Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου κ. Ιεροθέου
῾Η ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία εἶναι καθολική καί κατά τήν ἑρμηνεία τῶν Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας ὁ ὅρος καθολική σημαίνει ὅτι ἔχει τήν ἀλήθεια πού εἶναι καθολική-ὁλοκληρωμένη καί ὅτι διαχέεται σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο. Κατά τόν ᾿Αριστοτέλη καθολικό εἶναι τό ὁλόκληρο, «τό κοινόν ὄνομα κατ᾿ ἀντίθεσιν πρός τό καθ᾿ ἕκαστον». Κατά τόν ἅγιο Κύριλλο ῾Ιεροσολύμων ἡ ᾿Εκκλησία καλεῖται καθολική, «διότι καθ᾿ ὅλον τόν κόσμον διακεχυμένη ὑπάρχει... διά τό κατά πάσης εἶναι τῆς οἰκουμένης ἀπό περάτων γῆς ἕως περάτων... διά τήν ἕνωσιν τῶν ἁπανταχοῦ διεσπαρμένων ᾿Εκκλησιῶν, αἵτινες πᾶσαι τῷ συνδέσμῳ τοῦ Παναγίου Πνεύματος μίαν καί καθολικήν ἀποτελοῦσιν». ᾿Επειδή ὅμως ἐπεκτάθηκε στόν κόσμο ὁλόκληρο, χρειάσθηκε νά βρεθῆ ἕνας τρόπος γιά νά διοικηθῆ καλῶς καί νά ὑπάρξη ἑνότητα μεταξύ τῶν ᾿Εκκλησιῶν. Κυρίως λόγοι ἐκκλησιαστικοί συνετέλεσαν στήν δημιουργία κατά τόπους ἐκκλησιαστικῶν αὐτοδιοικήσεων. ῾Η ὕπαρξη τῆς αὐτοκεφάλου ᾿Εκκλησίας δέν διασπᾶ τήν οἰκουμενικότητα τῆς ᾿Εκκλησίας, ἀλλά τήν ὑπογραμμίζει ἰδιαιτέρως.
Αὐτό θά εἶναι καί τό θέμα τῆς παρουσιάσεως μου. ῎Εχουν γραφῆ ἀξιόλογες μελέτες γύρω ἀπό τό θέμα αὐτό, θά στηριχθῶ ὅμως κυρίως στόν ἀείμνηστο Καθηγητή Παναγιώτη Τρεμπέλα, τόν Καθηγητή ᾿Ιωάννη Ταρνανίδη, πού μελέτησε ἰδιαιτέρως τό ἐκκλησιαστικό καθεστώς τῶν Σλαυικῶν ᾿Εκκλησιῶν, καί τόν Olivier Clément.
1. Οἰκουμενικότητα καί αὐτοκεφαλία
Πρίν προχωρήσω στό κυρίως θέμα μου, θεωρῶ ἀναγκαῖο νά τό συνδέσω μέ τό κεντρικό θέμα τῆς παρουσιάσεως αὐτῆς πού εἶναι οἰκουμενικότητα καί αὐτοκεφαλία.
῾Ο Χριστιανισμός γεννήθηκε στήν Παλαιστίνη καί ἰδιαιτέρως στά ῾Ιεροσόλυμα καί ἀπό ἐκεῖ ἐπεκτάθηκε σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο. Μετά τήν ᾿Ανάστασή Του ὁ Χριστός ἔδωσε ἐντολή στούς Μαθητάς Του νά κηρύξουν τό Εὐαγγέλιο σέ ὁλόκληρη τήν κτίση, νά βγοῦν δηλαδή μέσα ἀπό τά περιοριστικά ὅρια τῆς Παλαιστίνης καί νά ἀνοιχθοῦν σέ ὅλα τά ἔθνη. Τούς ἔδωσε ἐντολή: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη» (Ματθ. κη' 19). Καί ἀλλοῦ εἶπε: «κηρύξατε τό εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει» (Μαρκ. ιστ',15).
Οἱ Μαθητές ἔχοντας αὐτήν τήν ἐντολή, ἀνοίχθηκαν σέ ὅλα τά ἔθνη, σέ ὅλα τά μέρη τῆς γῆς. Εἶχαν ὅμως τήν αἴσθηση ὅτι εἶναι μέλη τοῦ ἑνιαίου Σώματος τοῦ Χριστοῦ. ᾿Αργότερα μέ τούς ἀπολογητάς φάνηκε καθαρά ὅτι οἱ Χριστιανοί δέν εἶναι πιά ᾿Ιουδαῖοι, οὔτε ἐθνικοί-῞Ελληνες, ἀλλά ἀποτελοῦν τό τρίτον γένος μέσα στήν ἱστορία. Στήν πρός Διόγνητον ἐπιστολή ὁ Χριστιανισμός παρουσιάζεται ὡς τό «καινόν γένος» καί στήν ἀπολογία τοῦ ᾿Αριστείδου ὡς τό «τρίτον γένος».
Βεβαίως, οἱ Μαθητές τοῦ Χριστοῦ, ὡς ᾿Ιουδαῖοι, κήρυτταν κατ᾿ ἀρχάς στίς Συναγωγές πού λειτουργοῦσαν σέ κάθε πόλη. ῞Ομως στίς πόλεις, ὅπως φαίνεται καί στίς ᾿Επιστολές τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου, ἵδρυσαν Τοπικές ᾿Εκκλησίες πού εἶχαν κέντρο τήν θεία Εὐχαριστία. ῎Ετσι σέ κάθε πόλη ὑπῆρχαν ᾿Επίσκοποι πού διηύθυναν τίς ᾿Εκκλησίες, ἦταν προεστῶτες τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως. Γι᾿ αὐτό οἱ κανόνες τῶν Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων κάνουν λόγο συνεχῶς γιά τίς ἁρμοδιότητες καί τήν εὐθύνη τῶν ᾿Επισκόπων τῆς πόλεως.
῾Οπότε, ἡ πρώτη ᾿Εκκλησία προσέλαβε τόν θεσμό τῶν πόλεων καί γύρω ἀπό τόν ᾿Επίσκοπο τῆς πόλεως συγκροτήθηκε ἡ ἐπαρχιακή Σύνοδος. Μετέπειτα ὅπως βλέπουμε στόν τρόπο συγκροτήσεως τῆς ᾿Εκκλησίας, χάριν τῆς ἑνότητος προσελήφθη τό ρωμαϊκό σύστημα διοικήσεως, τό ὁποῖο ὡς βάση εἶχε τό ἀρχαιοελληνικό σύστημα τῶν πόλεων στό ἑνιαῖο Ρωμαϊκό Κράτος. Τόσο τό Μητροπολιτικό ὅσο καί τό Πατριαρχικό σύστημα διοικήσεως τῆς ᾿Εκκλησίας ἔχει ὑπ᾿ ὄψη του τό ἐκκλησιαστικό κύτταρο πού λέγεται πόλη.
