HOLY AND GREAT COUNCIL DOCUMENT

Draft Synodical Document

Τετάρτη 30 Μαΐου 2018

Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΝ ΔΙΑΛΟΓΩ. Η ΔΙΑΛΟΓΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΣΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΟΣΜΟ


8ο ΔΣΟΘ_755
Η εισήγηση του Επίκουρου Καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας ΕΚΠΑ Σταύρου Γιαγκάζογλου στο 8ο Διεθνές Συνέδριο Ορθοδόξου Θεολογίας

«Καὶ ὁ λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ
ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς
παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας»
Ἰωάννου 1,14
Η ενσάρκωση του Θεού και Λόγου αποτελεί το κέντρο και την καρδιά της ευαγγελικής πίστεως της Εκκλησίας. Ο Θεός Λόγος σαρκούμενος είναι ο μόνος θεολόγος, αυτός δηλαδή που αποκαλύπτει στον κόσμο και στον άνθρωπο την περί Θεού αλήθεια ως κοινωνία και ως σχέση μαζί του. Ολόκληρη η θεία οικονομία και αποκάλυψη εκδιπλώνεται σταδιακά στην κτίση και στην ιστορία ως ζωντανός διάλογος του Θεού με τον άνθρωπο. Η χριστοκεντρική αυτή εμπειρία και διδασκαλία της Εκκλησίας αποτελεί τη βάση της διαλογικής ταυτότητας και αποστολής της προς τον κόσμο.
Ο Θεός δημιουργεί τον κόσμο και τον άνθρωπο από αγάπη και ελευθερία. Η ίδια η πράξη της δημιουργίας είναι ένας διάλογος του άκτιστου Θεού με τον κτιστό κόσμο του, ο οποίος καλείται εκ του μη όντος να υπάρχει σε διαρκή σχέση με τον Θεό. Ο Τριαδικός Θεός εμφανίζεται διαλεγόμενος να προβαίνει στη δημιουργία κατ’ εξοχήν  του ανθρώπου, ο οποίος πλάθεται δια του Υιού και Λόγου κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν της δικής του υπάρξεως. Σε όλα τα όντα και ιδιαίτερα στον άνθρωπο ο Θεός εναποθέτει τους λόγους τους, δηλαδή το νόημα και τον σκοπό της ύπαρξης και τελείωσής τους μέσα σε μια προοπτική σταδιακής ανάπτυξης, καλλιέργειας και ολοκλήρωσης, δηλαδή μιας διαρκούς πορείας και κίνησης προς τα έσχατα. Εξαρχής, ο διάλογος ως κοινωνία και σχέση με τον Θεό χαρακτηρίζει την πλάση του κόσμου και του ανθρώπου. Αλλά και μετά την πτώση ο Θεός συνεχίζει να διαλέγεται με την ανθρωπότητα και να ενεργεί στην κτίση και στην ιστορία. Η Παλαιά Διαθήκη αποτυπώνει τον συναρπαστικό αυτό διάλογο μεταξύ Θεού και ανθρώπου, ο οποίος κορυφώνεται εν τέλει με «το απ’ αιώνος απόκρυφον και αγγέλοις άγνωστον μυστήριον» της ενσαρκώσεως του Υιού και Λόγου του Θεού. Η ενσάρκωση του Λόγου φέρνει σε κοινωνία και διαλεκτική σχέση τη θεία με την ανθρώπινη φύση. Εν Χριστώ η ανθρωπότητα υπάρχει ανακαινισμένη από τη φθορά και τον θάνατο, επειδή ακριβώς υφίσταται πλέον σε μια διαλεκτική σχέση και ένωση με την άκτιστη θεότητα. Ο εν Χριστώ διάλογος κτιστού και ακτίστου, ο οποίος απαράμιλλα αποτυπώθηκε στο δόγμα της Χαλκηδόνας, δεν έμεινε στο επίπεδο μιας υψηλής οντολογίας ή μεταφυσικής διδασκαλίας, αλλά σαρκώθηκε μέχρι τις πιο καθημερινές εκφράσεις της επί γης οικονομίας του Θεανθρώπου. Ο Χριστός σαρκώνεται, διδάσκει, ενεργεί, μεταμορφώνεται, συνομιλεί, σταυρώνεται, ανασταίνεται και δοξάζεται  μέσα από τον διάλογο θεότητας και ανθρωπότητας. Δια του Αγίου Πνεύματος ο εν Χριστώ αυτός διάλογος επεκτείνεται στο σώμα της Εκκλησίας, στο οποίο ο Χριστός ως κεφαλή έλκει και ενσωματώνει τους πολλούς, αλλά και τη δημιουργία ολόκληρη στη νέα ζωή που ξεπήδησε από τον Σταυρό και την Ανάστασή του. Ο διάλογος θεότητας και ανθρωπότητας μεταφέρεται πλέον στο αναστημένο σώμα του Χριστού που είναι η Εκκλησία, η οποία πορεύεται εν διαλόγω στην κτίση και στην ιστορία καθ’ οδόν προς τη Βασιλεία, προσλαμβάνοντας και διαρκώς ανακαινίζοντας εν Πνεύματι «τα πάντα και εν πάσιν» (Κολ. 3,11). Ο διαλογικός αυτός τρόπος της πίστεως, της λατρείας και της ζωής στην αρχαία Εκκλησία σαρκώνεται ανάγλυφα και παραστατικά στην Αγία Γραφή της. Εδώ ο Λόγος γίνεται κυριολεκτικά διάλογος. Η μαρτυρία και η έκφραση της πίστεως της Εκκλησίας συνιστά πάντοτε διάλογο με τον πολιτισμό και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα κάθε εποχής.
8ο ΔΣΟΘ_585
Η Αγία Γραφή δεν είναι ιερή και θεόπνευστη βίβλος, επειδή κείται υπεράνω της ιστορίας, καθιδρύοντας ένας είδος «βιβλιακής θρησκείας» με επίκεντρο το γράμμα των κειμένων της, ανεξάρτητα από το ιστορικό πλαίσιο της ανθρώπινης παρουσίας και δράσης, ανεξάρτητα από την ιστορική, προσωπική και εμπειρική σχέση Θεού, κόσμου και ανθρώπου. Αντίθετα, η συναφειακότητα και η πολιτισμική έκφραση αφορά κατά κάποιο τρόπο την ιστορική σάρκα και την έκφραση της χριστιανικής πίστης. Δίχως αναφορά και σχέση προς τον πολιτισμό των ανθρώπων, τη συνάντηση και τη συνεισφορά συγκεκριμένων λαών και παραδόσεων, θα παρέμενε το λιγότερο μια μυθολογική και κοσμολογική αφήγηση χωρίς ιστορική επενέργεια και νοηματοδότηση. Η Βίβλος είναι κατά μια έννοια η πρόσληψη του διαλόγου των ανθρώπινων πολιτισμών και η μετάπλασή τους σε διάλογο και σε πολιτισμό, σε κοινωνία και σχέση, Θεού, κόσμου και ανθρώπου. Τα βιβλικά κείμενα όχι μόνο στο πρωτότυπό τους, αλλά και σε κάθε γλώσσα στην οποία μεταφράζονται, ερμηνεύονται ή κηρύσσονται, σαρκώνουν εκ νέου αυτόν τον διάλογο Θεού και ανθρώπου. Το γεγονός αυτό συνιστά τη λεγόμενη πρόσληψη των πολιτισμών από το Ευαγγέλιο, κάτι που δεν έχει συντελεστεί άπαξ δια παντός, αλλά διαρκώς πραγματώνεται στην ιεραποστολική και προφητική λειτουργία της Εκκλησίας καθ’ οδόν προς τα έσχατα της Βασιλείας. Η Αγία Γραφή από τη Γένεση μέχρι την Αποκάλυψηαφηγείται το σώμα μιας ενιαίας ιστορίας, στην οποία υπάρχει αρχή, αδιάκοπη πορεία και εξέλιξη. Συνάμα τα πάντα τείνουν προς ένα τέλος, το οποίο είναι διαρκώς ανοικτό και στο οποίο καλείται ο κόσμος και ο άνθρωπος να ενσωματωθεί με τη δυναμική της βιβλικής αποκαλυπτικής προφητείας, με τη δυναμική των εσχάτων. Ο Θεός Λόγος «πολυμερώς και πολυτρόπως» (Εβρ. 1,1) μίλησε στην Παλαιά Διαθήκη και μολονότι ενανθρώπησε «ἐφάπαξ» (Εβρ. 7,279,12), έκτοτε διαρκώς αποκαλύπτεται και ενεργεί στην ιστορία. Αυτό σημαίνει ότι η Αγία Γραφή για την Εκκλησία είναι ένα ανοικτό και όχι ένα κλειστό βιβλίο, με την έννοια ότι δεν περιγράφει αιώνιες ή μεταφυσικές αλήθειες αλλά καταγράφει και αφηγείται την «ιστορία» των σχέσεων Θεού και ανθρώπου, μέχρις ότου το γεγονός της ενανθρώπησης –«μέχρις οὗ μορφωθῇ Χριστὸς»– να εισχωρήσει παντού στην κτίση και στην ιστορία, μέχρι ο Χριστός να γίνει «τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι» (Α΄ Κορ. 15,28). Και αυτή η ιστορία, η οποία συνεχίζεται ακόμη στο σώμα της Εκκλησίας, δεν ιχνηλατεί απλώς τον συναρπαστικό διάλογο Θεού και ανθρώπου, αλλά αποκαλύπτει συνάμα και την έσχατη αλήθεια για την ύπαρξη του ανθρώπου και του κόσμου.
Μια καίρια και βασική πτυχή της πολιτισμικής αυτής διάστασης της Αγίας Γραφής αφορά τη συνάντηση, τον διάλογο, τη σύγκρουση, την αλληλοδιείσδυση και, τελικά, τη σύνθεση μεταξύ Ελληνισμού και Χριστιανισμού. Πρόκειται για τη συνάντηση δύο θεμελιωδών πολιτισμικών μεγεθών που διαμόρφωσε την ιστορική φυσιογνωμία ενός ευρύτατου γεωπολιτικού χώρου, πέρα από τη μεσογειακή ζώνη της ελιάς και της αμπέλου. Γιατί ολόκληρη η Ευρώπη αποβαίνει σταδιακά μια χριστιανική περιοχή κατ’ εξοχήν. Η Ορθοδοξία, ο βυζαντινός πολιτισμός, ο σλαβικός κόσμος, αλλά και η ιδιοπροσωπία του Νέου Ελληνισμού σμιλεύτηκαν μέσα από τη γόνιμη σύνθεση Ελληνισμού και Χριστιανισμού. Η καθοριστική αυτή συνάντηση προσέφερε τις βάσεις για την ιδιαίτερη ανάπτυξη και πορεία του Χριστιανισμού στη Δυτική Ευρώπη μέσα από τις μεγάλες χριστιανικές παραδόσεις του Ρωμαιοκαθολικισμού και του Προτεσταντισμού. Ο λεγόμενος Δυτικός κόσμος και πολιτισμός επηρεάσθηκε καίρια, ενώ το Ισλάμ δεν υπήρξε ολότελα αμέτοχο από τη συνάντηση αυτή. Όπως άλλοτε, έτσι και στις μέρες μας, η  Ευρώπη εμπεριέχει τις δύο αυτές ιδρυτικές συνιστώσες για την οικοδόμηση του σύγχρονου ευρωπαϊκού πολιτισμού. Κατά μία άποψη, ακόμη και η νεωτερικότητα και η ουδετεροθρησκεία είναι παντελώς ανερμήνευτες δίχως τις συνιστώσες αυτές, παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις.
Ασφαλώς, ο διάλογος αυτός δεν σημαίνει ότι η Εκκλησία προσλαμβάνει τα πάντα κατά τη συνάντησή της με τους πολιτισμούς, αλλά ότι προσλαμβάνει κριτικά και μεταμορφώνει καινοτομώντας τα ονόματα και τα πράγματα, εμβαπτίζοντάς τα στην εν Χριστώ πίστη, εμπειρία και ζωή της. Πέρα από την αρχαιοελληνική φιλοσοφία, το ίδιο συνέβη και με τις διάφορες μορφές της τέχνης, με τις γλώσσες, με τη λογοτεχνία, με τη λειτουργική της έκφραση. Η γλώσσα της θεολογίας και της λατρείας, η θεολογία και η τέχνη της εικόνας, όπως και κάθε μορφή εκκλησιαστικής τέχνης και ποίησης παραμένει ανερμήνευτη δίχως τον διάλογο θεολογίας και πολιτισμού. Η ίδια η ζωή της εκκλησιαστικής κοινότητας υφίσταται πάντοτε σε διαλεκτική σχέση και αλληλεπίδραση με το ευρύτερο κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον. Τα πάντα στην Εκκλησία προσλαμβάνονται εν διαλόγω και νοηματοδοτούνται εν Χριστώ ως μια νέα σάρκωση του Λόγου στις επίγειες πραγματικότητες του ανθρώπινου βίου και πολιτισμού.
Αλλά και η ίδια η εσωτερική ζωή της Εκκλησίας κινείται πάντοτε στο πλαίσιο του διαλόγου. Η προσευχή και η λατρεία της, ιδιαίτερα δε η Θεία Ευχαριστία συνιστά κατ’ εξοχήν διάλογο του ανθρώπου με τον Θεό, στον οποίο δεν ανακεφαλαιώνεται παραστατικά και βιώνεται λειτουργικά απλώς η οικονομία του Θεανθρώπου, αλλά επιτελείται μυστηριακά εν Πνεύματι η εκ νέου κένωση και συγκατάβαση του Λόγου στην Εκκλησία, δηλαδή μετέχεται κατά πρόληψιν και η μέλλουσα υιοθεσία, η πρόσληψη και μεταμόρφωση του κόσμου ως εμπειρία των εσχάτων. Τα δόγματα της Εκκλησίας, το τριαδολογικό, το χριστολογικό, το πνευματολογικό κ.λπ., ενέχουν τόσο στον μύχιο θεολογικό πυρήνα τους όσο και στις ποιμαντικές, υπαρξιακές και σωτηριολογικές συνέπειές τους σαφέστατα διαλογικό χαρακτήρα. Ενότητα, προσωπική ετερότητα και αλληλοπεριχώρηση της θείας ζωής διακρίνει τα πρόσωπα του Τριαδικού Θεού. Η δε ζωή, το πολίτευμα και το ήθος της Εκκλησίας αποσκοπεί «εις εκείνην την ενότητα ήτις κέκτηται διδάσκαλον την Αγίαν Τριάδα»[1]. Στο χριστολογικό δόγμα πραγματώνεται η διαλεκτική ένωση της θείας και της ανθρώπινης φύσεως, η αντίδοση των ιδιωμάτων εκάστης φύσεως και η θέωση της εν Χριστώ ανθρωπότητας, γεγονός που συνιστά τον λόγο υπάρξεως της Εκκλησίας και του μυστηρίου της σωτηρίας.
8ο ΔΣΟΘ_647
Η ποιμαντική της Εκκλησίας διακονείται πάντοτε στο πλαίσιο ενός υπαρξιακού διαλόγου με επίκεντρο τη μετάνοια και την ελευθερία του ήθους, υπερβαίνοντας τη δικανική ή κανονιστική κατίσχυση απρόσωπων νόμων, τύπων και διατάξεων. Η αντιμετώπιση των αιρέσεων και των σχισμάτων ως υψηλή μέριμνα για τη διαρκώς ανανεούμενη  ενότητα της Εκκλησίας γίνεται με βάση τον διάλογο. Ειδικά για τα προβλήματα αυτά η Εκκλησία ήδη από την αποστολική της περίοδο εξέφρασε και ανέπτυξε τον λεγόμενο συνοδικό θεσμό σε όλα τα ζητήματα που σχετίζονται με την πίστη, τη λατρεία και τη ζωή της. Η πατερική γραμματεία, ο τρόπος λειτουργίας του συνοδικού συστήματος, η συνοδική διατύπωση των δογμάτων της πίστεως και γενικότερα η έγνοια της αρχαίας Εκκλησίας διασώζει και οικονομεί ορθοδόξως την αλήθεια και ενότητά της πάντοτε μέσω του διαλόγου, των σχέσεων και της επικοινωνίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο μαρτυρείται ο τιτάνιος αγώνας και η υψηλή εκκλησιολογική σημασία που αποδίδει η Ορθόδοξη Παράδοση στη διαλογική ταυτότητα της Εκκλησίας.
Το νόημα και ο προορισμός του ανθρώπινου πολιτισμού δεν είναι άσχετο προς το νόημα και τον τελικό προορισμό του ανθρώπου και της ιστορίας του. Κατά την ορθόδοξη θεολογία, όταν ο πολιτισμός σε μια πορεία δημιουργικότητας εμπνέεται από την ενέργεια του Θεού στην κτίση και στην ιστορία, ο άνθρωπος αποκαθίσταται στον ιδιαίτερα κρίσιμο και αποφασιστικό ρόλο του εντός της δημιουργίας, γίνεται η προσδοκία και η όντως ελπίδα του κόσμου. Εδώ ακριβώς θεμελιώνεται ο διάλογος θεολογίας και πολιτισμού ως μία διαρκής πρόσληψη και ευχαριστιακή μεταμόρφωση της ζωής του ανθρώπου, «για να ζήσει ο κόσμος». «Χρειαζόμαστε θεολογία του πολιτισμού», κατά τη ρήση του π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, προκειμένου να  κάνουμε λόγο όχι μόνο για τη σχέση Θεού και ιστορίας, αλλά και για τις πρακτικές καθημερινές μας επιλογές και αποφάσεις. Η παράδοση και ο πολιτισμός της Ορθοδοξίας δεν αναπτύχθηκαν με βάση κάποιαν ανυπέρβλητη διελκυστίνδα μεταξύ ιερού και βέβηλου, αλλά συμπεριέλαβαν ολόκληρη τη δημιουργία, την καθημερινότητα και την ιστορία του ανθρώπου. Η διήκουσα αρχή και ο τρόπος της εκκλησιαστικής ζωής υπήρξε πάντοτε η ευχαριστιακή πρόσληψη και η μεταμόρφωση των έργων του ανθρώπου.
8ο ΔΣΟΘ_713
Ο διάλογος της Εκκλησίας με τον σύγχρονο κόσμο και πολιτισμό δεν είναι κάποια πολυτέλεια αλλά ανάγκη κρίσιμη για την αποστολή και διακονία της. Ιδιαίτερα στις μέρες μας, ύστερα από τη διαίρεση και τα σχίσματα του χριστιανικού κόσμου, τη μετάβαση στη νεωτερικότητα και τη ραγδαία εξάπλωση της εκκοσμίκευσης[2] μόλις είναι ανάγκη να επισημάνουμε ότι οι χριστιανικές Εκκλησίες δεν είναι πλέον ο ενεργός παράγοντας της ιστορίας, αλλά ο παθητικός και δίχως επιρροή θεατής των μεγάλων αλλαγών και των κοσμοϊστορικών γεγονότων. Οι κοινωνικές και οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις, η απελευθέρωση και η χειραφέτηση των λαών και των κοινωνικών τάξεων, η καταστροφική δράση του εθνικισμού και του ολοκληρωτισμού, η τεχνολογική πρόοδος, ο καταναλωτικός μηδενισμός και η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, η νέα τάξη πραγμάτων, κ.λπ. πραγματώνονται από παράγοντες του παρόντος κόσμου, αποκομμένους ή και αντίθετους προς τη χριστιανική πίστη. Στις μέρες μας, οι ιστορικές Εκκλησίες, οφείλουν να εμπνεύσουν την ελπίδα και να ανα-μεταστρέψουν δημιουργικά τον κόσμο προς την πίστη, και όχι να αγωνίζονται απλώς να διαιωνίσουν τη θεσμική τους παρουσία ή να διασώσουν έναν καταποντιζόμενο πολιτισμό του παρελθόντος, όσο υψηλός και ανυπέρβλητος θεωρείται ότι υπήρξε. Ο πειρασμός ενός συντελεσμένου χριστιανικού πολιτισμού του παρελθόντος εξάπαντος λειτουργεί ως τροχοπέδη στην εσχατολογική πορεία και προοπτική της Εκκλησίας.
