HOLY AND GREAT COUNCIL DOCUMENT

Draft Synodical Document

Παρασκευή 27 Ιουλίου 2018

Η ΙΟΥΝΙΑ ΩΣ «ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ» (ΡΩΜ 16:7)


Η ΙΟΥΝΙΑ ΩΣ «ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ» (ΡΩΜ 16:7)

Ιωάννης Kαραβιδόπουλος


Abstract: Regarding the question of Paul’s greetings at Rom. 16, 7 being addressed to a man named “Junias” or to a woman by the name of Junia, this study takes the view that the latter is correct. It bases its position on the following observations:

1. In the manuscript tradition of the New Testament, especially the miniscule manuscripts which are accentuated, we find the reading ουνία (Junia). The particular contribution of this study consists in the examination of a large number of lectionaries, given that the excerpt from Rom. 16, 1-16 is a liturgical reading in the Orthodox Church. The lectionaries are unanimous in presenting the reading ουνία. Besides, from as early as the first printed editions of the NT by Erasmus (1516) through to the critical editions of the 19th century and even the first editions by Eberhard Nestle in the first quarter of the 20th century, the reading Junia is dominant.

2. In their interpretations, the Greek and Latin fathers of the Church adopted the feminine form of the name and lauded Junia as the first female apostle, understanding the term “apostle” as this is actually used in the NT, in the broader sense, not as being restricted to Jesus’ twelve disciples.

3. There is no evidence for the masculine name Junias in any contemporary source of the NT, in contrast to the feminine Junia, which is to be found in numerous Greek and Latin literary sources.

4. The first time the masculine reading of the name at Rom. 16,7 is encountered is in the 13th century, in Aegidius (Giles) of Rome and later in Luther’s translation of the NT (16th century). It may be that these two sources influenced many later European translations.

5. The ancient Latin, Syriac and Coptic translations all testify to the feminine form of the name, as do many of the more recent ones, from 1970 onwards. The preference of certain exegetes and editors of the NT for the masculine name had to do with the interpretation of Paul’s phrase at Rom. verse 16, 7: “πίσημοι ν τος ποστόλοις”. The prevailing interpretation is “outstanding among the apostles”; hence it was thought that the appellation ‘apostle’ was inappropriate for a woman. They therefore either took Iounias as masculine, or, if they accepted that the name was feminine, translated the controversial phrase as “well known to the apostles”.

Finally, detailed study of the sources indicates that we should accept the feminine form of the name, Junia, as being correct. This preference is clear in the most recent reprints of the two most widely recognized critical editions today. In the 3rd reprint of the 4th edition (1998) of The Greek New Testament, as well as in the 1998, 5th, corrected Jubilee edition of the Novum Testamentum Graece by Nestle-Aland (on the occasion of the 100th anniversary of E. Nestle’s first edition), the reading  ουνία  is adopted, while the masculine  ουνις  is not even mentioned in the critical apparatus.


Μπορεί κανείς να διανοηθεί ότι μεταξύ των Αποστόλων, όχι των Δώδεκα αλλά των Αποστόλων με την ευρύτερη έννοια και χρήση του όρου στην Κ.Δ., απαριθμείται και μια γυναίκα;  Και όμως σε μια τέτοια γυναίκα στέλνει ο Απ.Παύλος χαιρετίσματα ανάμεσα σε πολλούς και σε πολλές άλλες στο τέλος της προς Ρωμαίους επιστολής του: Γράφει: «Ασπάσασθε Ανδρόνικον και Ιουνίαν, τους συγγενείς μου και συναιχμαλώτους μου, οίτινές εισιν επίσημοι εν τοις αποστόλοις, οί και προ εμού γέγοναν εν Χριστώ» (Ρωμ 16,7).

