HOLY AND GREAT COUNCIL DOCUMENT

Draft Synodical Document

Τετάρτη 3 Μαΐου 2017

ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ OΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΒΙΟΗΘΙΚΗ

ΙΜΘ_100
H εισήγηση του Αναπληρωτή Καθηγητή του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας στην Επιστημονική Ημερίδα για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο
1. Εἰσαγωγή

Ἡ Ἁγία καί Με­γά­λη Σύ­νο­δος τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ ὁποία συ­νε­κλή­θη ἀπό τόν Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τριάρ­χη κ.κ. Βαρ­θο­λο­μαῖο καί συ­νῆλ­θε στήν Κρή­τη στίς 18-26 Ἰου­νί­ου 2016, δια­κή­ρυ­ξε τήν ἑνό­τη­τα τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας, συ­ζή­τη­σε πλεῖ­στα θέματα πα­νορ­θο­δό­ξου ἐν­δια­φέ­ρο­ντος καί κα­τέ­λη­ξε σέ ση­μα­ντι­κές ἀπο­φά­σεις. Με­τα­ξύ τῶν θε­μά­των πού ἀπα­σχό­λη­σαν τή Σύ­νο­δο εἶ­ναι καί ἡ βιο­ηθι­κή, ἡ ὁποία ἀξιο­λο­γεῖ­ται ὡς πο­λύ ση­μα­ντι­κή, κα­θώς ἐπι­χει­ρεῖ νά δώ­σει ἀπα­ντή­σεις σέ σο­βα­ρά ἠθι­κά καί ὑπαρ­ξια­κά προ­βλή­μα­τα πού ἀφο­ροῦν στό νόη­μα τῆς ζωῆς καί τοῦ κό­σμου. Ἡ συμ­με­το­χή τῆς ὀρ­θό­δο­ξης ἠθι­κῆς στό σύγ­χρο­νο διε­πι­στη­μο­νι­κό διά­λο­γο γιά τή βιο­ηθι­κή κρί­νε­ται ἀπό τή Σύ­νο­δο ὡς ἀπα­ραί­τη­τη, ἀφοῦ, ὅπως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ἐπι­ση­μαί­νε­ται, « ρ­θό­δο­ξος κ­κλη­σία δέν εἶ­ναι δυ­να­τόν νά πα­ρα­μεί­ν ες τό πε­ρι­θώ­ρι­ον τς συ­ζη­τή­σε­ως τό­σον σπου­δαί­ων ν­θρω­πο­λο­γι­κν, θι­κν καί παρ­ξια­κν ζη­τη­μά­των»[1].

Ἡ ἀνά­γκη ἐκ­φο­ρᾶς θεο­λο­γι­κοῦ λό­γου ἀπό μέ­ρους μιᾶς ὀρ­θό­δο­ξης βιο­ηθι­κῆς στά προ­βλή­μα­τα αὐ­τά δέν δια­πι­στώ­νε­ται βέ­βαια γιά πρώ­τη φο­ρά. Ἡ Ἱε­ρὰ Σύ­να­ξη τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων Προ­κα­θη­μέ­νων, πού πραγ­μα­το­ποιή­θη­κε στό Φα­νά­ρι στίς 9-12 Ὀκτω­βρί­ου 2008, ἀπο­φά­σι­σε τή σύ­στα­ση Δι­ορ­θό­δο­ξης Ἐπι­τρο­πῆς πρός με­λέ­τη τῶν θε­μά­των τῆς βιο­ηθι­κῆς, ἐνῶ καί το­πι­κές Ἐκ­κλη­σί­ες ἔχουν ἀσχο­λη­θεῖ ἐπι­στα­μέ­νως μ᾽ αὐ­τά. Ἡ Ἐκ­κλη­σία τῆς Ἑλ­λά­δος ἔχει συ­στή­σει ἤδη ἀπό τό 1998 ἐπι­τρο­πή βιο­ηθι­κῆς, ἡ ὁποία ἔχει ἐν τῶ με­τα­ξύ δη­μο­σι­εύ­σει τίς θέ­σεις της σέ πολ­λά θέ­μα­τα[2], ἐνῶ τό Πα­τρι­αρ­χεῖο Μό­σχας ἐξέ­δω­σε τό 2000 μιά ἐ­κτε­νή ἐγ­κύ­κλιο ἐπί κοι­νω­νι­κῶν θε­μά­των, στήν ὁποία το­πο­θε­τεῖ­ται στά ση­μα­ντι­κό­τε­ρα θέ­μα­τα τῆς βιο­ηθι­κῆς[3]. Ὡστό­σο εἶ­ναι ἡ πρώ­τη φο­ρά πού μιά σύ­νο­δος μέ εὐ­ρύ­τα­τη συμ­με­το­χή ἀπό τίς πε­ρισ­σό­τε­ρες κα­τά τό­πους Ὀρ­θό­δο­ξες Ἐκ­κλη­σί­ες δια­τυ­πώ­νει ἐπι­σή­μως τίς θέ­σεις της γιά τή βιο­ηθι­κή, γε­γο­νός πού ἀναμ­φί­βο­λα κα­τα­δει­κνύ­ει τή ση­μα­σία τῶν θέ­σε­ων αὐ­τῶν.

Οἱ θέ­σεις τῆς συ­νό­δου γιά τη βιο­ηθι­κή κα­τα­γρά­φο­νται σέ τρία κυ­ρί­ως κεί­με­να καί συ­γκε­κρι­μέ­να α) στήν Ἐγκύ­κλιο, β) στό Μή­νυ­μα καί γ) στό κεί­με­νο πού φέ­ρει τόν τί­τλο «Ἡ ἀπο­στο­λή τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας εἰς τόν σύγ­χρο­νον κό­σμον»[4]. Στά κεί­με­να αὐ­τά, με­τα­ξύ ἄλ­λων θε­μά­των, ἀφιε­ρώ­νο­νται ξε­χω­ρι­στές ἑνό­τη­τες στή βοη­θι­κή, στίς ὁποῖ­ες μέ σχε­τι­κά σύ­ντο­μο ἀλ­λά συ­στη­μα­τι­κό τρό­πο ἐκτί­θε­νται οἱ θέ­σεις τῆς συ­νό­δου. Πέ­ραν αὐ­τῶν, ἀνα­φο­ρές στή βιο­ηθι­κή ἀπα­ντοῦν καί σέ ἄλ­λες ἑνό­τη­τες, ἰδι­αί­τε­ρα σέ αὐ­τές πού ἀφο­ροῦν στήν ἀξία τοῦ ἀν­θρω­πί­νου προ­σώ­που καί στήν ἐλευ­θε­ρία καί εὐ­θύ­νη τοῦ ἀν­θρώ­που[5]. Σέ αὐ­τές μπο­ροῦ­με ἴσως νά προ­σθέ­σου­με καί τίς θέ­σεις τῆς συ­νό­δου γιά τό γά­μο καί τήν οἰ­κο­γέ­νεια, οἱ ὁποῖ­ες, ἄν καί δεν ἀνα­φέ­ρο­νται ρη­τά στή βιο­ηθι­κή, εἶ­ναι ὅμως ἀξιο­ποιή­σι­μες στό σχε­τι­κό προ­βλη­μα­τι­σμό.