Στην εποχή μας, όσο ποτέ ίσως άλλοτε, προβάλλει η ευθύνη της χριστιανικής θεολογίας να διαλεχθεί δημιουργικά, όπως είχε πράξει με δυναμικό τρόπο ο Απόστολος των Εθνών Παύλος, με την πολιτιστική ποικιλομορφία του σύγχρονου κόσμου. Θα πρέπει, ασφαλώς, να συνειδητοποιήσουμε ότι η πολυπολιτισμική και πλουραλιστική κοινωνία αποτελεί ήδη το ευρύτερο πλαίσιο για όλες τις χριστιανικές εκκλησίες και θεολογικές παραδόσεις. Ο Θεός της Ορθόδοξης Παράδοσης δεν ταυτίζεται με έναν και μοναδικό πολιτισμό, αλλά σαρκώνεται μέσα σε κάθε ανθρώπινο πολιτισμό. Αν ο πολιτισμός συνιστά σάρκωση της αλήθειας της Εκκλησίας μέσα στην ιστορία, δεν χρειάζεται εξάπαντος να αποβαίνει νάρθηκας και σαρκοφάγος αυτής της αλήθειας, μονοπωλώντας την πολιτιστική έκφρασή της στο διηνεκές. Η Εκκλησία δεν αντλεί το είναι της από πολιτιστικές πραγματικότητες του παρελθόντος, αλλά από τα έσχατα της ιστορίας, από τη σχέση της με τη Βασιλεία. Τούτο σημαίνει ακριβώς ότι η Εκκλησία δεν είναι ανάγκη να στρέφεται μονοσήμαντα στο παρελθόν από ένα είδος πολιτιστικής αυτάρκειας ή αναβάπτισης με τα κεκτημένα και μεγαλειώδη αλλοτινών εποχών. Ούτε, ασφαλώς, να επιδεικνύει, λόγω θεολογικής αφασίας, πότε εσωστρέφεια και αμηχανία, πότε αμυντική ή πολεμική διάθεση απέναντι στις νέες πολιτισμικές και κοινωνικές πραγματικότητες, αλλά χρειάζεται να διαλέγεται γόνιμα και δημιουργικά με το εκάστοτε  παρόν, εξαιτίας ακριβώς της εσχατολογικής της προοπτικής. Ο πρόσκαιρος και μεταβατικός χαρακτήρας της ιστορίας δεν αφήνει περιθώρια στην Εκκλησία να ταυτίζει το όραμά της για τη νέα πολιτεία του Θεού, του ανθρώπου και του κόσμου, με μια συγκεκριμένη έκφραση συλλογικότητας π.χ. τη χριστιανική αυτοκρατορία, το χριστιανικό έθνος ή κράτος, τη συγκεκριμένη φυλετική, γλωσσική ή πολιτιστική ιδιαιτερότητα κ.λπ. Η εμπειρία της αρχέγονης Εκκλησίας, η οποία, ενώ μάτωνε με τους διωγμούς, ζύμωσε πολιτισμούς και λαούς, φανερώνει ότι μία ορθή θεολογική προσέγγιση του πολιτισμού είναι σε τελευταία ανάλυση η προφητική πραγμάτωση της εσχατολογικής προοπτικής της Εκκλησίας. Η σύγχρονη Ορθοδοξία οφείλει να ξεπεράσει κάθε επαρχιακό πνεύμα και κλειστοφοβική νοοτροπία και να επανεύρει ως βασικά χαρακτηριστικά της την οικουμενικότητα και τον γνήσιο κοσμοπολιτισμό της.
8ο ΔΣΟΘ_751
Αν ο διάλογος με τον σύγχρονο κόσμο και πολιτισμό ανήκει στις προτεραιότητες της ποιμαντικής διακονίας της Εκκλησίας, ο θεολογικός διάλογος της Ορθοδοξίας με τις άλλες χριστιανικές παραδόσεις της Δύσεως είναι μια θεμελιώδης εκκλησιολογική ευθύνη και αποστολή της Εκκλησίας μας, η οποία θεωρεί τον εαυτό της ως κληρονόμο και συνεχιστή της αδιαίρετης Παράδοσης της αρχαίας Εκκλησίας και γι’ αυτό την «μίαν, αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν»[3]. Ο σύγχρονος διαχριστιανικός διάλογος δεν είναι μια νεωτερική ανάγκη της εποχής μας αλλά συνιστά και οφείλει να συνιστά την ιδιαίτερα ευαίσθητη αποστολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας και θεολογίας ως μαρτυρία αλλά και διακονία της ενότητας της Εκκλησίας. Την ανάγκη αυτή προφητικά διαπίστωσε η Ορθόδοξη Εκκλησία ήδη από τις αρχές του 20ο αιώνα, πολύ πριν οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι στον ευρωπαϊκό χώρο την καταστήσουν ορατή και επιβεβλημένη. Για τον λόγο αυτό συμμετείχε και διακόνησε εμπνευσμένα ως πρωτοπόρος στην υπόθεση της οικουμενικής κίνησης[4], καθώς επίσης και στην εργώδη προσπάθεια των διμερών διαλόγων με τις αρχαίες Προχαλκηδόνιες Ανατολικές Εκκλησίες, με τον Ρωμαιοκαθολικισμό και με τον Προτεσταντισμό. Προς την κατεύθυνση αυτή ενεργοποίησε και τον ενδο-ορθόδοξο διάλογο, ο οποίος κατέληξε μετά από μια μακρά προσυνοδική διαδικασία στην πραγματοποίηση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας το 2016. Στα κείμενα και στις αποφάσεις της εν λόγω συνόδου τόσο ο διαχριστιανικός-θεολογικός διάλογος όσο και ο διάλογος με τον σύγχρονο κόσμο και πολιτισμό επαναβεβαιώνονται και αποκτούν τη διορθόδοξη, συνοδική και θεολογική τεκμηρίωσή τους.
Εν τούτοις, με πρόσχημα τη διάσωση της Ορθοδοξίας από την αίρεση, από την ετερόδοξη Δύση και τον οικουμενισμό, δήθεν χαρισματικοί κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί αναλαμβάνουν ρόλο αστυνόμου και εισαγγελέα της Εκκλησίας. Με σύνθημα τη φερόμενη ως καταστατική αντίθεση της Ορθοδοξίας προς τη Δύση και τον οικουμενισμό, με τη σχεδόν παλαιοημερολογίτικη αντιπαλότητα προς ο,τιδήποτε ή οποιονδήποτε εκφράζει ενδιαφέρον για την οικουμενική κίνηση ή διαλέγεται με τα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου, η τάση αυτή αποβαίνει, ως μη ώφειλε, το βατικάνειο Defensor Fidei και η αληθής καθέδρα της καθαρεύουσας και ακραιφνούς Ορθοδοξίας[5]. Αν η τάση αυτή δεν επηρέαζε και ορισμένα ρεύματα ή ακόμη και συνόδους των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, θα αποτελούσε απλώς μια γραφική αντιμοντερνιστική κίνηση, όπως ακριβώς συμβαίνει με τα ποικίλα φονταμενταλιστικά ρεύματα που εμφάνισε η εποχή μας. Η κίνηση αυτή εκφράζει ένα είδος νεορθόδοξου σχολαστικισμού ή φονταμενταλισμού, ο οποίος συνθηματολογεί εν ονόματι των πατερικών κειμένων και της Ορθόδοξης Παράδοσης έναντι της Δύσεως συλλήβδην. Πρόκειται για μια ψευδομόρφωση της πατερικής Παράδοσης, στην οποία προβάλλεται η νομική απολυτοποίηση και η δικανική εκδοχή των εκκλησιαστικών κανόνων και του γράμματος των πατερικών κειμένων. Η Ορθοδοξία εκλαμβάνεται ως άτεγκτη «κανονική» ακρίβεια και προσήλωση στο γράμμα του πατερικού λόγου, με άμεσο αποτέλεσμα την ιδεολογικοποίηση και τη μετατροπή της από τρόπο ζωής σε ηχηρό φονταμενταλιστικό σύνθημα.
Ωστόσο, η Εκκλησία και η θεολογία δεν υφίστανται για τον εαυτό τους ή απλώς για τον ορθόδοξο λαό, αλλά για τη διακονία και τη σωτηρία του σύμπαντος κόσμου, γι’ αυτό και η Ορθόδοξη Εκκλησία δέεται σε κάθε Θεία Ευχαριστία «ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως». Αυτό σημαίνει ότι η πορεία προς τον διάλογο αλλά και η ίδια η λειτουργία εντός του διαλόγου δεν πρέπει να χαρακτηρίζεται από τη νοοτροπία ή την ιδεολογία περί αποκλειστικότητας και ιδιοκτησιακής ή κληρονομικής αντίληψης της αλήθειας. Η ορθόδοξη θεολογία δεν αποτελεί μια μεταφυσική και άσαρκη διδαχή για τη ζωή του κόσμου και του ανθρώπου. Έχοντας στο επίκεντρο της πλούσιας θεολογικής Παράδοσής της την οντολογία και το ήθος του προσώπου[6] με καίριες υπαρξιακές συνέπειες, δεν συμμερίζεται τα φιλοσοφικά και θεολογικά συστήματα που τέθηκαν στο περιθώριο από τις ραγδαίες εξελίξεις κατά τη νεωτερική φάση του δυτικού πολιτισμού. Στην εποχή της εκκοσμίκευσης η ορθόδοξη θεολογία κομίζει μια τελείως διαφορετική πρόταση ζωής από εκείνη που κληροδότησε στον σύγχρονο κόσμο η μεσαιωνική θρησκευτική παράδοση της Δύσης. Το οντολογικό περιεχόμενο της θεολογικής έννοιας του προσώπου και το ευχαριστιακό της ήθος είναι ανάγκη να επεκταθούν με έναν πρωτότυπο και δημιουργικό τρόπο στο επίπεδο της ανθρωπολογίας, για να νοηματοδοτήσουν στέρεα την απόλυτη αξία του ανθρώπινου προσώπου εντός του κόσμου και της ιστορίας. Η θεολογική προσέγγιση της ετερότητας μπορεί να εμπνεύσει έναν πολιτισμό του προσώπου, να απεγκλωβίσει τα ανθρώπινα δικαιώματα από την ατομοκεντρική και χρησιμοθηρική κατοχύρωσή τους, συνδέοντας τα με το ήθος της κοινωνίας και της ελευθερίας ενός άλλου κοινωνιοκεντρικού πολιτισμού. Η νοηματοδότηση, όμως, του ανθρώπινου βίου, πέρα από το ασφυκτικό πλαίσιο του πρακτικού μηδενισμού και του καταναλωτικού ευδαιμονισμού της σύγχρονης κοινωνίας, προϋποθέτει έναν γνήσιο και απροκατάληπτο διάλογο της θεολογίας με τις κατακτήσεις, τις γνήσιες αναζητήσεις και τα αδιέξοδα της νεωτερικότητας. Το μέλλον της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν είναι η μουσειακή συντήρηση ενός ένδοξου παρελθόντος, αλλά ο απροκατάληπτος διάλογος και οι ανοικτοί ορίζοντες με τον κόσμο και με τον πολιτισμό καθ’ οδόν προς τα έσχατα της Βασιλείας.
Αν είναι αλήθεια ότι κινούμαστε ταχύτατα προς θρησκευτικά πλουραλιστικές κοινωνίες, τότε ένα από τα βασικά προβλήματα, τα οποία θα αντιμετωπίσει στο προσεχές μέλλον η Εκκλησία, θα είναι η πολιτισμική πρόσληψη και η σχέση της με την κατάσταση που ήδη διαμορφώνεται. Άλλωστε, η ίδια η εκκλησιαστική πίστη νοηματοδοτήθηκε κατά το παρελθόν ποικιλοτρόπως μέσα από την καταλυτική επίδραση διαφόρων πολιτισμικών συνθηκών. Στο νέο περιβάλλον του πλουραλισμού, η χριστιανική θεολογία καλείται να διαλεχθεί δημιουργικά με την πολιτιστική και θρησκευτική ποικιλομορφία του σύγχρονου κόσμου. Οφείλει να επανεύρει την αληθινή οικουμενικότητα και ανεκτικότητά της, για να προσπεράσει τη μισαλλοδοξία και τον φανατισμό. Το ήθος του διαλόγου πρέπει να διαποτίζει κάθε ενέργεια και δράση της. Ο φανατικός είναι εκείνος που σφιχταγκαλιάζει την αλήθεια τόσο πολύ, ώστε τελικά την πνίγει. Η αλήθεια, λοιπόν, δεν είναι ανάγκη να εκλαμβάνεται ως δογματισμός και αποκλειστικότητα, αλλά ως ερμηνευτική πρόταση και δυνατότητα να προσέλθει σε διάλογο και σχέση με τον άλλον. Ο κίνδυνος που απειλεί τη γνήσια θρησκευτική ζωή σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης δεν είναι άλλος από τον φανατισμό και τη μισαλλοδοξία. Στην εποχή μας, όσο ποτέ ίσως άλλοτε, προβάλλει η ευθύνη της χριστιανικής θεολογίας να διαλεχθεί δημιουργικά, όπως είχε πράξει με δυναμικό τρόπο ο απόστολος των εθνών Παύλος, με τον πολύπτυχο και πολυθρησκευτικό κόσμο μας. Θα πρέπει, ασφαλώς, να συνειδητοποιήσουμε ότι η πολυπολιτισμική κοινωνία αποτελεί ήδη το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο για όλες σχεδόν τις χριστιανικές Εκκλησίες και θεολογικές παραδόσεις. Η ορθόδοξη θεολογία ιδιαίτερα, που έχει μιαν άλλη παράδοση στην ιστορική της διαδρομή και δεν βαρύνεται με μιαν «ιμπεριαλιστική σχεδόν καταγραφή της ιστορίας της ιεραποστολής», όπως συνέβη στη χριστιανική Δύση, μπορεί να συνεργαστεί δημιουργικά και να προσανατολίσει προς μία παγκοσμιότητα που θα σέβεται τη διαφορά και την πολιτισμική ετερότητα[7]. Συνάμα, μπορεί να κατανοήσει και αυτή ότι «η αλήθεια δεν αποδεικνύει τον εαυτό της θριαμβολογώντας βερμπαλιστικά πάνω στις άλλες αλήθειες…». Ο Θεός της Ορθόδοξης Παράδοσης δεν ταυτίζεται με έναν και μοναδικό πολιτισμό, αλλά σαρκώνεται μέσα σε κάθε ανθρώπινο πολιτισμό. Για τον λόγο αυτό είναι ανάγκη στους θεολογικούς διαλόγους να εφαρμόζεται πάντοτε η διάκριση μεταξύ του αναλλοίωτου και μη αναγώγιμου πυρήνα της εκκλησιαστικής πίστεως και όλων των άλλων στοιχείων που αναφέρονται στην ιστορική και πολιτισμική συνάφεια των κατά τόπους εκκλησιαστικών ή χριστιανικών παραδόσεων και τα οποία είναι δυνατό να αλλάζουν και να μεταβάλλονται μέσα στον χώρο και στον χρόνο. Η θεολογία ως η προφητική συνείδηση και κριτική ευαισθησία της Εκκλησίας μπορεί να προσφέρει τις θεμελιώδεις επιστημονικές προϋποθέσεις, ώστε να γίνεται διάκριση κάθε φορά μεταξύ του θεολογικά έσχατου και σημαντικού και εκείνου που μπορεί να μεταβάλλεται μορφολογικά ως πολιτισμικός συντελεστής της θεολογικής έκφρασης. Δίχως τη θεολογική αυτή συνειδητοποίηση, η πολιτισμική πρόσληψη του Ευαγγελίου αλλά και οι ίδιοι οι θεολογικοί διάλογοι των χριστιανικών παραδόσεων διακινδυνεύουν να αποβούν ένα πολύ επισφαλές εγχείρημα.
Κατά τον Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα[8], η πολιτισμική πρόσληψη είναι μια απαίτηση του δόγματος της ενανθρώπησης. Διά της Εκκλησίας ο Χριστός εισέρχεται συνεχώς και πλήρως σε κάθε πολιτισμό. Δεν εξαγιάζει και δεν επικυρώνει έναν συγκεκριμένο πολιτισμό, καλώντας έτσι όλους τους άλλους πολιτισμούς να ασπαστούν τον συγκεκριμένο αυτό πολιτισμό. Άλλωστε, δεν μπορεί να υπάρξει χριστιανικός πολιτισμός που να εφαρμόζεται στο όνομα του Χριστού. Εκείνο, όμως, που μπορεί να υπάρξει είναι η επιτυχημένη και κριτική πολιτισμική πρόσληψη του Ευαγγελίου. Μια τέτοια πολιτισμική πρόσληψη μπορεί και πρέπει να περιλαμβάνει όλες τις μορφές ενός δεδομένου πολιτισμού, αρκεί να διατηρούνται οι βασικές και κρίσιμες διαστάσεις της εκκλησιαστικής πίστης. Στο τέλος της νεωτερικότητας και στο κατώφλι ενός νέου πολιτισμού η Εκκλησία, εφόσον θέλει να αποφύγει την περιθωριοποίησή της, οφείλει να διαδραματίσει πρωτεύοντα ρόλο σε ένα σοβαρό διάλογο, παρουσιάζοντας εναλλακτική πρόταση για τη διαμόρφωση και νοηματοδότηση του σύγχρονου κόσμου και πολιτισμού. Η μαρτυρία και η διακονία της Εκκλησίας οφείλει να γίνεται πάντοτε στον δημόσιο χώρο[9] και όχι στην ιδιωτική λεγόμενη σφαίρα της ζωής των ανθρώπων. Το αντίθετο συνιστά παραίτηση από την ευχαριστιακή ταυτότητα και κοινωνία της Εκκλησίας ως κοινότητας που πορεύεται στην ιστορία και καθ’ οδόν προλαμβάνει και μαρτυρεί τα έσχατα της Βασιλείας. Στο πλαίσιο αυτό του δημόσιου χαρακτήρα της μαρτυρίας της, η Εκκλησία έχει ευθύνη να ανταποκριθεί κριτικά στις σύγχρονες προκλήσεις των αρνητικών δομών της παγκοσμιοποίησης, της οικολογικής κρίσης, των εφαρμογών της βιοτεχνολογίας στη ζωή του κόσμου και του ανθρώπου, προβάλλοντας το όραμα μιας άλλης οικουμένης αυθεντικών σχέσεων κοινωνίας και αλληλεγγύης. Η χριστιανική μαρτυρία οφείλει να είναι πρώτιστα «διακονία της καταλλαγής», έμπρακτη οικολογική ευαισθησία, αγώνας και αγωνία για κοινωνική δικαιοσύνη και διατήρηση της ακεραιότητας της δημιουργίας[10].
8ο ΔΣΟΘ_587
Η συμμετοχή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην οικουμενική κίνηση είναι ανάγκη να γίνει ουσιαστικότερη και αυθεντικότερη. Με την ανανεωτική έμπνευση του Αγίου Πνεύματος χρειάζεται να περάσει από την αμυντική ή ωφελιμιστική στάση του παρελθόντος σε μια νέα φάση ανοικτού και γνήσιου διαλόγου, όπου ο θησαυρός της Παράδοσης και του εκκλησιαστικού παρελθόντος δεν θα παρουσιάζεται ως άλλοθι της ιστορικής ακινησίας και ενδοστρέφειας, αλλά ως αυθεντική διάνοιξη προς μια κριτική και διαλεκτική πρόσληψη των νέων προκλήσεων και ως δυνατότητα μεταμόρφωσης των πραγμάτων και των νέων συνθηκών προς τα έσχατα της Βασιλείας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία μετά την πρόσφατη εμπειρία από τη συμμετοχή της στην οικουμενική κίνηση και ιδιαίτερα στους διμερείς θεολογικούς διαλόγους και μετά από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδό της[11], η οποία προσανατολίζει σταθερά την οικουμενική και θεολογική αποστολή της, οφείλει να σκεφθεί εκ νέου και να αναθεωρήσει στην πράξη την όλη αντίληψη και στάση της έναντι του διαχριστιανικού διαλόγου. Η απροθυμία, η αμφιθυμία και η καχυποψία έναντι της οικουμενικής κίνησης, αλλά και ο εκ των υστέρων τορπιλισμός των θεολογικών διαλόγων από ορισμένες τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες φανερώνουν έλλειψη θεολογικού και εκκλησιολογικού ήθους. Η Ορθόδοξη Εκκλησία και θεολογία χρειάζεται ακόμη να συζητήσει τα αίτια της έλλειψης γνήσιου οικουμενικού πνεύματος και να ξαναδεί κριτικά το πρόβλημα της αυτάρκειας, της ενδοστρέφειας, του αντιδυτικισμού και του εθνοκεντρισμού που αναζωπυρώνεται σε πολλές κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες. Είναι ανάγκη να αναθεωρήσει τη μεθοδολογία της, να άρει τη σιωπή και την έλλειψη ενημέρωσης του πληρώματός της για την πορεία και τα τεκταινόμενα του διαλόγου[12]. Παράλληλα, χρειάζεται να διερευνήσει νέους τρόπους για την κοινή και συντονισμένη διορθόδοξη έκφραση και συμμετοχή της στην οικουμενική κίνηση. Τέλος, είναι ανάγκη να έχει κοινή και ενιαία γραμμή ιδιαίτερα και συγκεκριμένα ως προς την αποδοχή στην πράξη των κοινών ή συμπεφωνημένων κειμένων των διμερών θεολογικών διαλόγων που από κοινού διεξάγει με άλλες χριστιανικές παραδόσεις και ομολογίες.
