HOLY AND GREAT COUNCIL DOCUMENT

Draft Synodical Document

Τετάρτη 29 Αυγούστου 2018

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΣΜΟΣ: ΟΙ ΕΤΕΡΟΚΛΗΤΕΣ ΟΨΕΙΣ ΕΝΟΣ ΑΝΑΠΟΦΕΥΚΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ

Asisi_360
Εισήγηση στο ΙΕ΄ Διαχριστιανικό Συμπόσιο που διεξάγεται στην Ασίζη

Αν θα ήθελε να περιγράψει κανείς με βιβλικούς όρους τις σχέσεις Εκκλησίας και Κόσμου δεν θα εύρισκε ασφαλώς καταλληλότερους από αυτούς που περιέχονται, σύμφωνα με την περιγραφή του Κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου, στις τελευταίες οδηγίες του Ιησού προς τους μαθητές του λίγο πριν από τη σύλληψή του:
«Αν σας μισεί ο κόσμος, να ξέρετε πως πριν από σας εμένα έχει μισήσει. Αν ανήκατε στον κόσμο, τότε ο κόσμος θα σας αγαπούσε σαν κάτι δικό του. Επειδή όμως δεν ανήκετε στον κόσμο, αφού εγώ σας διάλεξα και σας ξεχώρισα από τον κόσμο, γι’ αυτό σας μισεί ο κόσμος. Να θυμάστε το λόγο που σας είπα: Δεν υπάρχει δούλος ανώτερος από τον κύριό του. Αν εμένα καταδίωξαν, θα καταδιώξουν κι εσάς· αν εφάρμοσαν τα λόγια μου, θα εφαρμόσουν και τα δικά σας. Αλλά θα σας τα κάνουν όλα αυτά εξαιτίας μου, γιατί δεν ξέρουν αυτόν που με έστειλε … Αυτά σας τα είπα, ώστε ενωμένοι μαζί μου να έχετε ειρήνη. Ο κόσμος θα σας κάνει να υποφέρετε· αλλά εσείς να ’χετε θάρρος, γιατί εγώ τον έχω νικήσει τον κόσμο …»[1]
Το κείμενο αυτό εντάσσεται μέσα στην ευρύτερη ενότητα των κεφαλαίων 13 – 17 του Ευαγγελίου, που έχουν ως στόχο να καταδείξουν ότι ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ είναι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού. Όσα προηγούνται της ενότητας αυτής περιγράφουν το πώς ο Θεός σαρκώθηκε, ήρθε στη γη και έκανε θαύματα, προκειμένου να αποδείξει ότι υπάρχει δυνατότητα απαλλαγής του κόσμου από το κακό που τον καταδυναστεύει. Όλη αυτή η δραστηριότητα έχει φέρει πλήθος ανθρώπων κοντά του, οι οποίοι πιστεύουν ότι στόχος του Ιησού είναι η επανίδρυση του βασιλείου του Δαβίδ και η εγκαθίδρυση της παγκόσμιας κυριαρχίας του. Γνωρίζοντας ο Ιησούς ότι όσα θα ακολουθήσουν θα οδηγήσουν τους μαθητές του σε πλήρη απογοήτευση, αναλαμβάνει να τους προετοιμάσει στο πλαίσιο μιας ιδιωτικής συζήτησης που ξεκινάει με μια συμβολική κίνηση· το πλύσιμο των ποδιών των μαθητών από τον δάσκαλο. Είναι προφανές ότι με την κίνηση αυτή υπογραμμίζει ο Ιησούς στους μαθητές του αυτό που, σύμφωνα με την αφήγηση των συνοπτικών ευαγγελιστών, είχε τονίσει, επίσης στο πλαίσιο της προετοιμασίας τους για το πάθος, ότι «Όποιος θέλει να είναι ο πρώτος θα πρέπει να γίνει ο τελευταίος απ’ όλους κι ο υπηρέτης όλων»[2].
Από τα κείμενα αυτά προκύπτει ότι χριστιανική πίστη και κόσμος είναι δύο έννοιες μεταξύ τους ασύμβατες. Από την άλλη πλευρά όμως ουδείς δύναται να αρνηθεί ότι το βασικό χαρακτηριστικό της βιβλικής πίστης είναι η πεποίθηση πως ο Θεός παρεμβαίνει ενεργά μέσα στον κόσμο συνεργαζόμενος με τους ανθρώπους. Η πεποίθηση αυτή διήκει ολόκληρη τη Βίβλο και συνιστά τη βάση της χριστιανικής πίστης που τη διαφοροποιεί ουσιαστικά από όλες τις θρησκείες και τα φιλοσοφικά συστήματα. Και, όπως είναι γνωστό, η παρέμβαση αυτή του Θεού δεν είναι αυθαίρετη, αλλά καθορίζεται από τους όρους μιας συμφωνίας, της Διαθήκης, η οποία με πρωτοβουλία του ίδιου του Θεού συνάπτεται ανάμεσα σ’ αυτόν και σε πρόσωπα ή ομάδες προσώπων, και η οποία προβλέπει δικαιώματα και υποχρεώσεις και για τα δύο συμβαλλόμενα μέρη. Αυτό σημαίνει πως ο Θεός της Βίβλου δεν είναι ένας τυραννικός δυνάστης που επιβάλλει τη θέλησή του στους ανθρώπους, αλλά ένας Θεός ο οποίος ζητά την ελεύθερη συνεργασία των ανθρώπων και μάλιστα μια συνεργασία που στηρίζεται πάνω σε συγκεκριμένους όρους ενός συμβολαίου, μιας σύμβασης. Έτσι, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι ο Θεός παρεμβαίνει τελικά στην ανθρώπινη Ιστορία υιοθετώντας όρους της πολιτικής ζωής των ανθρώπων, αφού αναπόσπαστο στοιχείο κάθε οργανωμένης πολιτικής ζωής είναι το κατά περίπτωση κοινωνικό συμβόλαιο που διέπει τα μέλη της κοινωνίας. Η πεποίθηση, κατά συνέπεια, ότι ο Θεός παρεμβαίνει στην Ιστορία, και μάλιστα στηριζόμενος σε συγκεκριμένο σχέδιο με συγκεκριμένους στόχους –που στη γλώσσα της Συστηματικής Θεολογίας χαρακτηρίζεται ως “Σχέδιο της Θείας Οικονομίας”– προσδίδει στην παρέμβαση αυτή χαρακτηριστικά πολιτικής πράξης. Με τα ίδια χαρακτηριστικά, άλλωστε, περιγράφεται η παρέμβαση του Θεού και από την ίδια τη Βίβλο, όπως προκύπτει από τη χρησιμοποιούμενη ορολογία· η εκλογή του Ισραήλ, οι επαγγελίες για κατάκτηση της Χαναάν και αιώνια στερέωση του θρόνου του Δαβίδ, η εκλογή του βασιλιά των Περσών Κύρου ως οργάνου του Θεού για τη ρύθμιση της πολιτικής ισορροπίας σε ολόκληρη την περιοχή της νοτιοδυτικής Ασίας, το όραμα του γενικού αφοπλισμού και της ανάδειξης της Ιερουσαλήμ ως πνευματικού κέντρου ολόκληρης της ανθρωπότητας, αλλά και το ίδιο το όραμα της Βασιλείας των Ουρανών, αποτελούν ελάχιστα μόνον από τα πολλά και χαρακτηριστικά παραδείγματα που επιβεβαιώνουν την παραπάνω θέση.
