ΔΙΑΚΟΝΙΣΣΕΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
ΣΤΗΝ ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ.
ΣTΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Θεόδωρος Γιάγκου
Abstract: The Orthodox Canon Law, and certain Patristic writings, are very clear on the ac-tive participation of the deaconesses, as well as with regard to women’s chanting, in the pub-lic worship. The chanting e.g. by dedicated women were acceptable both in monastic and in the parochial worship of the Church. The consolidated habit in today’s practice, which ex-cludes women from taking part in public worship, does not mean that it also existed in the earlier Orthodox tradition. The development in the later history in these issues followed the laws of liquidity, accepting the influences of various local traditions. The Church in choosing later to ban female chanting in public worship was influenced by the general social views about woman, and these worked interactively in relation to the ecclesiastical teaching. These perceptions in the course of time, especially during the Ottoman Empire, become stricter and not plexible at all thus becoming more legalistic.
Στὸν Βίο τοῦ ἁγίου Κυριακοῦ τοῦ Ἀναχωρητῆ (BHG 463) ὁ βιογράφος Κύ-ριλλος Σκυθοπολίτης διασώζει ἕνα περιστατικὸ τυχαίας συνάντησης ἐρημιτῶν μοναχῶν μὲ μία ἀσκήτρια ποὺ διαβιοῦσε μόνη καὶ ἄγνωστη σὲ ἀπόμερη σπηλιὰ στὴν ἔρημο τῆς Παλαιστίνης. Ἡ ἀπροσδόκητη συνάντηση προκάλεσε τὴν ἔκπληξη καὶ τὴν περιέργεια ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν ἀνδρῶν καὶ τὴ συστολὴ ποὺ ἐκδηλώθηκε μὲ τάση φυγῆς ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς γυναίκας. Τελικὰ ὑπερίσχυσε ἡ ἀποφασιστικότητα τῶν πρώτων νὰ γνωρίσουν κάτι ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ πολιτεία τῆς ξεχασμένης ἀσκήτριας καὶ ἔτσι αὐτὴ ἀναγκάστηκε νὰ ἀπαντήσει, μᾶλλον φειδωλά, στὶς ἀνακριτικὲς ἐρωτήσεις ποὺ ἀποσκοποῦσαν περισσότερο στὸ πνευματικὸ ὄφελος. Ἀπὸ ὅσα μαρτύρησε ἡ ἀσκήτρια ἔχουν σημασία γιὰ τὴν πραγμάτευση τοῦ θέματός μας τὰ ἑξῆς:
«Τὸ μὲν ὄνομά μου Μαρία λέγομαι, ἐγενόμην δὲ ψάλτρια τῆς ἁγίας Χριστοῦ Ἀναστάσεως καὶ πολλοὺς ὁ διάβολος ἐσκανδάλισεν εἰς ἐμέ, καὶ φοβηθεῖσα μή-πως ὑπεύθυνος γενομένη τῶν τοιούτων σκανδάλων προσθήσω ἁμαρτίας ἐφ’ ἁμαρτίαις μου, ἐδυσώπουν τὸν Θεὸν ῥυσθῆναί με τῆς αἰτίας τῶν τοιούτων σκανδάλων» .
Τὸ κείμενο εἶναι ἀρκετὰ εὔγλωττο. Πρῶτον, φανερώνει ὅτι τὴν ἐποχὴ ποὺ ζοῦσε ὁ ἅγιος Κυριακὸς († 29 Σεπτεμβρίου 556) ἔψαλλαν στὸν ναὸ τῆς Ἀνα-στάσεως στὰ Ἱεροσόλυμα (δηλ. σὲ μὴ μοναστηριακὸ ναὸ) γυναῖκες καὶ δεύτε-ρον, δίνει ἕνα καλὸ στίγμα γιὰ ποιὸ λόγο τελικὰ οἱ ψάλτριες ἔπαυσαν νὰ διακο-νοῦν τὴ δημόσια λατρεία. Στὴν πραγματικότητα ἡ ἀσκήτρια θίγει καὶ τὸ γενικότε-ρο θέμα περὶ τῆς ἀδιάβλητης συνυπάρξεως ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν κατὰ τὶς λει-τουργικὲς συνάξεις, ἡ ὁποία ὑπαγόταν ὄχι πάντοτε στοὺς ἴδιους κανόνες αὐστηρότητος, καθόσον ἐξαρτώταν ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ὡριμότητα καὶ τὶς λει-τουργικὲς ἀνάγκες τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ διαχρονικὴ παραίνεση ἦταν ἡ ἀποφυγὴ τοῦ σκανδα¬λισμοῦ τῶν ἀνδρῶν εἴτε ἀπὸ τὴ θέα τῆς γυναικείας ὀμορφιᾶς εἴτε ἀπὸ τὸ ἄκουσμα μελωδικῶν ὕμνων ἀπὸ γυναικεία φωνή, ποὺ συνειρμικὰ θὰ μπο-ροῦσε νὰ φέρει στὴ θύμηση θυμελικὰ ἄσματα .
Ἡ ἀποφυγὴ τῆς ἐγγύτητας ἢ τῆς συμπλοκῆς τῶν ἑτεροφύλων προσώπων γέννησε θεσμοὺς (π.χ. αὐτὸν τοῦ ἀβάτου στὶς μονὲς) καὶ δημιούργησε τὶς προ-ϋποθέσεις γιὰ τὴν ὁσημέρες ἀπομάκρυνση τῆς γυναίκας ἀπὸ τὴν ἐνεργὸ ἐμπλοκή της στὴν ὑπόθεση τῆς δημόσιας λατρείας . Ἀσφαλῶς γιὰ τὶς ἐπιλογὲς τῆς Ἐκκλησίας εἶχαν μερίδιο καὶ οἱ γενικότερες πολι¬τισμικὲς ἀντιλήψεις περὶ τῆς γυναίκας, ποὺ λειτουργοῦσαν σὲ σχέση μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ διδασκαλία ἀμφί-δρομα. Αὐτὲς οἱ ἀντιλήψεις ὅσο ὁ χρόνος βαίνει πρὸς τὴν τουρκοκρατία, γίνο-νται αὐστηρότερες καὶ ἀνελα¬στικές, καθόσον προσλαμβάνουν ἕνα περίβλημα περισσότερον δικανικό.
Ἡ ὕπαρξη ψάλτριας στὸν ναὸ τῆς Ἀναστάσεως ἀσφαλῶς δὲν προέκυψε ἀπὸ παρθενογένεση. Ἦταν ἀπόρροια τῆς γενικότερης πράξεως στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία ἡ ψαλμωδία νὰ γίνεται ἀπὸ ὅλο τὸ πλήρωμα (ἄνδρες καὶ γυναῖκες), ὑποψάλλοντας καὶ μὲ ἀντιφωνικὸ τρόπο . Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ πληροφορία ποὺ διασώζεται στὸν Βίο τοῦ ὁσίου Αὐξεντίου τοῦ ἐν τῷ Βουνῷ (BHG 199) († γύρω στὸ 470, μνήμη 14 Φεβρουαρίου) περὶ τῆς δοξολογίας τοῦ Θεοῦ «ὑπὸ πάντων» (ἤτοι τοῦ «λαοῦ», κατὰ τὴν ὁρολογία τῶν λειτουργικῶν διατάξεων) σὲ «ἦθος ἁπλούστερον καὶ ἀπερίεργον», συνταγμένων καὶ μελοποιημένων («κατὰ τὸ τοῦ μακαρίου ὁρισθὲν ἀκενόδοξον μέλος») τῶν τροπαρίων ἀπὸ τὸν ἅγιο Αὐξέντιο:
«Τινὰ οὖν τροπάρια ἀπὸ δύο ρητῶν ἢ τριῶν λίαν τερπνὰ καὶ ἐπωφελῆ μετὰ ἤθους ἁπλουστέρου καὶ ἀπεριέργου διατυπώσας παρασκευάζει ψάλλειν τοὺς πάντας. Τοῦ πρώτου γὰρ ῥηθέντος πλεονάκις ἐκ διαδοχῆς καὶ πάλιν κατὰ κέ-λευσιν τοῦ μακαρίου τοῦ ἑτέρου κατήρχοντο· καὶ εἶθ’ οὕτως ἐκ τοῦ δευτέρου τὸ τρίτον, καὶ τὰ λοιπὰ κατὰ τάξιν. Εὔλογον οὖν καὶ τὰ τούτων ῥητὰ ἐνθεῖναι τῷ διηγήματι πρὸς ὠφέλειαν τῶν ἐντυγχανόντων. Ἔστι τοίνυν ταῦτα:
Πτωχὸς καὶ πένης ὑμνοῦμέν σε, Κύριε· δόξα τῷ Πατρί, δόξα τῷ Υἱῷ, δόξα τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, τῷ λαλήσαντι διὰ τῶν προφητῶν.
Μετὰ δὲ τοῦτο·
Στρατιαὶ ἐν οὐρανοῖς ὕμνον ἀναπέμπουσιν καὶ ἡμεῖς οἱ ἐπὶ τῆς γῆς τὴν δοξο-λογίαν· Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος· Κύριος, πλήρης ἡ γῆ τῆς δόξης σου.
