HOLY AND GREAT COUNCIL DOCUMENT

Draft Synodical Document

Τρίτη 30 Μαΐου 2017

H ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΚΛΗΜΕΝΤΑ ΡΩΜΗΣ

Σμύρνη_33
Η εισήγηση του Λέκτορα του Τμήματος Θεολογίας του ΕΚΠΑ στο Γ’ Διεθνές Αγιολογικό Συνέδριο με θέμα: «Οἱ ἀποστολικοί πατέρες καί ἡ ἐποχή τους» που έγινε στη Σμύρνη

Στὶς πρῶτες λέξεις τοῦ χαιρετισμοῦ τῆς Ἐπιστολῆς πρὸς Κορινθίους πληροφορούμαστε ὅτι «ἡ ἐκκλησία τοῦ θεοῦ ἡ παροικοῦσα Ῥώμην» ἀπευθύνεται στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία «παροικεῖ» στὴν Κόρινθο. Πρόκειται δηλαδὴ γιὰ μία Ἐπιστολὴ ποὺ μία Ἐκκλησία, αὐτὴ τῆς Ρώμης, ἀποστέλλει σὲ μία ἄλλη Ἐκκλησία, ἐκείνη τῆς Κορίνθου. Ἂν καὶ ἡ ἀναφορὰ στὴν τοπικότητα σχετικοποιεῖται ἀπὸ τὴν ἔννοια τῆς προσωρινῆς μόνο ἐγκατάστασης, καθὼς οἱ χριστιανοὶ εἶναι πάροικοι, ξένοι καὶ παρεπίδημοι σὲ τοῦτον τὸν κόσμο (Α΄ Πέτρ., 1, 1. Βλ. Ἑβρ. 13, 14), ὡστόσο εἶναι καὶ τὸ μόνο στοιχεῖο ποὺ προσφέρει ρητῶς ἡ ἴδια ἡ Ἐπιστολὴ γιὰ τὴν ταυτότητα τοῦ ἀποστολέα καὶ τοῦ παραλήπτη. Δὲν πρόκειται ἑπομένως γιὰ προσωπικὴ ἐπιστολὴ ἀλλὰ γιὰ Ἐπιστολὴ ποὺ μία τοπικὴ ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα στέλνει σὲ μία ἄλλη τοπικὴ ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα. Ἀρχαῖες μαρτυρίες πάντως, ὅπως ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας (Ἐκκλ. Ἱστ. 3, 16, 1˙  3, 38, 1), ἀναφέρουν τὸν Κλήμη Ρώμης ὡς συντάκτη τῆς ἐν λόγω Ἐπιστολῆς[1]. Ποιός εἶναι ὅμως ὁ Κλήμης; Εἶναι ὁ θεληματικὸς ἐπίσκοπος Ρώμης, ὁ ὁποῖος δυναμικὰ ἐπεμβαίνει στὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα μιᾶς ἄλλης Ἐκκλησίας, προκειμένου νὰ ἀποσοβήσει τὸν κίνδυνο ποὺ ἀπειλεῖ τοὺς χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου; Εἶναι ὁ ἰσχυρὸς ἐκεῖνος ἐπίσκοπος ποὺ ἐκφράζει τὴν αὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας του σὲ μία πρώιμη ἐποχὴ γιὰ τὴν ἐπιβολὴ τοῦ ἡγεμονικοῦ ρόλου τῆς Ρώμης σὲ ὁλάκερη τὴ χριστιανοσύνη, ὅπως ἔχουν ὑποστηρίξει ὁρισμένοι ἐρευνητές[2]; Ἐκφράζει ὁ Κλήμης δηλαδὴ ἤδη ἀπὸ τὸ 95 ἢ 96 μ.Χ., πιθανὸ ἔτος σύνταξης τῆς Ἐπιστολῆς,  τὴ συνείδηση ἢ τὴ διεκδίκηση τοῦ πρωτείου μὲ τὴν ἀνάμιξή του στὰ ζητήματα τῆς κρίσης ἐκείνης ποὺ ξέσπασε στὴν μακρινὴ Κόρινθο;
Ἡ ἄποψη αὐτὴ δὲν φαίνεται νὰ εὐνοεῖται ἀπὸ τὰ πορίσματα τῆς σύγχρονης ἔρευνας. Εἶναι πιθανὸν ὁ Κλήμης ποὺ φέρεται ὡς συντάκτης τῆς Ἐπιστολῆς νὰ εἶναι ὁ γραμματέας ἐκεῖνος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης τὸν ὁποῖο ἀκριβῶς μνημονεύει μία ὑπαινικτικὴ καὶ σύντομη φράση ἀπὸ τὸν Ποιμένα τοῦ Ἑρμᾶ«γράψεις οὖν δύο βιβλαρίδια, καὶ πέμψεις ἓν Κλήμεντι καὶ ἓν Γραπτῇ. πέμψει οὖν Κλήμης εἰς τὰς ἔξω πόλεις, ἐκείνῳ γὰρ ἐπιτέτραπται»[3]. Τὸ «ἐπιτέτραπται», σύμφωνα μὲ τὸν Allen Brent, ὑποδηλώνει τὴν εὐθύνη ποὺ ἔχει ἀνατεθεῖ σὲ ἕναν πρεσβύτερο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης νὰ γράφει ἐπιστολὲς ἐξ ὀνόματος ὅλης τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς πρωτεύουσας καὶ μέσω αὐτῶν νὰ ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ καὶ νὰ διατηρεῖ ἐπικοινωνία μὲ τὶς ἐξωτερικές, τὶς ἐκτὸς Ρώμης, τοπικὲς Ἐκκλησίες[4]. Στὰ χρόνια ποὺ γράφεται ἡ Ἐπιστολὴ πρὸς Κορινθίους δὲν ἔχει ἀκόμη ἐμφανισθεῖ ὁ θεσμὸς τοῦ ἑνὸς καὶ μόνο ἐπισκόπου γιὰ κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία, γιὰ κάθε πόλη. Στὸν Ἰγνάτιο τὸν Θεοφόρο ἄλλωστε, στὶς πρῶτες δεκαετίες τοῦ δεύτερου αἰώνα, θὰ συναντήσουμε τὴν πρώτη θεολογικὴ περιγραφὴ τοῦ ἐπισκόπου  ὡς μόνου προεστῶτος ὅλης τῆς τοπικῆς Έκκλησίας, κάτω ἀπὸ τὴν πνευματικὴ δικαιοδοσία τοῦ ὁποίου τίθενται οἱ πρεσβύτεροι.  Στὴ Ρώμη τῶν χρόνων ἐκείνων κατὰ τοὺς ὁποίους ζεῖ ὁ Κλήμης δὲν ἔχει ἀκόμη διαμορφωθεῖ ὁ θεσμὸς τοῦ μοναρχικοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος. Κατὰ τὸν Brent μάλιστα ὁ θεσμὸς τοῦ λεγόμενου «μονάρχη – ἐπισκόπου» (monarchbishop) δὲν ἔχει ἀναδυθεῖ στὸν ὁρίζοντα τῆς ἱστορίας οὔτε καν στὴν πολὺ μεταγενέστερη ἐποχὴ τῆς ἀντιπαράθεσης τοῦ Ἱππολύτου μὲ τὸν Κάλλιστο, ἀρχὲς πιὰ τοῦ τρίτου  αἰώνα. Κατὰ τὸν Brent ἡ ἀντιπαράθεση τοῦ Ἱππολύτου μὲ τὸν Κάλλιστο δὲν ἦταν παρὰ ἡ ἔνταση στὶς σχέσεις δύο ἀδελφῶν κοινοτήτων μὲ προεστῶτες ἡ καθεμία ἰσότιμους μεταξύ τους πρεσβυτέρους-προϊσταμένους, καὶ ὄχι ἡ ὑποτιθέμενη κατὰ ἀναχρονισμὸ σχέση ἑνὸς ἐπισκόπου Ρώμης, τοῦ πάπα Καλλίστου, μὲ τὸν ἐπικεφαλῆς μιᾶς σχισματικῆς κοινότητας, τὸν ἀντίπαπα  Ἱππόλυτο[5]. Ἄλλοι μελετητὲς τοποθετοῦν τὴν ἐμφάνιση στὴ Ρώμη τοῦ μοναρχικοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος στὰ μέσα τοῦ δεύτερου αἰώνα, ὥστε τὸ ἀργότερο στὰ χρόνια τοῦ Βίκτωρα, στὰ τέλη τοῦ δεύτερου αἰώνα, νὰ εἶναι ἑδραιωμένος πιὰ στὴ Ρώμη ὁ θεσμὸς τοῦ μοναρχικοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος[6]. Πάντως, ὅποτε καὶ νὰ ἐμφανίστηκε ὁ ἐν λόγω θεσμός, στὰ χρόνια ποὺ ὁ Κλήμης ἔγραφε πρὸς τὴν Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου, δὲν ὑπῆρχε ἀκόμη ἡ συγκεντρωτικὴ ἐξουσία τοῦ ἐπισκόπου καὶ οἱ ὅροι ἐπίσκοπος καὶ πρεσβύτερος ἦσαν ἰσοδύναμοι, ὅπως στὴν καινοδιαθηκικὴ γραμματεία. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἦταν μὶα Ἐκκλησία ποὺ ζοῦσε σὲ κατακόμβες. Ἦταν μιὰ Ἐκκλησία ποὺ συναθροιζόταν σὲ οἴκους γιὰ τὴν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας. Τὰ ἀρχαιολογικὰ δεδομένα ὑποδηλώνουν ὅτι σὲ αὐτὲς τὶς κατ’ οἶκον συνάξεις δὲν θὰ συγκεντρώνονταν περισσότεροι ἀπὸ πενήντα περίπου ἄνθρωποι[7]. Ἑπομένως οἱ ἰδιαίτερες ἱστορικὲς συνθῆκες τῆς περιόδου ἐκείνης εὐνοοῦσαν τὴν ἐμφάνιση καὶ συνύπαρξη πολλῶν τέτοιων διάσπαρτων στὴν πόλη συνάξεων-κοινοτήτων ποὺ εἶχαν συνείδηση ὅτι συναποτελοῦν τὴ μία καὶ ἑνιαία Ἐκκλησία τοῦ τόπου, ὅπως φαίνεται καὶ ἀπὸ τὴν Ἐπιστολὴ πρὸς Κορινθίους, ἀλλὰ ποὺ καθεμία εἶχε δικό της προϊστάμενο, δικό της πρεσβύτερο-ἐπίσκοπο. Ἡ συνείδηση τῆς ἐκκλησιολογικῆς ἑνότητας τῶν κοινοτήτων-συνάξεων ποὺ δὲν ἦσαν ἁπλῶς μία χαλαρή «συνομοσπονδία» κοινοτήτων, ἀλλὰ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ σῶμα, μία Ἐκκλησία, καταδεικνυόταν ἀπὸ τὴν κατ’ ἔθος ἀνταλλαγὴ τοῦ frumentum[8]. Ἡ  ἀνταλλαγὴ τοῦ frumentum, ἡ ὁποία ἀργότερα θὰ διατηρηθεῖ ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο, γιὰ νὰ δηλώνει τὴν ἑνότητά του μὲ τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐπισκοπικῆς του δικαιοδοσίας, σὲ πρώιμη φάση γινόταν μεταξὺ τῶν ἰσότιμων πρεσβυτέρων-ἐπισκόπων αἰσθητοποιώντας τὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ μυστηριακὴ ἑνότητα τῶν κοινοτήτων-συνάξεων στὶς ὁποῖες ἐκεῖνοι προΐσταντο.
Αλάτσατα_11
Ὁ Κλήμης, λοιπόν, εἶναι πρεσβύτερος-ἐπίσκοπος ποὺ γράφει ἐξ ὀνόματος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης πρὸς τὴν Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου. Ἔχει τὴν αὐξημένη εὐθύνη τῆς σύνταξης Ἐπιστολῶν πρὸς ἐξωτερικὲς Ἐκκλησίες καὶ τὴν εὐθύνη τῆς  ἐπικοινωνίας μαζί τους. Ἡ παρακολούθηση μέσα ἀπὸ τὶς πηγὲς τῆς διεύρυνσης τοῦ ρόλου τοῦ πρεσβύτερου-γραμματέα μὲ τὴν ἐκ μέρους του ἀνάληψη καὶ τῆς εὐθύνης γιὰ τὴν ἀποστολὴ ἐλεημοσυνῶν πρὸς ἄλλες ἐνδεεῖς κοινότητες ἐκτὸς Ρώμης[9], εἶναι ἕνα δύσκολο καὶ γενικὰ ἀμφιλεγόμενο ζήτημα γιὰ τοὺς ἐρευνητές. Τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι ἡ ἀνάδειξη ἑνὸς ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους σὲ ἀποκλειστικὸ ἐπίσκοπο, στὴν ἐξουσία τοῦ ὁποίου θὰ ὑπήγοντο οἱ ἄλλοι πρεσβύτεροι, ἦταν ἀργὴ καὶ μακροχρόνια διαδικασία ἀνέλιξης. Ἡ διστακτικότητα τῆς ἀπόδοσης τοῦ ὀνόματος «ἐπίσκοπος» ἀποκλειστικὰ σὲ ἕναν πρεσβύτερο εἶναι αἰσθητὴ ἀκόμη καὶ στὸν Ἰγνάτιο τὸν Θεοφόρο. Ὁ Ἰγνάτιος, προσφωνώντας τὸν Πολύκαρπο ὡς «ἐπίσκοπον ἐκκλησίας Σμυρναίων» στὴν Ἐπιστολὴ ποὺ τοῦ ἔγραψε, αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ προσθέσει ἀμέσως τὴν χαρακτηριστικὴ φράση «μᾶλλον ἐπεσκοπημένῳ ὑπὸ Θεοῦ Πατρὸς καὶ Ἰησοῦ Χριστοῦ»[10]. Ὁ Κλήμης τῆς Ἐπιστολῆς εἶναι βέβαια ἀκόμη τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἕνας πρεσβύτερος-ἐπίσκοπος ἰσότιμος μὲ τοὺς ἄλλους ἀδελφοὺς πρεσβυτέρους τῆς Ρώμης, ἐπιφορτισμένος ὡστόσο μὲ τὴν ἰδιαίτερη εὐθύνη καὶ ἐξαιρετικὴ τιμὴ νὰ συντάσσει καὶ νὰ ἀποστέλλει ἐπιστολὲς ἐξ ὀνόματος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης πρὸς τὶς ἔξω Ἐκκλησίες διατηρώντας ἐπικοινωνία μαζί τους. Δὲν ἀποκλείεται ὅμως νὰ εἶναι, ὅπως ὑποστηρίζει ὁ Βλ. Φειδᾶς, ὄχι μόνο πρεσβύτερος ἀλλὰ καὶ προφήτης[11]. Ἂν ὁ Κλήμης τῆς Ἐπιστολῆς εἶναι ὁ Κλήμης ἐκεῖνος ποὺ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μνηνονεύει καὶ ἐπαινεῖ ὡς συνεργάτη του στὴν Πρὸς Φιλιππησίους (4, 3), τότε πράγματι ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ ἕναν μαθητὴ τῶν ἀποστόλων, ἕναν συνεργὸ τοῦ Παύλου. Ἀνῆκε δηλαδὴ στὴν τάξη τῶν προφητῶν ποὺ ἀντλοῦσαν τὴν ἐξαιρετικὴ αὐθεντία τους ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς Ἀποστόλους. Ὁ τίτλος «προφήτης» χρησιμοποιήθηκε γιὰ ὅσους ἐπέλεξε τὸ Ἅγιο Πνεύμα πρὸς συνέχιση τοῦ ἀποστολικοῦ ἔργου ὑπὸ τὴν ἐποπτεία τῶν Ἀποστόλων. Ἐνῶ οἱ Ἀπόστολοι διέθεταν οἰκουμενικὴ αὐθεντία στὴν ἄσκηση τοῦ ἀποστολικοῦ ἔργου, λόγω τοῦ ἀνεπανάληπτου προνομίου τῆς ἐπιλογῆς τους ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, οἱ «προφῆτες» ἀσκοῦσαν τὸ ἔργο αὐτὸ κατ’ ἐντολὴν τῶν Ἀποστόλων σὲ συγκεκριμένη γεωγραφικὴ περιφέρεια. Ἔτσι στὸν Τιμόθεο ἀνέθεσε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀποστολικὴ δράση σὲ συγκεκριμένες περιοχές, ἐνῶ ὁ Τίτος δρᾶ κατ’ ἐντολὴν τοῦ Παύλου στὴν Κρήτη γιὰ νὰ στηρίξει τὶς ἐκεῖ ἐκκλησίες καὶ νὰ ἐγκαταστήσει «κατά πόλεις πρεσβυτέρους» (Τίτ. 1, 5). Παρεμφερεῖς ἀποστολὲς ἀνατέθηκαν στὸν Τίτο στὴ Δαλματία (Β΄ Τιμ. 4, 10), στὸν Τυχικὸ στὴν Ἀσία (Β΄ Τιμ. 4, 12), στὸν Κρήσκη στὴ Γαλατία  (Β΄ Τιμ. 4, 10), στὸν Τιμόθεο στὴ Μακεδονία (Φιλιππ. 2, 19 κ.ἕξ.), στὸν Ἀρτεμᾶ στὴν Κρήτη (Τίτ. 3, 12), στὸν Ἔραστο στὴν Ἀχαΐα (Β΄ Τίμ. 4, 20) κ.ο.κ. Οἱ «διὰ προφητείας» χειροτονούμενοι ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους μαθητὲς ὡς οἱ δοκιμασμένοι καὶ ἐπιλεγμένοι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα συνεργοὶ καὶ αὐτήκοοι μάρτυρες τῶν αὐτοπτῶν μαρτύρων τῆς Ἀναστάσεως ἀπέκτησαν μεγίστη αὐθεντία στὴν Ἐκκλησία καὶ κατατάσσονταν ὡς «προφῆτες» ἀμέσως μετὰ τοὺς Ἀποστόλους[12]. Ἰδιαίτερα μετὰ τὸν θάνατο τῶν Ἀποστόλων ἡ αὐθεντία τῶν συνεργῶν τους, τῶν «προφητῶν» ἦταν μοναδική. Στὴ Διδαχὴ τῶν Ἀποστόλων παρακολουθοῦμε πῶς στὴν πρώιμη μεταποστολικὴ ἐποχή, στὶς ἀρχὲς τοῦ δεύτερου πιὰ αἰώνα, οἱ περιοδεύοντες ἀκόμη «προφῆτες» ἀσκοῦν τὸ ἀποστολικὸ ἔργο τους σὲ μία εὐρύτερη περιοχὴ ἀλλὰ λόγω γήρατος ἐγκαθίστανται σὲ ἕναν τόπο, μία πόλη, ὅπου ἀσκοῦν ἀρχιερατικὰ καθήκοντα ὡς «ἐπίσκοποι» σὲ μία  μόνιμη ἕδρα, ὡς φορεῖς καὶ ἐκφραστὲς τῆς ἀποστολικῆς αὐθεντίας σὲ ἕνα συγκεκριμένο ἐκκλησιαστικὸ κέντρο[13]. Ἡ ἀποστολικὴ αὐθεντία συνδεδεμένη πιὰ μὲ μία συγκεκριμένη ἕδρα κληροδοτήθηκε στοὺς διαδόχους τῶν προφητῶν ἐπισκόπους. Ἡ ἀνάδειξη αὐτὴ τῆς θέσης καὶ τοῦ ρόλου τῶν «προφητῶν» στὴν πρώιμη μεταποστολικὴ περίοδο διευκολύνει τὴν ἱστορικὴ κατανόηση τοῦ τρόπου σύνδεσης τῆς ἀποστολικῆς αὐθεντίας μὲ τὸν ἕναἐπίσκοπο τῆς θεολογικῆς περιγραφῆς τοῦ Ἰγνατίου καὶ σχετικοποιεῖ τὴν ὑποτιθέμενη ἀντίθεση μεταξὺ χαρισματούχων προφητῶν καὶ ἐγκαθιδρυμένου ἱερατείου, ἀφοῦ οἱ «προφῆτες» ἱερουργοῦσαν καὶ μάλιστα μετὰ τὴν ἐγκατάστασή τους λόγω γήρατος σὲ ἕναν τόπο ἐντάσσονταν ὡς «ἀρχιερεῖς» στὸ ἱερατεῖο μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας καὶ προΐσταντο μάλιστα τῶν ἄλλων πρεσβυτέρων στὴν εὐχαριστιακὴ σύναξη. Ἡ ἑλκυστικὴ εἰκασία ὅτι ὁ Κλήμης ἦταν «προφήτης» προϋποθέτει τὴν ὄχι πάντως ἀπὸ ὅλους ἀποδεκτὴ ταύτιση τοῦ Κλήμη τῆς Ἐπιστολῆς μὲ τὸν Κλήμη τῆς Πρὸς Φιλιππησίους.
Κιρκιντζές_44
Ὅπως καὶ νὰ ἔχουν τὰ πράγματα ὁ Κλήμης, εἴτε ὡς ἐπισκοπῶν «προφήτης» ἐγκατεστημένος πιὰ στὴ Ρώμη[14], εἴτε ὡς πρεσβύτερος-ἐπίσκοπος, ἰσότιμος μὲ τοὺς ἄλλους πρεσβυτέρους τῆς ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ μὲ τὸ ἐπιπλέον ἐξαιρετικὸ προνόμιο τῆς μέσω ἀλληλογραφίας ἐπικοινωνίας μὲ τὶς ἔξω Ἐκκλησίες, συντάσσει περὶ τὸ 96 μ.Χ. Ἐπιστολὴ γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει μία μείζονα ἐκκλησιαστικὴ κρίση ποὺ θέτει σὲ κίνδυνο τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξη καὶ ἐπιβίωση μιᾶς μακρινῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας, ἐκείνης τῆς Κορίνθου. Ἡ φύση τῆς συνταρακτικῆς κρίσης καὶ ἡ γενεσιουργὸς αἰτία της παραμένουν στὸ σκοτεινὸ ἡμίφως τῆς ἱστορίας, καθὼς ἡ Ἐπιστολὴ δὲν μᾶς προσφέρει ἐπαρκῆ στοιχεῖα. Φαίνεται ὡστόσο ἀπὸ τὰ ὅσα σχετικὰ διαβάζουμε στὴν Ἐπιστολὴ ὅτι λίγα πρόσωπα, γεμάτα ἔπαρση καὶ ἐριστικότητα, ἀπομάκρυναν βίαια κάποιους («ἐνίους») ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κορίνθου[15]. Ἡ ἄδικη αὐτὴ ἀπομάκρυνση μερικῶν ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους τῆς Κορίνθου χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸν ἐπιστολογράφο ὡς «στάσις»[16], ὡς σοβαρότατος κίνδυνος καὶ ἀπειλὴ γιὰ τὴν «ὁμόνοια»[17], τὴ συνοχὴ καὶ ἐπιβίωση τῆς χριστιανικῆς κοινότητας τῆς Κορίνθου. Πρόκειται ἄραγε γιὰ τὴ φημολογούμενη ἀπὸ προτεστάντες κυρίως μελετητὲς ρήξη μεταξὺ ἐγκαθιδρυμένου ἱερατείου καὶ χαρισματούχων[18]; Ἂν ὅμως ἦταν ἔτσι, γιατί ἀπομακρύνθηκαν βίαια μερικοὶ ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ ὄχι ὅλοι; Στὴν προηγούμενη πάντως σύντομη ἀναφορά μας στὸ ρόλο καὶ τὴ θέση τῶν «προφητῶν» τῆς ἀποστολικῆς καὶ πρώιμης μεταποστολικῆς περιόδου διαπιστώσαμε ὅτι ἡ ὑποτιθέμενη ἐξ ὁρισμοῦ ἀκραία ἀνταγωνιστικὴ σχέση μεταξὺ χαρισματούχων «προφητῶν» καὶ ἐγκαθιδρυμένου τοπικοῦ ἱερατείου δὲν ὑφίσταται, ἀφοῦ καὶ οἱ «προφῆτες» ἱερουργοῦσαν  καὶ κάποια στιγμὴ μάλιστα  ἐντάσσονταν στὸ τοπικὸ ἱερατεῖο. Ὁ συντάκτης τῆς Ἐπιστολῆς συσχετίζει ὁ ἴδιος τὴν παροῦσα κρίση μὲ τὴν περίεργη ἐκείνη σχισματικὴ κατάσταση μὲ τὶς μερίδες τοῦ Ἀπολλώ, τοῦ Κηφᾶ, τοῦ Χριστοῦ, ποὺ περιγράφει καὶ κατακρίνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν Α΄ Πρὸς Κορινθίους[19]. Ὅμως ὁ συσχετισμὸς αὐτὸς μὲ μία ἄλλη κρίση πενήντα περίπου χρόνια πρὶν δὲν μᾶς βοηθᾶ νὰ κατανοήσουμε τὴ φύση τῆς νέας κρίσης, τὸν ἰδιαίτερο χαρακτήρα καὶ τὰ συγκεκεριμένα προβλήματα τῆς σχισματικῆς κατάστασης ποὺ ὁ Κλήμης ἀντιμετωπίζει. Εἶναι ὡστόσο ὡς πρὸς τὴ φύση τοῦ προβλήματος ἀξιοπρόσεκτη στὴν Ἐπιστολὴ πρὸς Κορινθίους τοῦ Κλήμη ἡ ἐξαιρετικὴ σημασία ποὺ ἐκεῖνος ἀπέδιδε στὸν ὀφειλόμενο πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους σεβασμό. Ἡ καίρια αὐτὴ καὶ τόσο καθοριστικὴ σημασία τοῦ ἐπιβαλλόμενου σεβασμοῦ πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους-ἐπισκόπους, δηλαδὴ πρὸς τοὺς προϊσταμένους τῶν λατρευτικῶν καὶ εὐχαριστιακῶν συνάξεων τοῦ σὲ οἴκους συναγομένου ἐκκλησιάσματος, ἂν καὶ δὲν τεκμηριώνεται θεολογικὰ μὲ τὴ βαθύτητα τῆς θεολογικῆς περιγραφῆς περὶ ἐπισκόπου τοῦ Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου[20], ὡστόσο τονίζεται ἐμφατικά. Ὁ Κλήμης δηλαδὴ προβάλλει ἀνάγλυφα ἀκριβῶς ὡς προαπαιτούμενο γιὰ τὴ διασφάλιση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας τὸ κρίσιμο θέμα καὶ ἐπιτακτικὸ αἴτημα τοῦ ὀφειλόμενου σεβασμοῦ πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους. Ὁ σεβασμὸς αὐτὸς ἐπιβάλλει τὴν ἄμεση ἀποκατάσταση τῶν πρεσβυτέρων ἐκείνων ποὺ βίαια καὶ ἄδικα ἐκδιώχθηκαν. Ἡ εὐθύνη γιὰ τὴν ἄμεση ἀποκατάστασή τους βαραίνει ὁλόκληρη τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα καὶ ὄχι μόνο τοὺς λίγους ἐκείνους ἀρχηγοὺς τῆς στάσης, τοὺς ὑποκινητὲς τοῦ σχίσματος. Γράφει ὁ Κλήμης χαρακτηριστικά: «Τοὺς…λειτουργήσαντας ἀμέμπτως τῷ ποιμνίῳ τοῦ Χριστοῦ μετὰ ταπεινοφροσύνης, ἡσύχως καὶ ἀβαναύσως, μεμαρτυρημένους τε πολλοῖς χρόνοις ὑπὸ πάντων, τούτους οὐ δικαίως νομίζομεν ἀποβάλλεσθαι τῆς λειτουργίας. ἁμαρτία γὰρ οὐ μικρὰ ἡμῖν ἔσται, ἐὰν τοὺς ἀμέμπτως καὶ ὁσίως προσενεγκόντας τὰ δῶρα  τῆς ἐπισκοπῆς ἀποβάλωμεν» (44, 3-4). Οἱ πρεσβύτεροι αὐτοὶ ἔχουν ἀναλάβει τὸ ἔργο τῆς «ἐπισκοπῆς», ὅπως σημειώνει στὴ συνάφεια ὁ ἐπιστολογράφος μας[21], διότι τοὺς τὸ ἀνέθεσαν εἴτε οἱ ἴδιοι οἱ Ἀπόστολοι εἴτε οἱ συνεργάτες τῶν Ἀποστόλων. Τὸ λειτούργημα, λοιπόν, τῶν πρεσβυτέρων-ἐπισκόπων τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας ἔχει ἀποστολικὴ προέλευση καὶ θεμελίωση. Ὁ λειτουργικός τους ρόλος τῆς «προσφορᾶς τῶν δώρων» στὴν Εὐχαριστία[22] εἶναι θεμελιώδους σημασίας γιὰ τὴ συνοχὴ τῆς χριστιανικῆς κοινότητας τῆς Κορίνθου, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ διασφάλιση τῆς ἑνότητας τῆς ἀπανταχοῦ τῆς γῆς Ἐκκλησίας. Τὴ σημασία τῆς γενικῆς ἀποδοχῆς καὶ ἀναγνώρισης τοῦ ρόλου τῶν πρεσβυτέρων-ἐπισκόπων, παρὰ τὶς λογῆς ἀμφισβητήσεις ὁρισμένων κύκλων, γιὰ τὴ διατήρηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας σὲ οἰκουμενικὴ διάσταση καὶ προοπτικὴ ὡς ἑνότητας τοῦ ἑνὸς καὶ μόνου σώματος τοῦ Χριστοῦ ὑπαινίσσεται ἡ διατύπωση «ἁμαρτία γὰρ οὐ μικρὰ ἡμῖν ἔσται», ὅπου ἡ δοτική «ἡμῖν» τίθεται σὲ πρῶτο πληθυντικὸ πρόσωπο. Χωρὶς τὴν ἀπὸ ὅλους τοὺς χριστιανοὺς ἀναγνώριση τοῦ θεσμοῦ τῶν πρεσβυτέρων-ἐπισκόπων τίθεται ἐν ἀμφιβόλω καὶ τελικὰ ἀπεμπολεῖται ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ χριστιανικὴ κοινότητα χάνει τὴν οὐσιαστική της αὐτοσυνειδησία καὶ ταυτότητα ὡς ἕνα σῶμα, ἐκφυλίζεται καὶ κατακερματίζεται σὲ ἀντιμαχόμενες φατρίες. Τὴ σημασία τοῦ ἐπισκόπου (καὶ τῶν πρεσβυτέρων) γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας θὰ ἀναδείξει ἀργότερα περαιτέρω ὁ Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος. Ὁ Κλήμης ὅμως ἔκανε τὸ πρῶτο σημαντικὸ βῆμα πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτή, χαρίζοντάς μας τὴν εὐκαιρία νὰ δοῦμε, ἔστω καὶ φευγαλέα, τὴ ζωὴ τῶν πρώτων χριστιανῶν, τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας στὰ τέλη τοῦ πρώτου αἰώνα.
