Η ειδησεογραφία των τελευταίων ημερών, ιδίως μετά την πρόσφατη απόφαση της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, έφερε στο προσκήνιο διάφορους μη θεσμικούς προβληματισμούς άλλων Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η θέση υπό αμφισβήτηση του μη αποκλειστικού χαρακτήρα της αρμοδιότητας του Οικουμενικού Πατριαρχείου για παραχώρηση αυτοκεφάλου καθεστώτος.
Η αμφισβήτηση όμως αυτή έχει κάποια κανονική βασιμότητα ή όχι; Θα το δούμε αμέσως παρακάτω.
Το ζήτημα της παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος εντάσσεται στο ευρύτερο θέμα της μεταβολής του καθεστώτος κανονικής δικαιοδοσίας μέσω της δημιουργίας νέας εκκλησιαστικής περιφέρειας και της διαδικασίας, που πρέπει να ακολουθηθεί βάσει των ιερών κανόνων.
Οι ιεροί κανόνες, που ρυθμίζουν το ζήτημα, είναι ο 12ος της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου και ο 38ος της Πενθέκτης Οικουμενικής συνόδου (βλ. τα κείμενα σε Α. Βαβούσκου, Νομοκανονικός Κώδικας, εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2016, 27, 47).
Εξ αυτών, ο μεν 12ος κανόνας απαγορεύει την απόσπαση εκκλησιαστικής επαρχίας (Επισκοπής) από την υφιστάμενη μείζονα εκκλησιαστική περιφέρεια (Μητρόπολη) στην οποία η επισκοπή υπάγεται, και την αναβίβασή της σε μητρόπολη με πολιτειακή πράξη, κατόπιν αιτήματος του επισκόπου, που διοικεί την αποσπόμενη επισκοπή και κατ’ αποκλεισμό των αρμοδίων οργάνων της Εκκλησίας.
Ο δε ο 38ος κανόνας θεσμοθετεί την υποχρέωση της Εκκλησίας, να ακολουθεί τις πρωτοβουλίες της Πολιτείας σε θέματα διοικητικής μεταρρυθμίσεως και ειδικότερα όταν η Πολιτεία δημιουργεί κατ’ ουσίαν νέα πόλη, επιβάλλει στην Εκκλησία να προβεί σε ανάλογη πρωτοβουλία απονομής στη νέα πόλη – και στην νέα περιφέρεια αυτής – των αναλογούντων σ’ αυτή εκκλησιαστικών προνομίων.
Οι δύο ως άνω κανόνες, προστιθεμένων και των γενικών αρχών κανονικής δικαιοδοσίας, αποτέλεσαν και την κανονική βάση, επί της οποίας θεμελιώθηκαν νομοκανονικώς όλες οι Πράξεις περί παραχωρήσεως αυτοκεφάλου, αλλά και αυτονόμου, καθεστώτος στις νυν υφιστάμενες Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες (βλ. τα κείμενα των Πράξεων σε Αν. Βαβούσκου – Γρ. Λιάντα, Οι θεσμοί του αυτοκεφάλου και του αυτονόμου καθεστώτος στην Ορθόδοξη Εκκλησία / Μελέτες – Πηγές, εκδόσεις Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2014).
Περαιτέρω, όλες οι μέχρι σήμερα εκδοθείσες Πράξεις περί παραχωρήσεως αυτοκεφάλου, αλλά και αυτονόμου, καθεστώτος εκδόθηκαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείου, κατόπιν υποβληθέντος προς αυτό αιτήματος. Η διαδικασία, δε, αυτή ακολουθήθηκε τόσον στην περίπτωση που η παραχώρηση του αυτοκεφάλου καθεστώτος έγινε συμφώνως προς τους ιερούς κανόνες (βλ. ενδεικτικώς τις περιπτώσεις του Πατριαρχείου Σερβίας, Πατριαρχείου Γεωργίας, Αρχιεπισκοπής Πολωνίας, Αρχιεπισκοπής Φιλανδίας, Μητροπόλεως Ταλίνης και πάσης Εσθονίας) όσον και στην περίπτωση που της παραχωρήσεως αυτού προηγήθηκε περίοδος αντικανονικότητας ως προς την ίδρυση και λειτουργία της «ανεξάρτητης» εκκλησίας, η οποία περίοδος αντικανονικότητας αποκαταστάθηκε στη συνέχεια με την έκδοση της σχετικής Πράξεως από την Ιερά σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου (βλ. ενδ. τις περιπτώσεις του Πατριαρχείου Ρουμανίας, Εκκλησίας Ελλάδος, Αρχιεπισκοπής Αλβανίας, Πατριαρχείου Βουλγαρίας).
