HOLY AND GREAT COUNCIL DOCUMENT

Draft Synodical Document

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2017

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Του Γιάννη Τσερεβελάκη Θεολόγου – Φιλολόγου, Φως Φαναρίου
Έφτασε, λοιπόν, «καιρός ευπρόσδεκτος» και η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθόδοξης Εκκλησίας πραγματοποιήθηκε στην Κρήτη (Κολυμπάρι, 18-26 Ιουνίου τ.έ.), παρά τις δυσκολίες και τα προσκόμματα που δημιούργησε η στάση ορισμένων Εκκλησιών, με επικεφαλής το Πατριαρχείο Μόσχας.
Είναι γνωστό ότι η Εκκλησία της Ρωσίας εποφθαλμιά τη θέση του Οικουμενικού Πατριάρχη (του «Πρώτου»), με τη δικαιολογία ότι είναι σήμερα η ισχυρότερη Εκκλησία, λόγω του μεγάλου πληθυσμού των Ορθοδόξων της Ρωσίας. Για το λόγο αυτό επεδίωξε να αναβληθεί η Σύνοδος με διάφορες δικαιολογίες, παρασύροντας και τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία της Αντιοχείας, της Βουλγαρίας και της Γεωργίας, που βρίσκονται στην τροχιά του Πατριαρχείου Μόσχας, σαν ένα είδος «δορυφόρων» του, με αποτέλεσμα τη μη συμμετοχή όλων αυτών των Εκκλησιών στη Σύνοδο. Το παράδοξο σε αυτή τη στάση της μη συμμετοχής είναι ότι οι ως άνω Εκκλησίες, ενώ είχαν συνυπογράψει όλα τα κείμενα, που είχαν προετοιμαστεί από τις προσυνοδικές συνεδριάσεις των αντιπροσώπων όλων των Εκκλησιών, ήγειραν τις ενστάσεις τους κυριολεκτικά στο «παρά πέντε», πιστεύοντας ότι δεν άφηναν έτσι περιθώρια ευελιξίας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο θα αναγκαζόταν, εκ των πραγμάτων και κάτω από την πίεση του χρόνου, να υποκύψει και να αναβάλει τη Σύνοδο. Ο τρόπος που ενήργησαν αποκαλύπτει τις προθέσεις και τους σκοπούς τους να τορπιλίσουν τη Σύνοδο τους εκθέτει ανεπανόρθωτα στα μάτια των απανταχού Ορθοδόξων. Δυστυχώς, παρά το γεγονός ότι ο εθνοφυλετισμός έχει καταδικαστεί ως αίρεση από την Ορθόδοξη Εκκλησία, οι Ορθόδοξες Εκκλησίες, λειτουργώντας στα όρια συγκεκριμένων κρατών και εναγκαλισμένες από αυτά, συχνά αδυνατούν να δουν το συμφέρον της Οικουμενικής Ορθοδοξίας και λειτουργούν ως εθνικές Εκκλησίες, υποκύπτοντας στον πειρασμό των κρατικών και εθνικών συμφερόντων. 
Όμως, παρά τα προσκόμματα, η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος, που προετοιμαζόταν ήδη από το 1961, δηλαδή επί πενήντα πέντε συναπτά έτη, τελικά πραγματοποιήθηκε. Οι πλείονες υπερίσχυσαν των ολίγων, το «μείζον» νίκησε το «έλασσον». Και το «μείζον» είναι η Οικουμενική Ορθοδοξία, η Οικουμενική Εκκλησία. Αυτό αποτελεί μια μεγάλη «δημοκρατική» νίκη των Ορθοδόξων Εκκλησιών, οι οποίες χωρίς να «αναθεματίσουν» τους μη συμμετέχοντες, με το πνεύμα της συγχώρησης και της αγάπης που χαρακτηρίζει την Ορθοδοξία, θα προχωρήσουν στις εργασίες της Συνόδου, για το καλό όλων των ορθοδόξων. Είναι λογικό ότι στο πλαίσιο της ιστορικής και πολιτισμικής διαφορετικότητας των Ορθοδόξων Εκκλησιών υπάρχουν και διαφορετικές προσεγγίσεις των θεμάτων, ίσως και διαφορετικές θεολογικές αφετηρίες, με αποτέλεσμα να βρίσκουν έδαφος τόσο ο συντηρητισμός όσο και η θέαση των προβλημάτων με ανοικτό πνεύμα. Και οι δυο αυτές στάσεις, όταν είναι τίμιες και αποβλέπουν στην ακεραιότητα της πίστεως και του ήθους της Ορθοδοξίας και στη δυνατότητα συνομιλίας των Ορθοδόξων Εκκλησιών με το σύγχρονο κόσμο, είναι αποδεκτές, αρκεί ο συντηρητισμός να μην εκτρέπεται σε φόβο και φοβία και η ανοικτή θέαση των προβλημάτων να μη γίνει άκρατος φιλελευθερισμός, που διαλύει το εκκλησιαστικό ήθος και αλλοιώνει την πίστη. 
