HOLY AND GREAT COUNCIL DOCUMENT

Draft Synodical Document

Δευτέρα 4 Απριλίου 2016

Προτάσεις για τη βελτίωση του Ιεραποστολικού κειμένου της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας



ΣΧΟΛΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ ΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ
Επί του προταθέντος κειμένου
Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΝ ΤΩ ΣΥΓΧΡΟΝΩ ΚΟΣΜΩ


Προς πάσας τας Ορθοδόξους Αυτοκεφάλους Εκκλησίας

Παναγιώτατε,
Μακαριώτατοι,
Σεβασμιώτατοι,
Και λοιπά μέλη των αντιπροσωπιών
των αγιωτάτων Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών στην συνερχόμενη τον Ιούνιο ενεστώτος έτους Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Ως πιστά μέλη της Αγίας ημών Ορθοδόξου Εκκλησίας, αρχιερείς, ιερείς και λαϊκοί ασχολούμενοι επιστημονικά με την ιεραποστολική, οι οποίοι με πάθος αφιέρωσαν τις τελευταίες δεκαετίες την επιστημονική τους δραστηριότητα στην Ορθόδοξη κατανόηση της χριστιανικής μαρτυρίας, ταπεινά υποβάλλουμε τις σκέψεις και προτάσεις μας στις αρμόδιες επιτροπές των αγιωτάτων Ορθοδόξων αυτοκεφάλων Εκκλησιών, ενθαρρυνόμενοι από την απόφαση της κατά Ιανουάριον του 2016 Συνάξεως των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, όπως διευρυνθεί η συνοδική διαδικασία με τη δημοσιοποίηση στο ευρύτερο κοινό όλων των συμφωνηθέντων κειμένων, των υποβληθέντων προς συζήτηση και τελική έγκριση από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Είμαστε εξαιρετικά ευγνώμονες για την ευκαιρία αυτή, η οποία ενισχύει την συνοδικότητα της Εκκλησίας μας, με την ευκαιρία μάλιστα της πρώτης συγκλήσεως μιας πραγματικά Πανορθόδοξης Συνόδου μετά από τόσους αιώνες.
Χωρίς να αρνούματε τη σημασία όλων των άλλων συμφωνηθέντων κειμένων, το κείμενο για την Αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν των Συγχρόνω Κόσμω – το οποίο, εσκεμμένως υποθέτουμε, εμφανίζεται πρώτο στον κατάλογο, τον οποίον η Σύναξη των Προκαθημένων υπέβαλε στη Σύνοδο – είναι υψίστης και εξαιρετικής σημασίας. Όχι μόνο γιατί η Εκκλησία υπάρχει για τον κόσμο, και όχι για τον εαυτό της, αλλά και γιατί έρχεται σε μια ιστορική στιγμή, κατά την οποία όλος ο κόσμος, ανεξάρτητα από θρησκευτικές ή ακόμη και μη-θρησκευτικές πεποιθήσεις, έχει με ενθουσιασμό αποδεχθεί δύο παρόμοια ιεραποστολικά κείμενα: την περίφημη Αποστολική Προτροπή του Πάπα Φραγκίσκου "Evangelii Gaudium" (2013), και σχεδόν ταυτόχρονα τη νέα ιεραποστολική διακήρυξη της παγκόσμιας χριστιανικής ιεραποστολής: “Together towards Life: Mission and Evangelism in Changing Landscapes”.
Ως εκ τούτου, θεωρήσαμε επιτακτικό μας καθήκον να συμβάλουμε με τις μικρές επιστημονικές μας δυνάμεις, ώστε μια Ορθόδοξη παρόμοια διακήρυξη, η πρώτη που θα απευθυνθεί urbi et orbi από όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες με μια φωνή, να είναι όσο το δυνατό ανθρωπίνως τελειότερη.
Έχοντας επίγνωση ότι βρισκόμαστε σε αρκετά προχωρημένο στάδιο αυτής της συνοδικής διαδικασίας αποφασίσαμε να περιορίσουμε τις παρατηρήσεις μας μόνο σε λίγες απολύτως απαραίτητες τις προτάσεις.
Κατ΄αρχήν υιοθετούμε πλήρως όλες τις παρατηρήσεις σχετικά με την αποστολή, την εκπαίδευση και τα μέσα ενημέρωσης της ομάδας των επιστημόνων, οι οποίοι συναντήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη στις αρχές του τ.έ., έπειτα από πρόσκληση της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου. Στην επιστολή μας αυτή δεν περιοριζόμαστε σε γενικές θεολογικές διατυπώσεις, αλλά προβαίνουμε σε συγκεκριμένες προτάσεις, παρουσιάζοντας στην αρχή, εν είδει προοιμίου, τήν θεολογική θεμελίωσή τους, αναφέροντας στη συνέχεια την ακριβή θέση των πιθανών αλλαγών/προσθηκών, τόσο στο επίσημο ελληνικό πρωτότυπο κείμενο, όσο και σε μια ανεπίσημη αγγλική του μετάφραση, προς διευκόλυνση όσων δεν χειρίζονται επαρκώς την ελληνική. Για λόγους ευκολίας οι προτάσεις ενσωματώνονται με κόκκινα γράμματα στα παραπάνω κείμενα, ενώ  προστίθεται και με μπλε γράμματα (εντός παρενθέσεως αμέσως μετά) και η απαραίτητη θεολογική αιτιολόγησή τους.
Με άπειρο σεβσμό και εκτίμηση, υποβάλλεται υπό των:

Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Kisumu Δυτικής Κένυας, Δρ.Θ. Αθανασίου AKUNDA
Πανοσιολογιωτάτου Αρχ/του Δρ. Θ. Αναστασίου Elekiah KIHALI
Αιδεσιμολογιωτάτου Πρεσβυτέρου Δρ. Θ. π. Γρηγορίου EDWARDS
Αιδεσιμολογιωτάτου Πρεσβυτέρου Δρ. Θ. Koσμά (Ιωάνου) ΝGIGE  NJOROGE
Δρ. Θ. Ευανθίας ΑΔΑΜΤΖΙΛΟΓΛΟΥ
Ομοτίμου Καθηγητού Πέτρου ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ
Δρ. Θ. Έβης ΒΟΥΛΓΑΡΑΚΗ
Ομοτίμου Καθηγητού Ivan DIMITROV
Δρ. Θ. Rastko JOVIC
Δρ. Θ. Nικολάου ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ
Δρ. Θ. Eλένης KAΣΣEΛOUΡΗ
Δρ. Θ. Δημητρίου KEΡAMIΔΑ
Δρ. Θ. Θεοδοσίου KYΡIAKIΔΗ
Δρ. Θ. Αθανασίου ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
Δρ. Θ. Νικολάου ΤΣΙΡΕΒΕΛΟΥ
Αρχή της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής του σωτηρίου έτους 2016, έτους συγκλήσεως της  Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας
Προοίμιο
Το εγκριθέν κείμενο με τίτλο «Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τω συγχρόνω κόσμω», αν και αποτελεί αναμφιβόλως θετική εξέλιξη με εξαιρετική σημασία, δίνει δυστυχώς  την εντύπωση ότι αγνοεί όλα τα μεγάλα επιτεύγματα της Ορθοδόξου θεολογίας στον σύγχρονο επιστημονικό περί της χριστιανικής μαρτυρίας διάλογο, ιδιαίτερα στην επιστήμη της ιεραποστολικής.
1. Η πρώτη μας παρατήρηση θεμελιώδους σημασίας για ένα κείμενο Ορθόδοξης χριστιανικής μαρτυρίας είναι η παράλειψη της επιβεβαίωσης της αποστολικής ευθύνης της Εκκλησίας, αρχής γενομένης με την βιβλική θεμελίωση αυτής ακριβώς της διάστασης της εκκλησιακής της ταυτότητας. Αυτό πιθανώς ήταν αποτέλεσμα της συγκεκριμένης απόφασης για απλή αναθεώρηση του συγκεκριμένου κειμένου, το οποίο αναφερόταν μόνο σε συγκεκριμένες πτυχές της μαρτυρίας της Εκκλησίας (την συμβολή δηλαδή της Ορθόδοξης Εκκλησίας κλπ). Τώρα, όμως, που το τελικό κείμενο καλύπτει το σύνολο της αποστολής/μαρτυρίας της Εκκλησίας, η παντελής έλλειψη αναφοράς στην Κυριακή επιταγή για ιεραποστολή θα δώσει την εντύπωση, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία υποβαθμίζει την ιεραποστολική της ευθύνη σε μια απλή επιλογή δευτερεύουσας σημασίας, και όχι σε πρωταρχική και επιτακτική υποχρέωσή της.
2. Επίσης, εξαιρετικής σημασίας είναι και η παραμέληση των Ορθοδόξων θεολογικών επιτευγμάτων στην παγκόσμια ιεραποστολή. Όλοι σχεδόν οι ιεραπόστολοι και οι θεωρητικοί της ιεραποστολικής σε όλο τον κόσμο μιλούν για την αποστολή της Εκκλησίας, χρησιμοποιώντας τον όρο «μαρτυρία», πολύ πιο περιεκτικό σε περιεχόμενο και σημασία από τον ξεπερασμένο πλέον όρο «αποστολή/ ιεραποστολή», ο οποίος επί πλέον θυμίζει την παλαιότερη επιθετική και μερικές φορές προσηλυτιστική δράση ορισμένων ιεραποστολικών ομάδων. Τον όρο «μαρτυρία»,  ως γνωστόν, εισηγήθηκαν κατά κύριο λόγο και σε μεγάλο βαθμό προώθησαν σημαίνοντες Ορθόδοξοι, κυρίως ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας κ. Αναστάσιος, και στη συνέχεια ο αείμνηστος π. Ion Bria, για να αναφέρουμε μόνο δύο από διαφορετικές Ορθόδοξες εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες. Ο όρος αυτός αγνοείται, ως μη ώφελε, από το τίτλο του κειμένου. Για να μην αναφέρουμε βέβαια ότι ο όρος «αποστολή», εκτός από όλους τους σύγχρονους αρνητικούς συνειρμούς, δίνει σήμερα και την εντύπωση μιας αλαζονικής στάσης, ενώ ο όρος «μαρτυρία» ταιριάζει καλύτερα στο ήθος ταπείνωσης της Ορθοδοξίας. Ως αποτέλεσμα της προτίμησης του όρου «αποστολή» (αντί του όρου «μαρτυρία») αντικαταστάθηκε και ο υπότιτλος του κεφ. 6 στην πρωτότυπη προ-αναθεωρημένη έκδοση του 1986 «Προφητική Μαρτυρία…»!
Θα αποτελούσε πραγματική συμβολή στην παγκόσμια ιεραποστολή, αν ο γενικός τίτλος του κειμένου μετετρέπετο σε: «Η Μαρτυρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τω συγχρόνω κόσμω», και ο υπότιτλος του κεφ. 6 σε: «Ἡ προφητική ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησία ὡς μαρτυρία ἀγάπης ἐν διακονίᾳ». Σημειωτέον, ο όρος «προφητική μαρτυρία" απαντάται ορθώς στην παρ. 9 αυτού του κεφαλαίου.
3. Στο ίδιο πνεύμα, αποτελεί άκρως επιτακτική ανάγκη μια Ορθόδοξη ιεραποστολική διακήρυξη να αναφέρει, ή ακόμη και να διερύνει, τον Ορθόδοξο, και πλέον ευρύτερα καθιερωμένο, όρο «λειτουργία μετά τη λειτουργία». Όπως και ο όρος «μαρτυρία», αποτελεί όρο με ιδιαίτερα πνευματικό περιεχόμενο, που χρησιμοποιείται από Ορθοδόξους (αρχικά από τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο και στη συνέχεια επιβλήθηκε παγκοσμίως στα διεθνή ιεραποστολικά fora). Η χρήση του δικαιολογείται επίσης από την αναφορά στην τελευταία παράγραφο του προοιμίου του κειμένου στην «ἐμπειρίαν καί διδασκαλίαν τῆς πατερικῆς, λειτουργικῆς καί ἀσκητικῆς της παραδόσεως (τῆς Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας)». Θα είναι, ως εκ τούτου, σκόπιμο η προαναφερθείσα παράγραφος να επαναδιατυπωθεί ως εξής: «...ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, κατά τήν «λειτουργίαν μετά τήν λειτουργίαν», συμμετέχει...».
4. Τέλος, ενώ η κύρια θεολογική θεμελίωση του διαθρησκειακού διαλόγου στην παγκόσμια ιεραποστολή για πρώτη φορά διατυπώθηκε από έναν Ορθόδοξο, τον Μητροπολίτη του Όρους Λιβάνου του Πατριαρχείου Αντιοχείας, Georges Khodr, επί τη βάσει της ιδιαίτερης Ορθόδοξης θεολογίας περί «οικονομίας του Αγίου Πνεύματος» (παράλληλα βεβαίως με την «οικονομία του Λόγου»). Στο κεφ. 1 του κειμένου ουδεμία θεολογική τεκμηρίωση παρατίθεται, ή ακόμα αφήνεται να εννοηθεί, και απλώς αναφέρεται, ότι οι Ορθόδοξες Εκκλησίες «καλοῦνται νά συμβάλουν εἰς τήν διαθρησκειακήν συνεννόησιν καί συνεργασίαν».
Θα ήταν, ως εκ τούτου, θεολογικά πιο εύστοχο, εάν η σχετική πρόταση είχε επαναδιατυπωθεί ως εξής: Οι  Ορθόδοξες Εκκλησίες, «επί τη βάσει της ιδιαιτέρας αυτών θεολογικής παραδόσεως περί της «οικονομίας του Αγίου Πνεύματος» (παραλλήλως προς την «οικονομίαν του Λόγου»), καλοῦνται νά συμβάλουν…». Ας σημειωθεί στο σημείο αυτό, ότι o διαθρησκευτικός («religious» ή «inter-religious») διάλογος (ο διάλογος δηλαδή μεταξύ των θρησκειών) είναι μια καθαρά κοσμική επιστημονική διαδικασία, και επιπλέον μπορεί έμμεσα να δώσει την εντύπωση ενός ανεπιθύμητου συγκρητισμού, ενώ ο διαθρησκειακός («inter-faith») διάλογος είναι ιεραποστολικός όρος, ο οποίος αναφέρεται σε μια από αγάπη συνάντηση με τους πιστούς των άλλων θρησκειών, κατά το παράδειγμα, μεταξύ άλλων, της συνάντησης και του διαλόγου του Ιησού Χριστού με την Σαμαρείτιδα.
5. Σε αντίθεση προς τους όρους των οικουμενικών συνόδων και τις λοιπές κανονικές διατάξεις, που κατά παράδοση αντλούν την θεολογική τους τεκμηρίωση από τα Κυριακά (ή, ελλείψει αυτών, τα παύλεια ή λοιπά βιβλικά) λόγια, η θεολογική τεκμηρίωση του κειμένου σε ορισμένα σημεία παραλείπει τις κατάλληλες βιβλικές αναφορές., Η έλλειψη, ειδικότερα, επακριβούς βιβλικής τεκμηρίωσης είναι εμφανής στην σχέση μεταξύ ειρήνης και δικαιοσύνης, αν και υπάρχουν πολλά βιβλικά χωρία, τα οποία ευρέως χρησιμοποιούνται σε πατερικά κείμενα (π.χ. «δικαιοσύνη καί εἰρήνη κατεφίλησαν», Ψαλμ. 84/85,10, «καί ἔσται τά ἔργα δικαιοσύνης εἰρήνη, καί κρατήσει ἡ δικαιοσύνη...», 32,17, «γενέσθω δή εἰρήνη καί δικαιοσύνη», 39,8, κλπ). Σε ορισμένες περιπτώσεις, η πρώτη θεολογική τεκμηρίωση βασίζεται σε πολύ μεταγενέστερα πατερικά κείμενα. Στο κεφ. 2 (Ελευθερία και ευθύνη) παρ. 1, αν και υπάρχει η γνωστή παύλεια ρήση «Χριστός ἡμᾶς ἠλευθέρωσε» (Γαλ. 5,1), το κείμενο  μεταπηδά στην Ομιλία 14 του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Ομοίως, στο κεφ. 3 (Ειρήνη και Δικαιοσύνη) παρ. 2 όλες οι ανωτέρω θεμελιώδεις παλαιοδιαθηκικές αναφορές για τη αδιάρρηκτη σχέση μεταξύ ειρήνης και δικαιοσύνης αγνοούνται, και η θεολογική θεμελίωση περιορίζεται στον...Κλήμεντα Αλεξάνδρειας. Η ανεπαρκής παλαιοδιαθηκική τεκμηρίωση του κειμένου πιθανώς να οδήγησε  και στην (σκόπιμη;) διαγραφή του όρου «Προφητική» από τον αρχικό υπότιτλο του κεφ. 6 (βλ. πιο πάνω 2).
Θα ήταν, επομένως, προτιμότερο το κεφ. 2 να αρχίζει ως εξής: «Χριστός ἡμᾶς ἠλευθέρωσε» (Γαλ. 5,1). Ἕν ἐκ τῶν ὑψίστων δώρων…», και στο κεφ. 3 η παρ. 1 να διατυπωθεί ως εξής: «Αὐτή αὕτη ἡ ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψις χαρακτηρίζεται υπό τε των Προφητών (Ναούμ 2,1) και του Αποστόλου Παύλου (Ἐφ. 6,15) ὡς «εὐαγγέλιον εἰρήνης», και ο αναμενόμενος Χριστός ὡς «άρχων εἰρήνης» Ησ. 9,5. Ζαχ 9,9εξ), διότι ὁ Χριστός...».
6. Η σχέση μεταξύ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ανθρωπίνων ευθυνών, την οποίαν όλοι Ορθόδοξοι, ειδικά οι Ρώσοι, έχουν υποστηρίξει σε διεθνή οικουμενικά fora, αποτελεί ένα από τα δυναμικότερα σημεία του κειμένου. Εκείνο που προτείνουμε εδώ είναι η βελτίωσή του. Από τα ελλείμματα της νεωτερικότητας σε θέματα δικαιοσύνης, ειρήνης, ακεραιότητας της δημιουργίας, και παγκόσμιας οικονομίας, είναι σε κάποιο βαθμό αποτέλεσμα του ατομικισμού, με την επακόλουθη απόλυτη, άνευ όρων, την ανεξέλεγκτη ελευθερία του ατόμου σε όλες τις πτυχές της ζωής (σεξουαλική ελευθερία, νομικά κατωχηρωμένη ελευθερία στην συσσώρευση πλούτου κλπ), που σε ορισμένους αποτελεί την νέα πίστη κατά την νεωτερικότητα. Ως εκ τούτου, όπως ορθά υποστηρίζει το κείμενο, «ἐλευθερία ἄνευ εὐθύνης καί ἀγάπης ὁδηγεῖ τελικῶς εἰς τήν ἀπώλειαν τῆς ἐλευθερίας». Επιπλέον, η πιο απτή πτυχή αυτής της απώλειας της ελευθερίας έχει να κάνει με την ευρύτατα αποδεκτή στον δυτικό πολιτισμό Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Έχει πλέον γίνει σήμερα σαφές, ότι τα «ανθρώπινα δικαιώματα» είναι άκρως αναποτελεσματικά, αν δεν συνοδεύονται από τις «ανθρώπινα ευθύνες». Ωστόσο, εκτός από την διαβεβαίωση ότι η «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καταβάλλει πάσαν δυνατήν προσπάθειαν κλπ», απαιτείται μια διατύπωση, η οποία να αναφέρει, ότι οι αξίες και οι αρχές της δεν θα πρέπει απλώς να διακηρύσσωνται, αλλά και να αποκτήσουν διεθνή νομική κατωχύρωση υπό την μορφήν «Οικουμενικής Διακήρυξης Ανθρωπίνων Ευθυνών». Σε ένα ιεραποστολικό κείμενο μια τέτοια αναφορά στην αναγκαιότητα προώθησης νομικά κατοχυρωμένης διεθνώς «Οικουμενικής Διακήρυξης Ανθρωπίνων Ευθυνών», παράλληλα με τα ανθρώπινα δικαιώματα, θα είναι μοναδική στην παγκόσμια ιεραποστολή.
7. Στο κεφάλαιο για την «ανθρώπινη αξιοπρέπεια» δεν γίνεται καμία απολύτως αναφορά στις γυναίκες και την διακονία τους στην κοινωνία και την εκκλησία. Θα ήταν πραγματικά ελλιπές ένα σύγχρονο κείμενο αναφερόμενο στην αποστολή και μαρτυρία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, εάν απέφευγε να επαναβεβαιώσει με σαφήνεια την θέση της για την αξιοπρέπεια των γυναικών, με δεδομένη μάλιστα την μοναδικότητα στην παράδοσή της του θεσμού των διακονισσών, ο οποίος έχει κανονική οικουμενικώς επιβεβαιωμένη ισχύ, η οποία ουδέποτε καταργήθηκε από μεταγενέστερη οικουμενική σύνοδο. Καλό θα είναι, ως εκ τούτου, η αναφορά στην «περιφρούρησιν τῆς ἀξίας καί τοῦ μεγαλείου τοῦ ἀνθρώπου», να συμπληρωθεί ως εξής: «ιδιαιτέρως μάλιστα των γυναικών, τας οποίας η πατερική και λειτουργική της παράδοσις δια του θεσμού των διακονισσών τοσούτον εξύψωσεν, ώστε καθιέρωσε την συμμετοχήν των εις την μυστηριακήν διακονίαν, δια κανονικών οικουμενικών αποφάσεων αι οποίαι ουδέποτε κατηργήθησαν».
Συνιστάται, επίσης, στην αγγλική μετάφραση, και ενδεχομένως και σε άλλες μεταφράσεις του αρχικού ελληνικού κειμένου, ο περιεκτικός όρος «άνθρωπος» να αποδίδεται περιεκτικά (άνδρας και γυναίκα) ή να προτιμάται το τρίτο πληθυντικό αντί του ενικού αρσενικού γένους. Π.χ. στο κεφ. 6 παρ. 11, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι σήμερα η πλειονότητα των επιστημόνων εργαστηρίου είναι γυναίκες, είναι ταπεινωτικό για αυτές να αναφέρεται το κείμενο μόνο στους άνδρες επιστήμονες. Άς σημειωθεί στο σημείο αυτό, ότι η χρήση της ανθρωπολογικής περιεκτικής γλώσσας δεν παραβιάζει τη απόρριψη από Ορθοδόξους της περιεκτικής γλώσσας αναφορικά προς την θεότητα.
8. Αν και το κείμενο υπαινίσσεται τη σχέση μεταξύ οικονομίας και οικολογίας, δεν υπάρχει καμία συγκεκριμένη θεολογική ή επιστημολογική επιχειρηματολογία. Μία διακήρυξη περί της αποστολής της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν μπορεί να αγνοεί ότι οι διάφορες πτυχές των κλιματικών, οικολογικών, οικονομικών κρίσεων, καθώς και οι κρίσεις χρέους, είναι αλληλένδετες και αλληλοτροφοδοτούμενες, με αποτέλεσμα σε πολλά μέρη του κόσμου να εμφανίζεται τόση ανθρώπινη δυστυχία, που θέτει σε κίνδυνο ακόμα και την επιβίωση των ανθρώπων. Είναι επιβεβλημένη ως εκ τούτου κάποια αναφορά στις συνέπειες της πλήρους απελευθέρωσης της αγοράς, της απορρύθμισης και της ανεξέλεγκτης ιδιωτικοποίησης αγαθών και υπηρεσιών, που εκμεταλλεύονται το σύνολο της κτιστής δημιουργίας, με αποτέλεσμα την αποδιάρθρωση των κοινωνικών προγραμμάτων και υπηρεσιών, αλλά και το άνοιγμα των οικονομιών πέραν των συνόρων με στόχο την ανεξέλεγκτη αύξηση της παραγωγήςις βάρος της ακεραιότητας της κτιστής δημιουργίας του Θεού.
9. Στην παρ. 3 του κεφ. 6 περί τηε «αποστολής της Εκκλησίας ως μαρτυρίας αγάπης εν διακονία», ο κείμενο θα ενισχύσει σημαντικά την αξιοπιστία του εάν σημαντικοί βιβλικοί θεσμοί, όπως το πρόγραμμα της λογείας του Αποστόλου Παύλου, και ίσως και άλλες παλαιοδιαθηκικές διατάξεις, αναφέρονταν ως η βιβλική της θεολογική θεμελίωση. Καλό θα ήταν, ως εκ τούτου, να γινεται αναφορά στο παράδειγμα της αρχαίας Εκκλησίας, ως εξής: «Καθοδηγούμενη υπό του παραδείγματος της αρχαίας Εκκλησίας, εις την οποίαν ίσχυε η κοινοκτημοσύνη και οι πιστοί «εἶχον ἅπαντα κοινά, καὶ τὰ κτήματα καὶ τὰς ὑπάρξεις ἐπίπρασκον καὶ διεμέριζον αὐτὰ πᾶσι καθότι ἄν τις χρείαν εἶχε» (Πράξ. 2,44-45, βλ. επίσης 5,1εξ), ή των διατάξεων της Π.Δ. περί παραγραφής των χρεών εις τους θεσμούς του σαββατιαίου και ιωβηλαίου έτους, ιδιαιτέρως δε του παυλείου προγράμματος της λογείας, υπέρτατος στόχος της οποίας ήτο «ὅπως γένηται ἰσότης, Β΄ Κορ. 8,14), η Εκκλησία πάντοτε εφρόντιζε για την ισοκατανομήν και την κοινωνίαν των υλικών αγαθών».
10. Υπάρχουν ορισμένες διατυπώσεις στο κείμενο, οι οποίες μπορούν να προκαλέσουν εύλογες παρεξηγήσεις. Εδώ και αρκετό καιρό π.χ. η Ορθόδοξη Εκκλησία δεχόταν ήπιες επιθέσεις σε όλα τα ιεραποστολικά fora για κάποιον υποτιθέμενο συμβιβασμό στην αδιαπραγμάτευτη ηθική αρχή, αλλά και θεμελιακή Κυριακή επιταγή, περί ειρήνης. Σε μερικές, μάλιστα, σπάνιες περιπτώσεις υπήρξε ανοιχτή μομφή για περιστασιακές ευλογίες όπλων. Για τον λόγο αυτό, το τελικό κείμενο στην παρ. 2 του κεφ. 4 (Η ειρήνη και η αποστροφή του πολέμου)  δεν θα πρέπει να δώσει αφορμή και καμία δικαιολογία να κατηγορηθεί η Ορθόδοξη Εκκλησία, ότι σχετικοποιεί την χωρις περιορισμούς ειρηνική της στάση. Προτείνεται, λοιπόν, η επαναδιατύπωση της σχετικής αναφοράς ως εξής: «Εἰς περίπτωσιν κατά τήν ὁποίαν ὁ πόλεμος καταστῇ ἀναπόφευκτος, ἡ Ἐκκλησία συνεχίζει προσευχομένη καί μεριμνῶσα ποιμαντικῶς διά τά τέκνα αὐτῆς καί διά τήν ὑπεράσπισιν τῆς ζωῆς καί τῆς ἐλευθερίας αὐτῶν, καταβάλλουσα πᾶσαν προσπάθειαν διά τήν ταχυτέραν ἀποκατάστασιν τῆς εἰρήνης καί τῆς ἐλευθερίας», διαγράγοντας δηλαδή, μόνον την δευτερεύουσα πρόταση: «τά ὁποῖα ἐμπλέκονται εἰς τάς πολεμικάς συγκρούσεις», χωρίς να αλλοιώνεται η βασική επιχειρηματολογία της προτάσεως.
Επίσης, στην παρ. 3 του κεφ. 4, όπου καταδικάζονται οι, εμπνεόμενοι από εθνικιστικά κίνητρα πόλεμοι, ο κατάλογος για τις συνέπειες δεν είναι πλήρης χωρίς αναφορά και στην «γενοκτονία» (πριν από την εθνοκάθαρση). Η παράλειψη της γενοκτονίας μπορεί να δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα, από ό,τι η συμπερίληψή της.
Τέλος, στην παρ. 11 του κεφ. 6, η αναφορά στην υποχρέωση των επιστημόνων να σταματούν την έρευνά τους, όταν παραβιάζονται βασικές χριστιανικές και πανανθρώπινες αρχές, είναι δυνατόν να φέρουν άμεσα στη μνήμη την μεσαιωνική περίπτωση του Galileo Galilei. Καλό θα είναι, ως εκ τούτου, να επαναδιατυπωθεί η όλη πρόταση ως εξής: «ὁ ἐπιστήμων εἶναι μέν ἐλεύθερος νά ἐρευνᾷ, ἀλλά καί ὅτι ὀφείλει να μή παραβιάζει βασικάς χριστιανικάς καί ἀνθρωπιστικάς ἀρχάς». Επίσης, στην παρ. 14 η διατύπωση «θεολογικῆς θεμελιώσεως εἰς χριστιανικάς τινάς κοινότητας, μορφῶν συμβιώσεως»,  δίνει την εντύπωση ότι υπάρχουν Ορθόδοξοι θεολόγοι, που υποστηρίζουν κάτι τέτοιο. Είναι προτιμότερη, ως εκ τούτου, η παράλειψη της λέξεως «θεολογικῆς». Αλλά πιο σημαντικη και απαραίτητη, προς αποφυγή παρερμηνειών, είναι η ακόλουθη προσθήκη στο τέλος της ίδιας παραγράφου: «Βεβαίως, η Εκκλησία είναι ανοικτή προς πάντας χωρίς διακρίσεις, κατά το παράδειγμα του Χριστού, όστις εξύψωσε τον τελώνην υπέρ τον Φαρισαίον (Λουκ. 18, 10-14), βεβαιών «ὅτι οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Mατθ. 21,31). Σέβεται το ανθρώπινον πρόσωπον με τας αδυναμίας του και καλεί τους πάντας εις το θείον έλεος, το μεταμορφούν, αγιάζον και απελευθερούν από τον ζυγόν της αμαρτίας».
11. Το κείμενο ορθώς εντοπίζει τις αιτίες του κακού στον κόσμο μας. Η αμαρτία προσδιορίζεται επιτυχώς ως η πραγματική αιτία του πολέμου, οοποίος αναγνωρίζεται ως σύμπτωμα της. Ωστόσο, αυτό το είδος ερμηνευτικής θα πρέπει επίσης να ακολουθείται και σε άλλες περιπτώσεις, όπως η φτώχεια, ή η σχέση μεταξύ οικονομίας και οικολογίας. Σε αντίθετη περίπτωση, θα δώσει την εντύπωση ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία χαρακτηρίζεται από μία αποκλειστικά εσωστρεφή και ουδόλως καθολική και ολιστική πνευματικότητα.
12. Μία Ορθόδοξη ιεραποστολική διακήρυξη, για να είναι συνεπής προς την μακραίωνη θεολογική της παράδοση, οφείλει να κάνει χρήση τριών σημαντικών Ορθοδόξων θεολογικών χαρακτηριστικών, που ελάχιστα παρουσιάζονται: του Αγίου Πνεύματος, της αγάπης, της λειτουργίας. Προτείνεται, ως εκ τούτου, να γίνει μία προσθήκη υπογραννίζοντας αυτά τα χαρακτηριστικά στην παρ. 13 του κεφ. 6. Επίσης, Also, μία τουλάχιστον αυτοκριτική αναφορά, με δεδομένη μάλιστα την ύψιστη αρετή της ταπείνωσης. Ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός αποτελεί αρνητικό φαινόμενο που έχει αμαυρώσει την εικόνα και της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Παρότι σε ακραίες μορφές του εμφανίζεται εκτός των κανονικών της ορίων, παρατηρείται εμφανώς και εντός αυτής, μετατρέποντας τον χαρακτήρα της πίστεως και της αγάπης σε ιδεολογία μίσους. Όταν μάλιστα εκδηλώνεται μεταξύ χριστιανών, αλλοιώνει την έννοια της εις Χριστόν μαθητείας, με εκδηλώσεις αναντίστοιχες προς Εκείνον, ο οποίος έδινε άφεση στους εχθρούς Του και ήταν ανοιτός προς πάντας. Μία τέτοια σημείωση θα πρέπει οπωσδήπωτε να προστεθεί στην παρ. 2 του κεφ. 2 (Ελευθερία και ευθύνη).
Ελληνικόν κείμενον
         


Η MAPTYPIA ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΝ ΤΩ ΣΥΓΧΡΟΝΩ ΚΟΣΜΩ 

συμβολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιακῆς εἰς ἐπικράτησιν τῆς εἰρήνης, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καί τῆς ἀγάπης μεταξύ τῶν λαῶν, καί ἄρσιν τῶν φυλετικῶν καί λοιπῶν διακρίσεων.


(Το συμφωνηθέν κείμενο με τίτλο «Η αποστολή της Εκκλησίας στο σημερινό κόσμο», αν και αποτελεί σημαντικό βήμα προόδου, δυστυχώς παραλείπει όλα τα μεγάλα επιτεύγματα διάσημων ορθόδοξων θεολόγων στην σύγχρονη επιστήμη της ιεραποστολικής. Ενώ όλοι σχεδόν οι επιστήμονες της ιεραποστολικής και οι ιεραπόστολοι ομιλούν για την αποστολή της Εκκλησίας χρησιμοποιώντας τον όρο «μαρτυρία» / μάρτυρας», όρο πολύ πιο περιεκτικό  από τον απηρχαιωμένο - και υπερφορτωμένο με επιθετικά και μερικές φορές προσηλυτιστικά κατάλοιπα – «ιεραποστολή». Ο όρος martyria/witness  εισήχθη κατά κύριο λόγο, και σε μεγάλο βαθμό, προωθείται από Ορθοδόξους (κυρίως τον Αρχιεπίσκοπο Αλβανίας Αναστάσιο, και στη συνέχεια τον π Ion Bria, για να αναφέρουμε μόνο δύο από διαφορετικές εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες), ο τίτλος όμως του εν λόγω κειμένου τον αγνοεί εντελώς. Θα μπορούσε κανείς να αναφέρει ότι ο όρος  ιεραποστολή, εκτός από όλους τις αρνητικούς συνειρμούς δείχνει και μια αλαζονική στάση, ενώ ο όρος «μαρτυρία» ταιριάζει καλύτερα στο Ορθόδοξο ήθος ταπείνωσης. Ως εκ τούτου, είναι καλύτερα να τροποποιηθεί ο γενικός τίτλος του κειμένου ως εξής: «Η μαρτυρία της Εκκλησίας εν τω συγχρόνω κόσμω».
Η διατύπωση επίσης του υποτίτλου μπορεί να οδηγήσει σε παρεξηγήσεις. Μπορεί να δώσει την εντύπωση της απομάκρυνσης από τον χριστολογικό υπόβαθρο και να ερμηνευθεί ως εκκοσμίκευση. Δεν κηρύττουμε τον Χριστό και το Ευαγγέλιο κατά κύριο λόγο; ή θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα σε άλλες πιο κοσμικές ανησυχίες; Συνεπώς, είναι προτιμότερο να αλλάξει και ο υπότιτλος του εγγράφου:
«Μαρτυρώντας τον Χριστό στον κόσμο σήμερα: Κοινοποιώντας την Ορθόδοξη εκκλησιακή εμπειρία της ζωντανής πίστεως και τα σημεία της παρουσίας του Χριστού: την ειρήνη, την δικαιοσύνη, την ελευθερία, την αδελφοσύνη και την αγάπη μεταξύ των λαών και την άρση των φυλετικών και λοιπών διακρίσεων».
Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, υπήκουσα είς την εντολήν του αναστάντος Κυρίου της: «ἔσεσθέ μοι μάρτυρες … ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς» (Πράξ. 1,8) και «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη» (Ματθ. 28,19), θεωρεί την προς πάσαν την οικουμένην αποστολήν και μαρτυρίαν αυτής ως ύψιστον και πρωταρχικόν καθήκον. Ζῶσα «ἐν τῷ κόσμῳ», ἀλλ΄ ουκ «ἐκ τοῦ κόσμου» ούσα (Ἰωάν. 17, 11 και 14-15). ἀποτελεῖ σημεῖον καί εἰκόνα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ ἱστορίᾳ, εὐαγγελιζομένη μίαν «καινήν κτίσιν» (Β´ Κορ. 5, 17), «καινούς οὐρανούς καί γῆν καινήν… ἐν οἷς δικαιοσύνη κατοικεῖ» (Β´ Πέτρ. 3, 13), ἕνα κόσμον, εἰς τόν ὁποῖον ὁ Θεός «ἐξαλείψει πᾶν δάκρυον ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν (τῶν ἀνθρώπων), καί ὁ θάνατος οὐκ ἔσται ἔτι, οὔτε πένθος οὔτε κραυγή οὔτε πόνος οὐκ ἔσται ἔτι» (Ἀποκ. 21, 4- 5).
 (Είναι υψίστης σημασίας να επιβεβαιωθεί από την αρχή του κειμένου η μαρτυρία και η ιεραποστολική ευθύνη της Εκκλησίας, με την απαραίτητη φυσικά βιβλική θεμελίωση αυτής της διάστασης της εκκλησιακής της ταυτότητας. Το έλλειμμα αυτό πιθανώς οφείλεται στο ότι η εντολή επικαιροποίησης ή αναθεώρησης έγινε για ένα κείμενο που κάλυπτε συγκεκριμένες μόνο πτυχές της μαρτυρίας της Εκκλησίας (Η συμβολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας κλπ). Τώρα που το κείμενο καλύπτει όλο το φάσμα της αποστολής της Εκκλησίας, η πλήρης έλλειψη αναφοράς στην ιεραποστολική ευθύνη θα δώσει την εντύπωση ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία υποβάθμισε την αποστολή της σε μια δεύτερης κατηγορίας επιλογή και όχι μια πρωτεύουσα επιταγή).

