Πέμπτη 16 Μαρτίου 2023

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΞΑΗΜΕΡΟΣ

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΞΑΗΜΕΡΟΣ

1. Φύση καί ζωή

 

Ἀπόσπασμα ἀπό: Νίκου Ἀθ. Ματσούκα, Ἐπιστήμη, Φιλοσοφία καὶ Θεολογία στὴν Ἑξαήμερο τοῦ MBασιλείου (Θεολογία και Οικουμένη 7), Εκδόσεις Κυριακίδη: Θεσσαλονίκη 2016, σσ. 199-211 (Κεφάλαιο Δ´). Πρώτη ἔκδοση (1979) 1981, μερικώς 1973. Ἠλεκτρονική ἐπεξεργασία, ἄδεια καὶ ὑπογραμμίσεις ἀπὸ Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου, Α.Π.Θ.

 

(σ. 199) Ἡ διήγηση τῆς Γένεσης γιά τή δημιουργία τοῦ κόσμου ἀναφέρεται σέ τέσσερεις περιοχές· 1) στή φύση, 2) στή ζωή, 3) στόν ἄνθρωπο και 4) στήν (παραδείσια) κοινωνία. Αὐτό πού δεσπόζει κυρίαρχα στή διήγηση εἶναι βέβαια ἡ στενή ἐξάρτηση ὅλων αὐτῶν τῶν περιοχῶν ἀπό τό δημιουργό Θεό. Ἡ ἐξάρτηση αὐτή ἀπό τή μιά μεριά περιορίζει τήν ἀναφορά τοῦ κόσμου ἀποκλειστικά σέ μιά κατεύθυνση, πού εἶναι ἡ θεία πραγματικότητα, ἀνεξάρτητη ἀπό τό σύμπαν καί συνάμα παρούσα σ’ αὐτό, καί ἀπό τήν ἄλλη λευτερώνει κάθε γωνιά καί πτυχή τῆς κτίσης ἀπό ὁποιαδήποτε δαιμονική καί μαγική ἐπιρροή. Τό ξαστέρωμα αὐτό τοῦ κόσμου ἀπό τήν ἀπελευθέρωση αὐτή τοῦ δίνει μιά τέτοια φωτεινὁτητα, ὥστε ὅλα νά εἶναι καθαρά καί ἀποσαφηνισμένα. Μόνο ὁ Θεός καί ὁ κόσμος ὑπάρχουν σ’ αὐτή τήν ἐξάρτηση καί τίποτε ἄλλο. Ὅτι τό γεγονός αὐτό εἶναι ἀποτέλεσμα μιᾶς θέας τοῦ κόσμου μέ τή ματιά ἑνός ὁλοκληρωμένου πιστού καί ὄχι κρυπτοειδωλολάτρη ἤ ὑποκριτῆ, αὐτό εἶναι ἄλλο θέμα. Ἡ εἰκόνα αὐτή τῆς Ἁγίας Γραφῆς παρουσιάζεται ἀτόφια καί στήν Ἑξαήμερο τοῦ Μ. Βασιλείου, ὅπου βέβαια, ὅπως εἴδαμε, ἡ συμβολική, εἰκονική καί παραβολική γλώσσα τῶν ἁγιογραφικῶν κειμένων ἀλλάζει κατά ἕνα (σ. 200)μεγάλο μέρος μέ τή γλώσσα τῶν ἐννοιῶν καί τῆς ἐπιστήμης. Ὡστόσο καί μέ τή γλώσσα αὐτή δέν χάνεται τό ζωντανό ὑφάδι μιᾶς καθολικῆς (μυθικῆς) παράστασης, ἡ ὁποία παρουσιάζει τήν ἑνιαία πραγματικότητα Θεοῦ καί κόσμου. Ἡ ἑνιαία αὐτή πραγματικότητα τελικά δέν μπορεῖ ποτέ νά παρασταθεῖ ἐξολοκλήρου μόνο μέ τήν ἐξειδικευμένη ἐπιστημονική ἤ μέ τήν ἐννοιολογική φιλοσοφική γλώσσα.

Ξεκινώντας ἀπό τίς παραπάνω δύο προϋποθέσεις ὡς κληρονομιά τῆς πατερικῆς παράδοσης, 1) τήν ἀνάγκη ἀλλαγῆς τῆς γλώσσας μέ μιά ἄλλη καί 2) τή διατήρηση μιᾶς καθολικῆς (μυθικῆς) παράστασης, μποροῦμε νά κάνουμε λόγο γιά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἕνας θά ἔγραφε σήμερα μιά σύγχρονη Ἑξαήμερο, ἄν ἤθελε βέβαια καί ἐνδιαφερόταν νά παρουσιάσει τή διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί ὄχι κάποια δική του ἰδεολογία. Ἐδῶ θά ἀναφέρουμε μερικές ἀρχές καί γενικές παρατηρήσεις.