Διαβάζοντας κανείς τις Επιστολές του Απ.Παύλου διαπιστώνει τι πολλές γυναικείες μορφές πλαισιώνουν το ιεραποστολικό έργο του ως συνεργάτιδες στις οποίες ο Απόστολος αναθέτει υπεύθυνες αποστολές ή απευθύνει προτροπές ή αποστέλλει χαιρετισμούς. Το τελευταίο αυτό συμβαίνει στο τελευταίο κεφάλαιο (16ο) της προς Ρωμαίους επιστολής, από όπου διάβασα προηγουμένως ένα στίχο. Στο εν λόγω κεφ. μνημονεύονται 28 παραλήπτες χαιρετισμών, εκ των οποίων οι 8 είναι γυναίκες. Από αυτές οι 7 συνδέονται με το κήρυγμα του Ευαγγελίου, όπως φαίνεται από το ρ.   «κοπι»   μ το οποίο ο Απ. Παύλος τις χαρακτηρίζει (π.χ. «ασπάσασθε Μαρίαν, ήτις πολλά εκοπίασεν εις υμάς», «Τρύφαιναν και Τρυφώσαν τας κοπιώσας εν Κυρίω»,  «Περσίδα, τις πολλά εκοπίασεν εν Κυρίω» ), ένα ρήμα που σχετίζεται γενικά στις επιστολές του με τους κόπους και τις ταλαιπωρίες των αποστόλων[1].  Εντυπωσιάζει ακόμη στο κεφάλαιο αυτό η πρόταξη της Πρίσκας στο ζεύγος Ακύλα και Πρίσκας και η έναρξη της ενότητας με τη μνεία της διακόνου Φοίβης, προφανώς κομίστριας της επιστολής στη Ρώμη. 

Ασχέτως του προβλήματος ενός τόσο μεγάλου αριθμού προσώπων στα οποία ο Παύλος στέλνει χαιρετισμούς, σε μία πόλη μάλιστα που δεν έχει ακόμη επισκεφθεί και σε μία εκκλησία που δεν ίδρυσε ο ίδιος ή κάποιος συνεργάτης του, κάνουν εντύπωση οι χαρακτηρισμοί με τους οποίους συνοδεύει ο Απόστολος τα πρόσωπα αυτά. Η εισήγηση αυτή θα επικεντρωθεί σ' ένα γυναικείο πρόσωπο, την Ιουνία, του στιχ. 16,7.  Το όνομα του προσώπου αυτό γνώρισε πολλές περιπέτειες στα χειρόγραφα της Κ.Δ., στις μεταφράσεις, και στα ερμηνευτικά έργα. 

 Το πρόβλημα που θα εξετάσουμε  αφορά (1) στο γένος του ονόματος Ιουνία, για το οποίο οι κριτικές εκδόσεις του κειμένου της Κ.Δ. και κατ' ακολουθίαν πολλές μεταφράσεις στις νεότερες γλώσσες και υπομνηματιστές διχάζονται ανάμεσα στη γραφή    ουνις   (ως αρσενικό όνομα) και    ουνία   (ως θηλυκό) και (2) στην έννοια του χαρακτηρισμού "επίσημοι εν τοις αποστόλοις": Σημαίνει ο χαρακτηρισμός αυτός: (α) διακεκριμένοι ανάμεσα στους αποστόλους (δηλ. απόστολοι), ή  (β) χαίρουν εκτιμήσεως από τους αποστόλους;

Ι

Ας τα πάρουμε ερωτήματα αυτά με τη σειρά:

