HOLY AND GREAT COUNCIL DOCUMENT

Draft Synodical Document

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2016

ΘΕΤΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ - ΒΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΣΥΝΟΔΟΥ

Γράφει ο Παναγιώτης Μπούμης, Ὁμότ. Καθηγητής Παν/μίου Ἀθηνῶν| Romfea.gr

Πέρα ἀπό τή δημιουργία ὁρισμένων προσωρινῶν δυσμενῶν ἐντυπώσεων γιά τήν ἑνότητα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μέ τή σύγκληση τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου ἔχουμε καί τά ἑξῆς θετικά-εὐνοϊκά ἀποτελέσματα γιά τήν καθόλου Ἐκκλησία.
Α΄
Εἶναι, νομίζουμε, ἀκόμη μία ἔνδειξη ὅσα συνέβησαν ὅτι ἄν δέν συζητήσουμε καί καταλήξουμε προηγουμένως πῶς θά ἀντιμετωπίζουμε τή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, δέν μποροῦμε νά κάνουμε λόγο γιά μία Πανορθόδοξο Σύνοδο μέ τήν ἔννοια τῆς Οἰκουμενικῆς καί ἀλάθητης Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας. Τό μεγάλο ἐρώτημα δηλαδή εἶναι τό ἑξῆς: Μποροῦμε οἱ Ὀρθόδοξοι νά συγκαλέσουμε καί νά συγκροτήσουμε μία Σύνοδο, ἡ ὁποία θά ἔχει τίς ἀπαιτήσεις μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου (π.χ. τό ἀλάθητο) ἤ θά εἶναι ἁπλῶς μία τοπική (ἄντε γενική) Σύνοδος, ἡ ὁποία δέν θά ἔχει ὅμως τό κῦρος καί τήν αὐθεντία τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου;
Πάντως οἱ ἐνδείξεις μέ τή μή σύγκληση Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί καθ' ὅλη τή δεύτερη μετά Χριστόν χιλιετία ἕνεκα διαφόρων ἐμποδίων (Ὀθωμανοκρατία, κομμουνισμός κ.ἄ.) ἀπό τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, μᾶλλον πρός μία ἀρνητική ἀπάντηση ὁδηγοῦν, ὡς πρός τή σύγκληση Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπό τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες.
Στό ἴδιο συμπέρασμα ὁδηγεῖ ἀσφαλῶς καί τό πρόσφατο γεγονός τῆς αἰφνίδιας ἀπουσίας ἀπό τήν Πανορθόδοξο Σύνοδο Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν παρ' ὅλη τή μεγάλη προετοιμασία πού προηγήθηκε. Αὐτά ἐνισχύονται καί ἀπό τό ἄλλο γεγονός ―ἀκριβῶς καί γι' αὐτό― ὅτι στίς ἀρχές μάλιστα τῶν προετοιμασιῶν, ἀλλά καί ἀργότερα μέχρι σήμερα, γινόταν λόγος γιά τή Σύνοδο αὐτή ὡς Οἰκουμενική. Πάντως τό ἀποτέλεσμα καί τό συμπέρασμα εἶναι ὅτι δέν εἶναι Οἰκουμενική γιά τόν ἄλφα ἤ βῆτα λόγο. Ἄρα δέν ἀντιπροσωπεύει ὅλη τήν Ἐκκλησία.
Β΄
Ἕνα ἄλλο φαινόμενο, θετικό ἀποτέλεσμα-βῆμα, ἀποδεικνύεται καί τό γεγονός ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτή «ἀγνόησε» ἕνα πολύ μεγάλο καί ἱστορικό γεγονός, τό ὁποῖο ἔλαβε χώρα μεταξύ τῶν δύο μεγάλων Ἐκκλησιῶν, Ἀνατολῆς καί Δύσεως, τήν 7η Δεκεμβρίου τοῦ 1965. Οὔτε λίγο, οὔτε πολύ, δηλαδή πρό πενήντα ἐτῶν. Καί μετά τήν παρέλευση ἤ μᾶλλον μέ αὐτήν τή συμπλήρωση τῶν 50 ἐτῶν ἀπαιτεῖτο κάτι νά γίνει μέ τό σχετικό γεγονός.
