HOLY AND GREAT COUNCIL DOCUMENT

Draft Synodical Document

Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2018

ΜΗΤΡΟΠΟΛΊΤΟΥ ΝΑΥΠΆΚΤΟΥ:ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΌΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΊΑ

Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου κ. Ιεροθέου

῾Η ᾿Ορ­θό­δο­ξη ᾿Εκ­κλη­σί­α εἶ­ναι κα­θο­λι­κή καί κα­τά τήν ἑρ­μη­νε­ί­α τῶν Πα­τέ­ρων τῆς ᾿Εκ­κλη­σί­ας ὁ ὅ­ρος κα­θο­λι­κή ση­μα­ί­νει ὅ­τι ἔ­χει τήν ἀ­λή­θεια πού εἶ­ναι κα­θο­λι­κή-ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νη καί ὅ­τι δι­α­χέ­ε­ται σέ ὁ­λό­κλη­ρο τόν κό­σμο. Κα­τά τόν ᾿Α­ρι­στο­τέ­λη κα­θο­λι­κό εἶ­ναι τό ὁ­λό­κλη­ρο, «τό κοι­νόν ὄ­νο­μα κατ᾿ ἀν­τί­θε­σιν πρός τό καθ᾿ ἕ­κα­στον». Κα­τά τόν ἅ­γιο Κύ­ριλ­λο ῾Ι­ε­ρο­σο­λύ­μων ἡ ᾿Εκ­κλη­σί­α κα­λεῖ­ται κα­θο­λι­κή, «δι­ό­τι καθ᾿ ὅ­λον τόν κό­σμον δι­α­κε­χυ­μέ­νη ὑ­πάρ­χει.­.. διά τό κα­τά πά­σης εἶ­ναι τῆς οἰ­κου­μέ­νης ἀ­πό πε­ρά­των γῆς ἕ­ως πε­ρά­των.­.. διά τήν ἕ­νω­σιν τῶν ἁ­παν­τα­χοῦ δι­ε­σπαρ­μέ­νων ᾿Εκ­κλη­σι­ῶν, αἵ­τι­νες πᾶ­σαι τῷ συν­δέ­σμῳ τοῦ Πα­να­γί­ου Πνε­ύ­μα­τος μί­αν καί κα­θο­λι­κήν ἀ­πο­τε­λοῦ­σιν». ᾿Ε­πει­δή ὅ­μως ἐ­πε­κτά­θη­κε στόν κό­σμο ὁ­λό­κλη­ρο, χρει­ά­σθη­κε νά βρε­θῆ ἕ­νας τρό­πος γιά νά δι­οι­κη­θῆ κα­λῶς καί νά ὑ­πάρ­ξη ἑ­νό­τη­τα με­τα­ξύ τῶν ᾿Εκ­κλη­σι­ῶν. Κυ­ρί­ως λό­γοι ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοί συ­νε­τέ­λε­σαν στήν δη­μι­ουρ­γί­α κα­τά τό­πους ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν αὐ­το­δι­οι­κή­σε­ων. ῾Η ὕ­παρ­ξη τῆς αὐ­το­κε­φά­λου ᾿Εκ­κλη­σί­ας δέν δια­σπᾶ τήν οἰ­κου­με­νι­κό­τη­τα τῆς ᾿Εκ­κλη­σί­ας, ἀλ­λά τήν ὑ­πο­γραμ­μί­ζει ἰ­δι­αι­τέ­ρως.
Αὐ­τό θά εἶ­ναι καί τό θέ­μα τῆς πα­ρου­σι­ά­σε­ως μου. ῎Ε­χουν γρα­φῆ ἀ­ξι­ό­λο­γες με­λέ­τες γύ­ρω ἀ­πό τό θέ­μα αὐ­τό, θά στη­ρι­χθῶ ὅ­μως κυ­ρί­ως στόν ἀ­ε­ί­μνη­στο Κα­θη­γη­τή Πα­να­γι­ώ­τη Τρεμ­πέ­λα, τόν Κα­θη­γη­τή ᾿Ι­ω­άν­νη Ταρ­να­νί­δη, πού με­λέ­τη­σε ἰ­δι­αι­τέ­ρως τό ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό κα­θε­στώς τῶν Σλαυ­ι­κῶν ᾿Εκ­κλη­σι­ῶν, καί τόν O­l­i­v­i­er C­l­é­m­e­nt.




1. Οἰ­κου­με­νι­κό­τη­τα καί αὐ­το­κε­φα­λί­α
Πρίν προ­χω­ρή­σω στό κυ­ρί­ως θέ­μα μου, θε­ω­ρῶ ἀ­ναγ­καῖ­ο νά τό συν­δέ­σω μέ τό κεν­τρι­κό θέ­μα τῆς πα­ρου­σι­ά­σε­ως αὐ­τῆς πού εἶ­ναι οἰ­κου­με­νι­κό­τη­τα καί αὐ­το­κε­φα­λί­α.
῾Ο Χρι­στι­α­νι­σμός γεν­νή­θη­κε στήν Πα­λαι­στί­νη καί ἰ­δι­αι­τέ­ρως στά ῾Ι­ε­ρο­σό­λυ­μα καί ἀ­πό ἐ­κεῖ ἐ­πε­κτά­θη­κε σέ ὁ­λό­κλη­ρο τόν κό­σμο. Με­τά τήν ᾿Α­νά­στα­σή Του ὁ Χρι­στός ἔ­δω­σε ἐν­το­λή στο­ύς Μα­θη­τάς Του νά κη­ρύ­ξουν τό Εὐ­αγ­γέ­λιο σέ ὁ­λό­κλη­ρη τήν κτί­ση, νά βγοῦν δη­λα­δή μέ­σα ἀ­πό τά πε­ρι­ο­ρι­στι­κά ὅ­ρια τῆς Πα­λαι­στί­νης καί νά ἀ­νοι­χθοῦν σέ ὅ­λα τά ἔ­θνη. Το­ύς ἔ­δω­σε ἐν­το­λή: «Πο­ρευ­θέ­ντες μα­θη­τε­ύ­σα­τε πά­ντα τά ἔ­θνη» (Ματθ. κη' 19). Καί ἀλ­λοῦ εἶ­πε: «κη­ρύ­ξα­τε τό εὐ­αγ­γέ­λιον πά­σῃ τῇ κτί­σει» (Μαρκ. ι­στ',15).
Οἱ Μα­θη­τές ἔ­χον­τας αὐ­τήν τήν ἐν­το­λή, ἀ­νο­ί­χθη­καν σέ ὅ­λα τά ἔ­θνη, σέ ὅ­λα τά μέ­ρη τῆς γῆς. Εἶ­χαν ὅ­μως τήν αἴ­σθη­ση ὅ­τι εἶ­ναι μέ­λη τοῦ ἑ­νι­α­ί­ου Σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ. ᾿Αρ­γό­τε­ρα μέ το­ύς ἀ­πο­λο­γη­τάς φά­νη­κε κα­θα­ρά ὅ­τι οἱ Χρι­στια­νοί δέν εἶ­ναι πιά ᾿Ι­ου­δαῖ­οι, οὔ­τε ἐ­θνι­κοί-῞Ελ­λη­νες, ἀλ­λά ἀ­πο­τε­λοῦν τό τρί­τον γέ­νος μέ­σα στήν ἱ­στο­ρί­α. Στήν πρός Δι­ό­γνη­τον ἐ­πι­στο­λή ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ὡς τό «και­νόν γέ­νος» καί στήν ἀ­πο­λο­γί­α τοῦ ᾿Α­ρι­στε­ί­δου ὡς τό «τρί­τον γέ­νος».
Βε­βα­ί­ως, οἱ Μα­θη­τές τοῦ Χρι­στοῦ, ὡς ᾿Ι­ου­δαῖ­οι, κή­ρυτ­ταν κατ᾿ ἀρ­χάς στίς Συ­να­γω­γές πού λει­τουρ­γοῦ­σαν σέ κά­θε πό­λη. ῞Ο­μως στίς πό­λεις, ὅ­πως φα­ί­νε­ται καί στίς ᾿Ε­πι­στο­λές τοῦ ᾿Α­πο­στό­λου Πα­ύ­λου, ἵ­δρυ­σαν Το­πι­κές ᾿Εκ­κλη­σί­ες πού εἶ­χαν κέ­ντρο τήν θε­ί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α. ῎Ε­τσι σέ κά­θε πό­λη ὑ­πῆρ­χαν ᾿Ε­πί­σκο­ποι πού δι­η­ύ­θυ­ναν τίς ᾿Εκ­κλη­σί­ες, ἦ­ταν προ­ε­στῶ­τες τῆς εὐ­χα­ρι­στια­κῆς συ­νά­ξε­ως. Γι᾿ αὐ­τό οἱ κα­νό­νες τῶν Το­πι­κῶν καί Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων κά­νουν λό­γο συ­νε­χῶς γιά τίς ἁρ­μο­δι­ό­τη­τες καί τήν εὐ­θύ­νη τῶν ᾿Ε­πι­σκό­πων τῆς πό­λε­ως.
῾Ο­πό­τε, ἡ πρώ­τη ᾿Εκ­κλη­σί­α προ­σέ­λα­βε τόν θε­σμό τῶν πό­λε­ων καί γύ­ρω ἀ­πό τόν ᾿Ε­πί­σκο­πο τῆς πό­λε­ως συγ­κρο­τή­θη­κε ἡ ἐ­παρ­χια­κή Σύ­νο­δος. Με­τέ­πει­τα ὅ­πως βλέ­που­με στόν τρό­πο συγ­κρο­τή­σε­ως τῆς ᾿Εκ­κλη­σί­ας, χά­ριν τῆς ἑ­νό­τη­τος προ­σε­λή­φθη τό ρω­μα­ϊ­κό σύ­στη­μα δι­οι­κή­σε­ως, τό ὁ­ποῖ­ο ὡς βά­ση εἶ­χε τό ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κό σύ­στη­μα τῶν πό­λε­ων στό ἑ­νια­ῖο Ρω­μα­ϊ­κό Κρά­τος. Τό­σο τό Μη­τρο­πο­λι­τι­κό ὅ­σο καί τό Πα­τρι­αρ­χι­κό σύ­στη­μα δι­οι­κή­σε­ως τῆς ᾿Εκ­κλη­σί­ας ἔ­χει ὑπ᾿ ὄ­ψη του τό ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό κύτ­τα­ρο πού λέ­γε­ται πό­λη.
