Κωνσταντίνου Μανίκα
Θεολογία 62 (1991) 11-20.
Το σημαντικότερο ίσως γεγονός στην νεώτερη ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας αποτελεί η σύγκλιση της Α΄Πανορθοδόξου Διασκέψεως της Ρόδου (24 Σεπτεμβρίου-1 Οκτωβρίου) (1), της οποίας η πραγματοποίηση έγινε δυνατή χάρη στη θαρραλέα πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρα Α΄, και έπειτα από προηγούμενη συγκατάθεση
όλων των Ορθοδόξων αυτοκεφάλων Εκκλησιών (2). Η Διάσκεψη αυτή ήταν η πρώτη μιας σειράς μεταγενέστερων, που ασχολήθηκαν με τα θέματα προετοιμασίας της μέλλουσας να συγκλιθή Πανορθοδόξου Συνόδου, καθώς και με άλλα εξίσου σημαντικά θέματα πανορθοδόξου ενδιαφέροντος, αφορώντα κυρίως τις σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο. Η μεγάλη της σημασία έγκειται πρωτίστως στο γεγονός, ότι εξέφρασε την βαθειά συνείδηση της πανορθοδόξου ενότητας και προοδοποίησε την επαναλειτουργία του συνοδικού θεσμού της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ο οποίος από πολλούς αιώνες είχε ατονήσει ή και παύσει να λειτουργεί στην πράξη, εξαιτίας κυρίως δυσμενών ιστορικοπολιτικών συνθηκών (3) .
όλων των Ορθοδόξων αυτοκεφάλων Εκκλησιών (2). Η Διάσκεψη αυτή ήταν η πρώτη μιας σειράς μεταγενέστερων, που ασχολήθηκαν με τα θέματα προετοιμασίας της μέλλουσας να συγκλιθή Πανορθοδόξου Συνόδου, καθώς και με άλλα εξίσου σημαντικά θέματα πανορθοδόξου ενδιαφέροντος, αφορώντα κυρίως τις σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο. Η μεγάλη της σημασία έγκειται πρωτίστως στο γεγονός, ότι εξέφρασε την βαθειά συνείδηση της πανορθοδόξου ενότητας και προοδοποίησε την επαναλειτουργία του συνοδικού θεσμού της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ο οποίος από πολλούς αιώνες είχε ατονήσει ή και παύσει να λειτουργεί στην πράξη, εξαιτίας κυρίως δυσμενών ιστορικοπολιτικών συνθηκών (3) .
Η Ορθόδοξος Εκκλησία της Ελλάδος διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο, τόσο κατά την μακρόχρονη προετοιμασία της Διασκέψεως αυτής (4), όσο και κατά την διεξαγωγή των εργασιών της, όπου αντιπροσωπεύτηκε από έναν αρκετά μεγάλο αριθμό μητροπολιτών, λοιπών κληρικών και καθηγητών των Θεολογικών σχολών της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης (5) .
Κύριος σκοπός της Διασκέψεως ήταν η κατάρτιση του καταλόγου θεμάτων που θα αποτελούσαν την βάση των συζητήσεων σε μια μέλλουσα να συγκληθή Προσυνοδική Διάσκεψη (Προπαρασκευαστικό στάδιο της Πανορθοδόξου Συνόδου). Όπως ήταν φυσικό, το ζήτημα των σχέσεων της Ορθοδοξίας με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, δεν μπορούσε παρά να κατέχει εξέχουσα θέση στο κείμενο του τελικού καταλόγου, αφού, ως εντασσόμενο στο γενικότερο πλαίσιο των σχέσεων της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο, περιλαμβανόταν ως θέμα σ' όλα τα προηγούμενα πανορθόδοξα κείμενα ήδη από το 1920 και αποτελούσε, έστω και έμμεσα, την έκφραση του γενικότερου προβληματισμού του ορθοδόξου θεολογικού κόσμου, που απέρρεε ως φυσική συνέπεια από την συμμετοχή του στην ευρύτερη οικουμενική κίνηση από τις αρχές του αιώνα μας.
Έτσι, στο κεφ. Αριθμ. 5 του εγκριθέντος από τη Διάσκεψη τελικού κειμένου του καταλόγου, με τίτλο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον υπόλοιπον χριστιανικόν κόσμον», η τρίτη παράγραφος, αναφερόμενη στις σχέσεις Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, επρότεινε τα εξής: α) Μελέτη των μεταξύ των δύο Εκκλησιών θετικών και αρνητικών σημείων: 1. Περί την πίστην. 2. Περί την διοίκησιν. 3. Περί την εκκλησιαστικήν δράσιν (ιδία προπαγάνδα, προσηλυτισμός, ουνία). β) Καλλιέργεια σχέσεων εν τω πνευμάτι της κατά Χριστόν αγάπης, λαμβανομένων ιδία υπ' όψιν των υπό της Πατριαρχικής Εγκυκλίου του 1920 προβλεπομένων σημείων (6) .
Συγκρινόμενο προς παλαιότερα κείμενα, αναφερόμενα στο ζήτημα των Σχέσεων των δύο Εκκλησιών, το κείμενο αυτό της Α΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως της Ρόδου πρέπει δικαιολογημένα να θεωρηθεί ως κείμενο ιστορικής σημασίας για την εποχή εκείνη, αν βέβαια αξιολογηθεί με τα μέχρι τότε δεδομένα και οπωσδήποτε χωρίς να ληφθούν υπ' όψη τα θεαματικά γεγονότα που επακολούθησαν και που έδωσαν μια εντελώς νέα εξέλιξη στη μέχρι τότε πορεία των σχέσεων των δύο Εκκλησιών (7) .