Ὡς πρός τό πε­ριε­χό­με­νο πα­ρα­τη­ροῦ­με ὅτι πα­ρου­σιά­ζε­ται τό ἀντι­κεί­με­νο τοῦ σύγ­χρο­νου βιο­ηθι­κοῦ προ­βλη­μα­τι­σμοῦ γιά τίς ἐξε­λί­ξεις στό χῶ­ρο τῶν θε­τι­κῶν ἐπι­στη­μῶν καί τῆς βιο­τε­χνο­λο­γί­ας, ἐπι­ση­μαί­νεται ἡ ση­μα­σία του γιά τόν ἄν­θρω­πο, ἀνα­δει­κνύ­ε­ται ἡ ἀνά­γκη θεώ­ρη­σής του ἀπό τήν ἄπο­ψη τῆς ὀρ­θό­δο­ξης ἠθι­κῆς καί πε­ρι­γρά­φο­νται τά κρι­τή­ρια δια­μόρ­φω­σης μιᾶς θεο­λο­γι­κῆς προ­σέγ­γι­σης μέ βά­ση τήν πνευ­μα­τι­κή ἐμπει­ρία τῆς ὀρ­θό­δο­ξης πα­ρά­δο­σης. Αὐ­τό πού ἀπου­σιά­ζει ἀπό τίς ἀπο­φά­σεις τῆς συ­νό­δου εἶ­ναι οἱ θέ­σεις τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας σέ συ­γκε­κρι­μέ­να θέ­μα­τα βιο­ηθι­κῆς, ὅπως εἶ­ναι π.χ. ἡ ἔκ­τρω­ση, ἡ εὐ­θα­να­σία, ἡ ὑπο­βοη­θού­με­νη ἀνα­πα­ρα­γω­γή καί ἡ με­τα­μό­σχευ­ση ὀρ­γά­νων. Ἡ ἔλ­λει­ψη αὐ­τή μπο­ρεῖ νά ἀπο­δο­θεῖ στήν πλη­θώ­ρα τῶν βιο­ηθι­κῶν θε­μά­των, στό εὖ­ρος τοῦ ἠθι­κοῦ προ­βλη­μα­τι­σμοῦ κά­θε ἐπι­μέ­ρους θέ­μα­τος καί στήν πρό­θε­ση τῶν συ­νο­δι­κῶν Πα­τέ­ρων νά κα­τα­γρά­ψουν τίς θέ­σεις τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας στά ση­μα­ντι­κό­τε­ρα προ­βλή­μα­τα πού τα­λα­νί­ζουν τό σύγ­χρο­νο ἄν­θρω­πο. Προ­σω­πι­κά πά­ντως ἐκτι­μοῦ­με ὅτι, πέ­ρα ἀπό τήν εὔ­λο­γη αὐ­τή πρα­κτι­κή διά­στα­ση, μέ τόν πε­ριο­ρι­σμό στήν ὀρ­θή κα­τα­νόη­ση τοῦ βιο­ηθι­κοῦ προ­βλη­μα­τι­σμοῦ καί κυ­ρί­ως μέ τή δια­τύ­πω­ση τῶν κρι­τη­ρί­ων μιᾶς ὀρ­θό­δο­ξης προ­σέγ­γι­σης ὑπο­δη­λώ­νε­ται ἡ ση­μα­σία τους, ἡ ὁποία εἶ­ναι με­γα­λύ­τε­ρη ἀπό ἐπι­μέ­ρους θέ­σεις τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας σέ συ­γκε­κρι­μέ­να θέ­μα­τα. Αὐ­τό ἄλ­λω­στε πού δια­κυ­βεύ­ε­ται δέν εἶ­ναι τό­σο ἡ ὀρ­θό­τη­τα ὁρι­σμέ­νων ἰα­τρι­κῶν ἐπεμ­βά­σε­ων ἤ ἐπι­λο­γῶν ὅσο ἡ ἴδια ἡ ἀξία τῆς ζω­ῆς τοῦ ἀν­θρώ­που καί ἡ θεώ­ρη­σή του ὡς προ­σώ­που. Ἐξάλ­λου τά δε­δο­μέ­να σέ πολ­λά θέ­μα­τα βιο­ηθι­κῆς δια­φο­ρο­ποι­οῦ­νται συ­χνά ἀπό τίς νεώ­τε­ρες ἐπι­στη­μο­νι­κές ἐξε­λί­ξεις, ἐνῶ νέα θέ­μα­τα προ­στί­θε­νται δι­αρ­κῶς. Χω­ρίς βέ­βαια νά ὑπο­τι­μοῦ­με τή ση­μα­σία τῆς δια­τύ­πω­σης τῶν θέ­σε­ων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας στά ἐπι­μέ­ρους ζη­τή­μα­τα, ἡ ὁποία εἶ­ναι ἀναμ­φί­βο­λα πολ­λα­πλῶς ση­μα­ντι­κή, πι­στεύ­ου­με ὅτι ὀρ­θῶς ἡ Σύ­νο­δος προ­έτα­ξε καί ἀνέ­δει­ξε τήν πνευ­μα­τι­κή διά­στα­ση τοῦ προ­βλη­μα­τι­σμοῦ καί τά θε­μέ­λια μιᾶς ὀρ­θό­δο­ξης ἠθι­κῆς προ­σέγ­γι­σης.

ΙΜΘ_97

2. Οἱ βα­σι­κές θέ­σεις τῆς Συ­νό­δου

Οἱ βα­σι­κές θέ­σεις τῆς Ἁγίας καί Με­γά­λης Συ­νό­δου τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας μπο­ροῦν νά συ­νο­ψι­στοῦν ὡς ἐξῆς:

α. Θετική ἀξιολόγηση τῆς ἐπιστημονικῆς προόδου

Ἡ Σύ­νο­δος ἐπι­ση­μαί­νει τήν ἐντυ­πω­σια­κή πρό­οδο τῶν θε­τι­κῶν ἐπι­στη­μῶν καί τῆς τε­χνο­λο­γί­ας, ἡ ὁποία ἐπι­φέ­ρει ρι­ζι­κές ἀλ­λα­γές στή ζωή τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἡ ἐπι­στη­μο­νι­κή πρό­ο­δος κα­θο­ρᾶ­ται κατ᾽ ἀρ­χήν θε­τι­κά καί ἐπι­δο­κι­μά­ζε­ται, ἄλ­λω­στε τό χά­ρι­σμα τῶν ἐπι­στη­μό­νων νά ἀνα­κα­λύ­πτουν ἄγνω­στες πτυ­χές τῆς θεί­ας δη­μι­ουρ­γί­ας ἀπο­τε­λεῖ δω­ρεά τοῦ Θε­οῦ. Ὅπως ἐπι­ση­μαί­νε­ται, « ρ­θό­δο­ξος κ­κλη­σία πο­φεύ­γει τήν κη­δε­μο­νία τς πι­στη­μο­νι­κς να­ζη­τή­σε­ως καί δέν λαμ­βά­νει θέ­ση πά­νω σέ κά­θε πι­στη­μο­νι­κό ρώ­τη­μα»[6]. Ὡστό­σο ἡ Σύ­νο­δος δέν δι­στά­ζει νά χα­ρα­κτη­ρί­σει ὡς «ση­μα­ντι­κές εὐ­ερ­γε­σί­ες» πολ­λές ἀπό τίς ρι­ζι­κές ἀλ­λα­γές πού ἐπι­φέ­ρει στή ζωή ἡ ἀνά­πτυ­ξη τῆς ἐπι­στή­μης καί τῆς τε­χνο­λο­γί­ας καί ὡς τέ­τοιες κα­το­νο­μά­ζο­νται ἡ δι­ευ­κό­λυν­ση τοῦ κα­θη­με­ρι­νοῦ βί­ου, ἡ ἀντι­με­τώ­πι­ση σο­βα­ρῶν ἀσθε­νει­ῶν, ἡ εὐ­χε­ρέ­στε­ρη ἐπι­κοι­νω­νία τῶν ἀ­νθρώ­πων καί ἡ ἔρευ­να τοῦ δια­στή­μα­τος[7]. Ἰδι­αί­τε­ρη ἀνα­φο­ρά γί­νε­ται στίς βιο­επι­στῆ­μες καί στή συν­δε­δε­μέ­νη μέ αὐ­τές βιο­τε­χνο­λο­γία[8], ὁρι­σμέ­να ἀπό τά ἐπι­τεύγ­μα­τα τῶν ὁποί­ων ἀξιο­λο­γοῦ­νται ὡς εὐ­ερ­γε­σίες, ἐνῶ ἄλ­λα ὡς ἀπορ­ρι­πτέα[9]. Εἶ­ναι ἀξιο­ση­μείω­τη, κα­τά τήν προ­σω­πι­κή μας ἄπο­ψη, ἡ θε­τι­κή ἀξιο­λό­γη­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας γιά πολ­λά ἀπό τά σύγ­χρο­να ἐπι­στη­μο­νι­κά ἐπι­τεύγ­μα­τα καί γεν­ναῖ­ος ὁ χα­ρα­κτη­ρι­σμός τους ὡς εὐ­ερ­γε­σί­ες. Κα­θώς αὐ­τά ἐντάσ­σο­νται συ­νή­θως πο­λύ γρή­γο­ρα στήν κα­θη­με­ρι­νή ζωή, θεω­ροῦ­νται σύ­ντο­μα ὡς αὐ­το­νόη­τα καί δε­δο­μέ­να, ὀφεί­λο­νται ὅμως στήν πρό­ο­δο τῶν θε­τι­κῶν ἐπι­στη­μῶν καί αὐ­τό δέν πρέ­πει νά πα­ρα­γνω­ρί­ζε­ται. Κα­τά ἀνά­λο­γο τρό­πο χά­ρη στήν πρό­ο­δο τῆς ἰα­τρι­κῆς ἐπι­στή­μης θε­ρα­πεύο­νται σή­με­ρα πολ­λές ἀσθέ­νει­ες, πού πα­λαιό­τε­ρα ἦταν ἀνία­τες, καί βελ­τιώ­νε­ται δι­αρ­κῶς ἡ ὑγεία καί κα­τά συ­νέ­πεια ἡ ποιό­τη­τα ζω­ῆς τοῦ ἀν­θρώ­που.

β. Ἐπισήμανση τῶν ἀρνητικῶν ἐπιπτώσεων τῆς ἐπιστημονικῆς προ­όδου

Δέν εἶ­ναι πά­ντως ὅλες οἱ ἀλ­λα­γές πού ἐπι­φέ­ρει ἡ ἐπι­στη­μο­νι­κή πρό­ο­δος εὐ­ερ­γε­τι­κές, κα­θώς ἡ Σύ­νο­δος δια­πι­στώ­νει καί πολ­λές ἀρ­νη­τι­κές καί ἀνη­συ­χη­τι­κές ἐπι­πτώ­σεις. Ὡς τέ­τοι­ες κα­το­νο­μά­ζο­νται ἡ χει­ρα­γώ­γη­ση τῆς ἐλευ­θε­ρί­ας, ἡ στα­δια­κή ἀπώ­λεια πο­λύ­τι­μων πα­ρα­δό­σε­ων, ἡ κα­τα­στρο­φή τοῦ φυ­σι­κοῦ πε­ρι­βάλ­λο­ντος καί ἡ ἀμ­φι­σβή­τη­ση τῶν ἠθι­κῶν ἀξι­ῶν[10]. Ἐπί­σης, δια­τυ­πώ­νε­ται ἔντο­νη ἀνη­συ­χία γιά τήν ἀνε­ξέ­λεγκτη χρή­ση τῆς βιο­τε­χνο­λο­γί­ας σέ ὅλες τίς ἐκ­φάν­σεις τῆς ζωῆς τοῦ ἀν­θρώ­που, δηλ. στήν ἀρ­χή, τή δι­άρ­κεια καί τό τέ­λος της, μέ συ­νέ­πεια νά τί­θε­ται σέ κίν­δυ­νο ἡ αὐ­θε­ντι­κή πλη­ρό­τη­τά της. Ἡ ἀνη­συ­χία πού ἐκ­φρά­ζε­ται δέν εἶ­ναι κα­τά τήν προ­σω­πι­κή μας ἄπο­ψη ὑπερ­βο­λι­κή, κα­θώς, ὅπως εὔ­στο­χα ἐπι­ση­μαί­νε­ται, « ν­θρω­πος πει­ρα­μα­τί­ζε­ται ντο­νώ­τε­ρον μέ τήν δί­αν του φύ­σιν κα­τά κραῖ­ον καί πι­κίν­δυ­νον τρό­πο»[11]. Ἡ ἐπι­στη­μο­νι­κή ἔρευ­να δέν στρέ­φε­ται λοι­πόν μό­νο στήν πρό­λη­ψη καί ἀντι­με­τώ­πι­ση τῶν ἀσθε­νει­ῶν ἤ γε­νι­κό­τε­ρα στή βελ­τίω­ση τῆς ὑγεί­ας. Πει­ρα­μα­τί­ζε­ται μέ τή φαρ­μα­κευ­τι­κή καί γε­νε­τι­κή ἐνί­σχυ­ση τῶν ἀν­θρω­πί­νων ἱκα­νο­τή­των καί ἀπο­σκο­πεῖ στή βελ­τίω­ση τῆς ἴδι­ας τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης. Στή συ­νά­φεια αὐ­τή γί­νε­ται ἤδη διά­λο­γος γιά τόν με­τάν­θρω­πο (post­hu­man), ἕνα δηλ. ἐξε­λιγ­μέ­νο ἄν­θρω­πο, ὁ ὁποῖ­ος χά­ρη στήν πρό­ο­δο τῆς γε­νε­τι­κῆς καί τῆς τε­χνο­λο­γί­ας σύ­ντο­μα θά ὑπερ­βεῖ τά ὅρια τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης καί θά κα­τα­στεῖ ὑπέρ­τε­ρος τοῦ ση­με­ρι­νοῦ ἀν­θρώ­που. Ἀνε­ξαρ­τή­τως πά­ντως τῶν ἐκ­τι­μή­σε­ων γιά τή μελ­λο­ντι­κή πο­ρεία τῆς ἔρευ­νας καί τά πι­θα­νά ἐπι­τεύγ­μα­τά της, ὁ πει­ρα­μα­τι­σμός στήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση ἐνέ­χει σή­με­ρα κιν­δύ­νους γιά τόν ἄν­θρω­πο, τούς ὁποί­ους ἡ Σύ­νο­δος δια­τυ­πώ­νει ὡς ἑξῆς: «Κιν­δυ­νεύ­ει (ἐνν. ὁ ἄν­θρω­πος) νά με­τα­τρα­π ες μίαν βιο­λο­γι­κήν μη­χα­νήν, ες μίαν πρό­σω­πον κοι­νω­νι­κήν μο­νά­δα ες μίαν συ­σκευ­ήν λεγ­χο­μέ­νης σκέ­ψε­ως»[12].