Πρῶτα πρῶτα εἶναι ἀπαραίτητο νά κινηθεῖ σ’ αὐτές τίς τέσσερεις περιοχές, φύση, ζωή, ἄνθρωπος καί κοινωνία, ὅπως τίς συναντᾶμε μέ λιτό καί ἁπλό τρόπο περιγραφόμενες στή διήγηση τῆς Γένεσης καί ὅπου σήμερα γίνονται οἱ ἐκρηκτικές καί ραγδαῖες ἐπαναστατικές ἀλλαγές στή θεωρία καί τήν πράξη. Αὐτό πού μπορεῖ νά διαπιστώσει ὁ καθένας εὔκολα εἶναι τό γεγονός ὅτι τό σύγχρονο κοσμοείδωλο εἶναι ἀντιμυθικό, παρ’ ὅλη τήν ὁμολογία τῶν σοφῶν ἐπιστημόνων ὅτι τό σύμπαν κρύβει πολλά μυστήρια[1]. Τά μυστήρια αὐτά εἶναι περισσότερο (σ. 201) ἄγνωστες δομές καί λειτουργίες τοῦ σύμπαντος. Καί αὐτό βέβαια δέν σημαίνει διόλου ὅτι δέν εἶναι μυστήρια μέ τή φιλοσοφική καί μυθική γλώσσα. Ἀλλά σέ πολλές περιπτώσεις, καί ἴσως μέ ἐξαίρεση τίς ἐπιστημονικές καί φιλοσοφικές μεγαλοφυΐες, παρατηρεῖται μιά ἐπίμονη κυριαρχία ἑνός ὀρθολογικοῦ συγκεντρωτισμοῦ πού θέλει νά ἐξηγήσει τό σύμπαν μέ ἐξειδικευμένες καί κατακερματισμένες ἔρευνες. Ἔτσι ὑπό τό πρίσμα αὐτό θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι τό σύγχρονο κοσμοείδωλο εἶναι ἀντιμυθικό –ὄχι φυσικά ἐξαιτίας τῆς ἀπουσίας τῶν μυθικῶν παραστάσεων τῆς ἀρχαιότητας.

Μποροῦμε ἐπίσης νά ποῦμε ὅτι τό σύμπαν σήμερα, ὅπως τό βλέπει τουλάχιστο ὁ ἄνθρωπος, εἶναι μᾶλλον ἀποειδωλοποιημένο[2]. Αὐτό τό σημεῖο εἶναι ὄχι μόνο θετικό γιά τή χριστιανική διδασκαλία, ἀλλά καί ἡ πεμπτουσία τοῦ ἔργου της. Ὁ Χριστιανισμός δέν πολεμάει τό μυθικό ἀλλά τό εἰδωλολατρικό στοιχεῖο. Τό παλιό κοσμοείδωλο ἐρχόταν σέ ἀντίθεση μέ τό Χριστιανισμό, πού δέν μποροῦσε βέβαια νά τό γκρεμίσει μεμιᾶς, ὄχι γιά τό μυθικό του στοιχεῖο, ἀλλά γιά τό εἰδωλολατρικό. Ἔτσι σήμερα ὁ Χριστιανισμός πρέπει νά νιώθει –ἄς τό ποῦμε ἔτσι– πιό ἄνετα καί νά μήν ἀσφυκτιᾶ σέ κλειστά περιγράμματα, μιά καί δέν ὑπάρχει τό εἰδωλολατρικό κοσμοείδωλο. Ὡστόσο τό ἀντιμυθικό στοιχεῖο τοῦ σημερινοῦ κοσμοειδώλου, στις περισσότερες τουλάχιστο περιπτώσεις, εἶναι κάτι πού δέν συμφωνεῖ μέ τή χριστιανι (σ. 202) κή διδασκαλία πού θά ἤθελε μιά καθολική καί ἑνιαία θεώρηση τοῦ σύμπαντος, ὅπως κάνει τό ζωντανό ὑφάδι τοῦ μύθου. Πάντως τό σημερινό κοσμοείδωλο εἶναι πιό κοντά στή χριστιανική διδασκαλία καί πιό πρόσφορο νά δεχτεῖ τή «χριστιανική θεώρηση», μιά καί εἶναι ἀπελευθερωμένο ἀπό μαγικές δυνάμεις, ὀρθολογοποιημένο καί ξαστερωμένο ἀπό τά σκοτάδια τῆς διαρχίας.

Ἡ φύση, μολονότι κρατάει πολλά μυστικά της καί ἴσως μείνει ἀνένδοτη γιά πάντα, προδίδει ἀρκετά στούς ἐπιστήμονες ἐρευνητές πού βάζουν τό δάχτυλο στούς τύπους τῆς ἐσώτατης δομῆς τῆς ἀνόργανης καί ὀργανικῆς ὕλης, στά ἄτομα καί τά κύτταρα. Ἡ ἐπιστήμη προχωράει μέ ἐπαναστατικές μετατροπές ἀντιλήψεων καί θεωριῶν τόσο στόν τομέα τῆς φύσης ὅσο καί στόν τομέα τῆς ζωῆς. Εἶπαν ὅτι ὁ δέκατος ἔνατος καί ὁ εἰκοστός αἰώνας ἦταν αἰῶνες τῆς φυσικῆς· ὁ εἰκοστός πρῶτος θά εἶναι τῆς βιολογίας. Φυσική καί βιολογία κάνουν ἐπίπονο δρόμο γιά νά ἑρμηνεύσουν τήν ἐσώτατη δομή τῆς πραγματικότητας, χωρίς νά ἀπομακρύνουν τίς βλέψεις καί τίς φιλοδοξίες ἀπό τίς μακρές διαστάσεις τῆς πραγματικότητας. Ἔτσι ἡ ἔρευνα γίνεται μέ τήν ἴδια ταχύτητα καί ἐπαναστατικότητα τόσο στό μακρόκοσμο ὅσο καί στό μικρόκοσμο.

