HOLY AND GREAT COUNCIL DOCUMENT

Draft Synodical Document

Παρασκευή 28 Απριλίου 2017

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΑΙ ΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΓΚΥΚΛΙΟΥ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ


Δρ Κωνσταντίνος Β. Ζορμπάς, Γενικός Διευθυντής, Ορθοδόξου Ακαδημίας Κρήτης (ΟΑΚ)

 Στο άκουσμα της επαναβεβαίωσης του χρόνου σύγκλησης της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, καθώς και των λεπτομερειών λειτουργίας της, ο Ορθόδοξος Χριστιανικός Κόσμος, στη συντριπτική πλειοψηφία του, ενθουσιάστηκε. Πραγματοποιήθηκαν θεολογικά συνέδρια και ιερατικές συνάξεις, δημοσιεύτηκαν άρθρα στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο και συνεγράφησαν πραγματείες τόσο για το γεγονός της σύγκλησης, όσο και για τα θέματα που θα απασχολούσαν την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο. Οι μεγαλύτεροι στην ηλικία θυμήθηκαν τον ενθουσιασμό που επικράτησε ανάμεσα στους πιστούς το 1961, όταν είχε συνέλθει η Α΄ Πανορθόδοξος Διάσκεψη της Ρόδου. Πολλοί, τότε, μακάριζαν τον εαυτό τους γιατί θα ζούσαν στο κλίμα των Οικουμενικών Συνόδων και θα έβλεπαν πράγματα που πολλές προηγούμενες γενιές «επεθύμησαν ιδείν και ούκ είδον» (Ματθ. 13:16).
     Σ’ όλες τις συζητήσεις και την κινητοποίηση που παρατηρήθηκε, τονιζόταν πως ήταν καιρός πια, μετά τις περιπέτειες του Χριστιανισμού στη  Β΄ Χιλιετία (το σχίσμα των Ρωμαιοκαθολικών, τη Μεταρρύθμιση στους κόλπους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, την υποδούλωση των πλείστων Ορθοδόξων λαών στους Μουσουλμάνους κ.ά.), να δείξει η Ορθόδοξος Εκκλησία ότι ήταν συνέχεια των Οικουμενικών Συνόδων και ότι αποτελούσε «την Μίαν, Άγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Έκκλησίαν». Κι ότι ακόμα μπορούσε να συλλαμβάνει τα μηνύματα των  καιρών, να αντιλαμβάνεται τα σύγχρονα προβλήματα και να προτείνει λύσεις σ’ αυτά.
     Από την άλλη, γινόταν αντιληπτό ότι καθυστέρηση, ή αναβολή της σύγκλησης της Συνόδου θα σήμαινε συνέχιση μιας ατέρμονης διαδικασίας προετοιμασίας, η οποία θα μείωνε την αξιοπιστία της Εκκλησίας ανάμεσα στους πιστούς της και κυριότερα, θα προκαλούσε τα μειωτικά σχόλια  και τη θυμηδία αλλοδόξων και αλλοθρήσκων.
     Δυστυχώς, την τελευταία στιγμή τέσσερις από τις δεκατέσσερις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες και συγκεκριμένα οι Εκκλησίες Αντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας και Γεωργίας, δεν συμμετείχαν στη Σύνοδο. Οι λόγοι, παρά τις αιτιάσεις που προβλήθηκαν, ήσαν πολιτικοί και εσωτερικοί των Εκκλησιών αυτών και δεν είχαν σχέση ούτε με τα θέματα, ούτε με τις αποφάσεις που είχαν ήδη γίνει δεκτές και προσυπογραφεί από όλους κατά τις Προσυνοδικές Διασκέψεις.
     Την Τετάρτη 8 Ιουνίου, όπως είχε προαποφασιστεί, τα μέλη της Επιτροπής για την προετοιμασία του Μηνύματος της Συνόδου μετέβησαν στην Κρήτη, για να επιληφθούν του έργου που τους ανετέθη.[1]
