέθεσε στον Πατριαρχικό Έξαρχο στην Μόσχα Αρχιμανδρίτη Βασίλειο Δημόπουλο την εξέταση του θέματος. Τότε ο π. Βασίλειος έστειλε γράμμα προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη ενημερώνοντας ότι στην Ουκρανία είχε ξεκινήσει το εκκλησιαστικό κίνημα για την εκκλησιαστική απελευθέρωση και την απόκτηση της αυτοκεφαλίας. Το 1918 η ρωσική ιεραρχία στην Ουκρανία άρχισε την διαδικασία της απόκτησης της πλήρης εκκλησιαστικής ανεξαρτησίας από την Ιερά Σύνοδο της Μόσχας. Έτσι στις 9 Ιουλίου του ιδίου έτους συγκλήθηκε η Πανουκρανική Σύνοδος και επίσημα ζητήθηκε αυτοκέφαλο καθεστώς από την Ρωσική Εκκλησία, αλλά η απάντηση βεβαίως ήταν αρνητική. Στις 7/20 Σεπτεμβρίου του 1918 η Μόσχα αναγκάστηκε να παραχωρήσει ένα αυτόνομο καθεστώς αλλά η Μητρόπολη Κιέβου πάντοτε θα ήταν στην δικαιοδοσία της Εκκλησίας της Μόσχας και θα είχε αναφορά στον Πατριάρχη Μόσχας. Μια μεγάλη μερίδα αποτελούμενη από κληρικούς και λαϊκούς δεν ικανοποιήθηκε με την εκκλησιαστική αυτονομία, γι’ αυτό διαμαρτυρήθηκαν και διέκοψαν κάθε επαφή με την ρωσική ιεραρχία στην Ουκρανία[2]. Εκείνη την περίοδο η πολιτική κατάσταση δεν ήταν σταθερή γι’ αυτό δεν μπόρεσε το εκκλησιαστικό κίνημα να έχει πολιτική στήριξη. Έτσι λοιπόν στις 5 Μαΐου του 1920 οι υποστηρικτές της αυτοκεφαλίας της Εκκλησία της Ουκρανίας συγκρότησαν το Πανουκρανικό Ορθόδοξο Εκκλησιαστικό Συμβούλιο και κήρυξαν την Μητρόπολη Κιέβου αυτοκέφαλη, ενώ στις 20 Οκτωβρίου του 1921 οι Πανουκρανικές Σύνοδοι επικύρωσαν το αυτοκέφαλο καθεστώς και επίσημα εισήγαγαν στην Θεία Λατρεία την Ουκρανική γλώσσα ως μητέρα γλώσσα της χώρας. Σε αυτό το κίνημα δεν έλαβαν μέρος οι αρχιερείς της ρωσικής ιεραρχίας της Ουκρανίας, αλλά μόνο ιερείς. Για να προχωρήσει όμως η διαδικασία της δημιουργίας της νέας αυτοκέφαλης εκκλησίας χρειαζόταν να έχουν και επισκόπους. Το 1919 ο Καθολικός-Πατριάρχης πάσης Γεωργίας Λεωνίδας Οκροπιρίτζε υποσχέθηκε ότι θα βοηθούσε τους Ουκρανούς εάν οι αυτοί θα έστελναν στην Τιφλίδα τους υποψήφιους επισκόπους, ο Πατριάρχης Γεωργίας θα τελούσε την εις επίσκοπο χειροτονίες τους στον Καθεδρικό Ναό της πόλης Μτσχέτας. Οι Ουκρανοί πρότειναν δυο υποψήφιους, τον Πρωτοπρεσβύτερο Στέφανο Όρλικ και τον Πρωτοπρεσβύτερο Παύλο Προγορέλκο. Λόγω των συνεχιζόμενων εμφυλίων πολέμων στις περιοχές της πρώην ρωσικής αυτοκρατορίας εμποδίστηκε η τέλεση των χειροτονιών[3].  Έτσι στην Αγία Σοφία Κιέβου στις 10/23 Σεπτεμβρίου του 1921 προχώρησαν στις αντικανονικές χειροτονίες εις επίσκοπο χωρίς την συμμετοχή άλλων Αρχιερέων του καθαιρεθέντα ιερέως Νέστωρος Καρκέβσκι και Βασιλείου Λιπκόβσκι ο οποίος εξελέγη ως «Μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ουκρανίας». Ο αριθμός των αυτοχειροτονήτων έφτασε έως 30. Απέκτησαν και αρκετές ενορίες και υποστηρικτές διότι στην ζωή της εκκλησίας είχε εισαχθεί ως λειτουργική γλώσσα η ουκρανική. Πρώτη φορά μετά παρέλευση πολλών ετών ο Βασίλειος Λιπκόβσκι επανειλημμένως έστελνε γράμματα προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο ζητώντας την στήριξη, αλλά το Φανάρι δεν ανταποκρίθηκε λόγω των αντικανονικών χειροτονιών και της καταστάσεως[4].