γ. Ἡ ἐπιστημονική ἔρευνα πρέπει νά ὑπόκειται σέ ἠθικές ἀρχές

Κα­θώς λοι­πόν τά ἐπι­τεύγ­μα­τα τῆς ἐπι­στή­μης μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι εὐ­ερ­γε­τι­κά ἤ καί πολύ ἐπι­κίν­δυ­να γιά τόν ἄν­θρω­πο, ἡ Σύ­νο­δος ἐπι­ση­μαί­νει τήν ἀνά­γκη ὀρ­θῆς ὁριο­θέ­τη­σης τῆς ἐλευ­θε­ρί­ας. Ὁ ἐπι­στή­μο­νας εἶ­ναι ἐλεύ­θε­ρος νά ἐρευ­νᾶ, ἀλ­λά ὀφεί­λει νά ἀξιο­λο­γεῖ τήν πο­ρεία τῆς ἔρευ­νας καί νά τή δια­κό­πτει, ὅταν πα­ρα­βιά­ζο­νται βα­σι­κές χρι­στια­νι­κές καί ἀν­θρω­πι­στι­κές ἀρ­χές[13]. Πρός τεκ­μη­ρίω­ση τῆς θέ­σης αὐ­τῆς πα­ρα­τί­θε­νται στό κεί­με­νο τῆς συ­νό­δου δύο χω­ρία, ἕνα τοῦ ἀπο­στό­λου Παύ­λου καί ἕνα τοῦ ἁγί­ου Γρη­γο­ρί­ου τοῦ Θεο­λό­γου: «Πά­ντα μοι ξε­στιν, λλ’ ο πά­ντα συμ­φέ­ρει»[14] καί «τ καλν ο καλόν, ταν μ κα­λς γί­νη­ται»[15]. Μέ τό χω­ρίο τοῦ ἀπο­στό­λου Παύ­λου δί­νε­ται μιά σα­φής ἀπά­ντη­ση στό θε­με­λιῶ­δες ἐρώ­τη­μα πού ἀντι­με­τω­πί­ζει ἡ βιο­ηθι­κή καί συ­γκε­κρι­μέ­να, ἄν τό ἐπι­στη­μο­νι­κά ἐφι­κτό εἶ­ναι πά­ντα ἠθι­κά ὀρ­θό καί πρός τό συμ­φέ­ρον τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἡ ἀπά­ντη­ση εἶ­ναι ἀρ­νη­τι­κή καί ἡ αἰ­τιο­λο­γία δί­νε­ται ἀπό τό χω­ρίο τοῦ ἁγίου Γρη­γο­ρί­ου. Ἀκό­μα καί ἄν τό ἐπι­διω­κώ­με­νο ἀπο­τέ­λε­σμα εἶ­ναι κα­λό, παύ­ει νά εἶ­ναι κα­λό καί συμ­φέ­ρον, ὅταν πραγ­μα­το­ποιεῖ­ται μέ ἀνή­θι­κο τρό­πο. Ἡ χρι­στια­νι­κή αὐ­τή θεώ­ρη­ση ἔρ­χε­ται συ­χνά σέ ἀντί­θε­ση μέ τή σύγ­χρο­νη κο­σμι­κή θεώ­ρη­ση, σύμ­φω­να μέ τήν ὁποία τό συμ­φέ­ρον τοῦ ἀν­θρώ­που κα­τα­νο­εῖ­ται πρω­τί­στως ὡς πρός τή σω­μα­τι­κή ὑγεία καί τήν οἰ­κο­νο­μία. Στό πλαί­σιο μά­λι­στα τοῦ σύγ­χρο­νου ἐπι­στη­μο­νι­κοῦ, ἐθνι­κοῦ καί οἰ­κο­νο­μι­κοῦ ἀντα­γω­νι­σμοῦ προ­βάλ­λε­ται ἡ ἄπο­ψη ὅτι ἡ διακοπή τῆς ἐπι­στη­μο­νι­κῆς ἔρευ­νας καί ἡ ἀπώ­λεια τῶν πι­θα­νῶν ἐφαρ­μο­γῶν της δέν ἀπο­τε­λεῖ ρεα­λι­στι­κή ἐπι­λο­γή, κα­θώς ἡ ἔρευ­να θά πραγ­μα­το­ποιη­θεῖ τε­λι­κά ἀπό ἄλ­λους ἐπι­στή­μο­νες, οἱ ὁποῖ­οι καί θά ἀπο­κο­μί­σουν γιά τίς κοι­νω­νί­ες τους ση­μα­ντι­κά ὀφέ­λη. Ἔτσι δη­μι­ουρ­γεῖ­ται ἡ εντύ­πω­ση ὅτι ἡ σύγ­χρο­νη βιο­ηθι­κή δέν στο­χεύ­ει πραγ­μα­τι­κά στήν ἠθι­κή ἀξιο­λό­γη­ση μέ σκο­πό νά δε­χθεῖ ἤ νά ἀπορ­ρί­ψει τήν ἔρευ­να καί τίς ἐφαρ­μο­γές της, ἀλ­λά μᾶλ­λον σέ μιά προ­σέγ­γι­ση, πού ἀμ­βλύ­νει τούς ἠθι­κούς ἐν­δοια­σμούς καί προ­ετοι­μά­ζει τήν κοι­νω­νία γιά τήν ἀπο­δο­χή της[16].

ΙΜΘ_107

δ. Ἡ ἀναγκαιότητα μιᾶς πνευματικῆς προσέγγισης

Ἐνῶ οἱ κίν­δυ­νοι ἀπό τήν πρόο­δο τῆς ἐπι­στή­μης καί τῆς τε­χνο­λο­γί­ας εἶ­ναι πολ­λοί καί ἐξό­χως ση­μα­ντι­κοί, ἡ Σύ­νο­δος δια­πι­στώ­νει ὅτι ὁ σύγ­χρο­νος ἄν­θρω­πος δια­κα­τέ­χε­ται ἀπό διά­χυ­το ἐν­θου­σια­σμό γιά τίς ἐπι­στη­μο­νι­κές ἐξε­λί­ξεις, ἰδι­αι­τέ­ρως μά­λι­στα γιά αὐ­τές στό χῶ­ρο τῆς βιο­λο­γί­ας, τῆς γε­νε­τι­κῆς καί τῆς νευ­ρο­φυ­σιο­λο­γίας τοῦ ἐγκε­φά­λου[17]. Ἡ ἀπο­λύ­τως θε­τι­κή αὐ­τή στά­ση δέν ὀφεί­λε­ται, κα­τά τήν ἐκτί­μη­ση τῆς συ­νό­δου, σέ ἄγνοια τῶν πι­θα­νῶν κιν­δύ­νων. Ὁ ἄν­θρω­πος γνω­ρί­ζει κα­λά τούς κιν­δύ­νους, καί ὅμως, συ­νε­χί­ζει νά ἐνερ­γεῖ σάν νά μήν τούς γνώ­ρι­ζε[18]. Μιά πι­θα­νή ἑρ­μη­νεία τῆς στά­σης αὐ­τῆς εἶ­ναι, κα­τά τήν ἄπο­ψή μας, ἡ ἀπε­ριό­ρι­στη ἐμπι­στο­σύ­νη μέ τήν ὁποία πλέ­ον ὁ ἄν­θρω­πος πε­ρι­βάλ­λει σή­με­ρα τήν ἐπι­στή­μη. Γνω­ρί­ζει κα­λά ὅτι οἱ ἐξε­λί­ξεις ἐνέ­χουν σο­βα­ρούς κιν­δύ­νους, πι­στεύ­ει ὡστό­σο ὅτι ἡ ἐπι­στή­μη θά ἀνα­κα­λύ­ψει ὁπωσδή­πο­τε τρό­πους γιά νά ἀπο­τρέ­ψει τούς κιν­δύ­νους αὐ­τούς. Ἡ πε­ποί­θη­ση αὐ­τή συ­χνά μά­λι­στα δύ­σκο­λα δια­κρί­νε­ται ἀπό τήν ἀλα­ζο­νι­κή ἐντύ­πω­ση ὅτι ὁ ἄν­θρω­πος κα­θί­στα­ται πλέ­ον κύ­ρι­ος τῆς ζω­ῆς καί τοῦ θα­νά­του. Ἡ ἐμπι­στο­σύ­νη στήν ἐπι­στή­μη εἶ­ναι βέ­βαια σέ κά­ποιο βαθμό κα­τα­νοη­τή, κα­θώς οἰ­κο­δο­μή­θη­κε στά ἐντυ­πω­σια­κά ἐπι­τεύγ­μα­τα τῶν τε­λευ­ταί­ων δε­κα­ετι­ῶν, δέν πρέ­πει ὅμως νά πα­ρα­γνω­ρί­ζε­ται ὅτι ὁ ἄν­θρω­πος ἐξα­κο­λου­θεῖ νά μήν γνω­ρί­ζει πολ­λά γιά τόν ἑαυ­τό του καί τόν κό­σμο, ὅτι ὡς κτι­στό ὄν δια­θέ­τει πε­ριο­ρι­σμέ­νες δυ­νά­μεις καί ἡ ὑπο­τί­μη­ση τῶν κιν­δύ­νων συ­χνά ἀπο­βαί­νει ἐπι­ζή­μια.