Δύο είναι τα ουσιαστικά στοιχεία που συνθέτουν τον κατ' εξοχήν ιστορικό και συμβολικό χαρακτήρα του: α) Το γεγονός ότι αποτελεί το πρώτο επίσημο κείμενο του είδους του, περιβεβλημένο με το κύρος της αυθεντίας του συνόλου των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, οι οποίες μ' αυτό διετύπωσαν τη σταθερή θέλησή τους να χαράξουν από κοινού μια συγκεκριμένη πορεία προς την κατεύθυνση εξευρέσεως νέων τρόπων επικοινωνίας με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, μέσα στα πλαίσια φυσικά που διαγράφονται από την κανονική παράδοση και την διδασκαλία της Ορθοδόξου ανατολικής Εκκλησίας. Από την άποψη αυτή το πανορθόδοξο κύρος του εν λόγω κειμένου καθίσταται αναμφισβήτητο, αν μάλιστα ληφθή υπ' όψη και το γεγονός ότι εκφράζει την συνείδηση του πληρώματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε αργά, αλλά σταθερά μέσα από έναν ανεπίσημο, αλλά σοβαρό και ουσιαστικό διορθόδοξο διάλογο, που είχε αρχίσει να διεξάγεται από τις αρχές του αιώνα μας και να εντείνεται από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και έπειτα, μεταξύ εγκύρων θεολόγων και φωτισμένων κληρικών της Ορθοδόξου Εκκλησίας, και που αποσκοπούσε στην δημιουργία νέων προϋποθέσεων προσεγγίσεως του σοβαρότατου αυτού ζητήματος των σχέσεων των δύο Εκκλησιών.
Στο σημείο αυτό αξίζει να υπογραμμισθεί, ότι ο θεολογικός κόσμος (ανώτεροι κληρικοί και θεολόγοι) της Εκκλησίας της Ελλάδος συνέβαλε αποφασιστικά στην διεξαγωγή αυτού του διαλόγου με αξιόλογες μελέτες, οι οποίες προετοίμασαν το έδαφος για την επανατοποθέτηση, από την Α΄ Πανορθόδοξο Διάσκεψη, του ζητήματος των σχέσεων των δύο Εκκλησιών πάνω σε νέες βάσεις (8) .
β) Το δεύτερο ουσιαστικό στοιχείο της ιστορικής αξίας του εν λόγω κειμένου εντοπίζεται στο ίδιο το περιεχόμενό του. Μέσα από τις δύο συνολικά υποπαραγράφους που το απαρτίζουν, διαγράφεται σαφώς η θέληση των συντακτών του, όχι απλώς ν' αναγράψουν το ζήτημα των σχέσεων των δύο Εκκλησιών στον κατάλογο των προς συζήτηση θεμάτων στην μέλλουσα Πανορθόδοξο Προσύνοδο, αλλ' επί πλέον, και κυρίως, να επιχειρήσουν μια πρώτη άμεση, ουσιαστική και συστηματική προσέγγιση του ζητήματος, χαράσσοντας ταυτοχρόνως τα συγκεκριμένα πλαίσια, μέσα στα οποία θα έπρεπε στο εξής να αντιμετωπισθούν, επί πανορθοδόξου επιπέδου, οι σχέσεις των δύο Εκκλησιών. Από την άποψη αυτή, η πρώτη υποπαράγραφος του κειμένου, καλώντας τις Ορθόδοξες Εκκλησίες να προχωρήσουν σε μια συστηματική μελέτη των διαφορών, αλλά και των κοινών σημείων των δύο Εκκλησιών, θέτει ουσιαστικά εν σπέρματι τις βάσεις και περιγράφει σαφώς το περιεχόμενο αυτού που αργότερα ονομάστηκε «θεολογικός διάλογος» μεταξύ των δύο Εκκλησιών. Πράγματι, τα μέλη της Διασκέψεως πολύ σωστά διέγνωσαν την σπουδαιότατη, και από διεκκλησιαστικής επόψεως, ιστορική συγκυρία της συναντήσεώς τους στη Ρόδο, κατά την οποία η Ορθόδοξος Εκκλησία, «ἔχουσα πλήρη συνείδησιν τῶν εὐθυνῶν καὶ ὑποχρεώσεων αὐτῆς» έναντι του υπόλοιπου χριστιανικού κόσμου (9), εκαλείτο να καταθέσει την δική της μαρτυρία καλής θελήσεως, χριστιανικής αγάπης και πνεύματος καταλλαγής και προς την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία (10) . Προς την κατεύθυνση αυτή θα πρέπει αναμφίβολα να ευαισθητοποίησε τα μέλη των ορθοδόξων αντιπροσωπειών και το γεγονός, ότι η σύγκλιση της Διασκέψεως γινόταν μέσα σ' ένα ευρύτερο κλίμα ευνοϊκών διεκκλησιαστικών διεργασιών, που προέρχονταν από τολμηρές, αλλά ανεπίσημες ακόμη πρωτοβουλίες (11), καθώς επίσης και από την αναμονή του καθορισμού της ακριβούς ημερομηνίας ενάρξεως τω εργασιών της Β΄ Συνόδου του Βατικανού (11 Οκτωβρίου 1969), η οποία δια των διοργανωτών της επρόβαλλε εντονώτατο τον χαρακτήρα μιας κατ' εξοχήν ενωτικής και ανανεωτικής συνόδου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Υπό την έννοια αυτή, η υποπαράγραφος του υπό εξέταση κειμένου της Διασκέψεως πρέπει να θεωρηθή ότι απευθύνεται συγχρόνως, άμεσα μεν προς τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, αλλά και έμμεσα προς την Ρωμαιοκαθολική, καλώντας τα δυο μέρη σε μια προσπάθεια μελέτης των προοπτικών καλλιέργειας ενός νέου κλίματος αδελφικών σχέσεων και προσεγγίσεως «ἐν τῷ πνευμάτι τῆς κατὰ Χριστόν ἀγάπης». Δεν θα ήταν υπερβολικό να λεχθή στο σημείο αυτό, ότι με την υποπαράγραφο αυτή η Α΄Πανορθόδοξος Διάσκεψη της Ρόδου έθετε τις πρώτες βάσεις αυτού που αργότερα ονομάστηκε «διάλογος της αγάπης» (12) .