Αὐ­τό θά τό δοῦ­με λί­γο πιό κά­τω, ἀλ­λά ἐ­δῶ ἐ­κεῖ­νο πού πρέ­πει νά το­νι­σθῆ εἶ­ναι ὅ­τι ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός εἶ­χε μιά οἰ­κου­με­νι­κή δι­ά­στα­ση, ἀ­φοῦ ἁ­πλώ­θη­κε σέ ὅ­λο τόν κό­σμο, καί συγ­κα­τέ­λε­γε ὡς μέ­λη του ἀν­θρώ­πους πά­σης φυ­λῆς καί γλώσ­σης, ἀλ­λά ὁ τρό­πος συγ­κρο­τή­σε­ως ἦ­ταν τό σύ­στη­μα τῶν πό­λε­ων. Κά­θε το­πι­κή ᾿Εκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ἐν σμι­κρο­γρα­φί­ᾳ ὁ­λό­κλη­ρη ἡ ᾿Εκ­κλη­σί­α, κα­τά τόν τύ­πο τοῦ εὐ­χα­ρι­στια­κοῦ ἄρ­του, ὁ ὁ­ποῖ­ος «με­λί­ζε­ται καί δι­α­με­ρί­ζε­ται, ὁ με­λι­ζό­με­νος καί μή δι­αι­ρο­ύ­με­νος, ὁ πά­ντο­τε ἐ­σθι­ό­με­νος καί μη­δέ­πο­τε δα­πα­νό­με­νος, ἀλ­λά το­ύς με­τέ­χον­τας ἁ­γι­ά­ζων».
Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό στό ση­μεῖ­ο αὐ­τό εἶ­ναι τό ἔρ­γο τοῦ ἁ­γί­ου Μα­ξί­μου τοῦ ῾Ο­μο­λο­γη­τοῦ «Μυ­στα­γω­γί­α», στό ὁ­ποῖ­ο ἀ­να­λύ­ει τί εἶ­ναι ᾿Εκ­κλη­σί­α, ὅ­τι αὐ­τή ἁ­πλώ­νε­ται σέ ὁ­λό­κλη­ρο τόν κό­σμο καί συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νει ὅ­λους το­ύς ἀν­θρώ­πους, ἀλ­λά ταυ­τό­χρο­να ἑρ­μη­νε­ύ­ει τήν θε­ί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α μέ­σα στήν ἡ­συ­χα­στι­κή καί ἐ­σχα­το­λο­γι­κή της προ­ο­πτι­κή. ᾿Αν­τί­θε­τα στήν Δύ­ση ἀ­να­πτύ­χθη­κε ἡ θε­ω­ρί­α τῆς δι­α­χω­ρί­σε­ως τοῦ εὐ­χα­ρι­στια­κοῦ ἄρ­του ἀ­πό τό Σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά ὁ­δη­γη­θοῦ­με στά γνω­στά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα.



2. ῾Ο χα­ρα­κτή­ρας καί ἡ προ­ο­πτι­κή τῆς αὐ­το­κε­φά­λου ᾿Εκ­κλη­σί­ας
Με­τά ἀ­πό ὅ­σα προ­η­γή­θη­καν πρέ­πει νά προ­χω­ρή­σου­με καί νά δοῦ­με τόν χα­ρα­κτή­ρα καί τήν προ­ο­πτι­κή τῆς αὐ­το­κε­φά­λου ᾿Εκ­κλη­σί­ας. Συγ­κε­κρι­μέ­να θά ἐ­ξε­τά­σου­με πῶς ἡ λε­γό­με­νη αὐ­το­κέ­φα­λη ᾿Εκ­κλη­σί­α δέν δια­σπᾶ τήν κα­θό­λου ᾿Εκ­κλη­σί­α, ἀλ­λά καί πῶς με­ρι­κές φο­ρές λει­τουρ­γεῖ δι­α­σπα­στι­κά ἐ­θνι­κι­στι­κά.



α) ῾Ο ὅ­ρος αὐ­το­κέ­φα­λο
Κε­φα­λή τῆς ᾿Εκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι ὁ Χρι­στός, οἱ δέ Χρι­στια­νοί πού εἶ­ναι βε­βα­πτι­σμέ­νοι καί βε­βαι­ό­πι­στοι εἶ­ναι μέ­λη τοῦ Σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ. ᾿Α­πό τήν ἄλ­λη πλευ­ρά οἱ ᾿Ε­πι­σκο­ποι ὡς δι­ά­δο­χοι τῶν ῾Α­γί­ων ᾿Α­πο­στό­λων εἶ­ναι εἰς τύ­πον καί τό­πον τῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ.
῾Ο ὅ­ρος αὐ­το­κέ­φα­λη ᾿Εκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ἀρ­κε­τά συμ­βα­τι­κός, για­τί δέν μπο­ρεῖ κά­θε Το­πι­κή ᾿Εκ­κλη­σί­α νά ὑ­πο­κα­τα­στή­ση καί νά ἀν­τι­κα­τα­στή­ση τήν Κε­φα­λή τῆς ᾿Εκ­κλη­σί­ας πού εἶ­ναι ὁ Χρι­στός, οὔ­τε οἱ αὐ­το­κέ­φα­λες ᾿Εκ­κλη­σί­ες ἀ­πο­τε­λοῦν μιά πο­λυ­κέ­φα­λη ᾿Εκ­κλη­σί­α. Κα­τά τόν Μη­τρο­πο­λί­τη Σάρ­δε­ων Μά­ξι­μο, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πι­κα­λεῖ­ται τήν ἄ­πο­ψη τοῦ Σμέ­μαν, ἡ ἔν­νοι­α τοῦ αὐ­το­κε­φά­λου δέν ἀ­να­φέ­ρε­ται στήν «ὀν­το­λο­γί­α» τῆς ᾿Εκ­κλη­σί­ας, ἀλ­λά στήν ἱ­στο­ρι­κή της «ὑ­πό­στα­ση».
᾿Α­πό τήν ἔ­ρευ­να πού ἔ­κα­να δέν βρῆ­κα στο­ύς ἱ­ε­ρο­ύς Κα­νό­νας νά ἀ­να­φέ­ρε­ται ἡ λέ­ξη αὐ­το­κέ­φα­λη ᾿Εκ­κλη­σί­α. Συ­νά­ντη­σα ὅ­μως τόν ὅ­ρο αὐ­το­κέ­φα­λη ᾿Εκ­κλη­σί­α στίς ἑρ­μη­νεῖ­ες τοῦ Βαλ­σα­μῶ­νος σέ ἱ­ε­ρο­ύς Κα­νό­νες, οἱ ὁ­ποῖ­οι ὁ­μι­λοῦν γιά τό αὐ­το­δι­ο­ί­κη­το τῆς ᾿Εκ­κλη­σί­ας. Δη­λα­δή, ὁ ὅ­ρος «δι­ο­ί­κη­ση» μιᾶς ᾿Ε­παρ­χί­ας χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ὡς «αὐ­το­κέ­φα­λο».
Συγ­κε­κρι­μέ­να στό β' Κα­νό­να τῆς Β' Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου γί­νε­ται λό­γος γιά τίς δι­οι­κή­σεις τῶν το­πι­κῶν ᾿Εκ­κλη­σι­ῶν ᾿Α­λε­ξαν­δρε­ί­ας, ᾿Αν­τι­ο­χε­ί­ας, ᾿Α­σια­νῆς, Πον­τι­κῆς καί Θρα­κι­κῆς. Γρά­φει ὁ Κα­νών ὅ­τι κά­θε ἐ­παρ­χια­κή Σύ­νο­δος νά οἰ­κο­νο­μῆ - δι­οι­κῆ τά τῆς ᾿Ε­παρ­χί­ας της: «­.­..τά καθ᾿ ἑ­κά­στην ἐ­παρ­χί­αν ἡ τῆς ἐ­παρ­χί­ας σύ­νο­δος δι­οι­κή­σει.­.­.­». ᾿Α­κρι­βῶς γι᾿ αὐ­τόν τόν λό­γο ὁ ἱ­ε­ρός Κα­νών λέ­γει: «το­ύς ὑ­πέρ δι­ο­ί­κη­σιν ἐ­πι­σκό­πους ταῖς ὑ­πε­ρο­ρί­οις ἐκ­κλη­σί­αις μή ἐ­πι­έ­ναι, μη­δέ συγ­χέ­ειν τάς ἐκ­κλη­σί­ας».
῾Ο Βαλ­σα­μών ἑρ­μη­νε­ύ­ον­τας τόν Κα­νό­να αὐ­τό καί ἀ­να­φε­ρό­με­νος στήν αὐ­το­δι­ο­ί­κη­ση κά­θε ἐ­παρ­χί­ας, χρη­σι­μο­ποι­εῖ τόν ὅ­ρο αὐ­το­κέ­φα­λο. Γρά­φει: «ὅ­τι τό πα­λαι­όν πά­ντες οἱ τῶν ἐ­παρ­χι­ῶν μη­τρο­πο­λῖ­ται αὐ­το­κέ­φα­λοι ἦ­σαν, καί ὑ­πό τῶν οἰ­κε­ί­ων συ­νό­δων ἐ­χει­ρο­το­νοῦν­το». Στήν συ­νέ­χεια ἑρ­μη­νε­ύ­ει ὅ­τι ὑ­πό τῆς Β' Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου δό­θη­κε προ­νό­μιο στόν Πα­τρι­άρ­χη Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως τό «χει­ρο­το­νεῖ­σθαι, καί ὑ­πο­κεῖ­σθαι αὐ­τῷ» το­ύς Μη­τρο­πο­λί­τας τῆς Πον­τι­κῆς καί ᾿Α­σια­νῆς καί Θρα­κι­κῆς δι­οι­κή­σε­ως. ᾿Α­κο­λο­ύ­θως γρά­φει: «ἤ δέ καί ἑ­τέ­ρας ἐκ­κλη­σί­ας αὐ­το­κε­φά­λους εὑ­ρί­σκεις, ὡς τήν Βουλ­γα­ρί­ας, τήν Κύ­πρου, καί τήν ῾Ι­βη­ρί­ας, μή θαυ­μά­σῃς.­.­.­». Καί πιό κά­τω γρά­φει: «ἐ­λευ­θέ­ραν εἶ­ναι καί αὐ­το­κέ­φα­λον τήν ᾿Εκ­κλη­σί­αν τῆς ῾Ι­βη­ρί­ας».