   Το κίνημα για την απόκτηση αυτοκεφαλίας των αυτοχειροτονήτων δεν άφησε ανεπηρέαστη και την ρωσική ιεραρχία της Ουκρανίας, γι’ αυτό και μια μεγάλη μερίδα των Ουκρανών ιεραρχών διέκοψαν την μνημόνευση του Πατριάρχη Μόσχας και συγκρότησαν μια Πανουκρανική Κληρολαϊκή Σύνοδο η οποία συνήλθε το Φεβρουάριο του 1923 στην πόλη Χάρκιβ με σκοπό την δημιουργία Αυτοκέφαλης Εκκλησίας στην Ουκρανία. Η σύνοδος δημιούργησε επιτροπή για την εξέταση του θέματος η οποία κατά τα τέλη του 1924 στάλθηκε στην Μόσχα για να ζητήσει ευλογία για την ίδρυση της ανεξάρτητης εκκλησίας από την Μόσχα, αλλά η απάντηση ήταν αρνητική. Το Νοέμβριο του ίδιου έτους αποφασίστηκε σύγκληση Πανουκρανικής Συνόδου για τα εκκλησιαστικά ζητήματα στην Ουκρανία. Ως ημερομηνία ορίστηκε 17 Μαΐου του 1925. Η Σύνοδος αποφάσισε να ενισχύσει τις σχέσεις με το Οικουμενικό Πατριαρχείο αλλά και με τις άλλες κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες. Στις 21 Μαΐου του 1925 η Μητρόπολη Κιέβου ανακηρύχθηκε ως Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας. Μια μεγάλη ομάδα των αντιτυχωνικών Ρώσων ιεραρχών υπό την προεδρία του Μητροπολίτη Λένινγκραδ Βενιαμίν στις 6 Οκτωβρίου του ίδιου έτους επικύρωσε την ουκρανική αυτοκεφαλία. Οι τυχωνικοί αρχιερείς καταδίκασαν την Πανουκρανική Σύνοδο και την χαρακτήρισαν ως «ψευδοσύνοδο»[5]. Κατά την λαμπρή Θεία Λειτουργία στην Μόσχα με συμμετοχή των 78 αντιτυχωνικών Αρχιερέων, 105 Ιερέων και 321 Λαϊκών ανακοινώθηκε: «ἡ τοπική Σύνοδος ηὐλόγησε τὸ αυτοκέφαλιν τῆς συγγενοῦς  κατά πνεῦμα Ὀρθοδόξου Οὐκρανικής Ἐκκλησίας[6]». Για την ολοκλήρωση του αυτοκεφάλου καθεστώτος επεξεργάσθηκαν τον καταστατικό χάρτη και εξέτασαν και άλλα ζητήματα. Στο τέλος στις 21 Μαΐου και τις 6 Οκτωβρίου του 1925 ανακοίνωσαν την απόφαση στο Οικουμενικό Πατριαρχείο στέλνοντας γράμματα[7]. Όταν η Ιερά Διοικούσα Σύνοδος της Εκκλησίας της Μόσχας υπό την προεδρία του Μητροπολίτη Ποιμένος το πληροφορήθηκε στις 3 Νοεμβρίου του 1925 απέστειλε γράμμα προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βασίλειο Γ’ ζητώντας την κατά βάσιν εξέταση του ζητήματος του ουκρανικού αυτοκεφάλου και τονίζοντας ότι μερικοί απ’ αυτούς δεν είχαν ούτε το αρχιερατικό ή ιερατικό αξίωμα. Στις 17 Φεβρουαρίου του 1926 οι Ουκρανοί αυτοκεφαλίστες ξανά έστειλαν γράμμα προς το Φανάρι  όπου ζητούσαν την εξέταση της έκθεσης - περί της ιστορίας και των κανονικών βάσεων της αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Ουκρανίας και την επικύρωση της αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Ουκρανίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο «ὡς εὐμενέστατον Πατέρα ὃπως ἀναγνωρίση καὶ εὐλογήση τὸ πλῆρες αὐτοκέφαλον τῆς Οὐκρανικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ κατωχηρώση τοῦτο διὰ τῆς ἀποστολῆς εἰς αὐτῆς Πατριαρχικοῦ Γράμματος δεόντος ὑπογεγραμένου καὶ ἐνσφραγισμένου[8]». Κατά την συνεδρία της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Θρόνου αποφασίστηκε η αναβολή της εξέτασης του θέματος λόγω των αντικανονικών χειροτονιών, Διότι μερικοί απ’ αυτούς ήταν αυτοχειροτόνητοι και δεν είχαν το επισκοπικό αξίωμα, ενώ αυτοί που είχαν καθαιρεθεί δεν είχαν ζητήσει ούτε την αποκατάσταση δι’ εκκλήτου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ούτε την βοήθειά του. Γι’ αυτό διαβάζουμε στα πρακτικά της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Νέας Ρώμης: «Πᾶσα σκέψις καὶ ἀπόφασις ἐπὶ τῆς ὑποθέσεως τοῦ αὐτοκεφάλου τῆς Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας άναβληθῇ μετά λῆψιν τῶν ἀποσταλησομένων ὑπό τοῦ Μητροπολίτου Ποιμένος σχετικῶν πρακτικῶν καὶ έγγράφων και μηδεμία ἀπάντησις γέννηται εἰς τὸ ἔγγραφον τοῦ αὐτοτιτλοφορυμένου «Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιαστικοῦ Πανουκρανικοῦ Συνεδρίου» ὡς άντιπροσωπεύοντος τὴν μερίδα ἐκείνην, ἣτις διὰ λαϊκῶν (ἐν οἷς καὶ γυναῖκες) καὶ κληρικῶν μὴ ἐχόντων έπισκοπικόν βαθμόν προέβη ἀπ᾽εὐθείας εἰς τὴν έκλογήν καὶ χειροτονίαν ἀρχιεπισκόπου αὐτοτιτλοφορουμένου «Μητροπολίτου Κιέβου καὶ πάσης Οὐκρανίας» καὶ έπισκόπων κληρικῶν ἐγγάμων καὶ δὴ καθῃρημένων[9]». Έτσι λοιπόν για ένα χρονικό διάστημα έκλεισε το θέμα της αναγνώρισης της αντικανονικά ανακηρυχθείσης αυτοκεφαλίας.
   Μελετώντας την ιστορία της Εκκλησία της Ουκρανίας συναντάμε πολλά ενδιαφέροντα γεγονότα σχετικά για την απόκτηση της αυτοκεφαλίας. Μια άλλη προσπάθεια της απόκτησης της αυτοκεφαλίας στην Εκκλησία της Ουκρανίας έγινε στις 20 Οκτωβρίου του 1946 από κανονικούς αρχιερείς.
   Το 1939 οι Σοβιετικές αρχές κατέκτησαν τις ανατολικές περιοχές της Πολωνίας οι οποίες ήταν εκκλησιαστικές επαρχίες της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Πολωνίας – Βίλβο, Βολίνη, Γκρόσνο και Πολεσία. Αναγκαστικά αυτές οι επισκοπές διέκοψαν την επικοινωνία με την Εκκλησία της Πολωνίας, διότι βρέθηκαν μέσα στα σύνορα της Σοβιετικής Ρωσίας όπου απαγορευόταν κάθε επαφή με τον έξω κόσμο, υπήρχε δηλαδή μια σιδερένια κουρτίνα. Μετά την κατάκτηση αυτών των περιοχών υπό των Γερμανών κατά το έτος 1941 η κατάσταση άλλαξε και πλέον υπήρχαν δυνατότητες επαφών. Έτσι λοιπόν ο Μακαριώτατος Μητροπολίτης Πολωνίας Διονύσιος Βαλεντίσνκι ανέθεσε στον Αρχιεπίσκοπο Πίνσκ και Πολεσίας Αλέξανδρο την διοίκηση των επαρχιών αυτών δημιουργώντας Εκκλησιαστική Συνέλευση. Λόγω των αναγκών στα τέλη του ίδιου έτους ως βοηθός του Αλεξάνδρου διορίστηκε ο Αρχιεπίσκοπος Λούτσκ Πολύκαρπος Σικόρσκη. Επειδή όμως αυτές οι περιοχές δεν μπόρεσαν να ξαναενωθούν με την Πολωνία η εκκλησιαστική κατάσταση χρειαζόταν μια σωστή διαχείριση για να επιβιώσει. Λόγω της γερμανικής πολιτικής δεν θα μπορούσε αυτή η εκκλησιαστική διοίκηση να ονομαστεί ως Εκκλησία της Πολωνίας αλλά ούτε Εκκλησία της Μόσχας, έτσι ο Μητροπολίτης Πολωνίας