Σάββατο 25 Μαρτίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ' ΝΗΣΤΕΙΩΝ: ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ

 

Τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας κατὰ τὰ Ἀναγνώσματα τῆς Κυριακῆς καί τινων ἑορτῶν

Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου, Α.Π.Θ.

Απόδοση του Ευαγγελισμου 26 Μαρτίου

(Κυριακὴ Δ´ τῶν Νηστειῶν,

Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, 7 Ἀπριλίου 2019)

Α. 1. Κατά τη Δ´ Κυριακή των Νηστειών η Εκκλησία τιμά επίσης τη μνήμη ενός από τους μεγαλύτερους νηπτικούς Αγίους Πατέρες, ο οποίος συνδυάζει τη νήψη και τη λογιοσύνη. Η μνήμη του Αγίου Ιωάννη της Κλίμακος εορτάζεται χωριστά στον αγιολογικό κύκλο στις 30 Μαρτίου. Γεννημένος στη Συρία το 523, κοιμήθηκε στα 606, δηλαδή μετά την Ε´ Οικουμενική Σύνοδο, έγινε γνωστός ευρύτατα, καθώς ασκήτεψε στην Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης του όρους Σινά, της οποίας υπήρξε και Ηγούμενος, ένα μοναστήρι που και στις μέρες μας είναι παγκόσμια γνωστό με συνεχή λειτουργία από το 527 και με Αγίους Πατέρες που πλούτισαν την εκκλησιαστική παράδοση, νηπτική και λειτουργική πράξη και εκκλησιαστική λογιοσύνη. Το μοναστήρι κτίσθηκε και ενισχύθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό στο χώρο που ο Μωϋσής είχε τη θεοπτία της φλεγόμενης και μη κατακαιόμενης βάτου και θεωρείται, ως γνωστόν, ιερός τόπος για τους χριστιανούς, τους Εβραίους και το Ισλάμ με διαθήκη προστασίας του από τον ίδιο το Μωάμεθ.

2. Ο Άγιος Ιωάννης φέρει το προσωνύμιο της Κλίμακος από το ομώνυμο έργο του, που φαίνεται ότι αποτέλεσε βασικό ανάγνωσμα στα μοναστήρια και άσκησε συνεχή επιρροή στη φιλοκαλική βιωτή και ανάγνωση, ιδίως στους ησυχαστικούς κύκλους και τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Η Κλίμαξ είναι έργο διαρθρωμένο σε 30 κεφάλαια (Λόγους) και αρχίζει με τη δημιουργία του ανθρώπου, τη μεταπατορική πορεία του με τις παλινδρομήσεις (πάθη) και τις αρετές, για να καταλήξει στο Θεόπτη Μωϋσή, που η παρουσία του ήταν ζωντανή στο ίδιο το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη, χωρίς να παραθεωρεί αυτός κανένα από τους Προφήτες, τους Ευαγγελιστές και τους έγκριτους Αγίους Πατέρες. Το Μωϋσή έχει παράδειγμα βίου, όπως ο ίδιος παραδέχεται και αυτόν προτείνει και προς πάντας ως τον ανελθόντα στην κατάσταση της απαθείας: «Ὅταν, λοιπόν, ὅλος ὁ ἄνθρωπος οἷόν πως συνακραθῇ τῇ τοῦ Θεοῦ ἀγάπῃ, τότε καὶ ἐκτὸς τοῦ ἐν τῷ σώματι ὡς δι’ ἐσόπτρου τινὸς τὴν τῆς ψυχῆς δείκνυσι λαμπρότητα· οὕτως δοξάζεται Μωϋσῆς ὁ θεόπτης ἐκεῖνος. Οἱ τοιοῦτον ἰσάγγελον κατειληφότες, πολλάκις τροφῆς σωματικῆς ἐπιλανθάνονται» (Λόγ. 30, Περὶ τοῦ συνδέσμου τῆς ἐναρέτου τριάδος ἐν ἀρεταῖς).