Εἶ­ναι φα­νε­ρόν ὅ­τι οἱ ἐ­παρ­χια­κοί Σύ­νο­δοι, πού λέ­γον­ται ἀ­πό το­ύς Κα­νό­νας αὐ­το­δι­ο­ί­κη­τες, χα­ρα­κτη­ρί­ζον­ται ἀ­πό τόν Βαλ­σα­μώ­να αὐ­το­κέ­φα­λες.
Αὐ­τό πα­ρα­τη­ρεῖ­ται καί σέ ἄλ­λα ἑρ­μη­νευ­τι­κά κε­ί­με­να τοῦ Βαλ­σα­μώ­να, ὅ­πως γιά πα­ρά­δειγ­μα στήν ἑρ­μη­νε­ί­α τοῦ λθ Κα­νό­να τῆς Πεν­θέ­κτης Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου, ὁ ὁ­ποῖ­ος Κα­νό­νας πα­ρα­πέ­μπει στόν η Κα­νό­να τῆς Γ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου γιά τό αὐ­το­δι­ο­ί­κη­το τῆς ᾿Εκ­κλη­σί­ας τῆς Κύ­πρου. «Τό ἀ­νε­πη­ρέ­α­στον καί ἀ­βί­α­στον» τοῦ ἱ­ε­ροῦ Κα­νό­νος ἑρ­μη­νε­ύ­θη­κε ἀ­πό τόν Βαλ­σα­μώ­να ὡς αὐ­το­κέ­φα­λο: «ὡ­ρί­σθη αὐ­το­κε­φά­λον εἶ­ναι τήν ᾿Εκ­κλη­σί­αν τῆς Κύ­πρου».
῾Ε­πο­μέ­νως, φα­ί­νε­ται ὅ­τι μέ τόν ὅ­ρο αὐ­το­κέ­φα­λο ἀ­πο­δί­δε­ται, κα­τά το­ύς ἱ­ε­ρο­ύς Κα­νό­νας, τό αὐ­το­δι­ο­ί­κη­το μιᾶς ᾿Εκ­κλη­σί­ας. Τό αὐ­το­κέ­φα­λο ὅ­μως, ὅ­πως λει­τουρ­γεῖ σή­με­ρα, εἶ­ναι καρ­πός τῶν δι­ερ­γα­σι­ῶν πού ἔ­γι­ναν ἀ­πό τόν 9ον αἰ­ώ­να καί με­τά.
῾Ο Κα­θη­γη­τής ᾿Ι­ω­άν­νης Ταρ­να­νί­δης συγ­κέ­ντρω­σε τήν βι­βλι­ο­γρα­φί­α σχε­τι­κά μέ τόν ὅ­ρο καί τόν τρό­πο ἐ­φαρ­μο­γῆς τοῦ αὐ­το­κε­φά­λου καί ἀ­νέ­πτυ­ξε τό θέ­μα τοῦ αὐ­το­κε­φά­λου στίς σλα­βι­κές ᾿Εκ­κλη­σί­ες, πράγ­μα πού πα­ρου­σι­ά­ζει ἀρ­κε­τό ἐν­δι­α­φέ­ρον. Εἶ­ναι γνω­στόν ὅ­τι ἡ Βουλ­γα­ρι­κή ᾿Εκ­κλη­σί­α ἄρ­χι­σε νά ἀ­να­ζη­τᾶ τήν ἀ­νε­ξάρ­τη­τη ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή δι­ο­ί­κη­ση ἀ­πό τόν 9ο αἰ­ώ­να, ἡ Σερ­βι­κή ᾿Εκ­κλη­σί­α ἀ­πό τόν 12ο αἰ­ώ­να καί ἡ Ρω­σι­κή τόν 15ο αἰ­ώ­να. Πρίν αὐ­τήν τήν ἀ­να­ζή­τη­ση ὑ­πή­γον­το στό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο. Κα­τά και­ρο­ύς, τό­σο ἡ Βουλ­γα­ρι­κή ὅ­σο καί ἡ Σερ­βι­κή ᾿Εκ­κλη­σί­α ἀ­πέ­κτη­σαν τήν αὐ­το­νο­μί­α, τήν αὐ­το­κε­φα­λί­α καί τήν πα­τρι­αρ­χι­κή τι­μή, ἀλ­λά συγ­χρό­νως κα­τά δι­α­στή­μα­τα ἔ­χα­ναν τήν αὐ­το­κε­φα­λί­α τους, ἀ­κό­μη δέ καί τήν πα­ρα­χώ­ρη­ση τῆς πα­τρι­αρ­χι­κῆς τι­μῆς καί ὑ­πή­γον­το στήν πνευ­μα­τι­κή δι­και­ο­δο­σί­α τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χε­ί­ου. ῾Η ση­με­ρι­νή ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή - δι­οι­κη­τι­κή δι­άρ­θρω­ση τῶν ᾿Εκ­κλη­σι­ῶν στόν Βαλ­κα­νι­κό χῶ­ρο ἦ­ταν ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς ἀ­να­βι­ώ­σε­ως τοῦ ἐ­θνι­κι­σμοῦ τῶν Βαλ­κα­νι­κῶν λα­ῶν κα­τά τόν 19ο αἰ­ώ­να καί με­τά ἀ­πό ἀ­πα­ρα­ί­τη­τες δι­ερ­γα­σί­ες τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο πα­ρε­χώ­ρη­σε στίς ᾿Εκ­κλη­σί­ες αὐ­τές τήν αὐ­το­κε­φα­λί­α καί τήν πα­τρι­αρ­χι­κή τι­μή.
Στήν συ­νέ­χεια θά ὑ­πο­γραμ­μι­σθοῦν με­ρι­κά ση­μεῖ­α σχε­τι­κά μέ τήν ἔν­νοι­α καί τήν ἐ­ξέ­λι­ξη τοῦ αὐ­το­κε­φά­λου, τά ὁ­ποῖ­α μᾶς βο­η­θοῦν νά δοῦ­με τό θέ­μα αὐ­τό στό βά­θος του.
Στήν ἀρ­χή ὁ ὅ­ρος αὐ­το­κε­φά­λο ἐμ­φα­νί­σθη­κε συν­δε­δε­μέ­νος μέ τόν ᾿Αρ­χι­ε­πί­σκο­πο, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἦ­ταν ἀ­πο­δε­σμευ­μέ­νος ἀ­πό τόν Μη­τρο­πο­λί­τη καί εἶ­χε ἄ­με­ση ἐ­ξάρ­τη­ση ἀ­πό τόν Πα­τρι­άρ­χη, ἀ­πό τόν ὁ­ποῖ­ον λάμ­βα­νε τήν χει­ρο­το­νί­α καί τόν μνη­μό­νευ­ε, δη­λώ­νον­τας κατ᾿ αὐ­τόν τόν τρό­πο τήν ἐ­ξάρ­τη­σή του ἀ­πό αὐ­τόν.
Μέ τήν πά­ρο­δο τοῦ χρό­νου καί ἰ­δι­αι­τέ­ρως ἀ­πό τόν 9ο αἰ­ώ­να, ἡ ση­μα­σί­α τοῦ αὐ­το­κε­φά­λου ἀ­να­βαθ­μί­σθη­κε καί συν­δέ­θη­κε μέ τίς ἐ­πι­δι­ώ­ξεις τῶν Σλά­βων καί κυ­ρί­ως τῶν Βουλ­γά­ρων ἡ­γε­μό­νων Βό­ρη καί Συ­με­ών νά ἀ­πο­κτή­σουν πο­λι­τι­κή καί ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­α. ῾Ο Βό­ρης, ἐ­κμε­ταλ­λευ­ό­με­νος τόν ἀν­τα­γω­νι­σμό με­τα­ξύ ᾿Α­να­το­λι­κῆς καί Δυ­τι­κῆς ᾿Εκ­κλη­σί­ας, ζή­τη­σε καί ἐ­πέ­τυ­χε τήν αὐ­το­νο­μί­α τῆς Βουλ­γα­ρι­κῆς ᾿Εκ­κλη­σί­ας καί ἔ­τσι στήν πε­ρί­πτω­ση τῆς Βουλ­γα­ρι­κῆς ᾿Εκ­κλη­σί­ας τό αὐ­το­κέ­φα­λο ὑ­πο­σκέ­λι­ζε τόν Μη­τρο­πο­λί­τη καί λάμ­βα­νε θέ­ση με­τά τόν Πα­τρι­άρ­χη.
Βέ­βαι­α, καί με­τά τήν αὐ­το­κε­φα­λί­α τῆς Βουλ­γα­ρι­κῆς ᾿Εκ­κλη­σί­ας, τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο δι­ε­τή­ρη­σε τά προ­νό­μια του «νά ἐ­πεμ­βα­ί­νει στά ἐ­σω­τε­ρι­κά της, νά δι­α­τη­ρεῖ καί κα­τά και­ρο­ύς νά δι­ευ­ρύ­νει τίς δι­και­ο­δο­σί­ες του στό χῶ­ρο τῆς βουλ­γα­ρι­κῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς δι­ο­ί­κη­σης. Σέ ὅ­λο τό με­τα­βα­τι­κό αὐ­τό στά­διο, ὅ­πως φα­ί­νε­ται ἀ­πό τήν ἱ­στο­ρι­κή ἐ­ξέ­λι­ξη, τό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο τῆς Κων­σταν­τι­νο­ύ­πο­λης δέν πα­ραι­τή­θη­κε ἀ­πό τό δι­κα­ί­ω­μά του νά χει­ρο­το­νεῖ τόν ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πο Βουλ­γα­ρί­ας».
᾿Α­πό τήν με­λέ­τη αὐ­τή φα­ί­νε­ται κα­θα­ρά ἀφ᾿ ἑ­νός μέν ὅ­τι τό αὐ­το­κέ­φα­λο, ὅ­πως λει­τουρ­γεῖ σή­με­ρα ὕ­στε­ρα ἀ­πό τήν στα­δια­κή ἐ­ξέ­λι­ξή του, δέν μπο­ρεῖ νά στη­ρι­χθῆ στό κα­νο­νι­κό δί­και­ο τῆς ᾿Εκ­κλη­σί­ας, τό ὁ­ποῖ­ο ἀ­γνο­εῖ αὐ­τήν τήν κα­τά­στα­ση, ἀφ᾿ ἑ­τέ­ρου δέ ὅ­τι εἶ­ναι ἐ­σφαλ­μέ­νη ἡ ἄ­πο­ψη με­ρι­κῶν ὅ­τι τό αὐ­το­κέ­φα­λο λει­τουρ­γοῦ­σε στα­τι­κά καί γιά κά­θε ἐ­πο­χή ὡς «ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­α».