Αλλά η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος ως κύριο και βασικό σκοπό της έχει τη διατράνωση και διαφύλαξη της ενότητας των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Μιας ενότητας που εδράζεται στην κοινή πίστη, στο Μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας, στους ιερούς κανόνες και στη μακραίωνη παράδοση της Ορθοδοξίας. Η ενότητα αυτή των πιστών σφυρηλατείται και εκφράζεται σε κάθε Θ. Λειτουργία, μαρτυρείται όμως και διασφαλίζεται με τις συνόδους: τοπικές, πανορθόδοξες, οικουμενικές. Όπως έγραψε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Δημητριάδος Ιγνάτιος, «οι επίσκοποι κάθε Ορθόδοξης Εκκλησίας, εκτός από το σύνολο της διδασκαλίας και την αποστολική διαδοχή, εκφράζουν και τη μαρτυρία της Εκκλησίας στην Ιστορία. Η συνάντησή τους δεν είναι τυπικό γεγονός. Παρουσιάζουν την αγωνία, τη μαρτυρία, τις ελπίδες αλλά και την ταυτότητα του πληρώματος των Εκκλησιών τους. και δεν υπάρχει κάποιος που να περισσεύει. Δεν υπάρχει Εκκλησία που να περισσεύει» (Η Πανορθόδοξη Σύνοδος, amen.gr, 14-6-2016). Επομένως, η Σύνοδος έρχεται να διατρανώσει την οικουμενικότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία, ως Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική, μπορεί και πρέπει να είναι πέρα από εθνικισμούς και διαιρέσεις, ότι πέρα από το «Εγώ» της κάθε Εκκλησίας υπάρχει το «Εμείς» της ενωμένης Ορθοδοξίας. Σε μια εποχή που η εικόνα παίζει βασικό ρόλο στη δημιουργία των αντιλήψεων και των στάσεων του σύγχρονου ανθρώπου, η εικόνα της σύναξης όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών αποκτά εξαιρετική σημειολογική αξία, καθώς παρουσιάζει μια Εκκλησία ενωμένη να αντιμετωπίζει τα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου. 
Επιπλέον η Σύνοδος αναδεικνύει το δημοκρατικό ήθος της Ορθόδοξης Εκκλησίας: τις αποφάσεις δεν τις λαμβάνει ο Ένας, αυτός που έχει το «αλάθητο», αλλά είναι αποτέλεσμα της σύναξης των προσώπων, εντός της οποίας κατατίθεται η κοινή εμπειρία της Εκκλησίας. Οι αποφάσεις των Συνόδων δεν είναι ιδεολογήματα του κάθε επισκόπου, αλλά κατάθεση της εμπειρίας του, εμπειρίας που κοινωνούν και μαρτυρούν όλα τα μέλη του πληρώματος των τοπικών τους Εκκλησιών. Στην Ορθοδοξία δηλαδή δεν υπάρχει η «ύψιστη αυθεντία», η οποία να διασφαλίζει και να εγγυάται την αλήθεια. Εγγύηση της αλήθειας είναι η ίδια η Σύνοδος, η οποία πιστοποιεί και σφραγίζει με το κύρος της τη γνησιότητα της εμπειρίας. Έτσι, η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος έρχεται να επιβεβαιώσει στο παρόν την πίστη της Εκκλησίας και να δώσει λύσεις και απαντήσεις σε ζητήματα που αφορούν όχι μόνο τον ορθόδοξο λαό αλλά και το σύγχρονο κόσμο με βάση την πνευματικότητα και το ήθος της, όπως αυτά βιώθηκαν στο πλαίσιο της παράδοσής της από τους Πατέρες και τους αγίους της. 