Αὐτό τό γεγονός, γιά νά μήν τά πολυλογοῦμε, εἶναι ἡ ἀμοιβαία ἄρση τῶν ἀναθεμάτων τοῦ 1054 μεταξύ Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως. Παρατηρήθηκε τ.ἔ. τό εὔγλωττο φαινόμενο ὅτι, ἐνῶ διεξοδικῶς ἀσχολήθηκαν καί μέ ἐκκλησιολογικά - ἐκκλησιαστικά θέματα, οὔτε ἐπεκύρωσαν ἀλλά οὔτε ἀκύρωσαν οὔτε ἐπεξέτειναν οὔτε ὁλοκλήρωσαν οὔτε ἔστω διασαφήνισαν τή γενόμενη αὐτή ἱστορική Πράξη.
Πάντως τό γεγονός ὅτι μία ἐπιγενόμενη τό 2016 Πανορθόδοξος Σύνοδος δέν ἀκύρωσε ―δέν βρέθηκε οὔτε μία παροῦσα ἤ ἀποῦσα Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, οὔτε μερικοί λίαν συντηρητικοί χριστιανοί νά θίξουν τό θέμα αὐτό καί ἑπομένως καί τή γενόμενη ἄρση― σημαίνει ὅτι ἐμμέσως ἤ ἐξ ἀντιθέτου (a contrario) ἡ γενόμενη Πράξη τῆς ἄρσεως σιωπηλῶς ἔχει ἀναγνωριστεῖ καί ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Σημειωθήτω ὅτι ἡ Πράξη αὐτή ἤδη ἀπό τή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία εἶχε ἐγκριθεῖ καί ἀναγνωριστεῖ μέ τή Β΄ Βατικάνιο Σύνοδο.
Καί λοιπόν: Ἔτσι ἦρθαν τά πράγματα; Ἔτσι, νομίζουμε, ἐπέτρεψε ὁ Θεός, ὥστε νά ἀσχοληθοῦν τά μέλη τῆς Συνόδου ἀκόμη καί μέ θέματα πρωτοκαθεδρίας καί τό θέμα αὐτό πού συνεπῆρε τόν χριστιανικό κόσμο τό 1965-66 νά μή θιγεῖ, ἑπομένως καί νά μήν τρωθεῖ. Ἀντιθέτως νά ἰσχυροποιηθεῖ.
Γ΄
Μήπως ὁ Θεός τά ἔφερε ἔτσι, ὥστε ἐνῶ θέλησε νά ἀσχοληθεῖ μέ ἐκκλησιαστικά θέματα ἡ Σύνοδος, ἐν τούτοις νά μένει ὁ προβληματισμός περί τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας μία χιλιετία καί περί τῆς Διαμαρτυρήσεως (τῶν Προτεσταντῶν) μισή χιλιετία; Γιατί αὐτή ἡ ἐξέλιξη; Μήπως κάτι περιμένει ὁ Θεός καί ἀπό τίς δύο Ἐκκλησίες καί ἀπό τούς Προτεστάντες προηγουμένως νά συμβεῖ, ὥστε νά φωτίσει τούς ἐκκλησιαστικούς ἡγήτορες νά προχωρήσουν στήν κανονική καί πλήρη ἑνότητά τους;
Γιατί ἡ Ἀνατολική καί ἡ Δυτική Ἐκκλησία μπορεῖ νά εἶναι ἀδελφές καί κατά τόν ἀπόστολο Ἰωάννη, ἀλλά περιμένει νά γνωριστοῦν καί νά ἀναγνωριστοῦν περισσότερο καί πληρέστερα (Β΄ καί Γ΄ Ἐπιστολές), ὥστε ἡ ἑνότητά τους νά εἶναι πιό ἀληθινή καί ἀσφαλής, πιό ὁλοκληρωμένη;
Καί συνεχίζουμε διασαφηνιστικά: Μήπως, γιά νά ὁλοκληρωθοῦν οἱ καλές μεταξύ τους σχέσεις, πρέπει νά ληφθοῦν ὑπ' ὄψη ὁρισμένα γεγονότα καί πράξεις καί νά ἀντιμετωπιστοῦν ἀναλόγως, ἐκτός καί νομίζουν οἱ σημερινοί ἐκκλησιαστικοί ἡγέτες ὅτι οἱ προκάτοχοί τους «ἔπαιζαν» μέ τούς ἀφορισμούς καί τά ἀναθέματα, τά συλλογικά ἤ ἀτομικά, πού ἐπέβαλλαν.