Ὁ Μ. Βασίλειος εἶχε φυσικά νά ἀντιμετωπίσει κάποια ποικιλία ἐπιστημονικῶν ἀπόψεων γιά τόν κόσμο, τήν προέλευσή του καί τίς ἰδιότητες τῆς ὕλης, ἀλλά κυρίως ἐνδιαφερόταν νά ἀποκρούσει τό ἄναρχο τῆς δημιουργίας καί συγκεκριμένα τήν ἄποψη ὅτι ὁ δημιουργός Θεός στήν προϋπάρχουσα ἄμορφη ὕλη συγκόλλησε τό εἶδος σάν μορφοποιητική δύναμη. Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σέ μιά μεγαλύτερη ποικιλία ἀπόψεων καί θεωριῶν καί τό κυριότερο σέ διαρκεῖς ἔρευνες πού ἐπιση (σ. 203)μαίνουν περισσότερα ἁπλά ἤ πολύπλοκα μυστικά τοῦ μακροκόσμου καί τοῦ μικροκόσμου[3]. Στήν ἀντιμετώπιση (σ. 204) ἤ καλύτερα στήν προσπάθεια γιά ἀφομοίωση τοῦ ἐπιστημονικοῦ καί φιλοσοφικοῦ ὑλικοῦ χρειάζεται περισσότερη προσοχή καί εὐστροφία, γιά νά πλαστεῖ ὡς ἐκφραστικό ὄργανο τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας μιά γλώσσα δυναμική καί ἐξελισσόμενη, μιά καί ἡ πορεία τῶν κατακτήσεων ἤ ἀναθεωρήσεων πρός τό παρόν τουλάχιστο φαίνεται δυναμική καί ἀκατάπαυστη.

Ἡ φυσική ἐδῶ καί δεκαετίες ἔχει κάνει τολμηρές ἀναζητήσεις στό χῶρο τῆς ὕλης. Οἱ ἐπιστήμονες προσπάθησαν νά τήν ὁρίσουν ἤ νά τήν περιγράψουν. Δέν ἔχουμε πιά μπροστά μας τήν ἁπλή καί κάπως δογματική ἄποψη τοῦ Ἀριστοτέλη γιά τήν ὕλη καί τό εἶδος. Ὁ WHeisenberg ὡστόσο δέν διστάζει νά πεῖ ὅτι ὑπάρχουν πολλές δυσκολίες ὡς πρός τόν ὁρισμό καί τόν καθορισμό τῆς ὕλης[4]. Πάντως οἱ ἀνακαλύψεις καί θεωρίες, πού (σ. 205) ἔγιναν τόν εἰκοστό αἰώνα, κλόνισαν τήν «ὑλιστική» εἰκόνα γιά τή δομή τοῦ κόσμου, ὅπως τή διαμόρφωσαν κατά τό δέκατο ἔνατο αἰώνα. Κατά τήν ὑλιστική ἀντίληψη τά ἄτομα τῆς ὕλης, ἀμετάβλητα πάντοτε κινοῦνται στό χῶρο καί τό χρόνο σέ μιά νομοτελειακή διάταξη, ἡ ὁποία καί φανερώνει τά φαινόμενα τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου[5]. Ἡ βάση τοῦ ὑλιστικοῦ οἰκοδομήματος ἦταν ἡ ἀρχή ὅτι τά ἄτομα αὐτά ἀποτελοῦσαν τήν ἀντικειμενική πραγματικότητα. Ἀλλά μέ τήν ἀνακάλυψη τῆς ραδιενέργειας, τῆς κοσμικῆς ἀκτινοβολίας, ἔφτασαν οἱ ἐπιστήμονες στό συμπέρασμα ὅτι τά ἄτομα τῆς χημείας δέν μποροῦσαν νά θεωρηθοῦν τά ἔσχατα καί κλειστά δομικά στοιχεῖα τῆς ὕλης· κατέληξαν στήν ἄποψη ὅτι εἶναι σύνθετα ἀπό τρία βασικά στοιχεῖα: τό πρωτόνιο, τό νετρόνιο καί τό ἠλεκτρόνιο. Τά ἐλάχιστα αὐτά δομικά στοιχεῖα τῆς ὕλης δέν ἀκολουθοῦν τήν ἴδια νομοτέλεια, ὅπως τά στοιχεῖα τοῦ μακροκόσμου. Ἀρχίζει λοιπόν νά κλονίζεται ἡ ἀντικειμενική πραγματικότητα. Ἔπειτα ἡ θεωρία τῆς σχετικότητας «μᾶς ἔμαθε ὅτι ἡ ὕλη ἀντιπροσωπεύει ἀπέραντες ἀποθῆκες ἐνέργειας καί ὅτι ἡ ἐνέργεια ἀντιπροσωπεύει ὕλη». Ἐπιπλέον δέν ὑπάρχει οὐσιαστική διάκριση ἀνάμεσα στή μάζα καί τήν ἐνέργεια. Ἔτσι ἡ φυσική τοῦ μικροκόσμου κλόνισε τήν ἀντικειμε (σ. 206) νικότητα, τή συνέχεια καί τήν αἰτιοκρατία τῆς φυσικῆς τοῦ μακροκόσμου ἤ καλύτερα παράλληλα μέ ὅλα αὐτά, πού ἰσχύουν στόν μακρόκοσμο, ἄνοιξαν καί ἄλλες πόρτες γιά τή γνώση μυστικῶν τῆς δομῆς τοῦ σύμπαντος καί συγκεκριμένα τῆς ὕλης[6].