Εἶτα καθεξῆς·
Δημιουργὲ πάντων, εἶπας καὶ ἐγενήθησαν· ἐνετείλω καὶ ἐκτίσθημεν· πρό-σταγμα ἔθου καὶ οὐ παρελεύσεται, Σῶτερ, εὐχαριστοῦμέν σε.
Καὶ πάλιν·
Κύριε τῶν δυνάμεων, ἔπαθες, ἀνέστης· ὤφθης καὶ ἀνελήφθης· ἔρχη κρῖναι κόσμον, οἰκτείρησον καὶ σῶσον ἡμᾶς.
Καὶ πάλιν.
Ἐν ψυχῇ τεθλιμμένῃ προσπίπτομέν σοι καὶ δεόμεθά σου, Σῶτερ τοῦ κόσμου· σὺ γὰρ εἶ Θεὸς τῶν μετανοούντων.
Καὶ πάλιν·
Ὁ καθήμενος ἐπὶ τῶν χερουβὶμ καὶ τοὺς οὐρανοὺς ἀνοίξας, οἰκτείρησον καὶ σῶσον ἡμᾶς.
Εἶτα·
Ἀγαλλιᾶσθε, δίκαιοι, ἐν Κυρίῳ· πρεσβεύοντες, ὑπὲρ ἡμῶν· δόξα σοι, Κύριε, ὁ Θεὸς τῶν ἁγίων.
Τὸ πλῆθος μὲν οὖν τῶν παρόντων τῶν ἀπόρων καὶ εὐπόρων, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, δούλων τε καὶ ἐλευθέρων, κατὰ τὸ τοῦ μακαρίου ὁρισθὲν ἀκενόδο-ξον μέλος, εὐρύθμως ἔψαλλε ταῦτα, οἱ μὲν αὐτῶν ἕως τρίτης ὥρας καὶ ἀπελύο-ντο ἐν ἀγαλλιάσει πνευματικῇ, οἱ δὲ ἕως ἕκτης προσεκαρτέρουν· αὐτὸς δὲ λοι-πὸν εἰς τὸ τέλος τὸν ὕμνον τῶν τριῶν παίδων, Ἀνανία, Ἀζαρία, Μισαήλ, τῶν ἐν τῷ Προφήτῃ Δανιὴλ δι’ ἑαυτοῦ ἐπεφώνει αὐτοῖς· Εὐλογεῖτε πάντα τὰ ἔργα Κυ-ρίου, τὸν Κύριον· ἀποκρινομένων πάντων. Ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας» .
Ἡ συμμετοχὴ στὴν ψαλμωδία γινόταν ἀπὸ τοὺς προσερχομένους πλησιο-χώρους, κυρίως Κωνσταντινουπολίτες, προσκυνητές, ποὺ ἔτρεφαν βαθύτατο σεβασμὸ στὸν ἅγιο Αὐξέντιο, ὁ ὁποῖος συνέστησε σπουδαία μονὴ παρὰ τὴ Χαλκηδόνα στὸ λεγόμενο Βουνό. Ὁ συγκεκριμένος Ἅγιος γιὰ νὰ ἀποφύγει τὶς συνεχεῖς ὀχλήσεις ἀπὸ τοὺς πιστούς, ὅρισε «συνήθη καιρόν, ἐν ᾧ τοὺς παρό-ντας εἰς δοξολογίαν προετρέπετο πρῶτον, εἶθ’ οὕτως τῷ λόγῳ τῆς χάριτος πα-ραινῶν ἕκαστον καὶ κατευλογῶν ἀπέλυεν» .
Ὁ Αὐξέντιος υἱοθέτησε τὴν τάξη τῆς ψαλμωδίας ἀπὸ ἄνδρες καὶ γυναῖκες στὴ μονή του, ἀκολουθώντας τὸ λειτουργικὸ πρότυπο ποὺ εἶχε προβάλει στὴν Κωνσταντινούπολη προηγουμένως ὁ ὁσιώτατος Ἄνθιμος, «μαθητὴς καί συνό-μιλος» τῶν Σιτᾶ καὶ ἁγίου Μαρκιανοῦ πρεσβυτέρου τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας († μετὰ τὸ 471, μνήμη 10 Ἰανουαρίου):
«Ἅμα οὖν Σιτᾷ τινι οὕτω προσαγορευομένῳ, ἀνδρὶ πανσέμνῳ τὰ πάντα, καὶ Μαρκιανῷ τῷ τοινικαῦτα λαϊκῷ ὄντι ... μετ’ οὐ πολὺ καὶ τὴν οἰκονομίαν τῆς ἁγιω-τάτης Μεγάλης Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως ἐμπιστευθέντι καὶ Ἀνθίμῳ τῷ μεγάλῳ καὶ θαυμαστῷ ἀνδρὶ τότε δεκάνῳ ὄντι ἐν ὀρδίνῳ τοῦ θείου παλατίου, ἔπειτα δὲ διακόνῳ γεγονότι, λοιπὸν δὲ καὶ πρεσβυτέρῳ, τῷ καὶ κατακοσμήσαντι μετὰ τὴν μετάστασιν τῶν προειρημένων καὶ φαιδρύναντι ἐν ταῖς ὑμνῳδίαις διὰ χορῶν ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν τὰς αὐτὰς παννυχίδας αἷς προσίδρυσεν ὁ μακάριος Αὐξέντιος» .
Ἀνάλογες μαρτυρίες περιέχονται διάσπαρτες καὶ στὰ πατερικὰ κείμενα, οἱ ὁποῖες, ὅταν ἐξαντλητικὰ ἀνθολογηθοῦν, θὰ σχηματίσουν ἀρκετὰ ἐμφανῶς τὸ πὰζλ γιὰ τὴν ἔκταση τῆς συμμετοχῆς τῶν γυναικῶν στὴν ψαλμωδία, καθὼς καὶ γιὰ τὴ στάση τῶν πατέρων ἀπέναντι σὲ αὐτὴ τὴν πράξη. Ἐνδεικτικὰ καὶ μόνον παρατίθενται ἐδῶ οἱ ἑξῆς μαρτυρίες:
Ὁ ἱ. Χρυσόστομος ἀναφέρει:
«Τοσαύτη τῆς Ἐκκλησίας ἡ εὐγένεια ...· οὐδ’ αὖ ἀνὴρ μὲν παρρησιάζεται, γυνὴ δὲ καὶ σιγᾷ καὶ ἄφωνος ἕστηκεν· ἀλλὰ πάντες ἐν τῇ αὐτῇ τιμῇ καὶ φωνῇ μιᾷ ἐκ δια-φόρων γλωττῶν πρὸς τὸν τῆς οἰκουμένης ἀναπέμπεται Δημιουργόν» .
Ὁ ἴδιος ὁ πατέρας δίνει τὴν πληροφορία ὅτι ἔψαλλαν καὶ χοροὶ γυναικῶν κατὰ τὶς λιτανεῖες πρὸς τὰ εὐκτήρια μαρτύρων καὶ ἁγίων τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης τους . Ἐπίσης ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος Μεδιολάνων ὑποστηρίζει τὴν ψαλμωδία ἀπὸ γυναῖκες, ἰδίως τῶν Ψαλμῶν, τοὺς ὁποίους θεωρεῖ ἰδιαζόντως ὠφέλιμους γιὰ τοὺς πιστούς, ἐπισημαίνοντας ἐν προκειμένῳ ὅτι ἡ παραίνεση τοῦ ἀπ. Παύλου (Α΄ Κορ. 14, 34), οἱ γυναῖκες νὰ σιωποῦν κατὰ τὴν ὥρα τῶν συνάξεων, δὲν ἀνα-φέρεται στὴν ψαλμωδία .
Ἡ ἀνοχὴ τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου στὸ θέμα τῆς ψαλμωδίας ἀπὸ γυναῖκες ἑδρά-ζεται στὴ βιβλικὴ διδασκαλία περὶ τῆς ἰσότητος τῶν φύλων, ἰδίως στὸ κλασσικὸ χωρίο τοῦ ἀπ. Παύλου: «οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ» (Γαλ. 3, 28). Αὐτὴ ἡ ἐπαναστα-τική, ἰδίως γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἀποστολικὴ θέση, ποὺ ἀσφαλῶς ἐξύψωσε τὴ γυναίκα, δὲν φαίνεται νὰ ὑπερίσχυε στὶς περιπτώσεις ποὺ ἡ ψαλμωδία ἀπὸ πλευρᾶς τῶν γυναικῶν ἦταν αἰτία ἀταξίας ἢ σκανδαλισμοῦ μὲ συνέπεια ὁ ὕμνος νὰ μὴν φθάνει στὸν Θεὸ ἁγνὸς καὶ ἀκηλίδωτος. Ἔτσι ὁ Ἰσίδωρος Πηλουσιώτης συμμερίζεται τὴν τότε ἐκκλησιαστικὴ πράξη οἱ γυναῖκες νὰ ψάλλουν «συνετῶς», ἐπισημαίνει ὅμως τὶς ἀρνητικὲς συνέπειες ποὺ προκύπτουν, ὅταν ἡ ψαλμωδία δὲν συστοιχεῖ στὸ ἐκκλησιαστικὸ ἦθος:
«Τὰς ἐν ἐκκλησίαις φλυαρίας καταπαῦσαι βουλόμενοι οἱ τοῦ Κυρίου ἀπόστολοι καὶ τῆς ἡμῶν παιδευταὶ καταστάσεως, ψάλλειν ἐν αὐταῖς τὰς γυναῖκας συνετῶς συνεχώρησαν. Ἀλλ’ ὡς πάντα εἰς τοὐναντίον ἐτράπη τὰ θεοφόρα διδάγματα· καὶ τοῦτο εἰς ἔκλυσιν καὶ ἁμαρτίας ὑπόθεσιν τοῖς πλείοσι γέγονε. Καὶ κατάνυξιν μὲν ἐκ τῶν θείων ὕμνων οὐχ ὑπομένουσι· τῇ δὲ τοῦ μέλους ἡδύτητι εἰς ἐρεθισμὸν παθημάτων χρώμενοι, οὐδὲν αὐτὴν πλέον τῶν ἐπὶ τῆς σκηνῆς ᾀσμάτων λογίζο-νται. Χρή, τοίνυν, εἰ μέλλομεν τὸ τῷ Θεῷ ἀρέσκειν ζητεῖν, καὶ τὸ κοινῇ συμφέ-ρον ποιεῖν, παύειν ταύτας καὶ τῆς ἐν ἐκκλησίαις ᾠδῆς καὶ τῆς ἐν πόλει μονῆς, ὡς χριστοκαπήλους καὶ τὸ θεῖον χάρισμα μισθὸν ἀπωλείας ἐργαζομένας» .
