HOLY AND GREAT COUNCIL DOCUMENT

Draft Synodical Document

Τετάρτη 1 Αυγούστου 2018

Mulier infirmior viro ΜΕΡΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΟΥ ΑΚΙΝΑΤΗ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΩΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ



Mulier infirmior viro
ΜΕΡΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΟΥ ΑΚΙΝΑΤΗ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΩΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
                                                                          
λπιδοφόρος Λαμπρυνιάδης

Mulier infirmior viro: SOME THOUGHTS ON THOMAS AQUINAS’ TEACHING ON WOMAN AS GOD’S CREATURE
Abstract:
The author of this paper presented a detailed analysis of Thomas Aquinas’ teaching, which was heavily indebted on the philosophical views of Aristotle and Plato (and of course his previous Latin Patristic tradition). He also explained how the world view in the Middle Ages was formed and consolidated, and how it was theologically legitimized by this great scholastic thinker. He concluded his paper with the remark: “To the question, how can we nowadays overcome the contradictions and prejudices (against women), which as human constructions and cultural products violate and change the Gospel message, the answer is simple: by returning to the Gospel itself, which is guarantees the life in Christ “όσοι γαρ εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε. ουκ ένι Ιουδαῖος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδὲ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ. πάντες γαρ υμείς είς εστε εν Χριστώ Ιησού» (Gal 3:28)
Εἰσαγωγή
Ἀρχὴ καὶ πηγὴ τῆς σκέψεως τοῦ Ἀκινάτη εἶναι ἡ πολιτιστική, φιλοσοφικὴ καὶ θρησκευτικὴ Παράδοση, τὴν ὁποία παραλαμβάνει, ἐπεξεργάζεται καὶ τῆς ὁποίας γίνεται ὑπέρμαχος καὶ ρωμαλέος ὑποστηρικτής.
Σὲ ὅλα τὰ κείμενα τοῦ Ἀκινάτη εἶναι ἐμφανὴς ἡ ἐπιρροὴ τοῦ Ἀριστοτέλη ἀλλὰ καὶ τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν ἔργων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαιτέρως τοῦ Ἱεροῦ Αὐγουστίνου.
Ὁ Ἀκινάτης δρᾶ καὶ θεολογεῖ μέσα σὲ αὐτὸ τὸ περιβᾶλλον καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπερβεῖ τὴν Regula Fidei ἀλλὰ καὶ τὴν Traditio. Γι' αὐτὸ καὶ οἱ θέσεις του δὲν εἶναι διόλου διαφορετικὲς ἀπὸ τὶς παλαιὲς ἀντιλήψεις περὶ τῆς φύσεως καὶ τῆς ὑποστάσεως τῆς γυναίκας.
Μεθοδολογικὰ θὰ ξεκινήσει ἀπὸ τὸν Ἀριστοτέλη, μὲ μία ἀναλογία ποὺ ἔχει ξεκάθαρες ὀντολογικὲς προθέσεις:
ύλη < > γυνή
^ ^
είδος < > Άνδρας
Ἔπειτα διακρίνουμε καὶ ἐντοπίζουμε ὀντολογικές, φυσικές, φυσιολογικὲς ἕως ἠθικὲς καὶ πνευματικὲς προεκτάσεις – φιλοσοφικὲς καὶ θεολογικές – ἀφορῶσες στὴν ἀντίληψη τῆς ὑπόστασης τῆς γυναίκας ἀλλὰ καὶ στὶς σχέσεις της μὲ ἐκείνης τοῦ ἀνδρός.
Ἀρχικὴ ἀναλογία: μεταξὺ ὀντολογίας καὶ μύθου.
Ὁ Ἀκινάτης σχολιάζοντας τὸν Ἀριστοτέλη μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἡ βασικὴ φύση τῶν κτιστῶν ὄντων ποὺ προϋφίσταται, δηλαδὴ ἡ πρώτη ὕλη, (1) ὁμοιάζει πρὸς τὴν μητέρα καὶ, μαζὶ μὲ τὸ εἶδος, -τὸν πατέρα, τὸ ἀνδρικό- ἀποτελοῦν τὴν αἰτία τῶν πραγμάτων ποὺ παράγονται μὲ φυσικὸ τρόπο: ὅπως ἡ μήτηρ λαμβάνει μέρος στὴν φυσικὴ παραγωγή «λαμβάνουσα», «δεχόμενη» τὴν γεννητικὴ ἐνεργὸ δύναμη τοῦ ἄρρενος μὲ παθητικὸ τρόπο, τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ὕλη.(2)
Ὅπως εἶναι εὔλογο, εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς συναντοῦμε τὸν Ἀριστοτέλη ὡς πηγὴ τῆς σκέψης τοῦ Ἀκινάτη. Στὸ κείμενο τῆς Φυσικῆς του (3) συγκρίνει τὴν πρώτη ὕλη (4) μὲ τὴν μητέρα, λόγῳ τοῦ δεκτικοῦ καὶ παθητικοῦ ρόλου ποὺ διαδραματίζει στὴν παραγωγὴ ὑλικῶν ὄντων μαζὶ μὲ τὸ εἶδος.