Με βάση αυτά τα χαρακτηριστικά του περιεχομένου του, το υπό εξέταση κείμενο καθιερώνει ΄έναν εντελώς νέο τρόπο προσεγγίσεως του ζητήματος των σχέσεων των Εκκλησιών Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής, κύρια χαρακτηριστικά του οποίου είναι, παράλληλα με τη νηφάλια, εποικοδομητική και σοβαρή μελέτη των διαφορών που χωρίζουν τις δύο Εκκλησίες, η θετική πρόταση της Ορθοδόξου ανατολικής Εκκλησίας προς τη Ρωμαιοκαθολική, αλλά συγχρόνως και η δική της δέσμευση, να αρχίσουν από κοινού μια νέα πορεία συνεργασίας, αλληλογνωριμίας και επιδείξεως καλής θελήσεως, με απώτερο σκοπό την δημιουργία καταλλήλων προϋποθέσεων διεξαγωγής ενός ουσιαστικού ενωτικού θεολογικού διαλόγου. Οι θετικές αυτές προοπτικές που θέτει, εισάγουν αναμφίβολα μια νέα εποχή στο διάλογο που διεξάγουν οι δύο Εκκλησίες αδιάκοπα, από το σχίσμα του 1054 και τερματίζει μια μακραίωνα περίοδο αποξενώσεως, κατά την διάρκεια της οποίας ο διάλογος αυτός διεξαγόταν και από τις δύο πλευρές με τα κριτήρια της πολεμικής και απολογητικής γραμματείας, καθώς και της πολιτικής σκοπιμότητας (13) .
Στο συμπέρασμα αυτό οδηγεί αβίαστα, εκτός των άλλων, και η σύγκριση του κειμένου-προτάσεως της Διασκέψεως με το αντίστοιχο κείμενου της Διορθοδόξου Επιτροπής του Αγίου Όρους (1930), καθώς επίσης και με εκείνο του σχεδίου και καταλόγου που προτάθηκε προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο από την Εκκλησία της Ελλάδος (1956) και αντιγράφει πιστά το προηγούμενο. Και τα δύο αυτά κείμενα, τα προγενέστερα εκείνου της Α΄Πανορθοδόξου Διασκέψεως, αντιμετωπίζουν το ζήτημα των σχέσεων με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία μέσα από το πνεύμα της αντιρρητικής φιλολογίας, που επικρατούσε τότε και υπαγόρευε στις Ορθόδοξες Εκκλησίες «σχέσεις προφυλάξεως καὶ ἀμύνης κατὰ Ἑτεροδόξων, οἵτινες ἐνεργοῦσι προσηλυτισμὸν καὶ προσπαθοῦσι καθ' οἱονδήποτε τρόπον νὰ βλάψωσι τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν». Αποκαλυπτική αυτής της νοοτροπίας είναι συγχρόνως η χρήση των όρων «Ρωμαιοκαθολικισμός» και «Ουνιτισμός», αντί εκείνου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ως και η σαφή διάκρισή της από τους ετερόδοξους που δεν ασκούν προσηλυτισμό και «τείνουσι νὰ προσεγγίσωσι πρὸς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν» (14) . Αντίθετα, στο εκ βάθρων αναθεωρημένο αντίστοιχο κεφάλαιο της Διασκέψεως, που αναφέρεται στις σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο, η αναβάθμιση του ζητήματος των σχέσεων με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία είναι όχι μόνο εντυπωσιακή, αλλά και ουσιαστικότερη από θεολογική άποψη: στη νέα ιεράρχηση των σχέσεων της Ορθοδόξου Εκκλησίας και τις ετερόδοξες «Εκκλησίες» και τις υπόλοιπες χριστιανικές ομολογίες, που για πρώτη φορά εφάρμοσε η Διάσκεψη με το κεφ. Αριθ. 5 του καταλόγου, εγκαταλείπεται η παραδοσιακή διάκρισή τους με βάση το κριτήριο της ασκήσεως ή όχι προσηλυτισμού σε βάρος της Ορθοδοξίας και εγκαινιάζεται η αρχή της δογματικής και εκκλησιολογικής εγγύτητας προς την ορθόδοξο διδασκαλία. Μέσα σ' αυτήν την οπωσδήποτε θεολογικότερη κατάταξη και αντιμετώπιση των ετεροδόξων, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία-και όχι ο «Ρωμαιοκαθολικισμός και ο «Ουνιτισμός»- καταλαμβάνει τη θέση, κατά σειρά εγγύτητας προς την Ορθόδοξο Εκκλησία, αμέσως μετά από τις ελάσσονες αρχαίες ανατολικές Εκκλησίες και πριν από τις χριστιανικές ομολογίες και κοινότητες που προήλθαν από τη Μεταρρύθμιση. Δεν πρόκειται πράγματι εδώ γι' απλή εξωτερική και τυπική διάκριση, αλλά για έμπρακτη αναγνώριση, εκ μέρους της Ορθοδόξου Εκκλησίας, των κοινών εκκλησιαστικών στοιχείων που ενώνουν τις δύο Εκκλησίες, και των πράγματι μεγάλων δυνατοτήτων και ευνοϊκών προοπτικών που διανοίγονται για έναν ουσιαστικό θεολογικό διάλογο, αν φυσικά εκλείψουν οι αρνητικοί παράγοντες της πολεμικής και της αποξενώσεως που συσσωρεύτηκαν κατά το παρελθόν εξαιτίας μιας αντορθοδόξου εκκλησιαστικής δράσεως («ἰδίᾳ προπαγάνδα, προσηλυτισμός, Ουνία»). Το ότι αυτό είναι το βαθύτερο-και ίσως το σημαντικότερο από διεκκλησιαστικής απόψεως-νόημα του κειμένου της διασκέψεως που διαπραγματεύεται τις σχέσεις με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αποδεικνύει, πιστεύουμε, και το γεγονός ότι οι ρωμαιοκαθολικοί προσκεκλημένοι, κατά τη διάρκεια των επίσημων εκδηλώσεων της Διασκέψεως «αν και δεν ήσαν παρατηρητές, τοποθετήθηκαν, εντός του ναού, αμέσως μετά τους ορθοδόξους, μπροστά από όλος τους άλλους παρατηρητές» (15) .
