HOLY AND GREAT COUNCIL DOCUMENT

Draft Synodical Document

Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2017

ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΕΤΕΡΟΔΟΞΙΑ - ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΚΟΥΛΟΥΜΟΥΣΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΝΟΔΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ


Tον τελευταίο καιρό, και με αφορμή την πανορθόδοξο Σύνοδο της Κρήτης, περιφέρεται ο προβληματισμός για τη χρήση του όρου Εκκλησία και για τις σχέσεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών προς τις άλλες χριστιανικές ομολογίες. Εύλογες ανησυχίες παράγουν γόνιμη κριτική, κάποτε όμως η κριτική διάθεση φθάνει σε επίπεδα αμείλικτης καταδίκης όλων όσοι δεν κατακεραυνώνουν τους ετεροδόξους. Με άλλα λόγια, όποιος δεν καταδικάζει την (ήδη καταδικασμένη) αίρεση, όποιος δεν αποκαλεί τους ετεροδόξους συμμορίες αιρετικών, όποιος μάλιστα έπεσε στο παράπτωμα να αποκαλέσει τους άλλους «εκκλησία», αυτομάτως κατατάσσεται στη χειρότερη μορφή οικουμενισμού.

Εξαρχής δηλώνουμε ότι το κείμενο αυτό δεν στοχεύει να εκτιμήσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τα κείμενα και πεπραγμένα της Συνόδου. Στόχος είναι η ανάδειξη μιας σχετικώς άγνωστης πτυχής των αγίων Πατέρων, που μπορεί να φωτίσει σήμερα τις καρδιές μας.

Αναμφίβολα, οι θεοφόροι Πατέρες ήσαν προσεκτικοί και ακριβείς στην οριοθέτηση της ορθής πίστης από την εσφαλμένη και, κατ’ επέκτασιν, στην καταδίκη των αιρέσεων που αναστάτωναν το πλήρωμα της Εκκλησίας. Αλλά πολύ πριν εισαχθούν στις μοναστικές βιβλιοθήκες οι τόμοι της Γαλλικής χρηστοήθειας, οι ίδιοι Πατέρες έδωσαν παραδείγματα μιας ευγένειας που μπορεί να σκανδαλίσει την υπερευαίσθητη συνείδηση. Η ευγένεια αυτή δεν αποτελεί εξωτερική συμπεριφορά, αλλά έκφραση βαθειάς ανθρωπιάς και πνευματικής διάκρισης. Εκδηλώνεται στις επιμέρους σχέσεις με ετεροδόξους, αλλά κάποιες φορές και στη χρήση του όρου εκκλησία, τουλάχιστον όπου υπάρχουν ιστορικοί τίτλοι.

Από τις πηγές αντλήσαμε και παραθέτουμε κάποια παραδείγματα.

Κοντά τέσσερις αιώνες μετά το οριστικό σχίσμα με τη Ρώμη, μπροστά στον εφιάλτη των Οθωμανών, συγκαλείται το 1438 σύνοδος στη Φεράρα, με σκοπό την αποκατάσταση της εκκλησιαστικής κοινωνίας Ορθοδόξων και Λατίνων, αφού ο Έλλην αυτοκράτωρ ήλπιζε στη βοήθεια των Ευρωπαίων (χωρίς δυστυχώς να γνωρίζει ότι η Ευρώπη δεν έδινε και μεγάλη σημασία στον συγκεκριμένο πάπα). Από την πολυάριθμη Ορθόδοξη αντιπροσωπεία ο Μάρκος Ευγενικός, μητροπολίτης Εφέσου, συντάσσει επιστολή προς τον «μακαριώτατο πάπα της πρεσβυτέρας Ρώμης«. Αποτελεί έκκληση για επανένωση στη βάση της αληθινής πίστεως, χωρίς προκαταλήψεις ή σκοπιμότητες. Σταχυολογούμε και μεταγράφουμε στην καθομιλουμένη κάποια σημεία:

Σήμερα τα μέλη του Δεσποτικού σώματος, που διασπάσθηκαν και διερράγησαν πριν από πολλά χρόνια, σπεύδουν στη μεταξύ τους ένωση. Διότι δεν ανέχεται η κεφαλή, ο Χριστός, να είναι το σώμα διαιρεμένο, ούτε η αγάπη θέλει να αναιρείται από μας ο δεσμός της. Γι αυτό παρακίνησε εσένα, τον πρωτεύοντα των ιερέων, να ανταποκριθείς στο κάλεσμά μας … Έλα, λοιπόν, αγιότατε πάτερ, υποδέξου τα τέκνα σου που έρχονται από τη μακρινή Ανατολή, … ανάπαυσε τους σκανδαλισμένους, … Έως πότε όσοι ανήκουμε στον ίδιο Χριστό και στην ίδια πίστη θα χτυπάμε ο ένας τον άλλον; Έως πότε οι προσκυνητές της Τριάδος θα δαγκώνουμε και θα κατασπαράζουμε ο ένας τον άλλον, μέχρι αλληλοεξόντωσης και πλήρους εξαφάνισης από τους έξω εχθρούς; Μη γένοιτο τούτο, Χριστέ Βασιλεύ, ας μη νικήσει την αγαθότητά Σου η πληθύς των αμαρτιών μας…