Σημειωτέον, ὅτι ἡ ὁμοιότητα καὶ ἡ ἀναλογία αὐτὴ μεταξὺ τῶν ἐννοιῶν ὕλη καὶ μήτηρ παρατηρεῖται ἤδη στὶς ἀπαρχὲς τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ πολιτισμοῦ. Γι' αὐτό, δὲν εἶναι διόλου παράξενο νὰ κρύβεται στὴν λέξη ὕλη (materia) ἡ λέξη μήτηρ (mater). Μήτηρ καὶ ὕλη, ἀπὸ ἀρχαιοτάτους χρόνους, συνδέονται μὲ τὴν παραγωγὴ τῶν φυσικῶν πραγμάτων καί, κατὰ συνέπεια, μὲ τὴν ἔννοια φύση -natura. Πρὸς τὴν ἔννοια natura (nascor, natus, natura, -γεννῶ, γέννημα, ποιότης πᾶν τοῦ γεννομένου), σχετίζεται ὅ,τι γεννᾶται καὶ παράγεται κατὰ φυσικὸ τρόπο. Αὐτὴ τὴν ἀρχαία παράδοση τὴν προσλαμβάνει καὶ τὴν συστηματοποιεῖ ὁ Ἀριστοτέλης, ὅταν ἰσχυρίζεται ὅτι κατὰ τὴν παραγωγὴ τῶν φυσικῶν πραγμάτων ἢ ὄντων, ἡ ὕλη εἶναι καὶ μήτηρ. Σὲ αὐτὴ τὴ γραμμὴ ὁ Θωμᾶς ὁ Ἀκινάτης πρὸς ἀποφυγὴν πάσης ἀμφιβολίας καθιστᾶ σαφὲς ὅτι πρόκειται γιὰ αἰτία παραγωγῆς ὡς δοχεῖον: est causa generationis in recipiendo. (5)
Γιὰ νὰ διευκρινιστεῖ ὀρθὰ ἡ προτεινομένη ἀναλογία, θὰ πρέπει νὰ τονιστεῖ ὅτι σύμφωνα μὲ τὴν ἀριστοτελικὴ ἀντίληψη, ἡ πρώτη ὕλη μαζὶ μὲ τὸ εἶδος εἶναι ἡ πρώτη ἢ φυσικὴ οὐσία τῶν κτιστῶν ὄντων. Οὐσιαστικά, ἡ πρώτη ὕλη μπορεῖ νὰ ἑρμηνευτεῖ ὡς ἕνα μὴ-ὂν ποὺ «δύναται» νὰ εἶναι, ἐφόσον λαμβάνει ἢ δέχεται τὸ εἶδος (γίνεται δοχεῖον). Ἡ πρώτη ὕλη εἶναι ἕνα τόσο ἀτελὲς ὂν – ὡς δυνάμει καὶ ὄχι ὡς ἐνεργείᾳ ὄν - μὲ μία τόσο ἀνεπαρκῆ ὀντολογικὴ σύσταση, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὸ εἶδος.(6) Τὸ εἶδος, ὡστόσο, εἶναι ἐκεῖνο τὸ στοιχεῖο διὰ τοῦ ὁποίου αὐτὴ ἡ ὕλη καθίσταται συγκεκριμένο ὂν ἐκ τοῦ δυνάμει εἰς τὸ ἐνεργείᾳ: δίδει, λοιπόν, στὴ φυσικὴ ὕλη – τὴ δευτέρα ὕλη - τὸ εἶναι καὶ τὸ εἶναί τι. Θὰ πρέπει νὰ προσθέσουμε ὅτι ἡ πρώτη ὕλη - materia prima- ἐφόσον δέχεται τὴ μορφὴ ἢ τὸ εἶδος, ἑρμηνεύεται ὡς ἡ ἐξατομικεύουσα ἀρχὴ τῆς δευτέρας ὕλης. Διὰ τοῦ εἴδους ἡ ὕλη εἶναι καὶ εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι. Διὰ τῆς ὕλης, ὅμως, εἶναι αὐτὸ τὸ συγκεκριμένο ὂν ἢ οὐσία. Ἐφόσον, ὅπως ἤδη ἐλέχθη, ἡ ὕλη δίχως τοῦ εἴδους θεωρεῖται ἁπλῶς ἕνα μὴ ὂν ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι, ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτης συμπεραίνει ὅτι: ἀφοῦ τὸ εἶδος εἶναι καλὸ καὶ ἐπιθυμητό, ἡ ὕλη, ποὺ εἶναι κάτι διάφορον τῆς στερήσεως καὶ τοῦ εἴδους, γεννήθηκε γιὰ νὰ ὀρέγεται καὶ νὰ ἐπιθυμεῖ φυσικὰ τὸ εἶδος. (7)
A΄ Ἐπέκταση τῆς ἀναλογίας: ὀντολογική ἀτέλεια (τοῦ θήλεος σὲ σχέση μὲ τὸ ἄρσεν). Βιβλικὴ συμβολική
Τὸ θῆλυ, κατὰ τὴν ἄποψη τοῦ Ἀκινάτη, εἶναί τι τὸ ἀνεπαρκὲς καὶ τυχαῖο. (8) Τὸ ζωτικὸ στοιχεῖο (δηλ. κάθε τι τὸ ζῶν) σὲ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις του εἶναι πλήρως παρὸν στὸν ἄνδρα, στὸ ἄρσεν. Τὸ ἄρσεν, μὲ τὴν ἐνεργὸ ἰσχύ του, προσπαθεῖ φυσιολογικὰ νὰ γεννήσει ἕνα ἄλλο ἄρσεν, παρόμοιο κατὰ πάντα πρὸς τὴν αὐτοτέλειά του.
Ἡ γυναίκα, ὅλως ἀντιθέτως, εἶναι ὂν ἀτελές, δὲν εἶναι ἐπιθυμητό, καὶ γεννιέται ὡς θῆλυ, λόγῳ τῆς ἀδυναμίας τῆς ἐνεργοῦ δυνάμεως τοῦ ἀνδρός, ἢ κάποιας ἀδιαθεσίας τῆς ὕλης ἢ κάποιας ἐξωτερικῆς μεταβολῆς, "ὅπως οἱ νότιοι ἄνεμοι ποὺ εἶναι ὑγροί", διευκρινίζει ὁ Ἀκινάτης.(9)
Βιβλικὰ -καὶ θεολογικά-, ἡ ἀτέλεια καὶ ἡ ὀντολογικὴ ἐξάρτηση τοῦ θήλεος σὲ σχέση μὲ τὸ ἄρσεν καὶ τοῦ γυναικείου φύλου ἔναντι τοῦ ἀνδρικοῦ, κατοχυρώνεται πλήρως, πάντοτε κατὰ τὸν Θωμᾶ Ἀκινάτη, ἐννοεῖται.
Λóγῳ τῆς ὀντολογικῆς της ἀτέλειας, ἡ γυναίκα ἔπρεπε νὰ γεννηθεῖ ἀπὸ τὸ πλευρὸ τοῦ ἀνδρός, γιὰ νὰ φανεῖ ξεκάθαρα ἡ ὀντολογική της ἐξάρτηση ἀπὸ ἐκεῖνον καὶ ἡ ἐξέχουσα ὑπεροχή του ἔναντι αὐτῆς. Καί, προσθέτει ὁ Ἀκινάτης, ὅπως ὁ Θεὸς εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ σύμπαντος, οὕτω τὸ ἄρσεν-ἀνὴρ εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. (10)
B΄ Ἐπέκταση τῆς ἀναλογίας: ἡ ἀναπαραγωγή (τοῦ θήλεος καὶ τοῦ ἄρρενος)
Συμφώνως πρὸς τὴν παραπάνω ὀντολογικὴ διευκρίνιση καὶ ἀναλογία, ἡ γυνή- μήτηρ, κατὰ τὸν μεγάλο Σχολαστικό, ἑνώνεται μὲ τὸ ἀρσενικὸ στοιχεῖο γιὰ νὰ ἀναπαράγεται καὶ νὰ παράγουν μαζὶ μία νέα οὐσία ἕνα νέο ἀνθρώπινο ὄν.
Ἡ μήτηρ, τότε, διαδραματίζει τὸ ρόλο τῆς ὕλης. Παρέχει, δηλαδή, ὑλικό ἢ δυναμικὸ στοιχεῖο, ἐνῷ τὸ ἄρρεν, ὡς εἶδος, παρέχει τὸ εἰδοποιοῦν στοιχεῖο. Γεννᾶ, δηλαδή, τὸν ἄνθρωπο καί, μαζὶ μὲ τὸ ὑλικὸ θηλυκὸ στοιχεῖο παράγει μία νέα οὐσία ἢ ἕνα νέο ἀνθρώπινο ὄν. (11)
Ἡ γυνή-μήτηρ, ὅπως καὶ ἡ ὕλη, ὀντολογικὰ εἶναί τι τὸ ἀτελές, κάτι ποὺ γεννήθηκε νὰ ἐπιθυμεῖ φυσικὰ τὸ ἄρρεν, τὸ ὁποῖο συνιστᾶ γι᾽ αὐτὴν τὸ εἶδος καὶ προσδίδει στὴν ὕπαρξή της τὴν πληρότητα.
Γ΄ Ἐπέκταση τῆς ἀναλογίας: ἡ ροπή (τοῦ θήλεος πρὸς τὸ ἄρρεν)
Ὁ Σταγειρίτης ὁλοκληρώνει τὴν ἀναλογία ὕλη-μήτηρ, ἰσχυριζόμενος ὅτι ἡ ὕλη ἐπιθυμεῖ τὸ εἶδος ὅπως τὸ θῆλυ ἕλκεται (12) ἀπὸ τὸ ἄρρεν καὶ ὅπως τὸ ἄμορφο ἢ τὸ ἄσχημο ἕλκεται ἀπὸ τὸ ὄμορφο καὶ τὸ εὔσχημο. Ὁ Θωμᾶς ὁ Ἀκινάτης θὰ τροποποιήσει τὸ κείμενο καὶ τὴν σκέψη τοῦ Φιλοσόφου, προσθέτοντας ὅτι ἐὰν τὸ θῆλυ ἐπιθυμεῖ τὸ ἄρρεν καὶ ἐὰν τὸ ἄσεμνο ἐπιθυμεῖ τὸ καλὸ καὶ ἀγαθό, αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι τὸ κακὸ κατὰ κανόνα τείνει πρὸς τὸ καλὸ ὡς τὸ ἀντίθετό του, ἀλλὰ μόνο ὡς ἀτύχημα -secundum accidens: ἔτσι, ἐκεῖνο τὸ ὂν ποὺ ἔτυχε νὰ εἶναι κακό, τείνει πρὸς τὸ καλό. Ὁμοίως, τὸ ἀπόλυτο θῆλυ δὲν ἐπιθυμεῖ ἢ ἕλκεται φυσικὰ ἀπὸ τὸ ἀντίθετό του, τὸ ἄρρεν, ἀλλὰ τὸ συγκεκριμένο ὂν ποὺ τυγχάνει νὰ εἶναι θῆλυ τείνει πρὸς τὴν ἀντίθετη κατάστασή του, δηλαδὴ τείνει νὰ γίνει ἄρρεν.(13)
Ἐὰν τὸ θῆλυ, ὡς ἡ πρώτη ὕλη, παραμένει ταυτισμένο μὲ τὸ ὀντολογικὰ ἀτελές, τὸ ἄμορφο καὶ τὸ ἀπρεπές, τότε τὸ ἄρρεν, προσωποποιημένο ὡς εἶδος, παραμένει ταυτισμένο μὲ τὸ ἐν ἐνεργείᾳ εἶναι, μὲ τὴν πληρότητα τῆς ὕπαρξης, μὲ τὸ καλὸ καὶ ἐπιθυμητό. Ὁ Σχολαστικὸς προχωρᾶ ἀκόμη περισσότερο, τονίζοντας ὅτι τὸ εἶδος ἔχει θεϊκό χαρακτῆρα. Θεῖο χαρακτῆρα ἐπειδή τὸ οὐσιαστικὸ εἶδος, τὸ ὁποῖο εἶναι ἡ μοναδικὴ αἰτία ὅλων τῶν ἐν ἐνεργείᾳ ὄντων, συμμετέχει στὴν ὁμοιότητα τοῦ Θείου Ὄντως Ὄντος , τὸ ὁποῖο εἶναι actus purus. Τὸ εἶδος εἶναι ἐπίσης θεῖο καὶ βέλτιστο, ἐφόσον εἶναι ἡ τελείωση τῆς δυναμικότητας ποὺ ἐνυπάρχει στὴν πρώτη ὕλη. Ὡς ἐκ τούτου, εἶναι ἐπίσης ἐπιθυμητό, ἐπειδὴ τὸ πᾶν ἐπιθυμεῖ τὴν τελείωσή του. (14)
Δ΄ Ἐπέκταση τῆς ἀναλογίας: ἡ ὑποταγή (τοῦ θήλεος στὸ ἄρρεν)
Ἡ γυνή-μήτηρ αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη καὶ ἐπιθυμία νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸ ἄρρεν, ἀναζητῶντας νὰ καλυφθεῖ ἡ ὀντολογική της ἔλλειψη μὲ τὴν πληρότητα τοῦ εἶναι τοῦ ἄρρενος-ἀνδρός. Χωρὶς τὸ εἶδος της, δηλαδὴ χωρὶς τὸν ἄνδρα, ἡ γυνή, σύμφωνα μὲ τὴν ἀναλογία μὲ τὴν πρώτη ὕλη, παραμένει ἀνύπανδρος, στὰ ὅρια τῆς ἀνεπαρκείας καὶ ἀτελείας τῆς ὀντικῆς της καταστάσεως. Γι᾽ αὐτὸ πρέπει νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν ἄνδρα στὴν κοινωνία τοῦ γάμου. Σὲ αὐτὴ τὴν κοινωνικὴ ἕνωση, ὡστόσο, δεδομένης τῆς μεγαλύτερης ἀξίας τοῦ ἀνδρός, ἡ γυνὴ πρέπει νὰ ὑποτάσσεται στὸν ἄνδρα, δεδομένου ὅτι αὐτὴ δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸ πλευρὸ τοῦ ἄνδρα, λεπτομέρεια, ἡ ὁποία, γιὰ τὸν Ἀκινάτη, εἶναι ὑψίστης σημασίας ἀπὸ θεολογικῆς ἀπόψεως: 'ὅτι ἐκ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς ἐλήφθη αὕτη΄.
Σύμφωνα μὲ τὴν ἑρμηνεία καὶ τὸν συμβολισμὸ ποὺ ὁ Ἀκινάτης δίδει στὴ βιβλικὴ μαρτυρία, ἡ γυνὴ δὲν πρέπει νὰ προσπαθεῖ νὰ κυριαρχήσει ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, δεδομένου ὅτι δὲν ἐπλάσθη ἀπὸ τὴν κεφαλή, ἀλλ᾽ ἐκ τῆς πλευρᾶς του. Οὔτε ὁ ἄνδρας πρέπει νὰ τὴν ὑποτιμήσει ἢ νὰ τὴν ἀντιμετωπίζει ὡς δούλη, σὰν νὰ εἶχε δημιουργηθεῖ μονάχα γιὰ νὰ τὸν ὑπηρετεῖ, διότι σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση, λέει ὁ Σχολαστικός, θὰ εἶχε δημιουργηθεῖ ἀπὸ τὰ πόδια του. (15)
Ὁ Ἀκινάτης διακρίνει σὲ αὐτὴ τὴ σχέση ὑποταγῆς τῶν γυναικῶν μία ὀρθὴ καὶ μία ἐσφαλμένη. Στὴν ἐσφαλμένη ἔκδοση, ποὺ ἰσχύει μετὰ τὴν πτώση, ὁ ἰσχυρότερος χρησιμοποιεῖ τὸν ἀσθενέστερο, δηλ. τὴν γυναίκα, γιὰ τὸ συμφέρον του. Αὐτὸ θεωρεῖται ἁμαρτία. Ὡστόσο, στὴν ἄλλη ἔκδοση τῆς ὑποταγῆς, τὴν ὀρθή, ποὺ ἔχει ὀντολογικὸ ὑπόβαθρο, ὁ προεστώς – ὁ ἀνήρ – χρησιμοποιεῖ τοὺς ὑφισταμένους του – τὶς γυναῖκες – μὲ ἀπώτερο σκοπὸ τὸ καλὸ καὶ τὴν εὐημερία τους. Αὐτὸ τὸ εἶδος ὑποταγῆς ὁ Ἀκινάτης τὸ ὀνομάζει πολιτικὸ ἢ ἀστικό. Εἶναι μία φυσικὴ ὑποταγὴ καὶ ἀπαιτεῖ νὰ κυβερνοῦν οἱ σοφώτεροι. Κατὰ τὸν Ἀκινάτη, αὐτὴ ἡ φυσικὴ ὑποταγὴ γίνεται πάντα καὶ παντοῦ, ἀκόμη καὶ στὸν παράδεισο, πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση, διότι ἂν δὲν ὑφίστατο, θὰ ἔλειπε ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη κοινωνία ἡ εὐταξία. Ἡ γυναῖκα, λοιπόν, σύμφωνα μὲ τὴν ἀστικὴ ἢ οἰκονομικὴ ὑποταγή, πρέπει νὰ ἐξαρτᾶται καὶ νὰ κυβερνᾶται ἀπὸ τὸν ἄνδρα, ἐπειδὴ ἀπὸ τὴ φύση του ὁ ἄνδρας ἔχει περισσότερη σύνεση καὶ διάκριση στὴ λειτουργία τῆς λογικῆς.(16)