Ἔτσι τέτοια σοβαρά γεγονότα καί ὄχι «παιχνίδια» ἦταν π.χ. οἱ τοπικοί ἤ γενικότεροι ἤ καί μεμονωμένοι ἀφορισμοί Ρωμαιοκαθολικῶν χριστιανῶν ἀπό Ὀρθοδόξους (φυσικά γινόταν καί τό ἀντίθετο). Μεταξύ τῶν τοιουτοτρόπως ἀναθεματισθέντων πρέπει νά θεωροῦνται καί (οἱ) Προτεστάντες, ἀφοῦ ἀποτελοῦσαν μέρος τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, πρίν ἀπομακρυνθοῦν ἀπό αὐτή, ὅταν ἐκφωνήθηκαν οἱ ἐν λόγῳ ἀφορισμοί.
Ἀλλ' ἐκτός αὐτοῦ ἔχουν οἱ Προτεστάντες τούς ἀναθεματισμούς τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, ὅταν ἀποστάτησαν ἀπό αὐτούς. Μήπως ἔτσι τέθηκαν ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι μόνο τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς, ἀλλά καί τῆς καθόλου, τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας; Καί πῶς θά τούς ὀνομάσουμε Ἐκκλησία, ἐφ' ὅσον δέν αἴρονται πρῶτα οἱ ἀναθεματισμοί;
Ἐπαναλαμβάνουμε: Ἄν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί καί οἱ Προτεστάντες εἶναι ἀναθεματισμένοι ―ὅσοι εἶναι― καί ἀποκομμένοι π.χ. ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πῶς θά τούς ποῦμε ἤ θά τούς πείσουμε ὅτι βρίσκονται (στήν) Ἐκκλησία καί ὄχι (στήν) αἵρεση; Σ' αὐτά πρέπει νά ἔχουμε ὑπ' ὄψη τόν 6ο κανόνα τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού ὁρίζει: «Αἱρετικούς (ὄχι μέλη τῆς Ἐκκλησίας) λέγομεν τούς τε πάλαι τῆς ἐκκλησίας ἀποκηρυχθέντας, καί τούς μετά ταῦτα ὑφ' ἡμῶν ἀναθεματισθέντας».
Δ΄
Ἄν δέν διευθετηθοῦν τά πράγματα στό ζήτημα αὐτῶν τῶν ἀναθεμάτων καί τῆς ἰσχύος τους ἤ ἄρσεώς τους, πῶς θά μπορέσουμε νά λύσουμε ἱκανοποιητικῶς καί ἐπιτυχῶς τά συναφῆ προβλήματα τῆς Ἐκκλησιαστικότητας τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν καί τῶν διαφόρων Προτεσταντῶν;
Σ' αὐτά τά περί τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων, ἐπικυρώσεως αὐτῶν, ἐπεκτάσεως καί ὁλοκληρώσεως, καθώς καί τῆς κανονικῆς καί ἀμοιβαίας ὑποχρεώσεως πραγματοποιήσεώς τους, νομίζω ὅτι ὑπάρχει καί ἡ συμφωνία γενικότερα τοῦ θεολογικοῦ κόσμου. Πάντως οἱ προτάσεις καί οἱ θέσεις αὐτές τέθηκαν ὑπ' ὄψη καί τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν πρό ἐτῶν μέ μία ἐκτενή μελέτη («Τά ἀναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως καί κανονικότης τῆς ἄρσεως αὐτῶν», 1980), τήν ὁποία ὑπέβαλα ὡς διατριβή ἐπί ὑφηγεσίᾳ καί βάσει τῆς ὁποίας μοῦ ἀπονεμήθηκε ὁμοφώνως ὁ σχετικός τίτλος.
Πρός αὐτήν τήν κατεύθυνση ὁδηγοῦν καί τά κατωτέρω γεγονότα:
1) Ὅτι τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀναγνωρίζει καί ἀναλαμβάνει τήν εὐθύνη γιά τό ἔργο αὐτό. Τοῦτο ἀποδεικνύεται καί ἀπό τούς λόγους τοῦ ἑνός τῶν πρωτεργατῶν τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων, τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, ὁ ὁποῖος σέ Δήλωσή του τῆς 7.12.1966, στήν πρώτη ἐπέτειο τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων, ἔλεγε: «Δι' ὅ καί τό πανορθόδοξον φρόνημα ἀγάπης, εἰρήνης καί ὑπακοῆς εἰς τό θέλημα τοῦ Κυρίου ἡμῶν διά τήν ἑνότητα τῆς Ἁγίας Αὐτοῦ Ἐκκλησίας διατρανοῦντες, δηλοῦμεν, ὅτι ἐν ταπεινώσει θά διακονήσωμεν περαιτέρω τῇ Ἀληθείᾳ τῆς Ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας, ἑτοίμως ἔχοντες, ἵνα διά σειρᾶς νέων ἐκκλησιαστικῶν πράξεων ἀγάπης συνεχίσωμεν τό ἔργον τῆς Πράξεως τῆς 7ης Δεκεμβρίου 1965, τόπον διδόντες τῇ δυνάμει καί ἐνεργείᾳ τοῦ Παναγίου Πνεύματος».
2) Τό ἴδιο ἐπιβεβαιώνουν καί οἱ λόγοι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Δημητρίου τοῦ Α΄, ὁ ὁποῖος διαβεβαιώνει σέ μήνυμά του (τῆς 3.12.1977) πρός τόν Πάπα Ρώμης μέ τήν εὐκαιρία τῆς δωδέκατης ἐπετείου τῆς γενόμενης ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων τά ἑξῆς: «Ἕτοιμοί ἐσμεν ἵνα καταρρίψωμεν πάντα τά ἀνά μέσον ὑμῶν καί ἡμῶν ἀπό τῶν αἰώνων ὑψωθέντα μεσότοιχα, ἵνα ὁμοῦ κοινωνήσωμεν τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου ἐν τῇ κοινῇ θείᾳ Εὐχαριστίᾳ». Μεσότοιχα τέτοια εἶναι καί τά ἀναθέματα. Ὀφείλει, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως νά ἀναλάβει καί αὐτήν τήν πρωτοβουλία μέ γενναιότητα, δίνοντάς της τήν προτεραιότητα.
Γι' αὐτό καί κάθε χριστιανός μαζί μέ τόν ἀείμνηστο καθηγητή Νικόλαο Νησιώτη ἐλπίζει, ὅπως ἔλπιζε καί ἐκεῖνος, «ὅτι ἡ πρᾶξις αὕτη (τῆς ἄρσεως) θά εἶναι ἀπαρχή καλῆς θελήσεως τῆς Ρώμης νά ἄρῃ ἐν ἀγαθῇ θελήσει καί ἄλλα ἀναθέματα ἀμοιβαίως (τουτέστι ἡ Δύση γιά τήν Ἀνατολή καί ἡ Ἀνατολή γιά τή Δύση)».
Πρός αὐτήν τήν κατεύθυνση ὁδηγοῦν καί οἱ κατωτέρω λόγοι τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου ἀπό τό ἔργο του Περί τοῦ μή δεῖν ἀναθεματίζειν ζῶντας ἤ τεθνηκότας: «Τά γάρ αἱρετικά δόγματα, τά παρ' ὧν παρελάβομεν, ἀναθεματίζειν χρή, καί τά ἀσεβῆ δόγματα ἐλέγχειν, πᾶσαν δέ φειδώ ἀνθρώπων ποιεῖσθαι, καί εὔχεσθαι ὑπέρ τῆς αὐτῶν σωτηρίας. Γένοιτο δέ πάντας ἡμᾶς . . . ἀπαντῆσαι ἐν ἡμέρᾳ τῆς (μελλούσης) ἀναστάσεως αὐτῷ τῷ ἐπουρανίῳ νυμφίῳ, προσφέροντας αὐτῷ πλείστους ἐν δόξῃ ὠφεληθέντας ἐκ τῆς ἡμῶν συμπαθείας, χάριτι καί φιλανθρωπίᾳ αὐτοῦ».
Ε΄
Καί σήμερα κατόπιν τῶν ἀνωτέρω νομίζουμε, λοιπόν, ὅτι πρέπει νά προηγηθεῖ, νά συνεχιστεῖ καί νά ὁλοκληρωθεῖ ἡ ἀναζήτηση καί ὁ διάλογος μεταξύ τῶν χριστιανῶν πάνω στά σχετικά μέ τά ἀναθέματα θέματα καί προβλήματα γιά μιά κανονική ἄρση καί λύση αὐτῶν:
1) Περί τοῦ Filioque: Ἡ ἀναζήτηση καί συζήτηση αὐτή μάλιστα ἄνοιξε σχετικῶς πρόσφατα μέ τήν προτροπή τοῦ Πάπα Ρώμης, ὅταν ὁ Ποντίφηξ στίς 29 Ἰουνίου 1995 στή Βασιλική τοῦ Ἁγίου Πέτρου ἐνώπιον τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίου ζήτησε νά ἀποσαφηνιστεῖ «ἡ περί τοῦ Filioque πατροπαράδοτος διδασκαλία ἡ περιεχομένη εἰς τήν λειτουργικήν διατύπωσιν τοῦ λατινικοῦ Πιστεύω».
Ἡ ὀλοκλήρωση καί ἡ τελική συμφωνία ἐπ' αὐτοῦ, νομίζουμε, εἶναι εὐχερής καί δυνατή ἐφ' ὅσον ὡς ἐπιστήμονες: α) ἀκολουθήσουμε τούς κανόνες τῆς γραμματικῆς τῶν δύο βασικῶν γλωσσῶν Ἑλληνικῆς καί Λατινικῆς, καί β) διορθώσουμε τά μεταφραστικά λάθη στά σχετικά κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τοῦ λατινικοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως.
Αὐτό ἐπιτυγχάνεται, ὅταν λάβουμε σοβαρά ὑπ' ὄψη τή διάκριση τῶν προθέσεων ἐκ (ex) καί ἀπό (a), οἱ ὁποῖες προσδιορίζουν τή σημασία τῶν ρημάτων ἐκπορεύεσθαι καί procedere. Ἤ ἀκολουθοῦμε τούς κανόνες τῶν γλωσσῶν αὐτῶν ἤ ὄχι καί σφάλλουμε ἀσφαλῶς καί ὀφθαλμοφανῶς. Ἔτσι τά ρήματα αὐτά μέ τίς προθέσεις ἐκ (ex) καί τήν ἀντίστοιχη παρά στήν ἑλληνική γλώσσα σημαίνουν τήν ἄμεση προέλευση καί καταγωγή, ἐκ μέρους, ἐκ τῶν κόλπων τοῦ Πατρός ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐνῶ τά ἴδια ρήματα μέ τίς προθέσεις ἀπό (a) σημαίνουν τήν ἔμμεση προέλευση καί καταγωγή, τόν ἐρχομό, τήν ἀποστολή ἀπό τόν Υἱό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
2) Κάτι ἀνάλογο πρέπει νά γίνει καί μέ τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα, τό ρόλο του καί τίς ὑποχρεώσεις του μέσα στό συνοδικό σύστημα τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό τό θέμα διευκρινίζεται ἄριστα βάσει τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν ἱστορικοκανονικῶν δεδομένων τῆς Ἐκκλησίας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Πρέπει ὅμως νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ λύση καί στό πρόβλημα αὐτό συνοψίζεται στό πρωτεῖο-ἀλάθητο ὄχι μέ τό ex Cathedra, ἀλλά μέ τό a Cathedra.

Ἐφ' ὅσον δηλαδή ἀντικατασταθεῖ τό ex Cathedra μέ τό a Cathedra λύνεται καί τό μεγάλο διαιρετικό πρόβλημα τῆς σχέσεως Συνοδικότητας τῆς Ἐκκλησίας καί Πρωτείου ἐξουσίας καί ἀλαθήτου τοῦ Πάπα ἤ μεταξύ Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας καί λοιποῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Ἐφ' ὅσον, λοιπόν, γίνει δεκτό ὅτι δέν ἔχει ὁ Πάπας ἀλάθητο ex (= ἐκ μέρους του, ἀφ' ἑαυτοῦ, ἀμέσως) ἐκ τῆς καθέδρας του, ἀλλά ἔχει ἔμμεσο ἀλάθητο a (ab) ἐξαγγέλλοντας ὡς ἐκπρόσωπος τῆς Συνόδου τί ἡ Σύνοδος ἀποφάσισε, δέν θά ἔχει αἰτιολογία ἡ διαίρεση τῆς χριστιανοσύνης.
Γιατί ἀδιαμφισβητήτως τό ἄμεσο (ex) ἀλάθητο τό ἔχει ἡ Ἐκκλησία καί ἡ ἐκπροσωποῦσα αὐτήν Οἰκουμενική Σύνοδος καί ὄχι ὁ Πάπας, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά ἔχει τό ἔμμεσο (a).
Ἔτσι, ἐφ' ὅσον διευθετηθοῦν καί συμφωνηθοῦν μέ συνέπεια καί ἀκρίβεια πρός τά γραμματικά, γλωσσικά καί λεκτικά κριτήρια τά σχετικά (δι)αιρετικά προβλήματα ―ἀσφαλῶς προϋποτίθεται καί μέ ἀγάπη, ταπεινοφροσύνη καί ἀποδέσμευση ἀπό ἀνθρώπινα ἐπινοήματα― πρέπει καί εἶναι δυνατόν νά ἀρθοῦν καί τά διάφορα ἀναθέματα. Καί τότε μποροῦμε νά μιλᾶμε πιό ἐλεύθερα, κανονικά καί ἐπιτυχημένα γιά Ἐκκλησιαστικότητα καί γιά Ἐκκλησίες.
Καί ἐν πάσῃ περιπτώσει ὅσον ἐξαρτᾶται ἀπό μᾶς ὅλους, Ἀνατολικούς καί Δυτικούς, δέν πρέπει νά ἀφήσουμε νά αἰωρεῖται τό βάρος τῶν σοβαρῶν ἀναθεμάτων αὐτῶν στίς ψυχές τῶν ἀφορισμένων (δικαιολογημένα ἤ ἀδικαιολόγητα, ἑκουσίως ἤ ἀκουσίως) πρό ἡμῶν χριστιανῶν. Βεβαίως τί ἔχει κάνει ἤ τί θά κάνει ὁ Θεός εἶναι δική Του δουλειά. Σημασία ἔχει τί πρέπει νά πράξουμε ἐμεῖς πρός ἐκείνους, πρός τούς σημερινούς καί πρός τούς μέλλοντες χριστιανούς.
********
«Τόμος Ἀγάπης», Vatican-Phanar (1958-1970), Rome-Istanbul 1971, ἀριθμ. 142, σελ. 318-320.
Περιοδ. «Ἐπίσκεψις», ἀριθμ. 180/15.12.1977, σελ. 12.
«Ἡ ἄρσις τοῦ ἀναθέματος, (Ἐπίκαιρα)», Καινή Κτίσις 42 (1965) 2944.
PG 48,952.