     Την Πέμπτη 9 Ιουνίου, εορτή της Αναλήψεως του Χριστού, εκκλησιάστηκαν στην Ιερά Μονή Γωνιάς. Τη Θεία Λειτουργία τέλεσε ο Μητροπολίτης Γαλλίας Εμμανουήλ, πρόεδρος της συγκεκριμένης Επιτροπής. Οι εργασίες της Επιτροπής ξεκίνησαν το απόγευμα της ίδιας ημέρας. Τα μέλη της Επιτροπής ήταν οι: Μητροπολίτης Γαλλίας Εμμανουήλ, Πρόεδρος, εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Μητροπολίτης Καμερούν Γρηγόριος, εκ μέρους του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, καθηγητής Θεόδωρος Γιάγκου, εκ μέρους του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, Μητροπολίτης Μαυροβουνίου Αμφιλόχιος, εκ μέρους του Πατριαρχείου Σερβίας, ο εν Δυτική και Νοτία Ευρώπη Μητροπολίτης Ιωσήφ, εκ μέρους του Πατριαρχείου Ρουμανίας, ο Μητροπολίτης Πάφου Γεώργιος, εκ μέρους της Εκκλησίας Κύπρου, ο Μητροπολίτης Ιλίου Αθηναγόρας, εκ μέρους της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο Επίσκοπος Σιεματίτσε Γεώργιος εκ μέρους της Εκκλησίας Πολωνίας, ο Μητροπολίτης Κορυτσάς Ιωάννης, εκ μέρους της Εκκλησίας της Αλβανίας και ο Αρχιμανδρίτης Σεραφείμ εκ μέρους της Εκκλησίας της Τσεχίας-Σλοβακίας. Στη Γραμματεία συμμετείχαν ο Αρχιδιάκονος Ιωάννης Χρυσαυγής και οι καθηγητές Βλάσιος Φειδάς και Κωνσταντίνος Δεληκωνσταντής.
     Την Πέμπτη, 16 Ιουνίου συμπληρώθηκαν οι εργασίες της Επιτροπής για τον καταρτισμό του Μηνύματος και το Μήνυμα παραπέμφθει στους Προκαθημένους.
     Την Παρασκευή, 17 Ιουνίου, στις 9 π.μ., έλαβε χώρα η υποδοχή των Προκαθημένων στην Ιερά Μονή Γωνιάς. Οι Προκαθήμενοι έφτασαν στην Σταυροπηγιακή αυτή Μονή, αντιστρόφως της σειράς των Διπτύχων. Στη συνέχεια οι Προκαθήμενοι, με δύο Ιεράρχες των Εκκλησιών τους, συμμετείχαν σε σύσκεψη στην Ορθόδοξο Ακαδημία Κρήτης, με σκοπό την εξέταση και έγκριση του Μηνύματος που είχε ετοιμάσει η Επιτροπή.
     Στη σύσκεψη o Πατριάρχης Σερβίας Ειρηναίος εισηγήθηκε, όπως σταλεί στους τέσσερις Προκαθημένους πρόσκληση για συμμετοχή στο συλλείτουργο της Πεντηκοστής και συμμετοχή στις εργασίες της Συνόδου. Στην περίπτωση που τα χρονικά πλαίσια, είτε, δεν επέτρεπαν την παρουσία τους στο συλλείτουργο της Πεντηκοστής, θα ερχόταν για το συλλείτουργο της Κυριακής των Αγίων Πάντων. Η πρόταση έγινε αποδεκτή και η πρόσκληση στάλθηκε τηλεγραφικώς. Τελικά οι τέσσερις Προκαθήμενοι αρνήθηκαν να προσέλθουν.
     Μετά το διάλειμμα αναγνώστηκε το σχέδιο του Μηνύματος. Όλοι οι Προκαθήμενοι το χαρακτήρισαν ως εξαιρετικό, ο δε Οικουμενικός Πατριάρχης εξέφρασε τα συγχαρητήριά του στην Επιτροπή που το είχε συντάξει. Ο Πατριάρχης Ρουμανίας εισηγήθηκε όπως τεθούν, στο Μήνυμα, υπότιτλοι στα διάφορα θέματα τα οποία θίγει. Η εισήγηση έγινε ομόφωνα αποδεκτή. Ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας τόνισε ότι το κείμενο είναι πολύ μεγάλο (12 πυκνογραμμένες σελίδες) για να θεωρηθεί ως Μήνυμα και πρότεινε τη σύνταξη άλλου πολύ μικρότερου. Ύστερα από συζήτηση έγινε δεκτή η πρόταση του Παναγιωτάτου όπως το κείμενο –το οποίο επανέλαβε πως είναι θεολογικότατο και εμπεριστατωμένο– να σταλεί ως «Εγκύκλιος της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας», παρεκλήθη δε ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας, όπως επιμεληθεί άλλου. Μικρότερου κειμένου, υπό τύπου περιλήψεως του πρώτου ή αναφοράς στα κυριότερα θέματα που θα έθιγε και το οποίο θα ονομαζόταν το Μήνυμα της Συνόδου.
     Η Eγκύκλιος αποτελείται από επτά (7) Κεφάλαια και είκοσι (20) Παραγράφους. Έχει υπογραφεί από τους 10 Προκαθημένους και τα 152 μέλη των Αντιπροσώπων.  
Τα Κεφάλαια είναι:
1.     Η Εκκλησία: Σώμα Χριστού, εικών της Αγίας Τριάδος.
2.     Η αποστολή της Εκκλησίας εν τω κόσμω.
3.     Η Οικογένεια – εικών της αγάπης του Χριστού προς την Εκκλησίαν.
4.     Η κατά Χριστόν παιδεία.
5.     Η Εκκλησία ενώπιον των συγχρόνων προκλήσεων.
6.     Η Εκκλησία ενώπιον της παγκοσμιοποιήσεως, ακραίων φαινομένων βίας και της μεταναστεύσεως.
7.     Η Εκκλησία: μαρτυρία εν διαλόγω.

