HOLY AND GREAT COUNCIL DOCUMENT

Draft Synodical Document

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2018

Η ΠΕΡΊΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΕΙΣΠΗΔΉΣΕΩΣ ΚΑΙ Η ΚΑΝΟΝΙΚΉ ΘΕΜΕΛΊΩΣΉ ΤΗΣ

Δρ. Αναστάσιος Βαβούσκος, Δικηγόρος – Μέλος Δ.Σ. Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών Μελετών
Στα πλαίσια της εφαρμογής της αποφάσεώς της για την παροχή αυτοκεφάλου καθεστώτος στην Ουκρανική Εκκλησία, η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου όρισε δύο Εξάρχους, οι οποίοι θα μεταβούν (και ήδη μετέβησαν) στο Κίεβο, για την διεκπεραίωση αναγκαίων για την ολοκλήρωση της αρξαμένης διαδικασίας διαβουλεύσεων.

Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Μόσχας να θεωρήσει την κίνηση αυτή ως «εισπήδηση», δηλαδή παραβίαση των ορίων κανονικής δικαιοδοσίας της και να αποφασίσει:
Α) την εκ μέρους του Πατριάρχη Κυρίλλου διακοπή μνημονεύσεως και συλλειτουργίας με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο.
Β) την εκ μέρους των μητροπολιτών της Ρωσικής Εκκλησίας διακοπή συλλειτουργίας με τους μητροπολίτες του Οικουμενικού Πατριαρχείου και αποχή από τις κοινές συνεδριάσεις επιτροπών, επισκοπικών συνόδων κ.ο.κ.
Γ) την παροχή αδείας στους ιερείς της Ρωσικής Εκκλησίας συλλειτουργίας με τους ιερείς του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Δ) την παροχή αδείας στους πιστούς της Ρωσικής Εκκλησίας να εκκλησιάζονται και να μεταλαμβάνουν σε ιερούς ναούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Οι θέσεις μου ως προς το ζήτημα της θεμελιώσεως κανονικής δικαιοδοσίας της Ρωσικής Εκκλησίας επί της εκκλησιαστικής περιφέρειας της Ουκρανίας είναι γνωστές. Έχουν, άλλωστε, επανειλημμένως διατυπωθεί και εγγράφως.
Χάριν, όμως, «συγγραφικής οικονομίας», θα θεωρήσω για το συγκεκριμένο άρθρο και μόνον γι’ αυτό, ότι το Πατριαρχείο Μόσχας έχει δίκιο και υπό αυτήν την υποθετική παραδοχή, θα κρίνω τις ενέργειες και τις αποφάσεις των συνοδικών οργάνων του.
Επί της εννοίας της «εισπηδήσεως».
Όταν στο Κανονικό Δίκαιο αναφερόμαστε στον όρο «εισπήδηση», εννοούμε την πρόβλεψη των ιερών κανόνων περί απαγορεύσεως παραβιάσεως των ορίων κανονικής δικαιοδοσίας, χωρίς αντιστοίχως την τυποποίηση κάποιων ενεργειών ως «εισπήδηση» και τον καθορισμό αντιστοίχως και κάποιας ποινής. Και όταν ομιλούμε περί κανονικής δικαιοδοσίας, εννοούμε την άσκηση διοικητικής και πνευματικής εποπτείας τόσο επί ορισμένης γεωγραφικής περιφέρειας όσο και επί ορισμένων προσώπων. Ειδικότερα:
Καταρχήν, η κανονική δικαιοδοσία ασκείται επί ορισμένης γεωγραφικής περιφέρειας, προσδιορισμένης και οριοθετημένης σε συγκεκριμένη έκταση επιφανείας. Η διασύνδεση αυτή κανονικής δικαιοδοσίας και εδαφικότητας αποτυπώθηκε από τους Πατέρες της Εκκλησίας και στους ιερούς κανόνες και μάλιστα με δύο τρόπους. Πρώτον, κατά θετική φορά, δηλαδή με την μορφή της σαφούς οριοθετήσεως και κατοχυρώσεως της ασκουμένης εξουσίας εντός καθορισμένων γεωγραφικών ορίων (βλ. 34ο των Αποστόλων, 6ο και 7ο της Α΄ Οικουμενικής, Α΄ Οικουμενικής, 2ο της Β΄ Οικουμενικής, ε) 28ο της Δ΄ Οικουμενικής). Δεύτερον, κατ’ αρνητική φορά, δηλαδή με την μορφή απαγορεύσεως υπερβάσεως των ορίων αυτών μέσω της αναμείξεως στις υποθέσεις άλλης εκκλησιαστικής περιφερείας (βλ. 34ο των Αποστόλων, 2ο της Β΄ Οικουμενικής, 8ο της Γ΄ Οικουμενικής, 13ο της Αντιοχείας).
Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, βασικός άξονας των επιμέρους ρυθμίσεων απετέλεσε το δίκαιο των χειροτονιών, το οποίο καθίσταται καταλυτικός παράγοντας της διακρίσεως των ορίων εξουσίας σε όλη την εξέλιξη του οργανωτικού πλαισίου της Εκκλησίας. Oπως χαρακτηριστικώς σημειώνει ο I. Ζωναράς στο ερμηνευτικό σχόλιό του υπό τον 6ο κανόνα της Α΄ Οικουμενικής (βλ. το σχόλιο σε Σύνταγμα Ράλλη – Ποτλή, ΙΙ, 129): «…Καί τοσοῦτον βούλεται προέχειν τούς ἐπισκόπους έν ταῖς ἐπαρχίαις αὐτῶν. ὥστε καθόλου δίδωσι τύπον μηδέν χωρίς αὐτῶν εἰς έκκλησιαστικήν διοίκησιν ἀναφερομένων γίνεσθαι, ἧς τό μεῖζον καί κυριώτερον ἡ τῶν ἐπισκόπων χεριοτονία ἐστί».
Δευτερευόντως, η έννοια της κανονικής δικαιοδοσίας οριοθετείται από ένα άλλο στοιχείο, αυτό της κατά πρόσωπον αρμοδιότητος.
Δευτερευόντως, η κανονική δικαιοδοσία ασκείται επί ορισμένων προσώπων, τα οποία είναι το σύνολο των μελών των τριών τάξεων του πληρώματος της Εκκλησίας, τα οποία τελούν υπό την πνευματική εξουσία εκκλησιαστικής αρχής, ανεξαρτήτως του μονοπροσώπου ή συλλογικού χαρακτήρα αυτής ή του εύρους της εδαφικής περιφέρειας, η οποία τελεί υπό την δικαιοδοσία της.
Εφόσον οι αποδέκτες των συνεπειών της ασκήσεως της κανονικής δικαιοδοσίας βρίσκονται εντός των γεωγραφικών ορίων της εκκλησιαστικής περιφέρειας, που τελούν τα μοναστικά ή ιερατικά ή αρχιερατικά καθήκοντά τους (επισκοπής, επαρχίας, Πατριαρχείου), τα όρια ασκήσεως της κανονικής δικαιοδοσίας ταυτίζονται με τα γεωγραφικά όρια της εκκλησιαστικής περιφέρειας. Εάν, όμως, τα ως άνω πρόσωπα ευρίσκονται εκτός των γεωγραφικών ορίων, τότε η απομάκρυνση αυτή καταργεί τη σύμπτωση ορίων γεωγραφικών και ορίων κανονικής δικαιοδοσίας, επεκτείνοντας τα δεύτερα εις βάρος των πρώτων. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι η έξοδος του κληρικού ή μοναχού πέραν των γεωγραφικών ορίων της επαρχίας του, οδηγεί και σε μια αντίστοιχη «έξοδο» και της κανονικής δικαιοδοσίας από τα γεωγραφικά της όρια, ασκούμενη πλέον longa manu.
Έχοντας υπόψιν αυτά τα δεδομένα, ο όρος «εισπήδηση» εκφράζει την θεσπισμένη θεμελιώδη αρχή της απαγορεύσεως παραβιάσεως των ορίων κανονικής δικαιοδοσίας και συνεπώς εσφαλμένως χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό συγκεκριμένου κανονικού παραπτώματος.
Συνεπώς, η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Μόσχας μετέτρεψε αυτοβούλως και αυθαιρέτως μια γενική αρχή του Κανονικού Δικαίου σε κανονικό παράπτωμα.
Επί του κανονικού παραπτώματος που θεμελιώνει «εισπήδηση».
Υποτεθείσθω, τώρα, ότι το Πατριαρχείο Μόσχας δεν μετέτρεψε αυτοβούλως και αυθαιρέτως μια γενική αρχή του Κανονικού Δικαίου σε κανονικό παράπτωμα αλλά ότι ως κανονικό παράπτωμα εννοούσε την απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου περί ορισμού Εξάρχων, ως έκφανση της παραβιάσεως της αρχής αυτής. Συνιστά, λοιπόν, η απόφαση αυτή έμπρακτη απόδειξη καταστρατηγήσεως της αρχής της απαγορεύσεως παραβιάσεως των ορίων κανονικής δικαιοδοσίας;
Η θεμελιώδης αυτή αρχή, όπως και κάθε άλλη εκ των θεμελιωδών αρχών του Κανονικού Δικαίου (βλ. η αρχή του φυσικού ή νομίμου δικαστή, η αρχή του συνοδικού συστήματος, η αρχή της λήψεως των αποφάσεων κατ’ ομοφωνία άλλως κατά πλειοψηφία, η αρχή της συναινετικής επιλογής δικαστή κ.λ.π.) παραβιάζεται και ο τρόποι παραβιάσεως τυποποιούνται στους ιερούς κανόνες ως κανονικά παραπτώματα και έχουν ως συνέπεια την επιβολή ποινής.
Ούτως, και στην περίπτωση της αρχής της απαγορεύσεως της παραβιάσεως των ορίων κανονικής δικαιοδοσίας ρυθμίζονται εκφάνσεις της παραβιάσεώς της, οι οποίες τυποποιούνται από τους ιερούς κανόνες ως κανονικά παραπτώματα και προβλέπεται για κάθε ένα εξ αυτών και η αντίστοιχη ποινή.
Τα κανονικά αυτά παραπτώματα αφορούν είτε στην ενεργό κατοχύρωση της ασκουμένης κανονικής δικαιοδοσίας εντός των καθορισμένων γεωγραφικών ορίων και την «απόκρουση» οποιασδήποτε έξωθεν προσβολής αυτής είτε στην απαγόρευση υπερβάσεως αυτών των ορίων μέσω της αναμείξεως στις υποθέσεις άλλης εκκλησιαστικής περιφερείας.
Στην πρώτη περίπτωση υπάγεται το κανονικό παράπτωμα της ανυπακοής προς τον οικείο επίσκοπο μοναχού, κληρικού ή λαϊκού (βλ. Α. Βαβούσκου, Νομοκανονικός Κώδικας, εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2016, Μέρος Τρίτο: Κανονικά Παραπτώματα, Κεφάλαιο Δεύτερο: Παραπτώματα κανονικής τάξεως: ΛΑ΄ Περί υπακοής, παράπτωμα 259, σ. 1106), που προβλέπεται στους κανόνες:
– 4ο της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου (βλ. το κείμενο σε Α. Βαβούσκου, Νομοκανονικός Κώδικας, εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2016, σ. 42) και
– 8ο της αυτής συνόδου (βλ. το κείμενο σε Α. Βαβούσκου, Νομοκανονικός Κώδικας, εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2016, σ. 42).
Στην δεύτερη περίπτωση υπάγονται τα κανονικά παραπτώματα:
α) της υπερόριας δημόσιας διδασκαλίας, (βλ. Α. Βαβούσκου, Νομοκανονικός Κώδικας, εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2016, Μέρος Τρίτο: Κανονικά Παραπτώματα, Κεφάλαιο Δεύτερο: Παραπτώματα κανονικής τάξεως: Κ΄ Περί καθηκόντων κληρικών, παράπτωμα 156, σ. 1079), που προβλέπεται στον 20ο κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής συνόδου (βλ. το κείμενο σε Α. Βαβούσκου, Νομοκανονικός Κώδικας, εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2016, σ. 42) και
β) της υπερόριας χειροτονίας (βλ. Α. Βαβούσκου, Νομοκανονικός Κώδικας, εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2016, Μέρος Τρίτο: Κανονικά Παραπτώματα, Κεφάλαιο Δεύτερο: Παραπτώματα κανονικής τάξεως: ΛΒ΄ Περί χειροτονίας, παράπτωμα 274, σ. 1109), που προβλέπεται στους κανόνες:
1. 35ο των Αποστόλων (βλ. το κείμενο σε Α. Βαβούσκου, Νομοκανονικός Κώδικας, εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2016, σ. 253-254).