3. Διαβάζοντας την Κλίμακα μπορούμε να επισημάνουμε εν συντομία τα εξής, ώστε να γίνει κατανοητό, γιατί προβάλλει η Εκκλησία κατά τη Μεγάλη Σαρακοστή τον Άγιο Ιωάννη ως παράδειγμα οσιακού βίου και λογιοσύνης:

α. Η Κλίμαξ είναι ανάγνωσμα που αφορά σε όλη την ανθρωπότητα, με την ίδια σημασία που με την περίοδο του Τριωδίου σημαίνεται η πορεία του ανθρώπινου γένους κατά τη δημιουργία και τη μεταπατορική του πορεία, ως η αρχή της υπέρ ημών Θείας Οικονομίας. Ήδη στη δεύτερη παράγραφο του πρώτου Λόγου, Περὶ ἀποταγῆς βίου, διαβάζουμε: «Πάντων τῶν προαιρουμένων ὁ Θεὸς πάντων ἡ ζωή· πάντων ἡ σωτηρίαπιστῶν, ἀπίστων· δικαίων, ἀδίκων· εὐσεβῶν, ἀσεβῶν· ἀπαθῶν, ἐμπαθῶν· μοναχῶν, κοσμικῶν· σοφῶν, ἰδιωτῶν· ὑγιῶν, ἀσθενῶν· νέων, προβεβηκότων. Ὥσπερ φωτὸς χύσις, καὶ ἡλίου θέα, καὶ ἀέρων ἐναλλαγή, καὶ ἀλλοίωσις οὐκ ἔστιν· "Οὐ γὰρ προσωποληψία παρὰ Θεῷ"». Αρχή αρχή, δηλαδή, δηλώνεται ότι ο Θεός δεν αλλάζει ανάλογα με τη συμπεριφορά των λογικών όντων, αλλά τα λογικά όντα, όπως οι άνθρωποι, που έχουν προαίρεση, ελεύθερη βούληση, επιλέγουν να ενεργούν με συγκεκριμένα αποτελέσματα, κολασμού ή θεοπτίας. Για τους Θεόπτες ο Θεός είναι φως, ενώ για τους κολασμένους είναι σκότος και πύρ, διαρκής βασανισμός από την απουσία, την αποστροφή προς τη θεοποιό χάρη.

β. Πέραν από την κατάταξη των παθών, εμπαθών λογισμών, και προς θεραπεία των παράλληλων αρετών σε μία κλίμακα αναβάσεων, η επανάκληση στον κατά Θεό βίο, αρχίζει με τη μετάνοια, μία λέξη σημείο του κηρύγματος των Προφητών, του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου και του ιδίου του Χριστού, προς επάνοδο, δηλαδή, του ανθρώπου στην κατάσταση του μη επηρεασμού απ᾽ ό,τι αποτελεί εμπαθή προσβολή, ή ακόμη προς υπέρβαση και των αγαθών λογισμών, των αρετών, ακόμη και των βιολογικών αναγκών, όπως είναι η τροφή,  κατά το παράδειγμα του Μωϋσή που έμεινε σαράντα μέρες νηστικός μέχρι να έχει τη θεοπτία του άσαρκου Λόγου. Σ᾽ αυτήν την κατάσταση ο Θεόπτης, όπως ο Μωϋσής, βρίσκεται στην κατάσταση της θεομίμητης απάθειας, κατά τον προτελευταίο εικοστό ένατο Λόγο: Περὶ τοῦ ἐπιγείου οὐρανοῦ τῆς  θεομιμήτου ἀπαθείας, καὶ τελειότητος, καὶ ἀναστάσεως ψυχῆς πρὸ τῆς κοινῆς ἀναστάσεως. Είναι κλήση για την κατά χάρη υπέρβαση όλων αυτών των συμβάσεων που συνιστούν την κτιστότητά μας.