β) ῾Η αὐ­το­κε­φα­λί­α στήν οἰ­κου­με­νι­κή προ­ο­πτι­κή τῆς ᾿Εκ­κλη­σί­ας
Μέ τήν δι­ά­δο­ση τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ σέ ὁ­λό­κλη­ρο τόν κό­σμο, χρει­ά­σθη­κε νά εὑ­ρε­θῆ ἕ­να σύ­στη­μα δι­οι­κή­σε­ως γιά νά ὑ­πάρ­χη ἑ­νό­τη­τα στήν ᾿Εκ­κλη­σί­α καί νά μή ἐ­πι­κρα­τοῦν αἱ­ρέ­σεις καί σχί­σμα­τα. ῎Ε­τσι ἀ­πό τίς ἀ­πο­στο­λι­κές ᾿Εκ­κλη­σί­ες δι­α­δο­χι­κά ὁ­δη­γη­θή­κα­με στό Μη­τρο­πο­λι­τι­κό σύ­στη­μα πού κα­το­χυ­ρώ­θη­κε ἀ­πό τήν Πρώ­τη Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δο, καί στήν συ­νέ­χεια ὁ­δη­γη­θή­κα­με στό ὑ­περ­μη­τρο­πο­λι­τι­κό σύ­στη­μα, καί ἔ­πει­τα στό Πα­τρι­αρ­χι­κό σύ­στη­μα μέ τήν Τε­τάρ­τη Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δο.
Τό ση­μαν­τι­κό εἶ­ναι ὅ­τι, πα­ρά τήν αὐ­το­δι­ο­ί­κη­ση μιᾶς ᾿Εκ­κλη­σί­ας, πού γι­νό­ταν «κα­τά τήν ἀρ­χα­ί­αν συ­νή­θειαν» ὑ­πῆρ­χε ἑ­νό­τη­τα στήν ᾿Εκ­κλη­σί­α. Κα­τά τόν Μη­τρο­πο­λί­τη Σάρ­δε­ων Μά­ξι­μο ἡ «ἱ­ε­ραρ­χί­α τῆς τι­μῆς» πού συν­δε­ό­ταν μέ τήν κα­θο­λι­κό­τη­τα τῆς ᾿Εκ­κλη­σί­ας, καί ἡ ὁ­πο­ί­α ἀ­να­πτύ­χθη­κε διά μέ­σου τῶν αἰ­ώ­νων, δέν μπο­ρεῖ νά ἀν­τι­κα­τα­στα­θῆ μέ τήν λε­γο­μέ­νη «ἰ­σο­τι­μί­α» πού συ­νι­στᾶ ἕ­να εἶ­δος δη­μο­κρα­τι­κό­τη­τος. Τό πο­λί­τευ­μα τῆς ᾿Εκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι συ­νο­δι­κό - ἱ­ε­ραρ­χι­κό καί ὄ­χι ἁ­πλῶς δη­μο­κρα­τι­κό μέ τήν ἔν­νοι­α τῶν ἴ­σων δι­και­ω­μά­των.
῎Αλ­λω­στε ἀρ­χι­κά ὁ τίτ­λος τοῦ αὐ­το­κε­φά­λου ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που ἀ­πο­δι­δό­ταν στόν ᾿Ε­πί­σκο­πον ἐ­κεῖ­νον πού εἶ­χε ἐ­ξάρ­τη­ση καί ἀ­να­φο­ρά κατ᾿ εὐ­θε­ί­αν στόν Πα­τρι­άρ­χη καί ὄ­χι στόν Μη­τρο­πο­λί­τη τῆς ᾿Ε­παρ­χί­ας. ᾿Αλ­λά καί ἀρ­γό­τε­ρα πού ὁ τίτ­λος αὐ­τός ἀ­πο­δό­θη­κε στόν ἀρ­χη­γό μιᾶς αὐ­το­κε­φά­λου ᾿Εκ­κλη­σί­ας καί τό­τε δέν προσ­δι­ό­ρι­ζε μιά πλή­ρη ἀ­νε­ξάρ­τη­τη ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή δι­ο­ί­κη­ση, ἀλ­λά ὑ­πῆρ­χε μιά ἐ­ξάρ­τη­ση ἀ­πό τήν πρω­τό­θρο­νη ᾿Εκ­κλη­σί­α.
Αὐ­τό φα­ί­νε­ται καί ἀ­πό τό γε­γο­νός ὅ­τι ἡ ᾿Εκ­κλη­σί­α, χά­ριν τῆς ἑ­νό­τη­τός της, προ­σέ­λα­βε τό σύ­στη­μα δι­οι­κή­σε­ως τῆς Ρω­μα­ϊ­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας στήν ὁ­πο­ί­α ὑ­πῆρ­χε μιά ἱ­ε­ραρ­χι­κή ἐ­ξου­σί­α. ῎Ε­τσι με­τά τόν θά­να­το τοῦ Με­γά­λου Κων­σταν­τί­νου στό Ρω­μα­ϊ­κό Κρά­τος ὑ­πῆρ­χαν τρεῖς ῾Υ­παρ­χί­ες, ἤ­τοι ἡ ῾Υ­παρ­χί­α τῶν Γαλ­λί­ων, ἡ ῾Υ­παρ­χί­α ᾿Ι­τα­λί­ας, ᾿Α­φρι­κῆς, ᾿Ιλ­λυ­ρι­κοῦ καί ἡ ῾Υ­παρ­χί­α ᾿Α­να­το­λῆς. Κά­θε ῾Υ­παρ­χί­α ἦ­ταν δι­η­ρη­μέ­νη σέ πολ­λές Δι­οι­κή­σεις καί κά­θε Δι­ο­ί­κη­ση ἦ­ταν δι­η­ρη­μέ­νη σέ πολ­λές ᾿Ε­παρ­χί­ες. ῾Η ῾Υ­παρ­χί­α τῆς ᾿Ι­τα­λί­ας - ᾿Α­φρι­κῆς χω­ρι­ζό­ταν σέ ἕ­ξι Δι­οι­κή­σεις. Μιά ἀ­πό τίς Δι­οι­κή­σεις αὐ­τές ἦ­ταν ἡ Δι­ο­ί­κη­ση τῆς Μα­κε­δο­νί­ας μέ ἕ­δρα τήν Θεσ­σα­λο­νί­κη, πού χω­ρι­ζό­ταν σέ ἕ­ξι ἐ­πί μέ­ρους ᾿Ε­παρ­χί­ες, ἤ­τοι τήν Μα­κε­δο­νί­α μέ ἕ­δρα τήν Θεσ­σα­λο­νί­κη, τήν Θεσ­σα­λί­α μέ ἕ­δρα τήν Λά­ρι­σα, τήν Νέ­α ῎Η­πει­ρο μέ ἕ­δρα τό Δυρ­ρά­χιο, τήν Πα­λαιά ῎Η­πει­ρο μέ ἕ­δρα τήν Νι­κό­πο­λη, τήν ᾿Α­χα­ΐ­α μέ ἕ­δρα τήν Κό­ριν­θο καί τήν Κρή­τη μέ ἕ­δρα τήν Γόρ­τυ­να.
῾Ε­πο­μέ­νως, ὁ ᾿Ε­πί­σκο­πος τῆς Πρω­τευ­ο­ύ­σης τῆς ᾿Ε­παρ­χί­ας ὀ­νο­μά­στη­κε Μη­τρο­πο­λί­της, ὁ ᾿Ε­πί­σκο­πος τῆς ἕ­δρας τῆς Δι­οι­κή­σε­ως ὀ­νο­μά­σθη­κε ῎Ε­ξαρ­χος καί ἀρ­γό­τε­ρα ἐ­ξε­λί­χθη­κε σέ Πα­τρι­άρ­χη.
῎Αν καί κά­θε ἐ­παρ­χια­κή Σύ­νο­δος ἦ­ταν αὐ­το­δι­ο­ί­κη­τη - αὐ­το­κέ­φα­λη, ἐν το­ύ­τοις δέν ἦ­ταν ἐν­τε­λῶς ἀ­νε­ξάρ­τη­τη, ἀ­φοῦ ἡ ἐ­παρ­χια­κή Σύ­νο­δος ὑ­πό τόν Μη­τρο­πο­λί­τη ἐ­ξέ­λε­γε το­ύς ᾿Ε­πι­σκό­πους καί δι­οι­κοῦ­σε τήν Το­πι­κή ᾿Εκ­κλη­σί­α, ἀλλ᾿ ὅ­μως τόν Μη­τρο­πο­λί­τη τόν χει­ρο­το­νοῦ­σε ὁ Πα­τρι­άρ­χης. Καί ἡ χει­ρο­το­νί­α εἶ­ναι ση­μαν­τι­κή ὑ­πό­θε­ση, δι­ό­τι κα­τά τόν Ζω­να­ρᾶ, πού ἑρ­μή­νευ­σε τόν 6ο Κα­νό­να τῆς Α΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου, «τό μεῖ­ζον καί κυ­ρι­ώ­τε­ρον ἡ τῶν ἐ­πι­σκό­πων χει­ρο­το­νί­α ἐ­στι».
Μέ αὐ­τήν τήν ἔν­νοι­α κά­θε Το­πι­κή ᾿Εκ­κλη­σί­α ἦ­ταν ἐν σμι­κρο­γρα­φί­ᾳ ὁ­λό­κλη­ρη ἡ ᾿Εκ­κλη­σί­α, ἀλ­λά ταυ­τό­χρο­να ἐν­τασ­σό­ταν μέ­σα στήν «ἱ­ε­ραρ­χί­α τῆς τι­μῆς» καί μέ αὐ­τόν τόν τρό­πο ἡ ᾿Εκ­κλη­σί­α δι­α­τη­ροῦ­σε τήν κα­θο­λι­κό­τη­τα καί τήν Οἰ­κου­με­νι­κό­τη­τά της. Πρέ­πει δέ νά γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι ἡ φρά­ση «ἐ­πί­σκο­ποι τοῦ ἔ­θνους», τήν ὁ­πο­ί­α συ­ναν­τοῦ­με στο­ύς ἱ­ε­ρο­ύς Κα­νό­νας, δέν ἔ­χει καμ­μί­α σχέ­ση μέ τήν ση­με­ρι­νή ἔν­νοι­α τοῦ ὅ­ρου ἔ­θνος-κρά­τος, ἀλ­λά μέ τήν ἔν­νοι­α τῆς κα­τά θέ­μα­τα ἐ­παρ­χί­ας-πα­ροι­κί­ας.