Η Εκκλησία ως νέος Ισραήλ καθίσταται κληρονόμος των επαγγελιών των προφητών. Κατά συνέπεια, μια συνεπής προς το προφητικό όραμα και τη διδασκαλία του Ιησού χριστιανική ζωή, όπως αυτή περιγράφεται χαρακτηριστικά στη σχετική με τον άρχοντα της ειρήνης προφητεία του βιβλίου του Ησαΐα (Ησα θ΄ 1-6)[3] θα έπρεπε μεταξύ άλλων να στοχεύει στην πάταξη του εμπορίου όπλων και στον γενικό αφοπλισμό και στην ολοκληρωτική μεταστροφή των όρων και προϋποθέσεων της ζωής, με την εγκαθίδρυση μίας κοινωνίας ειρήνης και δικαίου και με την ανατροπή των σχέσεων που διέπουν την οικονομία της αγοράς.
Asisi_40
Το όραμα αυτό εμφανίζει ασφαλώς πολλά κοινά στοιχεία με διάφορα σοσιαλιστικά προγράμματα και δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν τον Ιησού ένα είδος κοινωνικού επαναστάτη. Έτσι τίθεται το ερώτημα της διαφοράς που μπορεί να υφίσταται ανάμεσα στην εκκλησιαστική κοινωνία και στα διάφορα πολιτικά συστήματα οργάνωσης της κοσμικής κοινωνίας. Μια απάντηση στο ερώτημα αυτό θα μπορούσε να προκύψει από τη μελέτη των προϋποθέσεων συγκρότησης μιας κοινωνίας.
Κοινή θέση κάθε φιλοσοφικού, πολιτικού, οικονομικού ή θρησκευτικού συστήματος είναι ότι οι άνθρωποι είναι κοινωνικά όντα και συνεργάζονται για την εξυπηρέτηση των αναγκών τους. Ο θεωρούμενος ιδρυτής της σοφιστικής, ο Πρωταγόρας από τα Άβδηρα (490 – 420 π.Χ.), υποστήριξε ότι η δημιουργία κοινωνίας προϋποθέτει τη συμφωνία μεταξύ των ανθρώπων που τη συγκροτούν. Για να δημιουργηθούν οι πολιτικές κοινότητες χρειάζεται να συμφωνήσουν μεταξύ τους τα μέλη που αποτελούν την καθεμιά από αυτές σ’ ένα πλαίσιο που να καθορίζει τη συμβίωσή τους. Σύμφωνα με τον Πρωταγόρα αυτό το πλαίσιο καθορίζεται από την «αιδώ» και τη «δικαιοσύνη», ιδέες που (σύμφωνα με τον μύθο που παραδίδεται στον ομώνυμο διάλογο του Πλάτωνα[4]) δώρισε κατ’ εντολή του Δία ο Ερμής σε όλους τους ανθρώπους. Όποιος δεν αποδέχεται αυτό το πλαίσιο πρέπει να εξοντώνεται.
Αντίθετα, για τον, κατά έναν αιώνα μεταγενέστερο του Πρωταγόρα, Σταγειρίτη φιλόσοφο Αριστοτέλη (384–322 π.Χ.) η πόλη ανήκει στην κατηγορία των πραγμάτων που υπάρχουν «εκ φύσεως», επομένως ο άνθρωπος είναι «ένα ον, προορισμένο από τη φύση να ζει στη πόλη (πολιτικό ζώον)»[5], οπότε η πόλη «εκ φύσεως» προηγείται από κάθε επιμέρους άτομο, αφού τα μεμονωμένα άτομα δεν μπορούν να ζήσουν μακριά από την πόλη επειδή δεν είναι αυτάρκη. Όποιος το κατορθώνει αυτό, όπως ο ίδιος ο Αριστοτέλης σημειώνει στο έργο του Πολιτικά, «είναι είτε θηρίο είτε θεός»[6].
Αν, λοιπόν, για τον Πρωταγόρα η κοινωνικότητα του ανθρώπου είναι συνέπεια της ανάγκης και στοχεύει στην ασφάλεια και την άμυνα της κοινότητας απέναντι σε εξωτερικούς εχθρούς, για τον Αριστοτέλη ο άνθρωπος δημιούργησε οργανωμένες κοινωνίες (πόλεις) υπηρετώντας την έμφυτη τάση της κοινωνικότητας. Στόχος των οργανωμένων κοινωνιών δεν είναι απλώς η επιβίωση (ζην), αλλά η ευδαιμονία (ευ ζην), που μόνο μέσα στις πόλεις μπορεί να εξασφαλιστεί. Όμως, όπως ο Πρωταγόρας, και ο Αριστοτέλης συμφωνεί ότι η ύπαρξη των οργανωμένων κοινωνιών στηρίζεται σε κοινώς αποδεκτούς κανόνες. Όπως σημειώνει στο έργο του Ηθικά Νικομάχεια, οι κανόνες αυτοί δεν επιβάλλονται από τη φύση, αλλά επαφίενται στην προαίρεση του ανθρώπου και που τελικά δεν είναι τίποτε άλλο από την ίδια την ηθική αρετή της ατομικότητας που οφείλει να αποκτήσει συλλογικές διαστάσεις.  Κατά συνέπεια, η ατομική ηθική είναι ο μόνος δρόμος της συλλογικής ηθικής, δηλαδή της συνύπαρξης. Ο άνθρωπος δεν έχει παρά να διαπλάσει τον εαυτό του, με τον εθισμό, σύμφωνα με τα υγιή πρότυπα της ηθικής που σέβεται τον συνάνθρωπο και να συμβιώσει αρμονικά κατακτώντας την ευτυχία.