Στις εκδόσεις του κειμένου της Κ.Δ. από της πρώτης του Εράσμου (1516) μέχρι και τις κριτικές εκδόσεις του τέλους του 19ου αιώνα, ακόμη και στις πρώτες εκδόσεις του Eberhard Nestle στο πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα, δηλ. επί 4 αιώνες, κυριαρχεί η γραφή "ουνία". Από τις εκδόσεις αυτές αναφέρουμε τις γνωστότερες: του Εράσμου (1516-35), του Stephanus (1546-51), των Elzevir (1624-33), Bengel (1734), Wettstein (1751), Griesbach (1774-1805), Tischendorf (1841-68), Westcott- Hort (1881), E. Nestle (1898-1904), Souter (1910), von Soden (1913) κ.ά. Από της 13ης (1927) εκδόσεως του Erwin Nestle (υιού του Eberhard) αντικαθίσταται η  Ιουνία   π το αρσενικό όνομα  ουνιν, γραφή την οποία υιοθετούν κατόπιν όλες οι μεταγενέστερες εκδόσεις Nestle (1927εξ), Nestle-Aland (1952εξ.), Bover (1943), The Greek New Testament των Ενωμένων Βιβλικών Εταιριών (α΄έκδ.1966, β΄έκδ.1968, γ΄έκδ.1975, δ΄έκδ.1993). Αντίθετα, η γραφή ουνία πικρατε στην Πατριαρχική έκδοση του 1904 (και στην ανατύπωσή της του 1912), στην έκδοση των Αμερικανών Z. Hodges - A. Farstad, The Greek New Testament according to the Majority text (1982), επίσης των M. Robinson - W. Pierpoint, The New Testament in the original Greek. Byzantine Textform (2005), καθώς και σε όλες τις ελληνικές εκδόσεις (Αποστολικής Διακονίας, Ζωής, Σωτήρος, Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας κ.ά.) που αναπαράγουν το Πατριαρχικό κείμενο. Το παράδοξο των κριτικών εκδόσεων συνίσταται στο ότι στηρίζονται για τη γραφή που επιλέγουν, καθώς σημειώνουν στο κριτικό μηχανισμό τους, στα αρχαία μεγαλογράμματα χειρόγραφα Σιν, Α, Β*, C, D*, F, G, P, τα οποία όμως δεν έχουν τόνους και συνεπώς το κεφαλαιογράμματο ΙΟΥΝΙΑΝ των εν λόγω χειρογράφων μπορεί να αναγνωσθεί ως αρσενικό (ουνιν) αλλά και ως θηλυκό (ουνίαν). Αποφεύγουμε εδώ την λεπτομερή παράθεση όλων των εκδόσεων της Κ.Δ. με πλήρη στοιχεία για να μη καταπονήσουμε τους συνέδρους και επιβαρύνουμε την εισήγηση. Τούτο μόνο σημειώνουμε, ότι στην 3η ανατύπωση της 4ης εκδ. (1998) της The Greek New Testament των Ενωμένων Βιβλικών Εταιρειών, καθώς και στην 5η διορθωμένη επετειακή έκδοση της Novum Testamentum Graece των Nestle - Aland, του 1998 (για τα 100 χρόνια από την 1η έκδ. του E. Nestle) υιοθετείται η γραφή «ουνίαν", ενώ η γραφή του αρσενικού "Ιουνις" δεν αναφέρεται ούτε καν στον κριτικό μηχανισμό. Για την υιοθετούμενη τελικά γραφή προσάγονται ως μάρτυρες τα χειρόγαφα Βατικανός (ο 2ος διορθωτής του), ο κώδ. Βέζα (D, ο 2ος διορθωτής του επίσης), ο Ψ της Μεγίστης Λαύρας και πολλά άλλα μικρογράμματα και πατέρες που δεν παραθέτω για την οικονομία του χρόνου.

Η παρούσα εισήγηση στηρίζει τη γραφή του θηλυκού γένους    «ουνία» για τους παρακάτω λόγους:

1. Οι κριτικές εκδόσεις της Κ.Δ. από της 13ης (1927) του E. Nestle και εξής υιοθετούν την γραφή «ουνιν», παραθέτοντας στον κριτικό τους μηχανισμό ως μάρτυρες της γραφής αυτής τα αρχαία χειρόγραφα που αναφέραμε παραπάνω. Πρέπει όμως να σημειωθεί αμέσως ότι, όπως σηειώσαμε προηγουμένως, τα χειρόγραφα αυτά είναι μεγαλογράμματα και δεν έχουν τόνους (ΙΟΥΝΙΑΝ) παρέχοντας τη δυνατότητα διπλής αναγνώσεως είτε ως «ουνίαν» είτε ως «ουνιν». Από τον 9ον όμως αιώνα που επικρατούν τα μικρογράμματα χειρόγραφα με τόνους ομόφωνα μαρτυρείται το θηλυκό γένος του ονόματος, αλλά και οι μεταγενέστεροι διορθωτές των παραπάνω μνημονευθέντων κεφαλαιογραμμάτων χειρογράφων, σε όσα βεβαίως έχουν επισημανθεί μεταγενέστεροι διορθωτές και τονισμός, ο τόνος τίθεται στο κεφαλαίο Ι, επιτρέποντας έτσι την ανάγνωση του θηλυκού Ιουνία. Αλλά και η παραλλαγή ορισμένων χειρογράφων «ουλίαν» 46, 6, 606, 1718, 2685, ορισμένα χειρόγραφα της Vulgata, Ιερώνυμος, βοχαϊρική, αιθιοπική μετάφραση), προφανώς προερχόμενη από το αντίστοιχο όνομα στο Ρωμ. 16,15 («απάσασθε Φιλόλογον και Ιουλίαν»), δείχνει ότι πρόκειται για αντικατάσταση γυναικείου ονόματος με άλλο γυναικείο.

Ουδείς εκ των ερευνητών του θέματος ή των υπομνηματιστών του στίχου Ρωμ. 16,7 αναφέρεται αναλυτικά στα βυζαντινά Εκλογάδια παρά μόνο με τη γενική ένδειξη Lect ή Byz των κριτικών εκδόσεων. Ωστόσο, η περικοπή Ρωμ. 16, 1-16 αναγινώσκεται στη λατρεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας κατά την Παρασκευή της ε΄ βδομάδας της Α' Περιόδου Επιστολών του Παύλου και κατά την μνήμη των Αγίων Ανδρονίκου και Ιουνίας την 17η Μαΐου. Γι’αυτό και αυτονοήτως στα Εκλογάδια (ή άλλως λεγόμενα Λεξιονάρια), στα χειρόγραφα δηλ που περιέχουν τις περικοπές που διαβάζονται στη θεία λατρεία. ομόφωνα επικρατεί η γραφή «ουνία»

2. Η αρχαία Εκκλησία, όπως απηχείται η άποψή της στις ερμηνείες των Πατέρων και στο Εορτολόγιο, δέχεται την Ιουνία ως γυναικεία μορφή συνεργάτιδας του Απ. Παύλου, σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις τη θεωρεί σύζυγο του Ανδρονίκου (βλ. το Συναξάρι της 17ης Μαΐου). Κύριος εκπρόσωπος της ερμηνείας αυτής είναι ο Ι. Χρυσόστομος, ο οποίος στην ερμηνεία του της προς Ρωμαίους επιστολής σημειώνει τα εξής χαρακτηριστικά:   «Καίτοι και το αποστόλους είναι μέγα, το δε και εν τούτοις επισήμους είναι, εννόησον ηλίκον εγκώμιον. Επίσημοι δε ήσαν από των έργων, από των κατορθωμάτων. Βαβαί, πόση της γυναικός ταύτης η φιλοσοφία, ως και της των αποστόλων αξιωθήναι προσηγορίας»[2] . Στην ερμηνεία τους της προς Ρωμαίους επιστολής την Ιουνία ως γυναίκα αναφέρουν επίσης οι Θεοδώρητος Κύρου, Ιωάννης Δαμασκηνός, Οικουμένιος  και Θεοφύλακτος[3].

 Ο Ωριγένης στη λατινική μετάφραση του Υπομνήματός του στην προς Ρωμαίους από τον Ρουφίνο (10.21) δυό φορές αναφέρει την Ιουνία (Salutate Andronicum et Juniam και Andronicum et Juniam concaptivos esse testatur)[4] και μία φορά ως αρσενικό[5]. Κατατάσσει δε αμφοτέρους, τον Ανδρόνικο και τον (ή την) Ιουνία, στους 72 αποστόλους[6]. Η διακύμανση στο γένος του ονόματος οφείλεται μάλλον στη λατινική απόδοση του Ρουφίνου. Από την πρόσφατη κριτική έκδοση του Υπομνήματος του Ωριγένη στην προς Ρωμαίους συνάγεται ότι το Junias αποτελεί παραλλαγή σε 2 από 3 χειρόγραφα του 12ου  αιώνα που ανήκουν στην ίδια οικογένεια, ενώ τα  αρχαιότερα χειρόγραφα μαρτυρούν τη γραφή Junia[7].

Οι Λατίνοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς από τον Αμβρόσιο του 4ου  αιώνα, μέχρι τον Πέτρο Λομβαρδό του 12ου αιώνα παραθέτουν το όνομα ως θηλυκό, άλλοι μεν ακολουθώντας τη γραφή Junia και άλλοι Julia, εκ των οποίων η δεύτερη, όπως είδαμε, μαρτυρείται σε ορισμένα χειρόγραφα της Κ.Δ.

3. Η προτίμηση από εκδότες του κειμένου της Κ.Δ. ή από ερμηνευτές του αρσενικού Ιουνιάς σχετίζεται με την ερμηνεία του χαρακτηρισμού "επίσημοι εν τοις αποστόλοις", όπως θα δούμε αναλυτικότερα στο Β' μέρος αυτής της εισήγησης. Η αποδοχή της Ιουνίας ως αποστόλου (στην περίπτωση που γίνει αποδεκτή η εκδοχή του "εν τοις αποστόλοις" με την έννοια: μεταξύ των αποστόλων) δεν συμπορευόταν με τις αντιλήψεις ορισμένων ερμηνευτών, που δεν μπορούσαν να διανοηθούν την ύπαρξη γυναικείας μορφής μεταξύ των αποστόλων.

