HOLY AND GREAT COUNCIL DOCUMENT

Draft Synodical Document

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2016

ΜΟΣΧΟΣ ΓΚΟΥΤΖΙΟΥΔΗΣ, Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΟ ΚΑΤΑΛΟΓΟ ΤΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΚ ΠΑΡΘΕΝΟΥ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ

14%ce%bf-me
Η εισήγηση του Επίκουρου Καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ στο 14ο Διεθνές Συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Βιβλικών Σπουδών με θέμα: «Το πρόσωπο της Μητέρας του Χριστού στην Αγία Γραφή»
Φωτογραφίες:  Βασίλειος Τζέρπος (Δρ. Θεολογίας ΕΚΠΑ)

Ο Ματθαίος επέλεξε ν’ αρχίσει το ευαγγέλιό του με έναν γενεαλογικό κατάλογο του Ιησού. Αν και στο κατά Λουκάν υπάρχει και εκεί ένας παρόμοιος γενεαλογικός κατάλογος, αυτός έχει τοποθετηθεί στο τρίτο κεφάλαιο και επιπλέον από τη δική του εκδοχή απουσιάζει η οποιαδήποτε αναφορά ή έστω νύξη στη μητέρα του Κυρίου. Ο Ματθαίος ύστερα από μια μονότονη επανάληψη της φράσης «ο τάδε ἐγέννησεν τὸν τάδε» στο 1:16 αλλάζει ξαφνικά τη μορφή που μας είχε συνηθίσει και όταν φτάνει στον Ιωσήφ δηλώνει ότι πρόκειται για «τὸν ἄνδρα Μαρίας, ἐξ ἧς ἐγεννήθη Ἰησοῦς». Έτσι εισάγει εδώ κάτι νέο και διαφορετικό[1]. Ο Ιησούς δεν γεννήθηκε όπως όλοι οι προηγούμενοι αλλά με διαφορετικό τρόπο. Αυτό θέλει να μας πει εδώ ο Ματθαίος ή αυτό κατανοούμε ότι λέει εμείς σήμερα. Αυτό το διαφορετικό θα μας εξηγήσει ο ευαγγελιστής αμέσως μετά στο 1:18-25. Το ξεχωριστό αυτό πρόσωπο με τη γενεαλογία του οποίου αρχίζει το κατά Ματθαίον κάνει και κάτι διαφορετικό στην ιστορία. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο γενεαλογικός κατάλογος του Ιησού είναι του Ιωσήφ. Για αυτόν γνωρίζουμε κάποια πράγματα κυρίως από το κατά Ματθαίον. Ήταν ένας δαβιδικής καταγωγής ευσεβής που ανέλαβε τη φροντίδα της Μαρίας και του Ιησού. Είναι πολύ σημαντική η παρατήρηση ότι ο Ματθαίος αποφεύγει να καλεί τον Ιωσήφ πατέρα του Ιησού ή τον Ιησού γιο του. Το Μτ. 2 αποφεύγει επίσης να αποκαλέσει τον Ιωσήφ άνδρα της Μαρίας, αν και οι περιγραφές στα Μτ. 1:16, 18 και 19 αυτό ακριβώς δηλώνουν. Η υπόθεση που θέλει τον γενεαλογικό κατάλογο και γενικά τις διηγήσεις της παιδικής ηλικίας του Ιησού που απαντούν στον Ματθαίο να έχουν αυτόν ως πηγή δεν ευσταθεί και αντιμετωπίζει πολλές δυσκολίες στη νεότερη κριτική έρευνα της Κ.Δ.
Για τον Ιησού ο Ματθαίος θα επαναλάβει και πάλι στο 1:16, όπως και στο 1:1 τον τίτλο χριστός. Μετά τον Ιωσήφ ας σημειώσουμε ορισμένες πληροφορίες για την Μαρία. Το όνομα Μαρία ήταν αρκετά συνηθισμένο. Στην Κ.Δ. αναφέρονται και άλλες γυναίκες με αυτό το όνομα. Η μητέρα του Κυρίου αναφέρεται είτε με το όνομα Μαρία (Μτ. 1:16, 18. 2:11. Μκ. 6:3. Λκ. 1:41. 2:19), είτε με έναν άλλον τύπο του ίδιου ονόματος: Μαριάμ (Μτ. 13:55. Λκ. 1:27, 34. Πραξ. 1:14). Σε αντίθεση με το ευαγγέλιο του Λουκά, στο κατά Ματθαίον η Μαρία δεν έχει δική της ταυτότητα[2]. Είναι πάντα η μητέρα του Ιησού. Με τη φράση «ἐξ ἧς ἐγεννήθη» το ενδιαφέρον μετατοπίζεται από τον Ιωσήφ στη Μαρία. Εδώ το ρήμα γεννάω βρίσκεται στην παθητική φωνή και από τους περισσότερους ερευνητές[3] θεωρείται θεϊκή παθητική (passivum divinum). Με την θεϊκή παθητική γίνεται αντιληπτή στο σύνολο του χριστιανικού κόσμου η συνεργεία του Αγίου Πνεύματος στη σύλληψη του Ιησού (Μτ. 1:20).