Με τη γρήγορη αποκάλυψη του ψεύδους της συνόδου, ο Μάρκος αρνήθηκε τον ενωτικό όρο, και επιστρέφοντας κατήγγειλε την κακήν αιχμαλωσία. Είναι βέβαιο όμως τούτο: αν τότε υπήρχε διαδίκτυο να δημοσι­εύσει το κείμενό του προς τον πάπα, ή αν γραφό­ταν σήμερα τούτο το κείμενο, οι Ορθόδοξοι ιστότοποι θα εμπλουτίζονταν με σχόλια ιερής αγανάκτησης και ομολογιακού παροξυσμού, όπως «Αίσχος», «Ντροπή», «Προδοσία», «οι οικουμενιστές ξεσκεπά­ζονται», αλλά και άλλες χριστιανικές αβρότητες!

Τί συνέβη λοιπόν; Γιατί ο Μάρκος αποκαλεί τους Ορθοδόξους «τέκνα» σκανδαλισμένα του «μακαριωτάτου» πάπα; Και γιατί χρησιμο­ποιεί την ανορθόδοξη εικόνα του διαιρεμέ­νου Σώματος του Χριστού; Δεν ήσαν οι αιρετικές θέσεις των Λατίνων απολύτως γνωστές; Δεν είχε ήδη προηγηθεί η σύγκρου­ση του ορθόδοξου ησυχασμού με τη σχολα­στική θεολογία; Δεν έφερε ο Άγιος τη συλλο­γι­κή μνήμη της σκληρής Φραγκοκρα­τίας και της ψευδο-συνόδου της Λυών (1274), γεγονό­των που πλάτυναν ακόμη περισσότερο το χάσμα ανάμεσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία και τη Ρώμη με τους δορυφόρους της; Αλλά ο Μάρκος γνώριζε ότι γενιές και άνθρωποι αλλάζουν και, εν πάση περιπτώσει, τίποτε δεν μεταβάλλει το ήθος του αληθινού Χριστια­νού. Παρέμενε, έτσι, ο οικουμενικός άνθρω­πος, που αγκαλιάζει, ελπίζει, συγχωρεί, τείνει χείρα καταλλαγής, γίνεται Ιουδαίος για τους Ιουδαίους (Α Κορ. 9, 20). Η επιστολή του εκφράζει τη σταθερότητα στην ορθόδοξη πίστη («Τί λάθος βρήκαμε στους Πατέρες, ώστε να ομολογούμε πράγματα έξω από την κοινή παράδοση;»), αλλά ο λόγος της είναι γέννημα ευαισθησίας, διάκρισης και γνήσιου πόθου για την προσέγγιση του πλησίον.

Ας πάμε πιο πίσω, στην εποχή του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, όπου ο ίδιος αναφέρεται στην ενδεδειγμένη στάση των Ορθοδόξων έναντι των αιρετικών Ανομοίων (που αποτελούσαν σκληροπυρηνικό παρακλάδι του Αρειανισμού) και ουσιαστικά περιγράφει μια ουσιώδη πτυχή του πνευματι­κού ανθρώπου:

Ας μην είμαστε επιθετικοί προς αυτούς, ας μη προβάλλουμε θυμό, αλλά ας διαλεγόμεθα με επιείκεια μαζί τους. Γιατί δεν υπάρχει τίποτε ισχυρότερο από την επιείκεια και την πραότη­τα. Τονίζοντας αυτό ο Παύλος έλεγε «Δολον δ Κυρίου ο δε μάχεσθαι, λλ’ πιον εναι πρς πάντας» (Β Τιμ. 2, 24). Όχι προς τους αδελφούς μόνο, αλλά προς όλους … Αν βέβαια οι φιλίες μαζί τους βλάπτουν και σπρώχνουν στην ασέβεια, ακόμη κι αν πρόκειται για τους γονείς, πρέπει κανείς να τρέχει μακριά … Αν δεν βλάπτεται ως προς την πίστη, ας τους ελκύει προς το μέρος του. Αν πάλι υφίσταται βλάβη χωρίς να βοηθά και τους ίδιους, ας φεύγει. Ας φεύγει μόνο, δίχως να κάνει πόλεμο. Αυτό και ο Παύλος παραινεί λέγοντας, «σο εξαρτάται από σας, να είσθε ειρηνευμένοι με όλους» (Περί Ακαταλήπτου).

Ο Άγιος θεωρεί την αίρεση φλεγμονώδες τραύμα. Και τέτοια τραύματα, λέγει, δεν ανέχονται απρόσεκτες επεμβάσεις, ούτε το άγγιγμα του χεριού. Έτσι οι πιο σοφοί των ιατρών με πολύ απαλό σπόγγο καταψύχουν παρόμοια έλκη. Έλκος στην ψυχή είναι και η αιρετική δοξασία και χρειάζεται προσηνές ύδωρ με απαλό σπόγγο. Ακόμη κι αν ο ασθε­νής βρίζει και λακτίζει και φτύνει, είναι ανάγκη να το υπομένουμε, χωρίς να παρατά­με τη θεραπεία. Αυτό βέβαια μπορούν να το κάνουν οι δυνατοί και ανεπηρέαστοι (Βλ. Περί Ακαταλήπτου).

Λίγο νωρίτερα, ο Μέγας Βασίλειος, στους Όρους κατ’ επιτομήν, απαντά στο ερώτημα, αν ο μοναχός μπορεί να ασπασθεί ή να συμφάγει με αιρετικό: Τον κοινό ασπασμό δεν απαγόρευσε για κανέναν ο Κύριος, λέγο­ντας «ἐὰν σπάσησθε τος φίλους μν μόνον, τί περισσν ποιετε; Οχ κα ο θνικο οτω ποιοσιν;» (Ματθ. 5, 47). Όσο για το με ποιούς εμποδιζόμαστε να παρακαθί­σουμε σε τράπεζα, το Ευαγγέλιο αναφέρει συγκεκριμένα τους (αμετανόητους) μοιχούς, πόρνους, άρπαγες και ειδωλολά­τρες.

Τέλος, στην Κλίμακα του αγίου Ιωάννου του Σινατου, ο πατήρ της ερήμου παραθέτει δείπνο που θα σκανδάλιζε τον ασυμβίβαστο ζηλωτή του κανόνα (ή, μάλλον, του γράμμα­τος του κανόνα). «Οι αδύνατοι ας μη συντρώ­γουν με αιρετικούς», λέγει ο Όσιος, «όπως έχει ορισθεί από τους ιερούς κανόνες. Όσοι, όμως, με τη χάρη του Θεού είναι δυνα­τοί, εάν προσκαλούνται με εμπιστοσύνη και καλή προαίρεση από αυτούς, και θέλουν να πάνε, ας πηγαίνουν προς δόξαν Κυρίου» (Εις τον Ποιμένα, 65).

Η μεγαθυμία, αρχοντιά και πνευματική ελευθερία των Ελλήνων Πατέρων φαίνεται και στη χρήση του όρου «εκκλησία» για τους ετεροδόξους της Δύσης μετά το σχίσμα. Ακόμη και για τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά παραμένει η των Λατίνων Εκκλησία, πεπτωκυ­ία βέβαια ως προς την ορθή πίστη, ενώ άλλες εκκλησίες έπεσαν και σύντομα ανορθώθηκαν. Αλλά οι Ορθόδοξοι δείχνουν ακόμη μεγαλύτερη συμπάθεια, όταν αναφέ­ρονται όχι στους θεσμούς και τους εκπροσώ­πους τους, αλλά στον ίδιο τον λαό. Έτσι, διαβάζουμε, όχι χωρίς έκπληξη, στην πραγματεία του Μανουήλ του Ρήτο­ρος για τον άγιο Μάρκο: «οι κατ’ Ιταλίαν κοινώς άπαντες Χριστιανοί … οι όντες και ονομαζόμε­νοι πιστός Κυρίου λαός … ως την του θείου βαπτίσματος ενδεδυμένοι χάριν». Λόγος οικονομίας, όχι όμως έξω από την παράδο­ση, αφού και ο ίδιος ο άγιος Μάρκος μαρτυρεί τη συνήθεια της εποχής του να γίνεται η υποδοχή των Λατίνων στην Ορθοδοξία όχι με βάπτισμα, αλλά με χρίσμα με άγιο μύρο, όπως ορίζει ο αρχαίος κανόνας για παλαιές αιρέσεις (βλ. Εγκύκλιο Επιστολή).