Έφεσος_288
[1] Βλ. B.E. Bowe, A Church in crisis, Fortress Press, Minneapolis, 1988, σσ. 1-2.
[2] Βλ. J. Quasten, Patrologia, I primi due secoli (II-III), Casa Editrice Marietti, Genova, 2002, τόμ. Ι, σ. 49: «L’epistola di Clemente ha una grandissima importanza anche per un’altra questione dogmatica, quella del primato della Chiesa romana, di cui reca una prova inequivocabile. Che essa non contenga nessuna affermazione categorica del primato, è un fatto innegabile. Lo scrittore non dice in nessun luogo espressamente che il suo intervento vincola ed obbliga giuridicamente la comunità cristiana di Corinto. Tuttavia, l’esistenza stessa dell’epistola costituisce una testimonianza di alto valore per l’autorità del vescovo di Roma. La Chiesa di Roma parla a quella di Corinto come un superiore a un suddito». Βλ. ἐπίσης B.E. Bowe, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 3.
[3] Ὅρασις 2, 4, 3. Βλ. B.E. Bowe, ἔνθ’ ἀνωτ, σ. 2. Βλ. ἐπίσης Κ. Μπόνη, Κλήμεντος ΡώμηςἘπιστολὴ Α΄ πρὸς Κορινθίους (ΕἰσαγωγήΚείμενονΣχόλια), Ἀθῆναι, 1973, σσ. 60-61: «Ἀναμφιβόλως ὅ τε Κλήμης καὶ ἡ Γραπτὴ πρέπει νὰ ἦσαν δύο διακεκριμέναι καὶ ἑπομένως γνωσταὶ πᾶσι τοῖς χριστιανοῖς τῆς Ρώμης προσωπικότητες. Τοῦτο πιστοῦται καὶ ἐκ τοῦ ὅτι ὁ Ἑρμᾶς δὲν αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκην νὰ προσθέσῃ λόγους τινὰς διασαφητικοὺς περὶ τῶν δύο τούτων προσώπων». Τὸ βιβλιαράκι περιεῖχε ἐντολὴ μετανοίας καὶ ἀνακοίνωση ἐπικείμενου διωγμοῦ ποὺ ἡ Ἐκκλησία «ὑπὸ τὴν μορφὴν πρεσβύτιδος γυναικός» παρέδωσε ὡς μήνυμα τὸ ὁποῖο ὁ Ἑρμᾶς ὄφειλε νὰ μεταβιβάσει καὶ νὰ ἀναγνώσει στὴ χριστιανικὴ κοινότητα τῆς Ρώμης παρουσίᾳ τῶν «πρεσβυτέρων τῶν προϊσταμένων τῆς Ἐκκλησίας». Βλ. Al. Brent, Hippolytus and the Roman Church in the Third Century, Communities in Tension before the Emerge of a Monarch-Bishop, E.J. Brill, Leiden, 1995, σ. 411: «We see here a picture of presbyters who preside over different congregations (πρεσβυτέρων τῶν προϊσταμένων τῆς ἐκκλησίας) meeting to hear read out a book addressed to the church as a whole. We see also the figure of Clement who has the entrusted task or ministry (ἐκείνῳ γὰρ ἐπίτετραπται) of writing to external churches on behalf of the Roman community». Ὁ Ἑρμᾶς διαβάζει τό «βιβλαρίδιόν» του, ἐνῶ οἱ συνηγμένοι πιστοὶ καὶ οἱ πρεσβύτεροι τὸν ἀκοῦνε. Τοῦ ἰδίου, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 431: «Hermas reads his βιβλαρίδιον εἰς ταύτην τὴν πόλιν, μετὰ τῶν πρεσβυτέρων τῶν προϊσταμένων τῆς ἐκκλησίας, in what Lampe rightly describes as “an dieser Stelle die Presbyter als Auditorium versammelt”». Βλ. P. Lampe, Die stadtrömischen Christen in den beiden Jahrhunderten (Wissenschaftliche Untersuchungen zum Neuen Testament), Mohr Siebeck, Tübingen, 1989, σ. 338.
[4] Al. Brent, ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 431-432.
[5] Ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 398-457.
[6] Βλ. P. Lampe, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 340.
[7] Βλ. B.E. Bowe, ἔνθ’ ἀνωτ, σ. 14, ὅπου καὶ σχετικὴ βιβλιογραφία.
[8] Βλ. Al. Brent, ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 414-415˙ 428.
[9] Βλ. Ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 432.
[10] Βλ. Βλ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τόμ. Α΄, Ἀθῆναι, 1992, σ. 102.
[11] Ἔνθ΄ ἀνωτ., σσ. 78-80 καὶ 109-113.
[12] Ἔνθ΄ ἀνωτ., σ. 70.
[13] Ἔνθ΄ ἀνωτ., σσ. 71-78.
[14] Τὴν ἄποψη αὐτὴ συμμερίζεται καὶ ὁ Ν. Νικολαΐδης, βλ. Ἀποστολικοὶ Πατέρες, Γραμματολογικὴ καὶ Θεολογικὴ προσέγγιση, Ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη, 2009, σσ. 64-65.