Αὐτό θά τό δοῦμε λίγο πιό κάτω, ἀλλά ἐδῶ ἐκεῖνο πού πρέπει νά τονισθῆ εἶναι ὅτι ὁ Χριστιανισμός εἶχε μιά οἰκουμενική διάσταση, ἀφοῦ ἁπλώθηκε σέ ὅλο τόν κόσμο, καί συγκατέλεγε ὡς μέλη του ἀνθρώπους πάσης φυλῆς καί γλώσσης, ἀλλά ὁ τρόπος συγκροτήσεως ἦταν τό σύστημα τῶν πόλεων. Κάθε τοπική ᾿Εκκλησία εἶναι ἐν σμικρογραφίᾳ ὁλόκληρη ἡ ᾿Εκκλησία, κατά τόν τύπο τοῦ εὐχαριστιακοῦ ἄρτου, ὁ ὁποῖος «μελίζεται καί διαμερίζεται, ὁ μελιζόμενος καί μή διαιρούμενος, ὁ πάντοτε ἐσθιόμενος καί μηδέποτε δαπανόμενος, ἀλλά τούς μετέχοντας ἁγιάζων».
Χαρακτηριστικό στό σημεῖο αὐτό εἶναι τό ἔργο τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ ῾Ομολογητοῦ «Μυσταγωγία», στό ὁποῖο ἀναλύει τί εἶναι ᾿Εκκλησία, ὅτι αὐτή ἁπλώνεται σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο καί συμπεριλαμβάνει ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀλλά ταυτόχρονα ἑρμηνεύει τήν θεία Εὐχαριστία μέσα στήν ἡσυχαστική καί ἐσχατολογική της προοπτική. ᾿Αντίθετα στήν Δύση ἀναπτύχθηκε ἡ θεωρία τῆς διαχωρίσεως τοῦ εὐχαριστιακοῦ ἄρτου ἀπό τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μέ ἀποτέλεσμα νά ὁδηγηθοῦμε στά γνωστά ἀποτελέσματα.
2. ῾Ο χαρακτήρας καί ἡ προοπτική τῆς αὐτοκεφάλου ᾿Εκκλησίας
Μετά ἀπό ὅσα προηγήθηκαν πρέπει νά προχωρήσουμε καί νά δοῦμε τόν χαρακτήρα καί τήν προοπτική τῆς αὐτοκεφάλου ᾿Εκκλησίας. Συγκεκριμένα θά ἐξετάσουμε πῶς ἡ λεγόμενη αὐτοκέφαλη ᾿Εκκλησία δέν διασπᾶ τήν καθόλου ᾿Εκκλησία, ἀλλά καί πῶς μερικές φορές λειτουργεῖ διασπαστικά ἐθνικιστικά.
α) ῾Ο ὅρος αὐτοκέφαλο
Κεφαλή τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός, οἱ δέ Χριστιανοί πού εἶναι βεβαπτισμένοι καί βεβαιόπιστοι εἶναι μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. ᾿Από τήν ἄλλη πλευρά οἱ ᾿Επισκοποι ὡς διάδοχοι τῶν ῾Αγίων ᾿Αποστόλων εἶναι εἰς τύπον καί τόπον τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ.
῾Ο ὅρος αὐτοκέφαλη ᾿Εκκλησία εἶναι ἀρκετά συμβατικός, γιατί δέν μπορεῖ κάθε Τοπική ᾿Εκκλησία νά ὑποκαταστήση καί νά ἀντικαταστήση τήν Κεφαλή τῆς ᾿Εκκλησίας πού εἶναι ὁ Χριστός, οὔτε οἱ αὐτοκέφαλες ᾿Εκκλησίες ἀποτελοῦν μιά πολυκέφαλη ᾿Εκκλησία. Κατά τόν Μητροπολίτη Σάρδεων Μάξιμο, ὁ ὁποῖος ἐπικαλεῖται τήν ἄποψη τοῦ Σμέμαν, ἡ ἔννοια τοῦ αὐτοκεφάλου δέν ἀναφέρεται στήν «ὀντολογία» τῆς ᾿Εκκλησίας, ἀλλά στήν ἱστορική της «ὑπόσταση».
᾿Από τήν ἔρευνα πού ἔκανα δέν βρῆκα στούς ἱερούς Κανόνας νά ἀναφέρεται ἡ λέξη αὐτοκέφαλη ᾿Εκκλησία. Συνάντησα ὅμως τόν ὅρο αὐτοκέφαλη ᾿Εκκλησία στίς ἑρμηνεῖες τοῦ Βαλσαμῶνος σέ ἱερούς Κανόνες, οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν γιά τό αὐτοδιοίκητο τῆς ᾿Εκκλησίας. Δηλαδή, ὁ ὅρος «διοίκηση» μιᾶς ᾿Επαρχίας χαρακτηρίζεται ὡς «αὐτοκέφαλο».
Συγκεκριμένα στό β' Κανόνα τῆς Β' Οἰκουμενικῆς Συνόδου γίνεται λόγος γιά τίς διοικήσεις τῶν τοπικῶν ᾿Εκκλησιῶν ᾿Αλεξανδρείας, ᾿Αντιοχείας, ᾿Ασιανῆς, Ποντικῆς καί Θρακικῆς. Γράφει ὁ Κανών ὅτι κάθε ἐπαρχιακή Σύνοδος νά οἰκονομῆ - διοικῆ τά τῆς ᾿Επαρχίας της: «...τά καθ᾿ ἑκάστην ἐπαρχίαν ἡ τῆς ἐπαρχίας σύνοδος διοικήσει...». ᾿Ακριβῶς γι᾿ αὐτόν τόν λόγο ὁ ἱερός Κανών λέγει: «τούς ὑπέρ διοίκησιν ἐπισκόπους ταῖς ὑπερορίοις ἐκκλησίαις μή ἐπιέναι, μηδέ συγχέειν τάς ἐκκλησίας».
῾Ο Βαλσαμών ἑρμηνεύοντας τόν Κανόνα αὐτό καί ἀναφερόμενος στήν αὐτοδιοίκηση κάθε ἐπαρχίας, χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο αὐτοκέφαλο. Γράφει: «ὅτι τό παλαιόν πάντες οἱ τῶν ἐπαρχιῶν μητροπολῖται αὐτοκέφαλοι ἦσαν, καί ὑπό τῶν οἰκείων συνόδων ἐχειροτονοῦντο». Στήν συνέχεια ἑρμηνεύει ὅτι ὑπό τῆς Β' Οἰκουμενικῆς Συνόδου δόθηκε προνόμιο στόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τό «χειροτονεῖσθαι, καί ὑποκεῖσθαι αὐτῷ» τούς Μητροπολίτας τῆς Ποντικῆς καί ᾿Ασιανῆς καί Θρακικῆς διοικήσεως. ᾿Ακολούθως γράφει: «ἤ δέ καί ἑτέρας ἐκκλησίας αὐτοκεφάλους εὑρίσκεις, ὡς τήν Βουλγαρίας, τήν Κύπρου, καί τήν ῾Ιβηρίας, μή θαυμάσῃς...». Καί πιό κάτω γράφει: «ἐλευθέραν εἶναι καί αὐτοκέφαλον τήν ᾿Εκκλησίαν τῆς ῾Ιβηρίας».