γ) ῾Η αὐ­το­κε­φα­λί­α στήν ἐ­θνι­κι­στι­κή της δι­ά­στα­ση
᾿Ε­νῶ σέ ὅ­λη τήν ἱ­στο­ρί­α τῆς ᾿Εκ­κλη­σί­ας ἡ ἔν­νοι­α τῆς αὐ­το­κε­φα­λί­ας τῶν Το­πι­κῶν ᾿Εκ­κλη­σι­ῶν λει­τουρ­γοῦ­σε γε­ω­γρα­φι­κά καί ὄ­χι ρα­τσι­στι­κά καί φυ­λε­τι­κά, ἐν το­ύ­τοις τόν 19ο αἰ­ώ­να μέ τήν ἀρ­χή τοῦ ἐ­θνι­κι­σμοῦ ἀ­πέ­κτη­σε μιά ἄλ­λη ἑρ­μη­νε­ί­α, ἐ­τέ­θη δη­λα­δή σέ ἐ­θνο­φυ­λε­τι­κά-κρα­τι­κά πλα­ί­σια. ᾿Α­κρι­βῶς γιά τόν λό­γο αὐ­τόν ἡ Σύ­νο­δος τοῦ Πα­τρι­αρ­χε­ί­ου τό 1972 κα­τε­δί­κα­σε τόν ἐ­θνο­φυ­λε­τι­σμό ὡς αἵ­ρε­ση μέ­σα στήν ᾿Εκ­κλη­σί­α.
῾Ο Κα­θη­γη­τής ᾿Ι­ω­άν­νης Ταρ­να­νί­δης ἀ­να­φε­ρό­με­νος στό κα­θε­στώς τῶν σλαυ­ι­κῶν ᾿Εκ­κλη­σι­ῶν κα­τέ­λη­ξε σέ με­ρι­κά ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα συμ­πε­ρά­σμα­τα, με­τα­ξύ τῶν ὁ­πο­ί­ων ὅ­τι τήν πρω­το­βου­λί­α γιά τήν αὐ­το­κε­φα­λί­α τῶν ᾿Ορ­θο­δό­ξων ᾿Εκ­κλη­σι­ῶν εἶ­χε ὁ αὐ­το­κρά­το­ρας, ἐ­νῶ τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο ἀφ᾿ ἑ­νός μέν ἠρ­κεῖ­το στόν τε­λε­τουρ­γι­κό χα­ρα­κτή­ρα χο­ρη­γή­σε­ως τῆς αὐ­το­κε­φα­λί­ας «λό­γῳ τῆς ἀ­νω­μα­λί­ας τῶν και­ρῶν», ἀφ᾿ ἑ­τέ­ρου δέ ὅ­ταν τοῦ δι­δό­ταν ἡ εὐ­και­ρί­α καί ἡ δυ­να­τό­τη­τα ἐ­πα­νε­ξέ­τα­ζε τό θέ­μα καί πε­ρι­ό­ρι­ζε τά προ­νό­μια μιᾶς ᾿Εκ­κλη­σί­ας.
῾Η ἄ­πο­ψη, λοι­πόν, ὅ­τι μιά αὐ­το­κέ­φα­λη ᾿Εκ­κλη­σί­α εἶ­ναι τε­λε­ί­ως ἐ­λε­ύ­θε­ρη καί ἀ­νε­ξάρ­τη­τη ἀ­πό τήν Μη­τέ­ρα ᾿Εκ­κλη­σί­α, τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο, εἶ­ναι ξέ­νη πρός τήν πα­ρά­δο­ση τῆς ᾿Εκ­κλη­σί­ας.
῾Ο Κλε­μάν κά­νει μιά πο­λύ ὡ­ρα­ί­α ἀ­νά­λυ­ση πά­νω στό θέ­μα αὐ­τό. ᾿Ι­σχυ­ρί­ζε­ται ὅ­τι ἡ αὐ­το­κε­φα­λί­α, ὅ­πως λει­τουρ­γοῦ­σε στήν ᾿Εκ­κλη­σί­α μέ­χρι τόν 19ο αἰ­ώ­να, βρι­σκό­ταν σέ μιά σχέ­ση ἀλ­λη­λε­ξάρ­τη­σης μέ τίς ἄλ­λες ᾿Εκ­κλη­σί­ες, κυ­ρί­ως μέ τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο. ῞Ο­μως τόν 19ο αἰ­ώ­να ἡ αὐ­το­κε­φα­λί­α λει­το­ύρ­γη­σε ὡς αὐ­το­κε­φα­λαρ­χί­α ὡς πλή­ρης ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­α. Πα­ρα­τη­ρεῖ εὔ­στο­χα:
«Κά­θε ἔ­θνος δι­εκ­δι­κεῖ καί ἐγ­κα­θι­δρύ­ει αὐ­ταρ­χι­κά –ἐ­κτός ἀ­πό τή Σερ­βί­α πού ἐ­πι­τυγ­χά­νει προ­η­γου­μέ­νως τή συγ­κα­τά­θε­ση τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως– τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή του ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­α. ῾Η πο­λι­τι­κή καί ὁ ἐ­θνι­κι­σμός ἀ­να­τρέ­πουν τήν πα­ρα­δο­σια­κή κλί­μα­κα τῶν ἀ­ξι­ῶν: τό ἔ­θνος δέν προ­στα­τε­ύ­ε­ται πιά καί δέν ὑ­πο­στη­ρί­ζε­ται ἀ­πό τήν ᾿Εκ­κλη­σί­α, ἡ ᾿Εκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ἐ­κε­ί­νη πού ἀ­πο­βα­ί­νει μιά δι­ά­στα­ση τοῦ ἔ­θνους, ἕ­να ση­μεῖ­ο ὅ­τι κά­ποι­ος ἀ­νή­κει σ᾿ ἕ­να ἔ­θνος, καί ἡ ὁ­πο­ί­α ὀ­φε­ί­λει ἑ­πο­μέ­νως νά ὑ­πη­ρε­τεῖ τό Κρά­τος.
῎Ε­τσι τό πα­ρα­δο­σια­κό αὐ­το­κέ­φα­λον τε­ί­νει νά με­τα­τρα­πῆ σέ αὐ­το­κε­φα­λαρ­χί­α ἀ­πό­λυ­τη καί συ­νά­μα ὁ­μο­γε­νή. ῎Ο­χι πιά ἀλ­λη­λε­ξάρ­τη­ση, ἀλ­λά ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­α. ῾Η λει­τουρ­γί­α τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς δι­ο­ί­κη­σης ἀν­τι­γρά­φει τήν ἀν­τί­στοι­χη τῆς κρα­τι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας, καί οἱ ἐ­πί­σκο­ποι γί­νον­ται πε­ρί­που δη­μό­σιοι ὑ­πάλ­λη­λοι.
῾Η αὐ­το­κε­φα­λαρ­χί­α σχη­μα­τί­ζει στα­δια­κά τή θε­ω­ρί­α της, λέ­ει πώς τό θε­μέ­λιο τῆς ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­ας δέν εἶ­ναι ἡ εὐ­χα­ρι­στια­κή ἀρ­χή, ἀλ­λά ἡ φυ­λε­τι­κή καί ἐ­θνι­κή ἀρ­χή. ῾Η "το­πι­κή" ᾿Εκ­κλη­σί­α ση­μα­ί­νει στό ἑ­ξῆς τήν "ἐ­θνι­κή" ᾿Εκ­κλη­σί­α, μέ πα­ράλ­λη­λη ἐ­φαρ­μο­γή τῆς τρι­α­δι­κῆς ἀ­να­λο­γί­ας, κα­θώς τό "πρω­τεῖ­ο τι­μῆς" γί­νε­ται "ἰ­σό­τη­τα τι­μῆς"­».



δ) Τά πε­ρί συμ­πο­ρε­ύ­σε­ως πο­λι­τι­κῶν καί ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν πραγ­μά­των
Προ­κει­μέ­νου νά δι­και­ο­λο­γη­θῆ ὁ ἐ­θνο­φυ­λε­τι­σμός καί ἡ θε­ω­ρί­α τῆς ταυ­τί­σε­ως τῶν ὁ­ρί­ων τοῦ Κρά­τους μέ τά ὅ­ρια τῆς Το­πι­κῆς ᾿Εκ­κλη­σί­ας χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν καί ὁ ιζ΄ Κα­νό­νας τῆς Δ΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου καί ὁ λη΄ Κα­νό­νας τῆς Πεν­θέ­κτης Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου.
῞Ο­μως οἱ Κα­νό­νες αὐ­τοί δέν εἶ­ναι δυ­να­τόν νά δι­και­ο­λο­γοῦν τήν ἀ­νά­πτυ­ξη τῶν λε­γο­μέ­νων Κρα­τι­κῶν ᾿Εκ­κλη­σι­ῶν. Καί αὐ­τό για­τί ἀφ᾿ ἑ­νός μέν προ­ϋ­πο­θέ­τουν Μη­τρο­πο­λι­τι­κό σύ­στη­μα δι­οι­κή­σε­ως, ἀφ᾿ ἑ­τέ­ρου δέ ὁ­μι­λοῦν γιά ἀ­να­κα­ί­νι­ση πό­λε­ως καί ὄ­χι δη­μι­ουρ­γί­α Κρά­τους. Στό ση­μεῖ­ο αὐ­τό πρέ­πει νά λε­χθῆ ὅ­τι σφάλ­λουν ὅ­σοι ἐ­πι­κα­λοῦν­ται το­ύς ἱ­ε­ρο­ύς Κα­νό­νας γιά νά δι­και­ο­λο­γή­σουν τίς ᾿Ε­θνι­κές ᾿Εκ­κλη­σί­ες μέ τήν ση­με­ρι­νή τους μορ­φή.