Τήν προσδοκίαν αὐτήν βιώνει ἤδη καί προγεύεται Ἐκκλησία, κατ᾽ ἐξοχήν ὁσάκις τελεῖ τήν θείαν Εὐχαριστίαν, συνάγουσα «ἐπί τό αὐτό» (Α´ Κορ. 11, 20) τά διεσκορπισμένα τέκνα τοῦ Θεοῦ (Ἰωάν. 11, 52) εἰς ἕν σῶμα ἄνευ διακρίσεως φυλῆς, φύλου, ἡλικίας, κοινωνικῆς ἄλλης καταστάσεως, ὅπου «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος, οὐδέ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ» (Γαλ. 3, 28, πρβλ. Κολ. 3, 11), εἰς ἕνα κόσμον καταλλαγῆς, εἰρήνης καί ἀγάπης.

Τήν πρόγευσιν αὐτήν τῆς «καινῆς κτίσεως», τοῦ μεταμορφωμένου κόσμου, βιώνει ἐπίσης Ἐκκλησία εἰς τά πρόσωπα τῶν Ἁγίων της, οἱ ὁποῖοι διά τῆς ἀσκήσεως καί τῆς ἀρετῆς των κατέστησαν ἤδη εἰς τήν ζωήν αὐτήν εἰκόνες τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἀποδεικνύοντες καί βεβαιοῦντες τοιουτοτρόπως ὅτι προσδοκία ἑνός κόσμου εἰρήνης, δικαιοσύνης καί ἀγάπης δέν εἶναι οὐτοπία, ἀλλά «ἐλπιζομένων ὑπόστασις» (Ἑβρ. 11, 1), δυνατή μέ τήν χάριν τοῦ Θεοῦ καί τόν πνευματικόν ἀγῶνα τοῦ ἀνθρώπου.

Ἐμπνεομένη διαρκῶς ἀπό τήν προσδοκίαν καί τήν πρόγευσιν αὐτήν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, Ἐκκλησία δέν ἀδιαφορεῖ διά τά προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἑκάστοτε ἐποχῆς, ἀλλά, ἀντιθέτως, συμμετέχει εἰς τήν ἀγωνίαν καί τά ὑπαρξιακά προβλήματά του, αἴρουσα, ὅπως Κύριός της, τήν ὀδύνην καί τάς πληγάς, τάς ὁποίας προκαλεῖ τό κακόν εἰς τόν κόσμον καί ἐπιχέουσα, ὡς καλός Σαμαρείτης, ἔλαιον καί οἶνον εἰς τά τραύματα αὐτοῦ (Λουκ. 10, 34) διά τοῦ λόγου «τῆς ὑπομονῆς καί παρακλήσεως» (Ρωμ. 15, 4, Ἑβρ. 13, 22) καί διά τῆς ἐμπράκτου ἀγάπης. λόγος της πρός τόν κόσμον ἀποβλέπει πρωτίστως ὄχι εἰς τό νά κρίνῃ καί καταδικάσῃ τόν κόσμον (πρβλ. Ἰωάν. 3,17 καί 12, 47), ἀλλά εἰς τό νά προσφέρῃ εἰς αὐτόν ὡς ὁδηγόν τό Εὐαγγέλιον τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τήν ἐλπίδα καί βεβαιότητα ὅτι τό κακόν, ὑπό οἱανδήποτε μορφήν, δέν ἔχει τόν τελευταῖον λόγον εἰς τήν ἱστορίαν καί δέν πρέπει νά ἀφεθῇ νά κατευθύνῃ τήν πορείαν της.

Ἀντλοῦσα ἀπό τάς ἀρχάς αὐτάς καί ἀπό τήν ὅλην ἐμπειρίαν καί διδασκαλίαν τῆς πατερικῆς, λειτουργικῆς καί ἀσκητικῆς της παραδόσεως, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, κατά την «λειτουργίαν μετά την λειτουργίαν», συμμετέχει εἰς τόν προβληματισμόν καί τήν ἀγωνίαν τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου ὡς πρός θεμελιώδη ὑπαρξιακά ζητήματα, τά ὁποῖα ἀπασχολοῦν τόν σύγχρονον κόσμον, ἐπιθυμοῦσα νά συμβάλῃ εἰς τήν ἀντιμετώπισίν των, ὥστε νά ἐπικρατήσῃ εἰς τόν κόσμον ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, «ἡ πάντα νοῦν ὑπερέχουσα» (Φιλ. 4, 7), ἡ καταλλαγή καί ἡ ἀγάπη.

(Είναι απολύτως επιτακτική ανάγκη για μια ορθόδοξη ιεραποστολική διακήρυξη να αναφερθεί επίσημα, ή ακόμα και να αναπτυχθεί περαιτέρω, η  ορολογία «λειτουργία μετά τη λειτουργία». Όπως και ο όρος  «μαρτυρία», αποτελεί μια ιδιαίτερα πνευματική ορολογία, που εισηγήθηκαν Ορθόδοξοι  (αρχικά ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος, και στη συνέχεια σχεδόν επιβλήθηκε διεθνώς στην επιστήμη της ιεραποστολικής). Δικαιολογείται επίσης από την αναφορά «στη συσσωρευμένη εμπειρία και τη διδασκαλία της ... λειτουργικής .... Παράδοσης (της) Ορθόδοξης Εκκλησίας»

Α. Ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου

1.         Ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ἀπορρέουσα ἐκ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου ὡς εἰκόνος Θεοῦ καί ἐκ τῆς ἀποστολῆς αὐτοῦ εἰς τό σχέδιον τοῦ Θεοῦ διά τόν ἄνθρωπον καί τόν κόσμον, ὑπῆρξεν πηγή ἐμπνεύσεως διά τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἐνεβάθυναν εἰς τό μυστήριον τῆς θείας οἰκονομίας. ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος τονίζει χαρακτηριστικῶς διά τόν ἄνθρωπον ὅτι Δημιουργός «οἷόν τινα κόσμον ἕτερον, ἐν μικρῷ μέγαν, ἐπί τῆς γῆς ἵστησιν, ἄγγελον ἄλλον, προσκυνητήν μικτόν, ἐπόπτην τῆς ὁρατῆς κτίσεως, μύστην τῆς νοουμένης, βασιλέα τῶν ἐπί γῆς, … ζῶον ἐνταῦθα οἰκονομούμενον, καί ἀλλαχοῦ μεθιστάμενον, καί πέρας τοῦ μυστηρίου, τῇ πρός Θεόν νεύσει θεούμενον» (Λόγος ΜΕ´, Εἰς τό Ἅγιον Πάσχα, 7. ΡG 36, 632 AB). σκοπός τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου Θεοῦ εἶναι θέωσις τοῦ ἀνθρώπου. Χριστός, ἀνακαινίσας ἐν Ἑαυτῷ τόν παλαιόν Ἀδάμ (πρβλ. Ἐφ., 2,15), «συναπεθέου γε τόν ἄνθρωπον, ἀπαρχήν τῆς ἡμῶν ἐλπίδος» (Εὐσεβίου, Εὐαγγελική Ἀπόδειξις, 4, 14. ΡG 22, 289Α).
Τοῦτο διότι, ὅπως εἰς τόν παλαιόν Ἀδάμ ἐνυπῆρχεν ἤδη ὁλόκληρον τό ἀνθρώπινον γένος, οὕτω καί εἰς τόν νέον Ἀδάμ συνεκεφαλαιώθη ὁλόκληρον ἐπίσης τό ἀνθρώπινον γένος. «Ἄνθρωπος γέγονεν ὁ Μονογενής,… ἀνακεφαλαιώσασθαι πάλιν καί εἰς τό ἀρχαῖον ἀναλαβεῖν τό διολισθῆσαν γένος, τουτέστι, τό ἀνθρώπινον» (Κυρίλλου Ἄλεξανδρείας, Ἑρμηνεία ἤ ὑπόμνημα εἰς τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, Θ´. PG 74, 273D-275A). Ἡ διδασκαλία αὐτή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀνεξάντλητος πηγή πάσης χριστιανικῆς προσπαθείας διά τήν περιφρούρησιν τῆς ἀξίας καί τοῦ μεγαλείου τοῦ ἀνθρώπου, ιδιαιτέρως μάλιστα των γυναικών, τας οποίας η πατερική και λειτουργική της παράδοσις δια του θεσμού των διακονισσών τοσούτον εξύψωσεν, ώστε καθιέρωσε την συμμετοχήν των εις την μυστηριακήν διακονίαν, δια κανονικών οικουμενικών αποφάσεων αι οποίαι ουδέποτε κατηργήθησαν.
(Θα είναι εντελώς αναποτελεσματική μια σύγχρονη διακήρυξη σχετικά με την αποστολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, εάν δεν επαναβεβαιώνει την αξιοπρέπεια των γυναικών, δεδομένης και της ιδιαίτερης μοναδικής παράδοσης της Ορθοδοξίας, η οποία με τον έγκυρο και κανονικώς θεσμοθετημένο θεσμό των διακονισσών επιτρέπει την πρόσβαση των γυναικών στην μυστηριακή λειτουργική διακονία, που ουδέποτε δι’ οικουμενικής συνόδου καταργήθηκε)
2.        Ἐπαὐτῆς τῆς βάσεως εἶναι ἀπαραίτητον νά ἀναπτυχθῇ πρός ὅλας τάς κατευθύνσεις διαχριστιανική συνεργασία διά τήν προστασίαν τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου, αὐτονοήτως δέ καί τοῦ ἀγαθοῦ τῆς εἰρήνης και της δικαιοσύνης, οὕτως ὥστε αἱ εἰρηνευτικαί προσπάθειαι ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν Χριστιανῶν νά ἀποκτοῦν μεγαλύτερον βάρος καί δύναμιν.

(Με δεδομένη την άμεση σχέση μεταξύ ειρήνης και δικαιοσύνης, όπως διατυπώνεται στη συνέχεια του κειμένου, είναι επιβεβλημένη η επαναδιατύπωση της προτάσεως, ώστε να περιλαμβάνει και εδώ την «δικαιοσύνη» μετά την «ειρήνη»)

3.        Ὡς προϋπόθεσις μιᾶς εὐρυτέρας ἐν προκειμένῳ συνεργασίας δύναται νά χρησιμεύσῃ κοινή ἀποδοχή τῆς ὑψίστης ἀξίας τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι, επί τη βάσει της ιδιαιτέρας αυτών θεολογικής παραδόσεως περί της «οικονομίας του Αγίου Πνεύματος» (παραλλήλως προς την «οικονομίαν του Λόγου»), καλοῦνται νά συμβάλουν εἰς τήν διαθρησκειακήν συνεννόησιν καί συνεργασίαν, δι’ αὐτῆς δέ εἰς τήν ἀπάλειψιν τοῦ φανατισμοῦ ἀπό πάσης πλευρᾶς καί τοιουτοτρόπως εἰς τήν συμφιλίωσιν τῶν λαῶν καί ἐπικράτησιν τῆς ἐλευθερίας καί τῆς εἰρήνης εἰς τόν κόσμον πρός ἐξυπηρέτησιν τοῦ ἀνθρώπου, ἀνεξαρτήτως φυλῆς καί θρησκεύματος. Ἐννοεῖται ὅτι ἡ συνεργασία αὕτη ἀποκλείει τόσον τόν συγκρητισμόν, ὅσον καί τήν ἐπιδίωξιν ἐπιβολῆς οἱασδήποτε θρησκείας ἐπί τῶν ἄλλων.
(Η κύρια θεολογική τεκμηρίωση του διαθρησκειακού διαλόγου στην παγκόσμια ιεραποστολή διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τους Ορθοδόξους (για την ακρίβεια τον Μητροπολίτη του Όρους Λιβάνου Georges Khord), επί τη βάσει της «οικονομίας του Αγίου Πνεύματος» (παράλληλα με την «οικονομία του Λόγου»). Στην παράγραφο αυτή δεν δίνεται καμιά θεολογική τεκμηρίωση, ή ακόμη και υπαινιγμός, παρά μόνον ότι «οι Ορθόδοξες Εκκλησίες καλούνται να βοηθήσουν στο θρησκευτικό διάλογο και τη συνεργασία». Σημειωτέον επίσης ότι ο «θρησκευτικός» ή «διαθρησκευτικός» διάλογος είναι μια καθαρά κοσμική διεπιστημονική προσπάθεια, και επιπλέον μπορεί έμμεσα να δώσει την εντύπωση ενός ανεπιθύμητου συγκρητισμού, ενώ ο «διαθρησκειακός» διάλογος είναι ένας ιεραποστολικός όρος, που αναφέρεται στην αγαπητική συνάντηση με τους πιστούς των άλλων ζωντανών θρησκευμάτων, με βάση μεταξύ άλλων την συνάντηση και συζήτηση του Ιησού Χριστού με τη Σαμαρείτιδα. Είναι επομένως αναγκαία η παραπάνω προσθήκη).
4.        Αποτελούντες τμήμα του σχεδίου της θείας οικονομίας έχομεν τήν πεποίθησιν ὅτι ὡς «Θεοῦ συνεργοί» (Α´Κορ. 3,9), δυνάμεθα νά προχωρήσωμεν εἰς τήν διακονίαν ταύτην ἀπό κοινοῦ μεθὅλων τῶν ἀνθρώπων καλῆς θελήσεως, τῶν ἀγαπώντων τήν κατά Θεόν εἰρήνην, ἐπἀγαθῷ τῆς ἀνθρωπίνης κοινωνίας ἐπί τοπικοῦ, ἐθνικοῦ καί διεθνοῦς ἐπιπέδου. διακονία αὐτή εἶναι ἐντολή Θεοῦ (Ματθ. 5,9).

(H γλώσσα του κειμένου, αν και δεν υπονοείται εσκεμμένα κάτι τέτοιο, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια κατανόηση της ιεραποστολής αποκλειστικά ως missio ecclesiae, και όχι ως τμήμα της θείας Οικονομίας, δηλαδή της missio Dei, υπό το φως της Τριαδικής θεολογίας. Ως εκ τούτου, είναι εδώ το καλύτερο σημείο για να επιστρέψουμε από την αποκλειστική missio ecclesiae στην τριαδολογική missio Dei).

Β. Περί ἐλευθερίας καὶ εὐθύνης

1.       «Χριστὸς ἡμᾶς ἠλευθέρωσε» (Γαλ 5:1). Ἕν ἐκ τῶν ὑψίστων δώρων τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπον, τόσον ὡς συγκεκριμένον φορέα τῆς εἰκόνος τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ, ὅσον καί ὡς κοινωνίαν προσώπων ἀντανακλώντων κατά χάριν διά τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους τήν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι ζωήν καί κοινωνίαν τῶν θείων προσώπων, ἀποτελεῖ τό θεῖον δῶρον τῆς ἐλευθερίας. «Ὁ πλάσας ἀπ᾽ ἀρχῆς τόν ἄνθρωπον ἐλεύθερον ἀφῆκε καί αὐτεξούσιον, νόμῳ τῷ τῆς ἐντολῆς μόνον κρατούμενον» (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΙΔ´, Περί φιλοπτωχίας, 25. PG 35, 892Α ). Ἡ ἐλευθερία καθιστᾷ μέν τόν ἄνθρωπον ἱκανόν νά προοδεύῃ πρός τήν πνευματικήν τελειότητα, ἀλλά, συγχρόνως, ἐμπερικλείει τόν κίνδυνον τῆς αὐτονομήσεως ἀπό τοῦ Θεοῦ, τοῦ δημιουργοῦ καί ἐλευθερωτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, καί, δι’ αὐτῆς, τῆς πτώσεως, ἐξ οὗ καί αἱ τραγικαί συνέπειαι τοῦ κακοῦ ἐν τῷ κόσμῳ.