Κλείνοντας την εισήγησή μας, προτείνω να θυμηθούμε την παρακαταθήκη που μας κληρονόμησε ο π. Γεώργιος Φλωρόσκυ, για να διαπιστώσουμε πόσο προφητική και αναγκαία είναι και σήμερα η προτροπή του: «Ο σκοπός ενθουσιάζει περισσότερο από την κληρονομιά. Και ο στόχος του σύγχρονου ορθόδοξου θεολόγου είναι πολύπλοκος και τεράστιος. Πρέπει πολύ να μαθητεύσει πριν ακόμη μπορέσει να μιλήσει με αυθεντία. Και πάνω απ’ όλα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι οφείλει να μιλήσει σε οικουμενικό ακροατήριο. Δεν μπορεί να κλειστεί στο καβούκι κάποιας τοπικής παράδοσης –επειδή ακριβώς η Ορθόδοξη, δηλαδή η πατερική παράδοση, δεν είναι τοπική παράδοση αλλά βασικά οικουμενική. Και πρέπει να χρησιμοποιήσει όλες του τις ικανότητες για να εκφράσει με τέτοιο τρόπο το οικουμενικό μήνυμα των Πατέρων, με τρόπο που να διασφαλίζεται η οικουμενική και η πραγματικά παγκόσμια αποδοχή του. Είναι προφανές ότι αυτό δεν επιτυγχάνεται με δουλική επανάληψη του πατερικού γράμματος, ούτε βέβαια και με κάποιο βιβλικό φονταμενταλισμό. Γιατί η δουλικότητα είναι άσχετη τόσο προς τους Πατέρες όσο και προς τη Βίβλο. Οι πατέρες ήταν τολμηροί και θαρραλέοι αναζητητές της θείας αλήθειας. Το να ακολουθήσουμε τα βήματά τους σημαίνει να ανοίξουμε νέους δρόμους, αλλά μόνο μέσα στο πεδίο που εκείνοι βάδισαν»[13].
8ο ΔΣΟΘ_628
The Orthodox Church in dialogue. The dialogical being of the Church and its mission in the contemporary world
Stavros Yangazoglou, Assistant Professor of the Department of Theology of the National and Kapodistrian University of Athens
Abstract
The incarnation of the Word of God is at the core of the evangelical faith of the Church. This christocentric experience and teaching of the Church constitutes the basis of its dialogical being and mission to the world. At the outset, this dialogue with God, understood as communion and relationship, defines the creation itself of the world and man. The dialogue between created and uncreated in Christ did not remain at the level of a high ontological or metaphysical speculation, but it was embodied in the most daily expressions of the earthly life and work of the God-Man. Christ is incarnated, teaches, acts, is transformed, discusses, is crucified, resurrected, and glorified through this dialogue between divinity and humanity. By the Holy Spirit, this dialogue in Christ extends to the body of the Church in which Christ as its head draws and embodies both the many, and the whole creation in the new life that sprang from the Cross and His Resurrection. This dialogical understanding of faith, worship and life in the primitive Church is clearly manifested in the Bible. Here, the Word literally becomes a dialogue. The witness and expression of the faith of the Church always constitutes a dialogue with the culture and the surrounding atmosphere of each age. Without any reference and relation to the human cultures, and to the encounter and contribution of particular peoples and traditions, the Bible would remain a mythological and cosmological narrative, without any historical effect and meaning. The Bible, in a sense, assumes the dialogue of human cultures and transforms them into a dialogue and culture, in communion and relationship, between God, world and man. And this history, still going on in the body of the Church, does not just describe the exciting dialogue of God and human being, but it also manifests the ultimate truth about the being of man and the world. A key and essential aspect of this cultural dimension of the Bible concerns the encounter, dialogue, conflict, interpenetration and, ultimately, the synthesis between Hellenism and Christianity. Orthodoxy, the Byzantine culture, the Slavic world, and the self-image of New Hellenism were sculpted through the fertile synthesis of Hellenism and Christianity. This decisive meeting provided the basis for the particular development of Christianity in Western Europe through the great Christian traditions of Roman Catholicism and Protestantism. Undoubtedly, this dialogue does not mean that the Church assumes everything in its encounter with the diverse cultures, but that it critically assumes and transforms by innovating names and things, immersing them in Christ’s faith, experience and life. Apart from ancient Greek philosophy, the same has happened with the different forms of art, with languages, literature, with its liturgical expression. The language of theology and worship, the theology and art of the image, as well as any form of ecclesiastical art and poetry, cannot be interpreted without the dialogue of theology and culture. This dialogue points to the titanic effort and the high ecclesiological significance attributed by the Orthodox Tradition to the dialogical being of the Church. The meaning and the goal of human culture is not irrelevant to the meaning and the ultimate destiny of human being and its history. In Orthodox theology, when a culture in its course of creativity is inspired by God’s energy in creation and history, the human being is restored to its crucial and decisive role within creation, by becoming the expectation and indeed the hope of the world. This is where the dialogue of theology and culture is founded on, continuously assuming and eucharistically transforming the human life; “for the life of the world.”
The dialogue of the Church with the contemporary world and culture is not a luxury but a crucial necessity for its mission and diakonia. At the same time, contemporary inter-Christian dialogue is not just a modern quest of our time, but it constitutes the highly sensitive mission of the Orthodox Church and theology as a witness to and service of the unity of the Church. The future of the Orthodox Church must go beyond any archaeological preservation of a glorious past, to an unprejudiced dialogue and open horizon with the world and culture in via to the eschata of the Kingdom. The participation of the Orthodox Church in the Ecumenical Movement needs to become more substantial and authentic. By the renewing breeze of the Holy Spirit, the Church needs to move from a defensive or utilitarian attitude of the past to a new phase of an open and genuine dialogue where the treasure of Tradition and ecclesiastical past will not be presented as an alibi for historical indifference and self-reference, but as an authentic openness to a critical and dialectical reception of the new challenges and as a possibility of transforming the realities and the new conditions towards the eschata of the Kingdom.
8ο ΔΣΟΘ_652
[1] Αββά Ισαάκ του Σύρου, Λόγοι ασκητικοί ΚΒ΄, κριτική έκδοση Μάρκελλου Πιράρ, Ιερά Μονή Ιβήρων, Άγιον Όρος 2012, σ. 420.
[2] Βλ. το άρθρο ΣΤ’,9 της Απόφασης της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, «Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας  εις τον σύγχρονο κόσμον»: «Εἰς τήν πορείαν, ἥν διανύει ἡ Ἐκκλησία, κηρύττουσα καί ἀσκοῦσα τήν σωτήριον ἀποστολήν αὐτῆς διά τήν ἀνθρωπότητα, ὁλοέν καί τακτικώτερον ἔρχεται ἀντιμέτωπος μετά τῶν ἐκφάνσεων τῆς ἐκκοσμικεύσεως. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καλεῖται νά ἐπαναδιατυπώσῃ καί φανερώσῃ τήν προφητικήν μαρτυρίαν της εἰς τόν κόσμον, στηριζομένη εἰς τήν ἐμπειρίαν τῆς πίστεως, ὑπενθυμίζουσα ἐν ταὐτῷ καί τήν πραγματικήν ἀποστολήν αὐτῆς, διά τῆς καταγγελίας τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καί τῆς καλλιεργείας συνειδήσεως ἑνότητος εἰς τό ποίμνιον αὐτῆς. Οὕτω, διανοίγεται εὐρύ πεδίον δι’ αὐτήν, δεδομένου ὅτι ὡς οὐσιαστικόν στοιχεῖον τῆς ἐκκλησιολογικῆς της διδασκαλίας προβάλλει εἰς τόν διεσπασμένον κόσμον τήν εὐχαριστιακήν κοινωνίαν καί ἑνότητα».
[3] Βλ. το άρθρο 1 της Απόφασης της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον»: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, οὖσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἐν τῇ βαθείᾳ ἐκκλησιαστικῇ αὐτοσυνειδησίᾳ αὐτῆς πιστεύει ἀκραδάντως ὅτι κατέχει κυρίαν θέσιν εἰς τήν ὑπόθεσιν τῆς προωθήσεως τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος ἐντός τοῦ συγχρόνου κόσμου».