Ωστόσο, πρέπει εδώ να σημειώσουμε παρενθετικά ότι ο όρος απόστολος είναι ευρύτερος τόσο στις επιστολές του Παύλου όσο και στην πρώτη εκκλησία γενικότερα και δεν περιορίζεται στην ομάδα των "δώδεκα". Έτσι, ως απόστολοι χαρακτηρίζονται εκτός των δώδεκα οι Βαρνάβας, Απολλώς, Σιλουανός, Τιμόθεος, Επαφρόδιτος και φυσικά με τον όρο αυτόν αυτοχαρακτηρίζεται ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος[8]. Επίσης μεταξύ των χαρισματούχων ο Παύλος αναφέρει πρώτους τους αποστόλους, ασφαλώς με την ευρύτερη και όχι την περιοριστική έννοια των Δώδεκα (βλ. π.χ. Ρωμ. 12,28. Εφεσ. 4,11). Άλλωστε στο Α' Κορ. 15, 3-7 οι δώδεκα διακρίνονται σαφώς από τον ευρύτερο κύκλο των αποστόλων: "Χριστός... ώφθη τοις δώδεκα.... είτα τοις αποστόλοις πάσιν"). Αργότερα, κατά τον 2ο αιώνα, στην εκκλησιαστική ορολογία επικράτησε ο περιορισμός του χαρακτηρισμού των αποστόλων στους δώδεκα.

4. Ίσως αναρρωτηθεί κανείς: Πού οφείλεται η προτίμηση του αρσενικού Ιουνιάς σε εκδόσεις κειμένων της Κ.Δ και στις ξενόγλωσσες μεταφράσεις; Πολλοί εκτιμούν ότι η γερμανική μετάφραση του Λουθήρου (1522) με τη σαφή προτίμηση του αρσενικού ονόματος (ενάρθως μάλιστα «grüsset... den Junias») επηρέασε τις ευρωπαϊκές μεταφράσεις, οι οποίες όμως από τότε μέχρι σήμερα δεν είναι ομόφωνες ως προς το γένος του ονόματος, με την πρόσθετη παρατήρηση ότι σε κάποιες αναθεωρήσεις τους αναιρείται η προηγούμενη γραφή, είτε από το αρσενικό στο θηλυκό γένος, είτε αντιστρόφως. Είναι παράδοξη η προτίμηση από τον Λούθηρο της γραφής του αρσενικού γένους, δεδομένου ότι η μέχρι τότε (δηλ μ.εχρι το 1522 που έγινε η μετάφραση του Λουθήρου) μοναδική έκδοση του ελληνικού κειμένου της Κ.Δ., είναι αυτή του Εράσμου, η οποία στηρίζεται σε βυζαντινά χειρόγραφα, τα οποία έχουν τη γραφή του θηλυκού γένους. Ίσως ο Λούθηρος επηρεάστηκε στο σημείο αυτό από τη λατινική Βουλγάτα. Ορισμένοι ερμηνευτές πιστεύουν ότι η επικράτηση από τον 13ον αιώνα και εξής του αρσενικού γένους - και πάλι όχι γενικώς αλλά σε ορισμένους κύκλους - οφείλεται σε κοινωνικούς λόγους, στην αδυναμία ορισμένων ερμηνευτών να δεχτούν το χαρακτηρισμό μιας γυναίκας ως αποστόλου. Είναι χαρακτηριστική η παρατήρηση του B. Metzger σχετικά με την Εκδοτική Επιτροπή της 4ης εκδ. της The Greek New Testament: "Μερικά μέλη της επιτροπής θεωρώντας απίθανο το ότι μία γυναίκα είναι δυνατό να χαρακτηριστεί ως 'απόστολος' κατενόησαν το όνομα ως αρσενικό"[9]. Αντίθετα ορισμένοι σύγχρονοι ερμηνευτές και ιδίως ερμηνεύτριες της Κ.Δ. προβάλλουν με κάθε τρόπο το γυναικείο γένος του ονόματος, θέλοντας να στηρίξουν τη χειροτονία γυναικών σε υψηλά αξιώματα της Εκκλησίας. Εμείς εδώ περιοριζόμαστε στην επισήμανση των στοιχείων εκείνων από την ιστορία της Εκκλησίας και από τα χειρόγραφα της Κ.Δ. που δικαιώνουν τη γραφή "Ιουνία".