γ. Είναι αυτονόητο ότι ακόμη και οι προβαλλόμενες αρετές δεν αποτελούν αυτοσκοπό, γιατί έτσι κέντρο θα ήταν ο άνθρωπος και όχι ο Θεός ως η ενότητα του σύμπαντος κόσμου και όλων των ανθρώπων απροσωπολήπτως. Γι᾽ αυτό στον τελευταίο του Λόγο, Περὶ τοῦ συνδέσμου τῆς ἐναρέτου τριάδος ἐν ἀρεταῖς,ο Άγιος Ιωάννης, εκτός του παραδείγματος του Μωϋσέως συνθέτει την τριάδα των αρετών πίστη, ελπίδα και αγάπη με αναφορά στην κλίμακα του Ιακώβ, και όχι ως μία ανθρώπινη προσπάθεια κατάκτησης αρετών και προκοπής δι᾽ ιδίων ανθρώπινων μέσων και δυνατοτήτων. Ταυτίζει, εξάλλου, την αγάπη με το Θεό, με τη φανέρωση, ἔλλαμψη, της άκτιστης δωρεάς του Θεού, που είναι, ωστόσο, έξω από κάθε ανθρώπινο μέτρο, η οποία για τον άνθρωπο μετεχόμενη συνιστά την κατάσταση της υιοθεσίας, και γι᾽ αυτό τίθεται η διασαφήνηση ότι «Ἀγάπη, καὶ ἀπάθεια, καὶ υἱοθεσία, τοῖς ὀνόμασι, καὶ μόνοις διακέκριται», επαφέροντας με ένα άκρως σαφή λόγο τη νηπτική αγωγή και πράξη σε καθαρά αγιογραφικό πλαίσιο, αναιρώντας τις γνωστικές τάσεις του Πελαγιανισμού, που επιβίωσαν μέχρι τα χρόνια του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά με τη μορφή του Μεσσαλιανισμού, ή της αμφισβήτησης της άκτιστης δωρεάς του Θεού, τις αποκλίνουσες από την εκκλησιαστική ζωή ερμηνείες του μυστηρίου της Ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού με την επιμονή ανάδειξης της συνέχειας των Θεοφανικών γεγονότων της Προφητικής παράδοσης με την Ευαγγελική μαρτυρία του Αποστόλου Παύλου, του μεγάλου μύστη, και τις συνέπειες για την πίστη των χριστιανών, όχι ως μίας ιδιαιτερότητας αλλά ως φορέων της οικουμενικότητας του ανθρώπινου γένους, χωρίς προσωποληψία. Πρόκειται για ένα λόγο και μία αγωγή άκρως αντισυμβατική, που απαιτεί νέκρωση όλων των συμβάσεων του βίου για τη διάβαση προς την ανάσταση προ της κοινής αναστάσεως και όχι για ένα λόγο στοχαστικό, ανθρώπινης τεχνολογίας: «Ὁ λόγος Κυρίου ὁ ἐκ Κυρίου ἁγνὸς διαμένων εἰς αἰῶνα αἰῶνος· ὁ γὰρ Θεὸν μὴ γνοὺς στοχαστικῶς ἀποφθέγγεται», (Λόγ. 30, Περὶ τοῦ συνδέσμου τῆς ἐναρέτου τριάδος ἐν ἀρεταῖς), πράγμα που ισχύει για όλες τις εποχές και ιδίως στις μέρες μας, κατά τις οποίες πολλοί επαίρονται για τη «θεολογία» τους.

 

Β. Οι δύο εορτές του Αγίου Ιωάννη υμνολογικά συμπίπτουν εν πολλοίς, με ίδια Στιχηρά Εσπερινού, ίδιο Απολυτίκιο, κατά περιεχόμενο το ίδιο Συναξάριο, διαφορετικό Κοντάκιο. Ως προς τους Κανόνες, ο πρώτος Κανόνας, με έμφαση στις ασκητικές αρετές του Αγίου και τις διδασκαλίες, τις διδαχές, τα διδάγματα, της Κλίμακος, λέγεται στις 30 Μαρτίου, ενώ κατά την εορτή της Δ´ Κυριακής των Νηστειών λέγεται ο δεύτερος Κανόνας, που σε συνδυασμό με τον πρώτο Κανόνα του Τριωδίου απηχεί περισσότερο τη νηπτική αγωγή, η οποία αφορά σε όλο το εκκλησιαστικό πλήρωμα στο πλαίσιο της προετοιμασίας, μάλιστα, κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Σ᾽ αυτό το πλαίσιο και με το δεύτερο Κανόνα με μία άκρως ρεαλιστική γλώσσα τονίζεται ότι η νόσος της πτωτικής κατάστασης του ανθρώπου είναι οι εμπαθείς λογισμοί, που ως ληστές απεκδύουν τον άνθρωπο από το λογικό[1], πλήττουν και αρπάζουν το νου του, τον συσκοτίζουν και γεννούν τα φθοροποιά πάθη και γεμίζουν σαν αγκάθια τον άνθρωπο με μώλωπες και πληγές, με αμαρτήματα και πταίσματα που παρεκκλίνουν τον άνθρωπο από την πίστη στο δημιουργό του. Η βίωση της οδύνης, η μετανοία, η σταύρωση του λογισμού, η προσευχή για την έλευση του ελέους του Θεού τίθενται ως θεραπευτικό αντίδοτο για τον τραυματισμένο άνθρωπο με ευθεία αναφορά στο Σταυρό του Χριστού και την κατάλυση του θανάτου εκ των εμπαθών λογισμών με τον εκούσιο Σταυρικό θάνατο του Χριστού[2] «σαρκί».