Ἡ ἀντίρρηση τοῦ Ἰσιδώρου Πηλουσιώτη σχετιζόταν ἀποκλειστικὰ μὲ τὴν ἠθικὴ βλάβη, χωρὶς νὰ θέτει σὲ ὁποιοδήποτε ἐπίπεδο τὸ θέμα ἐπὶ τῆς διαφορᾶς φύλου. Ἐξάλλου οἱ «παιδευταί», δηλ. οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πατέρες, ἐπέτρεψαν τὴ «συνετὴ» ψαλμωδία ἀπὸ τὶς γυναῖκες, γιὰ νὰ ἀντιμετωπισθοῦν οἱ φλυαρίες τους κατὰ τὴν ὥρα τῶν λατρευτικῶν συνάξεων. Ἦταν ἕνας δόκιμος παιδαγω-γικὸς τρόπος, ὁ ὁποῖος διὰ τῆς συμμετοχῆς στὰ ψαλλόμενα ἔδινε τὴ δυνατότητα περισυλλογῆς τοῦ νοῦ καὶ κατ’ ἐπέκταση κατανοήσεως τῶν λειτουργικῶν κειμέ-νων.
Τὰ πράγματα ἦταν ἀκόμα πιὸ ἀνεκτικὰ στὴν περίπτωση ποὺ οἱ ψάλτριες ἀνῆκαν στὴ χορεία τῶν παρθένων, δηλ. τῶν ἀφιερωμένων γυ¬ναικῶν (μονα-ζουσῶν καὶ μή), οἱ ὁποῖες δὲν ἔψαλλαν μόνο στοὺς μονα¬στηριακοὺς ναοὺς ἀλλὰ καὶ σὲ ἐνοριακούς. Συγκεκριμένα ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος ὀργάνωσε γυ-ναικείους χοροὺς στὴν Ἔδεσσα, τοὺς ὁποίους μάλιστα καὶ διηύθυνε . Ὡς ὑπέρμαχος τῶν δογματικῶν ἀποφάσεων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς συνόδου, ἀπέ-βλεπε μὲ τὴν ψαλμωδία τῶν δογματικῶν ὕμνων, ποὺ ὁ ἴδιος συνέθεσε, νὰ ἐμπνεύσει καὶ στὶς εὐλαβεῖς ὀρθόδοξες γυναῖκες τὴν πίστη τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας . Ἡ διάκονος Πουπλία (μνήμη 9 Ὀκτωβρίου), μητέρα κάποιου ἐπισκόπου Ἰωάννη ἐπὶ τῆς βασιλείας Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη (361-363), δια-τηροῦσε στὸν πατριαρχικὸ ναὸ τῆς Ἀντιόχειας χοροὺς παρθένων, τῶν ὁποίων τὴν ἐκγύμναση εἶχε ἀναλάβει. Ἔψαλλαν, μάλιστα, ἀντιμαχόμενες στὴν πολιτικὴ τοῦ αὐτοκράτορα, ἀντιειδωλολατρικοὺς ὕμνους .
Ἀσφαλῶς, ἐὰν ἡ ψαλμωδία καθίστατο ἀφορμὴ σκανδαλισμοῦ, ἰδίως τῶν μοναχῶν, ἡ προτροπὴ ἦταν νὰ ἀποφεύγεται ἡ αἰτία ποὺ γεννᾶ τὸν πειρασμό. Εἶναι χαρακτηριστικός, ἐν προκειμένῳ, καὶ ὁ τίτλος τοῦ 18ου λόγου τοῦ Πανδέ-κτη τοῦ μοναχοῦ Ἀντιόχου: «Περὶ τοῦ μὴ ἐνδελεχίζειν ψαλλούσαις γυναιξίν». Οἱ μοναχοὶ ὄφειλαν νὰ εἶναι ἰδιαίτερα προσεκτικοὶ στὶς ἐπαφές τους μὲ τὶς μονα-χές, μὴ ἐξαιρουμένης καὶ τῆς ὥρας τῆς ψαλμωδίας ἀπὸ αὐτές.
«Καὶ τὸ ἐνδελεχίζειν ψαλλούσαις ἀσύμφορον ἡμῖν ἐστιν, βλαπτομένων ἡμῶν ταῖς αὐτῶν συντυχίαις τῶν λεγομένων μοναστριῶν. Τὸ γὰρ ἴνδαλμα τῆς ὄψεως τῶν γυναικῶν ἄρχεται κλονίζειν τὴν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀποσπᾶν τὸν νοῦν ἀπὸ τῆς ἡσυχίας ...» .
Ὅμως αὐτὲς ἦταν παραινέσεις ποὺ εἶχαν ἄμεσους ἀποδέκτες τοὺς μονα-χούς. Στὴν ἐνορία τὰ πράγματα ἦταν κάπως διαφορετικά.
Οἱ ἀφιερωμένες στὸν Θεὸ γυναῖκες, ὅπως καὶ οἱ μονάζουσες, εἶχαν τὴ δυ-νατότητα ἐντὸς μίας καθιερωμένης τάξης νὰ ψάλλουν κατὰ τὶς ἀκολουθίες καὶ στοὺς κοσμικοὺς ναούς. Τοῦτο συνάγεται ἀπὸ νομοθετικὴ ρύθμιση τοῦ αὐτο-κράτορα Ἰουστινιανοῦ, ὁ ὁποῖος, στὸ πλαίσιο τῆς γενικότερης φροντίδας του γιὰ τὸν κλῆρο τῆς Ἁγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, παραχώρησε ἰδιαίτερα «σκηνώματα» (=κελλία) καὶ γιὰ τὶς ψάλτριες τοῦ ναοῦ: «δέδωκε δὲ καὶ τῷ κλήρῳ κελλία εἰς τὰ πέριξ αὐτῷ (ἤτοι τῷ ναῷ τῆς Ἁγίας Σοφίας) κατὰ τὴν τάξιν αὐτῶν· καὶ ταῖς ᾀδούσαις σκηνώματα, δύο ἀσκητήρια» . Ἡ ὕπαρξη γυναικῶν (παρθέ-νων ἢ ὀρθότερα μοναζουσῶν κατὰ πᾶσαν πιθανότητα) ποὺ ἔψαλλαν στὶς ἀκο-λουθίες τῆς Ἁγίας Σοφίας ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἀπὸ τὴ μαρτυρία ὅτι ὁ Ἰουστινια-νὸς «ἐκλήρωσεν ἱερεῖς τε καὶ ἕως ἐσχάτου τῶν ὑπουργούντων τῷ ναῷ χιλιάδα μίαν· ᾀδούσαις ρ΄, μεριζομένας εἰς δύο ἑβδομάδας» .
Ὁ ἴδιος αὐτοκράτορας μὲ τὴ Νεαρὰ 59 (11ης Νοεμβρίου 537) ὅρισε τὰ «ἀσκητήρια», ποὺ συγκροτοῦνταν ἐξ ὀκτὼ τουλάχιστον «ἀσκητριῶν ἢ κανο-νικῶν...ἡγουμένων τῆς κλίνης καὶ ψαλλουσῶν» , νὰ λαμβάνουν ἐνεργὸ ρόλο στὴν τελετὴ τῆς κηδείας ὑπὸ τὴν εὐθύνη τῶν οἰκονόμων καὶ ἐκδίκων τοῦ ναοῦ. Γενικότερα τὰ «ἀσκητήρια» (μικρὲς ὁμάδες ἀφιερωμένων στὸν Θεὸ προσώ-πων), σύμφωνα μὲ τὸ Τυπικὸ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, εἶχαν ἐνεργὸ διακονία στὴν τέλεση τῶν ἀκολουθιῶν, μεριζομένης τῆς διακονίας σὲ ἑβδομάδες («ἑβδο-μαδάριοι»).