5. Οι αρχαίες μεταφράσεις της Κ.Δ. (λατινικές, συριακές, κοπτικές, που προέρχονται απευθείας από το ελληνικό πρωτότυπο) παρέχουν τη γραφή του ονόματος σε θηλυκό γένος, είτε Ιουνία είτε (οι αρχαίες λατινικές) Ιουλία. Στα νεότερα όμως χρόνια η εικόνα διαφοροποιείται αν και όχι ομοιόμορφα. Φαίνεται ότι η γερμανική μετάφραση του Λουθήρου επηρέασε τις νεότερες ευρωπαϊκές που έχουν ως επί το πλείστον το όνομα σε αρσενικό γένος. Αναφέρουμε κατεπιλογή τις γνωστότερες: Revised Version (1881), Amercan Standard Version (1901), Revised Standard Version (1946), New English Bible (1961), Good News Bible (1966), New International Version (1973), Contemporary English Version (1995), Bonnes Νouvelles aujourdhui (1971), Traduction Oecuménique de la Bible (1975), Die Gute Nachricht (1976), Zürcher Bibel (1964), U.Wilkens-Das Neue Testament (1972) κ.ά.

Ωστόσο από το 1970 και εξής παρατηρείται σε πολλές μεταφράσεις μία προτίμηση προς τη γραφή του θηλυκού γένους. Αναφέρουμε για παράδειγμα μερικές: New American Bible (1970), New King James Version (1979), New Century Version (1987), Revised English Bible (1989), New Revised Standard Version (1989), Oxford Inclusive Version (1995), New Living Translation (1996), και φυσικά εξαρχής οι ελληνικές μεταφράσεις που ακολουθούν το Πατριαρχικό κείμενο: Βάμβα, Βέλλα, Τρεμπέλα, Κολιτσάρα, και η μετάφραση της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας (β΄έκδ.1989).



II

Περνάμε τώρα στο δεύτερο ερώτημα: Με ποιά έννοια το ζεύγος Ανδρόνικος και Ιουνία θεωρούνται από τον Απ. Παύλο "επίσημοι εν τοις αποστόλοις"; Ήταν διακεκριμένοι (σημαντικοί) μεταξύ των αποστόλων, ήταν δηλ. απόστολοι, ή τους θεωρούσαν σημαντικούς οι απόστολοι; Και πριν δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει να προσδιοριστεί η έννοια του εν με δοτική. Το έρώτημα είναι: το εν με δοτική εκφράζει συμπερίληψη του χαρακτηριζομένου προσώπου στο ουσιαστικό που ακολουθεί (αποστόλοις) ή δηλώνει αναφορά, δηλ. γνώμη των αποστόλων για τα εν λόγω πρόσωπα; Στην πρώτη περίπτωση η έννοια της φράσεως είναι ότι οι Ανδρόνικος και Ιουνία ήταν διακεκριμένοι μεταξύ των αποστόλων, δηλ. ήταν απόστολοι που διακρίθηκαν για τους κόπους και το έργο τους, στη δεύτερη περίπτωση η έννοια της φράσεως είναι ότι έχαιραν εκτιμήσεως από τους αποστόλους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ήταν και οι ίδιοι απόστολοι. Παρόμοιες εκφράσεις από την αρχαία ελληνική γραμματεία και από τα ελληνιστικά κείμενα προσάγονται τόσο υπέρ της πρώτης απόψεως όσο και υπέρ της δεύτερης. Αφθονούν όμως και είναι πειστικότερα τα παραδείγματα υπέρ της πρώτης, όχι βέβαια λόγω του μεγαλύτερου αριθμού τους, αλλά λόγω της εγγύτητάς τους προς το Ρωμ. 16,7. Αναφέρω μερικά: Λουκιανού Νεκρών Διάλογοι 438: "Και άλλοι μεν πολλοί συγκατέβαινον ημίν, εν αυτοίς δε επίσημοι Ισμηνόδωρός τε ο πλούσιος ο ημέτερος και Αρσάκης ο Μηδίας ύπαρχος..."  Ιωσήπου, Ιουδαϊκός Πόλεμος 2,418 "και πρέσβεις ους μεν προς Φλώρον έπεμπον... ους δε προς Αγρίππαν, εν οις ήσαν επίσημοι Σαύλός τε και Αντίπας και Κοστόβαρος...". Αλλά και από την Αγία Γραφή, Μθ 2,6 "και συ Βηθλεέμ …ουδαμώς ελαχίστη ει εν τοις ηγεμόσιν Ιούδα" κ.ά.

Αντιθέτως, λιγοστά είναι τα παράλληλα του αρχαίου και ελληνιστικού κόσμου για τη β' άποψη κατά την ομολογία των ιδίων των υποστηρικτών της απόψεως, οι οποίοι δέχονται ότι, εάν ο Παύλος ήθελε να πει ότι οι Ανδρόνικος και Ιουνία ήταν εξέχοντες μεταξύ των αποστόλων, θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει το επίθετο με γενική πληθυντικού, κατά το παράδειγμα του: Γ' Μακ. 6,1 "Ελεάζαρος δε τις ανήρ επίσημος των από της χώρας ιερέων".

Εξίσου μοιρασμένες μεταξύ των δυό δυνατών ερμηνειών είναι και οι νεότερες μεταφράσεις του Ρωμ 16,7 είτε οι ελληνικές είτε οι ξενόγλωσσες. Την πρώτην έννοια (διακεκεριμένοι, εξέχοντες μεταξύ των αποστόλων) υιοθετούν οι μεταφράσεις: La Bible de Jérusalem, La Traduction Oecuménique de la Bible, King James Version, New International Version, New Revised Standart Version, New Century Version, Zürcher Bibel, - για να μείνουμε σε μερικές μόνο, τις ποιό γνωστές – και από τις ελληνικές οι του Βάμβα, Βέλλα, Τρεμπέλα, και Κολιτσάρα. Τη δεύτερη ερμηνεία προτιμούν οι μεταφράσεις Contemporary English Version (highly respected by the apostles), New English Translation  (well known to the apostles), Bonnes Nouvelles Aujourdhui (“Ils sont très estimés parmis les apôtres”), και από τις ελληνικές παραδόξως η της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας («Ο κύκλος των αποστόλων τους έχει σε μεγάλη εκτίμηση»).

III

Για να καταλήξουμε στην πιο ικανοποιητική κατά την άποψή μας ερμηνεία της φράσεως πρέπει να λάβουμε υπ' όψιν ότι ο όρος απόστολοι, όπως ήδη σημειώσαμε, είναι ευρύτερος στις επιστολές του Απ. Παύλου και δεν περιορίζεται στους δώδεκα. Χαρακτηριστικό των αποστόλων, μεταξύ τών άλλων είναι ότι είδαν τον αναστημένο Κύριο (Α' Κορ. 9,1. Γαλ. 1,1. 15-17) και ότι «εκοπίασαν»  γι τον Χριστό - ένα ρήμα που το χρησιμοποιεί ο Παύλος για τις κακοπάθειες των αποστόλων και κηρύκων του χριστιανικού ευαγγελίου. Για τους Ανδρόνικο και Ιουνία δεν έχουμε περισσότερες πληροφορίες στην Κ.Δ., στον στίχο όμως Ρωμ.16,7 που εξετάζουμε ο ίδιος ο Παύλος τους χαρακτηρίζει ως   «συγγενες»   του,  κατά πάσαν πιθανότητα με την έννοια των συμπατριωτών του (πρβλ. Ρωμ. 9,3. 16,21), και λέγει ότι υπήρξαν   συναιχμάλωτοι   του, χωρίς να προσδιορίζει ακριβέστερα αν βρίσκονταν στον ίδιο τόπο και χρόνο φυλακίσεως μαζί του ή έτυχαν παρόμοιων ταλαιπωριών κάποιας άλλης φυλακίσεως, και επίσης ότι δέχτηκαν την πίστη στον Χριστό πριν από τον ίδιο, πράγμα που φαίνεται να το εκτιμά όλως ιδιαιτέρως.

Όλα αυτά μας οδηγούν στην άποψη ότι το "εν τοις αποστόλοις" είναι "περιεκτικό" (inclusive), δηλ. ο Ανδρόνικος και η Ιουνία ανήκαν στους αποστόλους, και όχι "αποκλειστικό" (exclusive), δηλ. δεν ήταν απόστολοι αλλ’χαιραν εκτιμήσεως από τους αποστόλους.