Asisi_327
Αν και οι δύο παραπάνω θεωρήσεις φαίνονται αντίθετες μεταξύ τους, ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει ότι αυτές βρίσκονται σήμερα στη βάση κάθε πολιτικής θεωρίας και υπόκεινται σε κάθε πολιτικό σύστημα, από τα πλέον φιλελεύθερα ως τα πλέον απολυταρχικά.
Στην ίδια με τον Αριστοτέλη γραμμή σκέψης κινείται και η θρησκευτική θεώρηση της κοινωνικότητας του ανθρώπου· ανάγεται, μάλιστα, αυτή στην πρώτη στιγμή της δημιουργίας του. Σύμφωνα με το Βαβυλωνιακό Ταλμούδ, «ένας άγαμος δεν είναι άνθρωπος με την πλήρη σημασία της λέξης, γιατί αναφέρεται: τους δημιούργησε αρσενικό και θηλυκό, τους ευλόγησε και τους ονόμασε “άνθρωπος”»[7].
Μια ορθόδοξη χριστιανική θεώρηση της κοινωνικότητας του ανθρώπου, αν και ξεκινάει από την ίδια αφετηρία, τη δημιουργία του ανθρώπου από τον Θεό κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή του, στηρίζεται σε μια διαφορετική κατανόηση των όρων αυτών. Όπως προκύπτει από το Γεν α΄ 26, όπου περιγράφεται ο ρόλος του ανθρώπου στον κόσμο, ο βιβλικός συγγραφέας, αν και χρησιμοποιεί παρόμοια με τους μύθους του πολιτισμικού του περιβάλλοντος ορολογία, διαφοροποιείται πλήρως από αυτούς. Στους μύθους της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου η ιδέα της κατ’ εικόνα θεού δημιουργίας του ανθρώπου προκύπτει από το γεγονός ότι οι θεοί παριστάνονται με χαρακτηριστικά ανθρώπων και από την πεποίθηση ότι οι άνθρωποι δημιουργούνται ως υπηρέτες των θεών. Αντίθετα, η σχετική βιβλική αφήγηση όχι μόνο δεν θεωρεί τον άνθρωπο υπηρέτη του Θεού, αλλά περιγράφει τη σχέση Θεού – ανθρώπου με όρους που αντιστοιχούν στη σχέση πατέρα – τέκνου. Όπως τα τέκνα είναι εικόνες του πατέρα (πρβλ την ορολογία στο Γεν ε΄ 3) [8], έτσι και ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού. Αυτή η εγγύτητα ανάμεσα στον Θεό και στον άνθρωπο αποτελεί την προϋπόθεση της Ιστορίας στην οποία μετέχουν και οι δύο. Θεολογική συνέπεια αυτής της εγγύτητας είναι ότι η Ορθοδοξία δεν συνάγει τον Θεό από τον άνθρωπο, αλλά κατανοεί τον άνθρωπο γνωρίζοντας τον Θεό[9].
Αν και στα κείμενα της αρχαίας εκκλησιαστικής γραμματείας το ζήτημα της σχέσης του μυστηρίου της Ενσαρκώσεως και του αρχικού σκοπού της Δημιουργίας δεν συζητείται με τρόπο συστηματικό, από την εποχή του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού (580 – 662 μ.Χ.) στην Ανατολή και του Rupert, του βενεδικτίνου ηγουμένου της μονής του Deutz (1075 – 1129 μ.Χ.) και ιδιαίτερα του Ioannes Duns Scotus (1266-1308) στη Δύση αρχίζει να κυριαρχεί η ιδέα ότι η ενανθρώπηση δεν σχετίζεται με την πτώση του ανθρώπου. Αν και η ιδέα αυτή δεν εκτόπισε άλλες απόψεις, καθώς Θωμάς Ακινάτης και Άνσελμος Καντερβουρίας στη Δύση και Ιωάννης ο Δαμασκηνός στην Ανατολή, αποτελούν βασικούς πυλώνες της θεολογικής σκέψης, θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι σήμερα κυρίαρχο θεολογούμενο στην Ορθοδοξία είναι η πεποίθηση ότι ο άνθρωπος και ο κόσμος ολόκληρος υπάρχουν επειδή ο Θεός έγινε άνθρωπος. Ο Χριστός είναι το πρωτότυπο της δημιουργίας. Ο άνθρωπος εικονίζει το πρωτότυπό του. Για να μπορέσει, λοιπόν, κανείς να μιλήσει για την κοινωνικότητα του ανθρώπου, θα πρέπει να δει το πρωτότυπό του, δηλαδή τον Χριστό.
Ο Χριστός δεν είναι ποτέ μόνος, αλλά πάντοτε μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα το Άγιο. Το Πνεύμα, πάλι δεν είναι ποτέ μόνο, αλλά πάντοτε είναι μαζί ο Πατήρ και ο Υιός. Μαζί με τον Πατέρα είναι πάντοτε και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα. Τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος είναι αδιαχώριστα αλλά και ασύγχυτα, διακριτά αλλά και ουδέποτε απομονωμένα. Αυτή η κατάσταση είναι το θεμέλιο, η ιδρυτική «συνθήκη» της ανθρώπινης «κοινωνικότητας». Οι άνθρωποι είναι όντα κοινωνικά όχι γιατί αναπτύσσουν μια κοινωνική δραστηριότητα μέσα από εξωστρεφείς επαφές και γνωριμίες, αλλά γιατί ως εικόνες του Θεού έχουν την ικανότητα να συνδέονται με άλλους ανθρώπους με δεσμούς αγάπης, ακριβώς όπως εκείνοι οι δεσμοί που συνδέουν τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος μεταξύ τους. Η ανθρώπινη κοινωνικότητα, κατά συνέπεια, δεν αποτελεί ένα επίκτητο γνώρισμα συμπεριφοράς ή μια συμβατική συνήθεια. Διαφορετικά οι ασκητές της ερήμου που έφτασαν σε ύψη αγιότητας θα χαρακτηριζόταν ακοινώνητοι. Όμως κι αν ζούσαν απομονωμένοι από τον κόσμο, κοινωνούσαν με ολόκληρο το γένος των ανθρώπων, ευρισκόμενοι σε κοινωνία με τον Χριστό. Ο Χριστός είναι το κοσμικό κέντρο, καθώς ενώνει στο πρόσωπό του τη θεότητα και την ανθρωπότητα. Και καθώς ο άνθρωπος είναι μια φύση που εφάπτεται της φύσης των αγγέλων και των άλλων υλικών δημιουργημάτων, στο πρόσωπο του Χριστού ενώνεται η θεότητα με ολόκληρη την κτίση.