Αλλ΄ η σημαντικότερη προσφορά της Α΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως στο ζήτημα των σχέσεων των Εκκλησιών Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής, έγκειται στο γεγονός ότι, με την αναγραφή του στον κατάλογο θεμάτων της Πανορθοδόξου Προσυνόδου, το ενέταξε κατ' αυτόν τον τρόπο και στην γενικότερη προοπτική με την οποία η Διάσκεψη αυτή αντιμετώπισε όλο το πλέγμα των διαχριστιανικών και διεκκλησιαστικών σχέσεων, όπως περιγράφεται σαφώς στην παράγραφο Α΄του κεφ. 5: «Μελέτη τῶν τρόπων προσεγγίσεως καὶ ἑνότητος τῶν Ἐκκλησιῶν ἐν προοπτικῇ πανορθοδόξῳ (16). Γίνεται έτσι φανερό, ότι η πρώτη αυτή παράγραφος του κεφαλαίου που περιγράφει τις σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο, καθιερώνει σαφή και απαραβίαστα κανονικά και εκκλησιολογικά κριτήρια, με βάση τα οποία επιβάλλεται στο εξής να μελετηθή και ν' αντιμετωπισθή στην πράξη το λεπτό και πολύπλευρο αυτό ζήτημα εξ'επόψεως ορθοδόξου. Η δια της Α΄Πανορθοδόξου Διασκέψεως αναντίρρητη αναβίωση και επαναλειτουργία του θεσμού της συνοδικότητας και της συλλογικότητας, στοιχεία που αποτελούν την πεμπτουσία της διδασκαλίας και της κανονικής παραδόσεως της Ορθοδόξου ανατολικής Εκκλησίας, επέβαλε, και στο ζήτημα των σχέσεων με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, την από κοινού μελέτη των διαφορών, την αναζήτηση τρόπων προσεγγίσεως και τη λήψη συνοδικής αποφάσεως για διεξαγωγή θεολογικού διαλόγου εκ μέρους των Ορθοδόξων αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε ενδεχόμενη παρέκκλιση από τα αμετακίνητα αυτά κανονικά και εκκλησιολογικά κριτήρια θα επέφερε αυτομάτως πλήγμα στην αρχή της πανορθοδόξου ενότητας και ομοφωνίας, η οποία αναγνωρίστηκε και έγινε πανηγυρικά αποδεκτή από την Διάσκεψη ως η μόνη ασφαλής και αποτελεσματική προϋπόθεση συμμετοχής και θετικής συμβολής της Ορθοδόξου εκκλησίας στην υπόθεση της παγχριστιανικής ενότητας (17) .
Πιστή στις ανωτέρω θεμελιώδεις πανορθόδοξες αρχές, η Εκκλησία της Ελλάδος επέδειξε έκτοτε μια αυξημένη ευαισθησία σ' ό,τι αφορούσε ειδικά τις σχέσεις της με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, αλλά και σε κάθε άλλη πρωτοβουλία που ελήφθη από οποιαδήποτε Ορθόδοξο αυτοκέφαλη Εκκλησία, ακόμη και από αυτό το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Γι αυτό και η περαιτέρω στάση της ηγεσίας της και του θεολογικού της κόσμου καθορίστηκε, κατά το μεγαλύτερο μέρος, από τη σταθερή και αμετακίνητη προσκόλλησή της στις αρχές αυτές, αλλά και από την μόνιμη απαίτησή της για την τήρησή τους από όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Πιστή στις ανωτέρω θεμελιώδεις πανορθόδοξες αρχές, η Εκκλησία της Ελλάδος επέδειξε έκτοτε μια αυξημένη ευαισθησία σ' ό,τι αφορούσε ειδικά τις σχέσεις της με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, αλλά και σε κάθε άλλη πρωτοβουλία που ελήφθη από οποιαδήποτε Ορθόδοξο αυτοκέφαλη Εκκλησία, ακόμη και από αυτό το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Γι αυτό και η περαιτέρω στάση της ηγεσίας της και του θεολογικού της κόσμου καθορίστηκε, κατά το μεγαλύτερο μέρος, από τη σταθερή και αμετακίνητη προσκόλλησή της στις αρχές αυτές, αλλά και από την μόνιμη απαίτησή της για την τήρησή τους από όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ο χαρακτηρισμός ανήκει στον ίδιο τον Οικουμενικό Πατριάρχη, ο οποίος στην πατριαρχική απόδειξή του τα Χριστούγεννα του 1961 υπογράμμισε: «Ἀλλ' ἡμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι κατὰ τὴν ἱερὰν καὶ εὔσημον ταύτην στιγμήν, ὀφείλομεν εὐχαριστῆσαι τῷ ἐνανθρωπίσαντι Θεῷ ἡμῶν καὶ διὰ τὴν εὐλογίαν Αὐτοῦ πρὸς τὴν Ἁγίαν ἡμῶν Εκκλησίαν, τὴν ἐκδηλωθεῖσαν δαψιλῶς διὰ τῆς πραγματώσεως, κατὰ τὸ λῆγον ἔτος, ἑνὸς ἐξαιρετικῶς μεγάλου, τοῦ μεγαλυτέρου ἴσως ἐ τῇ ἱστορία τῆς συγχρόνου Ὀρθοδόξου Χριστιανωσύνης γεγονότος, τῆς Διασκέψεως τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐν Ρόδῳ ». Ορθοδοξία, 36 (1961), σελ. 336. Τον ίδιο χαρακτηρισμό βλ. επίσης και Ι. Καρμίρη, Η Πανορθόδοξος Διάσκεψις Ρόδου (24 Σεπτεμβρίου-1 Οκτωβρίου 1961), Θεολογία 32 (1961), σελ. 497.
