HOLY AND GREAT COUNCIL DOCUMENT

Draft Synodical Document

Κυριακή 3 Ιουλίου 2016

Η ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΩΣ ΣΗΜΕΙΟ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ


Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ν. Ιωνίας και Φιλαδελφείας κ. Γαβριήλ, poimin.gr


Με την λήξη των εργασιών της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία έλαβε χώρα στην Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης, ολοκληρώθηκε επιτυχώς εν Αγίω Πνεύματι, μία ιδιαίτερα μακρά, δύσκολη, αλλά και κοινή πορεία μεταξύ των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, απ’ τη στιγμή της έναρξης των επίσημων σχεδίων συγκλήσεώς της.
Πράγματι, πέρασαν πενήντα πέντε (55) ολόκληρα χρόνια από την Α’ Πανορθόδοξο Διάσκεψη της Ρόδου (1961), όπου διακηρύχθηκε έντονα, κατόπιν συνεχούς και επιμόνου αιτήματος του εκκλησιαστικού σώματος, η κοινή και ομόφωνη βούληση μεταξύ των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών για μία από κοινού προετοιμασία σύγκλησης μίας Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Έτσι, η ανάγκη ενός πιο εποικοδομητικού διαλόγου ανάμεσα στις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες έγινε επιτακτική και σκοπό είχε την αποτελεσματική αντιμετώπιση των ποικίλλων νέων, οξύτατων προβλημάτων καθώς και των πολυσύνθετων κρίσεων του ανθρώπου σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ωστόσο, είναι άξια αναφοράς σε όλη αυτή την πορεία προς την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο η καθοριστική συμβολή του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, ο οποίος με το συνεχές, έμπρακτο και ανύστακτο ενδιαφέρον του για τις σχέσεις μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών υπήρξε ο κατεξοχήν αρωγός και πνευματικός καθοδηγητής σε όλη αυτή την πορεία, συμβάλλοντας τα μέγιστα τόσο καθ’ όλη την μακρά περίοδο της προετοιμασίας της Συνόδου, όσο και στην εν τέλει επιτυχή ολοκλήρωση αυτής. Καθοριστική ήταν επίσης η συμβολή της γραμματείας προετοιμασίας της Συνόδου, η οποία, απαρτιζόμενη από πεπειραμένα πρόσωπα του Οικουμενικού Πατριαρχείου με έδρα το Σαμπεζύ της Γενεύης κατάφερε να οριστικοποιήσει την θεματολογία και να αμβλύνει τις όποιες δυσκολίες μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Οι κατά τόπους Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες κλήθηκαν και κατάφεραν, μέσα από τον Συνοδικό Θεσμό, ο οποίος αποτελεί τον κορμό και την ουσία του διοικητικού συστήματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, να σταθούν με αγάπη και σεβασμό δίπλα στον σύγχρονο άνθρωπο, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της προσωπικής του ελευθερίας και να προσεγγίσουν ουσιαστικά τα πολυσύνθετα προβλήματά του, επιβεβαιώνοντας έτσι την μεταξύ τους αρραγή ενότητα, την εν Χριστώ αγάπη, την ομοφροσύνη και την κοινωνία.
Συνεπώς, δόθηκε η ευκαιρία στην Ορθόδοξη Εκκλησία να προβάλλει με τον πλέον εμφατικό τρόπο σε ολόκληρο τον κόσμο την διαχρονική συνοδική της συνείδηση που πηγάζει μέσα από την πνευματική εμπειρία της κοινής ευχαριστιακής σύναξης των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, διακηρύσσοντας περίτρανα ότι η ίδια αποτελεί μία θεανθρώπινη κοινωνία κατ’ εικόνα της Αγίας Τριάδος, ήτοι την Εκκλησία των Οικουμενικών συνόδων και αποτελεί την αυθεντική συνέχεια της μίας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Έτσι, σύμφωνα με την αποστολική και πατερική παράδοση η ίδια χαρακτηρίζεται ως «Σώμα Χριστού» και συνδέεται άρρηκτα με το Μυστήριο της Θείας Ενανθρωπίσεως.
Εντούτοις, τα επίσημα έγγραφα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, ως καρπός συνοδικότητoς, αποπνέουν αναμφισβήτητα έναν εντυπωσιακό δυναμισμό, αφού η Εκκλησία, καίτοι ἐν τῷ κόσμῳ (Ιω. 17, 11), οὐκ ἐστίν ἐκ τοῦ κόσμου (Ιω. 17, 14), αποκτά πλέον ενεργό ρόλο και αποφασιστική δράση μέσα στον κόσμο. Πράγματι, η εξαγγελία του Ευαγγελίου αποτελεί τον πυρήνα της ταυτότητάς της και η ίδια φέρει ως αδιάλειπτο χρέος της τόσο τον επανευαγγελισμό του λαού του Θεού στις σύγχρονες εκκοσμικευμένες κοινωνίες, όσο και τον ευαγγελισμό σε όσους ακόμη δεν γνώρισαν τον Χριστό.
Με το συνεχές και ακοπίαστο ενδιαφέρον της για τον σύγχρονο άνθρωπο προσεγγίζει τον ιερό θεσμό της «οικογένειας» και εκδηλώνει έντονα την ανησυχία της για την σύγχρονη κρίση του γάμου, που οφείλεται κυρίως στην κρίση της ελευθερίας του ατόμου ως ευθύνης, καθώς και στην λήθη του θυσιαστικού ήθους της αγάπης.
Η νεολαία κατείχε πάντοτε πρωταρχική θέση στο έργο της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Μέσα από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο η φωνή της Εκκλησίας γίνεται εντονότερη και ουσιαστικότερη, αφού απευθύνεται με αγάπη και στοργή προς τα παιδιά. Εκδηλώνει με τον πλέον αποφασιστικό τρόπο το ενδιαφέρον της τόσο για τον χώρο της αγωγής και της παιδείας, όσο γενικότερα και της ζωής τους. Οι νέοι αποτελούν για την Εκκλησία όχι απλά το μέλλον, αλλά την ενεργό έκφραση της φιλόθεης και φιλάνθρωπης ζωής στο παρόν, αφού και οι ίδιοι μπορούν να αναζητήσουν στην Εκκλησία τόσο την αναγκαία «βοήθεια», όσο και την «αλήθεια» της καινής εν Χριστώ ζωής. Έτσι, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν διστάζει να καλέσει τους νέους σε ενεργό συμμετοχή στη ζωή της, αποβλέποντας παράλληλα σε μία παιδεία που να αποβλέπει τόσο στη νοητική καλλιέργεια, όσο και στην ανάπτυξη του όλου ανθρώπου ως ψυχοσωματικής και πνευματικής οντότητας.
Ωστόσο, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν θα μπορούσε να μείνει απαθής και αμέτοχη στις σύγχρονες προκλήσεις. Σε μία εκκοσμικευμένη κοινωνία, η οποία μαστίζεται από ακραίες τάσεις αυτονόμησης του ανθρώπου από τον Χριστό και την Εκκλησία, αποβάλλει την αυθαίρετη και τόσο παρεξηγημένη ταύτισή της με τον συντηρητισμό και προβάλλει τον «θεάνθρωπο», έναντι του σύγχρονου «ανθρωποθεού», αναδεικνύοντας το Σώμα του, την Εκκλησία, ως τόπο και τρόπο της ελεύθερης ζωής, ως «ἀληθεύειν ἐν ἀγάπη» (Εφ. 4, 15).
Φυσικά η ίδια δεν είναι αντίθετη στην σύγχρονη ανάπτυξη των επιστημών και της τεχνολογίας. Απαιτεί όμως από τον άνθρωπο διάκριση, αφού είναι πάντοτε ορατός ο κίνδυνος χειραγώγησης της ανθρώπινης ελευθερίας, μιας και η επιστημονική γνώση δεν κινητοποιεί την ηθική βούληση του ανθρώπου. Έναντι στην ανεξέλεγκτη χρήση της βιοτεχνολογίας και με τον φόβο να μετατραπεί ο άνθρωπος σε μία βιολογική μηχανή, η Ορθόδοξη Εκκλησία στηρίζεται σε θεοδίδακτα κριτήρια. Αναδεικνύει την ορθόδοξη ανθρωπολογία και μέσω αυτής προβάλλει την ιερότητα της ζωής και τον χαρακτήρα του ανθρώπου ως προσώπου, αφού τολμά και αντιστέκεται σε οτιδήποτε θίγει την αξιοπρέπεια του ανθρώπου και του θείου προορισμού του. Θίγει το ευαίσθητο θέμα του σύγχρονου και συνεχούς επιδεινωμένου φαινομένου της οικολογικής κρίσης και προβάλλει ως μέσο αντιμετώπισης την «μετάνοια» και την «άσκηση», ως αντίδοτο στον υπερκαταναλωτισμό, δίνοντας έτσι την δυνατότητα στον άνθρωπο να καλλιεργήσει μία ευχαριστιακή σχέση με την κτίση.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία στέκεται άφοβα ενώπιον τόσο του πολυσύνθετου φαινομένου της παγκοσμιοποίησης, όσο και κατά της έξαρσης των ακραίων φαινομένων θρησκευτικής βίας, παίρνοντας παράλληλα επίσημη θέση για το σύγχρονο κοινωνικό φαινόμενο της μετανάστευσης. Η ίδια εισηγείται την προστασία της ταυτότητας των λαών και την ενίσχυση της εντοπιότητας, προτείνοντας μία οικονομία θεμελιωμένη στις αρχές του Ευαγγελίου. Συνεπώς, χωρίς να αναμιγνύεται στην πολιτική και μένοντας αμέτοχη και έξω από φαύλα πολιτικά παιχνίδια τάσσεται υπέρ της εποικοδομητικής συνεργασίας με το κοσμικό κράτος με σκοπό πάντοτε την διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπου θεμελιώδες δικαίωμα κάθε πολίτη αποτελεί η αρχή της θρησκευτικής ελευθερίας. Έτσι, βρίσκεται πάντοτε στο πλευρό των «κοπιώντων καί πεφορτισμένων», (Ματθ. 11, 28), κάνοντας έκκληση στους υπευθύνους να άρουν τις αιτίες δημιουργίας της προσφυγικής κρίσεως, παροτρύνοντας κάθε άνθρωπο να παράσχει κάθε δυνατή βοήθεια, ακόμη και από το υστέρημά του.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν μένει απομονωμένη. Κάθε απομόνωση ισοδυναμεί με αποκλεισμό και οπισθοδρόμηση. Έτσι, τάσσεται υπέρ του διαλόγου, ιδιαιτέρως μετά των ετεροδόξων χριστιανών. Οι διάλογοι δεν σημαίνουν συμβιβασμό σε ζητήματα πίστεως, αλλ’ ανέκαθεν οι διαχριστιανικοί διάλογοι λειτούργησαν και λειτουργούν ως ευκαιρία για την Ορθοδοξία να αναδείξει αφενός μεν την διδασκαλία των Πατέρων και αφετέρου να δώσει αξιόπιστη μαρτυρία της γνήσιας παράδοσης της μίας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας.
Συνεπώς, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι το γεγονός της σύγκλησης της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου αποτέλεσε κατά το παρελθόν αφενός μεν μία τεράστια πρόκληση για την Ορθοδοξία, αφετέρου δε αποτελεί σήμερα ένα γεγονός υψίστης ιστορικής εκκλησιαστικής και εκκλησιολογικής σημασίας. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία στο εξής θα αναφέρεται και θα αναφέρει για την εποχή πριν και μετά την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο.