“Η παιδεία οφείλει να υπενθυμίζη την αλήθειαν ότι η ανθρωπιά δεν
είναι factum, αλλά πάντοτε faciendum, καθήκον και χρέος, ότι χρειάζεται
χρόνον διά να ριζώση, να αναπτυχθή και να καρποφορήση. Εάν ισχύη, ότι «η
επιστήμη βλέπει την ανθισμένη αμυγδαλιά με τα μάτια του ξυλοκόπου», ότι
δηλαδή προωθεί την
«χρησιμοθηρίαν» και την κυριαρχίαν των «μέσων» επί των «σκοπών» και
προσανατολίζει τον άνθρωπον προς το «Έχειν», τότε η παιδεία καλείται να
υπενθυμίζη εις τον άνθρωπον το «σχολήν άγειν» των Αρχαίων, το οποίον
αποτελεί εν εκ των θεμελίων του πνευματικού πολιτισμού μας, ένα τρόπον
του βίου, όπου προτεραιότητα κατέχει η ελευθερία και όχι η «ανάγκη».
Οφείλει δε να παραπέμπη εις τον λόγον του Χριστού «ουκ επ’ άρτω μόνω
ζήσεται άνθρωπος» (Ματθ. δ΄, 4). Δεν είναι ο άνθρωπος «σαρξ», βιολογική
μονάς. Η ζωή του δεν είναι απλώς αγών διά την επιβίωσιν, την κάλυψιν των
υλικών αναγκών και την ικανοποίησιν των αισθήσεων.
Προφανέστατα, η εικών την οποίαν έχομεν διά τον άνθρωπον, διά την
ταυτότητα, την προέλευσιν και τον προορισμόν του, καθορίζουν και την
τοποθέτησίν μας απέναντί του. Εάν τον βλέπωμεν ως homme machine, τότε
ευκόλως τον υποβαθμίζομεν εις αντικείμενον. Εάν όμως τον θεωρώμεν
«πρόσωπον», τον «ηγαπημένον του Θεού» και «Θεόν κατά χάριν», τότε η
στάσις μας αλλάζει ριζικώς.
Εν τη εννοία ταύτη, επαναλαμβάνομεν την θέσιν, ότι διά τον
απόλυτον σεβασμόν της ανθρωπίνης αξιοπρεπείας δεν αρκεί ο
προσανατολισμός απλώς προς τον άνθρωπον. Ο άνθρωπος πρέπει να
προσεγγίζεται επί τη βάσει ενός υπερβατικού «αρχιμηδείου σημείου», εκτός
και πέραν του ανθρώπου. Αυτό συμβαίνει, όταν βλέπωμεν τον άνθρωπον
θείον δημιούργημα και τονίζωμεν τον αιώνιον προορισμόν του. Εις αυτήν
την αλήθειαν παραπέμπει και το προοίμιον του Συντάγματος της Ελλάδος:
«Εις το όνομα της αγίας και ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος». Από αυτήν
την αρχήν, την οποίαν δεν έχει δημιουργήσει ο ίδιος, τρέφεται ο
χριστιανικός «πολιτισμός του προσώπου», διακονών εν τω προσώπω του κάθε
ανθρώπου, του πτωχού, του ασθενούς, του ξένου, του παιδίου, του
γέροντος, τον Χριστόν. «Τίποτε δεν είναι ιερώτερον από το ανθρώπινον
πρόσωπον», αυτή είναι η κεντρική αρχή της παιδείας. Εκφράζομεν και
ενώπιον υμών την πεποίθησίν μας ότι είναι αδύνατον «να μείνωμεν πιστοί
εις την γην» με κλειστόν τον ουρανόν.”
Νωρίτερα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης επισκέφθηκε το Γηροκομείο
Ζωσιμάδων και ευλόγησε τους ηλικιωμένους που φιλοξενούνται σε αυτό,
καθώς και τον Ι. Ναό του Αρχιμανδρείου.
Ακολουθούν τα πλήρη κείμενα των ομιλίων του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου και του Πρύτανη του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Ὁμιλία τῆς Α. Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου
κατά τήν ἀνακήρυξίν Του εἰς «Ἐπίτιμον Καθηγητήν» τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων μέ θέμα «Παιδείας ἐγκώμιον»
(Ἰωάννινα, 13 Ἰουλίου 2022)
* * *
Ἱερώτατε Μητροπολῖτα Ἰωαννίνων κύριε Μάξιμε,
Τιμιώτατοι ἐν Χριστῷ ἀδελφοί Ἀρχιερεῖς,
Ἐλλογιμώτατε κύριε Πρύτανι,
Ἐξοχώτατε κύριε Περιφερειάρχα,
Ἐντιμότατε κύριε Δήμαρχε,
Ἐλλογιμώτατοι κύριοι Κοσμήτορες, κύριοι Πρόεδροι, κύριοι καθηγηταί καί κυρίαι καθηγήτριαι,
Ἐντιμότατοι ἐκπρόσωποι τῶν Ἀρχῶν,
Ἐντιμολογιώτατοι Ἄρχοντες Ὀφφικιάλιοι,
Προσφιλέστατα τέκνα ἐν Κυρίῳ φοιτηταί καί φοιτήτριαι,
Κυρίαι καί κύριοι,
Ἔμπλεοι χαρᾶς καί εὐγνωμοσύνης, τετιμημένοι διά τῆς παρουσίας πάντων
ὑμῶν, ἀποδεχόμεθα τήν προσγινομένην πρός τήν ἡμετέραν Μετριότητα τιμήν
τῆς ἀνακηρύξεως εἰς Ἐπίτιμον Καθηγητήν τῶν Τμημάτων Φιλολογίας καί
Φιλοσοφίας καί τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς, καθώς καί τοῦ Πανεπιστημίου
Ἰωαννίνων ἐν τῷ συνόλῳ, ἐν ἐπιγνώσει, ὡς εἴχομεν ἐξ ἄλλου διαβεβαιώσει
καί κατά τήν Ἀνακήρυξιν ἡμῶν εἰς Ἐπίτιμον Διδάκτορα τοῦ Τμήματος
Ἱστορίας καί Ἀρχαιολογίας τοῦ Πανεπιστημίου σας τήν 28ην
Μαΐου 1999, ὅτι ἡ μεγάλη αὐτή τιμή διαβαίνει ἐπί τήν Μεγάλην Ἐκκλησίαν
τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τήν ὁποίαν διακονοῦμεν, Θείᾳ εὐδοκίᾳ, ὡς
Προκαθήμενος αὐτῆς, ἐπί τριακονταετίαν καί πλέον. Δοξάζομεν τόν
φιλάνθρωπον Θεόν τῆς ἀγάπης, τόν Δοτῆρα παντός ἀγαθοῦ, δι᾿ ὅσα
ἐπεδαψίλευσεν εἰς τό ταπεινόν ἡμῶν πρόσωπον, ἐν ἀκλονήτῳ βεβαιότητι ὅτι
οὐδέν ἐξ ὅσων ἐπράξαμεν καθ᾿ ὅλην τήν μακράν διακονίαν τοῦ λαοῦ Αὐτοῦ,
ἀποτελεῖ ἰδικόν μας κατόρθωμα. Τά πάντα εἶναι ἄνωθεν δωρεά, χάρις καί
χάρισμα, οὐρανία εὐλογία. Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν!
Ὅπως γνωρίζετε, ὁ τίτλος τῆς ὁμιλίας μας ἐνώπιον ὑμῶν εἶναι «Παιδείας
ἐγκώμιον». Ὅσα θά εἴπωμεν ἐν συνεχείᾳ ἐκφράζουν τό πνεῦμα τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἐμπνέονται ἀπό τήν ἀνύστακτον μέριμναν αὐτοῦ διά
τήν παιδείαν καί τόν πολιτισμόν, ἡ ὁποία εἶναι ἀρρήκτως συνδεδεμένη μέ
τήν ἱστορίαν καί τήν ἁγίαν ἀποστολήν του καί συνεχίζεται καί σήμερον.
Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ἔσωσε κυριολεκτικῶς τήν πνευματι-κήν καί
πολιτισμικήν ταυτότητα τοῦ Γένους, ἐν καιροῖς χαλεποῖς καί δυστήνοις,
διά τῆς ἱδρύσεως καί λειτουργίας Σχολείων καί Ἀκαδημιῶν, διά τῆς
ἐπιλογῆς καί προσκλήσεως σοφῶν διδασκάλων, διά τῆς προαγωγῆς τῆς θύραθεν
καί τῆς ἐν Χριστῷ παιδείας, ἀλλά καί διά τοῦ παιδευτικοῦ, τοῦ
μορφωτικοῦ καί μεταμορφωτικοῦ ἔργου, τό ὁποῖον ἐπιτελεῖ ἡ ζωή τῆς
Ἐκκλησίας, ἡ θεία λατρεία, ἡ φιλανθρωπία καί ἡ ἀλληλεγγύη, τό
ἐκκλησιαστικόν ἦθος καί αἱ πνευματικαί ἀξίαι.
Τό ἔργον τοῦτο προσεπαθήσαμεν νά συνεχίσωμεν καί ἡμεῖς,
εὐεργετηθέντες παιδιόθεν ἀπό σοφούς διδασκάλους εἰς τήν Ἴμβρον, τό
Ζωγράφειον Γυμνάσιον τῆς Πόλεως καί τήν Ἱεράν Θεολογικήν Σχολήν τῆς
Χάλκης, ἀλλά καί ἀπό στοργικούς πνευματικούς ὁδηγούς, πατέρας καί
διδασκάλους. Ἅπαντες, καί οἱ καθηγηταί μας εἰς τήν Δυτικήν Εὐρώπην, μᾶς
ἐδίδαξαν ὅτι σκοπός τῆς ζωῆς εἶναι ἡ διακονία τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ
κόσμου. Σήμερον, βεβαίως, προσφέρεται πολλαχῶς εἰς τήν νέαν γενεάν ὡς
πρώτιστος στόχος ἡ εὐδαιμονοκεντρική αὐτοπραγμάτωσις. Ἡμεῖς, οὐδέποτε
εἰς τήν μαθητικήν καί τήν φοιτητικήν μας ζωήν ἠκούσαμεν ἀπό τούς
διδασκάλους μας τοιαύτας παραινέσεις. Μᾶς ἐδίδασκον τήν πραγμάτωσιν
ὑψηλῶν ἀξιῶν, τήν ἱεράρχησιν τῶν ἐπιθυμιῶν μας μέ κριτήριον τό Ἀγαθόν
καί τό κοινόν καλόν, τήν ἐφαρμογήν τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, πυρήν τῶν
ὁποίων εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπον. Ἡ ἐνασχόλησις μέ τόν ἑαυτόν
ὄχι μόνον δέν ἐθεωρεῖτο ὡς ἐλευθερία, ἀλλά σαφῶς ὡς συρρίκνωσις τῆς
ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως καί τῶν δημιουργικῶν μας δυνάμεων. Καί ἡ ἰδική μας
παραίνεσις πρός τήν νεολαίαν εἶναι νά ἀνακαλύψῃ τήν ἀλήθειαν καί τήν
χαράν τῆς διακονίας καί τῆς προσφορᾶς, νά κατανοήσῃ ὅτι ἡ θύρα τῆς
ἐλευθερίας καί τῆς ὑπαρκτικῆς πληρότητος, ὅπως ἔχει προσφυῶς λεχθῆ,
«ἀνοίγει μόνον πρός τά ἔξω».
Δέν εἶναι τυχαῖον ὅτι ἡ παιδεία ἐχαρακτηρίσθη ὡς τό δυσκολώτερον
πρόβλημα, τό ὁποῖον καλεῖται νά λύσῃ ὁ ἄνθρωπος. Εἰς τήν ἐποχήν μας, ἡ
Παιδαγωγική συγκλονίζεται ἀπό βαθείας ἀντιπαραθέσεις ἀναφορικῶς πρός τήν
θεώρησιν τῆς παιδικῆς ἡλικίας, τῆς ἀποστολῆς τοῦ σχολείου, τοῦ ρόλου
τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ καί τῆς ἰδίας τῆς παιδαγωγικῆς παρεμβάσεως, ἀπέναντι
εἰς τήν πρόκλησιν τῆς πολυπολιτισμικότητος καί τοῦ πλουραλισμοῦ, τῆς
ἀξιολογήσεως καί ἀξιοποιήσεως τῆς παρουσίας καί συμβολῆς τῶν Νέων
Τεχνολογιῶν εἰς τόν χῶρον τῆς ἐκπαιδεύσεως καί τῶν νέων μορφῶν
ἐπικοινωνίας, πού σηματοδοτοῦν ἴσως τήν πλέον καθοριστικήν τομήν εἰς τήν
ἱστορίαν τῆς ἀνθρωπότητος.
Εἶναι βέβαιον, ὅτι ὅλαι αὐταί αἱ ἐξελίξεις δέν θά καταστήσουν
ἀσήμαντα ὅσα γνωρίζομεν διά τόν ἄνθρωπον, τήν ἐλευθερίαν καί τήν
condition humaine, τήν λεγομένην «ἀνθρωπίνην κατάστασιν», ἔστω καί ἄν
ἀσόφως διακηρύσσονται τοιαῦται θεωρήσεις. Ἡ ἱστορία ἐπιβεβαιώνει, ὅτι
διά μέσου τῶν περιπετειῶν τῆς ἀνθρωπίνης ἐλευθερίας καί τῆς ποικιλίας
τῶν πολιτισμῶν, ἐκφράζεται καί ἀποκαλύπτεται ἡ σταθερότης τῆς
«ἀνθρωπίνης καταστάσεως» ὡς «ἀμεταβλήτου προϋποθέσεως κάθε εἴδους
μεταβολῆς». Ὅπως ἔχει γραφῆ ἀναφορικῶς πρός τόν μεταμοντερνισμόν καί τήν
ἀμφισημίαν τῆς ἀνθρωπολογίας του, «καί ἡ “condition postmoderne” (J. F.
Lyotard) κρίνεται ἀπό τήν condition humaine».
Ἐφ᾿ ὅσον οἱ ἄνθρωποι γεννῶνται καί ἀποθνήσκουν, εἶναι, δηλαδή,
βιολογικά ὄντα, ἐφ᾿ ὅσον εἶναι δημιούργημα καί δημιουργοί τοῦ
πολι-τισμοῦ καί τῶν πολιτισμῶν, εἶναι δηλονότι ὄντα πολιτισμικά, ἐφ᾿
ὅσον μοιράζονται τήν ζωήν καί τόν κόσμον μέ τούς ἄλλους, ὡς κοινωνικά
καί πολιτικά ὄντα, τά ὁποῖα δέν συζοῦν ἁπλῶς, ἀλλά ἀγωνίζονται διά τήν
ἐλευθερίαν, τήν δικαιοσύνην καί τήν ἰσονομίαν, ἐφ᾿ ὅσον ἀποτελοῦν
μοναδικάς προσωπικάς ὀντότητας, πεπροικισμένας μέ ἐλευθερίαν,
ὑπευθυνότητα καί πνευματικά ἐνδιαφέροντα, ἡ ἀγωγή καί ἡ παιδεία ἔχουν
καθοριστικόν ρόλον εἰς τά ἀνθρώπινα πράγματα. Θά ἀναφέρωνται, ἐν τῷ
παρόντι καί τῷ μέλλοντι, εἰς τήν ἐπιβίωσιν καί τήν ζωήν μας, εἰς τήν
οἰκείωσιν τῆς παραδόσεως καί εἰς τήν συμβολήν μας εἰς τόν πολιτισμόν,
εἰς τήν συμβίωσιν μέ τούς συνανθρώπους μας καί εἰς τήν πολιτικήν, εἰς
τήν εὐθύνην μας ὡς προσώπων καί εἰς τήν νοηματοδότησιν τῆς ὑπάρξεώς μας.
Εἶναι βέβαιον ὅτι ἡ παιδεία συνδέεται οὐσιαστικῶς μέ κεντρικά
ἀνθρωπολογικά ἐρωτήματα. Δέν εἶναι δυνατόν νά συζητῶνται προσφυῶς
παιδαγωγικά θέματα ἄνευ ἀνθρωπολογικῆς θεμελιώσεως ἤ ὄταν ἐπικρατῇ
ἀνθρωπολογική σύγχυσις. Πάντοτε ἡ μετάδοσις ἀξιῶν καί στάσεων ζωῆς
ὑπῆρξε βασική διάστασις τῆς παιδείας, ἡ ὁποία δέν ἀναφέρεται ἁπλῶς εἰς
ὅ,τι εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά εἰς αὐτό τό ὁποῖον ὀφείλει νά εἶναι, εἰς τό
δέον. Αὐτό ἀποτελεῖ τήν κανονιστικήν ἀρχήν διά τό παιδευτικόν ἔργον. Τό
δέον δέν συμπίπτει ἀναγκαστικῶς μέ τήν κυρίαρχον εἰς κάθε ἐποχήν
ἀνθρωποεικόνα.
Ἐνθυμούμεθα, ἐν τῇ συναφείᾳ ταύτῃ, ὅτι ὁ ὕπατος τῶν φιλοσόφων, ὁ
ὑψιπέτης Πλάτων, ἀντέταξεν εἰς τήν ἀρχήν τοῦ σοφιστοῦ Πρωταγόρου «Πάντων
χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος» τήν ἔξοχον ρῆσιν «ὁ δή θεός ἡμῖν πάντων
χρημάτων μέτρον ἄν εἴη μάλιστα» (Νόμοι, 716c), παραπέμψας
τοιουτοτρόπως εἰς τό Ἀπόλυτον ἤ τό Ὑπερβατικόν, ὡς σταθερόν σημεῖον
ἀναφορᾶς τῆς ἀνθρωπίνης πράξεως. Βλέπομεν τό ἑλληνικόν πνεῦμα, εἰς τάς
λαμπροτέρας ἐκφάνσεις του, νά ἀντιτάσσεται εἰς τήν συρρικνωτικήν ἀρχήν
«ἄνθρωπος μέτρον» (homo mensura) καί νά τήν ἀπορρίπτῃ ὡς ἔκφρασιν τῆς
αὐτοσυνειδησίας του. Ὅσοι πιστεύουν ὅτι, διά τῆς ἐπικαιροποιήσεως τῆς
Πρωταγορικῆς θέσεως, ἀναδεικνύονται γνήσιοι συνεχισταί τῆς ἀρχαίας
ἑλληνικῆς παιδείας, πλανῶνται. Παίζουν ὅμως ἐν οὐ παικτοῖς, διότι ἡ
κατάργησις ὁρίων καί ἀξιῶν καί τό κήρυγμα τοῦ «ἀνθρωποθεοῦ» εἶναι
σήμερον ἐπικινδυνωδέστερον ἀπό ὅσον κατά τόν 5ον π.χ. αἰῶνα,
τόν αἰῶνα τοῦ Πρωταγόρου, ἐφ᾿ ὅσον ἡ ἀνθρωπότης ἔχει σήμερον τήν
δυνατότητα νά ὑπερβῇ τό μέτρον, λόγῳ τῆς ἰσχύος τῆς ἐπιστήμης καί τῆς
τεχνολογίας της. Εἶναι βέβαιον ὅτι ἡ πρόοδος τῶν ἐπιστημῶν δέν
συμβαδίζει μέ τήν παράλληλον ἐνίσχυσιν τοῦ ἠθικοῦ αἰσθητηρίου τοῦ
ἀνθρώπου.
Ἡ ἀλήθεια τήν ὁποίαν ἐξέφρασεν ὁ Πλάτων εὑρίσκεται εἰς τόν πυρῆνα καί
τῆς χριστιανικῆς θεολογίας, ἡ ὁποία κατανοεῖ τόν ἄνθρωπον ἐκ τῆς
σχέσεώς του πρός τόν Θεόν ἤ ὀρθότερον ἐκ τῆς σχέσεως τοῦ Θεοῦ πρός
αὐτόν. Ἡ προέλευσις καί ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἐλευθερία καί ἡ
σωτηρία του κρίνονται ἐντός τοῦ πλαισίου τῆς σχέσεως αὐτῆς. Δι᾿ ἡμᾶς
τούς Χριστιανούς ὁ ἄνθρωπος «δέν εἶναι πείραμα». Ἔχει θείαν προέλευσιν
καί αἰώνιον προορισμόν.
Ἐν Χριστῷ ἀναπλάθεται ἡ φθαρεῖσα ἀνθρωπίνη φύσις, ἀνοίγεται εἰς πάντα
ἄνθρωπον ἡ ὁδός πρός τό καθ᾿ὁμοίωσιν. Ὅλοι εἴμεθα «Θεοῦ χωρητικοί».
Ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδέ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδέ
ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ» (Γαλ. γ’, 28). Τό ἀνθρώπινον πρόσωπον
ἔχει ὑπερτάτην ἀξίαν. «Οὐδέν γάρ ὅσον ἄνθρωπος ἱερόν, ᾧ καί φύσεως
ἐκοινώνησεν ὁ Θεός» (Νικολάου Καβάσιλα, Περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ΣΤ’,
PG 150, 649). Διά τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ καί τῆς κοινῆς σωτηρίας
θεμελιοῦται ἡ ἑνότης τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἀλλά καί σώζεται ἡ σύμπασα
κτίσις. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἀποκαλεῖ τήν ἑορτήν τῆς θείας Ἐνανθρωπήσεως
«κοινήν ἑορτήν πάσης τῆς κτίσεως», «τά σωτήρια τοῦ κόσμου», «τήν
γενέθλιον ἡμέραν τῆς ἀνθρωπότητος» (Ὁμιλία εἰς τήν Ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Γέννησιν, PG 31, 1472-73).
Εἰς τό κέντρον τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς εὑρίσκεται ἡ «οὐ ζητοῦσα τά ἑαυτῆς»
(Α’ Κορ. ιγ’, 5) ἀγάπη. Ὡς ἔχει λεχθῇ, ἡ ἀγάπη πρός τόν «πλησίον»,
ἀνεξαρτήτως πάσης κοινωνικοπολιτικῆς ὀπτικῆς, ἡ συμπαράστασις ἡ ὁποία
δέν ἀρκεῖται «ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων πρός τό θεαθῆναι αὐτοῖς» (Ματθ.
στ’, 1), παραμένει τό ἴδιον τοῦ χριστιανικοῦ ἤθους. Ὁ Χριστός, εἰς τήν
παραβολήν τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου (Λουκ. ι’, 30-37), μᾶς καλεῖ νά
καθιστάμεθα «πλησίον» διά κάθε ἄνθρωπον «ἐμπεσόντα εἰς τούς ληστάς».