1. Ο χαρακτηρισμός ανήκει στον ίδιο τον Οικουμενικό Πατριάρχη, ο οποίος στην πατριαρχική απόδειξή του τα Χριστούγεννα του 1961 υπογράμμισε: «Ἀλλ' ἡμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι κατὰ τὴν ἱερὰν καὶ εὔσημον ταύτην στιγμήν, ὀφείλομεν εὐχαριστῆσαι τῷ ἐνανθρωπίσαντι Θεῷ ἡμῶν καὶ διὰ τὴν εὐλογίαν Αὐτοῦ πρὸς τὴν Ἁγίαν ἡμῶν Εκκλησίαν, τὴν ἐκδηλωθεῖσαν δαψιλῶς διὰ τῆς πραγματώσεως, κατὰ τὸ λῆγον ἔτος, ἑνὸς ἐξαιρετικῶς μεγάλου, τοῦ μεγαλυτέρου ἴσως ἐ τῇ ἱστορία τῆς συγχρόνου Ὀρθοδόξου Χριστιανωσύνης γεγονότος, τῆς Διασκέψεως τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐν Ρόδῳ ». Ορθοδοξία, 36 (1961), σελ. 336. Τον ίδιο χαρακτηρισμό βλ. επίσης και Ι. Καρμίρη, Η Πανορθόδοξος Διάσκεψις Ρόδου (24 Σεπτεμβρίου-1 Οκτωβρίου 1961), Θεολογία 32 (1961), σελ. 497.
2. Βλ. το περί συγκλίσεως Προσυνόδου υπ. Αριθ. 108 εγκύκλιο πατριαρχικό γράμμα «Πρὸς τοὺς Μακαριωτάτους Πατριάρχας καὶ τοὺς λοιπούς Προέδρους τῶν Ὀρθοδόξων Εκκλησιῶν», με ημερομηνία 12 Φεβρουαρίου 1951, στην Ορθοδοξία, 25 (1951), σελ. 118-120. Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες δέχθηκαν κατ' αρχήν την πατριαρχική πρόταση, πρότειναν όμως την αναβολή της Πανορθοδόξου Προσυνόδου. Στις 25 Σεπτεμβρίου 1952 ο Οικουμενικός Πατριάρχης εξαπέλυσε το υπ' αριθ. 1342 νέο εγκύκλιο πατριαρχικό γράμμα προς τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, με το οποίο ζητούσε τις απόψεις των πάνω στην δυνατότητα αναπροσαρμογής του καταλόγου θεμάτων της Διορθοδόξου Επιτροπής του Αγίου Όρους του 1930 «ἵνα, καθοριζομένων ἐπακριβῶς τῶν ζητημάτων τῆς Προσυνόδου, ἐρευνηθῶσι ταῦτα καὶ μελετηθῶσι ὑπὸ εἰδικῆς ἐκ κληρικῶν καὶ θεολόγων καθηγητῶν παρὰ ταῖς ἀδελφαῖς Ἐκκλησίαις Ἐπιτροπῆς, ἥν ἡμεῖς κατηρτίσαμεν ἤδη ἐξ ἁγίων ἀρχιερέων καὶ τῶν ἐλλογίμων καθηγητῶν τῆς κατὰ Χάλκην ἱερᾶς Θεολογικῆς Σχολῆς». Τέλος, στις 19 Οκτωβρίου 1959, αφού συγκέντρωσε τις προτάσεις όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, απέστειλε την υπ' αριθ. 632 εγκύκλιο, στην οποία για πρώτη φορά εγινόταν μνεία για σύγκληση Πανορθοδόξου Διασκέψεως στη νήσο Ρόδο, που αρχικά ορίσθηκε να συγκληθή στις 25 Σεπτεμβρίου-2 Οκτωβρίου 1960 (εγκύκλιος υπ. αρ. 342 της 8.6.1960). Λόγω όμως τεχνικών δυσκολιών η σύγκληση της Διασκέψεως αναβλήθηκε για το επόμενο έτος (εγκύκλιος υπ' αρ. 310 της 4.5.1961). Βλ. Ι. Καρμίρη, οπ. π., σελ. 499-501.
3. Βλ. την προσφώνηση του κοσμήτορος της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Ι. Καρμίρη, προς τα μέλη των ορθοδόξων αντιπροσωπειών μετά το τέλος της Διασκέψεως : « Ἀλλ ' ὁ γενικὸς χαρακτὴρ καὶ ἡ μεγάλη σπουδαίοτης τῶν ἐν Ρόδῳ προκριθέντων πρὸς ἔρευναν καὶ κρίσιν θεμάτων, ὡς καὶ αἱ ἄλλαι ἀνάγκαι τῆς Ὀρθοδοξίας σήμερον καὶ αἱ ἀπαιτήσεις τῶν καιρῶν ἐπιβάλλουσιν, ὡς ὑπεδηλώθη, ὅπως τεθῇ εἰς λειτουργίαν ὁ θεσμὸς τῶν γενικῶν Συνόδων, κατὰ τὸ παράδειγμα τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας
Ἐν πρώτοις διαπιστοῦται γενικῶς, ὅτι ἔχει συνηδειτοποιηθῆ πλέον ὑπὸ τῆς πλειονότητος τῶν Ὀρθοδόξων ἡ ἀπόλυτος ἀναγκαιότης, ὅπως αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι, συσφίγγουσαι ἔτι μᾶλλον τοὺς μεταξὺ αὐτῶν δεσμούς, συνεργάζωνται στενότερον ἐπὶ τῶν διορθοδόξων καὶ διεκκλησιαστικῶν ζητημάτων, ἵνα οὕτως ἠνωμέναι παρέχωσιν ἐπιβλητικὴν τὴν μαρτυρίαν τῆς Ὀρθοδοξίας πρὸς τὸν σύγχρονον κόσμον. Εἶναι προφανὲς ὅτι τοῦτο θὰ ἐπιτευχθῇ ἀσφαλέστερον διὰ τῆς συγκροτήσεως γενικῶν ἤ πανορθοδόξων Συνόδων
». Ι. Καρμίρη, οπ.π., σελ. 526-527.