2. 13ο της Αντιοχείας (βλ. το κείμενο σε Α. Βαβούσκου, Νομοκανονικός Κώδικας, εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2016, σ. 104).
3. 22ο της Αντιοχείας (βλ. το κείμενο σε Α. Βαβούσκου, Νομοκανονικός Κώδικας, εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2016, σ. 106).
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, που προανέφερα, απαιτείται συγκεκριμένη ενέργεια, ως έμπρακτη απόδειξη παραβιάσεως της αρχής αυτής. Και τούτο, διότι η παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως παραβιάσεως των ορίων κανονικής δικαιοδοσίας συνεπάγεται υφαρπαγή των εξουσιών, που απορρέουν από την άσκηση της κανονικής δικαιοδοσίας. Και η υφαρπαγή αυτή αποδεικνύεται μόνον εμπράκτως, δηλαδή μέσω ενεργειών απτών και σαφών και όχι μέσω ενεργειών πιθανολογουμένων ή μέσω παραλείψεων. Συνεπώς, η απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου περί ορισμού Εξάρχων, με αρμοδιότητα την διεκπεραίωση διαδικαστικών ζητημάτων ως προς την παραχώρηση αυτοκεφάλου καθεστώτος στην Ουκρανική Εκκλησία, δεν συνιστά κανονικό παράπτωμα, που να θεμελιώνει παραβίαση των ορίων κανονικής δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου Μόσχας (δεχόμενοι πάντοτε χάριν «συγγραφικής αδείας» υποθετικώς ότι οι ισχυρισμοί του Πατριαρχείου Μόσχας είναι βάσιμοι), διότι η απόφαση αυτή:
α) δεν καθορίζει όρια κανονικής δικαιοδοσίας για έκαστο εκ των δύο Εξάρχων εντός του εδάφους του Ουκρανικού Κράτους.
β) δεν παρέχει δικαίωμα χειροτονίας επισκόπων εντός του Κράτους αυτού.
γ) δεν θίγει εν τέλει γενικώς καμία εκ των κανονικών δικαιοδοσιών, που de facto και όχι βάσει του Κανονικού Δικαίου υφίστανται αυτή τη στιγμή εντός του Κράτους αυτού.
Κατόπιν τούτων, η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Μόσχας εσφαλμένως εκτίμησε, ότι η απόφαση αυτή συνιστά παραβίαση των ορίων της κανονικής δικαιοδοσίας της.
Επί της διαδικασίας κρίσεως του υποτιθεμένου κανονικού παραπτώματος
Υποτεθείσθω, παρά ταύτα, ότι η απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου περί ορισμού των δύο Εξάρχων, συνιστά κανονικό παράπτωμα, ως έμπρακτη αμφισβήτηση των ορίων κανονικής δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου Μόσχας. Ας υποθέσουμε, επίσης, ότι το Πατριαρχείο Μόσχας ανευρίσκει και τον κανόνα ή τους κανόνες, που το θεμελιώνουν.
Στην περίπτωση αυτή, θα ανεφύετο το ζήτημα της διαδικασίας δικαστικής κρίσεως του παραπτώματος αυτού. Εφόσον η επίμαχη απόφαση εκδόθηκε από την Αγία και Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τότε «αυτουργοί» του κανονικού παραπτώματος θα εθεωρούντο η Α.Θ.Π. ο Οικουμενικός Πατριάρχης και τα μέλη της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Από τη στιγμή, δε, που όλοι οι «αυτουργοί» φέρουν τον βαθμό του επισκόπου, θα έπρεπε να κριθούν από πολυμελές εκκλησιαστικό δικαστήριο κατά τις κάτωθι διακρίσεις:
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ως προκαθήμενος Αυτοκέφαλης Εκκλησίας, θα έπρεπε να κριθεί από τους ομοταγείς του, δηλαδή την Μείζονα και Υπερτελή Σύνοδο (βλ. Α. Βαβούσκου, Θεμελιώδεις αρχές εκκλησιαστικής δικονομίας, διδ.διατρ., εκδ. Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2003, 210επ.), η οποία θα συνεκροτείτο από τους επικεφαλής των λοιπών Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Επειδή, όμως, ο Οικουμενικός Πατριάρχης είναι ταυτοχρόνως και ο πρώτος τη τάξει στην Ορθόδοξη Εκκλησία, το δικαστήριο αυτό θα συνεκαλείτο από τον δεύτερο τη τάξει, δηλαδή τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας.