Η ίδια συμπάθεια και φιλανθρωπία αποτυπώνεται και στην παρατήρηση του αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου προς κληρικό που δρούσε μεταξύ ετεροδόξων: «Αν η ψυχή τους γνωρίζει ότι καλώς πράττουν πιστεύο­ντας στον Ιησού Χριστό, τιμώντας την Θεομήτορα και τους Αγίους, όταν τους λέτε ότι η πίστη τους είναι αμαρτωλή, θα κλείσουν τα αυτιά τους. Αλλ’ εάν λέτε στον λαό ότι καλώς πράττουν πιστεύοντας στον Θεό, τιμώντας την Παναγία και τους Αγίους, προσερχόμενοι στον ναό για τις λειτουργίες και προσευχόμε­νοι στις οικίες τους, μελετώντας τον λόγο του Θεού και τα παρόμοια, σε κάποια όμως σημεία υπάρχουν σφάλματα που πρέπει να διορθωθούν, τότε τα πάντα θα είναι καλά και θεάρεστα, και ο Κύριος θα χαίρεται γι’ αυτούς και χάριτι Θεού όλοι θα σωθούμε. Ο Θεός αγάπη εστί, γι’ αυτό και το κήρυγμα πάντοτε οφείλει να προέρχεται εξ αγάπης. Αν, όμως, τους κατηγορείτε, τότε η ψυχή του λαού δεν θα σας ακούσει» (Αρχιμ. Σωφρονίου, Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Έσσεξ 1995, σ. 79-80)

Τα παραπάνω περιστατικά συγκλίνουν σε τούτο: οι Πατέρες προχωρούν διακριτικά και με γλώσσα οικονομίας στη συνάντηση και τον διάλογο με τους ετεροδόξους, και συμβουλεύ­ουν εμάς το ίδιο, εφόσον δεν παραβλάπτεται η πίστη. Η χρήση από τους Πατέρες μιας γλώσσας καταλλαγής και η αγαπητική τους συμπεριφορά δεν εκφράζουν συμβιβαστική περί την αλήθεια διάθεση, δεν αποτελούν διπλωματία ή «πολιτική ορθότητα», αλλά διάκριση και συγκατάβαση, με στόχο την αποκατάσταση της καλής ειρήνης και τη σωτηρία και προκοπή πάντων.

Αναμφίβολα, στη νέα εποχή υπάρχει και η κακή ειρήνη των απροϋπόθετων συμβιβασμών, της ασχετοσύνης, της μετα-πατερικής αμνησίας ή και αδιαφορίας. Το να καταδικάζουμε όμως συλλήβδην κάθε λόγο καταλλαγής και οικονομίας και να «αποτειχιζόμεθα» από όποιον εκφέρει τέτοιο λόγο, είναι τουλάχιστον επιπόλαιο και ξένο της ευαγγελικής αγάπης. Το Πατερικό μέτρο και ήθος δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει, κι αν οι δεσμοί μας με αυτό διαρραγούν, τότε δεν έχει και τόση σημασία από ποια μεριά θα γκρεμισθούμε.

Το θέμα είναι βαθύτερο. Οι Πατέρες γνωρί­ζουν ότι η επικοινωνία με αιρετικούς δεν καθιστά τον Ορθόδοξο αιρετικό, όπως και αντί­στοιχα η επίμονη (ή έμμονη) καταδίκη των αιρέσεων δεν εξασφαλίζει στον Ορθόδο­ξο την παραμονή του στην ορθή πίστη ή στην ορθή πράξη. Όσο κι αν μας αποδομεί, ο αββάς Βαρσανούφιος επισημαίνει ότι αιρετικός είναι αυτός που φέρει στο στόμα του τον Χριστό, αλλά δεν ακολουθεί τις εντολές Του. Έτσι, στο ίδιο πνεύμα ο Μάρκος Ευγενικός συμβουλεύει μοναχούς (διά του πνευματικού τους πατρός και καθηγουμένου) να παραμέ­νουν στην ορθή πίστη και μοναδι­κή κεφαλή, τον Χριστό, αλλά ταυτόχρονα να μην ερίζουν προς αδελ­φούς «για ψυχρές υπόνοιες», με «ζήλον μη κατ’ επίγνωσιν», διότι μπορεί απλά κάποιος να εκπληρώνει «το ταραχώδες και μάχιμον» της ψυχής του, προφάσει της πίστεως (Επιστολή προς την μονή Βατοπεδίου).

Ίσως θα έπρεπε να ακολουθούμε τους Πατέρες και σε τούτο: να είμαστε περισ­σότερο ευαίσθητοι στο να ελέγχουμε την παρουσία ή απουσία ή έλλειψη της ορθής πίστεως και πράξεως αρχικά μέσα μας και ανάμεσά μας, στην καρδιά μας και στις κοινότητές μας, προτού αρχίσουμε με συνοπτικές διαδικασίες, και εμφανιζόμενοι συχνά ως νέοι Μάρκοι και ομολογητές, να κατακεραυνώνουμε τους πάντες, ετεροδόξους και ορθοδόξους.