4. Απαντώντας στην πατριαρχική εγκύκλιο του 1952, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Σπυρίδων ανακοίνωσε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο με το υπ. Αριθ. 739 της 18ης Μαρτίου 1952 έγγραφό του ότι συνέστησε επιτροπή αποτελούμενη «ἐκ κληρικῶν καὶ εὐσεβῶν θεολόγων καθηγητῶν τῶν παρ' ἡμῖν Θεολογικών σχολών», η οποία ασχολήθηκε με την ανασύνταξη και συμπλήρωση του καταλόγου θεμάτων της Διορθόδοξης Επιτροπής του 1930. Το 1956 η Ιερά Σύνοδος με την υπ. αρ. 889 εγκύκλιο κοινοποίησε τον ανασυνταχθέντα κατάλογο προς τους ιεράρχες και τους καθηγητές των δύο Θεολογικών σχολών για να εκφράσουν την γνώμη τους. Βλ. Εκκλησία 34 (1957), σελ. 8-10. Ακολούθως, αφού διαμορφώθηκε το τελικό κείμενο του καταλόγου, το απέστειλε προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, «ἵνα χρησιμεύσῃ, ὡς σχέδιον καὶ βάσις πρὸς περαιτέρω ἐπεξεργασίαν ἐπὶ τῇ βάσει τῶν προτάσεων καὶ τῶν ἄλλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν». Ι. Καρμίρη, οπ.π., σελ. 499-500. Συγχρόνως άρχισαν να δημοσιεύονται εμπεριστατωμένες μελέτες Ελλήνων καθηγητών των Θεολογικών σχολών σε έγκυρα εκκλησιαστικά περιοδικά (Θεολογία, Εκκλησία, Αρχείον Εκκλ. και Κανονικού Δικαίου κ. ά.), που πραγματεύονταν επί μέρους θέματα του καταλόγου, που απεστάλησαν προς την Ιερά Σύνοδο, των καθηγητών της Θεολογικής Σχολής Αθηνών: Α. Σ. Αλιβιζάτου, Τα θέματα της Πανορθοδόξου Προσυνόδου, Ορθόδοξος Σκέψις, Α΄ (1958), σελ. 148-150, 163-165, 180-182, και Γ. Ι. Κονιδάρη, Τα θέματα της Πανορθοδόξου Προσυνόδου, αυτόθι, σελ. 203-204.
5. Την επίσημη αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ελλάδος αποτελούσαν οι Μητροπολίτες: Μυτιλήνης Ιάκωβος, Μαρωνείας Τιμόθεος και Ιωαννίνων Σεραφείμ (ο νυν Αρχιεπίσκοπος Αθηνών), καθώς επίσης και οι καθηγητές: Βασίλειος Ιωαννίδης, Αμίλκας Αλιβιζάτος και Παναγιώτης Μπρατσιώτης. Παράλληλα, οι καθηγητές της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Βασίλειος Βέλλας και Παναγιώτης Τρεμπέλας αντιπροσώπευσαν το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Στην ομάδα των ορθοδόξων παρατηρητών συμμετέσχον ο Μητροπολίτης Δημητριάδος Δαμασκηνός και οι καθηγητές των Θεολογικών Σχολών: Ιωάννης Καρμίρης, Κωνσταντίνος Μπόνης, Γεράσιμος Κονιδάρης και Μάρκος Σιώτης της Αθήνας. Ιερώνυμος Κοτσώνης, Ιωάννης Τράπας και Ιωάννης Καλογήρου της Θεσσαλονίκης. Τέλος, έλαβον μέρος ο επίσκοπος Αχαΐας Παντελεήμων, ως αντιπρόσωπος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Θεοκλήτου και ο Νικόλαος Νησιώτης ως εκπρόσωπος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών. Βλ. Ι. Καρμίρη, οπ. π. σελ. 503.
6. Κείμενα και Πρακτικά της Α΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως της Ρόδου, 24 Σεπτεμβρίου-1 Οκτωβρίου 1961 (εκδ. Οικουμενικού Πατριαρχείου), Κωνσταντινούπολις, 1961, σ. 131. Ι. Καρμίρη, οπ. π. σ. 511. Του ιδίου, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, εκδ. Graz-Austria, τ. Β΄, 1968, σελ. 1082. P. Duprey, Les résultats de la Conférence interorthodoxe de Rhodes Proche Orient Chrétien, 11 (1961), σελ. 367. Α. Παπαδόπουλου, Κείμενα Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 151.
7. Πρόκειται για την σύγκλιση της Β΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως, τις τρεις ιστορικές συναντήσεις των προκαθημένων των Εκκλησιών Παλαιάς και Νέας Ρώμης, πάπα Παύλου ΣΤ' και Αθηναγόρα A΄ στα Ιεροσόλυμα, στην Κωνσταντινούπολη και στη Ρώμη, και τέλος την αμοιβαία άρση των Αναθεμάτων Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως, που συνέβαλαν κατά μέγα μέρος στην ψυχολογική προετοιμασία των δύο Εκκλησιών για την διεξαγωγή αποτελεσματικού και ουσιαστικού θεολογικού διαλόγου προς άρση των μεταξύ τους υφισταμένων διαφορών.
8. Για λόγους συντομίας παραθέτουμε τις αντιπροσωπευτικότερες μελέτες και άρθρα των καθηγητών : Α. Σ. Αλιβιζάτου, Les deux régimes dans l'Eglise unie avant le Schisme, ανάτυπο από τον τόμο «L'Eglise et les Eglises» (1054-1954), του περιοδικού Irénikon, 27, σ. 105-116. Του ιδίου, Είναι δυνατή η αρμονία του δημοκρατικού και του μοναρχικού πολιτεύματος της Ανατολικής Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, εν ενδεχομένη ενώσει των; Ανάτυπο από τα Πεπραγμένα του Θ΄ Βυζαντινολογικού Συνεδρίου Θεσσαλονίκης (1953), τ. Β΄ Αθήναι 1955. Του ιδίου, Η κωδικοποίησις των Ι. Κανόνων «των Ανατολικών Εκκλησιών» της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, Θεολογία 29 (1958), σ. 475-496, και ανάτυπο. Του ιδίου, Η νέα στροφή του Βατικανού, Εκκλησία, 27 (1950), σ. 133-134, 147-149, 165-166. Του ιδίου, Εις έκκλησιν∙ απάντησις ( επί τω παγκοσμίω οκταημέρω προσευχής υπέρ της ενώσεως), Εκκλησία, 32 (1955), σ. 34-36 [αναδημοσιεύτηκε στα γαλλικά από το περ. Istina, 2 (1955) σ. 440-443]. Του ιδίου, Η παπική έκκλησις, Ορθόδοξος Σκέψις, 2 (1959), σ. 119-121. Β. Χ. Ιωαννίδου, Η ένωσις της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Ανάγκη πρώτον ψυχικής επαφής και προσεγγίσεως. Εκκλησίας, 31 (1954), σ. 201-204. Ι. Καρμίρη, Δύο Βυζαντινοί Ιεράρχαι και το Σχίσμα της Ρωμαϊκής Εκκλησίας (ανάτυπο εκ της Εκκλησίας), εν Αθήναις, 1950. Του ιδίου, Η διαίρεσις της χριστιανοσύνης και η δυνατότις επανενώσεως αυτής. Επί τη 900η επετείω του Σχίσματος 1054-1954, Ορθοδοξία, 29 (1954), σ. 453-474. Του ιδίου, Το δόγμα της σωτηρίας. Το ιερόν αίτημα της ενώσεως των Εκκλησιών, Εκκλησία, 33 (1956), σ. 387-388, 403-405. Αναλυτικότερα πάνω στο θέμα αυτό βλ. Λ. Μ. Παπαδοπούλου, Η Εκκλησία της Ελλάδος έναντι θεμάτων πανορθοδόξου ενδιαφέροντος κατά τον εικοστόν αιώνα (Διατριβή επί Υφηγεσία), Θεσσαλονίκη, 1975.
9. Βλ. και το μήνυμα της Διασκέψεως, όπου τα μέλη της δεν παρέλειψαν να απευθύνουν χαιρετισμό « ἐν ἀγάπῃ » και προς « τοὺς ἐν τῇ Δύσει » αδελφούς « μεθ ' ὧν δὲν ἐπαύσαμεν ποτὲ νὰ διατελῶμεν ἐν συνεργασίᾳ, ἀποβλέποντες εἰς τὴν ἐκπλήρωσιν τῆς ἐντολῆς τοῦ Κυρίου, ἵνα πάντες ἕν ὦσιν » ( Ιωαν. 17, 21) ὑπὲρ ἧς ἀδιαλείπτως προσεύχεται ἡ ἁγία ἡμῶν Ἐκκλησία ». Ι. Καρμίρη, Η Πανορθόδοξος Διάσκεψις
, σ. 522.
10. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον των μελών της Διασκέψεως προς την κατεύθυνσην αναζητήσεως τρόπων επικοινωνίας με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι είχαν προηγηθή διαπραγματεύσεις για μία επίσημη αντιπροσώπευσή της στη Διάσκεψη, οι οποίες όμως απέτυχαν [βλ. σχετική αναφορά στο περ. Irénikon, 34 (1961) σ. 554], ίσως επειδή η Ρώμη «n'avait pas encore arrêté sa position au sujet des observateurs orthodoxes au Concile ( του Βατικανού )». A. Wenger, Sur les chemins de l'unité. Rhodes, στην εφημ. La Croix, 19 et 20 Octobre 1961, παρά Ι. Καρμίρη, οπ. π. σ. 503, σημ. 1. Παρ' ολ' αυτά όμως, τις εργασίες της Διασκέψεως παρακολούθησαν ως επίσημοι προσκεκλημένοι του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την ιδιότητα των παρατηρητών οι κάτωθι ρωμαιοκαθολικοί, που ήσαν ευρύτερα γνωστοί στον ορθόδοξο θεολογικό κόσμο για τα φιλορθόδοξα αισθήματά τους: ο αρχιμανδρίτης C. J. Dumont, O. P., ο ιερομόναχος P. Duprey, P. B., οι ιερομόναχοι A. Wenger A. A., A. Van Ruijven, O. S. B., E. Jungclaussen, O. S. B., ο Ιωσήφ Μίνιχαν, ο Ελπίδιος Στεφάνου, ο Ιωάννης Μαραγκός, καθώς και ένας αμερικανός Ιησουΐτης. Επίσης βλ. Ι. Καρμίρη, οπ. π. σ. 503. Irénikon, 34 (1961), σ. 553. Α. Πανώτη, Παύλος ΣΤ΄-Αθηναγόρας Α΄, Ειρηνοποιοί, Αθήναι 1971, σ. 95.
11. Εκτός μιας σειράς ανεπισήμων αλλά εγκάρδιων επαφών που είχαν εγκαινιασθή μεταξύ ρωμαιοκαθολικών αξιωματούχων και του Οικουμενικού Πατριαρχείου από την εποχή της ανόδου στο θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως του Πατριάρχου Αθηναγόρα, πολλές συναντήσεις και συζητήσεις πραγματοποιούνταν μεταξύ ορθοδόξων θεολόγων καθηγητών (ιδίως της Ελλάδος) και ρωμαιοκαθολικών, κυρίως στο περιθώριο των επισήμων οικουμενικών συνεδρίων του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών. Η πλέον πρόσφατη και σημαντικότερη ΄έγινε στη Ρόδο με την ευκαιρία του συνεδρίου της Κεντρικής Επιτροπής του Π. Σ. Ε (19-28 Αυγούστου 1959), με την πρωτοβουλία κυρίως του ρωμαιοκαθολικού C. J. Dumont, διευθυντού του παρισινού περιοδικού Istina, και του καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Β. Ιωαννίδου. Παρεβρέθηκαν οι αντιπροσωπείες και των δύο Εκκλησιών στο Π. Σ. Ε. (πέντε ρωμαιοκαθολικοί και σαράντα ορθόδοξοι, μητροπολίτες, κατώτεροι κληρικοί και καθηγητές θεολογικών σχολών) και συζητήθηκε μεταξύ άλλων, κυρίως η πρόταση του C. J. Dumont να εξευρεθή τρόπος συναντήσεως «των καθολικῶν μετὰ καθηγητῶν τῶν Θεολογικῶν σχολῶν Ἀθηνῶν, Θεσσαλονίκης καὶ Χάλκης ἐν Βενετίᾳ ἤ ἀλλαχοῦ κατὰ τὸ 1960 πρὸς ἐξέτασιν τῶν σχέσεων τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, ὑπογραμμίσαντος, ὅτι μὲ τὴν νέαν ἐνθάρρυνσιν, ἥν ἔχει ἐμπνεύσει ὁ νέος Πάπας Ἰωάννης 23ος, αἱ ἐπαφαὶ ὀρθοδόξων καὶ καθολικῶν θὰ ἐνισχυθῶσιν ἔτι πλέον». Περισσότερες λεπτομέρειες για τη συνάντηση αυτή, ως και για τις έντονες αντιδράσεις που δημιούργησε η κακή εκμετάλλευσή της από κάποιους ρωμαιοκαθολικούς κύκλους, βλ. Β. Ιωαννίδου, Το εν Ρόδω Συνέδριον της Κεντρικής Επιτροπής του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών (19-28 Αυγούστου 1959), Εκκλησία, 37 (1960), σ. 85-87, 101-103, 126-128 (και ανάτυπο εν Αθήναις 1960). Πρβλ. επίσης, Α. Πανώτη, όπ.π. σ. 91.
12. Αν και κατά μια ρωμαιοκαθολική κρίση η πρόταση αυτή χαρακτηρίστηκε ως «toute platonique» και μη έχουσα «d'effet pratique immédiat» (βλ. G. Dejaifve S. J., La troisième Conférence Panorthodoxe de Rhodes, Nouvelle Revue Théologique, 97, 1965, σ. 114), εντούτοις δεν θα πρέπει να παραθεωρηθή το γεγονός ότι σ' αυτή την πρόταση κυρίως στηρίχθηκαν οι φιλενωνωτικές πρωτοβουλίες του Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρα Α΄, στις οποίες οπωσδήποτε η πρόταση αυτή παρείχε μια αναμφισβήτητη επίσημη κάλυψη.
13. « Αἱ κατὰ τὰς ἑνωτικὰς αὐτὰς ἀποπείρας διεξαχθεῖσαι μακραὶ συζητήσεις, ἔχουσαι ὡς κύριον στόχον τὴν δυσχέρανσιν πάσης ἐκκλησιαστικῆς προσεγγίσεως διὰ πολιτικὰς σκοπιμότητας, προσέλαβον ἀκραιφνῶς ἀπολογητικὸν χαρακτῆρα διὰ τῆς συστηματικῆς περιγραφῆς καὶ ἀναιρέσεως πασῶν τῶν χωριζουσῶν τὰς δύο Ἐκκλησίας σοβαρῶν ἤ καὶ δευτερευουσῶν εἰσέτι διαφορῶν, οὕτως ὥστε πᾶσαι αἱ ἑνωτικαὶ προσπάθειαι νὰ δύνανται νὰ χαρακτηρισθοῦν ὡς ἀγὼν ἀποφυγῆς ταὴς ἑνώσεως ». Β. Φειδά, Θεολογικός Διάλογος Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας από του σχίσματος μέχρι της αλώσεως (1054-1453), Αθήναι 1977, σ. 8-9.
14. Βλ. Πρακτικά της Προκαταρκτικής Επιτροπής των Αγίων Ορθοδόξων Εκκλησιών της συνελθούσης εν τη Αγίω Όρει Ιερά Μεγίστη Μονή του Βατοπεδίου (8-23 Ιουνίου 1930), εν Κωνσταντινουπόλει 1930, σ. 144.
15. Και αυτό « δεν ήταν προφανώς τυχαίο », κατά την άποψη του παρευρεθέντος ως προσκεκλημένου στη Διάσκεψη D. Duprey, p.b., Les résultats de la Conférence Interorthodoxe de Rhodes, Proche Orient Chrétien, 11 (1961) σ. 369, σημ. 58.
16. Βλ. σημ. αριθ. 10.
17. Πρβλ. την ουσιώδη ανάλυση πάνω στα κεντρικά αυτά σημεία που έκαμε ο καθ. Ι. Καρμίρης κατά την προσφώνησή του προς τα μέλη των ορθοδόξων αντιπροσωπειών, οπ. π., σ. 524-529. Βλ. επίσης και το κεφ. Αριθ. 4 του καταλόγου της Διασκέψεως, το οποίο πραγματεύεται αποκλειστικά τις «Σχέσεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών προς αλλήλας», κυρίως στην παρ. Α΄, «Διορθόδοξοι σχέσεις», αυτόθι, σ. 510.