Εἶναι φανερόν ὅτι οἱ ἐπαρχιακοί Σύνοδοι, πού λέγονται ἀπό τούς Κανόνας αὐτοδιοίκητες, χαρακτηρίζονται ἀπό τόν Βαλσαμώνα αὐτοκέφαλες.
Αὐτό παρατηρεῖται καί σέ ἄλλα ἑρμηνευτικά κείμενα τοῦ Βαλσαμώνα, ὅπως γιά παράδειγμα στήν ἑρμηνεία τοῦ λθ Κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος Κανόνας παραπέμπει στόν η Κανόνα τῆς Γ Οἰκουμενικῆς Συνόδου γιά τό αὐτοδιοίκητο τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Κύπρου. «Τό ἀνεπηρέαστον καί ἀβίαστον» τοῦ ἱεροῦ Κανόνος ἑρμηνεύθηκε ἀπό τόν Βαλσαμώνα ὡς αὐτοκέφαλο: «ὡρίσθη αὐτοκεφάλον εἶναι τήν ᾿Εκκλησίαν τῆς Κύπρου».
῾Επομένως, φαίνεται ὅτι μέ τόν ὅρο αὐτοκέφαλο ἀποδίδεται, κατά τούς ἱερούς Κανόνας, τό αὐτοδιοίκητο μιᾶς ᾿Εκκλησίας. Τό αὐτοκέφαλο ὅμως, ὅπως λειτουργεῖ σήμερα, εἶναι καρπός τῶν διεργασιῶν πού ἔγιναν ἀπό τόν 9ον αἰώνα καί μετά.
῾Ο Καθηγητής ᾿Ιωάννης Ταρνανίδης συγκέντρωσε τήν βιβλιογραφία σχετικά μέ τόν ὅρο καί τόν τρόπο ἐφαρμογῆς τοῦ αὐτοκεφάλου καί ἀνέπτυξε τό θέμα τοῦ αὐτοκεφάλου στίς σλαβικές ᾿Εκκλησίες, πράγμα πού παρουσιάζει ἀρκετό ἐνδιαφέρον. Εἶναι γνωστόν ὅτι ἡ Βουλγαρική ᾿Εκκλησία ἄρχισε νά ἀναζητᾶ τήν ἀνεξάρτητη ἐκκλησιαστική διοίκηση ἀπό τόν 9ο αἰώνα, ἡ Σερβική ᾿Εκκλησία ἀπό τόν 12ο αἰώνα καί ἡ Ρωσική τόν 15ο αἰώνα. Πρίν αὐτήν τήν ἀναζήτηση ὑπήγοντο στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Κατά καιρούς, τόσο ἡ Βουλγαρική ὅσο καί ἡ Σερβική ᾿Εκκλησία ἀπέκτησαν τήν αὐτονομία, τήν αὐτοκεφαλία καί τήν πατριαρχική τιμή, ἀλλά συγχρόνως κατά διαστήματα ἔχαναν τήν αὐτοκεφαλία τους, ἀκόμη δέ καί τήν παραχώρηση τῆς πατριαρχικῆς τιμῆς καί ὑπήγοντο στήν πνευματική δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. ῾Η σημερινή ἐκκλησιαστική - διοικητική διάρθρωση τῶν ᾿Εκκλησιῶν στόν Βαλκανικό χῶρο ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς ἀναβιώσεως τοῦ ἐθνικισμοῦ τῶν Βαλκανικῶν λαῶν κατά τόν 19ο αἰώνα καί μετά ἀπό ἀπαραίτητες διεργασίες τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο παρεχώρησε στίς ᾿Εκκλησίες αὐτές τήν αὐτοκεφαλία καί τήν πατριαρχική τιμή.
Στήν συνέχεια θά ὑπογραμμισθοῦν μερικά σημεῖα σχετικά μέ τήν ἔννοια καί τήν ἐξέλιξη τοῦ αὐτοκεφάλου, τά ὁποῖα μᾶς βοηθοῦν νά δοῦμε τό θέμα αὐτό στό βάθος του.
Στήν ἀρχή ὁ ὅρος αὐτοκεφάλο ἐμφανίσθηκε συνδεδεμένος μέ τόν ᾿Αρχιεπίσκοπο, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀποδεσμευμένος ἀπό τόν Μητροπολίτη καί εἶχε ἄμεση ἐξάρτηση ἀπό τόν Πατριάρχη, ἀπό τόν ὁποῖον λάμβανε τήν χειροτονία καί τόν μνημόνευε, δηλώνοντας κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο τήν ἐξάρτησή του ἀπό αὐτόν.
Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου καί ἰδιαιτέρως ἀπό τόν 9ο αἰώνα, ἡ σημασία τοῦ αὐτοκεφάλου ἀναβαθμίσθηκε καί συνδέθηκε μέ τίς ἐπιδιώξεις τῶν Σλάβων καί κυρίως τῶν Βουλγάρων ἡγεμόνων Βόρη καί Συμεών νά ἀποκτήσουν πολιτική καί ἐκκλησιαστική ἀνεξαρτησία. ῾Ο Βόρης, ἐκμεταλλευόμενος τόν ἀνταγωνισμό μεταξύ ᾿Ανατολικῆς καί Δυτικῆς ᾿Εκκλησίας, ζήτησε καί ἐπέτυχε τήν αὐτονομία τῆς Βουλγαρικῆς ᾿Εκκλησίας καί ἔτσι στήν περίπτωση τῆς Βουλγαρικῆς ᾿Εκκλησίας τό αὐτοκέφαλο ὑποσκέλιζε τόν Μητροπολίτη καί λάμβανε θέση μετά τόν Πατριάρχη.
Βέβαια, καί μετά τήν αὐτοκεφαλία τῆς Βουλγαρικῆς ᾿Εκκλησίας, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο διετήρησε τά προνόμια του «νά ἐπεμβαίνει στά ἐσωτερικά της, νά διατηρεῖ καί κατά καιρούς νά διευρύνει τίς δικαιοδοσίες του στό χῶρο τῆς βουλγαρικῆς ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης. Σέ ὅλο τό μεταβατικό αὐτό στάδιο, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν ἱστορική ἐξέλιξη, τό Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινούπολης δέν παραιτήθηκε ἀπό τό δικαίωμά του νά χειροτονεῖ τόν ἀρχιεπίσκοπο Βουλγαρίας».
᾿Από τήν μελέτη αὐτή φαίνεται καθαρά ἀφ᾿ ἑνός μέν ὅτι τό αὐτοκέφαλο, ὅπως λειτουργεῖ σήμερα ὕστερα ἀπό τήν σταδιακή ἐξέλιξή του, δέν μπορεῖ νά στηριχθῆ στό κανονικό δίκαιο τῆς ᾿Εκκλησίας, τό ὁποῖο ἀγνοεῖ αὐτήν τήν κατάσταση, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ ὅτι εἶναι ἐσφαλμένη ἡ ἄποψη μερικῶν ὅτι τό αὐτοκέφαλο λειτουργοῦσε στατικά καί γιά κάθε ἐποχή ὡς «ἀνεξαρτησία».
β) ῾Η αὐτοκεφαλία στήν οἰκουμενική προοπτική τῆς ᾿Εκκλησίας
Μέ τήν διάδοση τοῦ Χριστιανισμοῦ σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο, χρειάσθηκε νά εὑρεθῆ ἕνα σύστημα διοικήσεως γιά νά ὑπάρχη ἑνότητα στήν ᾿Εκκλησία καί νά μή ἐπικρατοῦν αἱρέσεις καί σχίσματα. ῎Ετσι ἀπό τίς ἀποστολικές ᾿Εκκλησίες διαδοχικά ὁδηγηθήκαμε στό Μητροπολιτικό σύστημα πού κατοχυρώθηκε ἀπό τήν Πρώτη Οἰκουμενική Σύνοδο, καί στήν συνέχεια ὁδηγηθήκαμε στό ὑπερμητροπολιτικό σύστημα, καί ἔπειτα στό Πατριαρχικό σύστημα μέ τήν Τετάρτη Οἰκουμενική Σύνοδο.
Τό σημαντικό εἶναι ὅτι, παρά τήν αὐτοδιοίκηση μιᾶς ᾿Εκκλησίας, πού γινόταν «κατά τήν ἀρχαίαν συνήθειαν» ὑπῆρχε ἑνότητα στήν ᾿Εκκλησία. Κατά τόν Μητροπολίτη Σάρδεων Μάξιμο ἡ «ἱεραρχία τῆς τιμῆς» πού συνδεόταν μέ τήν καθολικότητα τῆς ᾿Εκκλησίας, καί ἡ ὁποία ἀναπτύχθηκε διά μέσου τῶν αἰώνων, δέν μπορεῖ νά ἀντικατασταθῆ μέ τήν λεγομένη «ἰσοτιμία» πού συνιστᾶ ἕνα εἶδος δημοκρατικότητος. Τό πολίτευμα τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι συνοδικό - ἱεραρχικό καί ὄχι ἁπλῶς δημοκρατικό μέ τήν ἔννοια τῶν ἴσων δικαιωμάτων.
῎Αλλωστε ἀρχικά ὁ τίτλος τοῦ αὐτοκεφάλου ἀρχιεπισκόπου ἀποδιδόταν στόν ᾿Επίσκοπον ἐκεῖνον πού εἶχε ἐξάρτηση καί ἀναφορά κατ᾿ εὐθείαν στόν Πατριάρχη καί ὄχι στόν Μητροπολίτη τῆς ᾿Επαρχίας. ᾿Αλλά καί ἀργότερα πού ὁ τίτλος αὐτός ἀποδόθηκε στόν ἀρχηγό μιᾶς αὐτοκεφάλου ᾿Εκκλησίας καί τότε δέν προσδιόριζε μιά πλήρη ἀνεξάρτητη ἐκκλησιαστική διοίκηση, ἀλλά ὑπῆρχε μιά ἐξάρτηση ἀπό τήν πρωτόθρονη ᾿Εκκλησία.
Αὐτό φαίνεται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ ᾿Εκκλησία, χάριν τῆς ἑνότητός της, προσέλαβε τό σύστημα διοικήσεως τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας στήν ὁποία ὑπῆρχε μιά ἱεραρχική ἐξουσία. ῎Ετσι μετά τόν θάνατο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου στό Ρωμαϊκό Κράτος ὑπῆρχαν τρεῖς ῾Υπαρχίες, ἤτοι ἡ ῾Υπαρχία τῶν Γαλλίων, ἡ ῾Υπαρχία ᾿Ιταλίας, ᾿Αφρικῆς, ᾿Ιλλυρικοῦ καί ἡ ῾Υπαρχία ᾿Ανατολῆς. Κάθε ῾Υπαρχία ἦταν διηρημένη σέ πολλές Διοικήσεις καί κάθε Διοίκηση ἦταν διηρημένη σέ πολλές ᾿Επαρχίες. ῾Η ῾Υπαρχία τῆς ᾿Ιταλίας - ᾿Αφρικῆς χωριζόταν σέ ἕξι Διοικήσεις. Μιά ἀπό τίς Διοικήσεις αὐτές ἦταν ἡ Διοίκηση τῆς Μακεδονίας μέ ἕδρα τήν Θεσσαλονίκη, πού χωριζόταν σέ ἕξι ἐπί μέρους ᾿Επαρχίες, ἤτοι τήν Μακεδονία μέ ἕδρα τήν Θεσσαλονίκη, τήν Θεσσαλία μέ ἕδρα τήν Λάρισα, τήν Νέα ῎Ηπειρο μέ ἕδρα τό Δυρράχιο, τήν Παλαιά ῎Ηπειρο μέ ἕδρα τήν Νικόπολη, τήν ᾿Αχαΐα μέ ἕδρα τήν Κόρινθο καί τήν Κρήτη μέ ἕδρα τήν Γόρτυνα.
῾Επομένως, ὁ ᾿Επίσκοπος τῆς Πρωτευούσης τῆς ᾿Επαρχίας ὀνομάστηκε Μητροπολίτης, ὁ ᾿Επίσκοπος τῆς ἕδρας τῆς Διοικήσεως ὀνομάσθηκε ῎Εξαρχος καί ἀργότερα ἐξελίχθηκε σέ Πατριάρχη.
῎Αν καί κάθε ἐπαρχιακή Σύνοδος ἦταν αὐτοδιοίκητη - αὐτοκέφαλη, ἐν τούτοις δέν ἦταν ἐντελῶς ἀνεξάρτητη, ἀφοῦ ἡ ἐπαρχιακή Σύνοδος ὑπό τόν Μητροπολίτη ἐξέλεγε τούς ᾿Επισκόπους καί διοικοῦσε τήν Τοπική ᾿Εκκλησία, ἀλλ᾿ ὅμως τόν Μητροπολίτη τόν χειροτονοῦσε ὁ Πατριάρχης. Καί ἡ χειροτονία εἶναι σημαντική ὑπόθεση, διότι κατά τόν Ζωναρᾶ, πού ἑρμήνευσε τόν 6ο Κανόνα τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, «τό μεῖζον καί κυριώτερον ἡ τῶν ἐπισκόπων χειροτονία ἐστι».
Μέ αὐτήν τήν ἔννοια κάθε Τοπική ᾿Εκκλησία ἦταν ἐν σμικρογραφίᾳ ὁλόκληρη ἡ ᾿Εκκλησία, ἀλλά ταυτόχρονα ἐντασσόταν μέσα στήν «ἱεραρχία τῆς τιμῆς» καί μέ αὐτόν τόν τρόπο ἡ ᾿Εκκλησία διατηροῦσε τήν καθολικότητα καί τήν Οἰκουμενικότητά της. Πρέπει δέ νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ φράση «ἐπίσκοποι τοῦ ἔθνους», τήν ὁποία συναντοῦμε στούς ἱερούς Κανόνας, δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τήν σημερινή ἔννοια τοῦ ὅρου ἔθνος-κράτος, ἀλλά μέ τήν ἔννοια τῆς κατά θέματα ἐπαρχίας-παροικίας.
γ) ῾Η αὐτοκεφαλία στήν ἐθνικιστική της διάσταση
᾿Ενῶ σέ ὅλη τήν ἱστορία τῆς ᾿Εκκλησίας ἡ ἔννοια τῆς αὐτοκεφαλίας τῶν Τοπικῶν ᾿Εκκλησιῶν λειτουργοῦσε γεωγραφικά καί ὄχι ρατσιστικά καί φυλετικά, ἐν τούτοις τόν 19ο αἰώνα μέ τήν ἀρχή τοῦ ἐθνικισμοῦ ἀπέκτησε μιά ἄλλη ἑρμηνεία, ἐτέθη δηλαδή σέ ἐθνοφυλετικά-κρατικά πλαίσια. ᾿Ακριβῶς γιά τόν λόγο αὐτόν ἡ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου τό 1972 κατεδίκασε τόν ἐθνοφυλετισμό ὡς αἵρεση μέσα στήν ᾿Εκκλησία.
῾Ο Καθηγητής ᾿Ιωάννης Ταρνανίδης ἀναφερόμενος στό καθεστώς τῶν σλαυικῶν ᾿Εκκλησιῶν κατέληξε σέ μερικά ἐνδιαφέροντα συμπεράσματα, μεταξύ τῶν ὁποίων ὅτι τήν πρωτοβουλία γιά τήν αὐτοκεφαλία τῶν ᾿Ορθοδόξων ᾿Εκκλησιῶν εἶχε ὁ αὐτοκράτορας, ἐνῶ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀφ᾿ ἑνός μέν ἠρκεῖτο στόν τελετουργικό χαρακτήρα χορηγήσεως τῆς αὐτοκεφαλίας «λόγῳ τῆς ἀνωμαλίας τῶν καιρῶν», ἀφ᾿ ἑτέρου δέ ὅταν τοῦ διδόταν ἡ εὐκαιρία καί ἡ δυνατότητα ἐπανεξέταζε τό θέμα καί περιόριζε τά προνόμια μιᾶς ᾿Εκκλησίας.
῾Η ἄποψη, λοιπόν, ὅτι μιά αὐτοκέφαλη ᾿Εκκλησία εἶναι τελείως ἐλεύθερη καί ἀνεξάρτητη ἀπό τήν Μητέρα ᾿Εκκλησία, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, εἶναι ξένη πρός τήν παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας.
῾Ο Κλεμάν κάνει μιά πολύ ὡραία ἀνάλυση πάνω στό θέμα αὐτό. ᾿Ισχυρίζεται ὅτι ἡ αὐτοκεφαλία, ὅπως λειτουργοῦσε στήν ᾿Εκκλησία μέχρι τόν 19ο αἰώνα, βρισκόταν σέ μιά σχέση ἀλληλεξάρτησης μέ τίς ἄλλες ᾿Εκκλησίες, κυρίως μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. ῞Ομως τόν 19ο αἰώνα ἡ αὐτοκεφαλία λειτούργησε ὡς αὐτοκεφαλαρχία ὡς πλήρης ἀνεξαρτησία. Παρατηρεῖ εὔστοχα:
«Κάθε ἔθνος διεκδικεῖ καί ἐγκαθιδρύει αὐταρχικά –ἐκτός ἀπό τή Σερβία πού ἐπιτυγχάνει προηγουμένως τή συγκατάθεση τῆς Κωνσταντινουπόλεως– τήν ἐκκλησιαστική του ἀνεξαρτησία. ῾Η πολιτική καί ὁ ἐθνικισμός ἀνατρέπουν τήν παραδοσιακή κλίμακα τῶν ἀξιῶν: τό ἔθνος δέν προστατεύεται πιά καί δέν ὑποστηρίζεται ἀπό τήν ᾿Εκκλησία, ἡ ᾿Εκκλησία εἶναι ἐκείνη πού ἀποβαίνει μιά διάσταση τοῦ ἔθνους, ἕνα σημεῖο ὅτι κάποιος ἀνήκει σ᾿ ἕνα ἔθνος, καί ἡ ὁποία ὀφείλει ἑπομένως νά ὑπηρετεῖ τό Κράτος.
῎Ετσι τό παραδοσιακό αὐτοκέφαλον τείνει νά μετατραπῆ σέ αὐτοκεφαλαρχία ἀπόλυτη καί συνάμα ὁμογενή. ῎Οχι πιά ἀλληλεξάρτηση, ἀλλά ἀνεξαρτησία. ῾Η λειτουργία τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης ἀντιγράφει τήν ἀντίστοιχη τῆς κρατικῆς ἐξουσίας, καί οἱ ἐπίσκοποι γίνονται περίπου δημόσιοι ὑπάλληλοι.
῾Η αὐτοκεφαλαρχία σχηματίζει σταδιακά τή θεωρία της, λέει πώς τό θεμέλιο τῆς ἐκκλησιολογίας δέν εἶναι ἡ εὐχαριστιακή ἀρχή, ἀλλά ἡ φυλετική καί ἐθνική ἀρχή. ῾Η "τοπική" ᾿Εκκλησία σημαίνει στό ἑξῆς τήν "ἐθνική" ᾿Εκκλησία, μέ παράλληλη ἐφαρμογή τῆς τριαδικῆς ἀναλογίας, καθώς τό "πρωτεῖο τιμῆς" γίνεται "ἰσότητα τιμῆς"».
δ) Τά περί συμπορεύσεως πολιτικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων
Προκειμένου νά δικαιολογηθῆ ὁ ἐθνοφυλετισμός καί ἡ θεωρία τῆς ταυτίσεως τῶν ὁρίων τοῦ Κράτους μέ τά ὅρια τῆς Τοπικῆς ᾿Εκκλησίας χρησιμοποιήθηκαν καί ὁ ιζ΄ Κανόνας τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ὁ λη΄ Κανόνας τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
῞Ομως οἱ Κανόνες αὐτοί δέν εἶναι δυνατόν νά δικαιολογοῦν τήν ἀνάπτυξη τῶν λεγομένων Κρατικῶν ᾿Εκκλησιῶν. Καί αὐτό γιατί ἀφ᾿ ἑνός μέν προϋποθέτουν Μητροπολιτικό σύστημα διοικήσεως, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ ὁμιλοῦν γιά ἀνακαίνιση πόλεως καί ὄχι δημιουργία Κράτους. Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά λεχθῆ ὅτι σφάλλουν ὅσοι ἐπικαλοῦνται τούς ἱερούς Κανόνας γιά νά δικαιολογήσουν τίς ᾿Εθνικές ᾿Εκκλησίες μέ τήν σημερινή τους μορφή.
῾Ο ιζ΄ Κανόνας τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου σαφῶς διαγορεύει: «Εἰ δέ καί τις ἐκ βασιλικῆς ἐξουσίας ἐκαινίσθη πόλις, ἤ αὖθις καινισθείη, τοῖς πολιτικοῖς καί δημοσίοις τύποις, καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν παροικιῶν ἡ τάξις ἀκολουθείτω(. Κατά τόν ἱερό Βαλσαμώνα στούς βασιλεῖς ἐπιτρέπεται «τά βουλητέα αὐτοῖς περί ἐνοριῶν διατάττεσθαι, χάριν τῶν καινιζομένων ὑπό τούτων πόλεων» (Β΄ σελ. 262). Οἱ καινιζόμενες πόλεις ἀπό τόν βασιλέα εἶχαν τόν δικό τους ᾿Επίσκοπο, ὅπως λέγει ὁ ᾿Αριστηνός: «ὥστε ἐκείνης τῆς ἐπαρχίας, ἤ παροικίας τόν ἐπίσκοπον ταύτην ὑφ᾿ ἑαυτόν ἔχειν, εἰς ἥν αὕτη ἐναπεγράφη, καί ὑπετέθη τελεῖν».
Αὐτός ὁ Κανόνας πρέπει νά συνδυασθῆ μέ τόν προηγούμενο ιβ΄ Κανόνα τῆς ἰδίας τῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος σαφῶς διαλαμβάνει περί τῶν πόλεων πού τιμῶνται ἀπό τόν Βασιλέα: «῞Οσαι δέ ἤδη πόλεις διά γραμμάτων βασιλικῶν τῷ τῆς μητροπόλεως ἐτιμήθησαν ὀνόματι, μόνης ἀπολαυέτωσαν τῆς τιμῆς, καί ὁ τήν ἐκκλησίαν αὐτῆς διοικῶν ᾿Επίσκοπος, δηλονότι σωζομένων τῇ κατ᾿ ἀλήθειαν μητροπόλει τῶν οἰκείων δικαίων». ῾Η νέα αὐτή Μητρόπολη θά ἔχη μόνον τήν τιμή, ἀλλά ὅπως λέγει ὁ Ζωναρᾶς «κατά τά ἄλλα πάντα, ὑποκεῖσθαι αὕτη τῇ παλαιᾷ μητροπόλει ὀφείλει. ῾Ο γάρ ταύτης ἐπίσκοπος παρά τοῦ παλαιοῦ μητροπολίτου χειροτονηθήσεται, καί παρ᾿ αὐτῷ κριθήσεται, καί ἁπλῶς αὐτῷ ὑποκείσεται» (Β΄ σελ. 248).
Εἶναι φανερό ὅτι ὁ ιζ΄ Κανόνας τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου δέν μπορεῖ νά εἶναι διαφορετικός ἀπό τόν προηγηθέντα ιβ΄ Κανόνα τῆς ἰδίας Συνόδου οὔτε καί νά τόν ἀναιρεῖ. ῾Υπάρχει μιά ἑνότητα μεταξύ τους, ἔστω κι ἄν γίνεται λόγος γιά καινισθεῖσα καί γιά τιμηθεῖσα πόλη. Κάνουν λόγο γιά νέες ἤ τιμημένες πόλεις πού τιμῶνται ἀπό τόν βασιλέα καί ἔχουν τόν δικό τους Μητροπολίτη, ἀλλά ὅμως ὁ Μητροπολίτης αὐτός ἔχει ἀναφορά στόν Μητροπολίτη πού ὑπήγετο προηγουμένως. Καί πάντως οἱ κανόνες αὐτοί ἀναφέρονται στίς ἐπαρχιακές-μητροπολιτικές Συνόδους καί δέν ἔχουν καμμία σχέση μέ ἐθνικές ᾿Εκκλησίες.
Μέσα σέ αὐτήν τήν ἑρμηνευτική διδασκαλία πρέπει νά ἐνταχθῆ καί ὁ λη΄ Κανόνας τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού λέγει: «Τόν ἐκ τῶν πατέρων ἡμῶν τεθέντα κανόνα καί ἡμεῖς παραφυλάττομεν, τόν οὕτω διαγορεύοντα· Εἴ τις ἐκ βασιλικῆς ἐξουσίας ἐκαινίσθη πόλις, ἤ αὖθις καινισθείη, τοῖς πολιτικοῖς καί δημοσίοις τύποις καί ἡ τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων τάξις ἀκολουθείτω».
Παράλληλη φράση εἶναι καί τοῦ ἱεροῦ Φωτίου πού ἐλέχθη γιά νά δικαιολογήση τήν ἀπόσπαση τοῦ ἀνατολικοῦ ᾿Ιλλυρικοῦ ἀπό τήν ᾿Εκκλησία τῆς Ρώμης καί τήν ἀπόδωσή της στήν ᾿Εκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως: «τά ἐκκλησιαστικά, καί μάλιστα γε τά περί τῶν ἐνοριῶν δίκαια, ταῖς πολιτικαῖς ἐπικρατείαις καί διοικήσεσι συμμεταβάλλεσθαι εἴωθεν».
Τήν φράση τοῦ ἱεροῦ Φωτίου ἐπικαλεῖται ἡ Πατριαρχική Πράξη τοῦ 1982 μέ τήν ὁποία ἐδόθησαν κατά ἀφομοίωση στήν ᾿Εκκλησία τῆς ῾Ελλάδος οἱ Μητροπόλεις τῆς Θεσσαλίας, τῆς ῎Αρτης καί εἴκοσι χωρίων τῆς Μητροπόλεως ᾿Ιωαννίνων. Αὐτό ὅμως πρέπει νά τό ἐντάξουμε μέσα στίς περιστάσεις τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, καθώς ἐπίσης καί σύμφωνα μέ τήν αἰτιολογία πού γίνεται ἀπό τήν Πατριαρχική Πράξη τοῦ 1866 μέ τήν ὁποία δόθηκαν στήν αὐτοκέφαλη ᾿Εκκλησία τῆς ῾Ελλάδος τά ῾Επτάνησα. Στήν ἀρχή τῆς Πράξεως, στήν ὁποία ὅμως δέν μνημονεύεται ὁ λόγος τοῦ ἱεροῦ Φωτίου, λέγεται ὅτι αὐτό γίνεται ἀπό τήν Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησία πού εἶναι «κοινή Μήτηρ καί προστάτις ὑπέρμαχος γιά τήν εὐστάθεια «τῶν ἁπανταχοῦ ἁγίων τοῦ Θεοῦ ᾿Εκκλησιῶν» καί «πρός οἰκοδομήν». Μάλιστα στήν συνέχεια γράφεται καί ἡ βασική αἰτιολογία: «διαφόροις μέν διαιτήσεσιν ἀναγκαίαις, καί τῷ καιρῷ καί ταῖς περιστάσεσι καταλλήλοις τήν εὐκοσμίαν καί εὐρυθμίαν αὐταῖς ἐνεργάζεται».
Αὐτό σημαίνει ὅτι τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο κρίνει κατά καιρούς τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖον καθορίζει τήν διοίκηση κάθε ἐπαρχίας, ἀνάλογα μέ τίς περιστάσεις καί τίς ἀλλαγές. ῎Ετσι, ἄλλοτε ἐπιλέγει τόν ἕνα τρόπο διοικήσεως καί παραχωρήσεως καί ἄλλοτε ἐπιτρέπει τόν ἄλλον τρόπο διοικήσεως καί παραχωρήσεως, ἀνάλογα μέ τό συμφέρον τῆς ᾿Εκκλησίας. Καί αὐτό εἶναι στήν διακριτική εὐχέρεια τῆς Μητρός ᾿Εκκλησίας, γιατί ὅπως λέγει ὁ ἱερός Φώτιος «εἴωθε( καί δέν ὑπάρχει ὑποχρεωτικός Κανόνας.
῾Ο ἀείμνηστος Καθηγητής Παναγιώτης Τρεμπέλας, κάνοντας λόγο γιά τό αὐτοκέφαλο τῶν ᾿Εκκλησιῶν ἀναλύει καί τούς Κανόνας αὐτούς πού ἀναφέραμε καί σημειώνει εὔστοχες παρατηρήσεις.
Μεταξύ τῶν ἄλλων ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ ἰδία Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος μέ τόν ιζ΄ Κανόνα δέν ἀνυψώνει τίς καινιζόμενες πόλεις σέ κέντρα ἐκκλησιαστικά, γιατί τά δίκαια τῶν προηγουμένων Μητροπόλεων προστατεύονται ἀπό τόν ιβ΄ Κανόνα τῆς ἰδίας Συνόδου. ᾿Επίσης ἄν ἤθελε νά προβῆ σέ τέτοια ἐνέργεια, τότε θά ἀνέτρεπε τόν ἴδιο τόν ἑαυτό της, διότι μέ τόν κη΄ Κανόνα της ὑπήγαγε τούς αὐτοκεφάλους ἐξάρχους τῶν διοικήσεων ᾿Ασίας, Πόντου καί Θράκης στόν Θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐνῶ δέν ἔγινε καμμιά μεταβολή στίς πολιτικές διοικήσεις τῶν ἐπαρχιῶν αὐτῶν. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τόν κη΄ Κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Δέν εἶναι δυνατόν ἡ πολιτική ἀνύψωση μιᾶς πόλεως νά σημαίνη ταυτοχρόνως καί τήν ἀνύψωσή της σέ κέντρο ἐκκλησιαστικό, γιατί μέ τόν προηγούμενο λστ΄ Κανόνα εἶχε ἤδη ἐπιβεβαιωθῆ ἡ Πενταρχία τῶν ᾿Ορθοδόξων ᾿Εκκλησιῶν. Τό ὅτι ἀκόμη ἀπένειμε τό ἴδια δικαιώματα στόν Πρόεδρο τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Κύπρου, ἡ ὁποία Κύπρος ποτέ δέν εἶχε ἀναδειχθῆ σέ Κράτος ἤ τοποτηρητεία, αὐτό καταλύει τήν ἀρχή ὅτι συμμεταβάλλονται πάντα τά ἐκκλησιαστικά μέ τά πολιτικά.
᾿Επί πλέον ὁ Παναγιώτης Τρεμπέλας ἰσχυρίζεται ὅτι αὐτή ἡ ἀρχή δέν ἐπικράτησε στήν ἱστορία τῆς ᾿Εκκλησίας, γιατί ἐνῶ τό ἀνατολικό ᾿Ιλλυρικό (διοικήσεις Δακίας, Μακεδονίας) παραχωρήθηκαν τό ἔτος 379 ἀπό τόν Γρατιανό ὡς δῶρο στόν αὐτοκράτορα τῆς ᾿Ανατολῆς Θεοδόσιο, καί τό Δυτικό ᾿Ιλλυρικό προσαρτήθηκε στό Κράτος τῆς ᾿Ανατολῆς μεταξύ τῶν ἐτῶν 424 καί 437 ἐν τούτοις, παρά τίς προσπάθειες τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐκκλησιαστικῶς παρέμειναν μέχρι τῶν εἰκονομαχικῶν ἐρίδων στήν ᾿Εκκλησία τῆς Ρώμης.
᾿Επίσης, ἐάν ἐπικρατοῦσε αὐτή ἡ ἀρχή, τότε μετά τήν κατάλυση τῆς ἐθνικῆς ἀνεξαρτησίας τῶν Σέρβων καί τῶν Βουλγάρων θά ἔπρεπε νά καταργηθοῦν καί οἱ αὐτοκέφαλες ᾿Εκκλησίες ᾿Αχριδῶν, Τυρνόβου καί Πεκίου «ἤ ἐάν τοῦτο διετηρήθη ἐπί τῇ βάσει τῆς ἀρχῆς τοῦ ἔθνους, ἔπρεπεν ἡ μετέπειτα σημειωθείσα συγχώνευσις ν᾿ ἀποφευχθῇ».
Καί ἐπιλέγει ὁ ἀείμνηστος Καθηγητής:
«῾Η ὑπό τοῦ ἱεροῦ Φωτίου διατυπωθεῖσα καί ἐκ τῆς ἀνάγκης τῶν πρός τόν Πάπαν διαμφισβητήσεων ἐπί τῶν ἐκκλησιῶν τοῦ ᾿Ιλλυρικοῦ ὑπέρ τό δέον, ἴσως δ᾿ ἔν τινι μέτρῳ καί ἀδίκως, ἐξαρθεῖσα ἀρχή: "τά περί τῶν ἐνοριῶν δίκαια ταῖς πολιτικαῖς ἐπικρατείαις καί διοικήσεσι συμμεταβάλλεσθαι εἴωθε", δέν ἀποτελεῖ ἀρχήν ἀπαράβατον καί ἀπαρεγκλίτως τηρηθεῖσαν, ὡς ἄλλως τε καί αὐτό τοῦτο τό "εἴωθε" συνυπονοεῖ».
Καθώς καί ὅτι: «Τέλος δέν πρέπει κατ᾿ οὐδένα λόγον νά λησμονῆται, ὅτι ἡ τοιαύτη ἐπαφή τῶν ἐπισκόπων ὑπό τόν ἕνα Πρῶτον ἀπέβλεπεν εἰς τήν ἐνίσχυσιν τῆς ἐν Χριστῷ ἑνότητος. Προδήλως λοιπόν κατ᾿ οὐδένα λόγον ἐπιτρέπεται νά ἄγῃ εἰς τήν δημουργίαν εἴδους τινός καπετανάτων ἤ ἐκκλησιαστ. ἐπικρατειῶν ξένων πρός ἀλλήλας, ἀλλά μᾶλλον δέον νά ἀποβλέπῃ εἰς τήν εὐχερεστέραν ἐπικοινωνίαν πάντων τῶν ἁπανταχοῦ ἐπισκόπων διά τῶν κέντρων αὐτῶν ἤ τῶν ᾿Αρχιεπισκόπων. ᾿Εντεῦθεν καί πρωΐμως, ὡς εἴδομεν, ἐκδηλοῦται ἡ τάσις πρός διεύρυνσιν τῶν ὁρίων τῶν ἐκκλησ. περιφερειῶν διά τῆς ὑπαγωγῆς τῶν διαφόρων Μητροπολιτῶν ἤ Πρώτων ὑπό τούς ᾿Εξάρχους ἤ Πατριάρχας, τῶν ὁποίων ἐν τέλει ὁ ἀριθμός περιορίζεται μόλις εἰς πέντε».
Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἔδιδε τήν αὐτοκεφαλία σέ κάποια ᾿Εκκλησία ἀποβλέποντας στήν ἑνότητα τῶν ᾿Εκκλησιῶν καί τήν καλύτερη ὀργάνωσή της. Αὐτός ἦταν ὁ πραγματικός λόγος τῆς δωρηθείσης αὐτοκεφαλίας καί ὄχι ἡ πολιτική σκοπιμότητα. Γι᾿ αὐτό γράφει ὁ Τρεμπέλας: «Πᾶσα διά τοῦτο ἀπόπειρα πρός καθιέρωσιν τῶν ἀρχῶν τῆς πολιτικῆς σημασίας ἤ τῶν ἐθνικῶν λόγων ἤ τοῦ κράτους ἐκτός τοῦ ὅτι ἀντιτίθεται πρός τό γνήσιον πνεῦμα τῶν κανόνων ἐλέγχεται ἐξ ὁλοκλήρου ἀσυγχρόνιστος καί ὀπισθοδρομική».
῎Εχουν γραφῆ διάφορα ἀπό πολλούς γύρω ἀπό τήν θεωρία τοῦ ἱεροῦ Φωτίου περί τῆς μεταβολῆς τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὁρίων σύμφωνα μέ τά πολιτικά ὅρια. Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά παρατεθῆ ἡ τεκμηριωμένη ἄποψη τοῦ Καθηγητοῦ ᾿Ιωάννη Ταρνανίδη γύρω ἀπό τήν θεωρία αὐτή.
῾Ο Καθηγητής ὑποστηρίζει ὅτι ἡ ἀρχή αὐτή ἐπικρατοῦσε, ὅταν τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο «διέβλεπε διεύρυνση τῶν πολιτικῶν ὁρίων, λόγῳ εὐνοϊκῶν στρατιωτικῶν καί εὐρύτερων διπλωματικῶν συγκυριῶν». ῞Οταν ὅμως τά πολιτικά ὅρια τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους ἄλλαζαν ἀπό τήν ἀντίθετη πλευρά, δηλαδή ὅταν οἱ Σλάβοι, ὅπως ἔγινε στήν περίπτωση τοῦ Σέρβου ἡγεμόνα Στεφάνου Δουσάν, κατελάμβαναν ἐκτάσεις πού ἀνῆκαν στήν Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία, τότε «τό Πατριαρχεῖο φρόντισε νά βάλει στό περιθώριο τίς ἀρνητικές γιά τήν στιγμή θεωρίες καί νά ἀγωνιστεῖ νά διατηρήσει ἀνέπαφα τά ὅρια τῆς διοίκησης καί δικαιοδοσίας του. Καί μάλιστα, ὅταν ἡ ἄλλη πλευρά τόλμησε νά ἐφαρμόσει τήν παραπάνω ἀρχή σέ βάρος πιά τῆς Μητέρας ᾿Εκκλησίας, ἡ δεύτερη δέ δίστασε νά διακόψει τίς σχέσεις της μέ τήν ᾿Εκκλησία τῆς ἐν λόγῳ χώρας καί νά προχωρήσει ἀκόμα πιό πέρα, ἀφορίζοντάς την μαζί μέ τούς ἄρχοντες καί τό λαό». Αὐτό συνέβη στήν περίπτωση τοῦ Στεφάνου Δουσάν, ὁ ὁποῖος «ἀπέσπασε ἐπαρχίες τοῦ θρόνου, πού βρίσκονταν στή Μακεδονία, καί τίς προσάρτησε στή δική της (ἐκκλησία τῆς Σερβίας) δικαιοδοσία» καί συγκάλεσε στά Σκόπια Σύνοδο, ἡ ὁποία ἀνεκήρυξε τόν ᾿Αρχιεπίσκοπο τῆς Σερβίας σέ Πατριάρχη. Τότε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο κατεδίκασε τήν Σερβική ᾿Εκκλησία καί γιά τίς δυό αὐτές ἐνέργειες καί ἀφόρισε καί τούς ἄρχοντες καί τόν λαό. Καί μάλιστα καμμία ἀπό τίς ἄλλες αὐτοκέφαλες ᾿Εκκλησίες «δέ διαμαρτυρήθηκε οὔτε προσπάθησε νά ἀμφισβητήσει τήν ἰσχύ τοῦ ἀφορισμοῦ πού ἐπέβαλε ἡ Κωνσταντινούπολη στή Σερβική ᾿Εκκλησία».
Καί ὁ Καθηγητής ᾿Ιωάννης Ταρνανίδης παρατηρεῖ: «...δέν ὑπάρχουν περιθώρια γενίκευσης τῆς ἀρχῆς σύμφωνα μέ τήν ὁποία οἱ ἐκκλησιαστικές μεταβολές ἀκολουθοῦσαν τίς πολιτικές. Διότι, ὅταν αὐτή ἡ μεταβολή γινόταν σέ βάρος τοῦ Βυζαντίου, ἡ ἀντίστοιχη ἐκκλησιαστική μεταβολή ἀποτελοῦσε ἀποστέρηση τῆς ἐλευθερίας καί ἀδικία. Μόνο τά ὅρια δικαιοδοσίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου θεωροῦνταν "ὅρια πατέρων", τό δέ δικαίωμα τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα "τοῦ προάγειν ἐπισκοπάς εἰς μητροπόλεις", στήν περίπτωση τῶν Σλάβων ἡγεμόνων ἀποτελοῦσε θράσος καί ἀσέβεια πρός τούς θείους καί ἱερούς κανόνες καί "ἀκανόνιστον" "αὐτοχειροτονίαν"».
῾Επομένως, ἡ θεωρία περί μεταβολῆς τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων σύμφωνα μέ τήν ἑκάστοτε ἀλλαγή τῶν πολιτικῶν πραγμάτων διατυπώθηκε σέ μιά χρονική περίοδο πού ἐξυπηρετοῦσε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, μέ τήν αὔξηση τῶν ὁρίων τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν ἴσχυε κάθε ἐποχή, ἀλλά καί δέν στηριζόταν στό κανονικό δίκαιο, ὅπως ἔχω ὑποστηρίξει σέ ἄλλη ἑνότητα.
Συμπέρασμα
Τό συμπέρασμα εἶναι ὅτι ὁ ὅρος αὐτοκέφαλη ᾿Εκκλησία σημαίνει κυρίως τήν αὐτοδιοίκησή της, ἡ ὁποία δέν διασπᾶ τήν ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας στά δογματικά ζητήματα καί στήν γενική ἀντιμετώπιση τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεμάτων. Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἐξαναγκαζόταν, χάριν τῆς οἰκονομίας καί τῆς ἑνότητος τῆς ᾿Εκκλησίας, νά δώση τήν αὐτοκεφαλία σέ μιά τοπική ᾿Εκκλησία. Τό Αὐτοκέφαλο ὅμως δέν λειτουργεῖ διασπαστικά, οὔτε προτεσταντικά μέσα στήν ᾿Εκκλησία. Τίθεται μέσα στήν προοπτική τῆς ἀλληλεξάρτησης μεταξύ τῶν ᾿Εκκλησιῶν, στίς ὁποῖες πρωτεύοντα καί καθοριστικό ρόλο –ὄχι ἁπλῶς συντονιστικό– ἔχει τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.