Ἀργότερα ὁ αὐτοκράτορας Ἀλέξιος Α΄ Κομνηνὸς (1081-1118), ὅπως ἀνα-φέρει ἡ κόρη του Ἄννα, ἔκτισε ναὸ πρὸς τιμὴν τοῦ ἀπ. Παύλου καὶ ὀρφανοτρο-φεῖο στὴ Δάμαλιν (στὴν ἀσιατικὴ μεριὰ τῆς Κωνσταντινουπόλεως) καὶ κατὰ τὴ συνήθη πράξη, τὴν ὁποία ἐπιτάσσουν καὶ τὰ νομοθετικὰ κείμενα τοῦ Ἰουστινια-νοῦ, ὅρισε στὸν ναὸ νὰ ψάλλουν καὶ γυναῖκες: «Τῷ δὲ ναῷ τοῦ μεγαλοκήρυκος Παύλου κλῆρος μέγας κατείλεκτο καὶ πολὺς καὶ φώτων δαψίλεια· καὶ παραγε-νόμενος εἰς τουτονὶ τὸν νεὼν ἴδοις ἂν χοροὺς ἑκατέρωθεν ἀντᾴδοντας· κατέταξε γὰρ τῷ τῶν ἀποστόλων νεῷ ᾄδοντας καὶ ᾀδούσας, κατὰ τὸν Σολομῶντα· ἐπι-μελὲς γὰρ καὶ τὸ τῶν διακονισσῶν πεποίηκεν ἔργον» .
Τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ αὐτοκράτορα Ἀλεξίου νὰ ψάλλουν ἀντιφωνικὰ σὲ χοροὺς ἄνδρες καὶ γυναῖκες ἑδράζεται σὲ μακραίωνη πράξη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐπιμαρτυρεῖται καὶ κατοχυρώνεται ἀπὸ τοὺς πατέρες. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἡ ρύθμιση ποὺ ἀναφέρει ἡ Ἄννα Κομνηνὴ κατὰ τὸ περιεχόμενο συμφωνεῖ μὲ τὸν τρόπο ψαλμωδίας ποὺ περιγράφεται στὸν Βίο τῆς ἁγίας Μακρίνας (BHG 1012) († 379, μνήμη 19 Ἰουλίου). Στὴν κηδεία της, ὁ ἀδελφός της Γρηγόριος Νύσσης: «διαστήσας κατὰ γένος τὸν συρρεέντα λαὸν καὶ τὸ ἐν γυναιξὶ πλῆθος τῷ τῶν παρθένων συγκαταμίξας χορῷ, τῶν δὲ τῶν ἀνδρῶν δῆμον τῷ τῶν μοναζόντων τάγματι, μίαν ἐξ ἑκατέρωθεν εὔρυθμόν τε καὶ ἐναρμόνιον, καθάπερ ἐν χορο-στασίᾳ τὴν ψαλμῳδίαν γίνεσθαι» .
Ἡ μνημονευόμενη ἀπὸ τὶς παραπάνω πηγὲς πράξη εἶναι πολὺ πιθανὸν νὰ ἦταν ἡ κυριαρχοῦσα στὶς περιπτώσεις τῶν λεγομένων διπλῶν μοναστηρίων (βλ. κανόνα 20 Ζ΄ Οἰκουμενικῆς), στὰ ὁποῖα διαβιοῦσαν, ὑπὸ τὴν αὐτὴν οὐσια-στικὰ στέγη, μοναχοὶ καὶ μοναχές, κατὰ τὸ πλεῖστον συγγενεῖς.
Ἀπὸ τὰ παραπάνω συνάγεται ὅτι ἡ ψαλμωδία ἀπὸ ἀφιερωμένες γυναῖκες ἦταν ἐξίσου ἀποδεκτὴ τόσο στὴ μοναστηριακὴ λατρεία ὅσο καὶ στὴν ἐνοριακή, καὶ ἐτελεῖτο εἴτε συναφῶς μὲ χοροὺς ἀνδρῶν εἴτε χωρὶς αὐτούς. Τοῦτο μπορεῖ νὰ τεκμηριωθεῖ καὶ ἀπὸ τὴν πολὺ χαρακτηριστικὴ πληροφορία ποὺ ὑπάρχει στὸν Τιμαρίωνα (12ος αἰ.), σχετικὰ μὲ τὴ συμμε¬τοχὴ χοροῦ «ὁσίων γυναικῶν καὶ μοναζουσῶν» κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς μνήμης τοῦ πολιούχου τῆς Θεσσαλονίκης ἁγίου Δημητρίου, ἡ ὁποία ἐτελεῖτο μὲ ξεχωριστὴ λαμπρότητα. «Τότε γοῦν τῶν κατὰ τὴν ἑορτὴν μᾶλλον ἠκριβω¬μένων – οἷα τούτους σχόντων τοὺς θεωρούς –, ψαλμῳδία θειοτέρα τις ἐξηκούετο, ῥυθμῷ καὶ τάξει καὶ ἀμοιβῇ ἐντέχνῳ ποικιλ-λομένη πρὸς τὸ χαριέστερον· ἦν δὲ οὐκ ἀνδρῶν μόνον ὕμνος ἀναπεμπόμενος, ἀλλὰ δὴ καὶ γυναῖ¬κες ὅσιαι καὶ μονάζουσαι περὶ τὸ πτερύγιον εὐώνυμά που τοῦ ἱεροῦ, πρὸς δύο χοροὺς ἀντιφώνους διαιρεθεῖσαι καὶ αὗται τὸ ὅσιον ἀπεδίδουν τῷ μάρτυρι» .
Στὴ βυζαντινὴ λειτουργικὴ πράξη, ποὺ χαρακτηρίζεται τουλάχιστον μέχρι τὸν 11ο αἰώνα γιὰ πλουραλισμό, ἡ ψαλμωδία ἀπὸ γυναῖκες δὲν φαίνεται νὰ προσέκρουε στὸν προσδοκώμενο σεβασμὸ πρὸς τὴ λειτουρ¬γικὴ τάξη.
* * *
Οἱ ψάλτες ἀνήκουν στὴν τάξη τοῦ κατώτερου κλήρου, ποὺ ἐντάσσεται στὴν ἱερωσύνη μὲ χειροθεσία ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο ἐκτὸς τοῦ ἱ. βήματος. Εἶναι χαρα-κτηριστικὸς ὁ 15ος κανόνας τῆς Λαοδικείας: «Περὶ τοῦ μὴ δεῖν πλὴν τῶν κανο-νικῶν ψαλτῶν, τῶν ἐπὶ τὸν ἄμβωνα ἀναβαινόντων καὶ ἀπὸ διφθέρας ψαλλό-ντων, ἑτέρους τινὰς ψάλλειν ἐν ἐκκλησίᾳ» . Οἱ ἑρμηνευτὲς τοῦ κανόνα ὑπο-γραμμίζουν τὴν ἀναγκαιότητα τῆς χειροθεσίας, ὡς οὐσιαστικὸ στοιχεῖο τῆς εὐτα-ξίας, προκειμένου νὰ ψάλλει κάποιος κατὰ τὴν ὥρα τῶν λατρευτικῶν συνάξε-ων . Ὁ Βαλσαμώνας διευκρινίζει περαιτέρω:
«ὅτι τὸ παλαιὸν κοινολαΐται τινὲς ἰδιοῦντο τὰ τῶν κληρικῶν προνόμια, καὶ ἐπ’ ἐκκλησίας τῶν θείων ψαλμῳδημάτων κατήρχοντο, εἰς καταφρόνησιν τῶν κλη-ρικῶν. Ἔψαλλον δὲ καί τινα παραλλαγμένα καὶ ἀσυνήθη, οἷά εἰσι τὰ σήμερον ψαλλόμενα παρὰ τῶν γυναικῶν τῶν ἑπομένων τοῖς σίγνοις» .
Στὴν πραγματικότητα ἡ κανονικὴ ἐπιταγὴ τῆς συνόδου τῆς Λαοδίκειας μπο-ρεῖ νὰ συσχετισθεῖ πιθανότατα μὲ τὴν ἀπόρριψη ἀπὸ πλευρᾶς τῆς Ἐκκλησίας νὰ ψάλλουν γυναῖκες, πράξη ποὺ στὴν συγκεκριμένη περίπτωση προωθοῦσαν αἱρετικοί, χωρὶς νὰ σέβονται ἐν προκειμένῳ τὶς ἐκκλησιαστικὲς ἀρχές .
Οἱ ἱ. κανόνες προβλέπουν περὶ τῶν ψαλτῶν ἰδιαίτερες καὶ αὐστηρό¬τερες σὲ σχέση μὲ τοὺς λαϊκοὺς διατάξεις. Π.χ. ὁ 14ος κανόνας τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς ἐπι-τάσσει τὴ μὴ σύναψη μικτοῦ γάμου ἀπὸ τοὺς ἀναγνῶ¬στες καὶ τοὺς ψάλτες . Ὅσοι ἦταν ἤδη ἔτσι νυμφευμένοι ὄφειλαν νὰ προσάγουν τὰ παιδιά τους στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὁ ἱερατικὸς χαρακτήρας τῶν ψαλτῶν ὅμως δὲν συνι-στοῦσε κώλυμα γάμου καὶ ἑπομένως ἦταν δυνατὴ ἡ σύναψή του καὶ μετὰ τὴ χειροθεσία.