Ὅποια καί ἄν εἶ­ναι πά­ντως ἡ αἰ­τία τοῦ ἐν­θου­σια­σμοῦ γιά τίς ἐπι­στη­μο­νι­κές ἐξε­λί­ξεις, τό γε­γο­νός ὅτι ὁ ἄν­θρω­πος συ­νε­χί­ζει νά ἐνερ­γεῖ σάν νά μήν γνω­ρί­ζει τούς κιν­δύ­νους κα­θι­στᾶ τήν ἀνα­γκαιό­τη­τα μιᾶς πνευ­μα­τι­κῆς προ­σέγ­γι­σης ἀκό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο ἐπι­τα­κτι­κή. Ἡ ἀνα­γκαιό­τη­τα αὐ­τή τεκ­μη­ριώ­νε­ται στό κεί­με­νο τῆς συ­νό­δου ὡς ἑξῆς: « πι­στή­μη, πό τήν δίαν τήν φύ­σιν της, δέν δια­θέ­τει δυ­στυ­χς τά να­γκαα μέ­σα διά τήν πρό­λη­ψιν καί τήν θε­ρα­πεί­αν πολ­λν κ τν προ­βλη­μά­των, τά ποα προ­κα­λε μέ­σως μ­μέ­σως. πι­στη­μο­νι­κή γνῶ­σις δέν κι­νη­το­ποι­ε τήν θι­κήν βού­λη­σιν το ν­θρώ­που, ποῖ­ος, καί­τοι γνω­ρί­ζει τούς κιν­δύ­νους, συ­νε­χί­ζει νά δρ ς άν δέν γνώ­ρι­ζεν. πά­ντη­σις ες τά σο­βα­ρά παρ­ξια­κά καί θι­κά προ­βλή­μα­τα το ν­θρώ­που καί ες τό αώ­νι­ον νό­η­μα τς ζως αὐ­το καί το κό­σμου, δέν εἶ­ναι δυ­να­τόν νά δο­θ χω­ρίς μίαν πνευ­μα­τι­κήν προ­σέγ­γι­σιν»[19].

ε. Ὁ σεβασμός τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ

Ἡ Σύ­νο­δος δέν πε­ριο­ρί­ζε­ται μόνο στήν ἐπι­σή­μαν­ση τῶν κιν­δύ­νων, ἀλ­λά δια­τυ­πώ­νει δύο θε­με­λιώ­δεις ἀρ­χές πού πρέ­πει νά διέ­πουν τήν ἐπι­στη­μο­νι­κή ἔρευ­να καί τήν πρα­κτι­κή ἐφαρ­μο­γή τῶν νέ­ων ἀνα­κα­λύ­ψε­ων καί ἐφευ­ρέ­σε­ων. Ἡ πρώ­τη εἶ­ναι ὁ σε­βα­σμός τῆς ἱε­ρό­τη­τας τῆς ζω­ῆς καί τοῦ χα­ρα­κτῆ­ρα τοῦ ἀν­θρώ­που ὡς προ­σώ­που ἀπό τή σύλ­λη­ψη[20]. Ὁ σε­βα­σμός αὐ­τός ἁρ­μό­ζει στόν ἄν­θρω­πο, κα­θώς δέν εἶ­ναι ἁπλῶς ἕνα σύ­νο­λο κυτ­τά­ρων, ἱστῶν καί ὀρ­γά­νων, ἀλ­λά δη­μι­ούρ­γη­μα «κατ᾽ εἰ­κό­να Θε­ο» (Γεν. 1, 27)[21]. Ἡ θέ­ση αὐ­τή τῆς συ­νό­δου εἶ­ναι πο­λύ ση­μα­ντι­κή καί δέν εἶ­ναι ἀσφα­λῶς τυ­χαῖο τό γε­γο­νός ὅτι ἐπα­να­λαμ­βά­νε­ται καί στά τρία κεί­με­να, στά ὁποῖα γί­νε­ται ἀνα­φο­ρά στή βιο­ηθι­κή. Ἡ θέ­ση ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι πρό­σω­πο ἀπό τή σύλ­λη­ψη ἀπα­ντᾶ στό θε­με­λιῶ­δες ἐρώ­τη­μα γιά τό στά­τους τοῦ ἀγέν­νη­του ἀν­θρώ­που καί ἐπη­ρεά­ζει ἀπο­φα­σι­στι­κά τήν ἠθι­κή θεώ­ρη­ση ὅλων τῶν θε­μά­των τῆς βιο­ηθι­κῆς πού ἀφο­ροῦν στήν ἔναρ­ξη τῆς ζω­ῆς, ὅπως εἶ­ναι δηλ. ἡ ἔκ­τρω­ση, οἱ διά­φο­ρες μέ­θο­δοι ὑπο­βοη­θού­με­νης ἀνα­πα­ρα­γω­γῆς, ἡ ἔρευ­να στά βλα­στο­κύτ­τα­ρα καί ἡ κλω­νο­ποίη­ση. Οἱ συ­νέ­πει­ες τῆς θεώ­ρη­σης τοῦ ἀν­θρώ­που ὡς προ­σώ­που ἀπό τή σύλ­λη­ψη καί τῆς ἀνα­γνώ­ρι­σης σ᾽ αὐ­τόν ἀξιο­πρέ­πει­ας καί δι­καιω­μά­των ἐπι­ση­μαί­νο­νται ἀπό τήν ἴδια τή Σύ­νο­δο: «Τό δι­καίω­μα ες τήν γέν­νη­σιν εἶ­ναι τό πρῶ­τον με­τα­ξύ τν ν­θρω­πί­νων δι­καιω­μά­των». Καί στή συ­νέ­χεια ὑπο­γραμ­μί­ζε­ται ὅτι ὁ ἄν­θρω­πος δέν πρέ­πει νά ἀντι­με­τω­πί­ζε­ται ὡς κά­ποιο με­τρή­σι­μο μέ­γε­θος, ἀφοῦ κά­θε ἄν­θρω­πος εἶ­ναι μο­να­δι­κός καί προ­ο­ρί­ζε­ται νά ὁμοιω­θεῖ μέ τό Θεό: « κ­κλη­σία ς θε­αν­θρω­πί­νη κοι­νω­νία, ες τήν ποί­αν κα­στος ν­θρω­πος πο­τε­λε μο­να­δι­κήν ντό­τη­τα, προ­ωρι­σμέ­νην ες προ­σω­πι­κήν κοι­νω­νί­αν με­τά το Θε­ο, ντι­στέ­κε­ται ες πᾶ­σαν προ­σπά­θει­αν ντι­κει­με­νο­ποιή­σε­ως το ν­θρώ­που, με­τα­τρο­πς του ες με­τρή­σι­μον μέ­γε­θος. Οὐ­δέν πι­στη­μο­νι­κόν πί­τευγ­μα πι­τρέ­πε­ται νά θί­γ τήν ξιο­πρέ­πει­αν το ν­θρώ­που καί τόν θεῖ­ον προ­ορι­σμόν αὐ­το. ν­θρω­πος δέν προσδιο­ρί­ζε­ται μό­νον πό τά γο­νί­διά του».