Ο απόστολος Ιωάννης γράφει πως ο Θεός «ἀγάπη ἐστί»[10]. Η αγάπη δεν είναι ένα χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς του Θεού, αλλά είναι ο ίδιος ο Θεός. Η διατύπωση αυτή θα ήταν αδύνατη αν ο Θεός ήταν μονάδα, ήταν άτομο. Ο Θεός, δηλαδή, δεν είναι ένα όν κλεισμένο στον εαυτό του, αλλά είναι μια κοινωνία τριών προσώπων. Για να γίνει κατανοητή η σημασία που έχει για την καθημερινή ζωή του χριστιανού η πίστη στην Αγία Τριάδα, πρέπει να γίνει ένα ξεκαθάρισμα των όρων “άτομο” και “πρόσωπο”. Ο όρος “άτομο” δηλώνει κάτι το αυτοτελές, το αυτόνομο, που μπορεί να υπάρχει από μόνο του χωρίς οποιαδήποτε σχέση με οτιδήποτε άλλο. Στη φύση, δύο άτομα ακόμα κι αν ενωθούν για να σχηματίσουν ένα μόριο, παραμένουν ανεξάρτητα, καθώς στο άτομο το ενδιαφέρον είναι στραμμένο στο εσωτερικό του, στον πυρήνα του. Σε ανθρώπινο επίπεδο, ο όρος “άτομο” δηλώνει τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, με τα ατομικά του ενδιαφέροντα και τις επιδιώξεις, που φροντίζει να τα πετύχει χωρίς κατ’ ανάγκην να λαμβάνει υπόψη του τα άλλα άτομα ή και σε βάρος των άλλων ατόμων. Γι’ αυτό, για τη ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ των ατόμων απαιτείται η θέσπιση πολύ αυστηρών νόμων και διατάξεων, ώστε το κάθε άτομο να προστατεύεται από τα άλλα. Αντίθετα, ο όρος “πρόσωπο” δηλώνει κάτι που είναι στραμμένο προς τα έξω, κάτι που υπάρχει μόνο σε σχέση με κάτι άλλο. Κανένα από τα πράγματα που υπάρχουν στη φύση δεν έχει πρόσωπο, εκτός από τον άνθρωπο. Μόνον ο άνθρωπος έχει πρόσωπο· το πρόσωπό του όμως ο κάθε άνθρωπος δεν το βλέπει ο ίδιος, αλλά το βλέπουν μόνον εκείνοι που βρίσκονται σε σχέση μαζί του, και μόνον εφόσον αυτός στρέψει το πρόσωπό του προς αυτούς. Έτσι, για τη ρύθμιση των μεταξύ τους σχέσεων δεν χρειάζονται νόμοι· αρκεί η διάθεση του ενός να στραφεί προς τον άλλον.
Ανάλογα ισχύουν και για τον Θεό. Ένας θεός-μονάδα σημαίνει ένας θεός με χαρακτηριστικά ατόμου· είναι κλεισμένος στον εαυτό του και υπάρχει χωρίς οποιαδήποτε σχέση με οτιδήποτε. Είναι προφανές ότι ένας τέτοιος θεός κάθεται μεγαλοπρεπής στον θρόνο του και δεν ενδιαφέρεται να ακούσει, αλλά ούτε και μπορεί να ακούσει κανέναν. Αντίθετα, ένας θεός-τριάδα σημαίνει ένας θεός κοινωνία προσώπων· το κάθε πρόσωπο είναι στραμμένο προς το άλλο και υπάρχει σε σχέση με το άλλο. Το κάθε πρόσωπο είναι σε τέτοιο βαθμό απαλλαγμένο από ατομικά ενδιαφέροντα και επιδιώξεις, ώστε η θεότητα να παραμένει μία, είναι ένας θεός και ποτέ δεν διαιρείται σε τρεις θεούς. Αυτονόητο, λοιπόν, είναι ότι ένας τέτοιος θεός, ένας θεός κοινωνία προσώπων μπορεί να στρέψει το πρόσωπό του προς τα έξω, προς τον κόσμο, να έρθει, δηλαδή, σε κοινωνία με άλλα πρόσωπα. Γι’ αυτό οι χριστιανοί θεωρούν ότι βρίσκονται συνεχώς «ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» και διακηρύσσουν προς αυτόν την πίστη τους ότι:
ἀνοίξαντός σου την χεῖρα, τὰ σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος· ἀποστρέψαντος δέ σου τὸ πρόσωπον, ταραχθήσονται[11]. Έτσι, παρακαλούν καθημερινά τον Θεό: Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπ’ ἐμοῦ.[12]ή μὴ ἀπορρίψῃς με ἀπὸ τοῦ προσώπου σου, καὶ τὸ Πνεῦμα σου τὸ Ἅγιον μὴ ἀντανέλῃς ἀπ’ ἐμοῦ[13].
Αυτό όμως που έχει ιδιαίτερη σημασία για την καθημερινότητα των χριστιανών είναι ότι αυτός ο Θεός δημιουργεί τους ανθρώπους «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσίν» του· τους δημιουργεί δηλαδή ως κοινωνία προσώπων και τους δίνει τη δυνατότητα να τον μοιάσουν, να γίνουν μια κοινωνία με τόσο στενούς μεταξύ τους δεσμούς ώστε να γίνουν όλοι σαν ένας άνθρωπος. Αλλά ο Θεός γνωρίζει πόσο δύσκολο είναι για τον άνθρωπο να απαλλαγεί από την ατομικότητά του, να στραφεί ως πρόσωπο προς τον άλλον, να δώσει προτεραιότητα στα ενδιαφέροντα και στις ανάγκες των άλλων, φτάνοντας μέχρι και στη θυσία των δικών του συμφερόντων. Γι’ αυτό ο Χριστός υποσχέθηκε στους μαθητές του ότι όταν ολοκληρώσει τη δράση του στη γη δεν πρόκειται να τους αφήσει μόνους, αλλά θα τους στείλει κάποιον άλλον που θα βρίσκεται συνέχεια μαζί τους και θα τους συμπαραστέκεται[14]. Αυτό είναι το έργο του Αγίου Πνεύματος μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητας και του κάθε χριστιανού χωριστά. Να δημιουργήσει μια τέλεια κοινωνία προσώπων όμοια με την κοινωνία των προσώπων της Αγίας Τριάδας.