Κατά συνέπεια μιά θεολογία πού ἐπιδιώκει νά κατασκευάσει γλωσσικό ὄργανο γιά τήν ἔκφραση τῆς ἀλήθειας, πού ἀναφέρεται στή διήγηση τῆς Γένεσης, δέν ἔχει μπροστά της τήν ἁπλή ἀριστοτελική ἄποψη γιά τήν ὕλη, ἀλλά μιά ἐπιστημονική γλώσσα δυναμική καί ἐξελισσόμενη· καί ἡ θεολογική γλώσσα πρέπει νά ἔχει τήν ἴδια εὐλυγισία. Ἕνα ἄλλο βασικό χαρακτηριστικό τῆς θεολογίας αὐτῆς θά εἶναι τό ἀριστοτεχνικό ντύσιμο τῆς βιβλικῆς ἀλήθειας μέ τή δυναμική γλώσσα πού θά κατασκευάσει. Ἡ λειτουργία τῆς θεολογίας λοιπόν εἶναι κάτι παραπάνω ἀπό μιά ἔρευνα καί μιά κατάταξη γνώσεων. Εἶναι καί ἕνα ντύσιμο τῆς ἀλήθειας ἤ κατά τή ρήση τοῦ Χριστοῦ μιά τοποθέτηση τοῦ πάντοτε νέου οἴνου σέ νέους ἀσκούς. Ἡ παραπάνω εἰκόνα τῆς φύσης καί τῆς ὕλης, ὅπως τήν παρουσιάζει ἡ ἐπιστήμη, εἶναι ἴσως περισσότερο εὐνοϊκή, γιατί ἔχει τό δυναμικό χαρακτήρα. Ὡστόσο χρειάζεται περισσότερη προσοχή στό πλάσιμο τῆς γλώσσας καί στό ντύσιμο τῆς ἀλήθειας.

Ἡ φυσική ἔρευνα σήμερα, ἐνῶ δέν θέτει κατά κανόνα πρόβλημα ὕπαρξης ἤ μή δημιουργοῦ, ἀλλά μόνο τρό (σ. 207) πο γένεσης τοῦ σύμπαντος καί κίνησης αὐτοῦ κατά τήν ὕλη καί τήν ἐνέργεια,προσπαθεῖ νά ὑπερβεῖ μιά ἄχρηστη, ὅπως τήν πιστεύει δυαδικότητα ἀνάμεσα στήν ὕλη καί τό πνεῦμα. Δέν πρέπει μέ κανέναν τρόπο ὁ σύγχρονος θεολόγος νά παγιδευτεῖ καί νά νομίσει ὅτι αὐτό τό πράγμα θά μποροῦσε νά εἶναι ὑλισμός, γιατί κατά τήν πατερική διδασκαλία δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει ριζική διαφορά ἀνάμεσα στήν ὕλη καί τό πνεῦμα, ἀφοῦ καί τά δυό εἶναι κτιστά δημιουργήματα. Ὁ WernerHeisenberg θέτει τό ἐρώτημα, ἄν στόν ἄνθρωπο εἶναι συνδεδεμένο καί «πνεῦμα» μέ τήν ὕλη τοῦ ἐγκεφάλου. «Διότι τά στοιχεῖα ἄνθρακας, ὑδρογόνο, ὀξυγόνο, ἄζωτο καί φωσφόρος, πού ὑπάρχουν στό μυαλό, δέν εἶναι διαφορετικά ἀπό αὐτά πού ἐμφανίζονται παντοῦ ἀλλοῦ στή γῆ». «Ἔτσι λοιπόν στή νεώτερη φιλοσοφική βιβλιογραφία», συνεχίζει ὁ Heisenberg, «πρέπει εἴτε νά τή συνιστοῦμε σάν ὀρθή (μιά τέτοια σκέψη), ἤ τουλάχιστο σά λογική εἴτε, πρός ἀποφυγή της, νά ἀναπτύσσουμε ἕνα ἀποφασιστικό καί ἀγεφύρωτο δυαδυσμό μεταξύ πνεύματος καί ὕλης»[7]Αὐτή λοιπόν ἡ ὑπέρβαση τῆς δυαδικότητας ἀνάμεσα στήν ὕλη καί τό πνεῦμα δέν εἶναι διόλου ἀντίθετη πρός τή χριστιανική διδασκαλία· ἀντίθετα ὡς σχῆμα καί παράσταση εἶναι περισσότερο προσαρμοστική στό περιεχόμενο τῆς θεολογίας. Ὡστόσο χρειάζεται προσοχή, γιά νά μήν πέσει ἡ θεολογία στήν παγίδα καί θεωρήσει μιά τέτοια ἄποψη ὑλιστική. Ἡ θεολογία ἄλλωστε κινδύνεψε καί δυσκολεύτηκε μέ τήν πλατωνική δυαρχία, τελικά ὅμως τήν ξεπέρασε. Πολύ πιό ἀποδοτικά μπορεῖ νά κινηθεῖ σ’ αὐτή τή μονιστική ἀντίληψη γιά τήν ὕλη καί (σ. 208) τό πνεῦμα, μιά καί ἡ κύρια βάση τῆς θεολογίας, στό σημεῖο αὐτό, εἶναι ἡ διαβάθμιση τῆς δεκτικότητας, ὡς πρός τή μετοχή καί τή γνώση τοῦ Θεοῦ, τῶν κτιστῶν ὄντων καί ὄχι ἡ διαρχία ὕλης καί πνεύματος.