Διονύσιος επέτρεψε να ονομαστεί ως «Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας». Επειδή αυτές οι περιοχές είχαν εκκλησιαστικές ανάγκες οι Ουκρανοί αρχιερείς μαζί με τον Πολωνίας προέβησαν σε χειροτονίες επισκόπων σχεδόν σε όλη την Ουκρανία. Ήδη κατά το έτος 1943 οι αρχιερείς της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ουκρανίας ήταν 12, οπότε είχαν συγκροτήσει Ιερά Σύνοδο υπό την προεδρία του Μητροπολίτη Πολυκάρπου Σικόρσκη[10]. Κατά το 1944 οι Σοβιετικές αρχές κήρυξαν πόλεμο εναντίον των Ουκρανών αυτοκεφαλιστών και οι Ουκρανοί αρχιερείς αναγκάστηκαν να φύγουν πρώτα στην Πολωνία και αργότερα στην Δυτική Ευρώπη. Κατά το Μάϊο του 1945 κατά την συνεδρία της συνέλευσής τους ψηφίστηκε ο προσωρινός κανονισμός της διοίκησης της ὲν διασπορά Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και στις 20 Οκτωβρίου του 1946 απηύθυναν γράμμα προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο ζητώντας την αρωγή και την προστασία αλλά και την αναγνώριση της κανονικής θέσης της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ουκρανίας. Στις 16 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους συνήλθε η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Θρόνου εξετάζοντας τι αίτημα των Ουκρανών ιεραρχών[11]. Η Σύνοδος τόνισε ότι θα ήταν αδύνατο να αναγνωρίσει την αυτοκεφαλία μιας τοπικής εκκλησία η οποία βρίσκεται σε εξορία, εκτός των ορίων της χώρας, δηλαδή δεν θα μπορούσε να υπάρχει «η εν εξορία Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας», αλλά το Πατριαρχείο πρότεινε ότι ευχαρίστως θα παρείχε την προστασία και θα δεχόταν όλους στην δικαιοδοσία του, αλλά αυτό το ζήτημα όμως δεν είχε συνέχεια.
    Εξετάζοντας την ιστορία της Εκκλησίας της Ουκρανίας στον Κ’ αιώνα συναντάμε τρεις βασικούς σταθμούς όταν οι Ουκρανοί ζήτησαν την αυτοκεφαλία:
   α) Κατά τα έτη 1921-22 οι Ουκρανοί αυτοχειροτόνητοι υπό τον «Μητροπολίτη» Βασίλειο Λοπκόβσκη ζήτησαν την αυτοκεφαλία από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά δεν έλαβαν απάντηση, διότι οι χειροτονίες τους ήταν εντελώς άκυρες και ανυπόστατες, διότι όπως τονίσαμε στις πρώτες χειροτονίες δεν συμμετείχαν αρχιερείς, αλλά μόνο ιερείς τοποθετώντας το λείψανο του Αγίου Μακαρίου Μητροπολίτου Κιέβου πάνω στο κεφάλι του υποψηφίου.
   β) Στις 6 Οκτωβρίου του 1925 μια μερίδα Ουκρανών αρχιερέων οι οποίοι αποσχίστηκαν από την Εκκλησία της Μόσχας και είχαν συγκροτήσει  την «Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας» ζήτησαν την αναγνώριση της αυτοκεφαλίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Επειδή όμως οι περισσότεροι απ’ αυτούς είχαν καθαιρεθεί ή είχαν υποβληθεί σε αργία ήταν αδύνατη η αναγνώριση της αυτοκεφαλίας, διότι πριν ζητήσουν το αυτοκέφαλο δεν προσέφυγαν για έκκλητο στον Οικουμενικό Πατριάρχη, γι’ αυτό αυτή η λανθασμένη τακτική απέτυχε.