Ὀφείλομεν ὅμως νά μή παραμένωμεν εἰς τήν βοήθειαν, ἀλλά νά ἐνδιαφερώμεθα
διά τήν πηγήν τοῦ κοινωνικοῦ κακοῦ, νά ἀγωνιζώμεθα κατά τῶν αἰτίων τῆς
ἀδικίας καί νά συμβάλλωμεν εἰς τήν οἰκοδόμησιν τῆς κοινωνίας
ἀλληλεγγύης. Ἡ ἱστορία τῶν ἀνθρωπιστικῶν κατακτήσεων εἶναι ἀδύνατον νά
γραφῇ χωρίς ἀναφοράν εἰς τήν συμβολήν τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Αὐτάς τάς ἀληθείας ἐκφράζει εἰς τήν Ἐκκλησίαν ἡ λειτουργική ζωή, ἡ
μαρτυρία ἐν τῷ κόσμῳ, ὁ ἁγιογράφος διά τοῦ χρωστῆρος του, ἡ ναοδομία, ἡ
ὑμνογραφία, ἡ ἐκκλησιαστική μουσική, ὁλόκληρος ἡ ἐν Χριστῷ ζωή ὡς
χαρισματική θεολογική γλῶσσα. Πάντα ταῦτα λειτουργοῦν εἰς τήν ἐποχήν μας
ὄχι μόνον ὡς δύναμις ἀντιστάσεως εἰς κάθε μορφήν ἀντικειμενοποιή-σεως
καί ἀποπροσωποποιήσεως τοῦ ἀνθρώπου καί εἰς τήν «λήθην τοῦ Ὑπερβατικοῦ»,
ἀλλά καί ὡς πηγή ἐμπνεύσως καί πνευματικῆς ἀνατά-σεως. Εἴμεθα βέβαιοι
ὅτι συγκροτοῦν μίαν ρωμαλέαν πρότασιν παιδείας καί ὅτι θά παραμείνουν,
παρά τά περί «μεταχριστιανικῆς ἐποχῆς» θρυλούμενα, σημεῖον ἀναφορᾶς διά
τάς ἐπερχομένας γενεάς.
Μέ λάβαρον αὐτάς τάς ἀξίας, ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία ἀσκεῖ
κριτικήν κατά ἐκείνων τῶν συγχρόνων ἐξελίξεων, αἱ ὁποῖαι θίγουν τήν
ἱερότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, κατά τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας καί τῶν
ἀκροτήτων τοῦ οἰκονομισμοῦ, τῶν διακρίσεων καί τῆς ἐκμεταλλεύ-σεως, καί
διακηρύσσει ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά ὁμιλῶμεν περί προόδου, ὅταν
φαλκιδεύεται τό ἀνθρώπινον πρόσωπον καί καταστρέφεται ἡ «καλή λίαν»
δημιουργία τοῦ Θεοῦ.
Ἐκλεκτοί παρόντες,
Ἡ ἀνθρωπιστική ταυτότης καί ὁ πολιτισμός μιᾶς κοινωνίας
κρίνονται ὄχι
μόνον ἐπί τῇ βάσει τῆς τεχνολογικῆς ἀναπτύξεως καί τῆς ὀργανώσεως τῆς
κοινωνικῆς καί πολιτικῆς ζωῆς, ἀλλά καί ἀπό τήν παρουσίαν ἐκείνων τῶν
πνευματικῶν ἀξιῶν, αἱ ὁποῖαι ὑπενθυμίζουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μόνον
πολίτης τοῦ κόσμου ἀλλά καί πνευματικόν ὄν, τό ὁποῖον ἔχει ὑψηλόν καί
αἰώνιον προορισμόν. Χωρίς συναίσθησιν αὐτοῦ τοῦ προορισμοῦ του, ὁ
ἄνθρωπος ἀδυνατεῖ νά διαχειρισθῇ καί νά ἀντιμετωπίσῃ τάς ὁριακάς
καταστάσεις τῆς ὑπάρξεώς του.
Εἶναι γεγονός ὅτι εἰς τήν ζωήν μας ὑπάρχουν διαστάσεις ἀπρόσιτοι εἰς
τήν ἐπιστήμην, αἱ ὁποῖαι ἀναφέρονται εἰς τήν πίστιν, τό ἦθος καί τήν
ἐλευθερίαν. Αὐτό σημαίνει ὅτι, παρά τήν ἐκπληκτικήν πρόοδον τῆς
ἐπιστήμης εἰς τήν ἐποχήν μας, ἡ ἀνθρωπιά ποτέ δέν θά εἶναι αὐτονόητος,
ποτέ δεδομένη, ἀλλά θά ἀποτελῇ προσωπικόν κατόρθωμα, τό ὁποῖον θά ἀπαιτῇ
διαρκῆ ἀγῶνα καί δέσμευσιν. Οἱ ἄνθρωποι θά συνεχίσουν νά ποθοῦν τήν
αἰωνιότητα, θά ἀφουγκράζωνται τήν φωνήν τοῦ οὐρανοῦ, θά θέλγωνται ἀπό
τήν τέχνην καί τήν φιλοσοφίαν, θά στρέφωνται εἰς τήν θρησκείαν,
ἀναζητοῦντες νόημα ζωῆς καί ὑπαρκτικήν πληρότητα. Ὁ
ἄνθρωπος δέν δύναται νά ὁλοκληρωθῇ χωρίς κατεύθυνσιν καί νόημα, δέν
ἀντέχει τό «ὑπαρξιακόν κενόν», ὅπως ἰσχυρίζεται ὁ πατήρ τῆς
Λογοθεραπείας Viktor Frankl.
Ἡ παιδεία ὀφείλει νά κατευθύνῃ τήν ζωήν μας πρός αὐτόν τόν σκοπόν, μέ
τόν ὁποῖον συνδέεται ὁ πραγματικός ἐξανθρωπισμός μας. Εἰς αὐτήν τήν
ἀλήθειαν παραπέμπουν τά λόγια τοῦ ἀρχαίου φιλοσόφου: «Ἄμεινον ἐπαίτην ἤ
ἀπαίδευτον εἶναι̇ οἱ μέν γάρ χρημάτων, οἱ δέ ἀνθρωπισμοῦ δέονται»
(Ἀρίστιππος ὁ Κυρηναῖος). Αὐτό διακηρύσσει ἡ Ἐκκλησία, διά στόματος
Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, θεωροῦσα τόν ἄνθρωπον ὡς «ζῶον θεούμενον».
Ἐπί τῇ βάσει αὐτῶν τῶν δεδομένων, κρίνομεν ὡς ἄτοπον καί ἀλυσιτελῆ
κάθε προσέγγισιν πίστεως καί ἐπιστήμης ὡς ἀντιπάλων δυνάμεων. Πρόκειται,
κατ᾿ οὐσίαν, περί συνεργῶν εἰς τήν διακονίαν τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ «πλεκτοῦ
ἐξ ἀμφοτέρων, οὐρανίων χθονίων τε» (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος). Εἶναι
ἀδιαμφισβήτητον ὅτι ἡ ἐπιστήμη, τήν ὁποίαν καί ὑμεῖς ὑπηρετεῖτε εἰς τά
Πανεπιστήμια, εἶναι ἡ «μεγάλη δύναμις» τῆς ἐποχῆς μας. Ἀλλάζει ριζικῶς
τήν ζωήν μας, ἀντιμετωπίζει ἐπιτυχῶς προβλήματα, τά ὁποῖα ἐθεωροῦντο
«μοιραῖα» καί ἀνυπέρβλητα, συμβάλλει εἰς τήν πρόοδον καί τήν εὐημερίαν.