Έτσι, όσο πληρέστερη είναι η κοινωνία των ανθρώπων με τον Θεό, τόσο πληρέστερη καθίσταται η μεταξύ τους κοινωνία. Η Εκκλησία είναι ο φυσικός χώρος μέσα στον οποίο πραγματώνεται η αληθινή κοινωνία, που, σύμφωνα με τους βιβλικούς συγγραφείς, ταυτίζεται με τη σωτηρία. Το ρήμα “σώζομαι” στα ελληνικά σημαίνει “καθίσταμαι πλήρης, ολοκληρώνομαι”, και, εφόσον η ανθρώπινη φύση στην πληρότητά της είναι ο τέλειος άνθρωπος Χριστός, “σώζομαι” σημαίνει καθίσταμαι ίδιος με τον Χριστό. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο μιλάει ο ίδιος ο Χριστός γι᾽ αυτήν την ενότητα στην τελευταία του προσευχή προς τον Πατέρα του:
«Δεν προσεύχομαι μόνο γι’ αυτούς αλλά και για κείνους που με το κήρυγμα αυτών θα πιστεύουν σ’ εμένα, ώστε να είναι όλοι ένα, όπως εσύ, Πατέρα, είσαι ενωμένος μ’ εμένα κι εγώ μ’ εσένα. Να είναι κι αυτοί ενωμένοι μ’ εμάς, κι έτσι ο κόσμος να πιστέψει ότι μ’ έστειλες εσύ. Εγώ τη δόξα που μου έδωσες την έδωσα σ’ αυτούς, για να είναι ένα μεταξύ τους, όπως εμείς είμαστε ένα: Εγώ ενωμένος μαζί τους κι εσύ ενωμένος μαζί μου, ώστε ν’ αποτελούν μια τέλεια ενότητα, κι έτσι ο κόσμος να καταλαβαίνει ότι μ’ έστειλες εσύ κι ότι αγάπησες κι αυτούς όπως αγάπησες εμένα»[15].
Ο απόστολος Παύλος περιγράφει στην Πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολή του την ταύτιση των πιστών με τον Χριστό με την έκφραση «ἐνδύομαι τὸν Χριστόν»[16]. Στηριζόμενος στη θέση του ότι όσοι έχουν με το βάπτισμα ενωθεί με τον Χριστό (ενδυθεί τον Χριστό), έχουν γίνει σαν τον Χριστό, εξηγεί στους νεοφώτιστους χριστιανούς της Γαλατίας ότι η πίστη τους στον Ιησού Χριστό τους καθιστά πλέον όλους παιδιά του Θεού, οπότε δεν υπάρχει πια ανάμεσά τους διάκριση φυλής (Ιουδαίοι και Έλληνες), κοινωνικής τάξης (δούλος και ελεύθερος) ή φύλου (άντρας και γυναίκα), αλλά όλοι, εφόσον είναι ενωμένοι με τον Ιησού Χριστό, είναι το ίδιο. Όμως η  πραγματοποίηση αυτής της ισότητας δεν είναι ούτε ηθικό επίτευγμα, ούτε κάποιο μυστικιστικό βίωμα. Δεν επιτυγχάνεται με την καλλιέργεια της ατομικής αρετής, ούτε πρόκειται για μια συναισθηματική κατάσταση, στην οποία περιέρχεται κανείς και αποκτά ένα αίσθημα ανωτερότητας και αποδοχής του άλλου, αλλά είναι χάρισμα του Αγίου Πνεύματος, που προσφέρεται στους πιστούς με τη μετοχή τους στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Η ένωση των πιστών με το σώμα και το αίμα του Χριστού δεν επιτυγχάνεται μέσα από κάποια μαγική διεργασία, αλλά με την ελεύθερη αποδοχή της ένταξης των προσωπικών επιλογών στο σχέδιο του Θεού.
Asisi_154
Ακριβώς σ᾽ αυτό το σημείο βρίσκεται και η ουσιαστική διαφορά της εκκλησιαστικής κοινωνίας από τα διάφορα πολιτικά συστήματα. Η εκκλησιαστική κοινωνία διαφέρει από τα πολιτικά συστήματα τόσο ως προς τους στόχους όσο και ως προς τον τρόπο επίτευξής τους. Οι προσπάθειες των πολιτικών συστημάτων αποβλέπουν στη βελτίωση των όρων και των συνθηκών της συμβίωσης των ανθρώπων, με τελικό σκοπό την πληρέστερη ικανοποίηση των ατομικών αναγκών της κάθε κοινωνικής μονάδας. Αυτό επιτυγχάνεται με την κρατική βία, καθώς οι αποφάσεις μιας, κοινοβουλευτικά πλειοψηφούσας στην καλύτερη περίπτωση, ομάδας επιβάλλονται στην υπόλοιπη κοινωνία. Αντίθετα η εκκλησιαστική κοινωνία προϋποθέτει την υπέρβαση της ατομικότητας των μελών της, η οποία όμως δεν επιβάλλεται αλλά επιδιώκεται από τα ίδια τα μέλη της κοινότητας ελεύθερα και αγαπητικά και στοχεύει στο να φανερώνει μέσα στην Ιστορία τη Θεότητα ως Τριάδα Προσώπων.
