Ο Χαιρετισμός του Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ Καθηγητή Μιλτιάδη Κωνσταντίνου στην Επιστημονική Ημερίδα με θέμα: «Μετά την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο»
Αντί άλλης εισαγωγής στη θεματική της
σημερινής Ημερίδας, επιτρέψτε μου να διαβάσω ένα κείμενο που θεωρώ ότι
δίνει το στίγμα της εποχής μας:
«Ο πλανήτης μας και η ανθρωπότητα ως
είδος, αντιμετωπίζει πολλαπλές προκλήσεις. Αυτές οι προκλήσεις είναι
παγκόσμιες και πολύ σοβαρές – η αλλαγή του κλίματος, η παραγωγή
τροφίμων, ο υπερπληθυσμός, ο αποδεκατισμός των άλλων ειδών, οι
επιδημικές νόσοι, η μόλυνση των ωκεανών κτλ. Τέτοια ζητήματα απαιτούν
από εμάς να συνεργαστούμε, σε ένα κοινό όραμα και με μια συνεργατική
λογική που θα διασφαλίσει ότι η ανθρωπότητα θα επιβιώσει. Θα πρέπει για
αυτό να προσαρμοστούμε, να επανεξετάσουμε, να αναπροσανατολιστούμε και
να αλλάξουμε κάποιες από τις θεμελιώδεις παραδοχές μας σχετικά με το τι
εννοούμε με τον όρο πλούτο, ιδιοκτησία, “δικό μου” και “δικό σου”.
Ακριβώς όπως μαθαίνουμε στα παιδιά να μοιράζονται … Πρέπει να
διευρύνουμε τον ορισμό του πλούτου και να συμπεριλάβουμε σε αυτόν τις
γνώσεις, τους φυσικούς πόρους και το ανθρώπινο δυναμικό. Την ίδια στιγμή
πρέπει να μάθουμε να τον μοιραζόμαστε με περισσότερη δικαιοσύνη».
Τα λόγια αυτά δεν εκφωνήθηκαν από τον
άμβωνα κάποιας χριστιανικής εκκλησίας ούτε βγήκαν από το στόμα κάποιου
κοινωνιολόγου ή κοινωνικού μεταρρυθμιστή ούτε ακούστηκαν στο πλαίσιο
κάποιου σεμιναρίου ηθικής· αποτελούν απόσπασμα από μια συνέντευξη που
έδωσε στην εφημερίδα “The Guardian”, λίγες εβδομάδες μετά το δημοψήφισμα
με το οποίο οι πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου επέλεξαν την έξοδο της
χώρας τους από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ο διάσημος φυσικός επιστήμονας
Stephen Hawking[1].
Περισσότερο ενδιαφέρον όμως και από το ίδιο το περιεχόμενο της
συγκεκριμένης συνέντευξης είναι το γεγονός που την προϋποθέτει και που
αναγκάζει έναν φυσικό επιστήμονα να μιλάει σαν κοινωνιολόγος. Δηλαδή, η
συνειδητοποίηση ότι η σύγχρονη κοινωνία έχει φτάσει σε ένα αδιέξοδο από
το οποίο αναζητά δρόμους εξόδου. Το ενδιαφέρον στην προκειμένη περίπτωση
είναι ότι η αναζήτηση αυτή δεν περιορίζεται στους κύκλους των
κοινωνιολόγων, αλλά συνιστά βασικό χαρακτηριστικό ολόκληρης της
ανθρώπινης κοινωνίας, η οποία έχει αποδυθεί σε μια διαρκή αναζήτηση νέων
αξιών και προσανατολισμών, που με τη σειρά της προκαλεί ραγδαίες
μεταβολές σε όλα τα κοινωνικά στρώματα.