Πέρα ἀπό τήν ἄρση τῆς παραπάνω δυαδικότητας, πού εἶναι εὐνοϊκή γλώσσα γιά τή θεολογία, τό δυναμικό κοσμοείδωλο προσφέρεται γιά μιά καλύτερη θεώρηση τῆς ἀποειδωλοποιημένης κτίσης[8]. Στό δυναμισμό αὐτό, ὅπου τό κυριότερο ρόλο διαδραματίζει ὁ ρόλος ὕλης-ἐνέργειας, πρέπει νά ἐφαρμοστεῖ ἡ φιλοσοφική θεώρηση πού ἀντιμετωπίζει τήν πραγματικότητα σέ μιά καθολική ἐποπτεία καί ὄχι κομματιασμένη σέ ἐξειδικευμένα μέρη πού τά προβάλλει ἡ ἀπόλυτη καί συγκεντρωτική ἐξουσία τοῦ λόγου. Εἶναι καιρός ὁ λόγος νά πάρει τή δικαιοδοσία πού τοῦ ἀνήκει, μέ ἄλλα λόγια νά περιοριστεῖ στή δική του λειτουργία μέσα στήν ἑνότητα τῆς ὅλης ἐνεργειακῆς δομῆς τοῦ κόσμου. Ἐξάλλου, ὡς πρός τήν ἀκρίβεια τῆς ὀρθολογικῆς παρατήρησης τοῦ κόσμου, εἶναι γνωστό ὅτι ἡ εἰκόνα πού ἔχουμε δέν εἶναι μιά εἰκόνα γιά τόν κόσμο, ἀλλά γιά τή σχέση μας μέ τόν κόσμο[9]. Καί αὐτό τό σημεῖο εἶναι μιά πολύ εὐνοϊκή προϋπόθεση γιά τή σύγχρονη θεολογική γλώσσα.

(σ. 209) Πολύ μεγάλο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει καί ὁ κόσμος τῆς βιολογίας, πέρα ἀπό τήν ἐξελικτική θεωρία πού τήν εἴδαμε καί τή συζητήσαμε στό πρῶτο κεφάλαιο. Ὕστερα ἀπό τή φυσική καί ἡ βιολογία προσπαθεῖ νά διεισδύσει στίς ἔσχατες καί ἐσώτατες δομές τῆς πραγματικότητας. Τό φαινόμενο τῆς ζωῆς καί ἡ προέλευσή της εἶναι ἀπό τά πιό ἐπίμαχα προβλήματα τῆς σχετικῆς ἔρευνας. Σέ σχέση πρός αὐτά, ἐπιχειρεῖται τολμηρή προσπάθεια ἀκόμη καί γιά τή ρύθμιση τῆς ἴδιας τῆς πορείας τῆς ζωῆς. Στή φιλοδοξία αὐτή βρίσκεται ἕνας μεγάλος κίνδυνος πού ἀπειλεῖ τή ζωή μέ αὐτοκαταστροφή ἤ ἐκτρωματική ἀλλοίωση. Ὡστόσο ὑπάρχει καί ὁ καλός σκοπός πού ἀποβλέπει στήν ἀνύψωση τῆς ποιότητας τῆς ζωῆς[10]Στο σημεῖο αὐτό ἡ θεολογία δέν μπορεῖ νά μείνει ἀσυγκίνητη καί πρίν προχωρήσει νά ἐκφράσει τό δικό της μήνυμα, ὀφείλει νά ξέρει καλά καί στίς λεπτομέρειες ὅλες αὐτές τίς ἀπόπειρες γύρω ἀπό τό φαινόμενο τῆς ζωῆς, ὥστε αὐτή νά προδώσει ὅλες τίς δυνατότητές της καί ὅλα τά μυστικά της.