Ἡ δεύ­τε­ρη ἀρ­χή, ἡ ὁποία πρέ­πει νά διέ­πει τήν ἐπι­στη­μο­νι­κή ἔρευ­να, εἶ­ναι ὁ σε­βα­σμός τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας τοῦ Θε­οῦ. Ἡ Σύ­νο­δος ὑπεν­θυ­μί­ζει τήν ἐντο­λή τοῦ Θε­οῦ στό βι­βλίο τῆς Γέ­νε­σης νά ἐρ­γά­ζε­ται ὁ ἄν­θρω­πος στόν πα­ρά­δει­σο καί νά τόν φυ­λάσ­σει (Γεν. 2,15) καί κα­λεῖ σέ σε­βα­σμό τῆς κτί­σης τό­σο κα­τά τήν ἔρευ­να ὅσο καί κα­τά τή χρη­σι­μο­ποίη­σή της[22]. Μέ τό σε­βα­σμό αὐ­τό ἐκ­φρά­ζε­ται ἡ πί­στη καί ἡ ἐμπι­στο­σύ­νη τοῦ ἀν­θρώ­που στό Θεό, πού δη­μι­ούρ­γη­σε τήν κτί­ση μέ τή σο­φία Του καί προ­νο­εῖ γι᾽ αὐ­τή καί τόν ἄν­θρω­πο. Ἡ ἀρ­χή αὐ­τή δέν ἀνα­λύ­ε­ται πε­ραι­τέ­ρω στή συ­νά­φεια τῆς βιο­ηθι­κῆς, κα­θώς ἡ ἀνά­γκη σε­βα­σμοῦ τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας το­νί­ζε­ται καί σέ ἄλλα ση­μεῖα τῶν κει­μέ­νων τῆς συ­νό­δου, τά ὁποῖα ἀνα­φέ­ρο­νται στό οἰ­κο­λο­γι­κό πρό­βλη­μα.

στ. Τό περιεχόμενο καί ἡ σημασία τῆς Ὀρθόδοξης Βιοηθικῆς

Ὅπως ἐπι­ση­μάν­θη­κε στήν εἰ­σα­γω­γή τῆς πα­ρού­σας με­λέ­της καί ἀνα­δεί­χθη­κε ἀπό τίς προ­ανα­φερ­θεῖ­σες θέ­σεις, ἡ Σύ­νο­δος θεω­ρεῖ ὡς ἀπα­ραί­τη­τη τή συμ­με­το­χή τῆς ὀρ­θό­δο­ξης ἠθι­κῆς στό σύγ­χρο­νο διε­πι­στη­μο­νι­κό διά­λο­γο γιά τή βιο­ηθι­κή. Σέ μιά ἐπο­χή πού προ­βάλ­λο­νται πολ­λές καί ἀλ­λη­λο­συ­γκρου­ό­με­νες εἰ­κό­νες πε­ρί ἀν­θρώ­που καί ἀνα­τρέ­πο­νται οἱ ἠθι­κές ἀξί­ες, ἡ Ἐκ­κλη­σία προ­βάλ­λει τόν ἄν­θρω­πο, πού δη­μι­ουρ­γή­θη­κε κατ᾽ εἰ­κό­να Θε­οῦ μέ τήν προ­ο­πτι­κή τῆς θέω­σης, καί κυ­ρί­ως τό νέο Ἀδάμ, τόν Ἰη­σοῦ Χρι­στό, « ποῖ­ος ν τ ναν­θρω­πή­σει προ­σέ­λα­βεν λον τόν ν­θρω­πον καί εἶ­ναι τό πό­λυ­τον πρό­τυ­πον τς να­και­νί­σε­ως το ν­θρω­πί­νου γέ­νους»[23]. Ἐνῶ δηλ. ἡ κοι­νω­νία ἀνα­ζη­τεῖ, με­τα­ξύ ἄλ­λων, τρό­πους γιά νά βελ­τιώ­σει τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση καί νά ἀπο­θεώ­σει τόν ἄν­θρω­πο, ἡ Ἐκ­κλη­σία κη­ρύτ­τει τό Υἱό τοῦ Θε­οῦ, πού προ­σέ­λα­βε καί ἀνα­καί­νι­σε τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση[24]. Ὅπως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ἐπι­ση­μαί­νε­ται σέ ἄλ­λο ση­μεῖο γιά τήν ἐναν­θρώ­πη­ση τοῦ Υἱ­οῦ, «ἡ δι­δα­σκα­λία αὐ­τή τς κ­κλη­σί­ας εἶ­ναι νε­ξάντλη­τος πη­γή πά­σης χρι­στια­νι­κς προ­σπα­θεί­ας διά τήν πε­ρι­φρού­ρη­σιν τς ξί­ας καί το με­γα­λεί­ου το ν­θρώ­που»[25].

Ἡ ὀρ­θό­δο­ξη βιο­ηθι­κή δια­κρί­νε­ται ἑπο­μέ­νως ἀπό τίς προ­σεγ­γί­σεις τῆς κο­σμι­κῆς βιο­ηθι­κῆς, κα­θώς ἀπο­τε­λεῖ μιά πνευ­μα­τι­κή προ­σέγ­γι­ση, ἡ ὁποία βα­σί­ζε­ται στό πρό­σω­πο καί τή δι­δα­σκα­λία τοῦ Χρι­στοῦ, κα­θώς καί στήν πλού­σια ἐμπει­ρία τῆς πα­τε­ρι­κῆς πα­ρά­δο­σης[26]. Στό ση­μεῖο αὐ­τό θά μπο­ροῦ­σε ἵσως κά­ποι­ος νά διε­ρω­τη­θεῖ, ἄν εἶ­ναι ἐφι­κτό καί δό­κι­μο νά προ­σεγ­γί­ζο­νται ἐπι­στη­μο­νι­κά ζη­τή­μα­τα πού ἀνέ­κυ­ψαν μό­λις τίς τε­λευ­ταῖ­ες δε­κα­ε­τί­ες μέ βά­ση τά κεί­με­να τῆς Ἁγί­ας Γρα­φῆς καί τῶν Πα­τέ­ρων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πού γρά­φη­καν σέ ἐπο­χές κα­τά τίς ὁποῖ­ες τά προ­βλή­μα­τα αὐ­τά ἦταν πα­ντε­λῶς ἄγνω­στα. Ὁ ἐν­δοια­σμός αὐ­τός θά ἦταν ἀσφα­λῶς βά­σι­μος, ἄν ὁ θεο­λό­γος ἀνα­ζη­τοῦ­σε στά κεί­με­να αὐ­τά ἄμε­σες καί συ­γκε­κρι­μέ­νες ἀπα­ντή­σεις στούς σύγ­χρο­νους προ­βλη­μα­τι­σμούς. Καθώς ὅμως οἱ σύγ­χρο­νοι αὐ­τοί ἠθι­κοί προ­βλη­μα­τι­σμοί ἀφο­ροῦν στά ὅρια τῶν ἐπεμ­βά­σε­ων στίς διά­φο­ρες ἐκ­φάν­σεις τῆς ζω­ῆς τοῦ ἀν­θρώ­που, ἡ ἀξιο­λό­γη­σή τους μπο­ρεῖ κάλ­λιστα νά βα­σί­ζε­ται στή δι­δα­σκα­λία τῆς Ἐκ­κλη­σίας γιά τήν προ­έλευ­ση, τήν ἀξία, τό νόη­μα καί τόν προ­ορι­σμό τῆς ζω­ῆς τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἐπι­πλέ­ον, ἡ θεο­λο­γι­κή νοη­μα­το­δό­τη­ση τοῦ γά­μου, τῆς τε­κνο­γο­νίας καί τῆς οἰ­κο­γέ­νει­ας, τῆς ἐλευ­θε­ρί­ας καί τῆς προ­σφο­ρᾶς στό συ­νάν­θρω­πο, τῆς ὑγεί­ας, τῆς ἀσθέ­νει­ας καί τοῦ πό­νου, τοῦ θα­νά­του καί τῆς αἰω­νί­ας ζω­ῆς ἀνα­δει­κνύ­ει τήν πνευ­μα­τι­κή διά­στα­ση τοῦ προ­βλη­μα­τι­σμοῦ καί θέ­τει τά θε­μέ­λια γιά τή δια­μόρ­φω­ση μι­ᾶς ὀρ­θό­δο­ξης προ­σέγ­γι­σης, ἡ ὁποία δια­φυ­λάσ­σει τό φρό­νη­μα τῶν Πα­τέ­ρων καί νά ἀξιο­ποι­εῖ­ τήν πο­λύ­τι­μη ἐμπει­ρία τους[27].