Απέναντι σ’ αυτήν την πρόκληση οι χριστιανικές Εκκλησίες δεν έμειναν απαθείς. Ήδη από την 9η
Γενική Συνέλευση του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών στο Porto
Alegre της Βραζιλίας το 2006 η Επιτροπή του Συμβουλίου για την Παγκόσμια
Ιεραποστολή και τον Ευαγγελισμό (CWME) είχε ξεκινήσει να εργάζεται πάνω
σε ένα κείμενο για την Ιεραποστολή. Το κείμενο αυτό εγκρίθηκε ομόφωνα
κατά τη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΣΕ που πραγματοποιήθηκε
στην Κρήτη στις 5 Σεπτεμβρίου 2012 και παρουσιάστηκε στη 10η Γενική Συνέλευση του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών στο Busan της Κορέας το 2013, υπό τον τίτλο: “Together towards Life: Mission
and Evangelism in Changing Landscapes”. Στόχος του κειμένου αυτού ήταν η
αναζήτηση ενός κοινού οράματος και μιας νέας δέσμευσης των
Εκκλησιών-Μελών για την ιεραποστολή και τον ευαγγελισμό στον σύγχρονο
μεταβαλλόμενο κόσμο. Σχεδόν ταυτόχρονα (2013) και με ανάλογο περιεχόμενο
και στόχο κυκλοφόρησε η Αποστολική Προτροπή του πάπα Φραγκίσκου προς
τον κλήρο και τον λαό της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας με τίτλο “Evangelii Gaudium”,
για να ακολουθήσει τρία χρόνια αργότερα, την Πεντηκοστή του 2016, το
κείμενο της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τίτλο: «Ἡ ἀποστολὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ. Η
συμβολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς ἐπικράτησιν τῆς εἰρήνης, τῆς
δικαιοσύνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καί τῆς ἀγάπης μεταξύ τῶν
λαῶν, καί ἄρσιν τῶν φυλετικῶν καί λοιπῶν διακρίσεων»[2]. Όπως τονίζεται στο εισαγωγικό σημείωμα του κειμένου, «Ἐμπνεομένη
διαρκῶς ἀπό τήν προσδοκίαν καί τήν πρόγευσιν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἡ
Ἐκκλησία δέν ἀδιαφορεῖ διά τά προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἑκάστοτε
ἐποχῆς, ἀλλά, ἀντιθέτως, συμμετέχει εἰς τήν ἀγωνίαν καί τά ὑπαρξιακά
προβλήματά του, αἴρουσα, ὅπως ὁ Κύριός της, τήν ὀδύνην καί τάς πληγάς,
τάς ὁποίας προκαλεῖ τό κακόν εἰς τόν κόσμον καί ἐπιχέουσα, ὡς ὁ καλός
Σαμαρείτης, ἔλαιον καί οἶνον εἰς τά τραύματα αὐτοῦ (Λου 10:34)
διά τοῦ λόγου “τῆς ὑπομονῆς καὶ παρακλήσεως” (Ρωμ 15:4, Εβρ 13:22) καί
διά τῆς ἐμπράκτου ἀγάπης. Ὁ λόγος της πρός τόν κόσμον ἀποβλέπει
πρωτίστως ὄχι εἰς τό νά κρίνῃ καί καταδικάσῃ τόν κόσμον (πρβλ Ιωα 3:17
καί 12:47), ἀλλά εἰς τό νά προσφέρῃ εἰς αὐτόν ὡς ὁδηγόν τό Εὐαγγέλιον
τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τήν ἐλπίδα καί βεβαιότητα ὅτι τό κακόν, ὑπό
οἱανδήποτε μορφήν, δέν ἔχει τόν τελευταῖον λόγον εἰς τήν ἱστορίαν καί
δέν πρέπει νά ἀφεθῇ νά κατευθύνῃ τήν πορείαν της». Διευκρινίζεται ακόμα από την αρχή ότι: «Ἡ
ἀποστολή αὐτή πρέπει νά ἐκπληροῦται ὄχι ἐπιθετικῶς ἤ διά διαφόρων
μορφῶν προσηλυτισμοῦ, ἀλλά ἐν ἀγάπῃ, ταπεινοφροσύνῃ καί σεβασμῷ πρός τήν
ταυτότητα ἑκάστου ἀνθρώπου καί τήν πολιτιστικήν ἰδιαιτερότητα ἑκάστου
λαοῦ».
Κοινό χαρακτηριστικό όλων των παραπάνω
κειμένων είναι ότι δεν αποφεύγουν να κατονομάσουν τις γενεσιουργές
αιτίων των προβλημάτων που ταλανίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο. Όσο
αυτονόητο και να ακούγεται αυτό, συμβαίνει συχνά, ιδιαίτερα στη γλώσσα
των πολιτικών, η περιγραφή των προβλημάτων να γίνεται με τέτοιο τρόπο
που δύσκολα αναδεικνύεται η αληθινή σημασία τους και στις περισσότερες
περιπτώσεις συσκοτίζονται οι αιτίες που τα προκαλούν.
Ακριβώς αυτή την αληθινή σημασία των
προβλημάτων που αντιμετωπίζει η σύγχρονη κοινωνία επιχείρησε να
αναδείξει η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος και σκοπός της Ημερίδας αυτής είναι
να ρίξει φως στις λύσεις που προκύπτουν μέσα από τα κείμενά της,
βασιζώμενες στην εμπειρία της ζωής της εν Χριστώ και στην αλήθεια του
Ευαγγελίου του. Κάποιοι, ευτυχώς ελάχιστοι, παρά τον μεγάλο θόρυβο που
προσπαθούν να ξεσηκώσουν, αμφισβήτησαν το δικαίωμα της Εκκλησίας να
ανταποκριθεί συνοδικώς στις σύγχρονες προκλήσεις. Όμως, αν μια Εκκλησία
δεν μπορεί να δώσει μαρτυρία της πίστης της μέσα από τη ζωή, αν δεν
μπορεί να βροντοφωνάξει το επιχείρημα του Φιλίππου προς τον φίλο του
Ναθαναήλ “έλα και δες”, αυτό σημαίνει ότι έχει αποκοπεί από τη ζωή,
οπότε η όποια διατύπωση της πίστης της παραμένει στην πραγματικότητα
κενό γράμμα και αυτή ακριβώς είναι η παθογένεια του σύγχρονου
φουνταμενταλισμού.