(Αντίθετα με τις παραδοσιακές κανονικές διατυπώσεις, στις οποίες επιζητείται η θεμελίωσή τους τεκμηρίωση μέσω των Κυριακών (και αν δεν υπάρχουν, των Παυλείων ή άλλων βιβλικών) λoγίων, η θεολογική τεκμηρίωση του κειμένου σε όλες τις ιεραποστολικές περιπτώσεις στερείται γενικά των κατάλληλων βιβλικών αναφορών. Στην παράγραφο αυτή, αν και υπάρχει το παύλειο «Χριστς μς λευθρωσε» (Γαλ. 5:1), το κείμενο μεταπηδά στον Περί Φιλοπτωχείας ΙΔ΄Λόγο του Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου.
Ως προς την διατύπωση, επίσης, για «τον κίνδυνον τῆς αὐτονομήσεως ἀπό τοῦ Θεοῦ», της αλλοτρίωσης, είναι καλύτερη θεολογική τεκμηρίωση η επεξήγηση «τοῦ δημιουργοῦ καί ἐλευθερωτοῦ τοῦ ἀνθρώπου»). 
2.      Συνέπεια τοῦ κακοῦ τούτου εἶναι αἱ ἐπικρατοῦσαι σήμερον ἐν τῇ ζωῇ ἀτέλειαι καί ἐλλείψεις, ὡς ἡ ἐκκοσμίκευσις, ἡ βία, ἡ ἔκλυσις τῶν ἠθῶν, τά παρατηρούμενα νοσηρά φαινόμενα τῆς λαίλαπος τῶν ναρκωτικῶν καί ἄλλων ἐξαρτήσεων εἰς μερίδα τῆς συγχρόνου νεότητος, ὁ φυλετισμός, οἱ ἐξοπλισμοί, οἱ πόλεμοι καί τά τούτων ἀπότοκα κοινωνικά κακά, ἡ καταπίεσις κοινωνικῶν ὁμάδων, θρησκευτικῶν κοινοτήτων καί λαῶν ὁλοκλήρων, ἡ κοινωνική ἀνισότης, ὁ περιορισμός τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων εἰς τόν χῶρον τῆς ἐλευθερίας τῶν συνειδήσεων καί τῆς θρησκευτικῆς εἰδικώτερον ἐλευθερίας, ἡ παραπληροφόρησις καί ἡ χειραγώγησις τῆς κοινῆς γνώμης, ἡ οἰκονομική ἀθλιότης, ἡ ἄνισος κατανομή ἤ καί ἡ παντελής στέρησις τῶν ἀπολύτως ἀναγκαίων πρός τό ζῇν ἀγαθῶν, ἡ πεῖνα τῶν ὑποσιτιζομένων ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων, αἱ βίαιαι μετακινήσεις πληθυσμῶν καί ἡ ἀθέμιτος διακίνησις ἀνθρώπων, τό προσφυγικόν χάος, ἡ καταστροφή τοῦ περιβάλλοντος, ἡ ἀνεξέλεγκτος χρῆσις τῆς γενετικῆς βιοτεχνολογίας καί βιοϊατρικῆς ἀναφορικῶς πρός τήν ἀρχήν, τήν διάρκειαν καί τό τέλος τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Πάντα ταῦτα ὑφαίνουν τό ἀπέραντον ἄγχος τῆς ἀγωνιώδους συγχρόνου ἀνθρωπότητος. Ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός αποτελεί εν επί πλέον αρνητικόν φαινόμενον, εκδηλούμενος μεν εις ακραίας μορφάς εκτός της Ορθοδοξίας, αλλά δυστυχώς εκδηλούμενος και εντός αυτής, μετατρέπων τον χαρακτήρα της πίστεως και της αγάπης εις ιδεολογίαν μίσους. Εκδηλούμενος υπό χριστιανών αποτελεί δυστυχώς θλιβεράν παρανόησιν της εν Χριστώ μαθητείας, και πλήρως αναντίστοιχος προς Εκείνον, ο οποίος συνεχώρει τους εχθρούς του και ήτο ανοικτός προς πάντας.

(Ως προς τη χρήση των ναρκωτικών και άλλων μορφών εξάρτησης δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος να στοχοποιείται αποκλειστικά η νεολαία, αφού τέτοιες εξαρτήσεις πλήτουν όλες τις γενιές κι όχι μόνο τους νέους.
Το θέμα του θρησκευτικού φονταμενταλισμού πρέπει να αναφερθεί, ως μια μορφή εκμετάλλευσης της πίστεως και κακό παράδειγμα συγκρητισμού, και εκ των χειρότερων επιλογών, τις οποίες μια θρησκεία, ιδιαίτερα η Ορθόδοξη, έχει να προσφέρει. Ενώ καταδικάζεται στη συνέχεια του κειμένου, όπου κατακρίνεται ο θρησκευτικός φανατισμός των άλλων θρησκειών, μια αυτοκριτική, που εν πάσει περιπτώσει λείπει τελείως από το κείμενο, κρίνεται απολύτως απαραίτητη).

3.      Ἔναντι τῆς καταστάσεως αὐτῆς, ὁποία ὡδήγησεν εἰς τήν ἀποδυνάμωσιν τῆς θεωρήσεως τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, καθῆκον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι, ὅπως προβάλῃ σήμερον, διά τοῦ κηρύγματος, τῆς θεολογίας, τῆς λατρείας καί τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου της, τήν ἀλήθειαν τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας. Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐ πάντα οἰκοδομεῖ. Μηδεὶς τὸ ἑαυτοῦ ζητείτω, ἀλλὰ τὸ τοῦ ἑτέρου ἕκαστος… Ἵνα τί γὰρ ἡ ἐλευθερία μου κρίνεται ὑπὸ ἄλλης συνειδήσεως;’ (Α´ Κορ. 10, 23-24 καί 10,29). Το έλλειμμα του συγχρόνου πολιτισμού εις τα ζητήματα της ειρήνης, της δικαιοσύνης, της ακεραιότητος της κτιστής δημιουργίας, αλλά και της παγκοσμίου οικονομίας, είναι κατά κύριον λόγον αποτέλεσμα της ατομοκρατίας, της άνευ οιωνδήποτε περιορισμών ανεξέλεγκτης ασκήσεως της ατομικής ελευθερίας εις πάντας τους τομείς της ζωής (σεξουαλική ελευθερία, νομικώς κατοχυρωμένη ελευθερία συσσωρεύσεως πλούτου κλπ.), διακηρυχθείσης κατά την νεωτερικότητα ως της νέας πίστεως. Ἐλευθερία ἄνευ εὐθύνης καί ἀγάπης ὁδηγεῖ τελικῶς εἰς τήν ἀπώλειαν τῆς ἐλευθερίας. Η Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καταβάλλει πάσαν δυνατήν προσπάθειαν, ώστε αι αξίαι και αι αρχαί της αύται να μη διακηρύσσωνται απλώς, αλλά και να αποκτήσουν διεθνή νομικήν αναγνώρισιν υπό την μορφήν «Διεθνούς Διακηρύξεως Ανθρωπίνων Ευθυνών».

(Στο κείμενο υπάρχει ανεπαρκής θεολογική τεκμηρίωση της σχέσης ανάμεσα στα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ανθρώπινες ευθύνες/υποχρεώσεις. Όλοι οι Ορθόδοξοι, και ιδιαίτερα οι Ρώσοι,  έχουν επιχειρηματολογήσει σε οικουμενικές συναντήσεις σχετικά με την αναγκαιότητα της προώθησης μιας νομοθετικά καθιερωμένης «Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρώπινων Ευθυνών», παράλληλα με εκείνην των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Η αποτυχία της νεωτερικότητας στα θέματα της δικαιοσύνης, της ειρήνης, της ακεραιότητας της δημιουργίας, και της παγκόσμιας οικονομίας, είναι το αποτέλεσμα σε κάποιο βαθμό του ατομικισμού και της απόλυτης, χωρίς περιορισμούς και ανεξέλεγκτης ελευθερίας του ατόμου σε όλες τις πτυχές της ζωής (σεξουαλική ελευθερία, νομικά προστατευόμενη ελευθερία συσσώρευσης πλούτου κλπ), η οποία χαιρετίζεται ως η νέα πίστη μετά το Διαφωτισμό. Γι αυτό, ορθά υποστηρίζεται πως «Ἐλευθερία ἄνευ εὐθύνης καί ἀγάπης ὁδηγεῖ τελικῶς εἰς τήν ἀπώλειαν τῆς ἐλευθερίας». Η Ορθόδοξη Εκκλησία, οι αξίες και οι αρχές της οποίας, αποτελούν μέρος μιας κοινής παγκόσμιας ηθικής, δεν τις διακηρύττει απλώς δημόσια, αλλά αγωνίζεται και για την διεθνή νομική τους κατοχύρωση).
Γ.     Περί εἰρήνης καί δικαιοσύνης

1.  Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει καί ἀναδεικνύει διαχρονικῶς τήν κεντρικήν θέσιν τῆς εἰρήνης εἰς τήν ζωήν τῶν ἀνθρώπων. Αὐτή αὕτη ἡ ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψις χαρακτηρίζεται υπό τε των Προφητών (Ναούμ 2,1) και του Αποστόλου Παύλου (Ἐφ. 6,15) ὡς «εὐαγγέλιον εἰρήνης», και ο αναμενόμενος Χριστός ὡς «άρχων εἰρήνης» Ησ. 9,5. Ζαχ 9,9εξ), διότι ὁ Χριστός, «εἰρηνοποιήσας διά τοῦ αἵματος τοῦ σταυροῦ αὐτοῦ» τά πάντα (Κολ. 1, 20), «εὐηγγελίσατο εἰρήνην τοῖς μακράν καί τοῖς ἐγγύς» (Ἐφ. 2, 17) καί κατέστη «ἡ εἰρήνη ἡμῶν» (Ἐφ. 2, 14). Ἡ εἰρήνη αὕτη, ἡ « ὑπερέχουσα πάντα νοῦν» (Φιλ. 4, 7) εἶναι, ὡς εἶπεν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἰς τούς μαθητάς Του πρό τοῦ Πάθους, εὐρυτέρα καί οὐσιαστικωτέρα τῆς εἰρήνης, τήν ὁποίαν ἐπαγγέλλεται ὁ κόσμος: «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τήν ἐμήν δίδωμι ὑμῖν· οὐ καθώς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγώ δίδωμι ὑμῖν» (Ἰωάν. 14, 27). Καί τοῦτο, διότι ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ ὥριμος καρπός τῆς ἐν Αὐτῷ ἀνακεφαλαιώσεως τῶν πάντων, τῆς ἀναδείξεως τῆς ἀξίας καί τοῦ μεγαλείου τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου ὡς εἰκόνος Θεοῦ· τῆς προβολῆς τῆς ἐν Αὐτῷ ὀργανικῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καί τοῦ κόσμου· τῆς καθολικότητος τῶν ἀρχῶν τῆς εἰρήνης, τῆς ἐλευθερίας καί τῆς κοινωνικῆς δικαιοσύνης καί, τέλος, τῆς καρποφορίας τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί τῶν λαῶν τοῦ κόσμου. Ἡ πραγματική εἰρήνη εἶναι ὁ καρπός τῆς ἐπί τῆς γῆς ἐπικρατήσεως ὅλων αὐτῶν τῶν χριστιανικῶν ἀρχῶν. Εἶναι ἡ ἄνωθεν εἰρήνη, περί τῆς ὁποίας πάντοτε εὔχεται ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἰς τάς καθημερινάς της δεήσεις, ἐξαιτουμένη ταύτην παρά τοῦ Θεοῦ, τοῦ τά πάντα δυναμένου καί εἰσακούοντος τάς προσευχάς τῶν μετά πίστεως Αὐτῷ προσερχομένων.

(Αντίθετα με τις παραδοσιακές οικουμενικές και γενικότερες κανονικές διατυπώσεις, στις οποίες επιζητείται η θεμελίωσή τους τεκμηρίωση μέσω των Κυριακών (και αν δεν υπάρχουν, των Παυλείων ή άλλων βιβλικών) λoγίων, η πρώτη παράγραφος αυτού του κεφαλαίου στερείται της κατάλληλης βιβλικής (Π.Δ.) θεμελίωσης περί του Χριστού ως άρχοντος της ειρήνης, αν και υπάρχουν αρκετά τέτοια χωρία που χρησιμοποιούνται ευρέως στην λειτουργική και πατερική).
2. Ἐκ τῶν ἀνωτέρω καθίσταται δῆλον διατί Ἐκκλησία, ὡς «Σῶμα Χριστοῦ» (Α΄ Κορ. 12,27), δέεται πάντοτε ὑπέρ εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου, ὁποία εἰρήνη, κατά τε τήν βιβλικήν καί τήν πατερικήν παράδοσιν εἶναι συνώνυμον τῆς δικαιοσύνης (π.χ. «δικαιοσύνη καί εἰ­ρήνη κατεφίλησαν», Ψαλμ. 84/85,10, «καί ­σται τά ἔρ­γα δι­και­ο­σύ­νης εἰ­ρή­νη, καί κρα­τή­σει δι­και­ο­σύ­νη..», Ησ. 32,17, «γενέσθω δή εἰ­ρή­νη καί δικαιοσύνη», Ησ. 39,8 κλπ. Βλ. επίσης Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, Στρωματεῖς, 4, 25. ΡG 8, 1369B-72A). δέ Μέγας Βασίλειος προσθέτει: «οὐ δύναμαι πεῖσαι ἐμαυτόν, ὅτι ἄνευ τῆς εἰς ἀλλήλους ἀγάπης καί ἄνευ τοῦ, τό εἰς ἐμέ ἧκον, εἰρηνεύειν πρός πάντας δύναμαι ἄξιος κληθῆναι δοῦλος Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Ἐπιστολή 203,1. PG 32,737B). Τοῦτο εἶναι, ὡς σημειώνει αὐτός Πατήρ, τόσον αὐτονόητον διά τόν Χριστιανόν, ὥστε «οὐδέν οὕτως ἴδιόν ἐστι Χριστιανοῦ ὡς τό εἰρηνοποιεῖν» (Ἐπιστολή, 114. ΡG 32, 528B). εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ εἶναι μυστική δύναμις, ὁποία πηγάζει ἀπό τήν καταλλαγήν τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν οὐράνιον Πατέρα Του, «κατά πρόνοιαν Ἰησοῦ, τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσιν ἐνεργοῦντος, καί ποιοῦντος εἰρήνην ἄρρητον καί ἐξ αἰῶνος προωρισμένην καί ἀποκαταλλάσσοντος ἡμᾶς ἑαυτῷ καί ἐν ἑαυτῷ τῷ Πατρί» (Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί θείων ὀνομάτων, 11, 5, ΡG 3,953AB).
(Επίσης και σε αυτήν την παράγραφο, για τη σχέση μεταξύ ειρήνης και δικαιοσύνης υπάρχει ελλιπής βιβλική τεκμηρίωση, που τόσο συχνά χρησιμοποιείται στην λειτουργική και πατερική μας παράδοση (π.χ. «δικαιοσύνηκαίερήνηκατεφίλησαν», Ψαλμ. 84/85:10, «καί σται τά ργα δικαιοσύνης ερήνη, και κρατήσει δικαιοσύνη..», Ησ. 32:17, «γενέσθω δή ερήνη και δικαιοσύνη», Ησ.  39:8 κλπ.). Όλες οι παραπάνω παλαιοδιαθηκικές αναφορές αγνοούνται και η θεολογική τεκμηρίωση της σχέσης μεταξύ ειρήνης και δικαιοσύνης αναζητάται στον… Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα).
3. Ὀφείλομεν συγχρόνως νά ὑπογραμμίσωμεν ὅτι τά δῶρα τῆς εἰρήνης καί τῆς δικαιοσύνης ἐξαρτῶνται καί ἐκ τῆς ἀνθρωπίνης συνεργίας. Τό Ἅγιον Πνεῦμα χορηγεῖ πνευματικά δῶρα, ὅταν ἐν μετανοίᾳ ἐπιζητῶμεν τήν εἰρήνην καί τήν δικαιοσύνην τοῦ Θεοῦ. Τά δῶρα ταῦτα τῆς εἰρήνης καί δικαιοσύνης ἐμφανίζονται ἐκεῖ ἔνθα οἱ Χριστιανοί καταβάλλουν προσπαθείας εἰς τό ἔργον τῆς πίστεως, τῆς ἀγάπης καί τῆς ἐλπίδος ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν (ΑΘεσ. 1,3).
4. ἁμαρτία εἶναι πνευματική ἀσθένεια, τῆς ὁποίας τά ἐξωτερικά συμπτώματα εἶναι αἱ ταραχαί, αἱ ἔριδες, τά ἐγκλήματα καί οἱ πόλεμοι, μετά τῶν τραγικῶν αὐτῶν συνεπειῶν. Ἐκκλησία ἐπιδιώκει νά ἐξαλείψῃ οὐ μόνον τά ἐξωτερικά συμπτώματα αὐτῆς τῆς ἀσθενείας, ἀλλά καί αὐτήν ταύτην τήν ἀσθένειαν, τήν ἁμαρτίαν.
5. Συγχρόνως, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ καθῆκον αὐτῆς νά ἐπικροτῇ πᾶν ,τι ἐξυπηρετεῖ πράγματι τήν εἰρήνην (Ρωμ. 14,19) καί ἀνοίγει τήν ὁδόν πρός τήν δικαιοσύνην, τήν ἀδελφοσύνην, τήν ἀληθῆ ἐλευθερίαν καί τήν ἀμοιβαίαν ἀγάπην μεταξύ ὅλων τῶν τέκνων τοῦ ἑνός οὐρανίου Πατρός, ὡς καί μεταξύ ὅλων τῶν λαῶν τῶν ἀποτελούντων τήν ἑνιαίαν ἀνθρωπίνην οἰκογένειαν. Συμπάσχει δέ μεθὅλων τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι εἰς διάφορα μέρη τοῦ κόσμου στεροῦνται τῶν ἀγαθῶν τῆς εἰρήνης καί τῆς δικαιοσύνης.
Δ.  Ἡ εἰρήνη καί ἡ ἀποτροπή τοῦ πολέμου

1. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καταδικάζει γενικῶς τόν πόλεμον, τόν ὁποῖον θεωρεῖ ἀπόρροιαν τοῦ ἐν τῷ κόσμῳ κακοῦ καί τῆς ἁμαρτίας. «Πόθεν πόλεμοι καὶ μάχαι ἐν ὑμῖν; Οὐκ ἐντεῦθεν, ἐκ τῶν ἡδονῶν ὑμῶν τῶν στρατευομένων ἐν τοῖς μέλεσιν ὑμῶν;» (Ἰακ. 4,1). Ἕκαστος πόλεμος ἀποτελεῖ ἀπειλήν καταστροφῆς τῆς δημιουργίας καί τῆς ζωῆς. Ὅλως ἰδιαιτέρως, εἰς περίπτωσεις πολέμων δι᾽ ὅπλων μαζικῆς καταστροφῆς, αἱ συνέπειαι θά εἶναι τρομακτικαί, ὄχι μόνον διότι θά ἐπέλθῃ θάνατος εἰς ἀπρόβλεπτον ἀριθμόν ἀνθρώπων, ἀλλά καί διότι δι’ ὅσους θά ἐπιζήσουν ὁ βίος θά καταστῇ ἀβίωτος. Θά ἐμφανισθοῦν ἀνίατοι ἀσθένειαι, θά προκληθοῦν γενετικαί ἀλλαγαί καί ἄλλα δεινά, τά ὁποῖα θά ἐπηρεάζουν καταστρεπτικῶς καί τάς ἑπομένας γενεάς.
Λίαν ἐπικίνδυνος δέν εἶναι μόνον ὁ πυρηνικός ἐξοπλισμός, ἀλλά καί οἱ χημικοί, οἱ βιολογικοί καί πάσης μορφῆς ἐξοπλισμοί,  οἱ  ὁποῖοι δημιουργοῦν τήν ψευδαίσθησιν τῆς ὑπεροχῆς καί κυριαρχίας ἐπί τοῦ περιβάλλοντος κόσμου. Τοιοῦτοι ἐξοπλισμοί καλλιεργοῦν ἀτμόσφαιραν φόβου καί ἐλλείψεως ἐμπιστοσύνης καί καθίστανται αἰτία ἑνός νέου ἀνταγωνισμοῦ ἐξοπλισμῶν.
2.  Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, θεωροῦσα κατ᾽ ἀρχήν τόν πόλεμον ἀπόρροιαν τοῦ ἐν τῷ κόσμῳ κακοῦ καί τῆς ἁμαρτίας, ἐνθαρρύνει πᾶσαν πρωτοβουλίαν καί προσπάθειαν πρός πρόληψιν ἤ ἀποτροπήν αὐτοῦ διά τοῦ διαλόγου καί διά παντός ἄλλου προσφόρου μέσου. Εἰς περίπτωσιν κατά τήν ὁποίαν ὁ πόλεμος καταστῇ ἀναπόφευκτος, ἡ Ἐκκλησία συνεχίζει προσευχομένη καί μεριμνῶσα ποιμαντικῶς διά τά τέκνα αὐτῆς, τά ὁποῖα ἐμπλέκονται εἰς τάς πολεμικάς συγκρούσεις διά τήν ὑπεράσπισιν τῆς ζωῆς καί τῆς ἐλευθερίας αὐτῶν, καταβάλλουσα πᾶσαν προσπάθειαν διά τήν ταχυτέραν ἀποκατάστασιν τῆς εἰρήνης καί τῆς ἐλευθερίας.
 (Προκειμένου να μην δοθεί η εντύπωση ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία σχετικοποιεί την αδιαπραγμάτευτη φιλειρηνική της στάση, και με δεδομένες τις συχνές κατηγορίες εναναντίον της περί ευλογίας των όπλων, η πρόταση για τα τέκτα της «τά ὁποῖα ἐμπλέκονται εἰς τάς πολεμικάς συγκρούσεις» θα πρέπει να απαλλειφθεί, χωρίς να αλλάζει η βασική επιχειρηματολογία, αφού θα παραμείνει το «διά τήν ὑπεράσπισιν τῆς ζωῆς καί τῆς ἐλευθερίας αὐτῶν»).
3. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καταδικάζει ἐντόνως τάς ποικιλομόρφους συγκρούσεις καί τούς πολέμους, τούς ὀφειλομένους εἰς φανατισμόν, προερχόμενον ἐκ θρησκευτικῶν ἀρχῶν. Βαθεῖαν ἀνησυχίαν προκαλεῖ μόνιμος τάσις αὐξήσεως τῶν καταπιέσεων καί διώξεων τῶν χριστιανῶν καί ἄλλων κοινοτήτων, ἐξ αἰτίας τῆς πίστεως αὐτῶν, εἰς τήν Μέσην Ἀνατολήν καί ἀλλαχοῦ, καθώς καί αἱ ἀπόπειραι ἐκριζώσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐκ τῶν παραδοσιακῶν κοιτίδων αὐτοῦ. Τοιουτοτρόπως, ἀπειλοῦνται αἱ ὑφιστάμεναι διαθρησκειακαί καί διεθνεῖς σχέσεις, ἐνῷ πολλοί χριστιανοί ἀναγκάζονται νά ἐγκαταλείψουν τάς ἑστίας αὑτῶν. Οἱ ἀνά τόν κόσμον Ὀρθόδοξοι συμπάσχουν μετά τῶν ἀδελφῶν αὐτῶν χριστιανῶν καί ὅλων τῶν ἄλλων διωκομένων ἐν τῇ περιοχῇ καί καλοῦν εἰς ἐξεύρεσιν δικαίας καί μονίμου λύσεως τῶν προβλημάτων τῆς περιοχῆς.
Καταδικάζονται ἐπίσης πόλεμοι, ἐμπνεόμενοι ὑπό ἐθνικισμοῦ, προκαλοῦντες γενοκτονίας, ἐθνοκαθάρσεις, μεταβολάς κρατικῶν ὁρίων  καί κατάληψιν ἐδαφῶν.
 (Η εξαίρετη επιχειρηματολογία αυτής της παραγράφου, με τον κατάλογο στην τελευταία πρόταση, είναι ελλιπής χωρίς αναφορά στη γενοκτονία. Η παράλειψή της μπορεί να δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από όσα η ένταξή της).
Ε Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔναντι τῶν διακρίσεων
1.       Κύριος, ὡς Βασιλεύς τῆς δικαιοσύνης (Ἑβρ. 7, 2-3), ἀποδοκιμάζει τήν βίαν καί τήν ἀδικίαν (Ψαλμ. 10, 5) καί καταδικάζει τήν ἀπάνθρωπον στάσιν πρός τόν πλησίον (Μάρκ. 25, 41-46. Ἰακ. 2, 15-16). Εἰς τήν Βασιλείαν Aὐτοῦ, ἡ ὁποία εἰκονίζεται καί εἶναι παροῦσα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ Του ἤδη ἐδῶ εἰς τήν γῆν, δέν ὑπάρχει τόπος οὔτε διά τό μῖσος, οὔτε δι’ ἔχθραν καί μισαλλοδοξίαν (Ἠσ. 11, 6. Ρωμ. 12, 10).
2. Ἡ θέσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι ἐν προκειμένῳ σαφής. Ἡ Ἐκκλησία πιστεύει ὅτι ὁ Θεός «ἐποίησεν ἐξ ἑνός αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπί πᾶν τό πρόσωπον τῆς γῆς» (Πράξ. 17, 26) καί ὅτι ἐν Χριστῷ «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδέ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ· πάντες γάρ εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. 3, 28). Εἰς τό ἐρώτημα «καί τίς ἐστί μου πλησίον;» ὁ Χριστός ἀπήντησε διά τῆς παραβολῆς τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου (Λουκ. 10,25-37). Καί οὕτως ἐδίδαξε τήν κατάλυσιν παντός μεσοτοίχου ἔχθρας καί προκαταλήψεως (Ἐφ. 2,14). Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὁμολογεῖ ὅτι ἕκαστος ἄνθρωπος, ἀνεξαρτήτως χρώματος, θρησκείας, φυλῆς, φύλου, ἐθνικότητος, γλώσσης, ἔχει δημιουργηθῆ κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ καί ἀπολαμβάνει ἴσα δικαιώματα ἐν τῇ κοινωνίᾳ. Συνεπής πρός τήν πίστιν αὐτήν, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν δέχεται τάς διακρίσεις δι᾽ἕκαστον ἐκ τῶν προαναφερθέντων λόγων, ἐφ’ ὅσον αὗται προϋποθέτουν ἀξιολογικήν διαφοράν μεταξύ τῶν ἀνθρώπων.
 (Η σωστή προσθήκη στο αρχικό κείμενο της Τρίτης Προσυνοδικής,
«Καί οὕτως ἐδίδαξε τήν κατάλυσιν παντός μεσοτοίχου ἔχθρας καί προκαταλήψεως» πρέπει να συμπεριλάβει επίσης τη βιβλική αναφορά  (Εφ. 2:14), για να προσδώσει περισσότερη αξιοπιστία στο κείμενο).
3. Ἐκκλησία, ἐν τῷ πνεύματι τοῦ σεβασμοῦ τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων καί τῆς ἴσης μεταχειρίσεως τῶν ἀνθρώπων, ἀξιολογεῖ τήν ἐφαρμογήν τῶν ἀρχῶν αὐτῶν ὑπό τό φῶς τῆς διδασκαλίας αὐτῆς περί τῶν μυστηρίων, τῆς οἰκογενείας, τῆς θέσεως τῶν δύο φύλων ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καί τῶν ἐν γένει ἀξιῶν τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως. Ἐκκλησία ἔχει δικαίωμα ἵνα διακηρύττῃ τήν μαρτυρίαν τῆς διδασκαλίας της εἰς τὀν δημόσιον χῶρον.

ΣΤ προφητική ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησία ὡς μαρτυρία ἀγάπης ἐν διακονίᾳ.
(Η έλλειψη παλαιοδιαθηκικών αναφορών φαίνεται πως οδήγησε δυστυχώς στην απάλειψη του όρου ‘Προφητική’ από τον αρχικό τίτλο του κεφ. 6 στο κείμενο της Προσυνοδικής του 1986).
1.       Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἐπιτελοῦσα τήν σωτήριον αὐτῆς ἀποστολὴν ἐν τῷ κόσμῳ, μεριμνᾷ ἐμπράκτως διά πάντας τοὺς ἀνθρώπους χρῄζοντας βοηθείας, τούς πεινῶντας, τοὺς ἀπόρους, τοὺς ἀσθενεῖς, τούς ἀναπήρους, τοὺς ὑπερήλικας, τοὺς διωκομένους, τοὺς αἰχμαλώτους, τοὺς φυλακισμένους, τούς ἀστέγους, τὰ ὀρφανὰ, τὰ θύματα τῶν καταστροφῶν καί τῶν πολεμικῶν συγκρούσεων, τῆς ἐμπορίας ἀνθρώπων καί τῶν συγχρόνων μορφῶν δουλείας. Αἱ καταβαλλόμεναι ὑπὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας προσπάθειαι διά τὴν καταπολέμησιν τῆς ἐνδείας καὶ τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας ἀποτελοῦν ἔκφρασιν τῆς πίστεως αὐτῆς καὶ διακονίαν Αὐτοῦ τοῦ Κυρίου, ὁποῖος ἐταύτισεν Ἑαυτὸν πρὸς πάντα ἄνθρωπον, ἰδίως πρός τούς ἐν ἀνάγκαις εὑρισκομένους: «Ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. 25, 40). Ἐν τῇ πολυπτύχῳ ταύτῃ κοινωνικῇ διακονίᾳ, ἡ Ἐκκλησία δύναται νά συνεργάζηται μετὰ τῶν διαφόρων  σχετικῶν κοινωνικῶν φορέων.
2.      Οἱ ἀνταγωνισμοί καί αἱ ἐχθρότητες ἐν τῷ κόσμῳ εἰσάγουν ἀδικίαν καί ἀνισότητα εἰς τήν συμμετοχήν τῶν ἀνθρώπων καί τῶν λαῶν εἰς τά ἀγαθά τῆς θείας δημιουργίας. Στεροῦν ἀπό ἑκατομμύρια ἀνθρώπων τά βασικά ἀγαθά καί ὁδηγοῦν εἰς ἐξαθλίωσιν τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, προκαλοῦν μαζικάς μεταναστεύσεις πληθυσμῶν, διεγείρουν ἐθνικάς, θρησκευτικάς καί κοινωνικάς συγκρούσεις, αἱ ὁποῖαι ἀπειλοῦν τήν ἐσωτερικήν συνοχήν τῶν κοινωνιῶν.
3.      Ἐκκλησία δέν δύναται νά μείνῃ ἀδιάφορος ἔναντι τῶν οἰκονομικῶν καταστάσεων, αἱ ὁποῖαι ἐπηρεάζουν ἀρνητικῶς ὁλόκληρον τήν ἀνθρωπότητα. Ἐπιμένει εἰς τὴν ἀνάγκην, οὐχί μόνον ἡ οἰκονομία νά ἐρείδηται ἐπί ἠθικῶν ἀρχῶν, ἀλλά καί ἐμπράκτως νά διακονῆται δι᾽ αὐτῆς ὁ ἄνθρωπος, συμφώνως καί πρὸς τὴν διδασκαλίαν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, “κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων, μνημονεύειν τε τῶν λόγων τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ, ὅτι αὐτὸς εἶπε· μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν” (Πράξ. 20,35). Καθοδηγούμενη υπό του παραδείγματος της αρχαίας εκκλησίας, εις την οποίαν ίσχυε η κοινοκτημοσύνη και οι πιστοί «εἶχον ἅπαντα κοινά, καὶ τὰ κτήματα καὶ τὰς ὑπάρξεις ἐπίπρασκον καὶ διεμέριζον αὐτὰ πᾶσι καθότι ἄν τις χρείαν εἶχε» (Πράξ. 2,44-45, βλ. επίσης 5,1εξ), ή των διατάξεων της Π.Δ. περί παραγραφής των χρεών εις τους θεσμούς του σαββατιαίου και ιωβηλαίου έτους, ιδιαιτέρως δε του παυλείου προγράμματος της λογείας, υπέρτατος στόχος της οποίας ήτο «ὅπως γένηται ἰσότης, Β΄Κορ. 8,14), η Εκκλησία πάντοτε εφρόντιζε για την ισοκατανομήν και την κοινωνίαν των υλικών αγαθών. Ὁ Μ. Βασίλειος γράφει ὅτι “σκοπός οὖν ἑκάστῳ προκεῖσθαι ὀφείλει ἐν τῷ ἔργῳ ὑπηρεσία τῶν δεομένων, οὐχί ἡ ἰδία αὐτοῦ χρεία” (Ὅροι κατά πλάτος ΜΒ’ . PG 31, 1025 A).
(Αντίθετα με τις παραδοσιακές οικουμενικές και γενικότερες κανονικές διατυπώσεις, στις οποίες επιζητείται η θεμελίωσή τους τεκμηρίωση μέσω των Κυριακών (και αν δεν υπάρχουν, των Παυλείων ή άλλων βιβλικών) λoγίων, η θεολογική τεκμηρίωση του κειμένου σε ορισμένες περιπτώσεις στερείται των κατάλληλων βιβλικών. Το κείμενο θα αποκτήσει περισσότερη αξιοπιστία ως προς την φιλάνθρωπη διακονία, αν σημαντικοί βιβλικοί θεσμοί, όπως το πρόγραμμα της λογείας του Απ. Παύλου, αλλά και άλλοι παλαιοδιαθηκικοί θεσμοί,  προστεθούν ως απαραίτητη βιβλική θεολογική θεμελίωση. Προτείνεται, λοιπόν, να συμπεριληφθεί το παράδειγμα της Πρώτης Εκκλησίας σ’ αυτή την παράγραφο)

4.      Τό χάσμα μεταξύ πλουσίων καί πτωχῶν διευρύνεται δραματικῶς ἐξ αἰτίας τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως, ἡ ὁποία εἶναι συνήθως ἀποτέλεσμα κερδοσκοπίας χωρίς φραγμούς ἐκ μέρους οἰκονομικῶν παραγόντων, συγκεντρώσεως τοῦ πλούτου εἰς χεῖρας ὀλίγων καί στρεβλῆς οἰκονομικῆς δραστηριότητος, ἡ ὁποία, στερουμένη δικαιοσύνης καί ἀνθρωπιστικῆς εὐαισθησίας, δέν ἐξυπηρετεῖ, τελικῶς, τάς πραγματικάς ἀνάγκας τῆς ἀνθρωπότητος. Βιώσιμος οἰκονομία εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία συνδυάζει τήν ἀποτελεσματικότητα μετά δικαιοσύνης καί κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης.
5.      Ὑπό τάς τραγικάς ταύτας καταστάσεις, κατανοεῖται ἡ τεραστία εὐθύνη τῆς Ἐκκλησίας διά τήν καταπολέμησιν τῆς πείνης καί πάσης ἄλλης μορφῆς ἐνδείας ἐν τῷ κόσμῳ, και γενικώς της παντελούς εξαλλείψεως της πτωχείας. Ἕν τοιοῦτον φαινόμενον εἰς τήν ἐποχήν μας, κατά τήν ὁποίαν αἱ χῶραι ζοῦν ὑπό καθεστώς παγκοσμιοποιημένης οἰκονομίας, ὑποδηλοῖ τήν σοβαράν κρίσιν ταυτότητος τοῦ συγχρόνου κόσμου, διότι ἡ πεῖνα οὐχί μόνον ἀπειλεῖ τό θεῖον δῶρον τῆς ζωῆς ὁλοκλήρων λαῶν, ἀλλά καί θίγει τό μεγαλεῖον καί τήν ἱερότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, συγχρόνως δέ προσβάλλει καί τόν ἴδιον τόν Θεόν. Διά τοῦτο, ἄν ἡ μέριμνα διά τήν ἰδικήν μας τροφήν εἶναι θέμα ὑλικόν, ἡ μέριμνα διά τήν τροφήν τοῦ συνανθρώπου μας εἶναι θέμα πνευματικόν (Ἰακ. 2, 14-18). Ἀποτελεῖ, ἑπομένως, ἀποστολήν ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν νά ἐπιδεικνύουν ἀλληλεγγύην καί νά ὀργανώνουν ἀποτελεσματικῶς τήν βοήθειάν των πρός τούς ἐνδεεῖς ἀδελφούς
 (Χωρίς αναφορά στην παντελή εξάλειψη της φτώχειας το κείμενο μπορεί να δώσει την εντύπωση πως αγνοεί την βιβλική επιταγή,ότι «οὐδείς ενδεής» πρέπει να υπάρχει ανάμεσά μας (Πράξ.  4:34).
6.      Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία ἐν τῷ καθολικῷ σώματι αὐτῆς, περικλείουσα εἰς τούς κόλπους αὐτῆς πολλοὺς λαοὺς τῆς γῆς, ἀναδεικνύει τήν ἀρχήν τῆς πανανθρωπίνου ἀλληλεγγύης καί ὑποστηρίζει τὴν στενοτέραν συνεργασίαν λαῶν καὶ κρατῶν πρὸς εἰρηνικὴν ἐπίλυσιν τῶν διαφορῶν.
7.      Ἀνησυχίαν προκαλεῖ εἰς τήν Ἐκκλησίαν διαρκῶς αὐξανομένη ἐπιβολὴ εἰς τὴν ἀνθρωπότητα ἑνὸς καταναλωτικοῦ τρόπου ζωῆς, ὁποῖος στερεῖται τῶν χριστιανικῶν ἠθικῶν ἀξιῶν. Ὑπό τήν ἔννοιαν αὐτήν, καταναλωτισμός οὗτος, ἐν συνδυασμῷ μετά τῆς ἐκκοσμικευμένης παγκοσμιοποιήσεως, τείνει νά ὁδηγήσῃ τοὺς λαούς εἰς τὴν ἀπώλειαν τῶν πνευματικῶν καταβολῶν αὐτῶν, εἰς τὴν ἱστορικὴν ἀμνησίαν καί εἰς τήν λήθην τῶν παραδόσεων.
8.     Τὰ μέσα γενικῆς ἐνημερώσεως οὐχὶ σπανίως τελοῦν ὑπὸ τὸν ἔλεγχον μιᾶς ἰδεολογίας φιλελευθέρας παγκοσμιοποιήσεως καί οὕτω καθίστανται δίαυλοι διαδόσεως τοῦ καταναλωτισμοῦ καὶ τῆς ἀνηθικότητος. Ἰδιαιτέραν ἀνησυχίαν προκαλοῦν περιστατικὰ, καθ’ ἅ στάσις ἔναντι τῶν θρησκευτικῶν ἀξιῶν χαρακτηρίζεται διά τήν ἔλλειψιν σεβασμοῦ, ἐνίοτε δέ καί διά βλασφημίαν, προξενοῦντα διχασμούς καί ἐξεγέρσεις ἐντός τῆς κοινωνίας. Ἡ Ἐκκλησία προειδοποιεῖ τὰ τέκνα αὐτῆς διά τόν κίνδυνον τοῦ ἐπηρεασμοῦ τῶν συνειδήσεων διὰ τῶν μέσων ἐνημερώσεως καὶ τῆς χρήσεως αὐτῶν οὐχὶ διὰ τὴν προσέγγισιν τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν λαῶν, ἀλλά διὰ τὴν χειραγώγησίν των.
9.      Εἰς τὴν πορείαν, ἥν διανύει ἡ Ἐκκλησία, κηρύττουσα καὶ ἀσκοῦσα τὴν σωτήριον ἀποστολὴν αὐτῆς διά τήν ἀνθρωπότητα, ὁλοέν καὶ τακτικώτερον ἔρχεται ἀντιμέτωπος μετὰ τῶν ἐκφάνσεων τῆς ἐκκοσμικεύσεως. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καλεῖται νά ἐπαναδιατυπώσῃ καί φανερώσῃ τήν προφητικήν μαρτυρίαν της εἰς τόν κόσμον, στηριζομένη εἰς τήν ἐμπειρίαν τῆς πίστεως, ὑπενθυμίζουσα ἐν ταὐτῷ καί τήν πραγματικήν ἀποστολήν αὐτῆς, διά τῆς καταγγελίας τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καί τῆς καλλιεργείας συνειδήσεως ἑνότητος εἰς τό ποίμνιον αὐτῆς. Οὕτω, διανοίγεται εὐρύ πεδίον δι’ αὐτήν, δεδομένου ὅτι ὡς οὐσιαστικόν στοιχεῖον τῆς ἐκκλησιολογικῆς της διδασκαλίας προβάλλει εἰς τόν διεσπασμένον κόσμον τήν εὐχαριστιακήν κοινωνίαν καί ἑνότητα.
10.  πόθος τῆς συνεχοῦς αὐξήσεως τῆς εὐημερίας καὶ ἄμετρος κατανάλωσις ἀναποφεύκτως ὁδηγοῦν εἰς τὴν δυσανάλογον χρῆσιν καὶ τὴν ἐξάντλησιν τῶν φυσικῶν πόρων. Ἡ δημιουργηθεῖσα ὑπὸ τοῦ Θεοῦ κτίσις, ἡ ὁποία ἐδόθη εἰς τόν ἄνθρωπον ᾽ἐργάζεσθαι καὶ φυλάσσειν᾽ αὐτὴν (πρβλ. Γεν. 2.15), ὑφίσταται τὰς συνεπείας τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου: «Τῇ γὰρ ματαιότητι ἡ κτίσις ὑπετάγη, οὐχ ἑκοῦσα, ἀλλὰ διὰ τὸν ὑποτάξαντα, ἐπ᾿ ἐλπίδι ὅτι καὶ αὐτὴ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Οἴδαμεν γὰρ ὅτι πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν» (Ρωμ. 8.20-22).
οἰκολογική κρίσις, ἡ ὁποία συνδέεται πρός τάς κλιματολογικάς ἀλλαγάς καί τήν ὑπερθέρμανσιν τοῦ πλανήτου, καθιστᾷ ἐπιτακτικόν τό χρέος τῆς Ἐκκλησίας ὅπως συμβάλῃ, διά τῶν εἰς τήν διάθεσιν αὐτῆς πνευματικῶν μέσων, εἰς τήν προστασίαν τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ ἐκ τῶν συνεπειῶν τῆς ἀνθρωπίνης ἀπληστίας. Ἡ ἀπληστία διά τήν ἱκανοποίησιν τῶν ὑλικῶν ἀναγκῶν ὁδηγεῖ εἰς τήν πνευματικήν πτώχευσιν τοῦ ἀνθρώπου καί εἰς τήν καταστροφήν τοῦ περιβάλλοντος. Οι Ορθόδοξοι δεν αγνοούν ότι αι ποικίλαι όψεις της κλιματικής αλλαγής, της οικολογικής και οικονομικής κρίσεως, καθώς και της κρίσεως του χρέους είναι αλληλένδεται και η μία τροφοδοτεί τις άλλες, δημιουργούσαι εις πολλά μέρη του πλανήτου δεινά εις τους ανθρώπους και θέτoυσαι είς κίνδυνον και αυτήν την επιβίωσίν των. Η άκρατος απελευθέρωσις των αγορών, η απορρύθμισις, και η ασύδοτος ιδιωτικοποίησις των αγαθών και των υπηρεσιών, οδηγούν εις την εκμετάλλευσιν της κτιστής δημιουργίας, την κατάργησιν των κοινωνικών υπηρεσιών και προγραμμάτων, και ανοίγουν  τας οικονομίας εκτός συνόρων προς μίαν δήθεν απεριόριστον ανάπτυξιν της παραγωγής. Δέν πρέπει νά λησμονῆται ὅτι ὁ φυσικός πλοῦτος τῆς γῆς δέν εἶναι περιουσία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά  τοῦ Δημιουργοῦ : «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς, ἡ οἰκουμένη καί πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐν αὐτῇ» (Ψαλμ. 23,1).
Οὕτως, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τονίζει τήν προστασίαν τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ διά τῆς καλλιεργείας τῆς εὐθύνης τοῦ ἀνθρώπου ἔναντι τοῦ θεοσδότου περιβάλλοντος καί διά τῆς προβολῆς τῶν ἀρετῶν τῆς ὀλιγαρκείας καί τῆς ἐγκρατείας. Ὀφείλομεν νά ἐνθυμώμεθα ὅτι ὄχι μόνον αἱ σημεριναί, ἀλλά καί αἱ μελλοντικαί γενεαί ἔχουν δικαίωμα ἐπί τῶν φυσικῶν ἀγαθῶν, τά ὁποῖα μᾶς ἐχάρισεν ὁ Δημιουργός.
(Αν και η γενική ιδέα της σύνδεσης μεταξύ της οικονομίας και της οικολογίας ομολογείται σε αυτήν την παράγραφο, δεν προσφέρεται κάποια επιστημολογική επιχειρηματολογία. Μια Ορθόδοξη ιεραποστολική διακήρυξη δεν μπορεί να αγνοεί το γεγονός πως οι διάφορες όψεις της κλιματικής, οικολογικής, οικονομικής κρίσεως καθώς και της κρίσεως χρέους είναι αλληλένδετες και αλληλοεξαρτώμενες, οδηγώντας πολλούς ανθρώπους σε πολλά μέρη του κόσμου να υποφέρουν βάζοντας σε κίνδυνο την επιβίωσή τους. Η ανεξέλεγκτη απελευθέρωση της αγοράς, η απορρύθμιση και η ανεμπόδιστη ιδιωτικοποίηση αγαθών και υπηρεσιών εκμεταλλεύονται όλη τη Δημιουργία, διαλύουν τα κοινωνικά προγράμματα και τις υπηρεσίες,   διευρύνοτας τις οικονομίες πέρα από τα εθνικά σύνορα με μια φαινομενικά απεριόριστη αύξηση της παραγωγής. Σε γενικές γραμμές, το κείμενο καταδεικνύει σωστά τα αίτια των δεινών του κόσμου, π.χ. την αμαρτία ως την πραγματική αιτία του πολέμου, με τον τελευταίο να είναι το σύμπτωμά της. Αυτό, όμως, το είδος ερμηνευτικής πρέπει να ακολουθείται και σε άλλες περιπτώσεις, όπως η φτώχεια ή η σύνδεση μεταξύ οικονομίας και οικολογίας. Αλλιώς δίνει την εντύπωση μιας Ορθοδοξίας που εκφράζει μια εσωτερική και όχι ολιστική πνευματικότητα).
11.   Διά τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ἱκανότης πρός ἐπιστημονικήν ἔρευναν τοῦ κόσμου ἀποτελεῖ θεόσδοτον δῶρον εἰς τόν ἄνθρωπον. Συγχρόνως ὅμως πρός αὐτήν τήν κατάφασιν, Ἐκκλησία ἐπισημαίνει τούς κινδύνους, οἱ ὁποῖοι ὑποκρύπτονται εἰς τήν χρῆσιν ὡρισμένων ἐπιστημονικῶν ἐπιτευγμάτων. Θεωρεῖ ὅτι ἐπιστήμων εἶναι μέν ἐλεύθερος νά ἐρευνᾷ, ἀλλά καί ὅτι ὀφείλει να μή παραβιάζει βασικάς χριστιανικάς καί ἀνθρωπιστικάς ἀρχάς: ᾽Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾽ οὐ πάντα συμφέρει᾽(A Κορ. 6, 12) καί ᾽Τό καλόν οὐ καλόν, ὅταν μή καλῶς γίνηται᾽ (Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Λόγος Θεολογικός Α´, 4, PG 36, 16 C). θέσις αὕτη τῆς Ἐκκλησίας ἀποδεικνύεται πολλαπλῶς ἀπαραίτητος διά τήν ὀρθήν ὁριοθέτησιν τῆς ἐλευθερίας καί τήν ἀξιοποίησιν τῶν καρπῶν τῆς ἐπιστήμης, εἰς πάντας σχεδόν τούς τομεῖς τῆς ὁποίας, ἰδίᾳ δέ τῆς βιολογίας, ἀναμένονται νέα ἐπιτεύγματα, ἀλλά καί κίνδυνοι. Ἐν ταὐτῷ, ὑπογραμμίζομεν τήν ἀναμφισβήτητον ἱερότητα τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς ἀπό τῆς συλλήψεως μέχρι τοῦ φυσικοῦ θανάτου.
(Η αναφορά στο καθήκον των επιστημόνων να σταματούν την έρευνά τους, όταν βασικές χριστιανικές και ανθρωπιστικές αρχές παραβιάζονται, μπορεί να συνδεθεί άμεσα με τη μεσαιωνική περίπτωση του Γαλιλαίου. Είναι προτιμότερο, επομένως, να επαναδιατυπωθεί ολόκληρη η πρόταση).
12.  Κατά τά τελευταῖα ἔτη, παρατηρεῖται ἁλματώδης ἀνάπτυξις εἰς τάς βιοεπιστήμας καί εἰς τήν συνδεδεμένην μέ αὐτάς βιοτεχνολογίαν, πολλά ἐπιτεύγματα τῶν ὁποίων θεωροῦνται εὐεργετικά διά τόν ἄνθρωπον, ἄλλα δημιουργοῦν ἠθικά διλήμματα, ἐνῷ ἄλλα κρίνονται ἀπορριπτέα. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πιστεύει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἁπλοῦν σύνολον κυττάρων, ἱστῶν καί ὀργάνων, οὔτε καί προσδιορίζεται μόνον ἀπό βιολογικούς πμαρτυρίααράγοντας. Ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖ δημιούργημα ᾽κατ᾽εἰκόνα Θεοῦ᾽ (Γεν. 1, 27) καί θά πρέπει ἡ ἀναφορά εἰς αὐτόν νά γίνηται μέ τόν δέοντα σεβασμόν. Ἡ ἀναγνώρισις τῆς θεμελιώδους αὐτῆς ἀρχῆς ὁδηγεῖ εἰς τό συμπέρασμα ὅτι τόσον κατά τήν ἐπιστημονικήν ἔρευναν, ὅσον καί κατά τήν πρακτικήν ἐφαρμογήν τῶν νέων ἀνακαλύψεων καί ἐφευρέσεων, δέον ὅπως διαφυλάσσηται τό ἀπόλυτον δικαίωμα κάθε ἀνθρώπου νά ἀπολαύῃ σεβασμοῦ καί τιμῆς εἰς πᾶν στάδιον τῆς ζωῆς του, καθώς καί ἡ βούλησις τοῦ Θεοῦ, ὡς αὕτη ἐφανερώθη κατά τήν δημιουργίαν. Ἡ ἔρευνα πρέπει νά λαμβάνῃ ὑπ᾽ ὄψιν της τάς ἠθικάς καί πνευματικάς ἀρχάς καί τά χριστιανικά θέσμια. Ἀπαραίτητος σεβασμός δέον νά ἐπιδεικνύηται καί εἰς ὅλην τήν Δημιουργίαν τοῦ Θεοῦ τόσον κατά τήν χρῆσιν αὐτῆς ὑπό τοῦ ἀνθρώπου, ὅσον καί κατά τήν ἔρευναν, συμφώνως πρός τήν ἐντολήν τοῦ Θεοῦ πρός αὐτόν (Γεν. 2, 15).
13.  Κατά τούς χρόνους τούτους τῆς ἐκκοσμικεύσεως, ἰδιαιτέρως προβάλλει ἡ ἀνάγκη, ὅπως ἐξαρθῇ σημασία τῆς ἁγιότητος τοῦ βίου, ἐν ὄψει τῆς πνευματικῆς κρίσεως, ἡ ὁποία χαρακτηρίζει τόν σύγχρονον πολιτισμόν. Ἡ παρανόησις τῆς ἐλευθερίας ὡς ἐλευθεριότητος ὁδηγεῖ εἰς τήν αὔξησιν τῆς ἐγκληματικότητος, τήν καταστροφήν καί τήν βεβήλωσιν τῶν σεβασμάτων, τήν ἐξάλειψιν τοῦ σεβασμοῦ πρός τήν ἐλευθερίαν τοῦ πλησίον καί τήν ἱερότητα τῆς ζωῆς. Ἡ Ὀρθόδοξος Παράδοσις, διαμορφωθεῖσα διά τῆς βιώσεως ἐν τῇ πράξει τῶν χριστιανικῶν ἀληθειῶν, εἶναι φορεύς πνευματικότητος καί ἀσκητικοῦ ἤθους, τό ὁποῖον δέον νά ἐξαρθῇ καί προβληθῇ ὅλως ἰδιαιτέρως κατά τήν ἐποχήν ἡμῶν. Η μαρτυρία του ευαγγελίου του Χριστού σήμερον είναι περισσότερον αποτελεσματική, όταν αντανακλά την χαρμόσυνον αγιοπνευματικήν εμπειρίαν της εκκλησιακής κοινότητος, την εορταστικήν ατμόσφαιραν της μεταμορφώσεως του κόσμου προς την πληρότητα της ζωής και την εκδήλωσιν της αγάπης προς αλλήλους (Ιω. 13, 35).
 (Προτείνεται να προστεθούν στην παράγραφο αυτή τρία σημαντικά Ορθόδοξα θεολογικά χαρακτηριστικά, που σπάνια αναφέρονται στο κείμενο: Το Άγιο Πνεύμα, η αγάπη, και η λειτουργία).
14.  εἰδική ποιμαντική μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας πρός τούς νέους τυγχάνει διαρκής καί ἀμετάπτωτος διά τήν ἐν Χριστῷ διαπαιδαγώγησίν των. Αὐτονόητος τυγχάνει ἡ προέκτασις τῆς ποιμαντικῆς εὐθύνης τῆς Ἐκκλησίας καί εἰς τόν θεόσδοτον θεσμόν τῆς οἰκογενείας, ἥτις ἀείποτε καί ἀπαραιτήτως ἐστηρίχθη εἰς τό ἱερόν μυστήριον τοῦ χριστιανικοῦ γάμου, ὡς ἑνώσεως ἀνδρός καί γυναικός, ἡ ὁποία εἰκονίζει τήν ἕνωσιν τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας Του (Ἐφ. 5,32). Τοῦτο καθίσταται ἐπίκαιρον, ἐν ὄψει μάλιστα καί ἀποπειρῶν νομιμοποιήσεως εἰς χώρας τινάς καί θεολογικῆς θεμελιώσεως εἰς χριστιανικάς τινάς κοινωνίας, μορφῶν συμβιώσεως, ἀντιτιθεμένων εἰς τήν χριστιανικήν παράδοσιν καί διδασκαλίαν. Βεβαίως, η Εκκλησία είναι ανοικτή προς πάντας χωρίς διακρίσεις, κατά το παράδειγμα του Χριστού, όστις εξύψωσε τον τελώνην υπέρ τον Φαρισαίον (Λουκ. 18, 10-14), βεβαιών «ὅτι οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Mατθ. 21,31). Σέβεται το ανθρώπινον πρόσωπον με τας αδυναμίας του και καλεί τους πάντας εις το θείον έλεος, το μεταμορφούν, αγιάζον και απελευθερούν από τον ζυγόν της αμαρτίας.
 (Η αναφορά στην «θεολογική θεμελίωση σε ορισμένες χριστιανικές κοινότητες μορφών ανθρώπινης συμβίωσης» μπορεί να δώσει την εντύπωση πως υπάρχουν Ορθόδοξοι θεολόγοι που το υποστηρίζουν. Για αυτό, προτιμότερο είναι να απαλειφθεί η λέξη ‘θεολογική’.
Επίσης η προσθήκη στο τέλος της παραγράφου δίνει την αναγκαία θεολογική θεμελίωση για να αποφευχθούν πιθανές αρνητικές αντιδράσεις).
15.   Εἰς τήν σύγχρονον ἐποχήν καί ἀείποτε, προφητική καί ποιμαντική φωνή τῆς Ἐκκλησίας ἀπευθύνεται εἰς τήν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου καί καλεῖ αὐτόν, μετά τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἵνα ἐνστερνισθῇ καί βιώσῃ «ὅσα ἐστίν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα» (Φιλιπ. 4,8), τήν θυσιαστικήν ἀγάπην τοῦ Ἐσταυρωμένου Κυρίου της, τήν μόνην ὁδόν πρός ἕνα κόσμον εἰρήνης, δικαιοσύνης, ἐλευθερίας καί ἀγάπης μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί τῶν λαῶν.

English version

THE WITNESS OF THE CHURCH IN TODAY’S WORLD
Witnessing Christ in Today’s World: Sharing the Orthodox Ecclesial Experience of a Living Faith and the Signs of Christ’s Presence: peace, justice, freedom, brotherhood and love between peoples and the removal of racial and other discrimination
(The agreed document on “The Mission of the Church in Today’s World”, although it is a great step forward, it regrettably ignores all the major achievements in contemporary world mission by renowned Orthodox theologians.  Whereas almost all missionaries and missiologists speak about mission using the “martyria/witness” terminology, much more holistic in outlook than the old-fashioned - and overloaded with aggressive and sometimes proselytistic attitudes – “mission”, introduced mainly and strongly promoted by Orthodox (most notably the Archbishop of Albania Anastasios, or the late Fr. Ion Bria, to name just two from different ecclesiastical jurisdictions), the document’s very title completely ignores it. Not to mention of course that mission, in addition to all negative connotations shows an arrogant attitude, whereas “witness” fits better to the humble ethos of Orthodoxy. It is therefore better to change the overall title of the document to: “The Witness of the Church in Today’s World”.
The formulation of the subtitle may also lead to misunderstandings. It may give the impressiom of an alienation from Christ and be interpreted as secularization. Do we preach Christ and the Gospel in the first place, or do we prioritize other more secular concerns? It is therefore better to change the subtitle of the document to: “Witnessing Christ in Today’s World: Sharing the Orthodox Ecclesial Experience of a Living Faith and the Signs of Christ’s Presence: peace, justice, freedom, brotherhood and love between peoples and the removal of racial and other discrimination”.

The Church of Christ faithful to her risen Lord’s command to “witness to him…to the end of the worlg” (Acts 1:8) and to “go forth and make disciples all the nations” (Μt. 28:19; to the “entire creation” in Mark 16:15), considers her mission and witness to the entire world as a primary and fundamental responsibility. Living in the world but being not of the world (cf. Jn. 17:11 and 14-15), the Church is the sign and image of the Kingdom of God in history, proclaiming the good news of a "new creation" (II Cor. 5: 17) and of a new heavens and a new earth, wherein dwelleth righteousness (II Pt. 3:13), of a world in which God shall wipe away all tears from their eyes; and there shall be no more death, neither sorrow, nor crying, neither shall there be any more pain (Rev. 21:4-5).
(It is of paramount importance to affirm the Church’s missional and witnessing responsibility, starting with the biblical foundation of this dimension of her ecclesial identity. This was probably due to the assignment to revise a document that only dealt with specific aspects of the the Church’s witness (The Contribution of the Orthodox Church etc}. Now that the document covers the entire mission of the Church, a complete lack of reference to it will agrevate the impression that the Orthodox relegate their mission to a second class option and not a primary imperative).
It is with this hope that the Church lives, and foretastes it in particular when the Divine Eucharist is celebrated, bringing "together" (I Cor. 11: 20) the scattered children of God (Jn. 111: 52) without regard to race, gender, age, social status or any other station into a single body where there is neither Jew nor Greek, there is neither bond nor free, there is neither male nor female: for ye are all one in Christ Jesus (Gal. 3:28; cf. Col. 3:11).
In this foretasting of a "new creation," of a world transfigured, the Church lives in the countenances of her saints who, through their spiritual endeavors in Christ, have already in this life revealed the image of the Kingdom of God, proving and affirming by this that the hope of peace, justice and love is not a utopia, but the substance of things hoped for (Heb. 11:1), attained through the grace of God by means of the human person’s spiritual endeavors.
In finding constant inspiration in this hope and the foretasting of the Kingdom of God, the Church cannot remain aloof from of the problems of the human person in each historical epoch, but shares his concern and everyday problems, taking upon herself, as the Lord did, the pain and wounds, the cause of which is evil that is active in the world and, like the Good Samaritan, with a word of patience and comfort (Rom. 15:4, Heb. 13:22) and through active love, pours upon his wounds oil and wine (Lk. 10:34). Her word, addressed to the world, has as its aim first of all not to judge and condemn the world (cf. Jn. 3:17) and 12:47), but to offer it as guidance the Gospel of the Kingdom of God, hope and the assurance that the last word in history is not evil, no matter what form it may take, and that we should not allow evil to dictate the course of history.
Rooted in these principles, the accumulated experience and the teaching of her patristic, liturgical and ascetical tradition, the Orthodox Church in her “liturgy after the liturgy” shares the concerns and anxieties of modern-day humanity in relation to everyday problems that disturb the contemporary world and desires to act for their resolution so that in the world there should reign the peace of God, which passeth all understanding (Phil. 4:7), reconciliation and love.
(It is absolutely imperative for an Orthodox declaration on mission to officially refer to, or even develop, the “liturgy after the liturgy” terminology. Like the “witness” terminology, it was a highly spiritual terminology, introduced by Orthodox (originally by Archbishop Anastasios and widely publicized and almost imposed on international missiology), and also justified by the reference on “the accumulated experience and the teaching of her … liturgical …. Tradition (of) the Orthodox Church”).
ΑThe Dignity of the Human Person
1. The dignity of the human person, proceeding from the creation of man in the image of God so that he may participate in the fulfillment of God’s design for the human person and the world, was the source of inspiration for the Church fathers who delved into the mystery of God’s ordering of the world. As an example we can use St. Gregory the Theologian’s words on the human person: "The Creator makes a sort of second world, which is great in the small, he places on earth another angel, a worshipper composed of various natures, a contemplator of visible creation, a witness of the mysteries of creation as comprehended by the intellect, a king over all that is on the earth who is subject to the heavenly kingdom … a living being, prepared here and transported to another world and (which is the culmination of the mystery) who attains deification through striving for God" (Homily 45 On Holy Pascha, 7. PG 36, 632). The goal of the Word of God becoming man is the deification of the human person. Christ, having renewed within himself the old Adam (cf. Eph. 2: 15), "made the human person divine like himself, the beginning of our hope" (Eusebius of Caesarea, Demonstrations on the Gospel 4, 14. PG 22, 289).
For as the entire human race was contained in the old Adam, so too all of the human race is gathered in the new Adam: "The Only-begotten One became man in order to gather into one and return to its original condition the fallen human race" (Cyril of Alexandria, Commentary on the Gospel of St. John, Book 9, PG 74, 273D – 275A). The teaching of the Church is the source of all Christian striving to preserve the dignity and majesty of the human person, especially of women, so highly dignified in the patristic and liturgical tradition, that they were welcomed to the sacramental diaconal priesthood, canonically testified and never annulled, in times when a clear separation of duties and commissions of the different sexes permeated social reality throughout.
(It will be completely ineffective a contemporary declaration on mission by the Orthodox Church, if it fails to reaffirm the dignity of women, given especially her unique tradition of allowing their access to the sacramental diaconal priesthood, in the still canonically valid institution of deaconesses)
2. It is on this basis that it is essential to develop in all directions inter-Christian co-operation for the protection of human dignity and the preservation of peace and justice, so that the peace-keeping efforts of all Christians may become more relevant and effective.
(In view of the inter-relatedness between peace and justice later in the document, it is better to include “justice” right from the beginning)
3. The general recognition of the lofty value of the human person may become the cause for wider co-operation in the field of peace-keeping. The Orthodox Churches, deeply rooted in their unique theological tradition of the “economy of the Holy Spirit” (side by side with the “economy of the Word”), are called upon to help in inter-faith dialogue and co-operation, and as a result of this to overcome all manifestations of fanaticism for the strengthening of friendship between peoples, the triumph of freedom and peace throughout the world for the good of each human person, regardless of their race and religion. Of course, this co-operation excludes both syncretism and the attempt of one religion to dominate over all the others.
(Τhe main theological documentation of the inter-faith dialogue in world mission was first provided by Orthodox (particularly by the Metropolitan of Mount Lebanon Georges Khodr on the basis of the “economy of the Holy Spirit” (side by side with the “economy of the Word”). Ιn this paragraph no theological reason is given, or even hinted, but only “the Orthodox Churches are called upon to help in the religious dialogue and cooperation”. Note here that “religious” or “inter-religious” dialogue is a purely secular inter-disciplinary scholarly endeavor, and in addition can indirectly give the impression of unwanted syncretism, whereas “inter-faith” dialogue is a missiological term, referring to a compassionate encounter with people of faith of other living religions, based among others on Jesus Christ’s encounter and discussion with the Samaritan woman). It is therefore necessary to provide the above addition.)
4. Being part of Gog’s divine economy plan, we are convinced that as laborers together with God (I Cor. 3:9) we can develop on local, national and international levels joint service for the good of humanity with all peoples of good will that strive for a peace that is pleasing to God. This ministry is a commandment of God (Matt. 5:9).
(Though not intended, the the language of the entire document might lead to an understanding of mission as a missio Ecclesiae and not as part of the divine Economy, missio Dei, in the light of Trinitarian Theology. Therefore, it is here the better place to shift back from missio ecclesiae alone to mission Dei).
Β. Freedom and Responsibility
1. For freedom Christ has set us free” (Gal 5:1). One of the loftiest gifts of God to the human person both as a concrete bearer of the image of a personal God and as a member of a community of persons in the unity of the human race by grace reflecting the life and communion of the Divine Persons in the Holy Trinity, is the gift of freedom. "He Who created the human person in the beginning made him free and autonomous, limiting him solely by the laws of the commandment" (St. Gregory the Theologian, Homily 14, On Love for the Poor, 25. PG 35, 892A). Freedom allows the human person to ascend to spiritual perfection, yet at the same time includes the danger of alienation from God, who is the creator and liberator of humankind, and through this the fall, the tragic consequences of which is the existence of evil in the world.
(Unlike the traditional canonical formulations that seek foundation on dominical (or in their absence Pauline or other biblical) sayings, the document’s theological documentation of all missiological aspects is generally lacking of the proper biblical references.
For example, in this paragraph, although there is the Pauline “for freedom Christ has set us free” (Gal 5:1), the document jumps to St. Gregory the Theologian’s Homily 14, On Love for the Poor). As to the alienation formulation, this gives a better theological foundation of the profound limitation of the gift of freedom) 
2. The consequence of this evil are the imperfections and shortcomings which predominate in modern-day life: secularization, violence, moral laxity, negative phenomena such as narcotic and other forms of dependency, that can be seen in certain young people racism, the arms race, war and the social catastrophes that result from it, discrimination against certain social groups, religious communities and whole peoples, social inequality; the limitation of human rights in the field of freedom of conscience, in particular religious freedom, disinformation and the manipulation of public opinion; economic backwardness, the disproportionate redistribution or complete absence of the essentials of life, the hunger of millions of people, the forced deportation of populations and the trade in human beings, the uncontrolled use of genetic biotechnologies and the end of human life – all of this causes infinite anxiety in the life of modern-day humanity. Religious fundamentalism is another negative phenomenon, taking extreme forms outside the Orthodox Church, but unfortunately omnipresent also within, distorting the character of faith and love into a hateful ideology. When met among Christians, it is a sad misunderstanding of Christ’s discipleship, quite unharmonious with Him who forgave His enemies and was open to all.
(With regard to use of drugs and other forms of addiction there is no specific reason in targeting the young generation by indicating that “have gained popularity especially among them, for addictions encompass the general population, not just youngsters.
The issue of religious fundamentalis must be addressed upon, as a form of exploitation of faith and a bad syncretistic imitation of the worst choices religion, and especially the Orthodox Church, can offer. Since it is condemned later in the document, accusing the religious fanaticism of other religions, a self-critical remark – which by the way is completely lacking in the whole document – is absolutely necessary).
3. Faced with this situation, which has led to a degradation of the notion of the human person, the duty of the Orthodox Church today is, by means of preaching, theology, worship and pastoral activity, to reveal the truth of freedom in Christ. All things are lawful for me, but all things are not expedient: all things are lawful for me, but all things edify not. Let no man seek his own, but every man another’s wealth … for why is my liberty judged of another man’s conscience? (I Cor. 10: 23-24, 29). The failure of modernity in justice, in peace, in the integrity of creation, and in the world economy, is to a certain extent the result of individualism, the absolute, unconditioned, uncontrolled freedom of the individual in all aspects of life (sexual freedom, legally protected freedom in accumulating wealth etc.), heralded as the new faith after the Enlightenment. Freedom without responsibility and love leads eventually to the loss of freedom. The Orthodox Church makes all she can that her values and principles not only be publicly declared, but also acquire an international legal endorsement in the form of a “Universal Declaration of Human Responsibilities”.
(There is incomplete theological documentation of the relationship between human rights and human responsibilities. All the Orthodox, and especially the Russians, have argued in ecumenical fora for the necessity to promote a legally established a “Universal Declaration of Human Responsibilities”, along with human rights. The failure of modernity in justice, in peace, in the integrity of creation, and in the world economy, to a certain extent is the result of individualism, and the ensuing absolute, unconditioned, uncontrolled freedom of the individual in all aspects of life (sexual freedom, legally protected freedom in accumulating wealth etc.), heralded as the new faith after the Enlightenment. Therefore, freedom without responsibility and love leads eventually to the loss of freedom. The Orthodox Church believes that her values and principles that form part of a common world ethic need not only be publicly declared; they also require an international legal endorsement).
C.  Peace and Justice
1. The Orthodox Church has since time immemorial recognized and proclaimed that peace and justice occupy a central place in the life of peoples. The Orthodox Church has since time immemorial recognized and proclaimed that peace and justice occupy a central place in the life of peoples. Christ’s revelation is characterized Christ’s revelation is characterized by both the Prophets (Νaum 2:1) and St. Paul (Eph. 6:15), as the gospel of peace, and the expected Messiah as prince of peace (Is. 9:5. Zach. 9:9f), for Christ made peace through the blood of his cross (Col. 1:20) and came and preached peace to you which were afar off, and to them that were nigh (Eph. 2:17). He became our peace (Eph. 2:14). This peace, which passeth all understanding (Phil. 4:7), as the Lord said to His disciples before His crucifixion, is wider and more important than the peace which the world promises: Peace I leave with you, my peace I give unto you: not as the world giveth, give I unto you (Jn. 14:27). For Christ’s peace is the ripe fruit of all things united in Christ: the revelation of the dignity and majesty of the human person as the image of God, the manifestation of the organic unity of the human race and the world in Him, the commonality of the principles of peace, freedom and social justice and, ultimately, the offering of the fruits of Christian love among people and the nations of the world. True peace is the fruit of the triumph on earth of all these Christian principles. It is the peace that is from above, of which the Orthodox Church constantly prays every day, beseeching it of almighty God Who hears the prayers of those who approach Him in faith.
(Unlike the traditional ecumenical and general canonical provisions that base all their canonical formulations on dominical (or in their absence Pauline or other biblical) sayings, the first paragraph of this chapter is lacking of the proper biblical (O.T.) foundation of Christ as prince of peace, Although there are plenty of them, so widely used in our liturgical and patristic tradition).
2. From the above it becomes clear why the Church as the body of Christ (I Cor. 12:27) always prays for the peace of the whole world, which, in both the biblical and the patristic tradition is a synonym for justice (e.g. «δικαιοσύνη καί εἰ­ρήνη κατεφίλησαν», Ps 84/85:10, «καί ­σται τά ἔρ­γα δι­και­ο­σύ­νης εἰ­ρή­νη, καί κρα­τή­σει δι­και­ο­σύ­νη..», Is 32:17, «γενέσθω δή εἰ­ρή­νη καί δικαιοσύνη», Is 39:8 etc.; also St. Clement of Alexandria, Stromates 4, 25. PG 8, 1369-72). And St. Basil the Great adds to this: "I cannot convince myself that without mutual love and without peace with all people, in as far as it is within my possibilities, I can call myself a worthy servant of God" (Epistle 203, 2. PG 32, 737). As the same Holy Father writes, this is self-evident for a Christian: "Nothing is so characteristic of a Christian as to be a peace maker" (Epistle 114. PG 32, 528). Christ’s peace is a mysterious power which flows from the reconciliation of the human person with the heavenly Father "according to Christ’s providence, Who brings all things to perfection in Him and Who makes peace, ineffable and predestined from the ages, and Who reconciles us with Himself, and in Himself with the Father" (Dionysius the Aeropagite, On the Divine Names, 11, 2, 4. PG 3, 953).
(Also in this paragraph on the relationship between peace and justice there is a complete lack of biblical documentation that are so widely used in our liturgical and patristic tradition (e.g. «δικαιοσύνη καί εἰ­ρήνη κατεφίλησαν», Ps 84/85:10, «καί ­σται τά ἔρ­γα δι­και­ο­σύ­νης εἰ­ρή­νη, καί κρα­τή­σει δι­και­ο­σύνη..», Is 32:17, «γενέσθω δή εἰ­ρή­νη καί δικαιοσύνη», Is 39:8 etc.). All the above O.T. quotations are ignored, and the theological foundation of the relationship between peace and justice starts with…Clement of Alexandria).
3. At the same time it should be emphasized that the gifts of peace and justice also depend on human inter-action. The Holy Spirit grants spiritual gifts when the human person in repentance aims for peace and God’s righteousness. These gifts of peace and justice are made manifest in the place where Christians exert efforts in the cause of faith, love and hope in our Lord Christ Jesus (I Thess. 1:3).
4. Sin is a spiritual illness, the external symptoms of which are conflicts, division, crime and war with tragic consequences. The Church strives to remove not only the external symptoms of this illness but also the illness of sin itself.
5. At the same time the Orthodox Church believes it her duty to encourage all those who genuinely serve the cause of peace (Rom. 14:19) and show the way to justice, fraternity, true freedom and mutual love between all the children of the one heavenly Father as between all peoples who make up the one human family. She suffers with all people who in various parts of the world are denied the benefits of peace and justice.
D.  Peace and the Aversion of War
1. The Church of Christ condemns war as such, believing it to be a result of the evil and sin which exist in the world: From whence come wars and fightings among you? Come they not hence, even of your lusts that war in your members? (James 4:1). All war threatens to destroy God’s creation and life.
This applies in particular to wars with the use of weapons of mass destruction, the consequences of which are dreadful, for they cause the death of a huge number of people, while for those who remain alive life would not be worth living. Incurable diseases appear, genetic changes occur and other disasters happen which would have a catastrophic effect on future generations.
Extremely dangerous today are not only nuclear, chemical, biological but also other forms of weapons which create the illusion with those who possess them of superiority and dominance over the surrounding world. Such weapons create an atmosphere of fear and mistrust and are becoming the reason for a new arms race.
2. The Church of Christ, which has from the very beginning understood war to be the result of the evil and sin that exist in the world, encourages all initiatives and efforts aimed at its aversion by means of dialogue and other acceptable methods. In the instance when war becomes inevitable, the Church continues to pray and exercises her pastoral care for her children who take part in military maneuvers to defend their life and freedom, at the same time exerting all efforts for the rapid establishment of peace.
(In order that the Orthodox Church does not give the impression of relativizing her unconditional pacifistic stance, in view of all accusations of blessing weapons, the sentence: “who take part in military maneuvers to defend their life and freedom” can be easily deleted, without altering the basic argument).
3. The Orthodox Church resolutely condemns various conflicts and wars caused by fanaticism justified by religious principles. Great concern is caused by the steady tendency towards increasing the discrimination and persecution of Christians and representatives of other religions according to their beliefs in the Middle East and in other parts of the world and the attempts to uproot Christianity from its traditional regions. In this way the existing inter-faith and inter-ethnic relations are threatened, and many Christians are forced to abandon their homeland. Orthodox Christians throughout the world sympathize with their fellow Christians and all those subjected to persecution in this region, and call for the working out of a just and final solution to the region’s problems.
Also condemned are wars inspired by nationalistic motives and which lead to genocide, ethnic cleansing, the changing of state borders and the seizure of territory.
(The excellent argumentation of this paragraph with the list in the last sentence is incomplete without reference to genocide. For its omission may create more problems than its inclusion).
E.   The Attitude of the Church towards Discrimination
1. The Lord as King of peace (Heb. 7:2-3) rejects violence and injustice (Ps. 10:5) and condemns the inhuman treatment of one’s neighbour (Mk. 25:41-46; James 2:15-16). In his Kingdom, which is reflected in and is present on earth in his Church, there is no place for division, enmity or intolerance (Is. 11:6; Rom. 12:10).
2. The Orthodox Church takes a firm position on this issue. She believes that God hath made of one blood all nations of men for to dwell on all the face of the earth, and hath determined the times before appointed, and the bounds of their habitation (Acts 17:26) and that in Christ there is neither Jew nor Greek, there is neither bond nor free, there is neither male nor female: for ye are all one in Christ Jesus (Gal. 3:28). To the question who is my neighbour? Christ replies with the parable of the merciful Samaritan (Lk. 10:25-37), thereby teaching usto reject barriers built up by hatred and prejudice (Eph. 2:14). The Orthodox Church confesses that every person, regardless of the color of his skin, religion, race, gender, nationality and language, is created in the image and likeness of God and is an equal member of the human community. In following this belief, the Orthodox Church rejects discrimination according to the aforementioned reasons which presuppose a difference in dignity between people.
(The correct addition in the original document of the Third Preconciliar Consultation, “thereby teaching us to reject barriers built up by hatred and prejudice”, should also include the biblical reference (Eph 2:14), in order to give more reliability in world Christianity).
3. The Church, in respecting, the principles of human rights and equal treatment of people, values the application of these principles in the light of her teaching on the sacraments, the family, the position of both genders in the Church and the value of Church Tradition as a whole. The Church has the right to bear witness and does bear witness to her teaching in the public sphere.
F. The Prophetic Mission of the Orthodox Church as a Witness of Love in Ministry.
(The lack of O.T. quotations seems to have resulted in…deleting, regrettably, the term “Prophetic” from the original title of ch. 6 in the 1986 Preconciliar document. Also “witness” is a more missiological (with strong Orthodox connotations) term than “testimony”)
1. In fulfilling her saving mission in the world, the Orthodox Church actively cares for all people who are in need of help, including the hungry, the poor, the sick, invalids, the elderly, the persecuted, the captives and those in prison, the homeless, the orphans, the victims of catastrophes and military conflicts, the trade of people and contemporary forms of slavery. The efforts of the Orthodox Church in overcoming need and social injustice are the expression of her faith and ministry to Christ, Who identifies Himself with each person and more so with those in need: Inasmuch as ye have done it unto one of the least of these my brethren, ye have done it unto me (Mt. 25:40). In this multi-varied social ministry the Church can co-operate with various public institutions.
2. Conflict and enmity in the world bring with them injustice and inequality for those people and nations labouring for the benefit of God’s creation. They deprive millions of people of basic benefits and lead to the degradation of the human person. They cause the mass migration of the population, engender conflict on national, religious and social grounds, which threaten the inner cohesion of society.
3. The Church cannot remain indifferent to the economic processes which have a negative impact on all humanity. She insists on the need not only of structuring the economy on moral principles, but also by means of actively ministering to the human person, following the teaching of St. Paul: How that so laboring ye ought to support the weak, and to remember the words of the Lord Jesus, how He said, It is more blessed to give than to receive (Acts 20:35).Guided by the example of the Early Church, where a voluntary poverty was exercised and the material goods, property, and possessions, were sold and the proceeds distributed among all (Acts 2:44ff; 5:1ff), or the O.T. provisions of cancelation of debts in the institutions of the Sabbatical year and the Jubilee, and especially by St. Paul’s collection project, the ultimate goal of which was “equality” (2 Cor 8:14), our Church has always struggled for equal distribution and permanent sharing of the material wealth. St. Basil the Great writes that "each person should make it his business to help those in need and not satisfy his own needs" (Moral Rules, 42. PG 31, 1025A).
(Unlike the traditional ecumenical and general canonical provisions that base all their canonical formulations on dominical (or in their absence Pauline or other biblical) sayings, the document’s theological documentation in some places is lacking of the proper biblical references. The document will greatly enhance its credibility, in dealing with the charitable diaconia, if important biblical institutions, like the collection project of St. Paul, and many other O.T. provisions are mentioned as a biblical theological foundation. It is advisable, therefore, in ch. 6 par. 3 to include the example of the Early Church)
4. The gap between the rich and the poor is dramatically increasing as a result of the economic crisis. It is a result of unconstrained speculation by representatives of financial circles, the concentration of wealth in the hands of the few and a perverted financial activity which is devoid of justice, humanity and responsibility and which ultimately does not serve to satisfy the true needs of the human race. The only viable economy is that which combines efficiency with justice and social solidarity.
5. In these tragic circumstances the Church believes it to be her great responsibility to overcome hunger and all manifestations of poverty in the world, and generally the complete eradication of poverty (Acts 4:34). The fact that this is taking place in our time, when countries are living in conditions of a globalized economy, testifies to the serious crisis of identity in the modern world. Hunger not only poses a threat to the divine gift of life of whole peoples, but also offends the lofty dignity of the human person and thereby throws down a challenge to God. Therefore, if concern for the need to feed ourselves is a material issue, then the concern for feeding our neighbour is a spiritual issue (James 2:14-18). Consequently, the task of all the Orthodox Churches is to bear witness to their solidarity in relation to those brothers in need and help them in an effective way.
(Without mentioning the complete eradication of poverty, the document will give the impression of neglecting the biblical imperative that “ουδείς ενδεής» (no needy) must live among ourselves (Acts 4:34).
6. The Holy Church of Christ, which unites many peoples of the earth in her Catholic body, supports the idea of pan-human solidarity and closer co-operation of peoples and countries for the sake of resolving conflicts peacefully.
7. At the same time, the Church is concerned at the ever increasing imposition upon people of the consumerist lifestyle, uprooted from Christian moral values. Consumerism, together with secular globalization, leads to the loss of peoples’ spiritual roots, to historical loss of memory and the consigning to oblivion of traditions.
8. Modern-day mass media often comes under the control of the ideology of liberal globalism and in this way becomes the instrument for spreading consumerism and immorality. Especial concern is caused by the instances of a disrespectful and at times blasphemous attitude towards religious values, which provoke in society conflict and disorder. The Church warns her children of the danger of influencing consciousness through the media, when it is not used for the purpose of bringing people and nations together but to manipulate them.
9. The Church often encounters on her path to preaching and to fulfilling her saving mission of ministering to humanity the manifestation of secular ideology. Rooted in the experience of faith and recalling her true mission in relation to people by way of proclaiming the Kingdom of God and educating the consciousness of the unity of her flock, the Church of Christ is called with renewed force to express the content of her prophetic witness and reveal it to the world. In this way a broad field of activity is opened up to her, since as an essential element of her ecclesiological teaching she reveals to the divided world Eucharistic communion and unity.
10. The striving for a constant growth in prosperity and the immoderate growth of consumption inevitably leads to a disproportionate exploitation and exhaustion of natural resources. Nature, created by God for man to work and preserve it (cf. Gen. 2:15), experiences the consequences of human sin: For the creature was made subject to vanity, not willingly, but by reason of him who hath subjected the same in hope, because the creature itself also shall be delivered from the bondage of corruption into the glorious liberty of the children of God. For we know that the whole creation groaneth and travaileth in pain together until now (Rom. 8: 20-22).
The ecological crisis, harnessed to climate change and global warming, makes it incumbent upon the Church to do everything within her spiritual power to aid the protection of God’s creation from the consequences of human greed.
Greed, manifested in the gratification of material needs, leads to the spiritual impoverishment of the human person and the destruction of the environment. The Orthodox do not ignore that the various aspects of climate, ecological, financial, and debt crises are mutually dependent and reinforce each other, causing in many places of the world so much suffering of people, endangering even their survival. Far-reaching market liberalization, deregulation, and unrestrained privatisation of goods and services are exploiting the whole Creation and dismantling social programs and services and opening up economies across borders to seemingly limitless growth of production. We ought not to forget that natural resources are the property not of man but of the Creator: The earth is the Lord’s, and the fullness thereof; the world, and they that dwell therein (Ps. 23:1).
It is in this way that the Orthodox Church emphasizes the need to protect God’s creation by means of inculcating responsibility in the human person for the God-given environment, by means of discovering the value of the virtues of moderation and self-limitation. We ought to recall that not only today’s but also future generations have the right to the natural wealth that the Creator has granted to us.
(Although the general idea of the connection between economy and ecology is in this paragraph, no clear and specific epistemological argumentation is given. An Orthodox mission declaration cannot ignore that various aspects of climate, ecological, financial, and debt crises are mutually dependent and reinforce each other, causing in many places of the world so much suffering of people, endangering even their survival. Far-reaching market liberalization, deregulation, and unrestrained privatisation of goods and services are exploiting the whole Creation and dismantling social programs and services and opening up economies across borders to seemingly limitless growth of production Overall he document rightly identifies the causes of the evil situations in our world – e.g. the sin as the real cause of war, with the latter being its symptom. However, this kind of hermeneutic should be also followed in all other cases, like poverty, or the connection between economy and ecology.  Otherwise, it will give the impression of Orthodoxy expressing an esoteric and not holistic spirituality).
11. For the Orthodox Church the ability to research scientifically the world is a gift of God to the human person. At the same time, the Church points out the dangers that are hidden in the use of some scientific achievements. She proposes that the scientist is not only endowed with the freedom to research, but also the duty not to violate to stop his research when basic Christian and humane principles are violated. All things are lawful unto me, but all things are not expedient (I Cor. 6:12). "Goodness is not goodness if it is not done with a good disposition" (St. Gregory the Theologian, 1st Homily on Theology, 4, PG 36, 16C). This viewpoint of the Church is for many reasons necessary for a correct definition of the limits of freedom and the application of the fruits of science from which in almost all areas, and especially in biology, both success and dangers are expected. Simultaneously, we emphasize the undoubted sacred nature of human life from the moment of conception until natural death.
(Τhe reference to the duty of the scientists to stop their research when basic Christian and humane principles are violated, it will immediately related to the Galileo Galilei medieval case. It is advisable, therefore to rephrase the whole sentence).
12. Recent years have been marked by the headlong development of the biological sciences and the biotechnologies connected to them; while many of these achievements have been considered to be beneficial for the human person, others are linked to moral dilemmas and may even be rejected. The Orthodox Church affirms that the human person is not merely a collection of cells, fibers and organs; it is wrong to believe that he can be defined simply by biological factors. The human person is created according to the image of God (Gen. 1:27). The recognition of this fundamental principle leads us to the conclusion that during the process of scientific investigation, as well as in the practical application of the results of new discoveries and inventions we ought to observe the absolute right of the human person to be respected at all stages of his life. It is essential also to respect the will of God as made manifest in His creation. When research is being conducted, it is necessary to bear in mind moral and spiritual principles and Christians precepts. Appropriate respect is to be shown towards all of God’s creation as when the human person uses it and when it is being researched, according to the commandment given to man by God (Gen. 2:15).
13. In our present time of secularization faced with a spiritual crisis characteristic of modern-day civilization, there is an especial need to highlight the meaning of sanctity. The mistaken understanding of freedom as the right to do what one pleases has led to a growth in crime, the destruction and vandalism of holy objects, to disrespect for the freedom of one’s neighbour and the sacred nature of life. Orthodox Tradition, formed by the embodiment in life of Christian truths, is the bearer of spirituality and is distinguished by its asceticism, which must be especially emphasized and demonstrated in our time. In witnessing Christ in today’s world, there is no other method more suitable than by reflecting as ecclesial communities the experience and joy of the Holy Spirit, by celebrating the good news, transfiguring the world, asserting the fullness of life, and by their love for one another (John 13: 35).
(It is advisable that these three important Orthodox theological characteristics - Holy Spirit, love, celebration – which rae very rarely met in the document, to be added here).
14. The Church does not cease to be pastorally concerned in a special way for children and young people and for their upbringing in the Church. Of course, the pastoral responsibility of the Church extends to the divinely created institution of the family, which has always and immutably been rooted in the sacred mystery of Christian matrimony as a union between a man and a woman reflecting the union of Christ and the Church (Eph. 5:22-32). This is especially relevant in view of the attempts to legalize in some countries and theologically justify in some Christian communities forms of human cohabitation which go against Christian teaching and tradition. However, the Church is open to all people without discrimination, as Christ met with all and even exalted the tax collector above the Pharisee (Lk. 18: 10-14) and the tax collectors and prostitutes as leading the way to heaven (Mt. 21:31). The Church respects the human person, accepting it as it is in the first place, and calling all people to meet divine compassion (θείον έλεος), whιch is all transforming, all sanctifying, all liberating and releasing all from the burden of sin.
(The clause: “theologically justify in some Christian communities forms of human cohabitation”, may give the impression that there are Orthodox theologians who do so. It is, therefore, preferable to omit “theologically”. Also the addition at the end of the paragraph it is necessary, in order prevent possible negative responses).
15. In modern times, as throughout history, the prophetic and pastoral voice of the Church is addressed to the heart of the human person, calling upon him to accept and embody in life, according to St. Paul, whatsoever things are true, whatsoever things are honest, whatsoever things are just, whatsoever things are pure, whatsoever things are lovely, whatsoever things are of good report (Phil. 4: 8), and even more so the sacrificial love of the crucified Lord as the only way which leads the world to peace, justice, freedom and love between peoples and nations.



Εδώ δημοσιεύουμε το πλήρες Κείμενο με τις επιμέρους παρατηρήσεις σε μορφή pdf.