Έτσι, το Οικουμενικό Πατριαρχείο παραχώρησε αυτοκέφαλο καθεστώς:
1. στην Εκκλησία της Σερβίας: α) επί Σερβικής Ηγεμονίας, κατόπιν κοινής αιτήσεως Πολιτείας και τοπική Εκκλησίας, η οποία υποβλήθηκε στο όνομα του σερβικού λαού, β) επί Βασιλείου Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, κατόπιν κοινής αιτήσεως Πολιτείας και τοπικής Εκκλησίας
2. στην Εκκλησία της Ρουμανίας, κατόπιν αιτήσεως της τοπικής Εκκλησίας με τη συναίνεση της Πολιτείας
3. στην Εκκλησία της Βουλγαρίας, κατόπιν αιτήσεως της τοπικής Εκκλησίας
4. στην Εκκλησία της Γεωργίας, κατόπιν αιτήσεως της τοπικής Εκκλησίας
5. στην Εκκλησία της Ελλάδος: α) κατόπιν αιτήσεως των Ιεραρχών της τοπικής Εκκλησίας διά την Πολιτείας (Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος του 1850), β) κατόπιν αιτήσεως της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος (Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1866), γ) κατόπιν χωριστών αιτήσεων της Πολιτείας και της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος (Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1882). Ως προς δε την μερική προσωρινού χαρακτήρα μεταβολή του καθεστώτος των Ιερών Μητροπόλεων των Νέων Χωρών, διά της οποίας η διοίκηση των Ιερών αυτών Μητροπόλεων παραχωρήθηκε στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, αυτή επήλθε εξ ιδίας πρωτοβουλίας (αυτεπαγγέλτως) του Οικουμενικού Πατριαρχείου διά της σχετικής Πράξεως του 1928.
6. στην Εκκλησία της Πολωνίας, κατόπιν αιτήσεως της τοπικής Εκκλησίας
7. στην Εκκλησία της Αλβανίας, κατόπιν αιτήσεως του πληρώματος της τοπικής Εκκλησίας, η οποία συνοδεύθηκε από τις διαβεβαιώσεις της Πολιτείας για πλήρη αυτοτέλεια και ελευθερία της νέας Αυτοκέφαλης Εκκλησίας.
8. στην Εκκλησία Τσεχίας και Σλοβακίας, κατόπιν αιτήσεως της τοπικής Εκκλησίας με τη σύμφωνη γνώμη του λαού και του κλήρου.
Όπως, λοιπόν, προκύπτει από τα παραπάνω, η διαδικασία για παραχώρηση αυτοκεφάλου καθεστώτος:
1. κινείται: α) είτε κατόπιν αιτήσεως από την τοπική Εκκλησία, η οποία επιθυμεί την παροχή αυτοκεφάλου καθεστώτος, β) είτε κατόπιν αιτήσεως από την Πολιτική Αρχή, εντός των γεωγραφικών ορίων της οποίας υπάρχει η αιτούσα το αυτοκέφαλο καθεστώς τοπική Εκκλησία, γ) είτε κατόπιν αιτήσεως του πληρώματος της τοπικής Εκκλησίας, δ) είτε κατόπιν συνδυαστικής πρωτοβουλίας των προαναφερθέντων με διακριτούς και διάφορους ρόλους ο καθένας κατά περίπτωση, χωρίς να αποκλείεται και η αυτεπάγγελτη κίνηση της σχετικής διαδικασίας από το αρμόδιο θεσμικό όργανο της Εκκλησίας.