Ἡ πιστότητα στὴν κανονικὴ τάξη ἐπέβαλλε νὰ μὴν ψάλλουν κατὰ τὶς ἀκο-λουθίες πρόσωπα ποὺ δὲν εἶχαν λάβει προηγουμένως τὴ σχετικὴ χειροθεσία. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ ἄρνηση τοῦ ἀββᾶ Νείλου (τέλος 6ου/ἀρχὲς 7ου αἰ.) νὰ ψάλλει «τὰ τροπάρια», κατὰ τὴν ἀγρυπνία τοῦ Σαββάτου πρὸς Κυριακὴ ποὺ τε-λοῦσε στὸ κελλί του στὴν κορυφὴ τοῦ Σινᾶ, λέγοντας στοὺς ἐπισκέπτες του, Ἰωάννη Μόσχο καὶ Σωφρόνιο (τὸν μετέπειτα πατριάρχη Ἱεροσολύμων), ὅτι τὰ τροπάρια ψάλλονται ἢ διαβάζονται μόνο ἀπὸ τοὺς ψάλτες ἢ τοὺς ἱερεῖς ποὺ ἔχουν τὴ χειροθεσία ἢ τὴ χειροτονία. Ἀντίθετα
«οἱ χειροτονίαν μὴ ἔχοντες (μεταξὺ αὐτῶν περιλαμ¬βάνονται καὶ οἱ μοναχοὶ) καὶ ὑπὸ ἱερέων μὴ προτρεπόμενοι καὶ ἐν ἐκκλησίᾳ ἢ ἐν κελλίῳ εἰς τὰ ψαλτικὰ προ-βάλλονται, πᾶσι τοῖς εὖ φρο¬νοῦσι γνωστὸν ὑπάρχει ὅτι ἑαυτοὺς χειροτονοῦσι, μᾶλλον δὲ ὑπὸ τῆς κενοδοξίας καὶ ὑπερηφανίας καὶ οἰήσεως χειροτονοῦνται, καὶ πρὸς μὲν τὰ λυσιτελῆ καὶ συμφέροντα ἀμβλυωποῦσι καὶ τυφλώττουσι, πρὸς δὲ τὰ μὴ ὠφελοῦντα ἀλλὰ καὶ λίαν βλάπτοντα εὔτολμοι καὶ εὐχερεῖς ὀξύρροποι εὑρίσκονται» .
Ἡ ἀντίθεση πρὸς τὴν παραβίαση τῆς κανονικότητος, ποὺ ἐνίοτε ὀξυρρό-πως καὶ αὐθαιρέτως ἐκδηλωνόταν ἀκόμα καὶ ἀπὸ ἀσύνετους μοναχοὺς ποὺ περιφρονοῦσαν τὴν τάξη, δὲν ἦταν τόσο ἰσχυρὴ γιὰ νὰ περιφρουρήσει τὴν ἱερα-τικὴ ἰδιότητα τῶν ψαλτῶν. Ἔτσι σιγὰ-σιγὰ αὐτή, καθόσον δὲν ἀπαιτεῖται χειρο-θεσία, στὴν πραγματικότητα λησμονήθηκε, ὅπως καὶ τῶν ὑπολοίπων κατώτε-ρων κληρικῶν (πλὴν ἴσως τοῦ ὑποδιακόνου, ὁ ὁποῖος μέχρι καὶ τὶς μέρες μας στὴν ἑλληνικὴ ὀρθοδοξία χειροθετεῖται ἔστω καὶ τυπικά, ὡς μία ἀναγκαία βαθ-μίδα πρὶν ἀπὸ τὴ χειροτονία τοῦ διακόνου).
Ἐφόσον ἡ κανονικὴ τάξη ἐπιτάσσει τὴ χειροθεσία τῶν ψαλτῶν, τότε ποιὰ μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ σχέση τῆς γυναίκας μὲ ἕνα βαθμὸ ἱερωσύνης, ἔστω καὶ κατώ-τερο; Θὰ μποροῦσε ἡ Ἐκκλησία νὰ χειροθετήσει ἢ νὰ χειροτονήσει γυναίκα, μὲ τὸ δεδομένο μάλιστα ὅτι ὑπάρχει κανονικὴ ἀπαγόρευση εἰσόδου τῶν γυναικῶν ἐντὸς τοῦ θυσιαστηρίου (βλ. κανόνα 44 Λαοδικείας, πρβλ. καὶ 69 τῆς Πενθέ-κτης, ὁ ὁποῖος ἐπεκτείνει τὴν ἀπαγόρευση σὲ ὅλους τοὺς λαϊκούς);
Ὅ,τι σήμερα ἀντιλαμβανόμεθα ὡς παγιωμένη πράξη δὲν σημαίνει ὅτι αὐτὴ ἴσχυε καὶ παλαιότερα. Ἡ λειτουργικὴ τάξη ὑπαγόταν στοὺς νόμους τῆς ρευστό-τητος, δεχόμενη τὶς ἐπιρροὲς τῶν ποικίλων τοπικῶν παραδόσεων, ὡσὰν τὴν κοίτη ἑνὸς εὐρύχωρου ποταμοῦ ποὺ δέχεται τὴ ροὴ τῶν ὑδάτων ἀπὸ ἑκατέρω-θεν παραποτάμους. Ἡ Ἐκκλησία ἀποδεχόταν τὴν ἐξέλιξη ἢ τὴν ποικιλία τῆς λει-τουργικῆς πράξεως, ἐφόσον δὲν προσβαλλόταν ἡ ἀπρόσκοπτη δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Ὕψωνε ὅμως τείχη καὶ ἔθετε αὐστηροὺς κανόνες στὴν ἀντίθετη περί-πτωση. Ἡ διεύρυνση ἢ ἡ συστολὴ τῆς ποικιλίας τῶν λειτουργικῶν πράξεων κα-θὼς καὶ ὁ ἔλεγχος αὐτῶν παρατηρεῖται καὶ στὸ θέμα τῆς χειροτονίας τῶν γυναι-κῶν (διακονισσῶν).
Ὅπως εἶναι ἀπὸ πολλὲς πηγὲς γνωστόν, οἱ διακόνισσες χειροτο¬νοῦνταν ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ διάκονοι. Ἡ ὑποψήφια στεκόταν στὴ σολέα πρὸ τῶν ἁγίων θυρῶν σκεπασμένη μὲ μαφόριο. Ἀπὸ τὴ σολέα προσαγόταν στὴν Ἁγία Τράπε-ζα, ὅπου ὁ ἐπίσκοπος τὴ χειροτονοῦσε μὲ ἐπίθεση τῶν χειρῶν, ἀπαγγέλλοντας ὄχι μίαν εὐχή, ὅπως στὶς χειροθεσίες τῶν κατωτέρων κληρικῶν, ἀλλὰ δύο εὐχές, ποὺ συνιστᾶ γνώρισμα τῶν χειροτο¬νιῶν τῶν ἀνωτέρων κληρικῶν. Κατὰ τὴ χει-ροτονία ὁ ἐπίσκοπος, ἔχοντας τὰ χέρια ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τῆς διακονίσσης, ἐκφωνοῦσε «Ἡ θεία χάρις ἡ τὰ ἀσθενῆ θεραπεύουσα ...», ἐπίσης γνώρισμα τῆς τάξεως τῶν χειροτονιῶν τῶν ἀνωτέρων κληρικῶν. Ἡ διακόνισσα περιεβάλλετο, ὅπως καὶ ὁ διάκονος, τὸ διακονικὸ ὡράριο, φέρουσα ὅμως τοῦτο «ὑποκάτωθεν τοῦ μαφορίου», μὲ τὶς δύο ἄκρες αὐτοῦ μπροστά. Κατὰ τὴν ὥρα τῆς θ. κοινωνί-ας, ἡ διακόνισσα κοινωνεῖ, ὅπως ὁ διάκονος, παίρνοντας τὸ ἅγιο ποτήριο ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἀρχιερέα, ἀλλὰ «οὐδενὶ μεταδίδωσι» τὴ θ. κοινωνία, ἀλλὰ «ἐπιτίθη-σι αὐτὸ (τὸ ποτήριον) τῇ ἁγίᾳ τραπέζῃ» .
Ὁ μοναχὸς Νίκων τοῦ Μαύρου Ὄρους (± 1025-ἀρχὲς 12ου αἰ.) ἀναφέρει κανονικὴ διάταξη ποὺ προστέθηκε στὴν ὕλη νομοκάνονα, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία οἱ διακόνισσες εἰσέρχονταν ἐντὸς τοῦ ἱ. βήματος καὶ στὴ συνέχεια λάμ-βαναν τὸ ἅγιο ποτήριο γιὰ νὰ κοινωνήσουν τὶς γυναῖκες .