Τη φράση «Ἰησοῦς ὁ λεγόμενος Χριστός» ο ευαγγελιστής θα την τοποθετήσει αργότερα στα χείλη του Πιλάτου στα Μτ. 27:17 και 22. Το Μτ. 1:16 με το οποίο θα ασχοληθούμε εδώ, έχει αρκετά προβλήματα ερμηνείας και κριτικής του κειμένου και έτσι θα αναφερθούμε αναλυτικά σε όλα αυτά παρακάτω. Σημασία έχει να δούμε τι ακριβώς εννοεί ο Ματθαίος με το συγκεκριμένο στίχο αλλά και πως αυτός κατανοήθηκε κατά τους πρώτους αιώνες της Εκκλησίας σε σύνδεση με τη βασική θεολογική ιδέα της εκ παρθένου γέννησης του Ιησού.
14%ce%bf-%ce%b5%ce%b5%ce%b2%cf%83077
Και οι δύο γενεαλογικοί κατάλογοι δέχονται πως ο Ιησούς γεννήθηκε εκ πνεύματος αγίου, όπως και αν παρουσιάζεται η εν λόγω ιδέα σε αυτούς[4]. Είναι όμως σίγουρο ότι εκτός από τους Ιουδαίους και κάποιες αιρετικές ομάδες κατά τους επόμενους αιώνες, όπως οι Εβιωνίτες για παράδειγμα, θεωρούσαν ότι ο Ιωσήφ ήταν ο βιολογικός πατέρας του Ιησού[5]. Από την άλλη, η Επιστολή Βαρνάβα  (12:10) και ο Ποιμένας του Ερμά (6:5-7) δεν μπορούν να δεχτούν καμία άλλη ιδέα παρά μόνο ότι ο Ιησούς είναι υιός του Θεού ή η ενσάρκωση του Αγίου Πνεύματος αντίστοιχα. Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς της μεταποστολικής περιόδου με ελάχιστες εξαιρέσεις δεν αναφέρονται στην ιδέα της εκ παρθένου γέννησης του Ιησού, όταν συζητούν την ταυτότητά του[6]. Το ερώτημα τώρα που ίσως εύλογα αντιμετωπίζει η έρευνα της Κ.Δ. είναι μήπως υπάρχει κειμενική μαρτυρία της ιδέας ο Ιωσήφ να θεωρούνταν έστω κατά τα πρώτα χρόνια του αρχέγονου χριστιανισμού ο βιολογικός πατέρας του Ιησού και αργότερα να εμφανίστηκε η αντίληψη περί της εκ παρθένου γέννησης, η οποία εξαφάνισε την πρώτη από τη συνείδηση των μελών των χριστιανικών κοινοτήτων; Και όμως μαρτυρία για μια τέτοια αντίληψη φαίνεται πως υπάρχει ή έτσι τουλάχιστον δίνεται η εντύπωση. Το Μτ. 1:16 όπου δηλώνεται η σχέση του Ιωσήφ με την Μαρία και τον Ιησού έχει απασχολήσει αρκετά τους ερμηνευτές από την αρχαία Εκκλησία μέχρι τη νεότερη εποχή. Τα περισσότερα και αρχαιότερα χειρόγραφα (P1 ℵ B C L W 1 33 aur f ff1 vg syp.h co) μαρτυρούν τη γραφή που έχουμε στο κείμενο που χρησιμοποιούμε, όπου δηλώνεται ότι ο Ιωσήφ δεν είναι ο βιολογικός πατέρας του Ιησού. Υπάρχουν ωστόσο και κάποιες ελάχιστες αλλά σημαντικές παραλλαγές μετά τη φράση «Ιακὼβ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἰωσὴφ», τις οποίες παραθέτουμε παρακάτω.
Η πρώτη έχει:
ω μνηστευθεισα παρθενος (– q), Μαριαμ εγέννησεν Ιησουν τον λεγομενον χριστον
και μαρτυρείται στα Θ 13 it. Η χειρόγραφη αυτή παράδοση στηρίζεται σε έναν αριθμό λατινικών χειρογράφων (a b c d k q) στον Αμβρόσιο και στον Αυγουστίνο[7].
Σε μια δεύτερη διαβάζουμε:
Ιωσηφ ω μνηστευθεισα ην Μαριαμ παρθενος, εγέννησεν Ιησουν τον λεγομενον χριστον
Μαρτυρείται μόνο στη sys και εδώ το όνομα του Ιωσήφ υπάρχει δύο φορές και έτσι ακολουθεί το προηγούμενο μοτίβο του γενεαλογικού καταλόγου.
Μια τρίτη τέλος παραλλαγή έχει:
ω μνηστευθεισα ην Μαριαμ παρθενος, ἣ ετεκεν Ιησουν χριστον
Μαρτυρείται επίσης μόνο στη syc Εδώ αντί της φράσης «ἐξ ἧς ἐγεννήθη» χρησιμοποιείται το ετεκεν ξεκάθαρα όμως για την ίδια.