Ἡ πρό­κλη­ση ἑπο­μέ­νως γιά τήν ὀρ­θό­δο­ξη βιο­ηθι­κή εἶ­ναι νά πα­ρα­κο­λου­θεῖ τήν ἐξέ­λι­ξη τῆς ἐπι­στή­μης, νά γνω­ρί­ζει κα­λά τό σύγ­χρο­νο ἠθι­κό προ­βλη­μα­τι­σμό καί τίς ἀπό­ψεις που δια­τυ­πώ­νο­νται καί νά προ­σπα­θεῖ μέ βά­ση τή χρι­στια­νι­κή δι­δα­σκα­λία καί τήν πλού­σια πνευ­μα­τι­κή ἐμπει­ρία τῆς Ὀρ­θο­δο­ξίας νά δια­τυ­πώ­νει θέ­σεις πού νά προ­σα­να­το­λί­ζουν τό Χρι­στια­νό καί κά­θε κα­λο­προ­αί­ρε­το ἄν­θρω­πο στό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ. Μιά τέ­τοια προ­σέγ­γι­ση εἶ­ναι, σύμ­φω­να μέ τή Σύ­νο­δο, γε­νι­κό­τε­ρα χρή­σι­μη στήν κοι­νω­νία, κα­θώς συμ­βάλ­λει στόν ἐμπλου­τι­σμό τῆς φι­λο­σο­φι­κῆς καί ἐπι­στη­μο­νι­κῆς συ­ζή­τη­σης τῶν βιο­ηθι­κῶν θε­μά­των[28].