[4] Βλ. το άρθρο 4 της Απόφασης της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον»: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἀδιαλείπτως προσευχομένη «ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως», ἐκαλλιέργει πάντοτε διάλογον μετά τῶν ἐξ αὐτῆς διεστώτων, τῶν ἐγγύς καί τῶν μακράν, ἐπρωτοστάτησε μάλιστα εἰς τήν σύγχρονον ἀναζήτησιν ὁδῶν καί τρόπων τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος τῶν εἰς Χριστόν πιστευόντων, μετέσχε τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως ἀπό τῆς ἐμφανίσεως αὐτῆς καί συνετέλεσεν εἰς τήν διαμόρφωσιν καί περαιτέρω ἐξέλιξιν αὐτῆς. Ἄλλωστε, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία χάρις εἰς τό διακρῖνον αὐτήν οἰκουμενικόν καί φιλάνθρωπον πνεῦμα, θεοκελεύστως αἰτούμενον «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α’ Τιμ. 2, 4), ἀείποτε ἠγωνίσθη ὑπέρ ἀποκαταστάσεως τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος. Διό,  ρθόδοξος συμμετοχή ες τήν κίνησινπρός ποκατάστασιν τς νότητος μετά τν λλων Χριστιανν ν τ ΜιγίΚαθολικκαί ποστολικ κκλησί οὐδόλως τυγχάνει ξένη πρός τήν φύσιν καί τήν ἱστορίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλ’ ἀποτελεῖ συνεπῆ ἔκφρασιν τῆς ἀποστολικῆς πίστεως καί παραδόσεως, ἐντός νέων ἱστορικῶν συνθηκῶν».
[5] Βλ. το άρθρο 22 της Απόφασης της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον»: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ καταδικαστέαν πᾶσαν διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό ἀτόμων ἤ ὁμάδων, ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας. Ὡς μαρτυρεῖ ἡ ὅλη ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τό ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀπετέλει τήν ἀνωτάτην αὐθεντίαν ἐπί θεμάτων πίστεως καί κανονικῶν διατάξεων (κανών 6 τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου)».
[6] Βλ. το άρθρο Α’ 3, της Απόφασης της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, «Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις τον σύγχρονο κόσμον»: «Ὡς προϋπόθεσις μιᾶς εὐρυτέρας ἐν προκειμένῳ συνεργασίας δύναται νά χρησιμεύσῃ ἡ κοινή ἀποδοχή τῆς ὑψίστης ἀξίας τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Αἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι εἶναι δυνατόν νά συμβάλουν εἰς τήν διαθρησκειακήν συνεννόησιν καί συνεργασίαν διά τήν εἰρηνικήν συνύπαρξιν καί κοινωνικήν συμβίωσιν τῶν λαῶν, χωρίς τοῦτο νά συνεπάγεται οἱονδήποτε θρησκευτικόν συγκρητισμόν».
[7] Βλ. την Απόφαση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, «Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις τον σύγχρονο κόσμον»: «Ἡ μεταφορά τοῦ μηνύματος τοῦ Εὐαγγελίου συμφώνως πρός τήν τελευταίαν ἐντολήν τοῦ Χριστοῦ «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τ θνηβαπτίζοντες ατος ες τ νοματο Πατρός κα το Υο κα το γίου Πνεύματοςδιδάσκοντες ατος τηρεν πάντασα νετειλάμην μν» (Ματθ. κη’, 19), ἀποτελεῖ διαχρονικήν ἀποστολήν τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀποστολή αὐτή πρέπει νά ἐκπληροῦται ὄχι ἐπιθετικῶς ἤ διά διαφόρων μορφῶν προσηλυτισμοῦ, ἀλλά ἐν ἀγάπῃ, ταπεινοφροσύνῃ καί σεβασμῷ πρός τήν ταυτότητα ἑκάστου ἀνθρώπου καί τήν πολιτιστικήν ἰδιαιτερότητα ἑκάστου λαοῦ. Εἰς τήν ἱεραποστολικήν αὐτήν προσπάθειαν ὀφείλουν νά συμβάλλουν πᾶσαι αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι».
[8] Βλ. το καίριο θεολογικά άρθρο του με τίτλο, «Τα σπουδαιότερα ζητήματα για την αποστολή της Εκκλησίας στη νέα χιλιετία», Ευθύνη 445/2009, σ. 1-4.
[9] Βλ. το άρθρο Ε’, 3 της Απόφασης της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, «Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας  εις τον σύγχρονο κόσμον»: «Ἡ Ἐκκλησία ἔχει δικαίωμα ἵνα διακηρύττῃ τήν μαρτυρίαν τῆς διδασκαλίας της εἰς τόν δημόσιον χῶρον».
[10] Βλ. τα άρθρα της ενότητας ΣΤ΄«Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς μαρτυρία ἀγάπης ἐν διακονίᾳ», της Απόφασης της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, «Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας  εις τον σύγχρονο κόσμον».
[11] Βλ. το καταληκτικό άρθρο 24 της Απόφασης της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον»: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει συνείδησιν τοῦ γεγονότος, ὅτι ἡ κίνησις πρός ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν λαμβάνει νέας μορφάς, ἵνα ἀνταποκριθῇ εἰς τάς νέας συνθήκας καί ἀντιμετωπίσῃ τάς νέας προκλήσεις τοῦ συγχρόνου κόσμου. Εἶναι ἀπαραίτητος ἡ συνέχισις τῆς μαρτυρίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν διῃρημένον χριστιανικόν κόσμον ἐπί τῇ βάσει τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως καί πίστεώς της».
[12] Βλ. το άρθρο 9 της Απόφασης της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον»:  «Ἡ κατά τήν διεξαγωγήν τῶν θεολογικῶν διαλόγων ἀκολουθουμένη μεθοδολογία ἀποσκοπεῖ εἴς τε τήν λύσιν τῶν παραδεδομένων θεολογικῶν διαφορῶν ἤ τῶν τυχόν νέων διαφοροποιήσεων καί εἰς τήν ἀναζήτησιν τῶν κοινῶν στοιχείων τῆς χριστιανικῆς πίστεως, προϋποθέτει δέ τήν σχετικήν πληροφόρησιν τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τῶν διαφόρων ἐξελίξεων τῶν διαλόγων. Ἐν περιπτώσει ἀδυναμίας ὑπερβάσεως συγκεκριμένης τινός θεολογικῆς διαφορᾶς ὁ θεολογικός διάλογος δύναται νά συνεχίζηται, καταγραφομένης τῆς διαπιστωθείσης ἐπί τοῦ συγκεκριμένου θέματος θεολογικῆς διαφωνίας καί ἀνακοινουμένης τῆς διαφωνίας ταύτης πρός πάσας τάς κατά τόπους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας διά τά ἐφεξῆς δέοντα γενέσθαι».
[13] Βλ. π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, «Η κληρονομιά και ο σκοπός της Ορθόδοξης Θεολογίας», Θεολογία 4/2010, σ. 28.