Τά θαύματα τῆς ἐπιστήμης δικαιώνουν σήμερον τόν Charles P. Snow, ὁ
ὁποῖος, εἰς τήν περίφημον διάλεξίν του «Οἱ δύο κουλτούρες καί ἡ
ἐπιστημονική ἐπανάσταση» (1959), εἶχε τονίσει ὅτι «ὑπάρχουν πολλά στή
μοίρα μας πού δέν ἀνήκουν στήν κατηγορία τοῦ μοιραίου», καί ὅτι «ἀπό τή
φύση τους οἱ ἐπιστήμονες ἔχουν τό μέλλον στίς φλέβες τους» (C.P. Snow, Οἱ δύο κουλτούρες, ἐκδ. Ἑλληνικά Γράμματα, Ἀθήνα 1995, σ. 89 καί 93).
Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (Κρήτη 2016)
ἐτόνισεν, μετ᾿ ἐμφάσεως, ὅτι «διά τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ἡ ἱκανότης
πρός ἐπιστημονικήν ἔρευναν τοῦ κόσμου ἀποτελεῖ θεόσδοτον δῶρον εἰς τόν
ἄνθρωπον» (Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον,
ΣΤ’, 11). Ζῶμεν σήμερον, βεβαίως, καί τάς παρενεργείας τῆς
ἐπιστημονικῆς καί τεχνολογικῆς προόδου, τάς ἀκρότητας τοῦ
ἐπιστημο-νισμοῦ, τάς τάσεις μετατροπῆς τοῦ ἀνθρώπου εἰς μετρήσιμον
μέγεθος, τάς περιβαλλοντικάς συνεπείας τῆς ἐκμεταλλεύσεως τῆς φύσεως. Ἡ
Σύνοδος τῆς Κρήτης σοφῶς διακηρύσσει ὅτι ἡ ἀπάντησις εἰς τά μεγάλα
ὑπαρξιακά καί ἠθικά προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου «δέν εἶναι δυνατόν νά δοθῇ
χωρίς μίαν πνευματικήν προσέγγισιν» (Ἐγκύκλιος, § 11).
Οὐδέποτε εἰς τήν ἱστορίαν τῆς ἀνθρωπότητος, αἱ ὑψηλαί πνευματικαί
ἀξίαι ὑπῆρξαν δεδομέναι καί αὐτονόητοι. Πάντοτε ἀπῃτοῦντο ἀγῶνες καί
θυσίαι διά τήν κατάκτησιν καί τήν πραγμάτωσίν των. Πρόκειται περί μιᾶς
ἰδιαιτέρως ἐπικαίρου διαπιστώσεως, καθ᾿ ὅσον σήμερον διατυμπανίζεται
εὐκαίρως ἀκαίρως ἡ ἄποψις, ὅτι ἡ δικαιοσύνη, ἡ κοινωνική συνοχή καί ἡ
εἰρήνη θά προκύψουν ὡς φυσικόν ἀποτέλεσμα τῆς προόδου τῆς τεχνολογίας,
τῆς διαδικτυακῆς ἐπικοινωνίας καί τῆς οἰκονομικῆς ἀναπτύξεως. Ἡ ἀλήθεια
ὅμως εἶναι ὅλως διαφορετική.
Ὁ ἄνθρωπος, ἐν ἀντιθέσει πρός τό ζῶον, τό ὁποῖον εἶναι «δεμένο στόν
πάσαλο τῆς στιγμῆς» καί γνωρίζει μόνον ὅ,τι χρειάζεται διά τήν ἐπιβίωσίν
του, δέν καθηλώνεται εἰς τό παρόν, δέν καλύπτεται μέ τήν ἱκανοποίησιν
τῶν ἀναγκῶν του καί οἱ ἐκπληρωμένοι πόθοι του δέν τόν ἀποτρέπουν ἀπό τήν
ἀναζήτησιν νοήματος τῆς ζωῆς καί τῆς ἐλευθερίας του. Ἡ ἀληθής ἀνθρωπίνη
εὐδαιμονία εὑρίσκεται «στήν πλάτη τῶν πράξεών μας» (βλ. Max Scheler, Der Formalismus in der Ethik und die materiale Wertetlik, Werke, II, Bern/München 1996, σ. 48-49), συναρτᾶται μέ τήν στροφήν μας πρός τό ἀγαθόν, πρός τήν ἀλήθειαν.
Ἡ παιδεία ὀφείλει νά ὑπενθυμίζῃ τήν ἀλήθειαν ὅτι ἡ ἀνθρωπιά δέν εἶναι
factum, ἀλλά πάντοτε faciendum, καθῆκον καί χρέος, ὅτι χρειάζεται
χρόνον διά νά ριζώσῃ, νά ἀναπτυχθῇ καί νά καρποφορήσῃ. Ἐάν ἰσχύη, ὅτι «ἡ
ἐπιστήμη βλέπει τήν ἀνθισμένη ἀμυγδαλιά μέ τά μάτια τοῦ ξυλοκόπου», ὅτι
δηλαδή προωθεῖ τήν
«χρησιμοθηρίαν» καί τήν κυριαρχίαν τῶν «μέσων» ἐπί τῶν «σκοπῶν» καί
προσανατολίζει τόν ἄνθρωπον πρός τό «Ἔχειν», τότε ἡ παιδεία καλεῖται νά
ὑπενθυμίζῃ εἰς τόν ἄνθρωπον τό «σχολήν ἄγειν» τῶν Ἀρχαίων, τό ὁποῖον
ἀποτελεῖ ἕν ἐκ τῶν θεμελίων τοῦ πνευματικοῦ πολιτισμοῦ μας, ἕνα τρόπον
τοῦ βίου, ὅπου προτεραιότητα κατέχει ἡ ἐλευθερία καί ὄχι ἡ «ἀνάγκη».
Ὀφείλει δέ νά παραπέμπῃ εἰς τόν λόγον τοῦ Χριστοῦ «οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ
ζήσεται ἄνθρωπος» (Ματθ. δ΄, 4). Δέν εἶναι ὁ ἄνθρωπος «σάρξ», βιολογική
μονάς. Ἡ ζωή του δέν εἶναι ἁπλῶς ἀγών διά τήν ἐπιβίωσιν, τήν κάλυψιν τῶν
ὑλικῶν ἀναγκῶν καί τήν ἱκανοποίησιν τῶν αἰσθήσεων.
Προφανέστατα, ἡ εἰκών τήν ὁποίαν ἔχομεν διά τόν ἄνθρωπον, διά τήν
ταυτότητα, τήν προέλευσιν καί τόν προορισμόν του, καθορίζουν καί τήν
τοποθέτησίν μας ἀπέναντί του. Ἐάν τόν βλέπωμεν ὡς homme machine, τότε
εὐκόλως τόν ὑποβαθμίζομεν εἰς ἀντικείμενον. Ἐάν ὅμως τόν θεωρῶμεν
«πρόσωπον», τόν «ἠγαπημένον τοῦ Θεοῦ» καί «Θεόν κατά χάριν», τότε ἡ
στάσις μας ἀλλάζει ριζικῶς.