Αὐτὴ ἡ κοινότητα ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸν ἄνδρα καὶ τὴ γυναίκα ἔχει διάφορους στόχους ποὺ πρέπει νὰ πληροῦνται ὑπὸ τὴν ἡγεσία καὶ τὴν κυβέρνηση τοῦ ἄνδρα, ὡς κεφαλῆς τῆς γυναίκας. Σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο, δὲν ἀπαριθμεῖται μόνο ἡ ἀνάγκη ἀναπαραγωγῆς γιὰ τὴ διατήρηση τοῦ γένους, ἀλλὰ καὶ ἡ ὀργάνωση τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς, ὅπου ὁ ἀνδρικὸς ρόλος εἶναι διαφορετικὸς ἀπὸ ἐκεῖνον τῆς γυναίκας, καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ ἄνδρα πρὸς τὴν γυναῖκα σὲ μία σταθερὴ σχέση γάμου. (17)
Ἡ γυναῖκα γεννήθηκε ἀκριβῶς γιὰ νὰ βοηθήσει τὸν ἄνθρωπο στὴν παραγωγὴ παιδιῶν καὶ ἀκόμα καὶ σὲ αὐτὴ τὴ λειτουργία, λόγῳ τῆς φύσης της, τὸ θῆλυ δὲν δύναται νὰ διαδραματίσει ἐνεργὸ ρόλο, ἀλλὰ μόνο παθητικό.(18) Ἡ γυναῖκα, κατ᾽ ἀναλογία μὲ τὴν πρώτη ὕλη ποὺ εἶναι ἀρχὴ ἐξατομίκευσης, θὰ παραμείνει στὸν οἰκεῖο περιορισμένο καὶ ἰδιαίτερο τομέα. Ὡστόσο, ἀκόμη καὶ στὴ σαρκικὴ ἀναπαραγωγή, τόσο οἱ ἄνδρες ὅσο καὶ οἱ γυναῖκες πρέπει νὰ ἐνεργήσουν σύμφωνα μὲ τὴ δική τους γεννητικὴ ἱκανότητα: ἔτσι, ἡ γυναῖκα ἑτοιμάζει τὴν ὕλη – παθητικά –, ἐνῷ ἡ ἐνεργὸς δύναμη τοῦ ἄνδρα πληροῖ τὴν ὕλη μὲ ἕνα συγκεκριμένο εἶναι, δηλαδὴ μὲ τὸ νὰ εἶναι ἄνθρωπος.(19) Ἡ ὑλική αἰτία αὐτῆς τῆς λειτουργίας εἶναι τὸ αἷμα τῆς γυναικείας περιόδου πού, στὴ συνέχεια, μετασχηματίζεται μὲ μία διαδικασία συνεχοῦς τελειότητας μὲ τὴ δράση διαδοχικῶν ζωτικῶν καὶ φυσικῶν μορφῶν ποὺ δέχεται ἀπὸ τὴν ἐνεργὸ δύναμη τοῦ ἀνδρικοῦ σπέρματος καί, μέχρι πού, μὲ τὴ βοήθεια ἑνὸς οὐρανίου σώματος, εἶναι ἕτοιμο νὰ δεχτεῖ τὴν τελευταία καὶ ὑψηλότερη εἰδικὴ μορφή, δηλαδή, τὴν νοητική, ποὺ τὴν καθιστᾶ ἄνθρωπο.(20) Σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο, εἶναι πλέον προφανὲς τὸ γεγονὸς ὅτι μόνο ὁ ἄνδρας γεννᾶ ἕνα νέο πλάσμα. Συνεπῶς, ὁ ἄνδρας, κατὰ τὸν Ἀκινάτη, τυγχάνει αἰτία μορφικὴ καὶ τελική. Ἡ γυναῖκα βοηθᾶ στὴν παραγωγή, ἀλλὰ μόνο ὡς παθητικὴ δύναμη ἢ αἰτία ὑλική.(21)
Ε΄ Ἐπέκταση τῆς ἀναλογίας: ἡ ὑπεροχή (τῆς ἀνδρικῆς ἐνεργείας καὶ ἀποστολῆς ἔναντι τῆς γυναικείας)
Ὁ ἄνδρας, ἐκτὸς τοῦ ὅτι δρᾷ ὡς ἐνεργὸς δύναμη κατὰ τὴ διαδικασία τῆς παραγωγῆς, ἔχει ἄλλο σκοπὸ στὴ ζωή, πιὸ σημαντικό, μία ἀνώτερη λειτουργία: νὰ κατανοεῖ, δηλαδή, καὶ νὰ γνωρίζει τὸ σύμπαν – τὸ καθολικό – καὶ νὰ παράγει ἐπιστήμη. (22)
Ὅπως ἤδη σημειώθηκε, ὁ ἄνδρας, ταυτισμένος ἀπὸ τὸν Ἀκινάτη μὲ τὸ εἶδος, δίνει στὴν ὕλη τὸ συγκεκριμένο εἶναι. Τὸ ἄρσεν, λοιπόν, εἶναι τὸ στοιχεῖο ποὺ «ἐγκοσμιοποιεῖ» τὴν ὕλη καὶ τὴν καθορίζει» νὰ ἀνήκει σὲ ἕνα συγκεκριμένο εἶδος ἐφόσον γίνεται ἡ μετάβαση ἁπὸ τὸ δυνάμει στὸ ἐνεργείᾳ. Οὕτως, ἐὰν τὸ περιβᾶλλον τῆς γυναίκας ὁριοθετεῖται στὸν τομέα τοῦ ἀτομικοῦ, τοῦ ἰδιωτικοῦ, τοῦ οἰκιακοῦ, ἐκεῖνο τοῦ ἀνδρός – ὅπως τὸ εἶδος – περιλαμβάνει τὸ καθολικό.
Τὸ ἀρσενικό-ἀνδρικό, λοιπόν, θὰ πρέπει νὰ ἀσχολεῖται μὲ τὴν παραγωγὴ τῆς γνώσης καὶ τὴν πολιτικὴ δράση στὸ περιβᾶλλον τῆς πόλης. Τοιουτοτρόπως, ὁ Ἀκινάτης δέχεται καὶ κληρονομεῖ τὸ πρότυπο τῆς κοινωνικο-πολιτικῆς διάστασης τῶν γυναικῶν ποὺ κυριαρχοῦσε στὴν ἑλληνορωμαϊκὴ ἀρχαιότητα. Τὸ πρότυπο αὐτὸ ὑλοποιεῖται γιὰ τὴν γυναίκα πρῶτα μέσῳ τοῦ πατέρα καί, ἀργότερα, μέσῳ τοῦ συζύγου καὶ τῶν υἱῶν (ἀρσενικῶν).
Στ΄ Ἐπέκταση τῆς ἀναλογίας: ἀδυναμία ἤθους (τοῦ θήλεος-γυναίκας)
Κατὰ τὸν Ἀκινάτη, ἡ ὀλιγότερη φυσιολογικὴ καὶ λογικὴ ἱκανότητα τῶν γυναικῶν συνδέεται ἄμεσα καὶ ἀναλογικὰ μὲ μία μεγαλύτερη ἠθικὴ ἀδυναμία κατὰ τὴν ἐκπλήρωση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Γι ᾽αὐτό, ὅταν ὁ Διάβολος, στὸν Παράδεισο τῆς τρυφῆς, ὑπέβαλε σὲ πειρασμὸ τὸν Ἀδάμ, τὸ ἔκανε μέσῳ τῆς Εὔας. Ἡ ἠθική της ἀδυναμία τὴν κατέστησε εὐκολότερο θῦμα τῆς διαβολικῆς ἀποπλάνησης. Διὰ τῆς στενῆς σχέσης της μὲ τὸν ἄνδρα καὶ τῆς ἄμεσης διαμεσολάβησης τῆς γυναίκας, ὁ Διάβολος κατόρθωσε νὰ δελεάσει καὶ τὸν ἄνδρα. (23) Σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο, ἡ γυναίκα εἶχε τὰ φυσικὰ χαρακτηριστικὰ γιὰ νὰ χρησιμοποιεῖται ὡς μέσο ἀποπλάνησης καὶ κατάκτησης. Ποιὰ ἦταν αὐτὰ τὰ χαρακτηριστικά; Ἁπλό: δὲν κατεῖχε τὴν ἴδια λογικὴ δύναμη τοῦ διαβόλου – ἀλλ᾽ οὔτε τοῦ ἄνδρα –, καὶ διὰ τοῦτο ἦταν τὸ ἰδανικὸ μέσο γιὰ νὰ ἀποπλανήσει τὸν Ἀδάμ. Ἡ γυναῖκα παρουσιάζεται στὴν ἑρμηνεία τοῦ βιβλικοῦ κειμένου τῆς Γενέσεως ποὺ πραγματοποιεῖ ὁ Ἀκινάτης, ὡς δελεαστικὸ μέσο, ὄργανο ἀποπλάνησης τοῦ Ἀδάμ.
Σὲ ἄλλη συνάφεια, ὁ Ἀκινάτης μᾶς πληροφορεῖ ὅτι μεταξὺ τῶν ἐπιβλαβῶν πτυχῶν ποὺ ἐνδέχεται νὰ ἔχει ἡ γνώση διαμέσου τῶν αἰσθήσεων, βρίσκεται τὸ βλέμμα ἐπιθυμίας (τοῦ ἀνδρὸς πρὸς τὴν γυναῖκα) ποὺ ὁδηγεῖ στὴ λαγνεία.(24) Ἀκόμα καὶ τὸ σῶμα τῆς γυναίκας ἔχει ἕναν εἰδικὸ δελεαστικὸ χαρακτῆρα.(25) Ὡς ἐκ τούτου, εἶναι ἀπαραίτητο ὁ σώφρων ἄνδρας νὰ ἀποφύγει νὰ τὸ κοιτάζει μὲ προσοχὴ καὶ πάθος, ὥστε νὰ μὴ πέσει σὲ πειρασμὸ μὲ τὴν σκέψη καὶ τὴν ἐπιθυμία.
Τόσο ἡ γυναῖκα ὅσο καὶ οἱ νεαροί, μᾶς πληροφορεῖ ὁ "Ἀγγελικὸς Διδάσκαλος" (Doctor Angelicus, ὅπως τὸν ἀποκαλεῖ ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία) σὲ ἄλλο κείμενο, (26) ἔχουν μία μεγαλύτερη τάση πρὸς τὴν ἐπιθυμία καὶ τὴν ἠδονή. Ἡ τάση αὐτὴ στοὺς νεαροὺς ἐξηγεῖται λόγῳ τῆς θερμότητος τῆς ἡλικίας, ἐνῷ στὴ γυναῖκα λόγῳ τῆς ἠθικῆς ἀδυναμίας νὰ ἀντισταθεῖ στὴν ἁμαρτία. Ἡ ἠθικὴ ἀδυναμία ποὺ παρουσιάζεται στὶς γυναῖκες καὶ στὰ νέα παιδιά, ἐκφράζεται στὴν ἀδυναμία ἀντιμετώπισης καὶ ἀντίστασης τῆς φυσικῆς τάσης πρὸς τὴν ἠδονὴ καὶ ἁμαρτία, καί, ὡς ἐκ τούτου, θὰ πρέπει νὰ ἐλέγχονται καὶ νὰ διορθώνονται διὰ τῆς ἀρετῆς.
Συμπέρασμα
Γιὰ τὸν Θωμᾶ Ἀκινάτη τὸ ἄρσεν καὶ τὸ θῆλυ ἐκδηλώνουν διαφορετικὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ λογική. Τὸ ζεῦγος θῆλυ-μήτηρ, ὑλικὴ καὶ ἐνσώματη αἰτία, ταυτίζεται μὲ τὴν ἴδια τὴ φύση καὶ ὁμοιάζει πρὸς τὴν ἀριστοτελικὴ πρώτη ὕλη. Τὸ ζεῦγος ἄρσεν-πατήρ, ὅμως, σχετίζεται ἄμεσα μὲ τὸ εἶδος, ἐφ᾽ ὅσον περικλείει τὴν πληρότητα τοῦ εἶναι, καὶ νοεῖται ὡς μία πλήρης καὶ μὴ ἐνσώματη αἰτία ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὴ φύση, κατὰ πάντα ἀναγκαῖα γιὰ νὰ ὁλοκληρωθεῖ τὸ θῆλυ. Ἀξιολογικὰ καὶ σὲ μία ἄκρως ἠθικιστικὴ ἄποψη, ὁ Ἀκινάτης θεωρεῖ τὴ γυναῖκα ὥς τι τὸ μιαρό, ἄσεμνο, βρώμικο, τὸ μέσο γιὰ νὰ πέσει ὁ ἄνδρας σὲ ὁποιαδήποτε ἁμαρτία, ἐνῷ τὸ ἀρσενικὸ τὸ θεωρεῖ καλό, ἑλκυστικό, εὐπρεπές, ἀφοῦ δημιουργήθηκε πρὶν ἀπὸ τὴ γυναῖκα γιὰ νὰ δηλώνεται ἡ ὑπεροχή του στὴν ἀξιοπρέπεια καὶ στὴ διακυβέρνηση τῆς κτίσεως.
Στὴ διδασκαλία τοῦ Ἀκινάτη δὲν βρίσκουμε τίποτε τὸ νεώτερο ὅσον ἀφορᾷ στὴν ὀντολογική, ἀξιολογικὴ καὶ ἠθικὴ κατωτερότητα τῶν γυναικῶν σὲ σχέση μὲ τὴν ἐν γένει φιλοσοφικὴ καὶ θεολογικὴ παράδοση ποὺ ὁ ἴδιος κληρονομεῖ.
Σὲ γενικὲς γραμμές, ὁ Ἀκινάτης δέχεται καὶ ἐπεξεργάζεται τὴν παράδοση ποὺ ξεκίνησε ἤδη στὶς ἀπαρχὲς τοῦ ἑλληνο-ρωμαϊκοῦ πολιτισμοῦ, μὲ ἕνα πρότυπο ἀνδροπρεποῦς πολιτισμοῦ, ὅπως παρουσιάζεται στὰ ἔργα κυρίως τοῦ Ἠσιόδου καὶ ἀργότερα στὴν κλασσική τραγωδία καὶ ἔπειτα ἐπισημοποιημένο καὶ ἀπὸ τὸν Πλάτωνα καὶ τὸν Ἀριστοτέλη.
Τὸ ἴδιο σχεδὸν πρότυπο, βεβαίως μὲ σημαντικὲς καὶ οὐσιαστικὲς παραλλαγές, συνεχίζεται στὸν χριστιανισμὸ μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, μὲ πλούσιες συμβολὲς στοχαστῶν ὅπως ὁ Τερτυλλιανὸς καὶ Λατίνων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ὅπως ὁ Ἱερώνυμος καὶ ὁ Αὐγουστῖνος, οἱ ὁποῖοι τονίζουν τὴ σχέση τῆς γυναῖκας μὲ τὸ ἠθικὸ κακὸ καὶ τὴν ἁμαρτία.
Ἡ ἱστορία δείχνει ὅτι τὸ ἀνδροκρατικὸ αὐτὸ πρότυπο στὴν περὶ γυναικὸς ἀντίληψη καὶ διδασκαλία βασίζεται καθαρὰ σὲ ἐξωπραγματικὲς ἀντιλήψεις ἀφηρημένης διανόησης καὶ θὰ καταστεῖ πρότυπο ποὺ θὰ μιμηθοῦν χιλιάδες μοναχοὶ καὶ ἱερεῖς σὲ ὅλες τὶς ἐποχές, κυρίως στὴ Δύση. Ἐπὶ αἰῶνες μακριὰ ἐνδύματα θὰ κρύψουν τὸ ἀνδρικὸ σῶμα, ἀλλὰ ἰδιαίτερα τὸ "δελεαστικὸ" καὶ "ἁμαρτωλὸ" σῶμα τῆς γυναίκας. Ἡ Ἐκκλησία, κυρίως στὴ Δύση, θὰ δηλώνει ἐπίσημα τὴν "κατωτερότητα" τῶν γυναικῶν, ἀρνούμενη τὴν πρόσβασή τους στὸν ἰσχυρὸ διανοητικὸ κόσμο τῶν ἀνδρῶν. Αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία θὰ κάνει μία συνεχῆ προσπάθεια νὰ ὑπερβαίνουν οἱ γυναῖκες τὴν "κατώτερη νοημοσύνη" τους βυθισμένη σὲ ἕνα ὑλιστικὸ καὶ φυσικὸ ὑποβαθμισμένο κόσμο, καὶ νὰ κυριαρχήσουν στὶς φυσικές τους ὁρμὲς πρὸς τὴν ἁμαρτία. Ἔτσι, οἱ γυναῖκες θὰ γίνονται δεκτὲς στὰ μοναστήρια ὡς νύμφες τοῦ Χριστοῦ, παραιτούμενες ἀπὸ τὸν ἀρχέγονο καὶ βασικό τους ὑπαρξιακὸ στόχο πού, σύμφωνα μὲ τὸ ἀναφερθὲν πρότυπο, εἶναι ἡ παραγωγὴ τῶν ἀνθρωπίνων ὄντων. Δὲν εἶναι, λοιπόν, ἀντιφατικό; Ἡ ἀπάντηση εἶναι προφανής. Πῶς, ὅμως, μποροῦμε νὰ ὑπερβοῦμε αὐτὲς τὶς ἀντιφάσεις καὶ προκαταλήψεις πού, ὡς προϊόντα μιᾶς ἀνθρώπινης διεργασίας, μιᾶς ἱστορικῆς πορείας, ἐνδεχομένως ἀλλοιώνουν ἢ μεταβάλλουν τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλῆ: διὰ τοῦ ἰδίου τοῦ Εὐαγελλίου, ποὺ εἶναι ἡ ἐγγύηση τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς: «ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε· οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». (27)
Βιβλιογραφία
THOMAE AQUINATIS, Summa theologiae, I, I-II, II-II, III.
--------------, In Physicorum Librorum Commentarium, lib. I, lectio 15.
--------------, Contra Gentes 2.
--------------, De Potentia q.3.
Σφενδόνη-Μέτσου, Δ., Ο Αριστοτέλης Σήμερα. Πτυχές της αριστοτελικής φυσικής φιλοσοφίας υπό το πρίσμα της σύγχρονης επιστήμης. Εκδόσεις Ζήτη, Θεσσαλονίκη, 2010.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Σφενδόνη-Μέτσου, Δ., Ο Αριστοτέλης Σήμερα. Πτυχές της αριστοτελικής φυσικής φιλοσοφίας υπό το πρίσμα της σύγχρονης επιστήμης. Εκδόσεις Ζήτη, Θεσσαλονίκη, 2010, σελ. 62: «Ο τρόπος, βέβαια, με τον οποίο αναφέρεται ο Αριστοτέλης στην πρώτη ύλη δεν είναι άμοιρος προβλημάτων, αλλά αντίθετα, έχει προκαλέσει ατέρμονες συζητήσεις μεταξύ των μελετητών του αριστοτελικού έργου σε όλη την μακραίωνη παράδοση έως και στις μέρες μας. Ο λόγος για τον οποίο η κατανόηση του περιεχομένου που απέδιδε στην πρώτη ύλη ο Σταγειρίτης αποδεικνύεται εξαιρετικά δυσχερής είναι, όχι μόνον η ποικιλία των ορισμών, αλλά και ο παράδοξος τρόπος με τον οποίο προσπάθησε ο φιλόσοφος να την ορίσει.»
2. Thomae Aquinatis, In Physicorum Librorum Commentarium, liber I, lectio. 15, nº 7: Dicit ergo primo quod ista natura quae subicitur, scilicet materia, simul cum forma est causa eorum quae fiunt secundum naturam, ad modum matris: sicut enim mater est causa generationis in recipiendo, ita et materia.
3. Φυσ. 192a, 4-31: «(...) ἡμεῖς μὲν γὰρ ὕλην καὶ στέρησιν ἕτερόν φαμεν εἶναι, καὶ τούτων τὸ μὲν οὐκ ὂν εἶναι κατὰ συμβεβηκός, τὴν ὕλην, τὴν δὲ στέρησιν καθ' αὑτήν, καὶ τὴν μὲν ἐγγὺς καὶ οὐσίαν πως, τὴν ὕλην, τὴν δὲ οὐδαμῶς· οἱ δὲ τὸ μὴ ὂν τὸ μέγα καὶ τὸ μικρὸν ὁμοίως, ἢ τὸ συναμφότερον ἢ τὸ χωρὶς ἑκάτερον. ὥστε παντελῶς ἕτερος ὁ τρόπος οὗτος τῆς τριάδος κἀκεῖνος. μέχρι μὲν γὰρ δεῦρο προῆλθον, ὅτι δεῖ τινὰ ὑποκεῖσθαι φύσιν, ταύτην μέντοι μίαν ποιοῦσιν· καὶ γὰρ εἴ τις δυάδα ποιεῖ, λέγων μέγα καὶ μικρὸν αὐτήν, οὐθὲν ἧττον ταὐτὸ ποιεῖ· τὴν γὰρ ἑτέραν παρεῖδεν ἡ μὲν γὰρ ὑπομένουσα συναιτία τῇ μορφῇ τῶν γιγνομένων ἐστίν, ὥσπερ μήτηρ· ἡ δ' ἑτέρα μοῖρα τῆς ἐναντιώσεως πολλάκις ἂν φαντασθείη τῷ πρὸς τὸ κακοποιὸν αὐτῆς ἀτενίζοντι τὴν διάνοιαν οὐδ' εἶναι τὸ παράπαν. ὄντος γάρ τινος θείου καὶ ἀγαθοῦ καὶ ἐφετοῦ, τὸ μὲν ἐναντίον αὐτῷ φαμεν εἶναι, τὸ δὲ ὃ πέφυκεν ἐφίεσθαι καὶ ὀρέγεσθαι αὐτοῦ κατὰ τὴν αὑτοῦ φύσιν. Τῆς αὑτοῦ φθορᾶς. καίτοι οὔτε αὐτὸ αὑτοῦ οἷόν τε ἐφίεσθαι τὸ εἶδος διὰ τὸ μὴ εἶναι ἐνδεές, οὔτε τὸ ἐναντίον (φθαρτικὰ γὰρ ἀλλήλων τὰ ἐναντία), ἀλλὰ τοῦτ' ἔστιν ἡ ὕλη, ὥσπερ ἂν εἰ θῆλυ ἄρρενος καὶ αἰσχρὸν καλοῦ· πλὴν οὐ καθ' αὑτὸ αἰσχρόν, ἀλλὰ κατὰ συμβεβηκός, οὐδὲ θῆλυ, ἀλλὰ κατὰ τὸ συμβεβηκός. φθείρεται δὲ καὶ γίγνεται ἔστι μὲν ὥς, ἔστι δ'ὡς οὔ. ὡς μὲν γὰρ τὸ ἐν ᾧ, καθ' αὑτὸ φθείρεται (τὸ γὰρ φθειρόμενον ἐν τούτῳ ἐστίν, ἡ στέρησις)· ὡς δὲ κατὰ δύναμιν, οὐ καθ' αὑτό, ἀλλ' ἄφθαρτον καὶ ἀγένητον ἀνάγκη αὐτὴν εἶναι.»
4. Φυσ. 192a. 32- 33: « (...) τὸ πρῶτον ὑποκείμενον ἑκάστῳ, ἐξ΄ οὗ γίγνεται τι ἐνυπάρχοντος μὴ κατὰ συμβεβικός.»
5. Thomae Aquinatis, In Physicorum Librorum Commentarium, liber I, lectio. 15, nº 7.
6. Σφενδόνη-Μέτσου, Δ., Ο Αριστοτέλης Σήμερα. Πτυχές της αριστοτελικής φυσικής φιλοσοφίας υπό το πρίσμα της σύγχρονης επιστήμης. ὅπ. παρ., σελ. 63-64.
7. Thomae Aquinatis, In Physicorum Librorum Commentarium, lib. I, lectio 15, nº 8: Cum forma sit quoddam bonum et appetibile, materia, quae est aliud a privatione et a forma, est apta nata appetere et desiderare ipsam secundum suam naturam.
8. Thomae Aquinatis, Summa Theologiae, I, q.92, a.1, ad. 1um: Ad primum ergo dicendum quod per respectum ad naturam particularem, femina est aliquid deficiens et occasionatum.
9. Thomae Aquinatis, Summa Theologiae, I, q. 92, a.1, ad 1um: dicendum quod per respectum ad naturam particularem femina est aliquid deficiens et occasionatum. Quia virtus activa quae est in semine maris, intendit producere sibi simile perfectum, secundum masculinum sexum; sed quod femina generetur hoc est propter virtutis activae debilitatem, vel propter aliquam materiae indispositionem, vel etiam propter aliquam transmutationem ab extrinseco, puta a ventis australibus qui sunt humidi.
10. Thomae Aquinatis, Summa Theologiae, Ia., q.92, a.2, Sol: conveniens fuit mulierem in prima rerum institutione, ex viro formari, magis quam in aliis animalibus. Primo quidem, ut in hoc quaedam dignitas primo homini servaretur, ut, secundum Dei similitudinem, esset ipse principium totius suae speciei, sicut Deus est principium totius universi.
11. Thomae Aquinatis, Summa Theologiae, I, q.41, a.5, Sol: homo genitus est simile generanti in natura humana, cuius virtute pater potest generare hominem.
12. Καὶ τείνει πρός.
13. Thomae Aquinatis, In Physicorum Librorum Commentarium, liber I, lectio 15, nº 8: si femina appetat masculum et turpe appetat bonum non quod ipsa turpitudo appetat bonum sibi contrarium, sed secundum accidens, quia id cui accidit esse turpe, appetit esse bonum: et similior femineitas non appetit masculinum, sed id cui accidit esse feminam. Στὸ πλαίσιο αὐτῆς τῆς ἀναλογίας, τὸ θῆλυ καὶ τὸ ἀπρεπὲς ἐπιθυμοῦν καὶ τείνουν πρὸς τὸ ἄρσεν καὶ τὸ ἀγαθό. Τὸ θῆλυ, ὡς ἐκ τούτου, ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὸ ἄσεμνο καὶ ἄμορφο καὶ τὸ ἄρσεν ἔχει σχέση μὲ τὸ ἀγαθὸ καὶ τὸ ὄμορφο. Ὅπως ἤδη σημειώθηκε, αὐτὴ ἡ ροπὴ τῆς ὕλης πρὸς τὸ εἶδος, τοῦ θήλεος πρὸς τὸ ἄρσεν καὶ τοῦ ἀπρεποῦς πρὸς τὸ ἀγαθό, εἶναι τυχαία, γιατὶ ὅποιος τείνει ἢ ἕλκεται ἢ ἐπιθυμεῖ εἶναι μία ἀτομικὴ καὶ συγκεκριμένη ὀντότητα πού, στὴν πραγματικότητα, εἶναι τὸ μόνο ποὺ ὑπάρχει καθεαυτό. Δηλαδὴ εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ὀντότητα, ἡ ὁποία «τυγχάνει» θηλυκή – ἡ γυναίκα – αὐτὴ ποὺ τείνει πρὸς τὸ ἄρσεν, καὶ ἡ ἀνθρώπινη οὐσία, ἡ ὁποία «τυγχάνει» ἄσεμνη, αὐτὴ ποὺ ἐπιθυμεῖ τὸ καλό. Ἐὰν τὸ ἄρσεν καὶ τὸ ἀνδρικὸ ἀντιπροσωπεύουν τὴν πληρότητα τῆς ὕπαρξης καὶ τὸ θῆλυ τὴν ἀτέλειά της, τότε τὸ ἄρσεν εἶναι καλὸ καὶ τὸ θῆλυ εἶναι ἀτελὲς ἢ ἄσεμνο, ἀλλὰ δὲν εἶναι καθεαυτὸ κακό, ἐφ᾽ ὅσον τὸ ὀντολογικὸ κακό, σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴ σκέψη, θεωρεῖται στέρηση -privatio- δηλαδὴ τὸ ἀντίθετο πρὸς τὸ εἶδος ποὺ μέλλει νὰ λάβει ἡ πρώτη ὕλη.
14. Thomae Aquinatis, In Physicorum Librorum Commentarium, liber I, lectio 15, nº 7: et quod privatio pertineat ad malum, ostendit per hoc, quod forma est quoddam divinum et optimum et appetibile. Divinum quidem est, quia omnis forma est quaedam participatio similitudinis divini esse, quod est actus purus; unumquodque enim in tantum est actu in quantum habet formam. Optimum autem est, quia actus est perfectio potentiae et bonum eius: et per consequens sequitur quod sit appetibile, quia unumquodque appetit suam perfectionem.
15. Thomae Aquinatis, Summa Τheologiae, I, q. 92, a. 3, Sol: Respondeo dicendum quod conveniens fuit mulierem formari de costa viri. Primo quidem, ad significandum quod inter virum et mulierem debet esse socialis coniunctio. Neque enim mulier debet dominari in virum, et ideo non est formata de capite. Neque debet a viro despici, tanquam serviliter subiecta, et ideo non est formata de pedibus. Secundo, propter sacramentum, quia de latere Christi dormientis in cruce fluxerunt sacramenta, idest sanguis et aqua, quibus est Ecclesia instituta.
16. Thomae Aquinatis, Summa Τheologiae, I, q. 92, a. 1, ad 2um: Duplex est subjectio: una servilis, secundum quam praesidens utitur subjecto ad sui ipsius utilitatem: et talis subjectio introducta est post peccatum. Est autem alia subjectio oeconomica vel civilis, secundum quam praesidens utitur subjectis ad eorum utilitatem et bonum. Et ista subjectio fuisset ante peccatum: defuisset bonum ordinis in humana multitudine, si quidam per alios sapientiores gubernati naturaliter non fuissent. Et sic ex tali subjectione naturaliter femina subjecta est viro: quia naturaliter in homine magis abundant discretio rationis. Nec inaequalitas hominum excluditur per innocentiae statum.
17. Thoame Aquinatis, Summa Theologiae, I, q. 92, a.2, Sol: Respondeo dicendum quod conveniens fuit mulierem, in prima rerum institutione, ex viro formari, magis quam in aliis animalibus. Primo quidem, ut in hoc quaedam dignitas primo homini servaretur, ut, secundum Dei similitudinem, esset ipse principium totius suae speciei, sicut Deus est principium totius universi. Unde et Paulus dicit, Act. XVII, quod Deus fecit ex uno omne genus hominum. Secundo, ut vir magis diligeret mulierem, et ei inseparabilius inhaereret, dum cognosceret eam ex se esse productam. Unde dicitur Gen. II, de viro sumpta est, quamobrem relinquet homo patrem et matrem, et adhaerebit uxori suae. Et hoc maxime necessarium fuit in specie humana, in qua mas et femina commanent per totam vitam, quod non contingit in aliis animalibus. Tertio quia, ut philosophus dicit in VIII Ethic., mas et femina coniunguntur in hominibus non solum propter necessitatem generationis, ut in aliis animalibus; sed etiam propter domesticam vitam, in qua sunt alia opera viri et feminae, et in qua vir est caput mulieris. Unde convenienter ex viro formata est femina, sicut ex suo principio. Quarto est ratio sacramentalis; figuratur enim per hoc quod Ecclesia a Christo sumit principium. Unde apostolus dicit,ad Ephes. V, sacramentum hoc magnum est, ego autem dico in Christo et in Ecclesia.
18. Thomae Aquinatis, Summa Theologiae, I, q. 92, a.1, Sol: Respondeo dicendum quod necessarium fuit feminam fieri, sicut Scriptura dicit, in adiutorium viri, non quidem in adiutorium alicuius alterius operis, ut quidam dixerunt, cum ad quodlibet aliud opus convenientius iuvari possit vir per alium virum quam per mulierem; sed in adiutorium generationis. Quod manifestius videri potest, si in viventibus modus generationis consideretur. Sunt enim quaedam viventia, quae in seipsis non habent virtutem activam generationis, sed ab agente alterius speciei generantur; sicut plantae et animalia quae generantur sine semine ex materia convenienti per virtutem activam caelestium corporum. Quaedam vero habent virtutem generationis activam et passivam coniunctam; sicut accidit in plantis quae generantur ex semine. Non enim est in plantis aliquod nobilius opus vitae quam generatio, unde convenienter omni tempore in eis virtuti passivae coniungitur virtus activa generationis. Animalibus vero perfectis competit virtus activa generationis secundum sexum masculinum, virtus vero passiva secundum sexum femininum. Et quia est aliquod opus vitae nobilius in animalibus quam generatio, ad quod eorum vita principaliter ordinatur; ideo non omni tempore sexus masculinus feminino coniungitur in animalibus perfectis, sed solum tempore coitus; ut imaginemur per coitum sic fieri unum ex mare et femina, sicut in planta omni tempore coniunguntur vis masculina et feminina, etsi in quibusdam plus abundet una harum, in quibusdam plus altera. Homo autem adhuc ordinatur ad nobilius opus vitae, quod est intelligere.