Η Σύνοδος, όμως, εκτός από τις απαντήσεις που έδωσε σε συγκεκριμένα ζητήματα (όπως αυτά είχαν συμφωνηθεί στις προσυνοδικές συναντήσεις), είναι μια μεγάλη ευκαιρία συνάντησης προσώπων από διαφορετικές χώρες, που μιλούν διαφορετικές γλώσσες (άρα με διαφορετική πρόσληψη του κόσμου), που αντιμετωπίζουν διαφορετικά προβλήματα, που έχουν διαφορετικές νοοτροπίες. Η Σύνοδος, υπ’ αυτή την έννοια, ήταν μια αληθινή ευλογία, αφού παρείχε την ευκαιρία κοινωνίας της αγωνίας και των προβλημάτων των Ορθοδόξων Εκκλησιών αλλά και επικοινωνίας, διαλόγου, καταλλαγής, ανταλλαγής εμπειριών και σκέψεων, που θα συμβάλουν στην περαιτέρω σφυρηλάτηση των δεσμών μεταξύ τους. Σε ένα κόσμο διαιρεμένο και διχασμένο, σε ένα κόσμο όπου οι ποικίλες «σκοτεινές» δυνάμεις επιτελούν φανερά ή κρυφά το διασπαστικό και διχαστικό τους έργο, σε ένα κόσμο όπου η βαρβαρότητα έχει επανακάμψει με τον πιο απάνθρωπο τρόπο (τρομοκρατία, φτώχεια, ανισότητες, ολοκληρωτικές απόψεις και πρακτικές, άκρατος υλισμός) η μαρτυρία της ενωμένης Ορθοδοξίας μπορεί να αποτελέσει στήλη φωτεινή, για να δείξει το δρόμο προς την επικράτηση της ενότητας, της ανθρωπιάς, του πνεύματος, της αγάπης, της καταλλαγής. 
Υπήρξαν πολλοί που θεώρησαν ότι η Σύνοδος δεν έπρεπε να συγκληθεί και επιχειρηματολόγησαν επ’ αυτού. Κανείς δεν μπορεί να μην ακούσει τη γνώμη τους. Πράγματι, θα μπορούσε η θεματολογία της Συνόδου να ήταν πιο «τολμηρή» και να άγγιζε πολύ πιο φλέγοντα ζητήματα, σχετικά με την ίδια την Ορθόδοξη Εκκλησία αλλά και τη σχέση της με τον κόσμο ευρύτερα. Ωστόσο η θεματολογία περιορίστηκε στα υπό εξέταση θέματα της ημερησίας διατάξεως μετά από παρεμβάσεις που έγιναν στις Προσυνοδικές συναντήσεις των Εκκλησιών που τελικώς δεν πήγαν στην Σύνοδο. Μπορεί, επίσης, να έγιναν σφάλματα και να υπήρξαν αβλεψίες, όσον αφορά την προετοιμασία της Συνόδου, που έδωσαν την ευκαιρία σε αυτούς που στο πίσω μέρος του μυαλού τους ήθελαν να την τορπιλίσουν, να το πράξουν. Ωστόσο, ακόμη κι αν τα πράγματα έγιναν έτσι, από τη στιγμή που πάρθηκεν η απόφαση από το σύνολο των Εκκλησιών, η Σύνοδος έπρεπε να γίνει, εφόσον η πλειονότητά τους έδωσε το «παρών». Αλλά και μόνο η σημειολογική αξία της Συνόδου, σε ένα κόσμο διασπασμένο, όπως ο σημερινός, είναι, νομίζω, αρκετή, για να πείσει ότι, ύστερα από χίλια χρόνια από το σχίσμα των Εκκλησιών και ύστερα από τα μύρια όσα πέρασε ο Ορθόδοξος κόσμος (τουρκικός ζυγός, κομμουνιστικά καθεστώτα, πόλεμοι), η Σύνοδος, έστω και με τις ατέλειές της, ήταν επιβεβλημένη. Εξάλλου, σύμφωνα με την πίστη της Εκκλησίας, σε τελική ανάλυση δεν είναι οι άνθρωποι που κατευθύνουν την πορεία της αλλά το ίδιο το Άγιο Πνεύμα, το οποίο «όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας». Γι’ αυτό οι Ορθόδοξοι ας έχουμε εμπιστοσύνη στη Σύνοδο. Όλα τελικώς πήγαν καλά, με τη βοήθεια του Θεού.