Ἐν τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ, ἐπαναλαμβάνομεν τήν θέσιν, ὅτι διά τόν ἀπόλυτον
σεβασμόν τῆς ἀνθρωπίνης ἀξιοπρεπείας δέν ἀρκεῖ ὁ προσανατολισμός ἁπλῶς
πρός τόν ἄνθρωπον. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά προσεγγίζεται ἐπί τῇ βάσει ἑνός
ὑπερβατικοῦ «ἀρχιμηδείου σημείου», ἐκτός καί πέραν τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό
συμβαίνει, ὅταν βλέπωμεν τόν ἄνθρωπον θεῖον δημιούργημα καί τονίζωμεν
τόν αἰώνιον προορισμόν του. Εἰς αὐτήν τήν ἀλήθειαν παραπέμπει καί τό
προοίμιον τοῦ Συντάγματος τῆς Ἑλλάδος: «Εἰς τό ὄνομα τῆς ἁγίας καί
ὁμοουσίου καί ἀδιαιρέτου Τριάδος». Ἀπό αὐτήν τήν ἀρχήν, τήν ὁποίαν δέν
ἔχει δημιουργήσει ὁ ἴδιος, τρέφεται ὁ χριστιανικός «πολιτισμός τοῦ
προσώπου», διακονῶν ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ κάθε ἀνθρώπου, τοῦ πτωχοῦ, τοῦ
ἀσθενοῦς, τοῦ ξένου, τοῦ παιδίου, τοῦ γέροντος, τόν Χριστόν. «Τίποτε δέν
εἶναι ἱερώτερον ἀπό τό ἀνθρώπινον πρόσωπον», αὐτή εἶναι ἡ κεντρική ἀρχή
τῆς παιδείας. Ἐκφράζομεν καί ἐνώπιον ὑμῶν τήν πεποίθησίν μας ὅτι εἶναι
ἀδύνατον «νά μείνωμεν πιστοί εἰς τήν γῆν» μέ κλειστόν τόν οὐρανόν.
Μέ αὐτάς τάς σκέψεις καί τά αἰσθήματα, τετιμημένοι μέ τόν ὑψηλόν
ἀκαδημαϊκόν τίτλον τοῦ Ἐπιτίμου Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων
καί ἐκφράζοντες ἐκ βάθους καρδίας τήν εὐγνωμοσύνην μας, μεταφέρομεν τήν
εὐλογίαν τῆς Μητρός Κωνσταντινουπολίτιδος Ἐκκλησίας καί εὐχόμεθα πρός
πάντας ὑμᾶς, πρός τάς Πρυτανικάς ἀρχάς, τούς Κοσμήτορας καί τούς
Προέδρους τῶν Τμημάτων, τούς Καθηγητάς, τούς λοιπούς ἐργαζομένους, τούς
φοιτητάς καί τάς φοιτητρίας τοῦ Πανεπιστημίου, καί πρός πάντας τούς
παρισταμένους, ὑγείαν ἀκραιφνῆ, καλήν δύναμιν εἰς τό ἔργον σας καί πᾶν
δώρημα τέλειον ἄνωθεν καταβαῖνον.
Ἔρρωσθε, ἀγαπητοί!
ΕΠΑΙΝΟΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ
υπό του Πρύτανη Τριαντάφυλλου Α. Δ. Αλμπάνη
Παναγιώτατε,
Η Ακαδημαϊκή κοινότητα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων έχει σήμερα το
προνόμιο να αποδώσει την ύψιστη τιμή του Επίτιμου Καθηγητή στην
Παναγιότητά Σας. Είναι αυτές οι στιγμές που διευρύνουν τις κατανοήσεις
για τις απαρχές μας και τις ταυτότητές μας, αφήνοντας στην επόμενη γενιά
ένα ακόμη πλαίσιο σκέψης για την κατανόηση του κόσμου και του εαυτού. Η
σημερινή τιμή στο πρόσωπό Σας αφορά σε στοιχεία που καθορίζουν τη δική
Σας διαδρομή ζωής, τη συμβολή Σας ως Οικουμενικού Πατριάρχη στον
ελληνισμό και το αποτύπωμά Σας στον κόσμο. Επίσης, η σημερινή τιμή αφορά
στο δρόμο του διαλόγου και της δημοκρατίας που δείξατε, Εσείς, μέσα από
συγκεκριμένες δράσεις Σας και πρακτικές.
Αναγνωρίζοντας, προσωπικά, το ρόλο Σας και τη συνεισφορά Σας, θα
ήθελα να μου επιτραπεί να αναφέρω ότι η επόμενη γενιά ‘οφείλει’ μέσα στη
νεότητά της και στο δικαίωμά της να οραματιστεί και να σχεδιάσει το
μέλλον της, να σταθεί σε αυτά τα στοιχεία που σήμερα εδώ αναγνωρίζουμε
στο πρόσωπό Σας. Είναι σημαντικό να μπορούμε να σκεφτούμε για σημεία που
η Ορθοδοξία συναντά την επιστημονική σκέψη και το ρόλο της στην
κοινωνία με επίκεντρο τον άνθρωπο. Επισημαίνω
τη σημασία μιας οπτικής ‘κατανόησης των πραγμάτων’, ώστε να μπορέσουμε
να αποτυπώσουμε και να αναγνωρίσουμε ό,τι αποτελεί μέρος του ελληνισμού
ανεξάρτητα από τις όποιες ερμηνείες και προσέγγιση υιοθετεί κανείς.
Με αυτόν τον πρόλογο και από τη θέση του Πρύτανη του Πανεπιστημίου
Ιωαννίνων θα ήθελα να Σας ευχαριστήσω για την αποδοχή και την παρουσία
Σας εκ νέου στο Πανεπιστήμιό μας, του οποίου το διδακτικό βήμα και τα
εργαστήρια θα είναι στη διάθεσή Σας. Αυτή η διαθεσιμότητα στην οποία
αναφέρομαι αναδεικνύει ακριβώς το σημείο συνάντησης της πορείας Σας και
της προσωπικότητάς Σας με την επιστημονική έρευνα και τη σημασία της για
την κοινωνία και την οικονομία στο πλαίσιο μιας οπτικής όπου η
πανεπιστημιακή έρευνα κεφαλαιοποιείται, προκειμένου να αποτελέσει μοχλό
ανάπτυξης της χώρας.
Ταυτόχρονα με το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, τα Γιάννενα κι η Ήπειρος,
ένας πολύ όμορφος τόπος, θα είναι διαθέσιμος για Εσάς και η παρουσία Σας
θα αποτελεί τιμή, αναγνωρίζοντας τη σημασία Σας για τον τόπο και τη
χώρα!
Τα γράμματα στα Γιάννενα, μετά την απελευθέρωση και μέχρι την ίδρυση
του Πανεπιστημίου μας το 1964, πέραν των δομών της δημόσιας εκπαίδευσης,
έχουν συνδεθεί με την εκκλησία και τη συμβολή των Μητροπολιτών
Ιωαννίνων, που όλοι τους ήταν μέχρι το 1958 απόφοιτοι της Θεολογικής
Σχολής της Χάλκης: Ο πρώτος, Γερβάσιος Ωρολογάς, Μέγας Πρωτοσύγκελος του
Οικουμενικού Θρόνου, ο Γερμανός Καραβαγγέλης για λίγο, κυρίως ο
Σπυρίδων Βλάχος, μετέπειτα Αθηνών, που με τη συνεργασία του με τον
μετέπειτα διάδοχό του στα Γιάννενα Δημήτριο Ευθυμίου-Παππά, ιδρύουν τη
Σχολή Βελλάς και την Ιερατική Σχολή της νήσου των Ιωαννίνων κατά τα
πρότυπα του Λυκειακού Τμήματος και της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης.
Αυτό το πλαίσιο αποτέλεσε για πολλά από τα πρώτα μέλη ΔΕΠ του
Πανεπιστημίου μας σημείο αναφοράς, τους γνωστούς ως «ΒΕΛΑΪΤΕΣ», αλλά και
δημιούργησε στον τόπο μια παράδοση για τη σημασία των γραμμάτων, η
οποία σχεδόν αναπόδραστα συνδέθηκε με το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Το
Πανεπιστήμιό μας ιδρύθηκε σε μία επαρχιακή πόλη με εξαιρετική υποστήριξη
από τη βάση και όλους τους φορείς του τόπου μας, ανοικτό πέραν των
συνόρων στο χώρο της Βαλκανικής, της Ευρώπης, των ΗΠΑ και σε όλο τον
κόσμο. Γι᾽ αυτό αντιλαμβανόμαστε πλήρως τον αγώνα Σας για την
επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης και αναγνωρίζουμε τη
σημασία της όχι μόνο για τον ελληνισμό αλλά για τον Τουρκικό λαό υπό μία
οπτική οικουμενικότητας.
Σήμερα, λοιπόν, Εσείς ο πλέον επιφανής Χαλκίτης, βρίσκεστε στο
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, και να μου επιτρέψετε να πω ότι η παρουσία Σας
εδώ, στο μεγάλο εκπαιδευτικό ίδρυμα των Ιωαννίνων, ανακαλεί στη μνήμη
μας αυτούς τους Χαλκίτες, όπως και τον αλησμόνητο για πολλούς Πατριάρχη
Αθηναγόρα, από το Βασιλικό Ιωαννίνων, αναδεικνύοντας την οικουμενικότητα
της γνώσης. Με αυτή ακριβώς την οικουμενικότητα είναι συνυφασμένος ο
Ελληνισμός και είναι αυτή η οικουμενικότητα που η δική Σας παρουσία
πρεσβεύει. Η οικουμενικότητα αυτή αποτυπώνει τα ανοιχτά σύνορα της
γνώσης και τη δυναμική του ανθρώπινου υποκειμένου προφανώς μέσα στην
ευαλωτότητά του αλλά, κυρίως, αποτυπώνει την προσφορά και την
αλληλεγγύη, όπως αυτά κοινωνούνται από Εσάς που τιμούμε σήμερα.
Παναγιώτατε, βρισκόμαστε σήμερα εδώ, με Εσάς τιμώμενο από το
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, και αντιστοίχως αποτελεί τιμή για μένα,
προσωπικά, να καταθέσω στο
πλαίσιο της ομιλίας μου ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος έχει
συγκεντρώσει, από την αρχή της Πατριαρχίας, τους Ορθόδοξους Πατριάρχες
και Προέδρους των Τοπικών Εκκλησιών, με γνώμονα την ενότητα και την
ειρήνη, φέρει μαζί του αποτυπώματα του ελληνισμού από τη Μικρά Ασία, τα
ασκηταριά της Καππαδοκίας, τους χωμάτινους δρόμους, τα ρυάκια και τις
πλαγιές του Πόντου, τα χαλάσματα και τις ρεματιές της Ανατολικής Θράκης
από τη Σηλυβρία μέχρι την Αδριανούπολη, και είναι αυτά που συνδέουν
εμένα προσωπικά με τη σημασία της σημερινής τιμής στο Πρόσωπό Σας και
για αυτή τη στιγμή θα ήθελα να καταθέσω ότι είμαι προσωπικά ευγνώμων στο
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Είναι η δική μου καταγωγή από την Ανατολική
Θράκη, από τις 40 Εκκλησιές, τον τόπο των προγόνων μου, που γνώρισα μέσα
από τις αφηγήσεις, και περπάτησα, μεγάλος πια, αναζητώντας απαρχές και
ρίζες, αρχές και τέλη, γεγονότα και αφηγήσεις. Σε αυτή τη δική μου
προσωπική συνάντηση με ‘αυτό΄ που εκπροσωπείτε Εσείς, αισθάνομαι
ευγνώμων για την παρουσία σας. Μοιάζει αυτή η στιγμή να δημιουργεί ένα
ψυχικό κεφάλαιο που επιτρέπει στο παρελθόν να συνυπάρχει στο παρόν και
στο μέλλον καθώς οι γενιές βρίσκουν τη συνέχειά τους. Πέρα από τη δική
μου προσωπική εμπειρία, θεωρώ ότι, για το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, αυτή η
στιγμή αφήνει μια παρακαταθήκη για τη συγκρότηση της ταυτότητάς μας
όπως αυτή αναζητά αναφορές στους αιώνες, στους γνωστούς και στους
άγνωστους τόπους και προσφέρει μια ώσμωση οικουμενικότητας μέσα από
διαφορετικές διαδρομές του ελληνισμού και της Ορθοδοξίας.
Με δέσμευση στο χρέος της Πρωτόθρονης Εκκλησίας απέναντι στους
χριστιανούς, Ανατολής και Δύσης, ο Πατριάρχης Κύριος Βαρθολομαίος και η
περί αυτόν Ιερά Σύνοδος έχει αποδειχθεί στήριγμα στις δύσκολες στιγμές
που απαιτούσαν ορθολογισμό, νηφαλιότητα, κατανόηση και αναστοχασμό. Έχει
συμβάλει στην επίλυση διαφορών με εξαντλητικό διάλογο, αλλά και
αποφασιστικότητα, χωρίς να αλλάζει από τις αμφιταλαντεύσεις των
ευεργετηθέντων, παραμένοντας αφοσιωμένος στο χρέος του. Από τα πρώτα
χρόνια της Πατριαρχίας του επιλύει αμέσως το ακέφαλο της Εκκλησίας της
Αλβανίας, τη σύγχυση στο Πατριαρχείο Σόφιας, το ακυβέρνητο του
Πατριαρχείου Ιεροσολύμων και της Εκκλησίας της Κύπρου. Μεριμνά για τους
χριστιανούς των ιστορικών μεταβολών της τελευταίας εκατονταετηρίδος και
δρα με επουλωτικό τρόπο στην Εσθονία, στην Ουκρανία, στη Β. Μακεδονία
πρόσφατα, με υπομονή, συχνά βιώνοντας ταπεινώσεις και ύβρεις- ένας ρόλος
μητέρας παραπέμποντας για τους χριστιανούς στο ρόλο της Μητέρας
Εκκλησίας. Υπό αυτή την οπτική, συχνά έχει αναδειχθεί μέγας διδάσκαλος
και Καθηγητής του διαλόγου και της ελπίδας για τους λαούς της
Βαλκανικής, δημιουργώντας ανοιχτούς ορίζοντες για τη νέα γενιά σε πολύ
δύσκολες πολιτικές και οικονομικές συγκυρίες, σε έναν πολύπλοκο κόσμο
που έχασε τις βεβαιότητες μιας μεταπολεμικής ευημερούσας εποχής.
Ο Πατριάρχης Κύριος Βαρθολομαίος με τις εξαιρετικές σπουδές,
απόφοιτος της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, προικισμένος με φιλομάθεια
θα σπουδάσει (1963-1968) τον κόσμο της Καθολικής Εκκλησίας πάνω στο
Κανονικό Δίκαιο στο Ινστιτούτο Ανατολικών Σπουδών στη Ρώμη, θα γνωρίσει
από κοντά τον προτεσταντικό κόσμο στο Οικουμενικό Ινστιτούτο Bossey στην
Ελβετία και την Καθολική Θεολογία στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου.
Πολύγλωσσος, αφουγκράστηκε τις πολιτικές και επιστημονικές ζυμώσεις της
εποχής που ανέτειλε μετά τον Β´ παγκόσμιο πόλεμο, έζησε την αναστολή
λειτουργίας της αγαπημένης του Σχολής και αφουγκράσθηκε τις οιμωγές που
έρχονταν από το μέλλον για την ανθρωπότητα. Γι᾽ αυτό ήδη από το 1973,
νέος στην ηλικία Μητροπολίτης Φιλαδελφείας, θα αναλάβει το νεοσυσταθέν
πατριαρχικό γραφείο υπό τον Πατριάρχη Δημήτριο και για δεκαεννιά έτη θα
εκπροσωπήσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε όλα τα διεθνή, διαθρησκειακά
και διαχριστιανικά fora, επιμένοντας στη συνεργασία των λαών, την
υπεράσπιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, την εξάλειψη των διακρίσεων και
της φτώχειας. Είναι, νομίζω, αυτή η περίοδος που ο Πατριάρχης Κύριος
Βαρθολομαίος συνειδητοποίησε τη σημασία της ρύπανσης και υποβάθμισης του
φυσικού περιβάλλοντος, την υπερεκμετάλλευση των πόρων της γης, τα
αποτελέσματα της κλιματικής αλλαγής που απειλούν τον άνθρωπο, τα ζώα και
τα φυτά, το ύδωρ και τις θάλασσες, συνδράμοντας από μέρους του την
επιστήμη με μία ποικιλία οικολογικών συνεδρίων και δράσεων, ώστε να
γίνει ευπρόσδεκτα ακουστή από το μέγα πλήθος των ανθρώπων κάθε θρησκείας
και φυλής και όλων των πολιτικών σχημάτων όπου γης. Είναι αυτή η πορεία
που πρώιμα αναγνώρισε αυτό που πολλές δεκαετίες μετά ορίσαμε ως ONE
HEALTH, Europe Goes Green, αλλά και όλες τις σύγχρονες προκλήσεις που
αφορούν στην κλιματική αλλαγή, τη μετανάστευση, ζητήματα ισότητας,
αλληλεγγύης και ό,τι εννοιολογεί τον όρο ‘κρίση’ στις μέρες μας.
Συγχρόνως αυτήν την ίδια περίοδο, όπως προκύπτει από τη συνέχεια και
απ᾽ ό, τι έρχεται στο φως της δημοσιότητος, ο τότε Μητροπολίτης
Φιλαδελφείας, ένας πολίτης της Οικουμένης, δομεί ισχυρούς δεσμούς με
ασκητικές προσωπικότητες της Ελλάδος, στο Άγιο Όρος, την Κρήτη, τη Ρόδο,
την Εύβοια, την Αθήνα και σε όλο τον κόσμο, μεταξύ αυτών και με τον
Άγιο Παΐσιο, που ο εορτασμός της μνήμης του και τα θυρανοίξια οδήγησαν
τα βήματα του Πατριάρχη Κυρίου Βαρθολομαίου και στη σημερινή ακαδημαϊκή
σύναξη.
Δεν θα απαριθμίσω τις τιμητικές διακρίσεις από όλες τις νεότερες
Ορθόδοξες Εκκλησίες και τα κράτη, από τη Ρωσία μέχρι τις Ηνωμένες
Πολιτείες, τους διεθνείς οργανισμούς και τα πολυάριθμα Πανεπιστήμια στο
εξωτερικό και την Ελλάδα, αλλά να μου επιτρέψετε να επισημάνω και μόνο
τον κόπο να βρεθείτε σε όλες αυτές τις εκδηλώσεις τιμής, να επισημάνω
τον κόπο να βρεθείτε και να ξαναβρεθείτε κοντά στους πιστούς στις
Μητροπόλεις του Πατριαρχείου στην Τουρκία, στις Μητροπόλεις των Νέων
Χωρών, και όπου προσκαλείσθε, πάντα παρών με ανοιχτή διαθεσιμότητα, στο
Άγιο Όρος, στις Αρχιεπισκοπές και τις Μητροπόλεις του εξωτερικού, στη
Χάλκη και την Ίμβρο και την Παναγία Σουμελά. Και πάνω απ᾽ όλα να δέχεσθε
στο Πατριαρχικό γραφείο σας από ηγέτες κρατών μέχρι απλούς χριστιανούς
από την Πόλη και όλο τον κόσμο σε καθημερινό μετερίζι, προσφέροντας με
όρους αισθητηριακής εμπειρίας, σε όλους, ένα παράδειγμα δεκτικότητας,
διαθεσιμότητας και δέσμευσης.
Θέλω να επισημάνω μόνο την τεράστια προσπάθεια που κάνατε το 2016 με
τη σύγκληση της Πανορθοδόξου Συνόδου στην Κρήτη, μια προσπάθεια για τη
συγκρότηση της ενότητας της εκκλησίας και της ανθρωπότητας, που
φανέρωσε, όμως, την παθογένεια του κατακερματισμένου κόσμου της Ευρώπης
και τη θυσία της ενότητος στην εξουσιαστική αντίληψη της ιδιοτέλειας.
Παναγιώτατε, κλείσατε 60 χρόνια ιεροσύνης, 31 Πατριαρχίας, σχεδόν 50
από τη χειροτονία σας ως Μητροπολίτης Φιλαδελφείας, δείχνοντας έναν
δρόμο ενότητας, διαλόγου, μετριοπάθειας και συνοχής. Δίνετε ένα μήνυμα
Δημοκρατίας ειδικά στις μέρες μας, που τόσο πολύ το έχει ανάγκη η
Πολιτεία στο πλαίσιο της σκέψης και της νομοθέτησης για την Ανώτατη
Εκπαίδευση. Επαναφέρατε τη λειτουργία του συνοδικού θεσμού με τρόπο
πλήρους δημοκρατικής συμμετοχής εκ περιτροπής όλων των Μητροπολιτών του
Οικουμενικού Θρόνου και εκ περάτων της γης, Ρωμιών εκ καταγωγής και εκ
χάριτος, όλων των εθνών! Σε μία περίοδο που οι θεσμοί δοκιμάζονται
διασώζετε με αυτόν τον τρόπο τη δημοκρατική λειτουργία, που είναι στην
πραγματικότητα η καλύτερη συνοχή ενός πολιτεύματος με εφαρμογή σε όλους
τους κοινωνικούς θεσμούς, όπως διέσωσε στη μακρά πορεία της η Εκκλησία
με την «ψήφο των πλειόνων», ήδη από την Α´ Οικουμενική Σύνοδο το 325
μ.Χ. στη Νίκαια της Βιθυνίας, εν μέσω μονοκρατορίας της αυτοκρατορικής
αρχής, τη δημοκρατία των Ελληνικών πόλεων και την παρέδωσε ως πολιτισμό
στις νεότερες και σύγχρονες πολιτείες.
Με μία τέτοια ακτίνωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου καθίσταται
κατανοητό, γιατί ο λόγος Σας για την προστασία του περιβάλλοντος έχει
εξαιρετικά υψηλό αντίκτυπο. Χωρίς να αμφισβητείται ο λόγος των
επιστημόνων, δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει ότι ο δικός Σας λόγος έχει
εξαιρετική σημασία σε όλο τον κόσμο, στη νέα γενεά και στο χώρο της
εκπαίδευσης. Ο λόγος Σας για
την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, το διάλογο και τη διαθρησκειακή
συνεργασία είναι αποδεκτός από τους θρησκευτικούς ηγέτες ποικίλων
πολιτικών συστημάτων σε όλο τον κόσμο. Η προσωπικότητα που είναι σε θέση
να αναγνωρίζει και να υπηρετεί τις αρχές της επιστήμης, που κατανοεί
την επιστήμη στην υπηρεσία της κοινωνίας και του ανθρώπου και
αναδεικνύει τη σημασία του ανθρώπινου υποκειμένου ως παράγοντα
αλληλεγγύης, συνοχής, δημοκρατίας και ανθρωπισμού δεν μπορεί παρά να
έχει διακριτή σημασία στην οικουμενικότητα και αυτό σήμερα αναγνωρίζουμε
στο πρόσωπό Σας.
Παναγιώτατε,
Αποτελεί μέγιστη τιμή για το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων που είστε μαζί μας! Σας ευχαριστούμε!
________
Φωτογραφίες: Νίκος Παπαχρήστου / Οικουμενικό Πατριαρχείο