 

Γ. 1. Η πίστη και η ελπίδα είναι τα θέματα των Αναγνωσμάτων της σημερινής Κυριακής με την ελπίδα, μάλιστα, ως ανακεφαλαίωση επαγγελιών, να ταυτίζεται με την πίστη. Το Αποστολικό Ανάγνωσμα είναι ειλημμένο από το έκτο κεφάλαιο της Προς Εβραίους Επιστολής και αναφέρεται στην επαγγελία που δόθηκε από το Θεό στον Πατριάρχη Αβραάμ περί ελεύσεως εκ του σπέρματός του του σωτήρα του κόσμου, και στο Μελχισεδέκ, Προφητικό τύπο του Χριστού, που ήταν «ἀπάτωρ, ἀμήτωρ, ἀγενεαλόγητος, μήτε ἀρχὴν ἡμερῶν μήτε ζωῆς τέλος ἔχων, ἀφωμοιωμένος δὲ τῷ υἱῷ τοῦ Θεοῦ, μένει ἱερεὺς εἰς τὸ διηνεκές», όπως λέγει στο έβδομο κεφάλαιο ο Απόστολος Παύλος, ζ´, 3. Η αναφορά στο διπλό όρκο του Θεού, προκειμένου για τη βεβαίωση των επαγγελιών του Θεού, γίνεται με τη χρήση μιας συμβατής, κατανοητής από τον άνθρωπο γλώσσας, καθώς με τον όρκο παρέχεται η διαβεβαίωση περί τηρήσεως της εμπιστοσύνης, της συνθήκης, της διαθήκης που συνάπτεται από δύο μέρη, και ως προς το Θεό αυτή είναι πέραν από τα ανθρώπινα μέτρα, και γι᾽ αυτό λέμε ότι γίνεται χρήση ενός παραβολικού λόγου. Ο Απόστολος Παύλος προβάλλει την πίστη ως ελπίδα του Πατριάρχη Αβραάμ, που, ενώ ο ίδιος είχε επευλογηθεί και είχε αυτός τις επαγγελίες από το Θεό, δέχθηκε την ευλογία του Μελχισεδέκ, ως ιερέως του Θεού του Υψίστου και πρόσφερε το ένα δέκατο των υπαρχόντων του, μολονότι το ιερατικό αξίωμα και τον αποδεκατισμό θα τα είχαν τα παιδιά του Λευΐ. Ωστόσο, ο Πατριάρχης, έχων Προφητική όραση και αναγνωρίζοντας στο πρόσωπο του Μελχισεδέκ τον επαγγελλόμενο ένσαρκο Λόγο, δέχεται την ευλογία, μολονότι αυτό φαίνεται εν πρώτοις ως άρση της προς αυτόν επαγγελίας. Ο δεύτερος όρκος, βεβαίωση του Θεού, περί της οποίας ομιλεί στο Αποστολικό Ανάγνωσμα ο Απόστολος Παύλος, είναι η έλευση του Αγίου Πνεύματος, κατά τη μαρτυρία, εξάλλου, και του Κατά Ιωάννη Ευαγγελίου, περί ελεύσεως του Παρακλήτου, ο οποίος θα οδηγήσει τους Αποστόλους και όλους τους δεχόμενους την ευλογία της Εκκλησίας την Πεντηκοστή και κατά την Πνευματική αναγέννηση αυτών να αναγνωρίσουν το Χριστό ως τον Υιό και Λόγο του Θεού Πατρός και όχι ως ένα απλό άνθρωπο, κομίζοντες την πίστη και την ελπίδα ότι αυτός είναι και ο Καθεζόμενος εκ δεξιών του Πατρός και πάλιν ερχόμενος. Το Αποστολικό, λοιπόν, Ανάγνωσμα ως επαγγελία και ως δεύτερη επαγγελία και βεβαίωση του Θού έχει ένα άκρως ευχαριστιακό περιεχόμενο, που, αναγινωσκόμενο την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, επαγγέλλει το Μυστικό Δείπνο, την είσοδό μας στο καταπέτασμα του Ναού του νέου Ισραήλ, «ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Ἰησοῦς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερεὺς γενόμενος εἰς τὸν αἰῶνα», ως Πρωτότοκος αδελφός ημών ο ένσαρκος Λόγος.

 

2. α. Σε αντιστοιχία προς το Αποστολικό Ανάγνωσμα βρίσκεται και το Ευαγγελικό, το οποίο είναι απόσπασμα από το ένατο κεφάλαιο του Κατά Μάρκον Ευαγγελίου. Στην αρχή του κεφαλαίου διαβάζουμε το λόγο του Χριστού «Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες ὧδε τῶν ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου, ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει», ενώ εν συνεχεία γίνεται λόγος για τη Μεταμόρφωσή του ενώπιον των Αποστόλων Πέτρου, Ιακώβου και Ιωάννη, και έπεται το σημερινό Ευαγγελικό Ανάγνωσμα.