IV

Συμπέρασμα: Εάν ο Χριστός είχε στην συνοδεία  του γυναίκες όπως  «η Μαρία η καλουμένη Μαγδαληνή και Ιωάννα γυνή Χουζά επιτρόπου Ηρώδου και Σουσάννα και έτεραι πολλαί»  (βλ. Λουκ. 8,2-3), εάν εμφανίστηκε μετά την Ανάστασή του πρώτα στην Μαρία τη Μαγδαληνή (Ιω 20,16.18), εάν ο Παύλος ανέθετε αποστολές σε γυναίκες στις εκκλησίες που ίδρυε, δεν είναι καθόλου απίθανο να θεωρεί την Ιουνία μαζί με τον Ανδρόνικο "επισήμους εν τοις αποστόλοις" με την έννοια που αναπτύξαμε παραπάνω.

Όλη αυτή η ερμηνευτική προσέγγιση του στιχ. Ρωμ. 16,7 οδηγεί στη σκέψη ότι οι γυναίκες, όπως κατά τα πρώτα βήματα της ιστορίας της Εκκλησίας, έτσι μπορούν και σήμερα να διαδραματίσουν σημαίνοντα ρόλο στη ζωή της Εκκλησίας. Αλλ' αυτό αποτελεί θέμα ασφαλώς άλλων εισηγήσεων, η δική μας έδωσε απλώς τη βιβλική βάση του θέματος με την ερμηνευτική και κριτική προσέγγιση ενός μόνο στίχου, ο οποίος όμως απηχεί όλη τη βιβλική διδασκαλία, για μία θετική αξιολόγηση της θέσεως της γυναίκας στην Εκκλησία.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Εκτενέστερη ανάπτυξη του θέματος βλ. στις ακόλουθες μελέτες: E. J. Epp, Junia. The First Woman Apostle, 2005. P. Arzt, “Iunia oder Iunias? Zum textkritischen Hintergrund von Röm 16,7,” στο Liebe zum Wort.Festschrift für P.Ludger Bernard OSB, 1994. L. Belleville, Ιουνίαν….επίσημοι εν τοις αποστόλοις. A Re-examination of Romans 16.7 in Light of Primary Source Materials,” New Testament Studies 51(2005), σ. 236εξ. J. Thorley, “Junia, A Woman Apostle,Novun Testamentum 38 (1996), σ. 18-29. R. S. Cerving, “A Note Regarding the Name ‘Junia(s)’ in Romans 16.7,” New Testament Studies 40(1994), σ. 464-70. B. Brooten, “Junia… Outstanding among the Apostles (Romans 16:7),” στο Women Priests: A Catholic Commentary on the Vatican Declaration (ed. by L.S – A. Swidler), 1977. R. Bauckham, Gospel Women: Studies of the Named Women in the Gospels, 2002. M. Burer - D. Wallace, “Was Junia really an Apostle? A Reexamination of Rom 16.7,” New Testament Studies 47 (2001), σ. 76-91. Ι. Καραβιδόπουλου, «Ιουνις ή Ιουνία; Κριτική και ερμηνευτική προσέγγιση του Ρωμ. 16,7», στο έργο του ιδίου Βιβλικές Μελέτες Δ΄, στη σειρά Βιβλική βιβλιοθήκη, αρ. 40, 2007, σ. 229-246.



[1] Α' Κορ. 4,12. 15,10. 16,16. Γαλ. 4,11. Φιλ. 2,16. Κολ. 1,29. Α' Θεσ. 5,12. Α' Τιμ.4,10 κ.ά.
[2] PG 60,669.
[3] Θεοδώρητος PG 82,219-220. Ιωάννης Δαμασκηνός PG 95,565. Οικουμένιος PG 118,629-32. Θεοφύλακτος PG 124,551-2
[4] PG 14,1280.
[5] ´….et non solum isti, sed et Andronicus, et Junias, et Herodion´, PG 14,1289.
[6] PG 14,1280.
[7] H. Bammel, Der Römerbriefkommentar des Origenes: Κritische Ausgabe der Ȕbersetzung Rufins, 1990, 1997, 1998.  και L. Belleville, “Ιουνίαν….επίσημοι εν τοις αποστόλοις. A Re-examination of Romans 16.7 in Light of Primary Source Materials”, New Testament Studies 51 (2005), σ. 236, σημ. 20.
[8] Ρωμ 1,1. 11,13. Α΄Κορ 1,1.Β΄Κορ 1,1. Γαλ 1,1. Εφ 1,1. Κολ 1,1
[9] A Textual Commentary on the Greek New Testament, β' έκδ., 1994, σ. 475.