Ἡ ἔρευνα δέν περιορίζεται μόνο στήν ἐξονυχιστική ἐξέταση τῶν ἔσχατων δομικῶν στοιχείων τῆς ζωῆς, ἀλλά καί στή διαφώτιση τοῦ μυστηρίου πού βρίσκεται στό μεθόριο μεταξύ ἀνόργανης καί ὀργανικῆς ὕλης. Ὅπως τήν ἐξέλιξη ἔτσι συζητήσαμε καί αὐτό τό σημεῖο. Ἐδῶ ἴσως καί πάλι εἶναι ἀπαραίτητο νά τονίσουμε ὅτι ὑπάρχει κίνδυνος παγίδας· νά νομίσει δηλ. ἡ θεολογία ὅτι (σ. 210) πρέπει νά διατηρήσει τήν δυαδικότητα ὀργανικοῦ καί μή ὀργανικοῦ στοιχείου, πράγμα πού εἶναι μᾶλλον δυσπροσάρμοστο στή θεολογική σκέψη. Ξανατονίζουμε ἐδῶ τήν ἴδια ἄποψη πού εἴχαμε πεῖ γιά τό πρόβλημα τῆς δυαδικότητας ὕλης καί πνεύματος. Ξεκινώντας ἀπό τή διδασκαλία γιά τή δημιουργία ἀπό τό μηδέν –μιά θέση κλειδί γιά τή θεολογία–, δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἕνα ὄν εἶναι ἀθάνατο ἐξαιτίας τῆς φύσης του καί τῆς στόφας αὐτῆς τῆς φύσης· εἶναι ἀθάνατο ἐξαιτίας τῆς δεκτικότητας πού ἔχει νά μετέχει καί νά δέχεται τήν ἀθανασία ἀπό τόν Θεό. Κατά συνέπεια κάθε κτιστή πραγματικότητα ἀξιολογεῖται μόνο ὡς πρός τή δεκτικότητά της καί ὄχι ὡς πρός τήν ἰδιαίτερη φύση της. Ἄλλωστε μιά καί ὅλα ἔχουν κτιστή φύση, διαφοροποιοῦνται μόνο ὡς πρός τή δεκτικότητα μετοχῆς ἤ μή στή θεία ζωή. Ἔτσι λοιπόν θά δοῦμε τή ζωή στόν κόσμο καί ὄχι ὑπό τό πρίσμα τῆς δυαδικότητας ὀργανικοῦ καί μή ὀργανικοῦ στοιχείου.

Αὐτό πού πρέπει ὅμως νά τονίσει ἡ θεολογία εἶναι ἡ προτεραιότητα τῆς ζωῆς, ὅπως τήν παρατηροῦμε μέσα στή φύση. Ὅλα καθορίζονται ἀπό τούς νόμους μέ τούς ὁποίους ἐκδηλώνεται ἡ δραστική κίνηση τῶν ζωντανῶν ὀργανισμῶν, τόσο στό φυτικό ὅσο καί ζωικό βασίλειο[11]Μέ ἄλλα λόγια, μποροῦμε νά μελετοῦμε ὅλους τούς παράγοντες, γεωγραφικούς, κοινωνικούς κ.ἄ., ποτέ ὅμως νά μήν παραβλέπουμε ὅτι ἡ ζωή ἔχει δικούς της νόμους πού κατά κάποιο τρόπο προηγοῦνται. Ὅπως ἤδη εἴδαμε καί ἡ ἐξέλιξη ἀκολουθεῖ πρῶτα τούς νόμους τῆς γενετικῆς καί ἔπειτα αὐτό πού λέγεται πρόκληση τοῦ περι (σ. 211) βάλλοντος. Αὐτή ἡ ἰδιαιτερότητα τῆς ζωῆς, τουλάχιστο στήν ἀναπτυγμένη της μορφή, ὑπενθυμίζει στόν ἄνθρωπο κατά τρόπο ἐπίμονο καί πρωταρχικό ὅτι πρέπει νά δεῖ μιά ἱερότητα σ’ αὐτό πού εἶναι καί λέγεται ζωή. Ἄλλωστε ἡ ζωή κάθε μορφῆς, ἀπό τό πρωτόπλασμα ὥς τίς πιό ἐξελιγμένες μορφές στά ἀνώτερα θηλαστικά καί κυρίως στόν ἄνθρωπο, εἶναι ὁ καθρέφτης τοῦ σύμπαντος ὡς πρός αὐτό πού λέμε ἐνεργειακή δομή σέ μιά ὁλότητα καί ἑνότητα. Ἡ παραμικρή διαταραχή σ’ αὐτή τή δομή προκαλεῖ τή νόσο καί τή βαθμιαία φθίση σ’ ἕναν ὀργανισμό. Μέ ἄλλα λόγια ἡ ζωή μᾶς διδάσκει ὅτι συγκεντρωτισμός μιᾶς λειτουργίας, ἀκόμη καί τοῦ λόγου, μέσα σ’ αὐτή τή λειτουργική ἑνότητα, σημαίνει διατάραξη τῆς ἐνεργειακῆς ὁλότητας καί ἑνότητας, δηλ. δυσλειτουργία, ἀρρώστια καί θάνατο. Τή χαρακτηριστική αὐτή εἰκόνα μᾶς τή δίνει σήμερα ἀνάγλυφη ἡ ἐπιστήμη τῆς βιολογίας, ἡ γνώση τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς.