Ὅμως στὴ λειτουργικὴ πράξη τῶν βυζαντινῶν οἱ διακόνισσες δὲν ἦταν οἱ μόνες ποὺ κοινωνοῦσαν ἐντὸς τοῦ βήματος. Ἡ δυνατότητα παρείχετο καὶ στὶς αὐτοκράτειρες, οἱ ὁποῖες σὲ κάποιες περιπτώσεις κοινωνοῦσαν ὅπως καὶ οἱ αὐτοκράτορες ἐντὸς τοῦ ἱ. βήματος. Ἐνδεικτικὰ ἡ αὐγούστα ἁγία Πουλχερία (399-453) (μνήμη 17 Φεβρουαρίου) ζήτησε ἀπὸ τὸν πατριάρχη Σισίννιο Α΄ (426-427) νὰ μετέχει στὴ θ. εὐχαριστία κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ πάσχα ἐντὸς τοῦ θυ-σιαστηρίου καὶ ἐξασφάλισε τὴ δυνατότητα. Ὅμως ὁ διάδοχός του Νεστόριος (428-431) τὴν ἐμπόδισε νὰ κοινωνεῖ ἔτσι. Ἡ αὐγούστα τότε προσπάθησε νὰ στηρίζει θεολογικὰ τὸ αἴτημά της, λέγοντας ὅτι αὐτή, ὡς αὐγούστα, εἶναι τύπος τῆς Θεοτόκου, ποὺ ἦταν ἡ μοναδικὴ γυναίκα ποὺ εἰσῆλθε στὰ Ἅγια τῶν ἁγίων , ὅπως καὶ ὁ αὐτοκράτορας εἶναι τύπος τοῦ βασιλέως Χριστοῦ.
Αὐτὴ ἡ τάξη, οἱ διακόνισσες νὰ ἔχουν τὸ ρόλο ποὺ περιγράψαμε παραπά-νω, ἴσχυε γιὰ πολλοὺς αἰῶνες. Τὸ «τάγμα» τῶν διακονισ¬σῶν τίμησαν ἐξέχουσες μορφὲς ἁγίων γυναικῶν, ὅπως π.χ. ἡ Ὀλυμπιάδα (4ος-5ος αἰ., μνήμη 25 Ἰουλί-ου), ἡ Δομνίκη (5ος αἰ., μνήμη 8 Ἰανουαρίου), ἡ Εἰρήνη Χρυσοβαλάντου (9ος-10ος αἰ., μνήμη 28 Ἰουλίου) κ.ἄλ.
Οἱ διακόνισσες ἀρχικὰ εἶχαν τὴν ὑποχρέωση νὰ βοηθοῦν στὶς βαπτίσεις τῶν ἐνηλίκων γυναικῶν, στὴν πορεία ὅμως τοῦ χρόνου, ἰδίως μετὰ τὴν εἰσαγω-γὴ τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ, περιορίσθηκε τὸ εὖρος τῶν καθηκόντων τους, κατὰ συνέπεια καὶ ἡ ἀριθμητική τους παρουσία στὴν ἐνοριακὴ λειτουργικὴ ζωή. Ἔτσι πλέον ὁ θεσμὸς ἀπαντᾶται κυρίως στὸν μοναχισμό, μὲ τὴν ἡγουμένη νὰ λαμβά-νει σχεδὸν πάντοτε τὴ χειροτονία τῆς διακόνισσας. Ἀναφέρω δύο-τρία χαρα-κτηριστικὰ χωρία ἀπὸ ἁγιολογικὲς πηγές.
Ὁ Νεκτάριος Κωνσταντινουπόλεως «τὸ ἱερατικὸν σχῆμα τῆς ἐν Χριστῷ δια-κονίας δίδωσιν αὐτῇ (τῇ ὁσίᾳ Δομνίκῃ), προεστῶσαν καταστήσας αὐτὴν πασῶν τῶν προσερχομένων ψυχῶν σώζεσθαι διὰ τῆς ἐν τῇ μονῇ» διαβιώσεως. Ἀνά-λογη πράξη ἀναφέρεται καὶ στὸν Βίο τῆς ὁσίας Εἰρήνης Χρυσοβαλάντου (BHG 952):
«Εὐθὺς οὖν μηδὲν μελλήσας ὁ πατριάρχης (Μεθόδιος Κωνσταντινουπόλεως) ἀναστὰς τοῦ θρόνου καὶ θυμιατήριον αἰτήσας βαλών τε θυμίαμα καὶ τὸν Θεὸν εὐλογήσας ὑμνῳδίας τε προσφόρου πρῶτος ἀρξάμενος, διάκονον τῆς μεγάλης Ἐκκλησίας πρῶτον χειροτονεῖ τὴν Εἰρήνην –ᾔδη γὰρ τῷ ἐν αὐτῷ πνεύματι τὴν αὐτῆς καθαρότητα– καὶ μετὰ τοῦτο καὶ τὴν τῆς ἡγουμενείας ἐπιτίθησι σφραγί-δα» .
Ἡ ἴδια πράξη ἐφαρμόσθηκε καὶ στὴ χειροτονία τῆς πολὺ γνωστῆς διακόνου καὶ ἡγουμένης ὁσίας Ὀλυμπιάδος, καθὼς καὶ σὲ αὐτὴ τῆς διαδόχου της στὴν ἡγουμενία Ἐλισανθίας:
«Προχειρίζεται μετὰ τὴν τελευτὴν τῆς ὁσίας ἡγουμένη τῆς ἁγίας ἐκείνης τοῦ Χριστοῦ ποίμνης ἡ … θεοφιλεστάτη Ἐλισανθία ἡ διάκονος, ἡ αὐτῆς συγγενίς, ἀπαράλλακτον πάντα τὸν κανόνα, ὃν παρέλαβεν ὑπὸ τῆς ὁσίας καὶ μακαρίας ἐκείνης ψυχῆς καὶ πάσας τὰς ἀρετὰς αὐτῆς βαδίσασα» .
Θὰ πρέπει ἐν προκειμένῳ συναφῶς νὰ ὑπογραμμισθεῖ ὅτι ἡ ἡγουμένη δια-κόνισσα εἶχε τὴ δυνατότητα νὰ ἀναδέχεται τὶς μοναχές, ἐντάσσοντάς τες διὰ τῆς κουρᾶς στὴ μοναστικὴ ἀδελφότητα. Ἡ Εὐγενία Ζούκοβα ἔχει ἤδη ἐπισημάνει μέσα ἀπὸ τὶς ἁγιολογικὲς πηγὲς ὅτι τὸ σχῆμα τὸ ἔδιδε στὶς μοναχὲς ἡ ἡγουμένη, ἔπειτα ἀπὸ μία εὐχὴ ἢ ἀκολουθία ποὺ τελοῦσε ἡ ἴδια. Στὸν Βίο τῆς ἁγίας Εὐπρα-ξίας (5ος αἰ., μνήμη 24 Ἰουλίου) (BHG 631) λέγονται π.χ. χαρακτηριστικὰ τὰ ἑξῆς: «Τῇ οὖν ἐπαύριον λαβοῦσα ἡ διάκονος τὴν Εὐπραξίαν εἰσφέρει αὐτὴν ἐν τῷ εὐκτηρίῳ καὶ εὐξαμένη αὐτὴ περιέβαλεν αὐτῇ τὸ μοναχικὸν σχῆμα» . Στὸν Βίο τῆς ὁσίας Ματρώνας (5ος-6ος αἰ., μνήμη 9 Νοεμβρίου) (BHG 1221) ἀναφέ-ρεται ὅτι ἡ ὁσία ἔλαβε τὸ σχῆμα ἀπὸ τὸν Βασιανὸ σὲ μία τάξη ἀκολουθίας ποὺ ὁ ἴδιος καθόρισε. Στὴ συνέχεια τὸ ἴδιο ἐφήρμοζε καὶ ἡ ἴδια στὸ μοναστήρι της.
«… ὃν γὰρ τρόπον ἀποταξαμένη ἡ ὁσιωτάτη Ματρώνα ἠξιώθην λαβεῖν παρὰ τοῦ ἁγίου γέροντος τὸ τοῦ μονάζοντος σχῆμα, τῷ αὐτῷ τρόπῳ καὶ αὐτῇ ταῖς προσιούσαις αὐτῇ ἔχειν παρέχουσα …» . «… καὶ ὥσπερ ὁ ὁσιώτατος Βασιανὸς μετὰ πολὺν χρόνον καὶ μετὰ πολλῆς τῆς δοκιμασίας ἐπετίθει χεῖρα οἷς ἐπετίθει, οὕτως καὶ ἡ μακαρία Ματρῶνα, εἰ μὴ τὸν χρόνον ἐδέξατο μαρτυροῦντα τὴν προαίρεσιν τῆς προσελθούσης οὐ κατεδέχετο αὐτῇ δοῦναι σχῆμα …» .
Ἡ μετάδοση τοῦ σχήματος στὶς περιπτώσεις αὐτὲς ὅμως ἦταν πράξη ποὺ δὲν εἶχε σχέση μὲ τὸ θυσιαστήριο, δηλ. δὲν γινόταν συναφῶς μὲ τὴ θ. λειτουργί-α, καὶ μποροῦσε νὰ τελεσθεῖ ὁπουδήποτε, σὲ ἕνα μοναστήρι ἢ σὲ ἕνα σπίτι, στὴν ἔρημο ἢ στὴν πόλη, ἀπὸ μοναχὸ ἢ μοναχή.
Ἡ ἱερατικὴ ἰδιότητα τῆς ἡγουμένης ὅπως καὶ τῆς διακονίσσης καὶ ἡ σύνδε-σή τους μὲ τὸ θυσιαστήριο προϊόντος τοῦ χρόνου ἀτονοῦν. Εἶναι χαρακτηρι-στικὴ ἡ 38η ἐρώτηση τοῦ Μάρκου Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος τὸν 12ο αἰώνα ζη-τοῦσε νὰ μάθει ποιὸ ἦταν τὸ λειτούργημα τῶν διακονισσῶν («Οἱ θεῖοι κανόνες μέμνηνται διακονισσῶν· ζητοῦμεν οὖν μαθεῖν ποῖόν ἐστι τὸ τούτων λειτούργη-μα), γιὰ νὰ ἀπαντήσει ὁ Θεόδωρος Βαλσαμὼν ὅτι
«Πάλαι ποτὲ καὶ τάγματα τῶν διακονισσῶν τοῖς κανόσιν ἐπεγινώσκετο καὶ εἶχον καὶ αὗται βαθμὸν ἐν τῷ βήματι· ἡ δὲ τῶν ἐμμήνων κάκωσις τὴν ὑπηρεσίαν ταύτην ἐκ τοῦ θείου καὶ ἁγίου βήματος ἐξέωσε (ὡσὰν τότε μόνο νὰ διαπιστώθηκε αὐτὴ ἡ φυσιολογικὴ λειτουργία τοῦ γυναικείου σώματος, χωρὶς μάλιστα ὁ Βαλ-σαμὼν νὰ λαμβάνει ὑπόψιν τοὺς προγενέστερους σχετικοὺς κανόνες καὶ νόμους, ποὺ ἀναφέρονται σὲ αὐτὸ τὸ γυναικεῖο «πάθος» , οἱ ὁποῖοι σημειωτέον δὲν κά-νουν ὁποιαδήποτε νύξη περὶ τῶν διακονισσῶν) παρὰ δὲ τῇ ἁγιωτάτῃ Ἐκκλησίᾳ τοῦ θρόνου τῶν Κωνσταντινουπολιτῶν διακόνισσαι προχειρίζονται, μίαν μὲν με-τουσίαν μὴ ἔχουσαι ἐν τῷ βήματι, ἐκκλησιάζουσαι δὲ τὰ πολλά, καὶ τὴν γυναι-κωνῖτιν ἐκκλησιαστικῶς διορθούμεναι» .
Θὰ πρέπει νὰ ὑπογραμμισθεῖ περαιτέρω ὅτι καὶ τὰ πολὺ μικρὰ κοριτσάκια, σύμφωνα μὲ τὸν πατριάρχη Λουκᾶ Χρυσοβέργη, ἀποκλείονταν ἀπὸ τὴν εἴσοδο στὸ ἱ. βῆμα, ἀκόμα καὶ σὲ περίπτωση ἐξαιρετικῆς ἀνάγκης διακονίας τοῦ λει-τουργοῦ.
«Τὸ θῆλυ, ὁποίας ἂν εἴη ἡλικίας, τῆς οἰκείας φύσεως ἐκστῆναι οὐ δύνανται· ἐπεὶ οὖν καθόλου ταῖς γυναιξί τε τῶν θείων ἀδύτων ἀποκέκλεισται, οὐκ εἰσελεύσεταί τις τούτων ἐντός, κἂν πάνυ εἴη ἡλικίᾳ νεάζουσα· εἰ γὰρ τοῦτο δοίημεν, πολλὰ τὰ ἄτοπα ἕψεται· τῶν μὲν γὰρ ἐν γάμῳ κωλύεσθαι, ὑποπτευομένων διὰ τὸν γάμον αὐτῶν, καὶ εἰ τοῦτο, ποῦ τὸ τίμιον αὐτοῦ καὶ τὸ τῆς κοίτης ἀμίαντον; τῶν δὲ ἐν ἁγνείᾳ καὶ σωφροσύνῃ διὰ τὸ παρὰ ταύτας ἀμφίβολον» .
Αὐτὲς οἱ κατηγορηματικὲς καὶ ἀπόλυτες θέσεις, ποὺ ἀνάγουν πλέον τὴν ἀπαγόρευση εἰσόδου στὸ θυσιαστήριο στὴ γυναικεία φύση, προφανῶς δὲν ἴσχυαν, ὅπως εἴδαμε, παλαιότερα. Οἱ λόγοι τῆς νέας στάσεως τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι τοῦ παρόντος νὰ ἐξηγηθοῦν. Ἀσφαλῶς δὲν πρέπει νὰ ἀγνοεῖται ἡ ἐπι-σήμανση τοῦ πατριάρχη Λουκᾶ ὅτι μὲ τὴν εἴσοδο γυναικῶν ἀκόμα καὶ κοριτσιῶν ἐντὸς τοῦ ἱ. βήματος «πολλὰ τὰ ἄτοπα ἕψεται».
* * *
Ἡ Ἐκκλησία, σὲ ἰδιαίτερες περιπτώσεις ποὺ εἶναι ἐπιβεβλημένη ἡ ἐφαρ-μογὴ τῶν κανόνων οἰκονομίας, ὑπερβαίνει τὴν ἀκρίβεια, προκειμένου νὰ δια-σφαλίσει τὴ δυνατότητα σωτηρίας τῶν πιστῶν. Εἶναι χαρακτηριστικὴ π.χ. ἡ ἄνε-ση καὶ ἡ τόλμη ἐφαρμογῆς τῆς οἰκονομίας ποὺ ἐπιλέγει καὶ συνιστᾶ ὁ Μ. Φώ-τιος γιὰ τὴ μεταφορὰ θ. εὐχαριστίας ἀπὸ εὐλαβεῖς γυναῖκες, ἢ ἀκόμα καὶ ἀπὸ ἀλλόπιστες, γιὰ νὰ μεταλάβουν μελλοθάνατοι αἰχμάλωτοι χριστιανοί.
«Περὶ δέ γε τῶν τὴν κοινωνίαν διακομιζουσῶν γυναικῶν τοῖς βαρβαρικοῖς οἴκοις ἐγκεκλεισμένοις χριστιανοῖς, τοῦτο διώρισται, ὡς εὐσχήμονας εἶναι χρὴ ταύτας, καὶ οἷαι δ’ ἂν ἐν παρθενίᾳ ἢ σεμνῷ γήρᾳ κοσμούμεναι, καὶ ἄξιαι εἰς δια-κονίαν καὶ εἰς διακόνων παραδεχθῆναι βαθμόν. Εἰ δὲ τοιούτων ἀπορία εἶναι δοκεῖ, μηδὲ τὰς πίστεως ἀλλοτρίας βουλομένας εὐποιεῖν χριστιανοῖς ἀδελφοῖς καὶ ἐπὶ τοσοῦτον αὐτοῖς τεθαρρηκέναι καὶ προσανατεθῆναι, μηδ’ αὐτὰς ἐκείνας πα-ρατηρεῖσθαι· ἀλλὰ καὶ δι’ αὐτῶν εἰσκομίζειν τὴν τοῦ ἁγιασμοῦ κοινωνίαν τοῖς μηδ’ ὑπ’ αὐτῆς τῆς τυραννίδος τῆς εἰς Χριστὸν κατωλιγορηκόσι πίστεως· οὐδέποτε γὰρ κοινοῦται τὸ ἅγιον, μᾶλλον δὲ ἁγιάζει καὶ τοὺς κεκοινωμένους· εἰ μὴ ὕποπτά τινα πρόσωπα, καταπαίζειν συνήθως ἔχοντα τῶν θείων, ταῦτα ἐγχειρισθῆναι προφασίζοιντο» .
Αὐτὸ καὶ μόνο τὸ παράδειγμα φανερώνει τὴ δυνατότητα ποὺ εἶχαν οἱ πατέ-ρες νὰ ὑπερβαίνουν τὸ νόμο, ὅταν οἱ ποιμαντικὲς καὶ οἱ λειτουργικὲς ἀνάγκες τὸ ἀπαιτοῦσαν.
* * *
Στὸ corpus τῶν ἱ. κανόνων δὲν ὑπάρχει ἔμμεση ἢ ἄμεση ἀπαγόρευση γιὰ τὴν ψαλμωδία ἀπὸ γυναῖκες. Ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενικὴ σύνοδος σὲ ἕνα πλέγμα κανόνων ποὺ ἀναφέρονται στὴ λατρεία καὶ τὸν ναὸ ἐκδίδει κανόνα (ὁ 70ός), γιὰ νὰ ἀπαγορεύσει τὴν ὁμιλία γυναικῶν κατὰ τὴν ὥρα τῆς θ. λειτουργίας. Ἡ ἀπαγόρευση ἀναφέρεται ἀποκλειστικὰ σὲ αὐτὴ τὴν ἀταξία (τὴ «φλυαρία» ὅπως τὴν ὀνομάζει ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καὶ ὁ Ἰσίδωρος Πηλουσιώτης στὸ παραπάνω παρατιθέμενο χωρίο) καὶ οὐδεμία σχέση ἔχει μὲ τὴν ψαλμωδία ἀπὸ γυναῖκες, ἡ ὁποία, ὅπως εἴδαμε, ἦταν πράξη ἀρκετὰ διαδεδομένη, ἰδίως ἀπὸ τὸν 4ο μέχρι καὶ τὸν 6ο αἰώνα, καὶ ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία . Ἐξάλλου ἐὰν ὑπῆρχε πρόθεση μίας τέτοιας ἀπαγόρευσης θὰ εἶχε καταγραφεῖ στὸν ad hoc 75ο κανόνα τῆς ἰδίας συνόδου, ὁ ὁποῖος καταφέρεται κατὰ τῶν «ἀτάκτων βοῶν» κάποιων ψαλτῶν, θέτοντας ὡς ἀρχὴ ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ νὰ γίνεται «μετὰ πολλῆς προσοχῆς καὶ κατανύξεως» .