Τα μέλη της Εκκλησίας, σε αντίθεση με τα μέλη ενός πολιτικού κόμματος, δεν εντάσσονται σ’ αυτήν επειδή συμφωνούν με τις γενικές θέσεις που προκύπτουν από τη Βίβλο, αλλά επειδή ανταποκρίνονται στην πρόσκληση του Χριστού να αποτελέσουν ένα σώμα με κοινό συνεκτικό μεταξύ τους στοιχείο όχι την εξυπηρέτηση των ατομικών τους επιδιώξεων και συμφερόντων, αλλά την αγάπη, το άνοιγμα του ενός προσώπου προς το άλλο. Γι’ αυτό τα μέλη της Εκκλησίας δεν είναι “σύντροφοι”, μέλη της ίδιας οργάνωσης, αλλά “αδελφοί” που αναγνωρίζουν τον ίδιο Πατέρα. Έτσι, μέσα στην Εκκλησία οι σχέσεις καθορίζονται από την αρχή: «μηδεὶς τὸ ἑαυτοῦ ζητείτω ἀλλὰ τὸ τοῦ ἑτέρου»[17]. Σε μια τέτοια χωρίς ίχνος ανταγωνισμού κοινότητα επομένως ουδείς είναι ξένος, δυνατός ή αδύνατος. Περιγράφοντας αυτή τη συνείδηση της εκκλησιαστικής κοινότητα ο Μέγας Βασίλειος, απευθύνεται στους χριστιανούς των ημερών του με ιδιαίτερα επίκαιρο τρόπο:
Αν χτυπήσει την πόρτα σου κάποιος που πασχίζει να αντιμετωπίσει την ανάγκη του, μη ζυγίσεις τα πράγματα με ανώμαλο τρόπο. Μην πεις δηλαδή, «αυτός είναι φίλος, είναι ομόφυλος, με έχει ευεργετήσει παλιότερα, ενώ ο άλλος είναι ξένος, αλλόφυλος, άγνωστος». Αν κρίνεις άνισα, ούτε συ θα ελεηθείς. Μία είναι η ανθρώπινη φύση· και ο ένας και ο άλλος είναι άνθρωπος· κοινή είναι στους δύο η ανάγκη, κοινή η φτώχεια. Πρόσφερε και στον αδελφό και στον ξένο· στον μεν αδελφό σου να μη γυρίσεις την πλάτη, τον δε ξένο κάν’ τον αδελφό σου. Ο Θεός θέλει να στηρίζεις τους αναγκεμένους, κι όχι να κάνεις διακρίσεις ανάμεσα στους ανθρώπους· δεν θέλει να δίνεις στον ομόφυλο και να αποδιώχνεις τον ξένο· όλοι είναι ομόφυλοι, όλοι είναι αδέρφια, όλοι είναι παιδιά ενός πατέρα. Υπάρχει κάποιος που τον ξερίζωσε κάποια συμφορά και δεν του έχει απομείνει τίποτα, παρά μόνο η ψυχή και το σώμα του· εμείς όμως, όσοι έχουμε γλυτώσει άγευστοι συμφορών, ας μοιραστούμε με εκείνους την ευημερία μας. Ας αγκαλιάσουμε τους αδελφούς μας που μόλις και μετά βίας έχουν διασωθεί[18].
Στην ίδια γραμμή κινείται και ο αδελφός του Μ. Βασιλείου, ο Γρηγόριος Νύσσης:
Ήρθαν έτσι τα πράγματα, ώστε γύρω μας να αφθονούν οι γυμνοί και οι άστεγοι. Είναι πάμπολλοι οι πρόσφυγες που χτυπούν τις πόρτες μας. Πάμπολλοι είναι και οι ξένοι και οι μετανάστες. Όπου κι αν κοιτάξεις θα δεις χέρια απλωμένα σε ζητιανιά. Για σπίτι έχουν το ύπαιθρο. Κατάλυμα βρίσκουν στις στοές, τις παρόδους και τα ερημικότερα σημεία της αγοράς. Φωλιάζουν σε τρύπες όπως οι νυχτοκόρακες και οι κουκουβάγιες. Το ρούχο τους είναι διάτρητα κουρέλια. Για χωράφι έχουν τη διάθεση όσων δίνουν ελεημοσύνη. Για τροφή, ό,τι τύχει. Πίνουν νερό από τις κρήνες όπως τα ζώα, και για ποτήρια έχουν τις χούφτες τους. Για αποθήκη έχουν την κοιλιά τους, όσο μπορεί αυτή να συγκρατήσει ό,τι μπαίνει μέσα. Τραπέζι τους είναι τα γόνατά τους διπλωμένα. Κρεβάτι, το έδαφος. Μπάνιο, κάποιος ποταμός ή λίμνη, όπως τα έχει προσφέρει ακατέργαστα και κοινά σε όλους ο Θεός. Η ζωή τους είναι πλέον γεμάτη μετακινήσεις και αγριάδα, όμως δεν ήταν έτσι εξαρχής. Ας όψονται η συμφορά και η ανάγκη[19].
Τα κείμενα αυτά γράφτηκαν πριν από δεκαεπτά περίπου αιώνες, ακούγονται όμως σημερινά. Οι δύο άγιοι αδελφοί δεν υπαγορεύουν ηθικές αρχές που θα πρέπει να νομοθετηθούν από μια υποτιθέμενη χριστιανική Πολιτεία, αλλά προτείνουν μια διαφορετική οργάνωση του βίου που, αν υιοθετηθεί από την κοινότητα των πιστών, θα δώσει μαρτυρία του οράματός της για το πολίτευμα της Βασιλείας των Ουρανών.
Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος. Ξεκινώντας από τη διαπίστωση ότι το κατεξοχήν πρόβλημα του ανθρώπου είναι η όχι αληθινή σχέση του με τον Θεό, προχωρεί στο έργο του Κατηχήσεις σε ριζοσπαστικότερες θέσεις, που φτάνουν μέχρι τη θεώρηση του θεσμού της ατομικής ιδιοκτησίας ως πηγής κοινωνικής ανισότητας και πόνου των ανθρώπων και, κατά συνέπεια, ασυμβίβαστου με τη χριστιανική πίστη[20]. Με τον τρόπο αυτό ο άγιος Συμεών επικαιροποιεί, αλλά και υπερβαίνει ταυτόχρονα τις σχετικές με το θεσμό του “σαββατικού” και του “ιωβιλαίου έτους” διατάξεις του Λευιτικού που αποσκοπούν στην επιστροφή της υπεραξίας της αγροτικής εργασίας κάθε 7 χρόνια στους ίδιους τους εργάτες της γης (Λευ 25:6-7) και στην κατάργηση του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης στις αγοροπωλησίες γης, καθώς αυτή δεν ανήκει στους ιδιοκτήτες της αλλά στον Θεό και η αξία της δεν καθορίζεται με βάση τους νόμους της ελεύθερης αγοράς, αλλά με τα χρόνια που απομένουν μέχρι το επόμενο ιωβιλαίο έτος (Λευ 25:14-16).
Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι η ανάληψη συγκεκριμένης δράσης προς την κατεύθυνση της ριζικής αλλαγής των υφιστάμενων κοινωνικών δομών και η συστηματική μελέτη και επεξεργασία κάποιας εναλλακτικής πρότασης για την ισοπολιτεία, τη δικαιοκρισία και την οικονομία που θα αντικαταστήσει τους ισχύοντες εξουσιαστικούς και ωφελιμιστικούς όρους της οικονομίας της αγοράς όχι μόνον δεν είναι ασύμβατη με τη Βίβλο, αλλά απορρέει από αυτήν ως βασικό μέλημα και προτεραιότητα του εμπνεόμενου από το όραμα της Βασιλείας των Ουρανών χριστιανού.
Το πόσο επικίνδυνη μπορεί να καταστεί μια τέτοια δραστηριότητα των χριστιανών περιγράφεται ιδιαίτερα γλαφυρά από τον σκοτεινό προφήτη των σκλάβων και των περιθωριακών, Φιοντόρ Μιχάηλοβιτς Ντοστογιέφσκι, σε μία από τις σελίδες του έργου του Αδελφοί Καραμαζώφ, όπου παρουσιάζει κάποιον Γάλλο εκπρόσωπο της κρατικής καταστολής να μιλά για τις κατηγορίες των επαναστατών:
«Εμείς, είπε αυτός, ουσιαστικά δεν φοβόμαστε και τόσο πολύ όλους αυτούς τους σοσιαλιστές-αναρχικούς, τους άθεους και τους επαναστάτες. Τους παρακολουθούμε και ξέρουμε το καθετί γι’ αυτούς. Όμως ανάμεσα σ’ αυτούς υπάρχουν και μερικοί, όχι πολλοί, εξαιρετικά ιδιόρρυθμοι άνθρωποι: Αυτοί πιστεύουν σε Θεό, είναι χριστιανοί και ταυτόχρονα είναι και σοσιαλιστές. Αυτούς φοβόμαστε περισσότερο, αυτοί είναι τρομεροί! Ο σοσιαλιστής-χριστιανός είναι φοβερότερος απ’ τον σοσιαλιστή-άθεο»[21].
Καθηγητής Μιλτιάδης Κωνσταντίνου
Της περισέμνου των Θεολόγων Σχολής
του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Κοσμήτωρ
 Άρχων Διδάσκαλος του Ευαγγελίου
της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας
Asisi_224
[1] Ιωα ιε΄ 18-21
[2] Μαρ θ΄ 35· πρβλ ι΄ 43· Ματ κ΄ 26· κγ΄ 11.
[3] Λαέ που πορεύεσαι στο σκοτάδι, φως δείτε λαμπρό· εσείς οι κάτοικοι της χώρας όπου κυριαρχεί ο θάνατος, πάνω σας φως θα λάμψει.Οι πιο πολλοί απ” τον λαό, αυτοί που τους ξανάφερες στην αγαλλίασή σου, Κύριε,αυτοί μπροστά σου θα χαρούν, όπως αυτοί που χαίρονται στον θερισμό κι όπως πανηγυρίζουν όσοι μοιράζονται τα λάφυρα. Γιατί αφαιρέθηκε ο ζυγός που ήταν πάνω τους και το ραβδί που χτύπαγε τη ράχη τους· συνέτριψε ο Κύριος το ραβδί των καταπιεστών τους, όπως τη μέρα που νίκησε τους Μαδιανίτες. Κάθε στολή που οι καταπιεστές είχαν με δόλο αφαιρέσει και κάθε ρούχο θα το αποζημιώσουν με το παραπάνω· ο λαός θα τα απαιτήσει πίσω, ακόμα κι αν παραδοθήκαν στη φωτιά. Γιατί για χάρη μας γεννήθηκε ένα παιδί, μας δόθηκε ένας γιος, που η εξουσία του βρίσκεται πάνω στους ώμους του, και τ” όνομά του είναι “Αγγελιοφόρος της Μεγάλης Απόφασης”,  “Θαυμαστός Σύμβουλος”, “Θεός Ισχυρός”, “Εξουσιαστής”, “Άρχοντας της Ειρήνης”, “Πατέρας των Μελλοντικών Εποχών”.
 Ο Θεός λέει:
«Εγώ θα φέρω ειρήνη στους άρχοντες
και σ” αυτόν θα χαρίσω ειρήνη και υγεία».
Μεγάλη θα είναι η εξουσία του,
 και η ειρήνη του δεν θα έχει τέλος·
θα καθίσει στον θρόνο του Δαυίδ,
θα αποκαταστήσει τη βασιλεία του,
και θα φροντίσει γι᾽ αυτήν με δίκαιη κρίση και δικαιοσύνη,
από τώρα και για πάντα.
Όλα αυτά θα τα κάνει η φλογερή αγάπη του Κυρίου Σαβαώθ.
Ελληνική Βιβλική Εταιρία, Προφητολόγιον, Τὰ Λειτουργικὰ Ἀναγνώσματα ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, 22009, σελ. 103,105
[4] Ζεὺς οὖν δείσας περὶ τῷ γένει ἡμῶν μὴ ἀπόλοιτο πᾶν, Ἑρμῆν πέμπει ἄγοντα εἰς ἀνθρώπους αἰδῶ τε καὶ δίκην J. Burnet (ed), Protagoras, Platonis opera, vol. 3. Clarendon Press / Oxford 1903 (repr. 1968) [TLG 0059 022: p. 322, s. c, l 1 – p. 323, s. a, l 4].
[5] Δ. Λυπουρλής–Δ. Μωραϊτου, Φιλοσοφικός Λόγος, Αρχαία Ελληνικά Γ’ Τάξης Ενιαίου Λυκείου Θεωρητικής Κατεύθυνσης. Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων / Αθήνα 2004, σ. 184
[6] «… τῶν φύσει ἡ πόλις ἐστί, καὶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος φύσει πολιτικὸν ζῷον, καὶ ὁ ἄπολις διὰ φύσιν καὶ οὐ διὰ τύχην ἤτοι φαῦλός ἐστιν, ἢ κρείττων ἢ ἄνθρωπος … καὶ πρότερον δὲ τῇ φύσει πόλις ἢ οἰκία καὶ ἕκαστος ἡμῶν ἐστιν … εἰ γὰρ μὴ αὐτάρκης ἕκαστος χωρισθείς, ὁμοίως τοῖς ἄλλοις μέρεσιν ἕξει πρὸς τὸ ὅλον, ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι” αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός» W.D. Ross (ed), Aristotelis Politica. Clarendon Press / Oxford 1957 (repr. 1964) [TLG 0086-035: 1253a, l. 2-29].
[7] Jebamoth 62b.
[8] ἔζησεν δὲ Ἀδὰμ διακόσια καὶ τριάκοντα ἔτη καὶ ἐγέννησεν κατὰ τὴν ἰδέαν αὐτοῦ καὶ κατὰ τὴν εἰκόνα αὐτοῦ καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Σήθ.
[9] Πρβλ John D. Zizioulas, Communion and Otherness, T&T Clark, 2006. p. 306
[10] Α΄ Ιω δ΄ 8,16.
[11] Ψαλ 103:28-29.
[12] Ψαλ 26:9· 68:18· 101:3· 142:7· πρβλ Ψαλ 12:2· 21:25· 29:8· 43:25· 87:15.
[13] Ψαλ ν´ 13.
[14] Ιωα ιδ΄ 16.
[15] Ιωα ιζ´ 20-23.
[16] Γαλ γ´ 27.
[17] Α΄Κο 10:24.
[18] Μ. Βασιλείου, Ήθικοὶ Λόγοι ΚΔ´: Περὶ ἐλεημοσύνης. Λόγος δ΄, PG32, 1160D-1161A.
[19] Τα μεταφρασμένα πατερικά αποσπάσματα προέρχονται από το βιβλίο του Θανάση Ν.Παπαθανασίου Ο Θεός μου ο Αλλοδαπός, εκδ. Ακρίτας
[20] Λόγος Θ΄: 171 … Τά γάρ ἐν τῷ κόσμῳ πράγματά τε καί χρήματα κοινά τῶν πάντων ἐστίν, ὥσπερ τό φῶς καί ὁ ἀήρ οὗτος ὅν ἀναπνεύομεν, καί αὐτή ἡ βοσκή τοῖς ἀλόγοις ζῴοις ἔν τε τοῖς πεδίοις ἔν τε τοῖς ὄρεσι. Πᾶσι μέν οὖν τά πάντα κοινά τῇ χρήσει μόνῃ τῆς ἀπολαύσεως καθεστήκασι, κατά δεσποτείαν δέ οὐδενός· ἡ δέ πλεονεξία, ὥσπερ τύραννος εἰσελθοῦσα τῷ βίῳ, τά κοινῶς τοῖς πᾶσιν ὑπό τοῦ Δεσπότου δοθέντα ἄλλοθεν ἄλλως ὑπό τῶν αὐτῆς δούλων καί ὑπηρετῶν κατεμερίσατο, φραγμοῖς περικλείσασα καί πύργοις καί μοχλοῖς καί θύραις κατασφαλισαμένη, πάντας ἄλλους ἀνθρώπους τῆς ἀπολαύσεως τῶν τοῦ Δεσπότου ἀγαθῶν ἀπεστέρησε, δεσπότης εἶναι τούτων ἡ 172 ἀναιδής λέγουσα καί μηδένα ἀδικεῖν τῶν ἁπάντων φιλονεικοῦσα. Οἱ δέ ὑπηρέται καί δοῦλοι τῆς τυράννους ταύτης, κατά διαδοχήν ἕκαστος αὐτῶν οὐ δεσπότης τῶν ἀποκειμένων πραγμάτων καί χρημάτων, ἀλλά πονηρός τις δοῦλος καί φύλαξ γίνεται. Πῶς οὖν, εἰ ἐκ τῶν τοιούτων χρημάτων ἤ φόβῳ τῶν ἀπειλουμένων τιμωριῶν ἤ ἐλπίδι τοῦ ἑκατονταπλασίονα λήψεσθαι ἤ συμφοραῖς ἀνθρώπων ἐπικαμφθέντες, ὀλίγα τινά ἤ και πάντα ἐξενεγκόντες, τοῖς ἐν στενοχωρίᾳ καί ὑστερήσει μέχρι τότε παρεωραμένοις δώσουσιν, ἐλεήμονες λογισθήσονται, ἤ ὡς Χριστόν θρέψαντες ἤ ὡς ποιήσαντες ἔργον μισθοῦ ἄξιον; Οὐδαμῶς, ἀλλ᾿ ὡς ἐγώ φημι, καί μετάνοιαν χρεωστοῦσι μέχρι θανάτου, ὑπέρ ὧν ἐπί χρόνοις ταῦτα κατέσχον καί τούς ἀδελφούς τήν χρῆσιν αὐτῶν ἀπεστέρησαν… 175 …  Ὑπέθετο ἡμῖν ὁ διάβολος τά εἰς κοινήν προτεθέντα χρείαν ἰδιοποιήσασθαι καί ἀποθησαυρίσαι αὐτά, ὅπως διά τῆς πλεονεξίας ταύτης δύο ἡμῖν ἐγκλήματα περιάψῃ καί τῆς αἰωνίου τιμωρίας καί κατακρίσεως ὑπαιτίους ποιήσῃ, ἕν μέν τό τῆς ἀνελεημοσύνης, ἕτερον δέ τῆς ἐπί τά ἀποκείμενα χρήματα καί οὐκ ἐπί τόν Θεόν ἐλπίδος.Ὁ γάρ ἀποκείμενα χρήματα ἔχων ἐπί τόν Θεόν ἐλπίζειν οὐ δύναται· καί τοῦτο δῆλον ἐξ ὧν ὁ Χριστός καί Θεός ἡμῶν εἶπεν· “Ὅπου, φησίν, ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ καί ἡ καρδία ὑμῶν ἔσται”. Ὁ οὖν μεταδιδούς τοῖς πᾶσιν ἐκ τῶν ἀποκειμένων αὐτῷ χρημάτων, μισθόν ὑπέρ αὐτῶν οὐ χρεωστεῖται λαβεῖν, ἀλλά καί ὑπόδικος μᾶλλόν ἐστι τῆς ἕως τότε ἀδίκου ἀποστερήσεως· οὐ μήν ἀλλά καί  ὑπεύθυνος τῶν κατά καιρούς λιμῷ καί δίψει τόν βίον ἀπολειπόντων, οὕς αὐτός τότε δυνάμενος θρέψαι οὐκ ἔθρεψε, κατορύξας τά τῶν πενήτων καί ἐάσας αὐτούς τῷ 176 κρύει καί τῷ λιμῶ βιαίως ἀποθανεῖν, ὡς φονεύς τοσούτων ἀποδειχθείς, ὅσους θρέψαι ἠδύνατο.
[Βλ. http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/symeon_katihiseis.html, όπου αναδημοσιεύεται το σχετικό κείμενο από την έκδοση της σειράς Sources Chrétiennes].
[21] Φ. Ντοστογιέβσκη, Αδελφοί Καραμάζοβ, τ. 3, σελ. 129-130.