[15] Βλ. Κλήμεντος Ρώμης, Πρὸς Κορινθίους, 44, 6: «ὁρῶμεν γάρ ὅτι ἐνίους ὑμεῖς μετηγάγετε καλῶς πολιτευομένους ἐκ τῆς ἀμέμπτως αὐτοῖς τετιμημένης λειτουργίας».
[16] Βλ. B.E. Bowe, σσ. 26-31.
[17] Ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 61-73.
[18] Βλ. J. Fuellenbach, Ecclesiastical Office and the Primacy of Rome. An Evaluation of Recent Theological Discussion of First Clement, The Catholic University of America Press, Washington, 1980, σ. 5. W. Bauer, Orthodoxy and Heresy in Earliest Christianity, Edited by R. Kraft and G. Krodel, Fortress Press, Philadelphia, 1971, σ. 99. B.E. Bowe, ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 20 καὶ 95. Πρβλ. R. Knopf, Die apostolischen Väter. Die Zwei Clemensbriefe (Handbuch zum Neuen Testament), Mohr Siebeck, Tübingen, 1920, σσ. 130-131, ὅπου ἀπαντᾶ ἡ ἄποψη ὅτι οἱ στασιαστὲς τῆς Κορίνθου ἦσαν πλανόδιοι χαρισματούχοι, ὅπως αὐτοὶ τῆς Διδαχῆς.
[19] Βλ. B.E. Bowe, ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 11-12.
[20] Βλ. Ἰ. Ζηζιούλα,  ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ θείᾳ Εὐχαριστίᾳ καὶ τῷ Ἐπισκόπῳκατὰ τοὺς τρεῖς πρώτους αἰώνας, Δευτέρα Ἔκδοσις, Ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα, 2009, σσ. 87-110.
[21] Βλ. Κλήμεντος Ρώμης, Πρὸς Κορινθίους, 44: «Καὶ οἱ ἀπόστολοι ἡμῶν ἔγνωσαν διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτι ἔρις ἔσται περὶ τοῦ ὀνόματος τῆς ἐπισκοπῆς. Διὰ ταύτην οὖν τὴν αἰτίαν πρόγνωσιν εἰληφότες τελείαν κατέστησαν τοὺς προειρημένους, καὶ μεταξὺ ἐπινομὴν δεδώκασιν, ὅπως, ἐὰν κοιμηθῶσιν, διαδέξωνται ἕτεροι δεδοκιμασμένοι ἄνδρες τὴν λειτουργίαν αὐτῶν. Τοὺς οὖν κατασταθέντας ὑπ’ ἐκείνων ἢ μεταξὺ ὑφ’ ἑτέρων ἐλλογίμων ἀνδρῶν συνευδοκησάσης τῆς ἐκκλησίας πάσης, καὶ λειτουργήσαντας ἀμέμπτως τῷ ποιμνίῳ τοῦ Χριστοῦ μετὰ ταπεινοφροσύνης ἡσύχως καὶ ἀβαναύσως, μεμαρτυρημένους τε πολλοῖς χρόνοις ὑπὸ πάντων, τούτους οὐ δικαίως νομίζομεν ἀποβάλλεσθαι τῆς λειτουργίας. ἁμαρτία γὰρ οὐ μικρὰ ἡμῖν ἔσται, ἐὰν τοὺς ἀμέμπτως καὶ ὁσίως προσενεγκόντας τὰ δῶρα τῆς ἐπισκοπῆς ἀποβάλωμεν. μακάριοι οἱ προοδοιπορήσαντες πρεσβύτεροι, οἵτινες ἔγκαρπον καὶ τελείαν ἔσχον τὴν ἀνάλυσιν˙ οὐ γὰρ εὐλαβοῦνται, μή τις αὐτοὺς μεταστήσῃ ἀπὸ τοῦ ἱδρυμένου αὐτοῖς τόπου. ὁρῶμεν γάρ, ὅτι ἐνίους ὑμεῖς μετηγάγετε καλῶς πολιτευομένους ἐκ τῆς ἀμέμπτως αὐτοῖς τετιμημένης λειτουργίας». Γιὰ τὴν ἑρμηνεία τοῦ χωρίου αὐτοῦ, βλ. Βλ. Φειδᾶ, ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 91-101, καθὼς καὶ B.E. Bowe, ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 147-152.
[22] Πρβλ. B.E. Bowe, ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 151-152, ὅπου παρουσιάζεται (μὲ σχετικὴ βιβλιογραφία) ἡ ἄποψη ὅτι ἡ λειτουργία τῶν πρεσβυτέρων καὶ δὴ ἡ ἐκ μέρους τους «προσφορὰ τῶν δώρων», ὅπως περιγράφεται στὸ προαναφερόμενο χωρίο, δὲν ἀφορᾶ ἀποκλειστικὰ στὴν τέλεση τῆς Εὐχαριστίας, ἀλλὰ ἐμπερικλείει καὶ ἄλλα ἱερατικὰ καθήκοντα, τὰ ὁποῖα σχετίζονται μὲ τὶς ἀπὸ κοινοῦ προσευχές, τὶς ἐλεημοσύνες, τὶς περίφημες «ἀγάπες», δηλαδὴ τὰ κοινὰ ἐκεῖνα γεύματα τῆς πρωτοχριστιανικῆς κοινότητας κ.λπ.