῾Ο ιζ΄ Κα­νό­νας τῆς Δ΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου σα­φῶς δι­α­γο­ρε­ύ­ει: «Εἰ δέ καί τις ἐκ βα­σι­λι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας ἐ­και­νί­σθη πό­λις, ἤ αὖ­θις και­νι­σθε­ί­η, τοῖς πο­λι­τι­κοῖς καί δη­μο­σί­οις τύ­ποις, καί τῶν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν πα­ροι­κι­ῶν ἡ τά­ξις ἀ­κο­λου­θε­ί­τω(. Κα­τά τόν ἱ­ε­ρό Βαλ­σα­μώ­να στο­ύς βα­σι­λεῖς ἐ­πι­τρέ­πε­ται «τά βου­λη­τέ­α αὐ­τοῖς πε­ρί ἐ­νο­ρι­ῶν δι­α­τάτ­τε­σθαι, χά­ριν τῶν και­νι­ζο­μέ­νων ὑ­πό το­ύ­των πό­λε­ων» (Β΄ σελ. 262). Οἱ και­νι­ζό­με­νες πό­λεις ἀ­πό τόν βα­σι­λέ­α εἶ­χαν τόν δι­κό τους ᾿Ε­πί­σκο­πο, ὅ­πως λέ­γει ὁ ᾿Α­ρι­στη­νός: «ὥ­στε ἐ­κε­ί­νης τῆς ἐ­παρ­χί­ας, ἤ πα­ροι­κί­ας τόν ἐ­πί­σκο­πον τα­ύ­την ὑφ᾿ ἑ­αυ­τόν ἔ­χειν, εἰς ἥν αὕ­τη ἐ­να­πε­γρά­φη, καί ὑ­πε­τέ­θη τε­λεῖν».
Αὐ­τός ὁ Κα­νό­νας πρέ­πει νά συν­δυα­σθῆ μέ τόν προ­η­γο­ύ­με­νο ιβ΄ Κα­νό­να τῆς ἰ­δί­ας τῆς Συ­νό­δου, ὁ ὁ­ποῖ­ος σα­φῶς δι­α­λαμ­βά­νει πε­ρί τῶν πό­λε­ων πού τι­μῶν­ται ἀ­πό τόν Βα­σι­λέ­α: «῞Ο­σαι δέ ἤ­δη πό­λεις διά γραμ­μά­των βα­σι­λι­κῶν τῷ τῆς μη­τρο­πό­λε­ως ἐ­τι­μή­θη­σαν ὀ­νό­μα­τι, μό­νης ἀ­πο­λαυ­έ­τω­σαν τῆς τι­μῆς, καί ὁ τήν ἐκ­κλη­σί­αν αὐ­τῆς δι­οι­κῶν ᾿Ε­πί­σκο­πος, δη­λο­νό­τι σω­ζο­μέ­νων τῇ κατ᾿ ἀ­λή­θειαν μη­τρο­πό­λει τῶν οἰ­κε­ί­ων δι­κα­ί­ων». ῾Η νέ­α αὐ­τή Μη­τρό­πο­λη θά ἔ­χη μό­νον τήν τι­μή, ἀλ­λά ὅ­πως λέ­γει ὁ Ζω­να­ρᾶς «κα­τά τά ἄλ­λα πά­ντα, ὑ­πο­κεῖ­σθαι αὕ­τη τῇ πα­λαι­ᾷ μη­τρο­πό­λει ὀ­φε­ί­λει. ῾Ο γάρ τα­ύ­της ἐ­πί­σκο­πος πα­ρά τοῦ πα­λαι­οῦ μη­τρο­πο­λί­του χει­ρο­το­νη­θή­σε­ται, καί παρ᾿ αὐ­τῷ κρι­θή­σε­ται, καί ἁ­πλῶς αὐ­τῷ ὑ­πο­κε­ί­σε­ται» (Β΄ σελ. 248).
Εἶ­ναι φα­νε­ρό ὅ­τι ὁ ιζ΄ Κα­νό­νας τῆς Δ΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου δέν μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κός ἀ­πό τόν προ­η­γη­θέ­ντα ιβ΄ Κα­νό­να τῆς ἰ­δί­ας Συ­νό­δου οὔ­τε καί νά τόν ἀ­ναι­ρεῖ. ῾Υ­πάρ­χει μιά ἑ­νό­τη­τα με­τα­ξύ τους, ἔ­στω κι ἄν γί­νε­ται λό­γος γιά και­νι­σθεῖ­σα καί γιά τι­μη­θεῖ­σα πό­λη. Κά­νουν λό­γο γιά νέ­ες ἤ τι­μη­μέ­νες πό­λεις πού τι­μῶν­ται ἀ­πό τόν βα­σι­λέ­α καί ἔ­χουν τόν δι­κό τους Μη­τρο­πο­λί­τη, ἀλ­λά ὅ­μως ὁ Μη­τρο­πο­λί­της αὐ­τός ἔ­χει ἀ­να­φο­ρά στόν Μη­τρο­πο­λί­τη πού ὑ­πή­γε­το προ­η­γου­μέ­νως. Καί πά­ντως οἱ κα­νό­νες αὐ­τοί ἀ­να­φέ­ρον­ται στίς ἐ­παρ­χια­κές-μη­τρο­πο­λι­τι­κές Συ­νό­δους καί δέν ἔ­χουν καμ­μί­α σχέ­ση μέ ἐ­θνι­κές ᾿Εκ­κλη­σί­ες.
Μέ­σα σέ αὐ­τήν τήν ἑρ­μη­νευ­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α πρέ­πει νά ἐν­τα­χθῆ καί ὁ λη΄ Κα­νό­νας τῆς Πεν­θέ­κτης Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου πού λέ­γει: «Τόν ἐκ τῶν πα­τέ­ρων ἡ­μῶν τε­θέ­ντα κα­νό­να καί ἡ­μεῖς πα­ρα­φυ­λάτ­το­μεν, τόν οὕ­τω δι­α­γο­ρε­ύ­ον­τα· Εἴ τις ἐκ βα­σι­λι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας ἐ­και­νί­σθη πό­λις, ἤ αὖ­θις και­νι­σθε­ί­η, τοῖς πο­λι­τι­κοῖς καί δη­μο­σί­οις τύ­ποις καί ἡ τῶν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν πραγ­μά­των τά­ξις ἀ­κο­λου­θε­ί­τω».
Πα­ράλ­λη­λη φρά­ση εἶ­ναι καί τοῦ ἱ­ε­ροῦ Φω­τί­ου πού ἐ­λέ­χθη γιά νά δι­και­ο­λο­γή­ση τήν ἀ­πό­σπα­ση τοῦ ἀ­να­το­λι­κοῦ ᾿Ιλ­λυ­ρι­κοῦ ἀ­πό τήν ᾿Εκ­κλη­σί­α τῆς Ρώ­μης καί τήν ἀ­πό­δω­σή της στήν ᾿Εκ­κλη­σί­α τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως: «τά ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά, καί μά­λι­στα γε τά πε­ρί τῶν ἐ­νο­ρι­ῶν δί­και­α, ταῖς πο­λι­τι­καῖς ἐ­πι­κρα­τε­ί­αις καί δι­οι­κή­σε­σι συμ­με­τα­βάλ­λε­σθαι εἴ­ω­θεν».
Τήν φρά­ση τοῦ ἱ­ε­ροῦ Φω­τί­ου ἐ­πι­κα­λεῖ­ται ἡ Πα­τρι­αρ­χι­κή Πρά­ξη τοῦ 1982 μέ τήν ὁ­πο­ί­α ἐ­δό­θη­σαν κα­τά ἀ­φο­μο­ί­ω­ση στήν ᾿Εκ­κλη­σί­α τῆς ῾Ελ­λά­δος οἱ Μη­τρο­πό­λεις τῆς Θεσ­σα­λί­ας, τῆς ῎Αρ­της καί εἴ­κο­σι χω­ρί­ων τῆς Μη­τρο­πό­λε­ως ᾿Ι­ω­αν­νί­νων. Αὐ­τό ὅ­μως πρέ­πει νά τό ἐν­τά­ξου­με μέ­σα στίς πε­ρι­στά­σεις τῆς ἐ­πο­χῆς ἐ­κε­ί­νης, κα­θώς ἐ­πί­σης καί σύμ­φω­να μέ τήν αἰ­τι­ο­λο­γί­α πού γί­νε­ται ἀ­πό τήν Πα­τρι­αρ­χι­κή Πρά­ξη τοῦ 1866 μέ τήν ὁ­πο­ί­α δό­θη­καν στήν αὐ­το­κέ­φα­λη ᾿Εκ­κλη­σί­α τῆς ῾Ελ­λά­δος τά ῾Ε­πτά­νη­σα. Στήν ἀρ­χή τῆς Πρά­ξε­ως, στήν ὁ­πο­ί­α ὅ­μως δέν μνη­μο­νε­ύ­ε­ται ὁ λό­γος τοῦ ἱ­ε­ροῦ Φω­τί­ου, λέ­γε­ται ὅ­τι αὐ­τό γί­νε­ται ἀ­πό τήν Με­γά­λη τοῦ Χρι­στοῦ ᾿Εκ­κλη­σί­α πού εἶ­ναι «κοι­νή Μή­τηρ καί προ­στά­τις ὑ­πέρ­μα­χος γιά τήν εὐ­στά­θεια «τῶν ἁ­παν­τα­χοῦ ἁ­γί­ων τοῦ Θε­οῦ ᾿Εκ­κλη­σι­ῶν» καί «πρός οἰ­κο­δο­μήν». Μά­λι­στα στήν συ­νέ­χεια γρά­φε­ται καί ἡ βα­σι­κή αἰ­τι­ο­λο­γί­α: «δι­α­φό­ροις μέν δι­αι­τή­σε­σιν ἀ­ναγ­κα­ί­αις, καί τῷ και­ρῷ καί ταῖς πε­ρι­στά­σε­σι κα­ταλ­λή­λοις τήν εὐ­κο­σμί­αν καί εὐ­ρυθ­μί­αν αὐ­ταῖς ἐ­νερ­γά­ζε­ται».
Αὐ­τό ση­μα­ί­νει ὅ­τι τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο κρί­νει κα­τά και­ρο­ύς τόν τρό­πο μέ τόν ὁ­ποῖ­ον κα­θο­ρί­ζει τήν δι­ο­ί­κη­ση κά­θε ἐ­παρ­χί­ας, ἀ­νά­λο­γα μέ τίς πε­ρι­στά­σεις καί τίς ἀλ­λα­γές. ῎Ε­τσι, ἄλ­λο­τε ἐ­πι­λέ­γει τόν ἕ­να τρό­πο δι­οι­κή­σε­ως καί πα­ρα­χω­ρή­σε­ως καί ἄλ­λο­τε ἐ­πι­τρέ­πει τόν ἄλ­λον τρό­πο δι­οι­κή­σε­ως καί πα­ρα­χω­ρή­σε­ως, ἀ­νά­λο­γα μέ τό συμ­φέ­ρον τῆς ᾿Εκ­κλη­σί­ας. Καί αὐ­τό εἶ­ναι στήν δι­α­κρι­τι­κή εὐ­χέ­ρεια τῆς Μη­τρός ᾿Εκ­κλη­σί­ας, για­τί ὅ­πως λέ­γει ὁ ἱ­ε­ρός Φώ­τιος «εἴ­ω­θε( καί δέν ὑ­πάρ­χει ὑ­πο­χρε­ω­τι­κός Κα­νό­νας.
῾Ο ἀ­ε­ί­μνη­στος Κα­θη­γη­τής Πα­να­γι­ώ­της Τρεμ­πέ­λας, κά­νον­τας λό­γο γιά τό αὐ­το­κέ­φα­λο τῶν ᾿Εκ­κλη­σι­ῶν ἀ­να­λύ­ει καί το­ύς Κα­νό­νας αὐ­το­ύς πού ἀ­να­φέ­ρα­με καί ση­μει­ώ­νει εὔ­στο­χες πα­ρα­τη­ρή­σεις.
Με­τα­ξύ τῶν ἄλ­λων ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται ὅ­τι ἡ ἰ­δί­α Δ΄ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δος μέ τόν ιζ΄ Κα­νό­να δέν ἀ­νυ­ψώ­νει τίς και­νι­ζό­με­νες πό­λεις σέ κέ­ντρα ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά, για­τί τά δί­και­α τῶν προ­η­γου­μέ­νων Μη­τρο­πό­λε­ων προ­στα­τε­ύ­ον­ται ἀ­πό τόν ιβ΄ Κα­νό­να τῆς ἰ­δί­ας Συ­νό­δου. ᾿Ε­πί­σης ἄν ἤ­θε­λε νά προ­βῆ σέ τέ­τοι­α ἐ­νέρ­γεια, τό­τε θά ἀ­νέ­τρε­πε τόν ἴ­διο τόν ἑ­αυ­τό της, δι­ό­τι μέ τόν κη΄ Κα­νό­να της ὑ­πή­γα­γε το­ύς αὐ­το­κε­φά­λους ἐ­ξάρ­χους τῶν δι­οι­κή­σε­ων ᾿Α­σί­ας, Πό­ντου καί Θρά­κης στόν Θρό­νο τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, ἐ­νῶ δέν ἔ­γι­νε καμ­μιά με­τα­βο­λή στίς πο­λι­τι­κές δι­οι­κή­σεις τῶν ἐ­παρ­χι­ῶν αὐ­τῶν. Τό ἴ­διο συμ­βα­ί­νει καί μέ τόν κη΄ Κα­νό­να τῆς Πεν­θέ­κτης Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου. Δέν εἶ­ναι δυ­να­τόν ἡ πο­λι­τι­κή ἀ­νύ­ψω­ση μιᾶς πό­λε­ως νά ση­μα­ί­νη ταυ­το­χρό­νως καί τήν ἀ­νύ­ψω­σή της σέ κέ­ντρο ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό, για­τί μέ τόν προ­η­γο­ύ­με­νο λστ΄ Κα­νό­να εἶ­χε ἤ­δη ἐ­πι­βε­βαι­ω­θῆ ἡ Πεν­ταρ­χί­α τῶν ᾿Ορ­θο­δό­ξων ᾿Εκ­κλη­σι­ῶν. Τό ὅ­τι ἀ­κό­μη ἀ­πέ­νει­με τό ἴ­δια δι­και­ώ­μα­τα στόν Πρό­ε­δρο τῆς ᾿Εκ­κλη­σί­ας τῆς Κύ­πρου, ἡ ὁ­πο­ί­α Κύ­προς πο­τέ δέν εἶ­χε ἀ­να­δει­χθῆ σέ Κρά­τος ἤ το­πο­τη­ρη­τε­ί­α, αὐ­τό κα­τα­λύ­ει τήν ἀρ­χή ὅ­τι συμ­με­τα­βάλ­λον­ται πά­ντα τά ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά μέ τά πο­λι­τι­κά.
᾿Ε­πί πλέ­ον ὁ Πα­να­γι­ώ­της Τρεμ­πέ­λας ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται ὅ­τι αὐ­τή ἡ ἀρ­χή δέν ἐ­πι­κρά­τη­σε στήν ἱ­στο­ρί­α τῆς ᾿Εκ­κλη­σί­ας, για­τί ἐ­νῶ τό ἀ­να­το­λι­κό ᾿Ιλ­λυ­ρι­κό (δι­οι­κή­σεις Δα­κί­ας, Μα­κε­δο­νί­ας) πα­ρα­χω­ρή­θη­καν τό ἔ­τος 379 ἀ­πό τόν Γρα­τια­νό ὡς δῶ­ρο στόν αὐ­το­κρά­το­ρα τῆς ᾿Α­να­το­λῆς Θε­ο­δό­σιο, καί τό Δυ­τι­κό ᾿Ιλ­λυ­ρι­κό προ­σαρ­τή­θη­κε στό Κρά­τος τῆς ᾿Α­να­το­λῆς με­τα­ξύ τῶν ἐ­τῶν 424 καί 437 ἐν το­ύ­τοις, πα­ρά τίς προ­σπά­θει­ες τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶς πα­ρέ­μει­ναν μέ­χρι τῶν εἰ­κο­νο­μα­χι­κῶν ἐ­ρί­δων στήν ᾿Εκ­κλη­σί­α τῆς Ρώ­μης.
᾿Ε­πί­σης, ἐ­άν ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε αὐ­τή ἡ ἀρ­χή, τό­τε με­τά τήν κα­τά­λυ­ση τῆς ἐ­θνι­κῆς ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­ας τῶν Σέρ­βων καί τῶν Βουλ­γά­ρων θά ἔ­πρε­πε νά κα­ταρ­γη­θοῦν καί οἱ αὐ­το­κέ­φα­λες ᾿Εκ­κλη­σί­ες ᾿Α­χρι­δῶν, Τυρ­νό­βου καί Πε­κί­ου «ἤ ἐ­άν τοῦ­το δι­ε­τη­ρή­θη ἐ­πί τῇ βά­σει τῆς ἀρ­χῆς τοῦ ἔ­θνους, ἔ­πρε­πεν ἡ με­τέ­πει­τα ση­μει­ω­θε­ί­σα συγ­χώ­νευ­σις ν᾿ ἀ­πο­φευ­χθῇ».
Καί ἐ­πι­λέ­γει ὁ ἀ­ε­ί­μνη­στος Κα­θη­γη­τής:
«῾Η ὑ­πό τοῦ ἱ­ε­ροῦ Φω­τί­ου δι­α­τυ­πω­θεῖ­σα καί ἐκ τῆς ἀ­νά­γκης τῶν πρός τόν Πά­παν δι­αμ­φι­σβη­τή­σε­ων ἐ­πί τῶν ἐκ­κλη­σι­ῶν τοῦ ᾿Ιλ­λυ­ρι­κοῦ ὑ­πέρ τό δέ­ον, ἴ­σως δ᾿ ἔν τι­νι μέ­τρῳ καί ἀ­δί­κως, ἐ­ξαρ­θεῖ­σα ἀρ­χή: "τά πε­ρί τῶν ἐ­νο­ρι­ῶν δί­και­α ταῖς πο­λι­τι­καῖς ἐ­πι­κρα­τε­ί­αις καί δι­οι­κή­σε­σι συμ­με­τα­βάλ­λε­σθαι εἴ­ω­θε", δέν ἀ­πο­τε­λεῖ ἀρ­χήν ἀ­πα­ρά­βα­τον καί ἀ­πα­ρεγ­κλί­τως τη­ρη­θεῖ­σαν, ὡς ἄλ­λως τε καί αὐ­τό τοῦ­το τό "εἴ­ω­θε" συ­νυ­πο­νο­εῖ».
Κα­θώς καί ὅ­τι: «Τέ­λος δέν πρέ­πει κατ᾿ οὐ­δέ­να λό­γον νά λη­σμο­νῆ­ται, ὅ­τι ἡ τοι­α­ύ­τη ἐ­πα­φή τῶν ἐ­πι­σκό­πων ὑ­πό τόν ἕ­να Πρῶ­τον ἀ­πέ­βλε­πεν εἰς τήν ἐ­νί­σχυ­σιν τῆς ἐν Χρι­στῷ ἑ­νό­τη­τος. Προ­δή­λως λοι­πόν κατ᾿ οὐ­δέ­να λό­γον ἐ­πι­τρέ­πε­ται νά ἄ­γῃ εἰς τήν δη­μουρ­γί­αν εἴ­δους τι­νός κα­πε­τα­νά­των ἤ ἐκ­κλη­σια­στ. ἐ­πι­κρα­τει­ῶν ξέ­νων πρός ἀλ­λή­λας, ἀλ­λά μᾶλ­λον δέ­ον νά ἀ­πο­βλέ­πῃ εἰς τήν εὐ­χε­ρε­στέ­ραν ἐ­πι­κοι­νω­νί­αν πά­ντων τῶν ἁ­παν­τα­χοῦ ἐ­πι­σκό­πων διά τῶν κέ­ντρων αὐ­τῶν ἤ τῶν ᾿Αρ­χι­ε­πι­σκό­πων. ᾿Εν­τεῦ­θεν καί πρω­ΐ­μως, ὡς εἴ­δο­μεν, ἐκ­δη­λοῦ­ται ἡ τά­σις πρός δι­ε­ύ­ρυν­σιν τῶν ὁ­ρί­ων τῶν ἐκ­κλησ. πε­ρι­φε­ρει­ῶν διά τῆς ὑ­πα­γω­γῆς τῶν δι­α­φό­ρων Μη­τρο­πο­λι­τῶν ἤ Πρώ­των ὑ­πό το­ύς ᾿Ε­ξάρ­χους ἤ Πα­τρι­άρ­χας, τῶν ὁ­πο­ί­ων ἐν τέ­λει ὁ ἀ­ριθ­μός πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται μό­λις εἰς πέ­ντε».
Τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο ἔ­δι­δε τήν αὐ­το­κε­φα­λί­α σέ κά­ποι­α ᾿Εκ­κλη­σί­α ἀ­πο­βλέ­πον­τας στήν ἑ­νό­τη­τα τῶν ᾿Εκ­κλη­σι­ῶν καί τήν κα­λύ­τε­ρη ὀρ­γά­νω­σή της. Αὐ­τός ἦ­ταν ὁ πραγ­μα­τι­κός λό­γος τῆς δω­ρη­θε­ί­σης αὐ­το­κε­φα­λί­ας καί ὄ­χι ἡ πο­λι­τι­κή σκο­πι­μό­τη­τα. Γι᾿ αὐ­τό γρά­φει ὁ Τρεμ­πέ­λας: «Πᾶ­σα διά τοῦ­το ἀ­πό­πει­ρα πρός κα­θι­έ­ρω­σιν τῶν ἀρ­χῶν τῆς πο­λι­τι­κῆς ση­μα­σί­ας ἤ τῶν ἐ­θνι­κῶν λό­γων ἤ τοῦ κρά­τους ἐ­κτός τοῦ ὅ­τι ἀν­τι­τί­θε­ται πρός τό γνή­σιον πνεῦ­μα τῶν κα­νό­νων ἐ­λέγ­χε­ται ἐξ ὁ­λο­κλή­ρου ἀ­συγ­χρό­νι­στος καί ὀ­πι­σθο­δρο­μι­κή».
῎Ε­χουν γρα­φῆ δι­ά­φο­ρα ἀ­πό πολ­λο­ύς γύ­ρω ἀ­πό τήν θε­ω­ρί­α τοῦ ἱ­ε­ροῦ Φω­τί­ου πε­ρί τῆς με­τα­βο­λῆς τῶν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν ὁ­ρί­ων σύμ­φω­να μέ τά πο­λι­τι­κά ὅ­ρια. Στό ση­μεῖ­ο αὐ­τό πρέ­πει νά πα­ρα­τε­θῆ ἡ τε­κμη­ρι­ω­μέ­νη ἄ­πο­ψη τοῦ Κα­θη­γη­τοῦ ᾿Ι­ω­άν­νη Ταρ­να­νί­δη γύ­ρω ἀ­πό τήν θε­ω­ρί­α αὐ­τή.
῾Ο Κα­θη­γη­τής ὑ­πο­στη­ρί­ζει ὅ­τι ἡ ἀρ­χή αὐ­τή ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε, ὅ­ταν τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο «δι­έ­βλε­πε δι­ε­ύ­ρυν­ση τῶν πο­λι­τι­κῶν ὁ­ρί­ων, λό­γῳ εὐ­νο­ϊ­κῶν στρα­τι­ω­τι­κῶν καί εὐ­ρύ­τε­ρων δι­πλω­μα­τι­κῶν συγ­κυ­ρι­ῶν». ῞Ο­ταν ὅ­μως τά πο­λι­τι­κά ὅ­ρια τοῦ Ρω­μα­ϊ­κοῦ Κρά­τους ἄλ­λα­ζαν ἀ­πό τήν ἀν­τί­θε­τη πλευ­ρά, δη­λα­δή ὅ­ταν οἱ Σλά­βοι, ὅ­πως ἔ­γι­νε στήν πε­ρί­πτω­ση τοῦ Σέρ­βου ἡ­γε­μό­να Στε­φά­νου Δου­σάν, κα­τε­λάμ­βα­ναν ἐ­κτά­σεις πού ἀ­νῆ­καν στήν Ρω­μα­ϊ­κή Αὐ­το­κρα­το­ρί­α, τό­τε «τό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο φρό­ντι­σε νά βά­λει στό πε­ρι­θώ­ριο τίς ἀρ­νη­τι­κές γιά τήν στιγ­μή θε­ω­ρί­ες καί νά ἀ­γω­νι­στεῖ νά δι­α­τη­ρή­σει ἀ­νέ­πα­φα τά ὅ­ρια τῆς δι­ο­ί­κη­σης καί δι­και­ο­δο­σί­ας του. Καί μά­λι­στα, ὅ­ταν ἡ ἄλ­λη πλευ­ρά τόλ­μη­σε νά ἐ­φαρ­μό­σει τήν πα­ρα­πά­νω ἀρ­χή σέ βά­ρος πιά τῆς Μη­τέ­ρας ᾿Εκ­κλη­σί­ας, ἡ δε­ύ­τε­ρη δέ δί­στα­σε νά δι­α­κό­ψει τίς σχέ­σεις της μέ τήν ᾿Εκ­κλη­σί­α τῆς ἐν λό­γῳ χώ­ρας καί νά προ­χω­ρή­σει ἀ­κό­μα πιό πέ­ρα, ἀ­φο­ρί­ζον­τάς την μα­ζί μέ το­ύς ἄρ­χον­τες καί τό λαό». Αὐ­τό συ­νέ­βη στήν πε­ρί­πτω­ση τοῦ Στε­φά­νου Δου­σάν, ὁ ὁ­ποῖ­ος «ἀ­πέ­σπα­σε ἐ­παρ­χί­ες τοῦ θρό­νου, πού βρί­σκον­ταν στή Μα­κε­δο­νί­α, καί τίς προ­σάρ­τη­σε στή δι­κή της (ἐκ­κλη­σί­α τῆς Σερ­βί­ας) δι­και­ο­δο­σί­α» καί συγ­κά­λε­σε στά Σκό­πια Σύ­νο­δο, ἡ ὁ­πο­ί­α ἀ­νε­κή­ρυ­ξε τόν ᾿Αρ­χι­ε­πί­σκο­πο τῆς Σερ­βί­ας σέ Πα­τρι­άρ­χη. Τό­τε τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο κα­τε­δί­κα­σε τήν Σερ­βι­κή ᾿Εκ­κλη­σί­α καί γιά τίς δυό αὐ­τές ἐ­νέρ­γει­ες καί ἀ­φό­ρι­σε καί το­ύς ἄρ­χον­τες καί τόν λαό. Καί μά­λι­στα καμ­μί­α ἀ­πό τίς ἄλ­λες αὐ­το­κέ­φα­λες ᾿Εκ­κλη­σί­ες «δέ δι­α­μαρ­τυ­ρή­θη­κε οὔ­τε προ­σπά­θη­σε νά ἀμ­φι­σβη­τή­σει τήν ἰ­σχύ τοῦ ἀ­φο­ρι­σμοῦ πού ἐ­πέ­βα­λε ἡ Κων­σταν­τι­νο­ύ­πο­λη στή Σερ­βι­κή ᾿Εκ­κλη­σί­α».
Καί ὁ Κα­θη­γη­τής ᾿Ι­ω­άν­νης Ταρ­να­νί­δης πα­ρα­τη­ρεῖ: «­.­..δέν ὑ­πάρ­χουν πε­ρι­θώ­ρια γε­νί­κευ­σης τῆς ἀρ­χῆς σύμ­φω­να μέ τήν ὁ­πο­ί­α οἱ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κές με­τα­βο­λές ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν τίς πο­λι­τι­κές. Δι­ό­τι, ὅ­ταν αὐ­τή ἡ με­τα­βο­λή γι­νό­ταν σέ βά­ρος τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου, ἡ ἀν­τί­στοι­χη ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή με­τα­βο­λή ἀ­πο­τε­λοῦ­σε ἀ­πο­στέ­ρη­ση τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας καί ἀ­δι­κί­α. Μό­νο τά ὅ­ρια δι­και­ο­δο­σί­ας τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χε­ί­ου θε­ω­ροῦν­ταν "ὅ­ρια πα­τέ­ρων", τό δέ δι­κα­ί­ω­μα τοῦ βυ­ζαν­τι­νοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα "τοῦ προ­ά­γειν ἐ­πι­σκο­πάς εἰς μη­τρο­πό­λεις", στήν πε­ρί­πτω­ση τῶν Σλά­βων ἡ­γε­μό­νων ἀ­πο­τε­λοῦ­σε θρά­σος καί ἀ­σέ­βεια πρός το­ύς θε­ί­ους καί ἱ­ε­ρο­ύς κα­νό­νες καί "ἀ­κα­νό­νι­στον" "αὐ­το­χει­ρο­το­νί­αν"­».
῾Ε­πο­μέ­νως, ἡ θε­ω­ρί­α πε­ρί με­τα­βο­λῆς τῶν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν πραγ­μά­των σύμ­φω­να μέ τήν ἑ­κά­στο­τε ἀλ­λα­γή τῶν πο­λι­τι­κῶν πραγ­μά­των δι­α­τυ­πώ­θη­κε σέ μιά χρο­νι­κή πε­ρί­ο­δο πού ἐ­ξυ­πη­ρε­τοῦ­σε τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο, μέ τήν αὔ­ξη­ση τῶν ὁ­ρί­ων τοῦ Ρω­μα­ϊ­κοῦ Κρά­τους. Αὐ­τό ση­μα­ί­νει ὅ­τι δέν ἴ­σχυ­ε κά­θε ἐ­πο­χή, ἀλ­λά καί δέν στη­ρι­ζό­ταν στό κα­νο­νι­κό δί­και­ο, ὅ­πως ἔ­χω ὑ­πο­στη­ρί­ξει σέ ἄλ­λη ἑ­νό­τη­τα.

Συμ­πέ­ρα­σμα
Τό συμ­πέ­ρα­σμα εἶ­ναι ὅ­τι ὁ ὅ­ρος αὐ­το­κέ­φα­λη ᾿Εκ­κλη­σί­α ση­μα­ί­νει κυ­ρί­ως τήν αὐ­το­δι­ο­ί­κη­σή της, ἡ ὁ­πο­ί­α δέν δια­σπᾶ τήν ἑ­νό­τη­τα τῆς ᾿Εκ­κλη­σί­ας στά δογ­μα­τι­κά ζη­τή­μα­τα καί στήν γε­νι­κή ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τῶν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν θε­μά­των. Τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο ἐ­ξα­ναγ­κα­ζό­ταν, χά­ριν τῆς οἰ­κο­νο­μί­ας καί τῆς ἑ­νό­τη­τος τῆς ᾿Εκ­κλη­σί­ας, νά δώ­ση τήν αὐ­το­κε­φα­λί­α σέ μιά το­πι­κή ᾿Εκ­κλη­σί­α. Τό Αὐ­το­κέ­φα­λο ὅ­μως δέν λει­τουρ­γεῖ δι­α­σπα­στι­κά, οὔ­τε προ­τε­σταν­τι­κά μέ­σα στήν ᾿Εκ­κλη­σί­α. Τί­θε­ται μέ­σα στήν προ­ο­πτι­κή τῆς ἀλ­λη­λε­ξάρ­τη­σης με­τα­ξύ τῶν ᾿Εκ­κλη­σι­ῶν, στίς ὁ­ποῖ­ες πρω­τε­ύ­ον­τα καί κα­θο­ρι­στι­κό ρό­λο –ὄ­χι ἁ­πλῶς συν­το­νι­στι­κό– ἔ­χει τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο.