Greek-English
Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΥΠΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟ
Παναγιώτατε,
Άγιοι Αδελφοί,
Δεν θεωρώ μειονέκτημα το ότι, μιλώντας ύστερα από πολλούς Αδελφούς, είμαι αναγκασμένος να επαναλάβω πολλά, τα οποία έχουν ηδη προλεχθεί.
Είναι έκτακτο και εξόχως μεγάλο το γεγονός που βιώνουμε και είναι, ως εκ
τούτου, ανάγκη, επαναλαμβάνοντας τη σημασία του και εκφράζοντας τη χαρά
μας, να πείσουμε και τους εαυτούς μας και τον κόσμο ολόκληρο για τις
διαστάσεις και τα αναμενόμενα αποτελέσματά του.Άγιοι Αδελφοί,
Δεν θεωρώ μειονέκτημα το ότι, μιλώντας ύστερα από πολλούς Αδελφούς, είμαι αναγκασμένος να επαναλάβω πολλά, τα οποία έχουν ηδη προλεχθεί.
Ύστερα από πολλούς αιώνες εσωστρέφειας, η
Ορθόδοξη Εκκλησία βρίσκεται και πάλι συνηθροισμένη σε Σύνοδο, σε μια
συν-οδοιπορία για αντιμετώπιση των πιεστικών προβλημάτων του κόσμου.
Οι ιστορικοί μετασχηματισμοί, που
συνέβησαν από τον 8ο αιώνα μέχρι σήμερα και που τραυμάτισαν βαριά όλες
τις Εκκλησίες της πρώτης χιλιετίας, οι κοινωνικές, επιστημονικές και
οικονομικές αλλαγές, που επιταχύνθηκαν τους τελευταίους αιώνες, η έκρηξη
των μέσων επικοινωνίας και η ταχύτατη διάδοση γνώσεων και ιδεολογιών
στην ηλεκτρονική εποχή μας, η μετανάστευση από τον Νότο στον Βορρά, που
παρατηρείται στις μέρες μας, τα τόσα προβλήματα που ταλανίζουν τους
ανθρώπους, μάς ωθούν προς κίνηση και δράση, προς ανάληψη των ευθυνών
μας. Η Ορθοδοξία οφείλει να ακούσει και να καταλάβει τα προβλήματα αυτά
και να προτείνει διεξόδους ζωής στα αδιέξοδα των καιρών.
Έφτασε, λοιπόν, ο καιρός που θα πρέπει
να αναμετρηθούμε με τα μέγιστα. Ευρισκόμενοι, κατά πρόνοια Θεού, σε
μέρος Αποστολοβάδιστο, εδώ όπου ο μέγας Παύλος, μαζί με τον Τίτο,
ευαγγελίστηκαν τον Χριστό, συνεχίζουμε την ιερά Ιστορία πάνω στα ίδια τα
αποτυπώματά της.
Η σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου
της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όσο και αν φαίνεται απίστευτο, είναι
πραγματικότητα! Η απουσία κάποιων τοπικών Εκκλησιών δεν μειώνει τη
σημασία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.Τόσο τα θέματα όσο και τα κείμενα
της Συνόδου είχαν συζητηθεί και εγκριθεί ομόφωνα από τις αντιπροσωπείες
των Ορθοδόξων Εκκλησιών και τους Προκαθημένους τους, το ίδιο και η
σύγκληση της Συνόδου. Η σημερινή απουσία τους δεν έχει σχέση με τα
θέματα και την ουσία των συζητήσεων, αλλά οφείλεται κατα την άποψη μου
σε επικοινωνιακούς ή εσωτερικούς των συγκεκριμένων Εκκλησιών λόγους. Για
μας το γεγονός παραμένει εξόχως σημαντικό και κορυφαίο στη ζωή της
Εκκλησίας. Μπορούμε, και παρά τις απουσίες αυτές να πούμε ότι, «Νῦν τὰ
ἀνήκουστα ἠκούσθη».
Η εκπλήρωση του ονείρου μέσα στο οποίο
λικνιζόταν ο Ορθόδοξος λαός του Θεού και τρεφόταν η ελπίδα του,
χαροποιεί κάθε Ορθόδοξο και, κατά κύριο λόγο, εμάς τους ποιμένες. Γιατί
δεν τονώνει μόνο τις διορθόδοξες σχέσεις, αλλά και προβάλλει αξιόπιστη
τη μαρτυρία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στα σύγχρονα πιεστικά προβλήματα του
ανθρώπου και του κόσμου.
Όσο και αν η σύγκληση της Αγίας και
Μεγάλης Συνόδου είναι έργο συλλογικό, όχι μόνον ημών των ζώντων αλλά και
των προαπελθόντων πατέρων και αδελφών ημών, οι οποίοι, κατά παραχώρηση
Θεού, θα συμμετέχουν στη χαρά μας, οφείλουμε, από την αρχή, να
ομολογήσουμε ότι ιθύνων νους και οδηγών εγκέφαλος της όλης προσπάθειας
κατέστη η Α.Θ.Π., ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος.
Ο Παναγιώτατος έδωσε μορφή και
κατεύθυνση στις πολύχρονες προσπάθειες, ρίχνοντας τις πολλαπλές και
φυγόκεντρες, πολλάκις, τάσεις στην αποτελεσματική και σωτήρια κοίτη
τους. Στο ψηφιδωτό της προετοιμασίας και σύγκλησης της Αγίας και Μεγάλης
Συνόδου κάθε Εκκλησία, κάθε Προκαθήμενος και κάθε Ιεράρχης, έχουν τη
θέση τους. Στο κέντρο, όμως, δεσπόζει η επιβλητική μορφή του
Παναγιωτάτου. Ένας μεγάλος Άνθρωπος σε μια μεγάλη ώρα της Ιστορίας! Σας
ευχαριστούμε Παναγιώτατε.
Κατά την επίσημη και πλήρη πολλαπλών
συγκινήσεων στιγμή αυτή, στρέφοντας το βλέμμα προς τα πίσω
συνειδητοποιούμε τις δυσκολίες, τους υφάλους και τους σκοπέλους, που
αντιμετωπίσαμε στην πολύχρονη προετοιμασία της Συνόδου, τις συμπληγάδες
πέτρες μέσα από τις οποίες πέρασαν οι προσπάθειές μας.
Παρόλο που όλοι οι Ορθόδοξοι
καταλαβαίναμε ότι μια τέτοια Σύνοδος ήταν απαραίτητη για να φωτίσει, διά
του Ευαγγελίου, τα μείζονα προβλήματα ενός κόσμου, που βρίσκεται κάτω
από συνεχείς αλλαγές και να αναμετρηθεί με τις καινούργιες προκλήσεις
της κοινωνίας, εν τούτοις μια σειρά δυσκολιών απειλούσε να ματαιώσει τη
σύγκλησή της.
Οι ενδοορθόδοξοι ανταγωνισμοί, λόγω του
εθνοφυλετισμού, ήταν κατά τη γνώμη μου, ο πρώτος λόγος που διήρκεσε τόσο
καιρό η προετοιμασία της Συνόδου. Ο εθνοφυλετισμός είναι εκείνος που
δεν άφησε να φτάσουν στη Σύνοδό μας το ζήτημα του Αυτοκεφάλου και των
Διπτύχων˙ και είναι επίσης η αιτία για την όχι και τόσο κανονική λύση
που δόθηκε στο θέμα της Διασποράς. Στην εποχή μας, που οι εθνικοί
φραγμοί καταργούνται ο ένας μετά τον άλλο, οι Ορθόδοξοι όχι μόνο
αυτοαναιρούμαστε αλλά και αυτογελοιοποιούμαστε καθιστώντας το έθνος
καταστατικό στοιχείο της εκκλησιολογίας μας και της εκκλησιαστικής μας
ταυτότητας.
Οι φονταμενταλιστικές ομάδες, οι
φανατικοί, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονται και θεολόγοι και ιεράρχες,
και οι οποίοι δρουν λίγο – πολύ παντού στον ορθόδοξο κόσμο σήμερα,
συνιστούν έναν εξίσου σοβαρό λόγο, όχι μόνο για τη χρονική καθυστέρηση
της σύγκλησης, αλλά και για τον επαπειληθέντα κίνδυνο ματαίωσης της
Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Η αντίθεση των ομάδων αυτών σε κάθε ιδέα
προσέγγισης των άλλων Χριστιανών έμμεσα επηρέασε και τις τοπικές μας
Συνόδους, που επιχείρησαν και επιχειρούν ακατάσχετες τροπολογίες στα
κείμενα και στους όρους των εγγράφων που ετοιμάστηκαν από τις
Προσυνοδικές Διασκέψεις. Δεν έχουμε αυταπάτες. Για τις ομάδες αυτές,
εμείς όλοι βρισκόμαστε μέσα στην αίρεση και στην αποστασία.
Ούτε άγνωστες, ούτε και πρωτόγνωρες στην
Εκκλησία είναι αυτές οι καταστάσεις. Ο αγρός της Εκκλησίας παράγει και
ζιζάνια που έσπειρε ο εχθρός. Η Εκκλησία θα ζει έτσι, μέχρι τη συντέλεια
των αιώνων.
Εξάλλου είναι γνωστές και δεν θα πρέπει
να παραβλέπονται και οι ταλαιπωρίες που υπέστησαν, στα χρόνια της
προετοιμασίας, όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες. Το 1964 σηματοδοτεί τον
τελευταίο, μέχρι στιγμής, μεγάλο διωγμό των Ορθοδόξων στην Εκκλησία
Κωνσταντινουπόλεως, που ήταν συνέχεια εκείνων του 1922 και του 1955˙ το
1974 τον εκπατρισμό, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, του Ορθοδόξου
στοιχείου στη δική μας Εκκλησία˙ τα τελευταία χρόνια, το μαρτύριο των
παλαιφάτων Πατριαρχείων της Μέσης Ανατολής˙ ολόκληρος σχεδόν ο 20ός
αιώνας τις ταλαιπωρίες κάτω από το κομμουνιστικό καθεστώς των πλείστων
Ορθοδόξων Εκκλησιών. Όλες αυτές οι ταλαιπωρίες είχαν, ασφαλώς, τον
αρνητικό αντίκτυπό τους στην ετοιμασία τόσο ως προς τον χρόνο όσο και ως
προς τα θέματα της Συνόδου.
Και, ακόμα, η αλλαγή των δομών και του
σημειοσυστήματος των Ορθοδόξων κοινωνιών δυσχέρανε κατά πολύ το έργο
μας. Οι Ορθόδοξες κοινωνίες από αγροτικές και ποιμενικές έγιναν σταδιακά
αστικές και βιομηχανικές. Οι μεταναστεύσεις, τόσο οι εσωτερικές όσο και
οι εξωτερικές,ανέτρεψαν την κοινωνική και πολιτιστική συνοχή των
πληθυσμών. Το διαδίκτυο και τα άλλα Μ.Μ.Ε.αμφισβήτησαν τη μοναδικότητα
της Ορθόδοξης διδασκαλίας και οδήγησαν πολλούς σε απομάκρυνση από αυτή.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, τα προβλήματα του ανθρώπου αλλάζουν συνεχώς
μορφή και οι προτεραιότητες μεταβάλλονται, πράγμα που οδηγούσε συχνά σε
αμφισβήτηση της αξίας, ή της αποτελεσματικότητας των θεμάτων με τα
οποία θα ασχολείτο η Σύνοδος.
Και το κυριότερο: μιλούμε για «την καθ’
ημάς Ανατολήν», τον ιδιαίτερο τρόπο ζωής και σκέψης, τις αξίες, τις
παραδόσεις και τα ιδανικά μας. Πώς μπορούμε, όμως, να διακριθούμε ως
προς το ήθος και τις παραδόσεις μας, όταν υιοθετήσαμε όλοι έναν
Δυτικόφερτο πολιτισμό και έναν Δυτικό τρόπο ζωής; Η μισή Ορθοδοξία είναι
σήμερα μέρος της πολιτισμικής Ευρώπης, οι χώρες μας είναι μέλη της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου κυριαρχεί η Δυτική έκφραση του Χριστιανισμού.
Πόσο εύκολο είναι να εκφράσουμε τα πιστεύω μας με ένα σύστημα σήμανσης
αντίθετο των αξιών μας;
Δόξα τῷ Θεῷ ὅμως! Οι δυσκολίες και οι ταλαιπωρίες είναι σήμερα παρελθόν. Και ευρισκόμενοι ήδη εν Συνόδω, δοξολογούμε τον Θεό που μας οδήγησε «εἰς τὴν ὥραν ταύτην».
Δόξα τῷ Θεῷ ὅμως! Οι δυσκολίες και οι ταλαιπωρίες είναι σήμερα παρελθόν. Και ευρισκόμενοι ήδη εν Συνόδω, δοξολογούμε τον Θεό που μας οδήγησε «εἰς τὴν ὥραν ταύτην».
Είναι φυσικό,(η Τεχνολογία παρέχει αυτή
τη δυνατότητα), όλος ο κόσμος να’ χει στραμμένο το βλέμμα του αυτές τις
μέρες σ’ εμάς, προσμένοντας έναν λόγο ζωής, έναν λόγο ουσίας, που να
απευθύνεται προς όλους. Ιδιαίτερα τώρα, που η κρίση του Δυτικού κόσμου
αποχριστιανίζει τον ίδιο τον χριστιανισμό,γινομαστε προσδοκία ελπίδος.
Τα γεγονότα προσδιορίζουν τη δική μας ευθύνη, πιέζοντας μας να μη
χρονοτριβούμε σε εσωτερικά προβλήματα της Ορθοδοξίας. Στα μάτια του
σύγχρονου κόσμου, που υψώνοντας τις κεραίες του ζητά απεγνωσμένα σήμα
ζωής και προοπτική σωτηρίας, θα μοιάσουμε με τους υιούς Ζεβεδαίου, αν
εξακολουθήσουμε να ερίζουμε για δίπτυχα και πρωτεία, για τα επουσιώδη
της ζωής.
Είναι σίγουρο πως ο κόσμος,
παρακολουθώντας μας, επιζητεί να μάθει τι το αποτελεσματικό έχει να πει η
Ορθοδοξία για τα προβλήματα και τις ανησυχίες των σημερινών ανθρώπων.
Καλούμαστε να αποδείξουμε την ικανότητά μας να συλλαμβάνουμε τα μηνύματα
των καιρών.
Πρώτιστα, όμως, ο Ορθόδοξος κόσμος
αναμένει από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο την έμπρακτη έκφραση της
ενότητας της Ορθοδοξίας απέναντι σ’ αυτά τα προβλήματα, καθώς και την
ενιαία θέση της στις σχέσεις της με τον υπόλοιπο Χριστιανικό κόσμο. Και
είναι, νομίζω, τεράστια ευθύνη όλων να αποφύγουμε τον τραυματισμό αυτής
της ενότητας. Όταν εμείς δεν μπορούμε να ιεραρχούμε σωστά τις αξίες, να
βλέπουμε τα σπουδαία και να τα διακρίνουμε από τα δευτερεύοντα και
επουσιώδη, πώς το κάλεσμα μας προς τον λαό για ανύψωση από τα γήινα προς
τα πνευματικά θα βρει ανταπόκριση; Σκοπός, λοιπόν, της Συνόδου θα
πρέπει να είναι η ίαση των πληγών, των διαιρέσεων και δυσλειτουργιών,
και η δημιουργία του πλαισίου για ενιαία φωνή στο σώμα της Ορθοδόξου
Εκκλησίας.
Είμαι βέβαιος ότι όλοι συνειδητοποιούμε
ότι εξίσου σημαντικός σκοπός της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου είναι η
προβολή των πνευματικών θησαυρών της Ορθοδοξίας σε όλους εκείνους που
βρίσκονται πέραν των ορίων της, με σκοπό την προετοιμασία του δρόμου που
οδηγεί στην ενότητα. Ταυτόχρονα, έχοντας την πεποίθηση, την οποία και
αναφανδόν διακηρύττουμε, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία, Αγία,
Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού, επαναβεβαιώνουμε ότι
πρωταρχική προσπάθεια και μέλημά μας, σε όλους τους διαλόγους, είναι η
προσφορά της Ορθόδοξης διδασκαλίας και εμπειρίας στους άλλους
χριστιανούς.
Το Ορθόδοξο πλήρωμά μας αναμένει από τη
Σύνοδο να στρέψει την προσοχή της και προς τις Ορθόδοξες κοινωνίες, που
βυθίζονται καθημερινά και περισσότερο στη διαφθορά. Να αναζητήσει τα
αίτια και να προβάλει τρόπους θεραπείας. Να εκφράσει το ήθος και τις
αξίες της Εκκλησίας, ως αποτελεσματικά μέσα καταπολέμησης της διαφθοράς.
Να προβάλει τη μετεξέλιξη των πνευματικών αξιών σε δημόσιες αξίες και
να προσδώσει στη λειτουργική της διάσταση και μιαν ηθική διάσταση.
Δεν είναι λίγα, ούτε καταφρονητέα τα
μηνύματα που αναμένεται να εκπέμψει η Σύνοδός μας. Αναγνωρίζεται,
ωστόσο, από όλους ότι κάπου υστερήσαμε χρονικά στην προετοιμασία και
αυτή η καθυστέρηση έχει τον αντίκτυπό της και στα αποτελέσματα της
Συνόδου. Τα τόσα προβλήματα που αντιμετωπίσαμε, και που εξέτειναν σε
πολυχρόνια την προετοιμασία, οδήγησαν, κατά την ορολογία του μακαριστού
Χαλκηδόνος Μελίτωνος, ώστε τα προβλήματα της χθες να υπερκερασθούν όχι
από τα προβλήματα της σήμερον, ούτε της αύριον αλλά της μεθαύριον. Ο
κόσμος του 1961 ή του 1986 δεν υπάρχει πια. Στη θέση του γεννήθηκε ένας
άλλος κόσμος, πιο περίπλοκος. Μπροστά μας προβάλλουν μεν τα παντοτινά
υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου, αλλά και άλλα θέματα, όπως το
περιβάλλον, η βιοηθική, τα ναρκωτικά, οι τεχνικές της πληροφόρησης, η
οικονομία που έχει παρεκτραπεί. Ένας νέος τρόπος ζωής που στηρίζεται
στην κατανάλωση και στον ατομισμό αντικατέστησε τον διαχρονικό Ορθόδοξο
τρόπο ζωής με τη λιτότητα του βίου και την επιδίωξη της αρετής. Ο
άνθρωπος σήμερα ζει μιαν τραγωδία. Πάνω στα πιο άστατα πράγματα της ζωής
προσπαθεί να οικοδομήσει την ευτυχία του.
Η νοοτροπία του πολιτισμού μας οδηγεί
σήμερα πολλούς στην εκμετάλλευση όχι μόνο του συνανθρώπου αλλά και στην
υπερεκμετάλλευση της φύσης, στην καταστροφή του ίδιου του περιβάλλοντος,
με τελικό αποτέλεσμα την απουσία βαθύτερου νοήματος ζωής. Όπως,
προσφυώς, έχει λεχθεί, πίσω από τη γεωκτονία ευρίσκεται η πνευματική
αυτοκτονία του σύγχρονου ανθρώπου, πίσω από το ρημαγμένο περιβάλλον
υπάρχει το ρημαγμένο ανθρώπινο είναι.
Μπορεί, επομένως, να είναι ανάγκη να
λύσουμε με την παρούσα Σύνοδο ζητήματα κανονικής οργάνωσης της Ορθοδόξου
Εκκλησίας, δεν θα πρέπει, όμως, να έχουμε την ψευδαίσθηση ότι τα
προβλήματα αυτά απασχολούν το ποίμνιό μας ή, πολύ περισσότερο, ότι
ενδιαφέρουν τους άλλους Χριστιανούς. Θα πρέπει, ως εκ τούτου, με την
εμπειρία που αποκτήσαμε, να προχωρήσουμε γρήγορα σε μια νέα Μεγάλη
Σύνοδο που να ασχοληθεί επισταμένως με τα προβλήματα της Οικολογίας, της
Βιοηθικής, της μη σύμμετρης ανάπτυξης των υλικών και πνευματικών αξιών,
της απουσίας από τον σύγχρονο κόσμο νοήματος ζωής. Να δώσει ελπίδα στον
παραπαίοντα κόσμο. Ένα χρονικό διάστημα 3-5 ετών νομίζω πως είναι
αρκετό γι’ αυτό τον σκοπό. Μια τέτοια νέα Μεγάλη Πανορθόδοξη Σύνοδος θα
πρέπει να έχει επί πλέον ως στόχο της τη δημιουργία διόδου εισδοχής των
Ετεροδόξων στην Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως έκαναν και οι Οικουμενικές
Σύνοδοι της πρώτης χιλιετίας, και δημιουργία προϋποθέσεων επηρεασμού,
τόσο με την ιεραποστολή όσο και με άλλους τρόπους, εκ μέρους της, του
υπόλοιπου κόσμου. Χρησιμοποιώντας τους όρους της Φυσικής: να κρατήσει
την Ορθοδοξία ανοικτή για ώσμωση με τους Ετεροδόξους και διάχυση με τους
Ετεροθρήσκους. Να μελετήσει, επίσης, μεταρρυθμίσεις που δεν επηρεάζουν
τον πυρήνα της πίστης και τα δόγματα της Εκκλησίας και που αναφέρονται
σε ζητήματα πρακτικά, ηθικά, κανονικά σ’ έναν κόσμο που μεταβάλλεται
συνεχώς, ως προς τις δομές και τις λειτουργίες του. Το περίβλημα μπορεί
να αλλάξει, κάνοντας πιο προσιτό στον άνθρωπο το περιεχόμενο της
Ορθόδοξης πίστης μας.
Όσο κι αν οι άνθρωποι έχουν απομακρυνθεί
από το θέλημα του Θεού, όσο κι αν η κοινωνία μας έχει εκκοσμικευθεί, ο
κόσμος παραμένει πάντα το αντικείμενο της Πρόνοιας τού Θεού. Είναι η
δημιουργία του που έχει να επιτελέσει ένα σκοπό. Και εμείς, η Εκκλησία,
οφείλουμε να συμπαριστάμεθα και να καθοδηγούμε αυτόν τον κόσμο προς
εκπλήρωση του θελήματος του Θεού. Δεν περατώνεται, λοιπόν, ούτε και
μειώνεται η ευθύνη μας με την Αγία και Μεγάλη αυτή Σύνοδο. Αντίθετα
μάλιστα. Εκτιμώντας τις προσδοκίες του λαού θα πρέπει να εντείνουμε τις
προσπάθειές μας για να εκφράσουμε το θέλημα του Θεού στις συντεταγμένες
του καιρού μας, φωτίζοντας τον δρόμο των ανθρώπων μέσα στα ποικίλα
αδιέξοδα της ζωής.
Δοξάζοντας και πάλι τον Θεό,
ευχαριστούμε βαθύτατα πρώτα εσάς Παναγιώτατε, για την όλη μέριμνά Σας,
για τη σύγκληση και την ομαλή λειτουργία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου,
στα όρια της δικαιοδοσίας Σας, και ύστερα τον Σεβασμιώτατο Αρχιεπίσκοπο
και την ιεραρχία της Κρήτης, για τους πολλούς κόπους και τις ποικίλες
μέριμνες που έχουν επιφορτισθεί.
Ευχόμαστε πλούσιο τον φωτισμό του Θεού σ’ όλους μας για να’ ναι πλούσιο και το έργο που θα παράξουμε.
Address of His Beatitude Archbishop Chrysostomos of Cyprus to the Holy and Great Council
Translation of the Address of His Beatitude Archbishop Chrysostomos of Nova Justiniana & All Cyprus to the Holy and Great Council at its Opening Session on Monday, 20th June, 2016.
Your All-Holiness, holy brothers,
I do not think it to be a disadvantage that I, in speaking after many brothers, am constrained to repeat many things that have already been said. The event we are experiencing is an extraordinary and very great one, and for this reason, while stressing its significance and expressing our joy, we must persuade ourselves and the whole world of [the Council's] dimensions and the expected outcomes.
After many centuries of introspection, the Orthodox Church finds itself once again gathered together in council, in one joint journey towards confronting the pressing problems of the world. The historical transformations that have taken place since the eighth century until the present day, and which greatly wounded all the churches of the first millennium—social, epistemological, and economic changes, which quickened in pace in later centuries; the explosion of media and the rapid dissemination of knowledge and ideologies in our electronic age; the migration from the south to the north that we see nowadays; the many problems afflicting people. All this drives us to movement and action, and to take responsibility. Orthodoxy must hear and understand these problems and propose life-giving alternatives to the thorny issues of the day.
Therefore, the time has come when we should be measured against what is great. Finding ourselves, by God's providence, in the place where the apostles trod, here where the great Paul, together with Titus, preached Christ, we continue in the same footprints of this sacred history.
The convocation of the Holy and Great Council of the Orthodox Church, as much as it may seem unbelievable, is a reality! The absence of some local Churches does not diminish the importance of the Holy and Great Council. Both the themes and the texts of the Council, as well as the convocation of the Council, had been discussed and unanimously approved by the representatives and Primates of the Orthodox Churches. Their absence today is not related to the themes and the substance of the discussions, but is due, in my opinion, to reasons of communication or other internal matters of the Churches in question. For us, this event remains extremely important and a crowning achievement in the life of the Church. Even in their absence, we can say: "Now what was unheard of has been heard" [1].
The fulfillment of the dream, in which the Orthodox people of God have cradled and nourished their hope, causes every Orthodox person, and especially us pastors, to rejoice: because it not only stimulates inter-Orthodox relations, but also puts forward the credible witness of the Orthodox Church to the modern-day pressing problems of the human being and the world.
Even though the convocation of the Holy and Great Council is a collective act—not only of us who are alive, but also of our departed fathers and brethren, who, by God's leave, will have a share in our joy—we must, from the start, admit that the mastermind and guide behind this whole endeavor has been His All-Holiness, the Ecumenical Patriarch Bartholomew.
His All-Holiness has shaped and directed the many years of efforts, oftentimes gathering various tendencies together on the effective and saving foundation of these [fathers]. In the mosaic of the preparations for, and convocation of, the Holy and Great Council, each Church, each primate, and each hierarch, has their place. In the center, however, the imposing figure of His All-Holiness presides. A great man at a great hour in history! We thank you, Your All-Holiness.
Being filled right now with many emotions, and looking back, we are aware of the difficulties we faced in the long lead-up to the Council: the reefs and shoals, the Symplegades [1], through which our efforts passed.
Nevertheless, all of us Orthodox understand that such a summit was needed to shed light, through the Gospel, on the major problems of a world that is subject to constant changes, and to confront the new challenges facing society, though a series of difficulties threatened to frustrate its convocation.
In my opinion, the inter-Orthodox rivalries on account of ethnophyletism were the first reason why the preparations for the Council took so long. Ethnophyletism is what blocked the question of autocephaly and of the diptychs from coming to the Council, and is also the cause behind the less than canonical solution given to the issue of the diaspora. Nowadays, at a time when national barriers are being eliminated one after the other, we Orthodox do not just set ourselves at naught, but also set ourselves up for ridicule by setting up ethnicity as a constitutive element of our ecclesiology and our ecclesial identity.
The fulfillment of the dream, in which the Orthodox people of God have cradled and nourished their hope, causes every Orthodox person, and especially us pastors, to rejoice: because it not only stimulates inter-Orthodox relations, but also puts forward the credible witness of the Orthodox Church to the modern-day pressing problems of the human being and the world.
Even though the convocation of the Holy and Great Council is a collective act—not only of us who are alive, but also of our departed fathers and brethren, who, by God's leave, will have a share in our joy—we must, from the start, admit that the mastermind and guide behind this whole endeavor has been His All-Holiness, the Ecumenical Patriarch Bartholomew.
His All-Holiness has shaped and directed the many years of efforts, oftentimes gathering various tendencies together on the effective and saving foundation of these [fathers]. In the mosaic of the preparations for, and convocation of, the Holy and Great Council, each Church, each primate, and each hierarch, has their place. In the center, however, the imposing figure of His All-Holiness presides. A great man at a great hour in history! We thank you, Your All-Holiness.
Being filled right now with many emotions, and looking back, we are aware of the difficulties we faced in the long lead-up to the Council: the reefs and shoals, the Symplegades [1], through which our efforts passed.
Nevertheless, all of us Orthodox understand that such a summit was needed to shed light, through the Gospel, on the major problems of a world that is subject to constant changes, and to confront the new challenges facing society, though a series of difficulties threatened to frustrate its convocation.
In my opinion, the inter-Orthodox rivalries on account of ethnophyletism were the first reason why the preparations for the Council took so long. Ethnophyletism is what blocked the question of autocephaly and of the diptychs from coming to the Council, and is also the cause behind the less than canonical solution given to the issue of the diaspora. Nowadays, at a time when national barriers are being eliminated one after the other, we Orthodox do not just set ourselves at naught, but also set ourselves up for ridicule by setting up ethnicity as a constitutive element of our ecclesiology and our ecclesial identity.
The fundamentalist groups, the fanatics—among whom are found both theologians and hierarchs, and who themselves do little—and who are pretty much everywhere in the Orthodox world today, equally merit serious consideration: not only on account of the delay in convening the Holy and Great Council, but also on account of the danger threatened [by them]. The opposition of these groups to every notion of rapprochement with other Christians has indirectly affected even our local Councils, which have attempted and continue to attempt to make profuse amendments to the texts and regulations of the documents that were prepared by the Pre-Conciliar Meetings. We have no illusions. For these groups, we have been found to be mired in heresy and apostasy.
These situations in the Church are neither unknown nor unprecedented. The field of the Church also brings forth tares that have been sown by the enemy; The Church shall live thus until the end of the ages.
Moreover, the hardships suffered by all the Orthodox Churches in the years of preparation are known and should not be ignored. Thus far, 1964 marks the last great persecution of the Orthodox Church of Constantinople, which was a continuation of the [persecutions] of 1922 and 1974. There was the expatriation of 1955, continuing to this day, of the Orthodox element in our Church. In recent years, there has been the martyrdom of the Patriarchates of the Middle East. Throughout nearly the entire twentieth century, there were the tribulations for most Orthodox Churches under the Communist regime. All of these sufferings, of course, exercised a negative impact on the preparations of the Council, both in terms of the timeline as well as the themes.
Moreover, the hardships suffered by all the Orthodox Churches in the years of preparation are known and should not be ignored. Thus far, 1964 marks the last great persecution of the Orthodox Church of Constantinople, which was a continuation of the [persecutions] of 1922 and 1974. There was the expatriation of 1955, continuing to this day, of the Orthodox element in our Church. In recent years, there has been the martyrdom of the Patriarchates of the Middle East. Throughout nearly the entire twentieth century, there were the tribulations for most Orthodox Churches under the Communist regime. All of these sufferings, of course, exercised a negative impact on the preparations of the Council, both in terms of the timeline as well as the themes.
And, yet, the change in the structures and the symbolic universe of Orthodox societies greatly hampered our work. The Orthodox communities that had been rural and agrarian gradually became urban and industrial. Migrations, both internal and external, overthrew the social and cultural cohesion of communities. The Internet and other media questioned the uniqueness of Orthodox teaching and led many to move away from this. Under these circumstances, human problems are constantly changing shape and priorities are constantly changing, which fact often leads to questioning the value or effectiveness of the issues dealt with by the Council.
And most importantly: we talk about the Greek East (τὴν καθ' ἡμᾶς Ἀνατολήν); about our particular way of living and thinking, our values, traditions, and ideals. But how can we be distinguished in our ethos and traditions when we have all adopted a culture imported from the West, and a Western lifestyle? Half of Orthodoxy today is culturally a part of Europe; our countries are members of the European Union, where the Western expression of Christianity dominates. How easy is it to express our beliefs by means of a system of labels contrary to our own values?
But glory be to God! The difficulties and the suffering are today a thing of the past. And sitting now in Council, we glorify God who has led us "to this hour" [3].
Naturally (thanks to technology), everyone has their eyes on us in these days, waiting for a word of life, a word of substance that appeals to everyone. Especially now, with the crisis of the Western world’s turning away from its own Christianity, we have become an expectation of hope. Events determine our own responsibility, pushing us to focus not so much on the internal problems of Orthodoxy. In the eyes of the modern world, which desperately seeks for a sign of life and a vision of salvation, we might resemble the sons of Zebedee, if we continue to make a fuss over the diptychs and primacy, over insignificant things of life.
It is certain that the world is watching us, seeking to learn what efficacious word Orthodoxy has to say Orthodoxy to the problems and concerns of people today. We have to demonstrate our ability to grasp the message of the times.
Primarily, however, the Orthodox world expects from the Holy Council a practical expression of the unity of Orthodoxy in the face of these problems, and a single position in its relations with the rest of the Christian world. And it is, I think, a huge responsibility of all to avoid harming this unity. When we are unable properly to prioritize values, to distinguish what is great from what is secondary and insubstantial, what response will our call to the people find to rise from what is earthly to what is spiritual? The aim, then, of the Council will be the healing of wounds, divisions, and failures, and to create the framework for a single voice in the body of the Orthodox Church.
I am sure we all realize that an equally important purpose of the Holy and Great Council is the promotion of the spiritual treasures of Orthodoxy to all those beyond its limits in order to prepare the path leading to unity. At the same time, having the conviction which we openly declare, that the Orthodox Church is the one, holy, catholic and apostolic Church of Christ, we reaffirm that our primary effort and concern, in all dialogues, is the offering of Orthodox teaching and experience to other Christians.
The fullness of our Orthodoxy awaits us from the Council: that it also turn its attention to Orthodox societies, which day by day descend increasingly into corruption; that it seek the causes [of this] and offer options for treatment; that it express the ethos and values f the Church, as an effective means of combating corruption; and that it highlight the evolution of spiritual values ith public values nd provide [the Church’s] liturgical dimension with a moral one as well.
The messages expected to be promulgated by the Council are neither few in number nor are they to be disparaged. It is recognized, however, by all that we lagged somewhat in preparing and this delay has had an impact on the results of the Council as well. The many problems we have faced, and which have dragged out the preparations over many years, have brought us to the point (in the words of Melito, the Bishop of Chalcedon of blessed memory) where the problems of yesterday have not been overcome by the problems of today, nor by the problems of tomorrow, but by those of the day after next. The world of 1961 or 1986 no longer exists. In its place, another more complicated world was born. We see set before us the external existential problems of humanity, as well as other issues such as the environment, bioethics, drugs, information technology, and the economy, which has gone awry. A new way of life based on consumption and individualism has replaced the timeless Orthodox lifestyle with its austere way of life and the pursuit of virtue. The human being of today is now living out a tragedy. Atop the most unsettled things of life, he tries to build his happiness.
The mentality of our culture today leads many to exploit not only their fellow human beings but also to exploit nature and to destroy the environment itself, with the final result of having no deeper meaning in life. As has been aptly said, underlying the murder of the earth [γεοκτωνία] is the spiritual suicide [αυτοκτωνία] of the modern human being, and underlying our ruined environment is ruined human nature.
It may, therefore, be necessary that by this Council we solve the issues of the canonical organization of the Orthodox Church; however, we should harbour no illusions that these problems concern or interest our flock more than they do other Christians. With the experience we have gained, therefore, we should proceed quickly to a new Great Council that will chiefly deal with the problems of ecology, bioethics, the non-symmetrical development of material and spiritual values, and a lacking meaning of life in the modern world, and that will give hope to the staggering world. A period of 3 to 5 years will suffice for this aim, I think. Such a new Great Pan-Orthodox Council should have the additional aim of creating a way for receiving heterodox [Christians] into the Orthodox Church, as did the Ecumenical Councils of the first millennium, and creating conditions for exercising for its part an influence, both in terms of mission work as well as in other ways, on the rest of the world. To borrow a phrasing from physics: it should aim at keeping Orthodoxy open to osmosis into heterodox [groups] and diffusion outwards to other religions. It should also study reforms that do not affect the core of the faith and doctrine of the Church and which refer to practical, moral, and canonical issues in a world that is constantly changing in terms of structures and functions. The packaging can be modified, making the content of our Orthodox faith more accessible to human beings.
And most importantly: we talk about the Greek East (τὴν καθ' ἡμᾶς Ἀνατολήν); about our particular way of living and thinking, our values, traditions, and ideals. But how can we be distinguished in our ethos and traditions when we have all adopted a culture imported from the West, and a Western lifestyle? Half of Orthodoxy today is culturally a part of Europe; our countries are members of the European Union, where the Western expression of Christianity dominates. How easy is it to express our beliefs by means of a system of labels contrary to our own values?
But glory be to God! The difficulties and the suffering are today a thing of the past. And sitting now in Council, we glorify God who has led us "to this hour" [3].
Naturally (thanks to technology), everyone has their eyes on us in these days, waiting for a word of life, a word of substance that appeals to everyone. Especially now, with the crisis of the Western world’s turning away from its own Christianity, we have become an expectation of hope. Events determine our own responsibility, pushing us to focus not so much on the internal problems of Orthodoxy. In the eyes of the modern world, which desperately seeks for a sign of life and a vision of salvation, we might resemble the sons of Zebedee, if we continue to make a fuss over the diptychs and primacy, over insignificant things of life.
It is certain that the world is watching us, seeking to learn what efficacious word Orthodoxy has to say Orthodoxy to the problems and concerns of people today. We have to demonstrate our ability to grasp the message of the times.