     To κείμενο αρχίζει με δοξολογική αναφορά στον «ἐν Τριάδι προσκυνουμένῳ Θεῷ» τονίζοντας ότι η Εκκλησία είναι θεανθρώπινη κοινωνία κατ’ εικόνα της Αγίας Τριάδος και υπογραμμίζοντας τα εξής:

     Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, πιστή εἰς τήν ὁμόφωνον ταύτην ἀποστολικήν παράδοσιν καί μυστηριακήν ἐμπειρίαν, ἀποτελεῖ τήν αὐθεντικήν συνέχειαν τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὡς αὕτη ὁμολογεῖται εἰς τό Σύμβολον τῆς πίστεως καί βεβαιοῦται διά τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Οὕτως, αἰσθάνεται μείζονα τήν εὐθύνην αὐτῆς ὄχι μόνον διά τήν αὐθεντικήν βίωσιν τῆς ἐμπειρίας αὐτῆς ὑπό τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀλλά καί διά τήν ἀξιόπιστον μαρτυρίαν τῆς ἀληθείας πρός πάντας τούς ἀνθρώπους.

     Στη συνέχεια κάνει μία ευχαριστιακή προσέγγιση σχέσης Εκκλησίας- Κόσμου και της αποστολής της μέσα σε ένα μεταβαλλόμενο κόσμο δίδοντας έμφαση στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας και σημειώνοντας τα εξής:

     Ἡ μετοχή εἰς τήν θείαν Εὐχαριστίαν εἶναι πηγή ἀποστολικοῦ ζήλου πρός εὐαγγελισμόν τοῦ κόσμου. Μετέχοντες τῆς θείας Εὐχαριστίας καί προσευχόμενοι ἐν τῇ ἱερᾷ Συνάξει ὑπέρ τῆς Οἰκουμένης, καλούμεθα νά συνεχίσωμεν τήν «λειτουργίαν μετά τήν Λειτουργίαν» καί νά δίδωμεν τήν μαρτυρίαν περί τῆς ἀληθείας τῆς πίστεως ἡμῶν ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων, μοιραζόμενοι τάς δωρεάς τοῦ Θεοῦ μεθ’ ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος, ὑπήκοοι πρός τήν σαφῆ ἐντολήν τοῦ Κυρίου πρό τῆς Ἀναλήψεώς Του: «καί ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε Ἰερουσαλὴμ καί ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καί Σαμαρείᾳ καί ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς» (Πράξ. α’: 8).

     Ακολουθεί η ανάλυση συγκεκριμένων προβλημάτων όπως είναι η ποιμαντική της σύγχρονης οικογένειας και των νέων, η σχέση επιστήμης και τεχνολογίας και τα βιοηθικά διλήμματα –δίδοντας έμφαση «στην αξιοπρέπεια του ανθρώπου και τον θείον προορισμό του» (είναι δε χαρακτηριστική η φράση ότι «ο άνθρωπος δεν προσδιορίζεται μόνον από τα γονίδιά του»)–, το οικολογικό πρόβλημα και κλείνει με τρία μεγάλα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα: την παγκοσμιοποίηση, την τρομοκρατία και το πρόβλημα της μεταναστεύσεως.

     Η Εγκύκλιος είναι μία απάντηση σε φλέγοντα θέματα όπως:
α. Της διακήρυξης της αυτοσυνειδησίας της αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας ως της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας του Χριστού
β. Της ποιμαντικής αναγκαιότητας της ιεραποστολής, του επανευαγγελισμού και του πνευματικού αναβαπτισμού των ανθρώπων .
γ. Της διατυπώσης των αναγκαίων αρχών δεοντολογίας και ηθικής για την αλματώδη προοδεύουσα επιστημονική και τεχνολογική έρευνα.
δ. Της ιερότητας του μυστηρίου του Γάμου, ως εικόνος της αγάπης του Χριστού προς την Εκκλησίαν και του θεσμού της οικογενείας.
ε. Της οφειλετικής μέριμνας για θέματα χριστιανικής παιδείας και αγωγής των νέων.
στ. Του φαινομένου της παγκοσμιοποιήσεως.
ζ. Της φρίκης του πολέμου.
η. Του φλέγοντος μεταναστευτικού και προσφυγικού προβλήματος.
θ. Των σχέσεων Εκκλησίας και επιστήμης και Εκκλησίας και πολιτικής.
ι. Της οικολογικής κρίσεως.
ια. Της πτωχείας, της εκκοσμικεύσεως, της μοναξιάς και του ατομοκεντρισμού στις σχέσεις των ανθρώπων.
     Κάνοντας συγκεκριμένα τα πιο γενικά σημεία, θα μπορούσε κανείς να πει πώς η Εγκύκλιος είχε ένα τριπλό σκοπό:
     Πρώτον, να διακηρύξει και πάλι την αγάπη του Θεού για τον κόσμο. Να φανερώσει μέσα από λόγια και τις σημερινές πραγματικότητες το μυστήριο της αγάπης των Τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδος ως το αρχέτυπο, τη βάση και το «τέλος», δηλαδή το σκοπό και την ολοκλήρωση –τη σωτηρία– του κόσμου. Κι αυτό ως συνέχεια εκφράζει και την ορθόδοξη εκκλησιολογία, καθώς εκείνη δεν είναι μία εξωτερική οργάνωση της Εκκλησίας και δεν έχει σχέση με καταστατικούς χάρτες ή με νομικές αποφάσεις. Πολύ βαθύτερα από τις ανάγκες και παρά τις δευτερεύουσες νομοκανονικές τακτοποιήσεις, στον πυρήνα της είναι ο καινούργιος τρόπος υπάρξεως του κόσμου και η καινή σχέση Θεού και κόσμου.
     Αυτό μας φέρνει μπροστά στο δεύτερο σκοπό. Να προσφέρει το μυστήριο του σαρκωμένου Χριστού στον κόσμο σήμερα, να μιλήσει δηλαδή για το Θεό πού έγινε άνθρωπος και πού αγαπώντας τους σημερινούς ανθρώπους, ζητάει να ενωθεί σε σάρκα μία μαζί τους, να κάνει σάρκα του την κάθε εποχή και τον κάθε πολιτισμό. Κάτω από το φως αυτής της χριστολογίας, οικοδομείται ολόκληρη η ορθόδοξη χριστολογική ανθρωπολογία.
     Τρίτον –αποτέλεσμα των παραπάνω– μας φέρνει μία καινούργια διάρθρωση, μία καινούργια εκτίμηση και όραση των πραγμάτων, δηλαδή οδηγεί στη μετά-νοια. Το σημείο αυτό είναι κεφαλαιώδες. Και το σύνολο του κειμένου αναπνέει αυτή την προβληματική. Χωρίς μια ριζική αλλαγή στον τρόπο ζωής του κόσμου, χωρίς απάρνηση του εγωισμού και της ιδιοτελείας, χωρίς εξορκισμό του διαβόλου και βάπτισμα στην άκτιστη τριαδική ζωή, πού είναι η αληθινή Ελευθερία, Αγάπη και Κοινωνία, είναι αδύνατη η οποιαδήποτε πραγματική σχέση Θεού και κόσμου και μάταιη η κάθε προσπάθεια του κόσμου για να πραγματώσει μέσα στη ζωή και την ιστορία του τα ιδανικά της ελευθερίας, της αγάπης και της κοινωνίας.