(Συνεχίζεται με ενότητα 2. Ἄνθρωπος καί κοινωνία)

 



[1]. Ὁ Ἀϊνστάιν λέγει ὅτι ἡ φύση εἶναι ἕνα μεγάλο βιβλίο πού εἶναι γεμάτο μυστήρια καί ὥς τώρα δέν φανέρωσε ὅλα τά μυστικά του. Βλ. Ἀϊνστάιν, Ἡ ἐξέλιξη τῶν ἰδεῶν στή φυσική (ἑλληνική μετάφραση Γ. Καβαλιεράτου, τόπος καί χρόνος ἐκδόσεως λείπει), σελ. 11.

[2]. Κατά τή δική μας ἄποψη, πού τήν ἀναπτύξαμε στό πρῶτο κεφάλαιο, ἄλλο πράγμα εἶναι ἡ μυθική καί ἄλλο εἰδωλολατρική παράσταση. Στήν ἀρχαιότητα βέβαια συμπλέκονται μυθικές καί εἰδωλολατρικές παραστάσεις πολύ εὔκολα.

[3]. Πάντως ἄν ἐξαιρέσουμε τήν προπαγανδιστική ἐπιστημονική ἀθεΐα, σήμερα, ἐξαιτίας τῆς κατάτμησης τῶν γνώσεων σέ τομεῖς, πού ὁλοένα καί ἀποκτοῦν μιά κλειστότερη περιοχή ἤ εἰδίκευση, ἡ ἐπιστήμη ἐγκαταλείπει τό συνδυασμό φυσικῶν καί μεταφυσικῶν ἑρμηνειῶν· εἶναι μᾶλλον ἀχρωμάτιστη ἀπό θρησκευτικές τάσεις. Αὐτό εἶναι σωστό ἀπό ἐπιστημολογική ἄποψη, δέν πρέπει ὡστόσο ἡ φυσική ἤ ἡ βιολογία (καί οἱ ἄλλες ἐπιστῆμες βέβαια) νά ἀποχρωματίζεται ἀπό κάθε φιλοσοφική θεώρηση ἤ ἑρμηνεία τῆς πραγματικότητας. Κατά τήν ἄποψή μας οἱ κυριότερες σύγχρονες θεωρίες γιά τή δημιουργία τοῦ κόσμου (γένεση τοῦ σύμπαντος ἀπό ἰσχυρότατη ἔκρηξη ὑπέρπυκνης μάζας, συνεχής δημιουργία καί ταλαντώσεις ἑνός παλλόμενου σύμπανος) δέν ἔχουν ἤ τουλάχιστο δέν μποροῦν κατά βάση νά ἔχουν καμιά μεταφυσική ἀπόκλιση, ὥστε νά εὐνοεῖται ἤ νά ζημιώνεται ἡ χριστιανική διδασκαλία. Ἕνας πού θά ἔγραφε σύγχρονη Ἑξαήμερο θά μποροῦσε νά τίς χρησιμοποιήσει ὡς ἔκφραση μιᾶς γλώσσας ἤ ἑνός τρόπου τοῦ σκέπτεσθαι, ἀφοῦ προηγουμένως γίνει ἡ σχετική προσαρμογή τῆς βιβλικῆς διδασκαλίας στίς νεότερες αὐτές θεωρίες. Πάντως ὁ δυναμισμός τῆς ἐποχῆς μας ἐπιβάλλει τήν ἰδιαίτερη ἐπισήμανση τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ τρόπος αὐτός τῆς ἔκφρασης ἤ τοῦ σκέπτεσθαι εἶναι θεμιτό καί ἐπιβεβλημένο κάθε τόσο νά ἔχει τήν εὐχέρεια νά ἀναπλάσσεται καί νά προσαρμόζεται. Πρέπει οἱ σύγχρονοι θεολόγοι νά συνειδητοποιήσουν ἐπιτέλους τή βασική ἀρχή ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή χρησιμοποιεῖ γιά τήν ἔκφραση τῆς θείας ἀλήθειας ποικιλία εἰκόνων, συμβόλων καί τύπων. Ἡ ἀπόλυτη ἀλήθεια συλλαμβάνεται καί διατυπώνεται ἀπό τόν ἄνθρωπο σχετικά, ἀνεξάρτητα ἀπό τό γεγονός τῆς θεοπνευστίας. Ὅ,τι καί νά κάνει ὁ ἄνθρωπος –καί πολύ περισσότερο αὐτός πού βρίσκεται στή δραματική καί ὀδυνηρή πορεία τῆς τελείωσης– δέν ξεπερνάει τά ὅρια τῆς κτιστότητάς του. Ἔτσι ἡ σχετική κατανόηση τῆς ἀπόλυτης ἀλήθειας ἐπιβάλλεται κατ’ ἀνάγκη νά ἔχει ποικιλία ἐκφραστικῶν τρόπων πού εἶναι φυσικό μερικές φορές νά φαίνονται συγκρουόμενοι. Τό πρόβλημα κατά κάποιο τρόπο θά ὑπῆρχε, ἄν δέν ὑπῆρχαν αὐτοί οἱ συγκρουόμενοι τρόποι. Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς εὔκολα ὅτι ὑπῆρχε πλήρης σύγχυση στούς θεολογικούς καί ἐκκλησιαστικούς κύκλους, κατά πρῶτο στή Δύση καί ἔπειτα σέ μᾶς, καί ἔτσι δημιουργήθηκε ὁ πανικός, ὅταν οἱ ἐρευνητές μέ φιλολογικά καί ἱστορικά κριτήρια ἄρχισαν νά διαπιστώνουν ποικιλία πηγῶν καί στρωμάτων στίς διηγήσεις τῆς Γένεσης καί τῶν ἄλλων κειμένων τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Κάτι τέτοιο ὅμως ὄχι μόνο δέν πρέπει νά πανικοβάλλει τούς θεολόγους, ἀλλά μπορεῖ νά ἐκφράζει τή σωστή σχέση ἀπόλυτης ἀλήθειας καί σχετικῆς κατανόησης καί βίωσης αὐτῆς τῆς ἀλήθειας. Ἡ ἀλήθεια, ἀκόμη καί ἡ θεολογική, κατακτᾶται μέ μιά συνεχή πορεία· δέν ὑπάρχει καμιά στατικότητα, οὔτε ἀκόμη στή χριστιανική ζωή καί σκέψη. Αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη ἀνακάλυψη ἴσως τῆς ἐποχῆς μας.