Σκοπὸς τοῦ κανονικοῦ νομοθέτη εἶναι ἡ περιφρούρηση τῆς ἀληθινῆς λα-τρείας, ποὺ προάγει πρὸς τὸν Θεό. Ὅταν ἡ ψαλμωδία γίνεται πρόσκομμα, δηλ. ὅταν ἡ ἐμμελὴς ἐκφορὰ τοῦ λόγου γίνεται αὐτοσκοπός, ὁ νοῦς τοῦ προσευχομέ-νου ἐγκλωβίζεται στὰ γήινα καὶ χάνει τὴν ἀναφορὰ πρὸς τὸν Θεό.
Ὁ μνημονευθεὶς Νεῖλος Σιναΐτης, ἐκφράζοντας τὴν παράδοση τῶν ἐρη-μιτῶν, ὑποστηρίζει ὅτι πάντοτε ἡ ψαλμωδία δὲν ὠφελεῖ τοὺς μοναχούς, καθό-σον μπορεῖ νὰ διασπᾶ τὸν προσευχόμενο νοῦ τοῦ ἡσυχαστῆ. Παρὰ ταῦτα οἱ ὕμνοι εἶναι «ἡ στολὴ καὶ ἡ δόξα» τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, (δηλ. τῆς ἐνορίας), ἡ ὁποία συστηματικὰ καλλιέργησε καὶ ἀνέπτυξε τὸ λεγόμενο Ἀσματικὸ τυπικό . «Τὸ γὰρ ᾆσμα καὶ τὰ περὶ τῶν τροπαρίων ... οὐ τοσοῦτον ὠφελοῦσι τοὺς μονά-ζοντας, ὅσον βλάπτουσι· τὸ γὰρ ᾆσμα καὶ τὰ τροπάρια οὐ λυσιτελοῦσι τοῖς μο-νάζουσι. Ταῦτα γὰρ οὐκ ἔστι τῶν μοναχῶν ἀλλὰ τῶν κοσμικῶν καὶ στολὴ καὶ δό-ξα τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας· διὰ γὰρ τὸ ᾆσμα καὶ ὁ λαὸς ἐν ταῖς ἐκκλησίαις συ-ναθροίζεται» .
Ἡ παιδαγωγικὴ ἀξία τῆς ψαλμωδίας ἐπισημαίνεται ἀπὸ τὸν διακριτικὸ καὶ πιστὸ στὴν κανονικὴ παράδοση ἀσκητὴ Νεῖλο. Τὸ ἆσμα λειτουργεῖ ὡς πόλος ἕλξεως καὶ συναθροίζει τοὺς πιστοὺς στὸν ναό. Ἑπομένως ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νὰ τὸ προστατεύει καὶ νὰ διασφαλίζει τὶς προϋποθέσεις τῆς θεοφιλοῦς ψαλμω-δίας. Αὐτὸ ἐξάλλου τονίζουν ὅλοι οἱ λειτουργιολόγοι πατέρες. Ἔτσι, θὰ πρέπει νὰ ὀργανώνονται χοροὶ ψαλτῶν, νὰ διαδίδεται ἡ ἐκκλησιαστικὴ μουσική, νὰ τη-ροῦνται οἱ κανόνες καὶ ἡ τάξη ποὺ θέτουν οἱ συντάκτες τῶν τυπικῶν. Στὸ πλαί-σιο τῆς ποιμαντικῆς
μέριμνας θὰ πρέπει προφανῶς νὰ ἀξιοποιοῦνται καὶ οἱ εὐσεβεῖς γυναῖκες, ἰδίως στὶς περιπτώσεις ἀδυναμίας ἐξευρέσεως ἀνδρῶν ψαλτῶν, ποὺ συχνὰ συμβαί-νει κατὰ τὶς καθημερινὲς λατρευτικὲς συνάξεις. Μποροῦμε νὰ θυμηθοῦμε γιὰ παράδειγμα ὅσα σχετικὰ ὁ παραδοσιακότατος
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης ἀναφέρει γιὰ τὶς γυναῖκες ποὺ ἔψαλλαν, διακονώ-ντας ἁπλοϊκοὺς λευΐτες στὴ Σκίαθο . Παράλληλα, δὲν θὰ πρέπει νὰ διαφεύγει τῆς προσοχῆς μας ἡ ἰσχυρὴ παράδοση τῶν σλαβικῶν Ἐκκλησιῶν νὰ ψάλλουν γυναῖκες κατὰ τὶς λατρευτικὲς συνάξεις.
Ἡ προσευχὴ εἶναι ὑποχρέωση ὅλων τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. «Ταῦτα (δηλ. οἱ ποικίλες ἐκφάνσεις τῆς λατρείας) οὐ μόνον μοναχοῖς καὶ κοσμικοῖς ἀλλὰ καὶ γυναιξὶ πισταῖς καὶ εὐλαβέσι πρέπον καὶ οὐδεὶς ὁ κωλύων» , λέει ὁ ἀββᾶς Νεῖλος.
* * *
Ἐν κατακλεῖδι ὑπὸ μορφὴ συμπερασμάτων μποροῦν νὰ διατυπωθοῦν τὰ ἑξῆς:
1. Στὴ λειτουργικὴ πράξη ὑπῆρξαν, ἰδίως στὴν περίοδο πρὶν ἀπὸ τὴν εἰκο-νομαχία, καὶ χοροὶ ψαλτριῶν, οἱ ὁποῖοι συστήθηκαν καὶ κάποιες φορὲς διευ-θύνθηκαν ἀπὸ πατέρες καὶ ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας.
2. Οἱ γυναῖκες ἔψαλλαν, εἴτε σὲ μικτοὺς χοροὺς εἴτε συνηθέστερα συγκρο-τοῦσες αὐτὲς ξεχωριστὸ χορό, στὴν καθημερινὴ τακτικὴ λατρεία καὶ σὲ περιστα-σιακὲς ἀκολουθίες.
3. Ἡ ψαλμωδία ἀπὸ γυναῖκες γινόταν καὶ στὴ δημόσια λατρεία ὄχι μόνο στὶς γυναικεῖες μονές.
4. Δὲν ὑπάρχει ἀπαγόρευση στοὺς ἀποστολικούς, συνοδικοὺς καὶ πατερι-κοὺς κανόνες γιὰ τὴν ψαλμωδία ἀπὸ γυναῖκες.
5. Σὲ περιπτώσεις ἀνάγκης ἐφαρμογῆς οἰκονομίας ἡ Ἐκκλησία παρουσια-ζόταν ἀποφασιστικὴ καὶ τολμηρή.
6. Μὲ βάση τὴν παράδοση, ἔτσι ὅπως ἐκφράστηκε ἀπὸ τοὺς πατέρες, μπο-ροῦν καὶ σήμερα οἱ γυναῖκες νὰ ψάλλουν στὴν Ἐκκλησία, ἰδίως σὲ περιπτώσεις ἀδυναμίας ἐξευρέσεως ἀνδρῶν, ὑπὸ τοὺς ὅρους ποὺ ἐτέθησαν ἀπὸ τὰ ἁρμόδια ἐκκλησιαστικὰ πρόσωπα καὶ ὄργανα, τῆς μὴ προκλήσεως σκανδάλων, ἢ τὸ χει-ρότερον πτώσεως σὲ ἀθέμιτες πράξεις.
7. Ἡ Ἐκκλησία γιὰ πολλοὺς αἰῶνες δὲν ἀπέκλειε τὴν εἴσοδο γυναικῶν στὸ θυσιαστήριο, εἴτε στὴν περίπτωση τῶν διακονισσῶν εἴτε στὴν περίπτωση τῶν βασιλισσῶν, οἱ ὁποῖες μάλιστα κοινωνοῦσαν ἐντὸς τοῦ ἱ. βήματος, ὅπως καὶ οἱ αὐτοκράτορες.
8. Ἀλλαγή, ὅσον ἀφορᾶ στὴ θέση τῆς γυναίκας στὴ δημόσια λατρεία, παρα-τηρεῖται κυρίως μετὰ τὴν εἰκονομαχία καὶ ἐπηρεάζει ἔκτοτε ποικιλοτρόπως τὴν ἐν γένει λειτουργικὴ τάξη, ἀκόμα καὶ τὸ Εὐχολόγιον. Π.χ. ἡ μὴ εἰσαγωγὴ βρε-φῶν-κοριτσιῶν στὸ ἱ. βῆμα κατὰ τὸν σαραντισμό τους εἶναι πράξη ποὺ μαρτυ-ρεῖται μετὰ τὸν 11ο αἰώνα.