Τί μπορούμε να πούμε ως προς τις προεκτάσεις αυτού του κειμένου;

1.     Δίνει μία απάντηση στην Κοινωνική Διδασκαλία της Εκκλησίας (ΚΔΕ).[2] Γνωστοποιεί τον τρόπο προσέγγισης της ΚΔΕ στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, αλλά και την προσπάθεια επί του ιδίου θέματος του Πατριαρχείου της Μόσχας. Γιατί στη Δύση υπήρχε μία αντίληψη, ότι η Ανατολή δεν είχε κανένα ενδιαφέρον για την έκφραση του Χριστιανισμού μέσα στον κόσμο. Έτσι, ήταν κυρίαρχη η αντίληψη ότι η Ορθοδοξία επί αιώνες ήταν υπό την εξουσία του Κράτους και αδιαφορούσε για τον κόσμο. Αντιθέτως, το έτος 2000 έχουμε μία πρώτη επίσημη γραπτή πρόταση για την Κοινωνική Διδασκαλία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, ως απάντηση στα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα. Όμως, παρά τις προσπάθειες, δεν μπόρεσε να έχει πλήρη αποδοχή από τη διεθνή κοινότητα, όσον αφορά τα ζητήματα της ανθρωπότητας και της δικαιοσύνης.
     Είναι αλήθεια ότι χρειάστηκε πολλές φορές να πάρει η Ορθοδοξία επίσημη θέση σε δύσκολα θέματα, αλλά δειλά-δειλά συνειδητοποίησε ότι με τον τρόπο αυτό πρέπει να εκτελέσει την κοινωνική αποστολή της στον σύγχρονο κόσμο και τα κοινωνικά ζητήματα του σύγχρονου ανθρώπου. Γι’ αυτό, παρ’ όλο που υπάρχει μία διάσταση ανάμεσα στο κοινωνικό δόγμα της Καθολικής Εκκλησίας και της αποστολικής διακονίας της Ορθοδοξίας στον κόσμο, τόλμησε ένα σοβαρό άνοιγμα, όχι απλώς να μιλήσει, αλλά και να καταγγείλει πολιτικές που προσβάλλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

2.     Προσπαθεί να ισορροπήσει σε δύο αμφίδρομες τάσεις: Η πρώτη τάση, που απηχεί και σοβαρή μερίδα της εκκλησιαστικής ηγεσίας, εμφανίζεται να επιδιώκει ανοίγματα στον κόσμο και στην κοινωνία, ενεργό ρόλο στις διεκκλησιαστικές και διαθρησκειακές σχέσεις και προωθεί κάποιες καινοτομίες στη λειτουργική ζωή, τη γλώσσα της λατρείας, την αμφίεση των κληρικών και την επιμόρφωσή τους με γνώσεις και εμπειρίες άλλων επιστημών του ανθρώπου, όπως η ψυχολογία.
     Η δεύτερη τάση, που φαίνεται να βρίσκει μεγαλύτερο έρεισμα στα λαϊκά στρώματα των θρησκευόμενων, εμφανίζεται να ανησυχεί από το ενδεχόμενο εισαγωγής καινοτομιών στη ζωή της Εκκλησίας και την καλλιέργεια διεκκλησιαστικών διαλόγων, που μπορεί να έχουν ως συνέπεια την αλλοίωση της παράδοσης και την υποταγή της Ορθόδοξης Εκκλησίας σε σύγχρονα πανθρησκειακά δημιουργήματα, με τελική συνέπεια την απώλεια της σωτηρίας. Οι εκπρόσωποι της συχνά αντιδρούν με σφοδρότητα στη διατύπωση καινοτόμων απόψεων από τους «εκσυγχρονιστές», ενώ πολλές φορές η αντιπαράθεση οδηγεί στην εκατέρωθεν αμφισβήτηση του ήθους, της πίστης και της πνευματικότητας των εκπροσώπων και των δυο πλευρών. Το κείμενο –αλλά και η Ορθοδοξία– είναι ενάντιο στις «κοινωνίες κλειστού τύπου», στην τακτική του «φρουρίου» και της υπεράσπισης των κεκτημένων.

     Ἡ ταύτισις τῆς Ἐκκλησίας μέ συντηρητισμόν, ἀσυμβίβαστον πρός τήν προόδον τοῦ πολιτισμοῦ, εἶναι αὐθαίρετος καί καταχρηστική, ἐφ’ ὅσον ἡ συνείδησις τῆς ταυτότητος τῶν χριστιανικῶν λαῶν φέρει ἀνεξίτηλον τήν σφραγῖδα τῆς διαχρονικῆς συμβολῆς τῆς Ἐκκλησίας ὄχι μόνον εἰς τήν πολιτιστικήν κληρονομίαν αὐτῶν, ἀλλά καί εἰς τήν ὑγιᾶ ἀνάπτυξιν τοῦ θύραθεν πολιτισμοῦ γενικώτερον, ἀφοῦ ὁ Θεός ἔθεσε τόν ἄνθρωπον οἰκονόμον τῆς θείας δημιουργίας καί συνεργόν Αὐτοῦ ἐν τῷ κόσμῳ.

3.     Ένα άλλο θέμα που συνδέεται με την Παγκοσμιοποίηση είναι και η Οικονομία. Η Εκκλησία από τη φύση της δεν θα μπορούσε παρά να βρίσκεται στον αντίποδα της παγκοσμιοποίησης, αφού η χριστιανική διδασκαλία για τον πλούτο και την εργασία σκιαγραφεί μία τελείως διαφορετική τοποθέτηση από το νεοφιλελευθερισμό. Τόσο στη βιβλική, όσο και στην πατερική διδασκαλία, κύριος των υλικών αγαθών είναι ο Θεός, ενώ ο άνθρωπος κατέχει μόνο τη χρήση τους. Όλη η κτίση δημιουργήθηκε από τον Θεό για να την απολαμβάνουν εξίσου οι άνθρωποι, όπως χωρίς διακρίσεις προσφέρεται ο ίδιος ο Θεός  σε όλους με τη θεία Ευχαριστία. Αυτό φαίνεται πολύ ξεκάθαρα στο κείμενο για την «αποστολή της Εκκλησίας στον σύγχρονο κόσμο», το οποίο «ύψωσε» φωνή διαμαρτυρίας για τον ανηλεή εκτοπισμό και τις διώξεις χριστιανικών πληθυσμών εκ των αρχαίων κοιτίδων των, εζήτησε την προστασία του αγαθού της θρησκευτικής ελευθερίας και καταδίκασε απεριφράστως τον θρησκευτικό φανατισμό, τονίζοντας ακόμη μία φορά ότι κάθε πόλεμος στο όνομα της οιασδήποτε θρησκείας, συνιστά πόλεμο κατ’ αυτού του θρησκευτικού γεγονότος.
4.     Μία πολύτιμη φράση που έχει το κείμενο είναι ότι ο φονταμενταλισμός είναι εκδήλωση νοσηρής θρησκευτικότητας και στην κυριολεξία, η αναίρεση του Ευαγγελίου.

     Αἱ ἐκρήξεις φονταμενταλισμοῦ εἰς τούς κόλπους τῶν θρησκειῶν κινδυνεύουν νά ὁδηγήσουν εἰς τήν ἐπικράτησιν τῆς ἀπόψεως ὅτι ὁ φονταμενταλισμός ἀνήκει εἰς τήν οὐσίαν τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου. Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι ὅτι ὁ φονταμενταλισμός, ὡς «ζῆλος οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν» (Ρωμ. ι’, 2), ἀποτελεῖ ἔκφρασιν νοσηρᾶς θρησκευτικότητος.

     Αυτό, όμως, θα το συζητήσουμε με τους νέους και τους πιστούς μας, ώστε να φανεί τί είναι ο φονταμενταλισμός; Τι σημαίνει να επικαλείσαι τον Χριστό και στην πραγματικότητα να δρας με μίσος, με το αντίθετο από αυτό που έδειξε ο Χριστός; Η καταδίκη ορισμένων φαινομένων, σαν αυτά που προαναφέραμε, οφείλει να είναι «χύμα», η Εκκλησία οφείλει να λέει τα πράγματα με το όνομά τους. Και μακάρι να μπορούσε να πει το νεοφιλελευθερισμό, νεοφιλελευθερισμό και να πει το νεοναζισμό, νεοναζισμό και να πει ότι αυτά τα φαινόμενα και από πλευράς εκκλησιαστικής είναι φαινόμενα νεοειδωλολατρείας[3].

*

     Σχετικά με το θέμα της παγκοσμιοποίησης υπάρχει και κάτι άλλο. Περάσαμε από την εποχή των εθνικών κρατών στην παγκοσμιοποίηση, όπου κάθε τι διαμορφώθηκε πια πλανητικά. Αυτό συνδέεται με τρομακτικές τεχνολογικές εξελίξεις, οι οποίες αλλάζουν νοοτροπίες, ήθη και έθιμα και όχι υποχρεωτικά προς το καλύτερο. Από τότε τελειώνει το διπολικό παγκόσμιο σύστημα και έχουμε μία νέα πραγματικότητα, η οποία συνοδεύεται και συνδέεται με τρομακτικές επικοινωνιακές αλλαγές και μεταβολές. Έχουμε, πια, μία νέα συνθήκη όπου τα πράγματα είναι με έναν τρόπο τεχνολογικό απολύτως ενωμένα, αλλά όχι και ψυχικά, καθώς το ψυχικό στοιχείο δεν παρακολουθεί το τεχνολογικό. Βρισκόμαστε όμως σε μία επάνοδο στα εθνικά Κράτη. Όλα αυτά όχι μόνον ήταν δύσκολο αφομοιωθούν και με το πρόσχημα ότι θα χάσουμε την ταυτότητά μας –εθνική και θρησκευτική– πορευόμαστε στο άκρως αντίθετο σημείο.
5.     Τί ρόλο, όμως, μπορεί να διαδραματίσει η Εκκλησία αντιτασσόμενη σε όλη αυτή την κατάσταση, χωρίς να εκκοσμικεύεται και να συσχηματίζεται  με τον κόσμο; Ασφαλώς, η χριστιανική διδασκαλία δεν επαγγέλλεται ένα πολιτικοκοινωνικό πρόγραμμα που θα λύσει τα προβλήματα της ανεργίας, της κοινωνικής ασφάλισης και της φτώχειας, ούτε μπορεί να υποκαταστήσει την κρατική πρόνοια, τις δυνάμεις της αγοράς και τους συνδικαλιστικούς φορείς. Έχει όμως, τη δυνατότητα να προβάλλει τον προφητικό της λόγο σε συγκεκριμένες περιστάσεις και σε συγκεκριμένα προβλήματα και να ενισχύει με το κύρος της προσπάθειας καταπολέμησης της φτώχειας και των κοινωνικών ανισοτήτων ή της αντιμετώπισης φαινομένων ρατσισμού, παραβίασης ατομικών δικαιωμάτων και καλλιέργειας ζηλωτισμού και φονταμενταλισμού.[4]

*

     Συνεπώς, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι το γεγονός της σύγκλησης της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, αποτέλεσε κατά το παρελθόν, αφενός μεν μία τεράστια πρόκληση για την Ορθοδοξία, αφετέρου δε αποτελεί σήμερα, ένα γεγονός υψίστης ιστορικής, εκκλησιαστικής και εκκλησιολογικής σημασίας. Γιατί με την πραγματοποίησή της, δόθηκε η ευκαιρία στην Ορθόδοξη Εκκλησία να προβάλει με τον πλέον εμφατικό τρόπο σε ολόκληρο τον κόσμο τη διαχρονική συνοδική της συνείδηση που πηγάζει μέσα από την πνευματική εμπειρία της κοινής ευχαριστιακής σύναξης των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία στο εξής θα αναφέρεται και θα αναφέρει για την εποχή πριν και μετά την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο.[5]

Στόχος και πρόσκληση για την Εκκλησία μας και όλων μας:

     Ὁ ἐπανευαγγελισμός τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ εἰς τάς συγχρόνους ἐκκοσμικευμένας κοινωνίας, ὡς ἐπίσης καί ὁ εὐαγγελισμός ὅσων εἰσέτι δέν ἐγνώρισαν τόν Χριστόν, ἀποτελοῦν ἀδιάλειπτον χρέος τῆς Ἐκκλησίας.

     Η Ευρώπη και ο κόσμος μας στατιστικά αποχριστιανοποιείται και το δημογραφικό κέντρο βάρους του Χριστιανισμού έχει μετακινηθεί στον Τρίτο Κόσμο.[6] Ωστόσο, ακριβώς αυτή τη συγκυρία, η Ευρώπη οφείλει να τη ζήσει ως οδυνηρή ευκαιρία για αναπροσανατολισμό. Θα καταφέρει, λοιπόν, να διαλεχθεί μέσα στη συγκεκριμένη συγκυρία ή απλώς «να ακουστεί;».










[1] Βλ. περισσότερα στο Ημερολόγιο Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Διάλογοι Καταλλαγής, Ορθόδοξος Ακαδημία Κρήτης, Ιούνιος 2016.
[2] L’Église n’a pas de modèle politique ou économique non plus que des solutions techniques à proposer: «la doctrine sociale de l’Église n’est pas une troisième voie entre le capitalisme libéral et le collectivisme marxisme, ni une autre possibilité parmi les solutions moins radicalement marquées». Elle comporte des principes de réflexion, des normes de jugement et des directives d’action et, à ce titre, elle «entre dans le domaine de la théologie morale» (cité par divers auteurs). La doctrine sociale de l’Église a commencé par s’intéresser à la condition des ouvriers à la fin du XIXème siècle, condition qui concernait les nations d’où est partie la révolution industrielle, pour s’élargir aux dimensions du monde… Βλ. τις αναλύσεις του Jean Yves Calvez, στο Περιοδικό ETUDES.
[3] Βλ. τις κατά καιρούς αναλύσεις του Θανάση Παπαθανασίου, στο Περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ.
[4] Βλ. Ειρηναίου Γαλανάκη (Μητροπολίτου Κισάμου και Σελίνου), Η πολιτική ευθύνη του Χριστιανού, Καστέλλι 1963.
[5] Σεβ. Μητρ. Φιλαδελφείας κ. Γαβριήλ, Εφημερίδα Η Καθημερινή,  03.07.2016. Πρβλ. επίσης τις επισημάνσεις για τα 60 χρόνια από την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης (Ρώμη, 2017).
[6] Θανάση Παπαθανασίου, Περιοδικό Manifesto, τχ. 35ο (Ιούλιος - Αύγουστος 2012), σσ. 32-36.