ΙΜΘ_118

3. Ἐπίλογος

Ἀπό ὅσα δια­λά­βα­με στήν πα­ρού­σα με­λέ­τη κα­θί­στα­ται σα­φές ὅτι ἡ Ἁγία καί Με­γά­λη Σύ­νο­δος τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας κα­τα­νο­εῖ πλή­ρως τή ση­μα­σία καί τήν ἐπι­και­ρό­τη­τα τοῦ ἠθι­κοῦ προ­βλη­μα­τι­σμοῦ γιά τήν πρό­οδο τῆς ἐπι­στή­μης καί τῆς τε­χνο­λο­γί­ας, γι᾽ αὐ­τό καί ὀρθῶς πε­ριέ­λα­βε τή βιο­ηθι­κή στά θέ­μα­τα μέ τά ὁποῖα ἀσχο­λή­θη­κε. Οἱ θέ­σεις πού δια­τύ­πω­σε, πα­ρά τήν εὐ­λό­γως σύ­ντο­μη ἀνά­πτυ­ξή τους, εἶ­ναι σα­φεῖς καί μαρ­τυ­ροῦν ἄρι­στη γνώ­ση τοῦ ἀντι­κει­μέ­νου. Ἡ Ἐκ­κλη­σία ἐπι­δο­κι­μά­ζει ἀφ᾽ ἑνός τήν πρό­οδο τῆς ἐπι­στή­μης καί ἐπαι­νεῖ πολ­λά ἐπι­τεύγ­μα­τά της ὡς εὐ­ερ­γε­σίες, ἐπι­ση­μαί­νει ἀφ᾽ ἑτέ­ρου τίς ἀρ­νη­τι­κές ἐπι­πτώ­σεις καί δια­τυ­πώ­νει ἔντο­νη ἀνη­συ­χία γιά τήν ἀνε­ξέ­λεγκτη χρή­ση τῆς βιο­τε­χνο­λο­γί­ας καί γιά τόν ἐν­θου­σια­σμό, μέ τόν ὁποῖο ὁ σύγ­χρο­νος ἄν­θρω­πος τήν πε­ρι­βάλ­λει. Αὐ­τό ἄλ­λω­στε πού δια­κυ­βεύ­ε­ται δέν εἶ­ναι τό­σο ἡ ὀρ­θό­τη­τα ὁρι­σμέ­νων ἰα­τρι­κῶν ἐπεμ­βά­σε­ων ὅσο ἡ ἴδια ἡ ἀξία τῆς ζω­ῆς τοῦ ἀν­θρώ­που καί ἡ θεώ­ρη­σή του ὡς προ­σώ­που. Ἡ Ἐκ­κλη­σία το­νί­ζει ὅτι ἡ ἐπι­στη­μο­νι­κή ἔρευ­να πρέ­πει νά ὑπό­κει­ται σέ ἠθι­κές ἀρ­χές καί ὡς τέ­τοι­ες προ­βάλ­λει τό σε­βα­σμό στήν ἀξιο­πρέ­πεια τοῦ ἀν­θρώ­που καί στή δη­μι­ουρ­γία τοῦ Θε­οῦ. Τέ­λος, θέ­τει τά κρι­τή­ρια καί ἀνα­δει­κνύ­ει τή ση­μα­σία μι­ᾶς ὀρ­θό­δο­ξης βιο­ηθι­κῆς, ἡ ὁποία κα­λεῖ­ται νά προ­σφέ­ρει στό σύγ­χρο­νο ἠθι­κό προ­βλη­μα­τι­σμό μιά πνευ­μα­τι­κή προ­σέγ­γι­ση, πού προ­σα­να­το­λί­ζει τόν ἄν­θρω­πο στό πραγ­μα­τι­κό νόη­μα τῆς ζω­ῆς καί στό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ.
ΙΜΘ_115
[1] Ὅλα τά ἐπίσημα κείμενα τῆς Ἁγίας καί Με­γά­λης Συ­νό­δου τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας εἶναι δη­μο­σιευ­μέ­να στήν ἱστο­σε­λί­δα https://www.orthodoxcouncil.org/web/holy-and-great-council/­offi­ci­al-do­cuments. Στό ἑξῆς λοι­πόν πα­ρα­πέ­μπου­με στά ἐπι­μέ­ρους κεί­με­να, χω­ρίς νά ἐπα­να­λαμ­βά­νου­με τήν ἀνα­φο­ρά στήν ἴδια ἱστο­σε­λί­δα.
[2] Ἱερά Σύ­νο­δος τῆς Ἐκ­κλη­σίας τῆς Ἑλ­λά­δος, Ἐπί­ση­μα Κεί­με­να Βιο­ηθι­κῆς, Ἀθή­να 2007. Στήν ἔκ­δο­ση αὐ­τή πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται οἱ γνω­μα­τεύ­σεις τῆς ἐπι­τρο­πῆς στά θέ­μα­τα τῶν με­τα­μο­σχεύ­σεων ὀρ­γά­νων, τῆς εὐ­θα­να­σί­ας καί τῆς ὑπο­βοη­θού­με­νης ἀνα­πα­ρα­γω­γῆς. Ἀνα­λυ­τι­κά γιά τίς δρα­στη­ριό­τη­τες τῆς Ἐπι­τρο­πῆς, βλ. http://www.ecclesia.gr­/greek/­holy­sy­nod/commitees/bioethics/bioethics.­htm.
[3] Sozial­doktrin der Russisch-Ortho­do­xen Kirche, σέ: Josef Thesing – Rudolf Uertz (Ἐκδ.), Die Grund­lagen der So­zial­do­ktrin der Russisch-Orthodoxen Kirche. Deutsche Über­setzung mit Ein­führung und Kom­mentar, Sankt Au­gustin 2001. Πε­ρισ­σό­τε­ρα γιά τήν το­πο­θέ­τη­ση τῆς ἐγκυ­κλί­ου στά ση­μα­ντι­κό­τε­ρα θέ­μα­τα τῆς βιο­ηθι­κῆς βλ. Μιλ­τιά­δη Βάν­τσου, «Ἡ θέ­ση τῆς Ρω­σι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας σέ θέ­μα­τα βιο­ηθι­κῆς», σέ: Θεο­δρο­μία 5 (2003) 239-240.
[4] Βλ. Μήνυμα τῆς Ἁγίας καί Με­γά­λης Συ­νό­δου τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, παράγρ. 7, Ἐγκύ­κλι­ος τῆς Ἁγίας καί Με­γά­λης Συ­νό­δου τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, παράγρ. 11-12, καί Ἡ ἀπο­στο­λή τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας εἰς τόν σύγ­χρο­νον κό­σμον, παράγρ. ΣΤ11 καί ΣΤ12.
[5] Ἡ ἀπο­στο­λή τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας εἰς τόν σύγ­χρο­νον κό­σμον, ἑνό­τη­τα Α «Ἡ ἀξία τοῦ ἀν­θρω­πί­νου προ­σώ­που» καί ἑνό­τη­τα Β «Πε­ρί ἐλευ­θε­ρί­ας καί εὐ­θύ­νης».
[6] Μήνυμα τῆς Ἁγίας καί Με­γά­λης Συ­νό­δου τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, παράγρ. 7.
[7] Ὅ.π.
[8] Μέ τόν ὅρο «βιο­επι­στῆ­μες» χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται οἱ ἐπι­στῆ­μες πού με­λε­τοῦν τό φαι­νό­με­νο τῆς ζωῆς, ἐνῶ ὁ ὅρος «βιο­τε­χνο­λο­γία» ἀνα­φέ­ρε­ται στή χρή­ση ζω­ντα­νῶν ὀρ­γα­νι­σμῶν ἤ πα­ρά­γω­γών τους ἀπο τίς βιο­λο­γι­κές ἐπι­στῆ­μες καί τήν τε­χνο­λο­γία μέ σκο­πό τή βελ­τίω­ση τῆς ζωῆς τοῦ ἀν­θρώ­που καί τοῦ πε­ρι­βάλ­λο­ντος. Ashish Swa­rup Verma (μ.ἄ.), «Bio­te­chno­lo­gy in the Realm of Hi­story», σέ: Journal of Pharmacy & Bio­allied Scien­ces 3,3 (2011) 321-323. Βλ. ἐπί­σης Ἀπο­στό­λου Νι­κο­λαΐδη, Ἀπό τή Γένε­ση στή Γε­νε­τι­κή. Ἐγ­χει­ρί­διο Βιο­ηθι­κῆς, Ἀθή­να 2006, σ. 33.
[9] Ἡ ἀπο­στο­λή τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας εἰς τόν σύγ­χρο­νον κό­σμον, παράγρ. ΣΤ12.
[10] Μήνυμα τῆς Ἁγίας καί Με­γά­λης Συ­νό­δου τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, παράγρ. 7.
[11] Ἐγκύ­κλι­ος τῆς Ἁγίας καί Με­γά­λης Συ­νό­δου τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, παράγρ. 12.
[12] Ὅ.π.
[13] Ἡ ἀπο­στο­λή τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας εἰς τόν σύγ­χρο­νον κό­σμον, παράγρ. ΣΤ11.
[14] A’ Κορ. 6, 12.
[15] Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος Θεολογικός Α’, 4. PG 36, 16C.
[16] Μιλτιάδη Βάντσου, «Ἡ χρι­στια­νι­κή προ­σέγ­γι­ση τῆς βιο­ηθι­κῆς στήν πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κή κοι­νω­νία», σέ: Ana­le­cta Ca­tho­li­ca 2 (2013) 115.
[17] Ἐγκύ­κλι­ος τῆς Ἁγίας καί Με­γά­λης Συ­νό­δου τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, παράγρ. 12.
[18] Ὅ.π., παράγρ. 11.
[19] Μήνυμα τῆς Ἁγίας καί Με­γά­λης Συ­νό­δου τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, παράγρ. 7.
[20] Ἡ ἀκρι­βής δια­τύ­πω­ση ἔχει ὡς ἑξῆς: «Προ­βάλ­λει (ἐνν. ἡ Ὀρ­θό­δο­ξος Ἐκ­κλη­σία) τήν ε­ρό­τη­τα τς ζω­ς καί τόν χα­ρα­κτῆ­ρα το ν­θρώ­που ς προ­σώ­που ξ αὐ­τς ταύ­της τς ρ­χς τς συλ­λή­ψεως». Ἐγκύ­κλι­ος τῆς Ἁγίας καί Με­γά­λης Συ­νό­δου τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, πα­ράγρ. 12. Ἡ ἀνα­φο­ρά στήν ἀρ­χή τῆς σύλ­λη­ψης γί­νε­ται, κα­τά τήν ἄπο­ψη μας, γιά νά δο­θεῖ ἔμ­φα­ση στήν ἀνά­γκη προ­στα­σί­ας τῆς ζω­ῆς τοῦ ἀν­θρώ­που σέ κά­θε στά­διο.
[21] Ἡ ἀπο­στο­λή τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας εἰς τόν σύγ­χρο­νον κό­σμον, παράγρ. ΣΤ12.
[22] Ἡ ἀπο­στο­λή τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας εἰς τόν σύγ­χρο­νον κό­σμον, παράγρ. ΣΤ12.
ΙΜΘ_114
[23] Ἐγκύ­κλι­ος τῆς Ἁγίας καί Με­γά­λης Συ­νό­δου τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, παράγρ. 12.
[24] Στό κείμενο τῆς συνόδου μνημονεύεται τό χωρίο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δα­μα­σκη­νοῦ «Οκ νθρωπον ποθεωθέντα λέγομεν, λλ Θεόν νανθρωπήσαντα» (Ἰωάννου Δα­μα­σκη­νοῦ, κδοσις κριβής τς ρθοδόξου πίστεως, Γ’, 2, PG 94, 988). Βλ. Ἐγκύ­κλι­ος τῆς Ἁγίας καί Με­γά­λης Συ­νό­δου τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, παράγρ. 10.
[25] Ἡ ἀπο­στο­λή τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας εἰς τόν σύγ­χρο­νον κό­σμον, παράγρ. A1.
[26] Μήνυμα τῆς Ἁγίας καί Με­γά­λης Συ­νό­δου τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, παράγρ. 7. Ἐγκύ­κλι­ος τῆς Ἁγίας καί Με­γά­λης Συ­νό­δου τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, παράγρ. 12.
[27] Μιλτιάδη Βάντσου, «An Orthodox Approach to Bioethics», σέ: Ἐπι­στη­µο­νι­κή Ἐπε­τη­ρί­δα Θεο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς τοῦ Α.Π.Θ./ Τµῆµα Ποι­µα­ντι­κῆς καί Κοι­νω­νικῆς Θεο­λο­γίας 11 (2006) 80-81.
[28] Ἐγκύ­κλι­ος τῆς Ἁγίας καί Με­γά­λης Συ­νό­δου τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, παράγρ. 12.