14%ce%bf-%ce%b5%ce%b5%ce%b2%cf%83055
Η αποδεκτή γραφή του Μτ. 1:16 δεν περιέχει τη λέξη παρθενος, ενώ αυτή χρησιμοποιείται στις τρεις παραλλαγές που είδαμε και το ζήτημα είναι αν η συγκεκριμένη λέξη συνδέεται με το μνηστευθεισα, το οποίο επίσης δεν υπάρχει στο αποδεκτό κείμενο ή με το εγέννησεν στις δυο πρώτες παραλλαγές και με το ετεκεν στην τρίτη από αυτές. Στις δύο πρώτες ή μόνο στη δεύτερη, φαίνεται πως το υποκείμενο του εγέννησεν είναι ο Ιωσήφ. Η αρμενική μετάφραση ακολουθεί τις συριακές μεταφράσεις με μία παρόμοια έκφραση για τη φράση «ω μνηστευθεισα ην Μαριαμ παρθενος», ενώ η cobo κάνει το ίδιο ακριβώς με την τρίτη παραλλαγή για τη φράση «ἣ ετεκεν Ιησουν χριστον».
Οι παραπάνω εκδοχές[8] μαρτυρούν τη σκόπιμη προσπάθεια να εναρμονιστεί ο συγκεκριμένος στίχος με τη διήγηση της γέννησης του Ιησού που ακολουθεί (Μτ. 1:18-25) αλλά και με το Λκ. 2:5 προκειμένου να τονιστεί η ιδέα της εκ παρθένου γέννησης του Ιησού. Το ρήμα μνηστεύομαι χρησιμοποιείται παρακάτω στο κατά Ματθαίον στο στίχο 18 και η λέξη παρθένος στο στίχο 23, ενώ απαντούν μαζί στο Λκ. 1:23 όπου χρησιμοποιείται το όνομα Μαριάμ για τη μητέρα του Κυρίου. Στα Λκ. 2:33 και 48 έχουμε επίσης τέτοιες διορθώσεις σε κάποιους μάρτυρες. Στο Λκ. 2:33 η έκφραση «ὁ πατὴρ αὐτοῦ» αντικαθίσταται απλώς με το όνομα «Ιωσηφ», ενώ στο 2:48 η φράση «ἰδοὺ ὁ πατήρ σου κἀγὼ» αντικαθίσταται από την έκφραση «ιδου ημεις» στη syc. Ορισμένοι αντιγραφείς θεωρούσαν λοιπόν ότι διορθώνοντας το κείμενο των χειρογράφων που είχαν στη διάθεσή τους δεν θα προκαλούνταν θεολογικές διαμάχες.
Ας επιστρέψουμε στο Μτ. 1:16. Ενώ λοιπόν στα περισσότερα χειρόγραφα μαρτυρείται η γραφή «Ιακὼβ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἰωσὴφ τὸν ἄνδρα Μαρίας, ἐξ ἧς ἐγεννήθη Ἰησοῦς ὁ λεγόμενος Χριστός», οι τρεις διαφορετικές εκδοχές που εντοπίζονται, φανερώνουν σίγουρα προβλήματα ή συζητήσεις σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα, τουλάχιστον στις εκκλησιαστικές κοινότητες που αυτές δημιουργήθηκαν. Οι τρεις συγκεκριμένες παραλλαγές περιέχουν τη λέξη «παρθένος». Η παρατήρηση ότι οι αντιγραφείς, αφού διάβασαν την ενότητα Μτ. 1:18-25 και πρόσεξαν ιδιαίτερα τη φράση του 1:23 «ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν» πήγαν πίσω στο κείμενο στο 1:16 και εισήγαγαν τη λέξη «παρθένος», μπορεί να ισχύει για να κάμψουν τη δυσκολία στην κατανόησή του[9]. Στην εκδοχή πάντως της συριακής σιναϊτικής, αν και λέγεται ότι η Μαρία ήταν παρθένος, ο Ιωσήφ εμφανίζεται ως βιολογικός πατέρας του Ιησού. Η πληροφορία αυτή ασφαλώς δεν υπάρχει στο κατά Ματθαίον αλλά ούτε διαπιστώνεται η πρόθεση του ευαγγελιστή να δηλώσει κάτι τέτοιο. O Ματθαίος στο 1:16 αλλάζει τη φόρμουλα: ο τάδε «ἐγέννησεν» τον τάδε, κάτι που δεν θα έκανε, αν ήθελε να εμφανίσει τον Ιωσήφ ως βιολογικό πατέρα του Ιησού. Αντίθετα όταν φτάνει στον Ιωσήφ τον συνδέει με την Μαρία και εισάγει για πρώτη φορά στον κατάλογο τη φράση «ἐξ ἧς ἐγεννήθη Ἰησοῦς». Η διαφορετική μαρτυρία της συριακής σιναϊτικής δίνει την εντύπωση ότι ίσως ο μεταφραστής της γνώριζε μια αρχαιότερη προ-ματθαιϊκή εκδοχή του γενεαλογικού καταλόγου, την οποία αργότερα ο Ματθαίος διόρθωσε. Μια άλλη υπόθεση η οποία προχωρά ακόμη περισσότερο την παραπάνω πρόταση, θέλει τον Ματθαίο να είχε συντάξει το 1:16 σύμφωνα με τη μαρτυρία της συριακής σιναϊτικής και αργότερα κάποιοι αντιγραφείς μη γνωρίζοντας πως να αντιμετωπίσουν το μεγάλο σκάνδαλο έδωσαν στο στίχο τη μορφή που έχει σήμερα[10]. Κάτι τέτοιο όμως δεν αληθεύει και επιπλέον δεν υπάρχει περαιτέρω μαρτυρία της χειρόγραφης παράδοσης για αυτό.