   γ) Μια άλλη σοβαρή κίνηση εκ μέρους των κανονικών Ουκρανών Ιεραρχών έγινε στις 20 Οκτωβρίου του 1946. Αυτοί οι αρχιερείς μάλιστα όπως τονίσαμε είχαν απολύτως κανονικές χειροτονίες από τον Μακαριώτατο Μητροπολίτη Πολωνίας Διονύσιο Βαλεντίνσκι, αλλά η αναγνώριση της αυτοκεφαλίας ήταν αδύνατη, διότι μετά το 1944-45 οι Σοβιετικές αρχές τους είχαν εκδιώξει εκτός της χώρας και ζούσαν στην Δυτική Ευρώπη, γι’ αυτό το λόγο ήταν αδύνατη η σύσταση και αναγνώριση μιας Αυτοκέφαλης Εκκλησίας εκτός των ορίων της χώρας, διότι αυτή δεν αποτελούσε «Τοπική Εκκλησία» αλλά «εν Διασπορά Εκκλησία».
   Έτσι το 2018-19 το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως Μητέρα Εκκλησία εξετάζοντας το Ουκρανικό Εκκλησιαστικό Ζήτημα, θεώρησε την υπάρχουσα κατάσταση στην Ουκρανία ομαλή. Επίσης οι συνθήκες βοηθούσαν στην ίδρυση «Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ουκρανίας» με την τήρηση των προϋποθέσεων-όρων[12]:
-          Για την ίδρυση μιας τοπικής κανονικής εκκλησίας απαιτείται η Ιεραρχία αποτελούμενη από τους κανονικά χειροτονημένους ιεράρχες. Στην περίπτωση της Ουκρανίας όπως γνωρίζουμε περισσότεροι από τους Αρχιερείς είχαν χειροτονηθεί από τους καθηρημένους. Γι’ αυτό το λόγο προσέφυγαν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ζητώντας την αποκατάσταση και την αναγνώριση των αρχιερατικών και ιερατικών αξιωμάτων τους, ούτως ώστε να είναι δυνατή η συγκρότηση κανονικής ιεραρχίας. Έτσι λοιπόν με την απόφαση της Εκκλησίας της Νέας Ρώμης τον Οκτώβριο του 2018 όλοι οι καθηρημένοι και εν σχίσματι χειροτονηθέντες αποκαταστάθηκαν - αναγνωρίστηκαν τα αξιώματά τους και έγιναν δεκτοί στους κόλπους της κανονικής εκκλησίας. Έτσι η βασική προϋπόθεση για την ίδρυση Αυτοκέφαλης Εκκλησίας τηρήθηκε.
-          Μια απ’ τις βασικές και σημαντικές προϋποθέσεις είναι ο γεωγραφικός παράγων. Όπως στις περιπτώσεις άλλων τοπικών εκκλησιών, απαιτείται μια γεωγραφικά – πολιτικά καθορισμένη περιοχή (με σύνορα) όπου θα ιδρυθεί μια καινούργια τοπική εκκλησία και θα έχει συγκεκριμένα εκκλησιαστικά όρια για να αποφύγουμε την ύπαρξη δυο ή παραπάνω κανονικών επισκόπων στην ίδια επαρχία. Η Τοπική Εκκλησία ποιμάνει όλους τους ορθοδόξους της χώρας και όχι μόνο εθνικά Ουκρανούς, Έλληνες, Γεωργιανούς κλπ. Γι’ αυτό το λόγο σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες απαγορεύεται οι τοπικές εκκλησίες να έχουν μητροπόλεις ή επισκοπές στο εξωτερικό, διότι αυτό αποτελεί την αίρεση του εθνοφυλεσιμού.
-          Η βούληση του ποιμνίου για την κάλυψη των θρησκευτικών αναγκών αποτελεί επίσης μια σημαντική προϋπόθεση για να κηρυχθεί μια εκκλησία αυτοκέφαλη.
   Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι οι Ουκρανοί πρώτα ζήτησαν την αποκατάσταση στην κανονική τάξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, μετά απεύθυναν έκκληση για παραχώρηση αυτοκεφάλου και στο τέλος έλαβαν τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο. Βασικός λόγος για τον οποίο κατά τον Κ’ αιώνα δεν παραχωρήθηκε αυτοκεφαλία, ότι σε δυο περιπτώσεις οι επίσκοποι ήταν καθηρημένοι και αχειροτόνητοι και δεν ζήτησαν την αποκατάσταση, δηλαδή δεν προσέφυγαν στην αρμόδια εκκλησιαστική αρχή στο Οικουμενικό Πατριαρχείο για έκκλητο, ενώ στην τρίτη περίπτωση η Ουκρανική κανονική Ιεραρχία βρισκόταν σε εξορία, οπότε ήταν αδύνατη η παραχώρηση αυτοκεφαλίας. Τώρα όμως η Ουκρανική Ιεραρχία είχε αποκατασταθεί από την Αγία και Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Θρόνου, βρισκόταν σε συγκεκριμένα γεωγραφικά-πολιτικά όρια και όλες οι προϋποθέσεις είχαν τηρηθεί.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
·       Βαβούσκος Α., Λιάντας Γ., Οι Θεσμοί του αυτοκεφάλου και του αυτονόμου καθεστώτος στην Ορθόδοξη Εκκλησία, εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2014.
·       Μητροπολίτου Σάρδεων Μαξίμου, Συλλογή Μελετών και Κειμένων, εκδ. Επέκταση, Κατερίνη 1998.
·       Τσιγλκάτζε Η., Η Κανονικότητα της Αποστολικής Διαδοχής των Ουκρανών Αυτοκεφαλιστών.


[1] Η Γεωργία ήταν μια απ’ τις χώρες που είχε κατακτήσει η αυτοκρατορία της Ρωσίας. Πρώτα οι Ρώσοι χτύπησαν την εκκλησία και αντικανονικά κατήργησαν την ιστορική αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ιβηρίας (Γεωργίας) και διόρισαν Ρώσο έξαρχο, ενώ όποιος αντιδρούσε, τους μεν κληρικούς δημόσια ξύριζαν και σκίζανε τα ράσα, σε χειρότερη περίπτωση τους εκτελούσαν, ενώ τους λαϊκούς εκτελούσαν ή εξόριζαν. Οπότε μετά την πτώση της αυτοκρατορίας στις 25 Μαρτίου του 1917 η Κληρολαϊκή Συνέλευση στην ιστορική πόλη Μτσχέτα ανακήρυξε την αντικανονικά καταργηθείσα αυτοκεφαλία από τους Ρώσους και κήρυξαν την Εκκλησία της Γεωργίας ανεξάρτητη από την Ιερά Σύνοδο της Μόσχας.
[2] Μητροπολίτου Σάρδεων Μαξίμου, Συλλογή Μελετών και Κειμένων, εκδ. Επέκταση, Κατερίνη 1998, σελ. 145-146.
[3] Τσιγλκάτζε Η., Η Κανονικότητα της Αποστολικής Διαδοχής των Ουκρανών Αυτοκεφαλιστών.
[4] Μητροπολίτου Σάρδεων Μαξίμου, Συλλογή Μελετών και Κειμένων, εκδ. Επέκταση, Κατερίνη 1998, σελ. 147.
[5] Όπως μας πληροφορεί ο Μητροπολίτης Σάρδεων Μάξιμος εκείνη την περίοδο την Εκκλησία της Μόσχας – Τυχωνική Εκκλησία, μετά το θάνατο του πατριάρχη Μόσχας Τύχωνα, διοικούσε ο τοποτηρητής του πατριαρχικού θρόνου Μητροπολίτης Πέτρος Κουρίτσκι. Δημιουργείται σχίσμα και η Εκκλησία διαιρείται σε δύο μερίδες – του Ιωαννικίου και του Γρηγορίου, τότε ο τοποτηρητής Πέτρος Κουρίτσκι αναγκάστηκε τον Ιωαννίκιο υποβάλει σε αργία – ό.π., 147-148.
[6] Ό.π., σελ. 150.
[7] Ό.π., σελ. 150-151.
[8] Ό.π., σελ. 151.
[9] Ό.π., σελ. 151.
[10] Ό.π., σελ. 152-153.
[11] Ό.π., σελ. 154.
[12] Μελετώντας το κείμενο περί της Αυτοκεφαλίας παρ’ ότι δεν υιοθετήθηκε από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο διατυπώνονται όροι-προϋποθέσεις για την ανακήρυξη – Βαβούσκος Α., Λιάντας Γ., Οι Θεσμοί του αυτοκεφάλου και του αυτονόμου καθεστώτος στην Ορθόδοξη Εκκλησία, εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2014, σελ. 83.