Αλλά, η σύγκληση του δικαστηρίου αυτού δεν θα εδύνατο να γίνει αυτεπαγγέλτως, παρά μόνο κατόπιν αιτήματος του Πατριαρχείου Μόσχας, που θα συνοδευόταν και από σχετικό κατηγορητήριο έγγραφο.
Επειδή, όμως, ο Πατριάρχης Μόσχας θα ήταν στην περίπτωση αυτή ο κατήγορος, δεν θα μπορούσε να συμμετάσχει στην σύνθεση του δικαστηρίου, διότι η ιδιότητα αυτή οδηγεί σε αποκλεισμό του από τη σύνθεση του δικαστηρίου λόγω εχθρικών αισθημάτων προς τον «κατηγορούμενο» (βλ. κανόνες 5ο της Α΄ Οικουμενικής συνόδου: «Περὶ τῶν ἀκοινωνήτων γενομένων, εἴτε τῶν ἐν κλήρῳ, εἴτε τῶν ἐν λαϊκῷ τάγματι, ὑπὸ τῶν καθ᾿ ἑκάστην ἐπαρχίαν ἐπισκόπων, κρατείτω ἡ γνώμη, κατὰ τὸν κανόνα τὸν διαγορεύοντα, τοὺς ὑφ᾿ ἑτέρων ἀποβληθέντας ὑφ᾿ ἑτέρων μὴ προσίεσθαι. Ἐξεταζέσθω δέ, μὴ μικροψυχία, ἢ φιλονεικία, ἤ τινι τοιαύτῃ ἀηδίᾳ τοῦ ἐπισκόπου, ἀποσυνάγωγοι γεγένηνται. Ἵνα οὖν…», 14ο της Σαρδικής: «Ὅσιος ἐπίσκοπος εἶπεν· Τὸ δὲ πάντοτέ μὲ κινοῦν ἀποσιωπῆσαι οὐκ ὀφείλω.
Εἴ τις ἐπίσκοπος ὀξύχολος εὑρίσκοιτο, ὅπερ οὐκ ὀφείλει ἐν τοιούτῳ ἀνδρὶ πολιτεύεσθαι, καὶ τραχέως ἀντικρὺ πρεσβυτέρου ἢ διακόνου κινηθείς, ἐκβαλεῖν ἐκκλησίας αὐτὸν ἐθελήσοι, προνοητέον ἐστὶ μὴ ἀθρόον τὸν τοιοῦτον κατακρίνεσθαι, καὶ τῆς κοινωνίας ἀποστερεῖσθαι» και 15ο της Καρθαγένης «Καὶ τοῦτό γε μὴν ἤρεσεν, ὥστε, ἐὰν ἀπὸ οἱωνδήποτε δικαστῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐπὶ ἄλλους δικαστὰς ἐκκλησιαστικοὺς ἔχοντας μείζονα τὴν αὐθεντίαν, ἔκκλητος γένηται, μηδὲν βλάπτειν τούτους ὧν ἡ ψῆφος λύεται· ἐὰν ἐλεγχθῆναι μὴ δυνηθῶσιν, ἢ κατ᾽ ἔχθραν, ἢ κατὰ προσπάθειαν δεδικακέναι, ἤ τινι χάριτι ὑποφθαρῆναι·». Βλ. τα κείμενα σε Α. Βαβούσκου, Νομοκανονικός Κώδικας, εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2016, σ. 12, 121 και 128 αντιστοίχως) και θα έπρεπε για τον λόγο αυτόν να αυτοεξαιρεθεί . Οπότε, η Μείζων και Υπερτελής Σύνοδος θα συνεκροτείτο από τους επικεφαλής των υπολοίπων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, εξαιρουμένων του Οικουμενικού Πατριάρχη ως τελούντος υπό κατηγορίαν και του Πατριάρχη Μόσχας ως κατηγόρου.
Τα μέλη της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου κανονικώς θα ενάγοντο ενώπιον της Ιεράς Συνόδου της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (Πατριαρχείο Μόσχας). Επειδή, όμως, θα εθεωρούντο «συναυτουργοί» του Οικουμενικού Πατριάρχη, θα οδηγούντο ενώπιον του ανωτέρου γι’ αυτούς δικαστηρίου και αρμοδίου για την κρίση του «παραπτώματος» του Οικουμενικού Πατριάρχη, δηλαδή της Μείζονος και Υπερτελούς Συνόδου. Η λύση αυτή θα απέτρεπε την έκδοση δύο αποφάσεων επί της ιδίας υποθέσεως, οι οποίες πιθανόν να ήταν και αντιφατικές μεταξύ των (βλ. Α. Βαβούσκου, Θεμελιώδεις αρχές εκκλησιαστικής δικονομίας, διδ.διατρ., εκδ. Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2003, 266).
Σε αντίθεση προς τα παραπάνω, ο Πατριάρχης Μόσχας και η περί αυτόν Σύνοδος δεν επέλεξε την ορθή διαδικαστικώς οδό. Επέλεξε να προβεί στην έκδοση μίας αποφάσεως, όχι ως εκκλησιαστικό δικαστήριο αλλά ως διοικητικό όργανο. Για τον λόγο αυτόν, και το διατακτικό της αποφάσεως αυτής – με τις επιμέρους κατά βαθμό κληρικού διακρίσεις – δεν συνιστά ποινή κατά το Κανονικό Δίκαιο.
Αν μάλιστα λάβουμε υπόψιν ότι:
α) η μνημόνευση του ονόματος του οικείου επισκόπου και η συλλειτουργία μ’ αυτόν, ως σαφής απόδειξη υπακοής (βλ. 13ο, 14ο και 15ο της Πρωτοδευτέρας), είναι σχέση μονομερής, με την έννοια ότι η υποχρέωση αυτή (μνημονεύσεως και συλλειτουργίας) βαρύνει τον κληρικό έναντι του επισκόπου του και όχι και τον επίσκοπο έναντι του κληρικού του.
β) η μνημόνευση από Προκαθήμενο Αυτοκέφαλης Εκκλησίας του ονόματος ενός εκάστου των ομοταγών του και η συλλειτουργία με έναν ή περισσοτέρους ή και όλους εξ αυτών είναι σχέση αμφιμερής, με την έννοια ότι η υποχρέωση αυτή (μνημονεύσεως και συλλειτουργίας) βαρύνει όλους τους επικεφαλής των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών και μεμονωμένως καθένα εξ αυτών έναντι όλων των υπολοίπων. Εν ολίγοις, όλοι μνημονεύουν όλους και όλοι συλλειτουργούν με όλους. Αυτό στην πράξη σημαίνει, ότι, εάν ένας εξ αυτών αποφασίσει να διακόψει την μνημόνευση ενός ή περισσοτέρων και αντιστοίχως και την συλλειτουργία, αυτό δεν σημαίνει, ότι ο θιγείς ή οι θιγέντες ομοταγείς του υποχρεούνται να διακόψουν αντιστοίχως την μνημόνευση του Προκαθημένου, που δεν τους μνημονεύει ή να μην τον προσκαλέσουν – τυπικώς – σε συλλειτουργία, ασχέτως εάν αυτός αρνηθεί να παραστεί.
Ουσιαστικώς, βάσει των όσων εκτέθηκαν παραπάνω, ο Πατριάρχης Μόσχας και οι Μητροπολίτες του Πατριαρχείου Μόσχας ουδεμία «ποινή» επέβαλαν στον Οικουμενικό Πατριάρχη από κανονικής απόψεως. Αντιθέτως, έθεσαν εαυτούς σε αυτοπεριορισμό, επιβάλλοντας οι ίδιοι στους εαυτούς τους μία ιδιόμορφη «ποινή» άνευ κανονικού αντικρύσματος.