2. το σχετικό αίτημα υποβάλλεται και απευθύνεται πάντοτε προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Την διαδικασία αυτήν ακολούθησαν, όπως ευχερώς διαπιστώνεται από τα προεκτεθέντα, όλες οι νυν Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες αυτοβούλως και ελευθέρως, δίχως ουδεμία πίεση ή προσπάθεια χειραγωγήσεως της βουλήσεώς τους. Τούτο σημαίνει, ότι όλες οι Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες αναγνώρισαν την κανονικότητα της διαδικασίας, η οποία ακολουθείται από αυτές επί μακρόν και κατά ομοιόμορφο τρόπο. Υπό αυτό το πρίσμα, οι ίδιες οι Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες διά της μακράς και ομοιόμορφης πρακτικής, η οποία ακολουθείται από αυτές απαρεγκλίτως, συνέστησαν έθιμο, δημιουργώντας διά του τρόπου αυτού κανόνα δικαίου.
Παρήγαγαν δηλαδή οι ίδιες δι’ εαυτές Δίκαιο, εφαρμόζοντας στην πράξη τον 87ο κανόνα του Μεγάλου Βασιλείου, κατά τον οποίο (βλ. το κείμενο σε Α. Βαβούσκου, Νομοκανονικός Κώδικας, Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2016, 216): «Πρῶτον μέν οὗν, ὅ μέγιστον ἐπί τῶν τοιούτων ἐστί, τό παρ’ ἡμῖν ἔθος, ὅ ἔχομεν προβάλλειν, νόμου δύναμιν ἔχον, διά τό ὑφ’ ἁγίων ἀνδρῶν τοὐς θεσμούς ἡμῖν παραδοθῆναι. Τοῦτο δε τοιοῦτον έστίν». Και για να ενισχύσω έτι περαιτέρω την άποψή μου, θα παραθέσω και τις απόψεις των κανονολόγων Ι. Ζωναρά και Θ. Βαλσαμώνος στα σχόλιά τους υπό τον κανόνα αυτόν (βλ. τα κείμενα σε Ράλλη – Ποτλή, Σύνταγμα, Τ. 4, 264 και 268 αντιστοίχως. Γράφει ο Ι. Ζωναράς: «Ἡ μακρά συνήθεια ἀντί νόμου κρατεῖ, ἐν οἷς οὐκ ἔστιν ἔγγραφος. ἔθος δέ λέγει ὁ ἅγιος οὗτος, τό ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἐνεργούμενον», ο δε Θ. Βαλσαμών σημειώνει: «Σημείωσαι δέ ἀπό ταύτης, ὅτι καί τά ἄγραφα ἐκκλησιαστικά ἔθη, ὡς οἰ ἔγγραφοι κανόνες, τό ἀπαρεγχείρητον ἔχουσι». Έχω την αίσθηση, ότι απόδοση στην νέα ελληνική δεν απαιτείται.
Κατόπιν των ανωτέρω, η οποιαδήποτε αμφισβήτηση εκ μέρους οποιασδήποτε εκ των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών του αποκλειστικού χαρακτήρα του δικαιώματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου να παραχωρεί αυτοκέφαλο καθεστώς, συνιστά άμεση αμφισβήτηση του κύρους και του υποστατού όλων των μέχρι σήμερα εκδοθεισών Πράξεων περί παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος. Τούτο σημαίνει, ότι οι ίδιες οι Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες αμφισβητούν με τον τρόπο αυτόν ευθέως την ίδια την κανονικότητα της υποστάσεώς τους ως Αυτοκεφάλων Εκκλησιών και την ίδια την αυθυπαρξία τους. Κατά το κοινώς λεγόμενο, ας μου επιτραπεί η έκφραση, «πυροβολούν τα πόδια τους».