β. Καθώς πλησίαζε, λοιπόν, ο καιρός των Αγίων Παθών και ο Μυστικός Δείπνος ο Χριστός παραδεικνύει με τη Μεταμόρφωση τη θεότητά του, επαγγελλόμενος την Πεντηκοστή και συγχρόνως κηρύττει την ελεύση της Βασιλείας των Ουρανών και παραδεικνύει προς όλο τον κόσμο, ανοιχτά προς τον ὄχλο και όχι μόνο προς το Ισραήλ, ότι είναι ο εν σαρκί Υιός και Λόγος του Θεού Πατρός, ο ανακεφαλαιών τις Προφητικές οράσεις του Ισραήλ και Βασιλεύς Δημιουργός και ανακαινιστής του γένους των ανθρώπων, ο Κύριος ο Θεός, που για χάρη των ανθρώπων γίνεται άνθρωπος, και καταργεί κάθε αντίθεη και δαιμονική δύναμη, ως πρόγευση της πλήρους εκφάνσεως της κοινής Βασιλείας του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Γι᾽ αυτό μετά τη θεραπεία του κατεχομένου υπό δαιμονικού πνεύματος άλαλου υιού του ενός εκ του ὄχλου, τη στιγμή που ο ὄχλος πάει να τον ανακηρύξει Βασιλέα, ο Χριστός ομιλεί αποκαλύπτων «ὅτι Ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται», καλώντας όλους σε συμπόρευση και έχοντας ελέγξει την ολιγοπιστία των Μαθητών, αυτών ακόμη που τον είδαν Μεταμορφούμενο, κι, όμως, δείλιασαν και «καὶ οὐκ ἴσχυσαν».

 

Αποστολικό Ανάγνωσμα: Ἑβρ. στ´, 13-20: «13 Τῷ γὰρ Ἀβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεός, ἐπεὶ κατ᾽ οὐδενὸς εἶχε μείζονος ὀμόσαι, ὤμοσε καθ᾽ ἑαυτοῦ 14 λέγων· ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε καὶ πληθύνων πληθυνῶ σε· 15 καὶ οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας· 16 ἄνθρωποι μὲν κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος· 17 ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις τῆς ἐπαγγελίας τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ, 18 ἵνα διὰ δύο πραγμάτων ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν, ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος· 19 ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος, 20 ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Ἰησοῦς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερεὺς γενόμενος εἰς τὸν αἰῶνα».

 

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Μάρκ. θ´, 17-31: «17 καὶ ἀποκριθεὶς εἷς ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπε· Διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρὸς σέ, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον. 18 καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ῥήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται· καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν. 19 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· Ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτὸν πρός με. καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν. 20 καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων. 21 καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ· Πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· Παιδιόθεν. 22 καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ᾽ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ᾽ ἡμᾶς. 23 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι. 24 καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· Πιστεύω, Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ. 25 ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ· Τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν. 26 καὶ κράξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτὸν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν. 27 ὁ δὲ Ἰησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη. 28 Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτὸν κατ᾽ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό. 29 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ. 30 Καὶ ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ· 31 ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι Ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται».



[1]. Κανών α´ του Τριωδίου, ὠδὴ δ´, ἦχος πλ. α´, τροπάρια α´ και β´: «Λῃσταί μου ἐσύλησαν, τὴν ἐργασίαν τὴν ἔνθεον, καὶ κατέλιπόν με ταῖς πληγαῖς τιμωρούμενον», «Ἐξέδυσαν, Σῶτέρ με, τῶν ἐντολῶν σου οἱ ἄστατοι λογισμοί μου· ὅθεν μεμαστίγωμαι πταίσμασι».
[2]. Κάθισμα του Τριωδίου: «Τὸν ἄχραντον Σταυρόν, σου Σωτὴρ ἡμῶν ὡς ὅπλον σωτηρίας κατέχοντες, ἐν αὐτῷ σοι βοῶμεν· Σῶσον ἡμᾶς, ὁ παθὼν ἑκουσίως ὑπὲρ ἡμῶν, ὁ πάντων Θεὸς ὡς πολυέλεος», και «Πάτερ Ἰωάννη Ὅσιε, ἀναπτερώσας τὸν νοῦν, πρὸς Θεὸν διὰ πίστεως, κοσμικῆς συγχύσεως ἐβδελύξω τὸ ἄστατον, καὶ τὸν Σταυρόν σου ἀναλαβόμενος, τῷ Παντεπόπτῃ κατηκολούθησας, σῶμα δυσήνιον ἀγωγαῖς ἀσκήσεως τῷ λογισμῷ, σθένει δουλωσάμενος τοῦ θείου Πνεύματος», Στιχηρό Εσπερινού δ´, ἦχος πλ. δ´.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.