[4]. Βλ. Werner HeisenbergἩ εἰκόνα τῆς φύσης στή σύγχρονη φυσική, σελ. 120-121: «Τό τί καταλαβαίνουμε σήμερα μέ τή λέξη ὕλη δέν εἶναι ἐντελῶς εὔκολο νά ἐξακριβωθεῖ μέ μή διφορούμενο τρόπο, γιατί, ἄν δοκιμάσει κανείς νά βρεῖ κάποιους ὁρισμούς, τότε ἀνακαλύπτει πώς ἡ γνώση τῆς ἔννοιας αὐτῆς τίς περισσότερες φορές ἔχει κιόλας προϋποτεθεῖ καί κατόπιν γίνεται συζήτηση γιά τήν ὕλη, σάν νά πρόκειται γιά κάτι τό αὐτονόητο».

[5]Ὁ ὑλισμός αὐτός δέν πρέπει νά συγχέεται μέ τόν «ὑλισμό» τῶν προσωκρατικῶν φιλοσόφων. Πολύ εὔστοχα ὁ WHeisenberg ἐπισημαίνει τό γεγονός αὐτό, λέγοντας ὅτι ὁ ὑλισμός τοῦ δεκάτου ἔνατου αἰώνα ξεκινάει ἀπό τή διαίρεση τοῦ κόσμου, πού ἐπιχείρησε στό δυτικό χῶρο πρῶτος ὁ Καρτέσιος, σέ μιά ὑλική καί σέ μιά πνευματική πραγματικότητα. Βλ. Ἡ εἰκόνα τῆς φύσης στή σύγχρονη φυσική, σελ. 49.

[6]. Βλ. Ἀϊνστάιν, Ἡ ἐξέλιξη τῶν ἰδεῶν στή φυσική, σελ. 201, 205: «Τό φῶς εἶναι κῦμα ἤ βροχή φωτονίων (κβάντα); Μιά ἀκτίνα ἠλεκτρονίων εἶναι βροχή σωματιδίων ἤ κύμα; - Ἡ κβαντική φυσική δέν περιγράφει ἰδιότητες, ἀλλά πιθανότητες»WHeisenbergἩ εἰκόνα τῆς φύσης στή σύγχρονη φυσική, σελ. 11-14, 120-124. Χρίστου Παπαναστασίου, Ἐξέλιξις καί κατακτήσεις τῆς φυσικῆς κατά τόν 20όν αἰῶνα, Ἀθῆναι 1956, σελ. 102-103.

[7]. Βλ. WHeisenbergἩ εἰκόνα τῆς φύσης στή σύγχρονη φυσική, σελ. 130.

[8]. Μολονότι κατά τή γενική θεωρία τῆς σχετικότητας τοῦ Einstein τό σύμπαν εἶναι καμπυλωμένο γεωμετρικά καί κατά συνέπεια πεπερασμένο, δέν χάνει αὐτό τό δυναμικό του χαρακτήρα. Τήν ἄποψη αὐτή τή δέχεται ὁ ἴδιος ὁ Einstein. Βλ. Χρίστου Παπαναστασίου, Ἐξέλιξις καί κατακτήσεις κατά τόν 20όν αἰῶνα, σελ. 103. Ἀϊνστάιν, Ἡ ἐξέλιξη τῶν ἰδεῶν στή φυσική, σελ. 211-212.

[9]WHeisenbergἩ εἰκόνα τῆς φύσης στή σύγχρονη φυσική, σελ. 24-25.

[10]. Οἱ βιολόγοι, λόγου χάρη, συζητοῦν τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο μιά μέρα θά χρησιμοποιοῦν σίγουρα τούς ἀναρίθμητους μικροοργανισμούς, ὡς μέσα εὐεργετικῶν ἐνεργειῶν γιά τήν καταπολέμηση βλαπτικῶν ἐπιρροῶν στόν ἀνθρώπινο ὀργανισμό καί ὡς μέσα βελτίωσης τῆς γονιμότητας τοῦ ἐδάφους.

[11]. Πρβλ. Theodosius Dobzhansky, «Θεμελιώδεις ἔννοιες τῆς δαρβινικῆς βιολογίας», σελ. 421-422.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.