Primarily, however, the Orthodox world expects from the Holy Council a practical expression of the unity of Orthodoxy in the face of these problems, and a single position in its relations with the rest of the Christian world. And it is, I think, a huge responsibility of all to avoid harming this unity. When we are unable properly to prioritize values, to distinguish what is great from what is secondary and insubstantial, what response will our call to the people find to rise from what is earthly to what is spiritual? The aim, then, of the Council will be the healing of wounds, divisions, and failures, and to create the framework for a single voice in the body of the Orthodox Church.
I am sure we all realize that an equally important purpose of the Holy and Great Council is the promotion of the spiritual treasures of Orthodoxy to all those beyond its limits in order to prepare the path leading to unity. At the same time, having the conviction which we openly declare, that the Orthodox Church is the one, holy, catholic and apostolic Church of Christ, we reaffirm that our primary effort and concern, in all dialogues, is the offering of Orthodox teaching and experience to other Christians.
The fullness of our Orthodoxy awaits us from the Council: that it also turn its attention to Orthodox societies, which day by day descend increasingly into corruption; that it seek the causes [of this] and offer options for treatment; that it express the ethos and values f the Church, as an effective means of combating corruption; and that it highlight the evolution of spiritual values ith public values nd provide [the Church’s] liturgical dimension with a moral one as well.
The messages expected to be promulgated by the Council are neither few in number nor are they to be disparaged. It is recognized, however, by all that we lagged somewhat in preparing and this delay has had an impact on the results of the Council as well. The many problems we have faced, and which have dragged out the preparations over many years, have brought us to the point (in the words of Melito, the Bishop of Chalcedon of blessed memory) where the problems of yesterday have not been overcome by the problems of today, nor by the problems of tomorrow, but by those of the day after next. The world of 1961 or 1986 no longer exists. In its place, another more complicated world was born. We see set before us the external existential problems of humanity, as well as other issues such as the environment, bioethics, drugs, information technology, and the economy, which has gone awry. A new way of life based on consumption and individualism has replaced the timeless Orthodox lifestyle with its austere way of life and the pursuit of virtue. The human being of today is now living out a tragedy. Atop the most unsettled things of life, he tries to build his happiness.
The mentality of our culture today leads many to exploit not only their fellow human beings but also to exploit nature and to destroy the environment itself, with the final result of having no deeper meaning in life. As has been aptly said, underlying the murder of the earth [γεοκτωνία] is the spiritual suicide [αυτοκτωνία] of the modern human being, and underlying our ruined environment is ruined human nature.
It may, therefore, be necessary that by this Council we solve the issues of the canonical organization of the Orthodox Church; however, we should harbour no illusions that these problems concern or interest our flock more than they do other Christians. With the experience we have gained, therefore, we should proceed quickly to a new Great Council that will chiefly deal with the problems of ecology, bioethics, the non-symmetrical development of material and spiritual values, and a lacking meaning of life in the modern world, and that will give hope to the staggering world. A period of 3 to 5 years will suffice for this aim, I think. Such a new Great Pan-Orthodox Council should have the additional aim of creating a way for receiving heterodox [Christians] into the Orthodox Church, as did the Ecumenical Councils of the first millennium, and creating conditions for exercising for its part an influence, both in terms of mission work as well as in other ways, on the rest of the world. To borrow a phrasing from physics: it should aim at keeping Orthodoxy open to osmosis into heterodox [groups] and diffusion outwards to other religions. It should also study reforms that do not affect the core of the faith and doctrine of the Church and which refer to practical, moral, and canonical issues in a world that is constantly changing in terms of structures and functions. The packaging can be modified, making the content of our Orthodox faith more accessible to human beings.
Even though people have been distanced from the will of God, even though our society has become secularized, the world forever remains the object of Divine Providence. Its creation entails a goal to be attained. And we, the Church, must support and guide this world towards the fulfilment of the will of God. Our responsibility is, therefore, neither terminated nor reduced by this Holy and Great Council. On the contrary: considering the expectations of the people, we should redouble our efforts to express the will of God in our time and place, illuminating the way for people in the various straits of life.
Once again glorifying God, we first thank Your All-Holiness from the bottom of our heart, for all your care, for the convocation and the smooth operation of the Holy and Great Council, within the bounds of your jurisdiction, and furthermore the Reverend Archbishop and episcopate of Crete, for the many labors and various cares with which they have been entrusted.
We pray for God’s bountiful light on us all so that the work we shall undertake might also be bountiful.
Once again glorifying God, we first thank Your All-Holiness from the bottom of our heart, for all your care, for the convocation and the smooth operation of the Holy and Great Council, within the bounds of your jurisdiction, and furthermore the Reverend Archbishop and episcopate of Crete, for the many labors and various cares with which they have been entrusted.
We pray for God’s bountiful light on us all so that the work we shall undertake might also be bountiful.
[1] This is the first line of the second troparion, Ode 7, second canon at Matins of the Feast of Transfiguration.
[2] The Symplegades [Gr. Συμπληγάδες] or "Clashing Rocks," also known as the Cyanean Rocks, were, according to Greek mythology, a pair of rocks at the Bosphorus that clashed together when somebody went through. They were defeated by Jason and the Argonauts, who would have been lost and killed by the rocks except for Phineus' advice. Jason let a dove fly between the rocks; it lost only its tail feathers. The Argonauts rowed mightily to get through and lost only part of the stern ornament. After that, the Symplegades stopped moving permanently.
[3] Cf. Jn 12:27.