19. Thomae Aquinatis, Summa Theologiae, III, q. 32, a.4, ad 2um: Potentia generativa in femina est imperfecta respectu potentiae generativae quae est in mare. Et ideo, sicut in artibus ars inferior disponit materiam, ars autem superior inducit formam, ut dicitur in II Physicae, ita etiam virtus generativa feminae praeparat materiam, virtus vero activa maris format materiam praeparatam.
20. Ἀναφέρεται ἐδῶ ὁ Ἀκινάτης στὴ θεωρία τῆς σταδιακῆς ἐμψύχωσης, ὅπως παρατηρεῖται καὶ στὸ Contra Gentes 2, 84; De Potentia q.3, a.9. Thomae Aquinatis, Summa theologiae, Ia., q. 119, a. 2, Sol: Respondeo dicendum quod ista quaestio aliqualiter dependet ex praemissis. Si enim in natura humana est virtus ad communicandum suam formam materiae alienae non solum in alio, sed etiam in ipso; manifestum est quod alimentum, quod est in principio dissimile, in fine fit simile per formam communicatam. Est autem naturalis ordo ut aliquid gradatim de potentia reducatur in actum, et ideo in his quae generantur, invenimus quod primo unumquodque est imperfectum, et postea perficitur. Manifestum est autem quod commune se habet ad proprium et determinatum, ut imperfectum ad perfectum, et ideo videmus quod in generatione animalis prius generatur animal, quam homo vel equus.
20. Ἐδῶ ἐξηγεῖ ὁ Ἀκινάτης τὸ πῶς τῆς ἀνθρώπινης συλλήψεως στὸ πλαίσιο τῆς ἑρμηνείας τῆς ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὑπερφυσικῆς σύλληψης τοῦ Λόγου στὸν τόκο τῆς Παρθένου Μαρίας. T homae Aquinatis, Summa Theologiae, III, q. 32, a. 4, Sol: Quia, cum quaelibet res sit propter suam operationem, ut dicitur II de caelo; natura non distingueret ad opus generationis sexum maris et feminae, nisi esset distincta operatio maris ab operatione feminae. In generatione autem distinguitur operatio agentis et patientis. Unde relinquitur quod tota virtus activa sit ex parte maris, passio autem ex parte feminae. Propter quod in plantis, in quibus utraque vis commiscetur, non est distinctio maris et feminae.
22. Thomae Aquinatis, Summa Theologiae, Ia., q. 92, a. 1, c: homo autem adhuc ordinatur ad nobilius opus vitae, quod est intelligere. Et ideo adhuc in homine debuit esse maiori ratione distinctio utriusque virtutis, ut seorsum produceretur femina a mare, et tamen carnaliter conjungerentur in unum ad generationis opus. Et ideo statim post formationem mulieris, dicitur Genesi 2, 24: erunt duo in carne una.
23. Thomae Aquinatis, Summa theologiae, IIa- IIae, q. 165, a. 2, ad 1um: Dicendum quod in actu tentationis diabolus erat sicut principale agens, sed mulier assumebatur quasi instrumentum tentationis ad dejiciendum virum. Tum quia mulier erat infirmior viro (ἡ ὑπογράμμιση δική μας): unde magis seduci poterat. Tum etiam, propter conjunctionem eius ad virum, maxime per eam diabolus poterat virum seducere. Non autem est eadem ratio principalis agentis et instrumenti. Nam principale agens oportet esse potius: quod non requiritur in agente instrumentali.
24. Thomae Aquinatis, Summa theologiae, IIa-IIae, q.167, a.2, Sol: Respondeo dicendum quod cognitio sensitiva ordinatur ad duo. Uno enim modo, tam in hominibus quam in aliis animalibus, ordinatur ad corporis sustentationem, quia per huiusmodi cognitionem homines et alia animalia vitant nociva, et conquirunt ea quae sunt necessaria ad corporis sustentationem. Alio modo, specialiter in homine ordinatur ad cognitionem intellectivam, vel speculativam vel practicam. Apponere ergo studium circa sensibilia cognoscenda, dupliciter potest esse vitiosum. Uno modo, inquantum cognitio sensitiva non ordinatur in aliquid utile, sed potius avertit hominem ab aliqua utili consideratione. Unde Augustinus dicit, in X Confess., canem currentem post leporem iam non specto cum in circo fit. At vero in agro, si casu transeam, avertit me fortassis ab aliqua magna cogitatione, atque ad se convertit illa venatio, et nisi iam mihi demonstrata infirmitate mea, cito admoneas, vanus hebesco. Alio modo, inquantum cognitio sensitiva ordinatur ad aliquod noxium, sicut inspectio mulieris ordinatur ad concupiscendum; et diligens inquisitio eorum quae ab aliis fiunt, ordinatur ad detrahendum. Si quis autem cognitioni sensibilium intendit ordinate, propter necessitatem sustentandae naturae, vel propter studium intelligendae veritatis, est virtuosa studiositas circa sensibilem cognitionem.
25. Στὸ περιβᾶλλον τῆς ἐποχῆς αὐτῆς τοῦ Μεσαίωνα, ἡ ὑπόσταση τῆς γυναίκας ἔχει ταυτιστεῖ ἀπολύτως μὲ τὸ σῶμα της. Ἀπεναντίας, τὸ ἄρσεν-ἀνδρικὸ διακρίνει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὸ σῶμα του, γιὰ νὰ ταυτιστεῖ μὲ τὸ εἶδος, τὴν καθαρὴ λογική, κατὰ πάντα ἀσώματη καὶ παγκόσμια. Τὸ ἄρσεν γιὰ πολλοὺς αἰῶνες ἔχει θεωρήσει τὸ σῶμα του σὰν κάτι τὸ ξένο, σὰν δευτερεῦον ὄργανο ἢ πραγματικότητα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξής του. Ἡ γυναῖκα, ὅλως ἀντιθέτως, νιώθει τὴν ὕπαρξή της πιὸ συνδεδεμένη μὲ τὸ σῶμα της καὶ μὲ τὸ ὑλικό-αἰσθητό: ἔτσι, μποροῦμε νὰ ἰσχυριστοῦμε ὅτι τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἡ γυναῖκα εἶναι τὸ σῶμα της: ἐξ οὗ καὶ ἡ μεγαλύτερη ἀνησυχία γιὰ τὴ φροντίδα τοῦ σώματός της. Ἀπὸ αὐτὴ τὴ βαθιὰ ταύτιση τῶν γυναικῶν μὲ τὸ σῶμα τους, πηγάζει καὶ ἡ παραδοσιακὴ ταύτιση τῆς γυναίκας μὲ τὴν ἠδονὴ καὶ εἰδικὰ μὲ τὴν ἐρωτικὴ ἀπόλαυση. Ἀλλὰ ἡ ὑπέρμετρη ἐπιθυμία γιὰ ἠδονή, ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴν γυναῖκα, παρουσιάζεται στὸ μεσαιωνικὸ Χριστιανισμὸ ὡς ἡ πηγὴ μιᾶς μεγαλύτερης ἔντασης πάθους καὶ ἁμαρτίας.
26. Thomae Aquinatis, Summa Theologiae, IIa-IIae, q.149, a.4, Sol: Sic aliqua virtus magis requiritur in aliquibus duplici ratione: uno modo, quia in eis est major pronitas ad concupiscentias quas oportet per virtutem refrenari, et ad vitia quae per virtutem tolluntur; et secundum hoc sobrietas maxime requiritur in juvenibus et mulieribus: quia in juvenibus viget concupiscentia delectabilis, propter fervorem aetatis; in mulieribus autem non est sufficiens robus mentis ad hoc quod concupiscentiam resistant (ἡ ὑπογράμμιση δική μας). Unde, secundum Maximum Valerium, mulieres apud Romanos antiquitus non bibebant vinum.
27. Γαλ. 3:28.