Η διαφορετική εκδοχή της συριακής σιναϊτικής (sys) συνεχίζει[11] και στο Μτ. 1:21 αλλά και στο 1:25. Στο πρώτο μέρος του Μτ. 1:21 η συριακή σιναϊτική και η κουρετώνιος προσθέτουν στη φράση του αγγέλου «τέξεται δὲ υἱόν» την αντωνυμία «σοι». Το ακόμη εντυπωσιακότερο δε, είναι η απαλοιφή (το ίδιο κάνει και το λατινικό χειρόγραφο k) στο Μτ. 1:25 της φράσης «καὶ οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτὴν ἕως οὗ ἔτεκεν υἱόν», η οποία στη μετάφραση της ΕΒΕ αποδίδεται ως «Και δεν είχε συζυγικές σχέσεις μαζί της». Στη συριακή σιναϊτική, όχι μόνο ο στ. 16, αλλά ολόκληρη η ενότητα Μτ. 1:18-25 επιβεβαιώνει ότι αυτή γνωρίζει την ιδέα της εκ παρθένου γέννησης του Ιησού[12]. Είναι βέβαια άγνωστο αν η εκδοχή αυτή στόχευε να δώσει έμφαση στη νόμιμη πατρότητα του Ιωσήφ αλλά έτσι όμως, τον εμφανίζει ως βιολογικό πατέρα του Ιησού.
14%ce%bf-%ce%b5%ce%b5%ce%b2%cf%83165
Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στον γενεαλογικό κατάλογο του Λουκά δεν παρατηρείται αντίστοιχο φαινόμενο. Το μόνο περίεργο στο κατά Λουκάν είναι η εισαγωγή του γενεαλογικού καταλόγου στο 3:23. Το βέβαιο είναι πως αν δεχτούμε ότι η αντίληψη της εκ παρθένου γέννησης του Ιησού που υπάρχει στις διηγήσεις της παιδικής ηλικίας στον Ματθαίο και στον Λουκά είναι μεταγενέστερη του υπόλοιπου μέρους των δύο ευαγγελίων, δεν θα έπρεπε να υπάρχουν αναφορές ή νύξεις σε αυτή σε άλλα σημεία τους. Πράγματι, τέτοιες νύξεις δεν υπάρχουν σε αυτά αλλά ούτε και στα υπόλοιπα βιβλία της Κ.Δ., εκτός αν μπορεί να εντοπιστεί μία τέτοια στον Παύλο, όπως δέχονται ορισμένοι ερευνητές για τα  Ρωμ. 1:3 και Γαλ. 4:4, αν και αυτοί είναι ελάχιστοι. Αν όντως ισχύει αυτό, τότε η σχετική αντίληψη προηγείται χρονικά από τις αντίστοιχες των δύο ευαγγελίων. Το εντυπωσιακό όμως είναι ότι ακόμη και στα ευαγγέλια του Ματθαίου και του Λουκά η αντίληψη αυτή εκτός των δύο πρώτων κεφαλαίων δεν απαντά πουθενά αλλού. Ανεξάρτητα με το πότε προέκυψε η ιδέα της εκ παρθένου γέννησης του Ιησού, κατά την εποχή της συγγραφής των ευαγγελίων αυτή είχε ήδη επικρατήσει[13]. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι παρόλο που οι διηγήσεις της παιδικής ηλικίας του Ιησού στο κατά Ματθαίον είναι ολότελα διαφορετικές από εκείνες του κατά Λουκάν και κατά συνέπεια αυτό σημαίνει ότι έχουν διαφορετικές πηγές και φυσικά γράφουν ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον, η ιδέα της εκ παρθένου γέννησης του Ιησού περιέχεται στο υλικό και των δύο. Δεν χρειάζεται να συζητήσουμε εδώ την αμφισβήτηση της παρουσίας μια τέτοιας ιδέας στο κατά Λουκάν, όπως υποστηρίζεται από μερικούς ερευνητές ήδη από τη δεκαετία του 70΄ και έπειτα[14]. Προφανώς οι δύο ευαγγελιστές συνέταξαν τις διηγήσεις σχετικά με τη θαυματουργική γέννηση του Ιησού για να συμπληρώσουν το κατά Μάρκον. Το τελευταίο σίγουρα θα είχε προκαλέσει ερωτήματα σχετικά με την ταυτότητα και κυρίως την προέλευση του Ιησού. Ο Ιησούς θα έπρεπε για τα ακροατήρια των άλλων δύο συνοπτικών να έχει όχι μόνο έναν θαυμαστό βίο αλλά και μία γέννηση που να φανερώνει την ανωτερότητά του[15].
Η ιδέα των προπατόρων του Ιησού με τη μορφή γενεαλογικού καταλόγου είναι σίγουρα ιουδαϊκή. Η δαβιδική καταγωγή του Ιησού μαρτυρείται ήδη στον Παύλο (Ρωμ. 1:3)[16] αλλά και στα υπόλοιπα κείμενα της Κ.Δ. (Ιω. 7:42. Πραξ. 2:30. 13:23. Β΄ Τιμ. 2:8,) και μάλιστα και στην προς Εβραίους (7:14), στην οποία όλη η θεολογική επιχειρηματολογία του συγγραφέα της στηρίζεται στην ιερατική ιδιότητα που αυτός αποδίδει στον αρχιερέα Ιησού. Έτσι ο γενεαλογικός κατάλογος του Ιησού προέκυψε εντός των χριστιανικών κοινοτήτων ως ενίσχυση της προφητείας για έναν δαβιδικό μεσσία που θα σώσει τον Ισραήλ. Σίγουρα όμως προκάλεσε και σύγχυση.
Θα μπορούσαμε εδώ με ασφάλεια να υποστηρίξουμε ότι κανένα ελληνικό χειρόγραφο σύμφωνα με τον Metzger δεν υποστηρίζει τη γραφή της συριακής σιναϊτικής για το Μτ. 1:16[17]. Οι ειδικοί της κριτικής του κειμένου[18] πιστεύουν ότι η μεμονωμένη περίπτωση της συριακής σιναϊτικής οφείλεται είτε σε παράφραση της πρώτης γραφής που παραθέσαμε παραπάνω και υποστηρίζεται από τον κώδικα Θ την οικογένεια χειρογράφων 13 και την Ιτάλα (it), είτε αποτελεί μία εσφαλμένη επανάληψη του μοτίβου που προηγείται για όλους τους προπάτορες του Ιησού στον γενεαλογικό κατάλογο. Μάλιστα επειδή όλα τα ονόματα των προπατόρων αναφέρονται δύο φορές, ο μεταφραστής (γραφέας) της συριακής σιναϊτικής έκανε πιθανώς λάθος από απροσεξία και ακολούθησε το ίδιο και για το όνομα του Ιωσήφ. Το πρώτο φαίνεται πιθανότερο. Με βάση όσα προηγήθηκαν μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι δεν υπάρχει λοιπόν καμία κειμενική μαρτυρία εντός του αρχέγονου χριστιανισμού από την οποία να προκύπτει ότι ο Ιωσήφ θεωρούνταν ο βιολογικός πατέρας του Ιησού. Η αντίληψη αυτή προέρχεται αποκλειστικά από τους Ιουδαίους και τους αιρετικούς των πρώτων αιώνων. Σήμερα κανένας ερευνητής δεν πιστεύει ότι η διαφορετική γραφή του 1:16 σύμφωνα με τη σιναϊτική συριακή μετάφραση μπορεί να αποτελεί την αρχαιότερη μορφή αυτής που έχουμε κάνει αποδεκτή. Επομένως, όπως σημειώνει ο Metzger, θα ήταν τραγικό λάθος να υποθέσουμε ότι υπήρξε στα ελληνικά μια διαφορετική εκδοχή του Μτ. 1:16 που δεν μαρτυρείται από κανένα ελληνικό χειρόγραφο[19].
14%ce%bf-%ce%b5%ce%b5%ce%b2%cf%83116
Θα πρέπει στο σημείο αυτό πριν περάσουμε στην πατερική πρόσληψη να σημειώσουμε ότι παρά το γεγονός ότι και οι δύο γενεαλογικοί κατάλογοι απουσιάζουν σε ορισμένους Κώδικες (W, D, 579), οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς γνωρίζουν και τους δύο. Ο μάρτυρας Ιουστίνος είναι ο πρώτος που θα επιχειρήσει να σώσει την κατάσταση σχετικά με το ζήτημα της εκ παρθένου γέννησης του Ιησού από τη μία και τη συμπερίληψη του Ιωσήφ και στις δύο γενεαλογίες των ευαγγελίων από την άλλη. Ο Ιουστίνος τόνισε ότι και η Μαρία είχε δαβιδική καταγωγή και δεν κάνει λόγο για τον Ιωσήφ, όταν συζητά αυτό το θέμα[20]. Σίγουρα η συμπερίληψη του Ιωσήφ στους δύο γενεαλογικούς καταλόγους θα δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα στα μέλη της Εκκλησίας. Για τον ιουδαϊκό κόσμο όμως, η γενεαλογική γραμμή οριζόταν από τον πατέρα, ασχέτως αν αυτός ήταν ο βιολογικός ή όχι. Έτσι στις κατηγορίες των Ιουδαίων ότι ο Ιησούς ήταν κανονικός γιος του Ιωσήφ ή νόθος[21], οι χριστιανοί δεν θα μπορούσαν εύκολα να απαντήσουν και να υποστηρίξουν τη σημαντικότερη ιδέα για εκ παρθένου γέννηση[22] με την ύπαρξη των δύο γενεαλογιών στα ευαγγέλια. Το ίδιο πρόβλημα αντιμετώπιζε και ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας τον 2ο αι. μ.Χ. για να υποστηρίζει ότι ο γενεαλογικός κατάλογος του Ιησού που αρχίζει από τον Αβραάμ ολοκληρώνεται στη Μαρία. Δεν κάνει λόγο και αυτός για τον Ιωσήφ[23]. Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς των πρώτων αιώνων προσπάθησαν να αποφύγουν το οξύτατο πρόβλημα με την ιδέα ότι και στα δύο ευαγγέλια η γενεαλογική γραμμή είναι της Μαρίας. Αυτό όμως δεν αληθεύει αλλά έγινε, όπως ομολογεί ο Χρυσόστομος για να απαλλαχθεί η μητέρα του Κυρίου από την κατηγορία της μοιχείας[24].
Πολύ σημαντική είναι η πληροφορία του Επιφανίου ήδη τον 2ο αι. μ.Χ. ότι οι αιρετικοί Κήρινθος και Καρποκράτης χρησιμοποιούσαν τον γενεαλογικό κατάλογο του Ματθαίου για να αποδείξουν ότι ο Ιησούς ήταν πραγματικός γιος του Ιωσήφ[25]. Αν αυτοί γνώριζαν και εκείνον του Λουκά δεν το ξέρουμε. Ο Επιφάνιος όμως γνωρίζει και τις δύο γενεαλογίες, όπως αναφέρει στο Πανάριον, και μας πληροφορεί πως άλλες δύο αιρετικές ομάδες, οι Εβιωνίτες και οι Μηρινθιανοί θεωρούσαν τον Ιησού πραγματικό γιο του Ιωσήφ εξαιτίας των δύο γενεαλογικών καταλόγων των ευαγγελίων[26]. Τα προβλήματα βέβαια για τις πρώτες χριστιανικές κοινότητες δεν σταματούσαν εδώ. Ο Κέλσος θεωρούσε τη γενεαλογία του Ιησού ως μυθικό κατασκεύασμα[27] και ο Πορφύριος αμφισβητούσε και αυτός οποιαδήποτε αυθεντικότητα των καταλόγων των δύο ευαγγελιστών. Η ειρωνεία βέβαια είναι πως η νεότερη ερμηνευτική[28], τουλάχιστον στην πλειοψηφία της, συμφωνεί με τη θέση του Κέλσου.
14%ce%bf-%ce%b5%ce%b5%ce%b2%cf%83061
Μπορεί ο Θεοδώρητος να έχει δίκαιο, όταν μας πληροφορεί ότι στο Διά Τεσσάρων του Τατιανού απουσιάζουν οι γενεαλογικοί κατάλογοι, αλλά σφάλει στην εκτίμησή του ότι απουσιάζουν και όλα τα χωρία των ευαγγελίων που κάνουν λόγο για καταγωγή του Ιησού από τον Δαβίδ εκ του Ιωσήφ. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, αυτό θα σήμαινε ότι ο Τατιανός απέκρυψε χωρία τα οποία ενδεχομένως στην Εκκλησία του να προκαλούσαν αφορμή για παρανοήσεις[29]. Όλα όμως τα σχετικά χωρία υπάρχουν στο Διά Τεσσάρων κανονικά στη θέση τους. Σήμερα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι οι γενεαλογικοί κατάλογοι έλειπαν αρχικά από το Διά Τεσσάρων, διότι τα χειρόγραφα που είχε στη διάθεσή του ο Τατιανός δεν τους περιείχαν και όχι για κάποιες θεολογικές σκοπιμότητες[30].
Μετά απ’ όλα τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι η δαβιδική καταγωγή του Χριστού μέσω του Ιωσήφ και η ιδέα της εκ παρθένου γέννησής του φαίνεται να μην συνυπάρχουν αρμονικά στο κείμενο. Συνεπώς, ήταν επόμενο να δημιουργηθούν εντάσεις στις σχέσεις των εκκλησιαστικών κοινοτήτων με τους Ιουδαίους της εποχής τους. Κατά συνέπεια ο απολογητικός τόνος δεν πρέπει επίσης να αποκλειστεί και από τους γενεαλογικούς καταλόγους που έχουμε στα δύο ευαγγέλια. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία πως ο Ματθαίος φαίνεται πως γνωρίζει την ιδέα της εκ παρθένου γέννησης του Ιησού όταν γράφει το ευαγγέλιο. Ακόμη και αν αποδώσουμε τα δύο πρώτα κεφάλαια σε κάποιον άλλο συντάκτη ή περιορίσουμε την προέλευση του υλικού τους σε κάποια άλλη διαφορετική πηγή από εκείνες της συνοπτικής παράδοσης, το κατά Ματθαίον είναι το αρχαιότερο κείμενο στο οποίο η ιδέα της εκ παρθένου γέννησης του Ιησού απαντά για πρώτη φορά.
14%ce%bf-%ce%b5%ce%b5%ce%b2%cf%83150
[1] Βλ. J. Nolland, The Gospel of Matthew, NIGTC, Eerdmans, Michigan 2005, 85.
[2] W. D. Davies-D. C. Allison, A Critical and Exegetical Commentary on the Gospel according to Saint Matthew, τ. 1, T & T Clark International, London 2004, 184.
[3] D. A. Hagner, Matthew 1-13, WBC 33A, Word Books, Dallas 2002, 12.
[4] Βλ. και τη φράση «Καὶ αὐτὸς ἦν Ἰησοῦς ἀρχόμενος ὡσεὶ ἐτῶν τριάκοντα, ὢν υἱός, ὡς ἐνομίζετο, Ἰωσὴφ τοῦ Ἠλὶ» στο Λκ.3:23.
[5] Βλ. την πληροφορία του Ευσεβίου «ἄλλους δ πονηρὸς δαίμων, τῆς περὶ τὸν Χριστὸν τοῦ θεοῦ διαθέσεως ἀδυνατῶν ἐκσεῖσαι, θατεραλήπτους εὑρὼν ἐσφετερίζετο ᾿Εβιωναίους τούτους οἰκείως ἐπεφήμιζον οἱ πρῶτοι, πτωχῶς καὶ ταπεινῶς τὰ περὶ τοῦ Χριστοῦ δοξάζοντας. λιτὸν μὲν γὰρ αὐτὸν καὶ κοινὸν ἡγοῦντο, κατὰ προκοπὴν ἤθους αὐτὸ μόνον ἄνθρωπον δεδικαιωμένον ἐξ ἀνδρός τε κοινωνίας καὶ τῆς Μαρίας γεγεννημένον», Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, 3, 27, 1-2.
[6] J. E. Crouch, «How Early Christians Viewed the Birth of Jesus», BR 7 (1991) 34-38. Βλ. επίσης G. Strecker, Theology of the New Testament, (μτφρ. M. E. Boring), De Gruyter, Berlin 2000, 376.
[7] Βλ. σχετικά J. Nolland, The Gospel of Matthew, 65-66.
[8] Βλ. αναλυτικότερα B. M. Metzger, A Textual Commentary on the Greek New Testament. Second Edition. Α Companion Volume to the United Bible Societies” Greek New Testament (Fourth Revised Edition), United Bible Societies, London, 1994, 2-6.
[9] H. C. Waetjen, «The Genealogy as the Key to the Gospel According to Matthew», JBL 95 (1976) 216.
[10] Bλ. σχετικά με αυτήν R. E. Brown, The Birth of the Messiah: A Commentary on the Infancy Narratives in the Gospels of Matthew and Luke, ABRL, Doubleday, New York 1993, 62-64. 
[11] Βλ. αναλυτικά B. M. Metzger, «The Text of Matthew 1.16», στο Studies in New Testament and Early Christian Literature, τιμητικό αφιέρωμα στον  A. P. Wikgren, έκδ. D. E. Aune, Leiden, Brill, 1972, 16-24.
[12] Βλ. περισσότερα στο U. Luz, Matthew 1-7: A Continental Commentary, (μτφρ. W. C. Linss), Fortress Press, Minneapolis 1989, 108, υποσ. 29.
[13] H. A. Sanders, «The Genealogies of Jesus», JBL 32 (1913) 187. Ο G. Rhodea, «Did Matthew Conceive a Virgin? Isaiah 7:14 and the Birth of Jesus», ETS 56 (2013) 76 αναρωτιέται κατά πόσο θα μπορούσε η ιδέα της εκ παρθένου γέννησης του Ιησού να είχε αναδυθεί μετά το 70 μ.Χ. στις χριστιανικές κοινότητες της Παλαιστίνης, όταν η ιδέα της δαβιδικής καταγωγής του Ιησού δεν θα είχε πλέον νόημα με την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τους Ρωμαίους.
[14] Ο J. Fitzmyer, «The Virginal Conception of Jesus in the New Testament», TS 34 (1973) 567 αμφισβητεί ότι στο κατά Λουκάν υπάρχει η ιδέα της εκ παρθένου γέννησης του Ιησού. Σύμφωνα με τον Fitzmyer αν κανείς διαβάσει τη διήγηση της γέννησης του Ιησού στο κατά Λουκάν χωρίς το Μτ. 1:18-25, κατανοεί πως πρόκειται για μια συνηθισμένη γέννηση ενός παιδιού. Αυτός αμφισβητεί ότι στο κατά Λουκάν υπάρχει η ιδέα της εκ παρθένου γέννησης του Ιησού. Τον Fitzmyer ακολούθησαν ο E. D. Freed, The Stories of Jesus” Birth: A Critical Introduction, Sheffield Academic Press, Sheffield 2001, 65 και ο G. Vermes, The Nativity: History and Legend, Penguin, London 2006, 78-81. Επιπλέον, όσα γνωστοποιούνται στον αναγνώστη στη διήγηση της προαγγελίας της γέννησης του Ιησού στη Μαριάμ στο Λκ. 1:26-38 δεν φαίνεται να επηρεάζουν σημαντικά τα γεγονότα στο Λκ. 2. Μάλιστα στο Λκ. 2 δεν υπάρχει πουθενά κάτι που να δείχνει ότι έχει προηγηθεί το επεισόδιο της προαγγελίας της γέννησης του Ιησού στη Μαριάμ. Για το λόγο αυτό συχνά το Λκ. 1:34-37 θεωρείται παρεμβολή στο αρχικό κείμενο. Βλ. σχετικά H. L. MacNeill, «Τhe Sitz im Leben of Luke 1:5-2:20», JBL 65 (1946) 126 και A. T. Lincoln, «Luke and Jesus” Conception: A Case of Double Paternity?», JBL 132 (2013) 641. Το περίεργο είναι ότι ο Λουκάς στα 2:27, 33, 41-51 παρουσιάζει τον Ιωσήφ ως βιολογικό πατέρα του Ιησού. Στην ίδια γραμμή ερμηνείας κινείται και ο J. P. Meier, A Marginal Jew: Rethinking the Historical Jesus. Volume One: The Roots of the Problem and the Person, ABRL, Doubleday, New York, 1991, 217.
[15] C. H. Talbert, «Miraculous Conceptions and Births in Mediterranean Antiquity», στο The Historical Jesus in Context, έκδ. A.-J. Levine-D. C. Allison-J. D. Crossan, Princeton University Press, Princeton 2006, 100-101.
[16] Σύμφωνα με την H. K. Bond, The Historical Jesus: A Guide for the Perplexed, T & T Clark, London 2012, 69 ο Παύλος δεν συζητά πουθενά το ζήτημα της εκ παρθένου γέννησης και στο Ρωμ. 1:3 φαίνεται να εννοεί μια φυσιολογική καταγωγή. Μάλιστα κατά την Bond τα Μτ. 1:16 και Λκ. 3:23 συντάχθηκαν κάποια στιγμή που οι πρώτοι χριστιανοί θεωρούσαν τον Ιωσήφ ως το βιολογικό πατέρα του Ιησού.
[17] B. M. Metzger, A Textual Commentary on the Greek New Testament, 6.
[18] Βλ. B. M. Metzger, «On the Citation of Variant Readings of Matt 1, 16», JBL 77 (1958) 361 και υποσ. 1.
[19] B. M. Metzger, «On the Citation of Variant Readings of Matt 1, 16», JBL 77 (1958) 362.
[20] Στο Πρὸς Τρύφωνα Ἰουδαῖον Διάλογος,  100, 3 διαβάζουμε «Υἱὸν οὖν ἀνθρώπου ἑαυτὸν ἔλεγεν, ἤτοι ἀπὸ τῆς γεννήσεως τῆς διὰ παρθένου, ἥτις ἦν, ὡς ἔφην, ἀπὸ τοῦ Δαυεὶδ καὶ Ἰακὼβ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἀβραὰμ γένους, διὰ τὸ εἶναι αὐτὸν τὸν Ἀβραὰμ πατέρα καὶ τούτων τῶν κατηριθμημένων, ἐξ ὧν κατάγει Μαρία τὸ γένος». Βλ. επίσης και 43, 1.
[21] Βλ. τη μονογραφία του B. Chilton, Rabbi Jesus: An Intimate Biography, Doubleday, New York 2000 και την απάντηση του C. Quarles, «Jesus as Mamzer. A Response to Bruce Chilton’s Reconstruction of the Circumstances Surrounding. Jesus” Birth in Rabbi Jesus», BBR 14 (2004) 243-255.
[22] Βλ. τη συζήτηση για το θέμα και τις διάφορες προσεγγίσεις που έχουν επιχειρηθεί στο J. E. Barrett, «Can Scholars Take the Virgin Birth Seriously?», BR 4 (1988) 10-15.
[23] «ἐν δὲ τῷ κατὰ Ματθαῖον εὐαγγελίῳ ἡ ἀπὸ ᾿Αβραὰμ γενεαλογία μέχρι Μαρίας τῆς μητρὸς τοῦ κυρίου περαιοῦται· «γίνονται γάρ,» φησίν, «ἀπὸ ᾿Αβραὰμ ἕως Δαβὶδ γενεαὶ ιδ′, καὶ ἀπὸ Δαβὶδ ἕως τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος γενεαὶ ιδ′, καὶ ἀπὸ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος ἕως τοῦ Χριστοῦ ὁμοίως ἄλλαι γενεαὶ ιδ′», Στρωματείς, 1, 22, 147, 5.
[24] «Τὸ διασωθῆναι τὴν Παρθένον, καὶ ὑποψίας ἀπαλλαγῆναι πονηρᾶς. Εἰ γὰρ τοῦτο ἐξ ἀρχῆς τοῖς ᾿Ιουδαίοις γέγονε κατάδηλον, κἂν κατέλευσαν τὴν Παρθένον κακουργοῦντες τῷ λεγομένῳ, καὶ μοιχείας αὐτὴν ἔκριναν ἄν», Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἅγιον Ματθαῖον τὸν Εὐαγγελιστὴν, PG 57, 32, 36-40.
[25] «ὁ μὲν γὰρ Κήρινθος καὶ Καρποκρᾶς, τῷ αὐτῷ χρώμενοι δῆθεν παρ” αὐτοῖς εὐαγγελίῳ, ἀπὸ τῆς ἀρχῆς τοῦ κατὰ Ματθαῖον εὐαγγελίου διὰ τῆς γενεαλογίας βούλονται παριστᾶν ἐκ σπέρματος ᾿Ιωσὴφ καὶ Μαρίας εἶναι τὸν Χριστόν. οὗτοι δὲ ἄλλα τινὰ διανοοῦνται. παρακόψαντες», Πανάριον, 1, 351, 9.
[26] 3, 172, 24-25.
[27] Βλ. Ωριγένη, Κατά Κέλσου, 2, 32.
[28] Βλ. U. Luz, στο ίδιο, 112.
[29] «Οὗτος καὶ τὸ διὰ τεσσάρων καλούμενον συντέθεικεν Εὐαγγέλιον, τάς τε γενεαλογίας περικόψας, καὶ τὰ ἄλλα ὅσα ἐκ σπέρματος Δαβὶδ κατὰ σάρκα γεγεννημένον τὸν Κύριον δείκνυσιν», Αἱρετικῆς Κακομυθίας ᾿Επιτομή, 83, 372, 4-8.
[30] H. A. Sanders, «The Genealogies of Jesus», JBL 32 (1913) 193.