τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου
Μέ ἀφορμή τήν διαδικασία χορηγήσεως ἐκκλησιαστικῆς Αὐτοκεφαλίας στήν Οὐκρανία ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, γίνεται ἔντονη συζήτηση καί διατυπώνονται διάφορες ἀπόψεις.
Τό κεντρικό θέμα εἶναι τί ἀκριβῶς εἶναι Αὐτοκεφαλία, ποιός τήν χορηγεῖ καί πῶς λειτουργεῖ ἡ Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία μέσα στό σύστημα τῆς Μιᾶς Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Δέν πρόκειται γιά διάσπαση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας, ἀλλά γιά ἕναν τρόπο συνοδικῆς λειτουργίας της, ὑπό τήν εὐθύνη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, πού εἶναι ἡ Πρωτόθρονη Ἐκκλησία στό ἐκκλησιαστικό Συνοδικό σύστημα διοικήσεως καί λειτουργίας.
Πολλοί ἑκατέρωθεν παραθέτουν διάφορα στοιχεῖα γιά τό θέμα πού ἀνέκυψε, ἀλλά πρίν ἀπ' ὅλα πρέπει νά ἐντοπισθῆ τό σημεῖο ὅτι ἡ Αὐτοκεφαλία δέν τίθεται σέ μιά σχέση ἀνεξαρτησίας, ἀλλά σέ μιά σχέση ἀλληλεξάρτησης. Νομίζω ὅτι αὐτό εἶναι τό πιό βασικό θέμα πού ἀπασχολεῖ τήν Ἐκκλησία μας αὐτές τίς ἡμέρες. Αὐτές τίς σκέψεις τίς ἔχω διατυπώσει καί σέ παλαιότερες μελέτες μου.
1. Ὁ ὅρος Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία
Κατά τόν καθηγητή Ἰωάννη Καρμίρη καί ἄλλους μελετητές, ἀπό τήν ἀρχή της ἡ Ἐκκλησία διοργανώθηκε «ἱεραρχικῶς καί συνοδικῶς», δηλαδή ἡ ἐκκλησιαστική ζωή ἐξελίχθηκε σέ ἐπισκοπική, μητροπολιτική, πατριαρχική καί ἔπειτα συνοδική, μέχρι τόν βαθμό τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἔτσι, τό ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικό πολίτευμα εἶναι συνοδικό καί ἱεραρχικό. Ἡ συνοδικότητα δέν καταργεῖ τήν ἱεραρχικότητα, καί ἡ ἱεραρχικότητα δέν καταργεῖ τήν συνοδικότητα. Ἔτσι τό ἐκκλησιαστικό πολίτευμα εἶναι «ἱεραρχικῶς συνοδικόν» ἤ «συνοδικῶς ἱεραρχικόν», κατά τόν Ἀλέξανδρο Σμέμαν.
Ἀντίθετα στήν Δύση ὁ παπικός θεσμός προσέλαβε τό φεουδαλιστικό σύστημα διοικήσεως καί ἔτσι εἰσήχθη τό «ἀπολυταρχικόν-μοναρχικόν-συγκεντρωτικόν πολίτευμα» καί ἀργότερα οἱ Προτεστάντες πού ἀποσχίσθηκαν ἀπό τόν Ρωμαιοκαθολικισμό εἰσήγαγαν τό σύστημα τῆς συνομοσπονδίας, χωρίς νά ὑπάρχη κέντρο.
Αὐτό σημαίνει ὅτι στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ἰσχύει τό παπικό πρωτεῖο, οὔτε ἡ προτεσταντική συνομοσπονδία, ἀλλά λειτουργεῖ τό συνοδικό καί ἱεραρχικό πολίτευμα μέ τήν προεδρία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, πού ἔχει συντονιστικό ρόλο καί ἀναλαμβάνει πρωτοβουλίες γιά τήν καλή λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας.
Τό ἐκκλησιαστικό πολίτευμα εἶναι προέκταση τῆς θείας Εὐχαριστίας, στήν ὁποία ὑπάρχει ὁ προεξάρχων καί οἱ λειτουργοῦντες κατά τά πρεσβεῖα τους. Ἔτσι, ἀποφεύγεται τόσο ὁ Παπισμός ὅσο καί ὁ Προτεσταντισμός.
Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική πρέπει νά ἀντιμετωπισθῆ καί τό Αὐτοκέφαλον, ὄχι ὡς ἀνεξάρτητη κεφαλή, ἀλλά ὡς κεφαλή μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας πού ἐντάσσεται καί λειτουργεῖ μέσα στό συνοδικό καί ἱεραρχικό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, οὔτε παραθεωρεῖται ἡ συνοδικότητα οὔτε ὑπονομεύεται ἡ ἱεραρχικότητα.
Ὕστερα ἀπό τά γενικά αὐτά, πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι ἀπό διάφορες μελέτες γνωρίζουμε ὅτι ὁ ὅρος «Αὐτοκέφαλο» ἐμφανίστηκε ἀρχικά συνδεδεμένος μέ τόν τίτλο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ὁ ὁποῖος βέβαια Ἀρχιεπίσκοπος δέν εἶχε τότε τήν ἔννοια τοῦ ἀρχηγοῦ μιᾶς Τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἦταν ὁ Ἐπίσκοπος ὁ ὁποῖος εἶχε ἐξάρτηση καί ἀναφορά (ἀπό, καί) στόν Πατριάρχη καί ὄχι στόν Μητροπολίτη τῆς Ἐπαρχίας. Ἔτσι, ὁ «αὐτοκέφαλος Ἀρχιεπίσκοπος» ἐξαρτόταν ἀπό τόν Πατριάρχη, ἀπό τόν ὁποῖο λάμβανε τήν χειροτονία καί βέβαια τόν μνημόνευε κατά τίς ἱερές Ἀκολουθίες.
Ἀπό τόν 9ο αἰώνα καί μετά, ὅπως σημειώνει ὁ καθηγητής Ἰωάννης Ταρνανίδης, ἡ σημασία τοῦ Αὐτοκεφάλου ἀναβαθμίστηκε, ὅταν, βεβαίως, ἡ ἐκκλησιαστική ἀνεξαρτησία ἐτέθη μέσα στίς πολιτικές - ἐθνικιστικές ἐπιδιώξεις τῶν Σλαύων.
Ὅμως, καί στήν περίπτωση αὐτή τῆς ἀναβαθμίσεως τοῦ ὅρου καί τοῦ ρόλου τοῦ αὐτοκεφάλου Ἀρχιεπισκόπου, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο μποροῦσε ἀνά πᾶσα στιγμή νά ἐπεμβαίνη στά ἐσωτερικά της, νά διευρύνη τίς δικαιοδοσίες του στόν χῶρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοίκησής της, νά χειροτονῆ τόν Ἀρχιεπίσκοπο καί αὐτό, βέβαια, συνδέεται μέ τήν ὑποχρέωση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου νά μνημονεύη τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
Ἔπειτα, ὁ ὅρος «Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία» εἰσήχθη μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, ὄχι μέ τήν ἔννοια ὅτι ἀποτελεῖ μιά ἀνεξάρτητη Ἐκκλησία, ἀλλά μέ τήν ἔννοια ὅτι ἀποτελεῖ μιά ἑνιαία ἐκκλησιαστική διοίκηση πού καθορίζει τά τῆς ἐκλογῆς, χειροτονίας καί δίκης τῶν Ἐπισκόπων καί ρυθμίζει ὅλα τά ἐκκλησιαστικά θέματα τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἔχει ὁπωσδήποτε σύνδεσμο μέ ὅλη τήν Ἐκκλησία, ἰδιαιτέρως μέ τήν Πρωτόθρονη Ἐκκλησία, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.
Δέν πρόκειται γιά αὐτόνομη καί ἀνεξάρτητη κεφαλή, πού ξεχωρίζεται ἀπό τήν ἑνιαία καί μία κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά γιά μιά διοικητική ἐλευθερία μέσα στό ἑνιαῖο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Ἀκόμη καί ἡ λέξη Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία πρέπει νά ἑρμηνευθῆ ὀρθόδοξα καί ἐκκλησιολογικά, ἀπό τήν ἄποψη ὅτι ὁ ὅρος εἶναι ἀρκετά συμβατικός, δηλαδή χρησιμοποιεῖται μόνο γιά τήν αὐτοδιοίκηση καί τήν διοικητική διάρθρωση τῶν Ἐκκλησιῶν καί δέν σημαίνει διάσπαση τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας Κεφαλή εἶναι ὁ Χριστός.
Γιά τό θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος ἰσχύει ὅ,τι λέγεται γιά τόν μελισμό τοῦ ἄρτου τῆς θείας Εὐχαριστίας, κατά τόν λόγο τοῦ Λειτουργοῦ: «Μελίζεται καί διαμερίζεται ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ ὁ μελιζόμενος καί μή διαιρούμενος ὁ πάντοτε ἐσθιόμενος καί μηδέποτε δαπανώμενος». Ὅσοι κοινωνοῦν δέν λαμβάνουν ἕνα τμῆμα τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ὁλόκληρο τόν Χριστό. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τίς Ὀρθόδοξες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, ἀρκεῖ νά ὑπάρχη ὀρθόδοξη πίστη, κανονική εὐταξία καί ἑνότητα μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν.
Μελετώντας τούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας δέν συνάντησα τόν ὅρο Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία, ἀλλά παρατήρησα ὅτι ἀφ᾿ ἑνός μέν ὁ ὅρος συναντᾶται στίς ἑρμηνεῖες τῶν ἐξηγητῶν τῶν Κανόνων, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ καθιερώθηκε ἐπίσημα σέ νεώτερες Πατριαρχικές Πράξεις.
Γιά παράδειγμα, ὁ η΄ Κανόνας τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀναφερόμενος στήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, γράφει: «Ἓξουσι τό ἀνεπηρέαστον καί ἀβίαστον οἱ τῶν ἁγίων ἐκκλησιῶν, τῶν κατά τήν Κύπρον, προεστῶτες, κατά τούς κανόνας τῶν ὁσίων Πατέρων, καί τήν ἀρχαίαν συνήθειαν, δι᾿ ἑαυτῶν τάς χειροτονίας τῶν εὐλαβεστάτων ἐπισκόπων ποιούμενοι· τό δέ αὐτό καί ἐπί τῶν ἄλλων διοικήσεων, καί τῶν ἁπανταχοῦ ἐπαρχιῶν παραφυλαχθήσεται...». Περιγράφεται ὁ ὅρος «ἀνεπηρέαστον» καί «ἀβίαστον», χωρίς νά ἀναφέρεται ὁ ὅρος Αὐτοκέφαλο. Ὁ Βαλσαμών, ἑρμηνεύοντας τόν λθ΄ Κανόνα τῆς ἐν Τρούλλῳ ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται στό ἴδιο θέμα, τήν διοίκηση τῆς Κύπρου ἀποκαλεῖ «αὐτοκέφαλον»: «...ὡρίσθη αὐτοκέφαλον εἶναι τήν ἐκκλησίαν τῆς Κύπρου».
Πρέπει ἀκόμη νά ὑπογραμμισθῆ ὅτι οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι ἔδωσαν τήν αὐτοδιοίκηση στίς Ἐκκλησίες μέ ὅρους πού προβλέπονται ἀπό τούς προηγουμένους ἱερούς Κανόνες. Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ β΄ Κανόνας τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Φυλαττομένου δέ τοῦ προγεγραμμένου περί τῶν διοικήσεων κανόνος, εὔδηλον ὡς τά καθ᾿ ἑκάστην ἐπαρχίαν ἡ τῆς ἐπαρχίας σύνοδος διοικήσει». Ὅμοιοι εἶναι καί οἱ Κανόνες: η΄ τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς, κη΄ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς, λθ΄ τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς. Καθώς ἐπίσης στό θέμα τῆς μνημονεύσεως τοῦ «Πρώτου» εἶναι χαρακτηριστικοί οἱ ιδ΄ καί ιε΄ Κανόνες τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Οἱ Κανόνες αὐτοί σαφῶς παραπέμπουν καί ὑπονοοῦν τόν λδ΄ Κανόνα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί προϋποθέτουν ἤ Μητροπολιτικό ἤ Πατριαρχικό σύστημα διοικήσεως μιᾶς Ἐκκλησίας.
Ὁ Μητροπολίτης Σάρδεων Μάξιμος, ἐπικαλούμενος μαρτυρία τοῦ Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, γράφει ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ «αὐτοκεφάλου» δέν ἀνήκει στήν «ὀντολογία» τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά στήν ἱστορική της «ὑπόσταση». Εἶναι χρήσιμος αὐτός ὁ διαχωρισμός μεταξύ τῆς ὀντολογικῆς καί τῆς ἱεραρχικῆς τάξεως τῆς οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά ἀποφύγουμε τόσο τόν κίνδυνο τοῦ Παπισμοῦ, ὅσο καί τόν πειρασμό τοῦ Προτεσταντισμοῦ. Ἑπομένως, οὔτε ἀρνούμαστε τήν ὀντολογική ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς Σώματος τοῦ Χριστοῦ, οὔτε ὅμως ἀρνούμαστε καί τήν ἱεράρχηση μεταξύ τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν.
Ἐπίσης, ὁ ἴδιος Μητροπολίτης παρατηρεῖ: «Ἡ ἱστορία καί ἡ μακραίων παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας ἐδημιούργησε καί κατωχύρωσε τήν πρᾶξιν τῆς "ἱεραρχίας τῆς τιμῆς", ἡ δέ ἄρνησις αὐτῆς ἐν ὀνόματι τῆς κακῶς ἐννοουμένης "ἰσοτιμίας" εἶναι ἐσκεμμένη καί ὑποβολιμαία ἀντικατάστασις τῆς γνησίας καθολικότητος διά τινος "δημοκρατικῆς" ἰσότητος».
Γι᾿ αὐτό ὁ ὅρος «αὐτοκέφαλος Ἀρχιεπίσκοπος» στήν διάρκεια ὅλων τῶν αἰώνων δέν εἶχε τήν ἔννοια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀπόλυτης ἀνεξαρτησίας.
2. Τό Αὐτοκέφαλο καί ἡ ἐνότητα τῆς Ἐκκλησίας
Ὁ καθηγητής Παναγιώτης Τρεμπέλας σέ ἄρθρο του μέ τίτλο «Οἱ ὅροι καί οἱ παράγοντες τῆς ἀνακηρύξεως τοῦ αὐτοκεφάλου» καί ὑπότιτλο «Τό αὐτοκέφαλον καί οἱ ἱεροί κανόνες» ἀναλύει διεξοδικῶς ἐπί τῇ βάσει τῶν ἱερῶν Κανόνων καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας τό πῶς λειτουργοῦσαν οἱ Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, καθώς ἐπίσης ἐξετάζει διεξοδικῶς τούς ὅρους καί τούς παράγοντες πού διαμορφώνουν μιά Ἐκκλησία σέ Αὐτοκέφαλη.
Ἀπό τό ἄρθρο αὐτό σημειώνω ὅτι ἡ Αὐτοκεφαλία τῶν Ἐκκλησιῶν ἔχει σχέση μέ τήν συνοδική διάρθρωση τῆς καθόλου Ἐκκλησίας καί τήν διατήρηση τῆς ἑνότητος τῶν Ἐκκλησιῶν ὑπό τήν ἐπίβλεψη καί κηδεμονία τοῦ «Πρώτου», πού εἶναι ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης. Μέ κανέναν λόγο ἡ Αὐτοκεφαλία δέν μπορεῖ νά ἐξυπηρετήση ἀποσχιστικές ἐνέργειες καί τάσεις καί «καπετανάτα» μέσα στήν Ἐκκλησία. Γι᾿ αὐτό ὁ Τρεμπέλας παρατηρεῖ:
«Τέλος δέν πρέπει κατ᾿ οὐδένα λόγον νά λησμονῆται, ὅτι ἡ τοιαύτη ἐπαφή τῶν ἐπισκόπων ὑπό τόν ἕνα Πρῶτον ἀπέβλεπεν εἰς τήν ἐνίσχυσιν τῆς ἐν Χριστῷ ἑνότητος. Προδήλως λοιπόν κατ᾿ οὐδένα λόγον ἐπιτρέπεται νά ἄγῃ εἰς τήν δημουργίαν εἴδους τινός καπετανάτων ἤ ἐκκλησιαστ.(ικῶν) ἐπικρατειῶν ξένων πρός ἀλλήλας, ἀλλά μᾶλλον δέον νά ἀποβλέπῃ εἰς τήν εὐχερεστέραν ἐπικοινωνίαν πάντων τῶν ἁπανταχοῦ ἐπισκόπων διά τῶν κέντρων αὐτῶν ἤ τῶν Ἀρχιεπισκόπων. Ἐντεῦθεν καί πρωΐμως, ὡς εἴδομεν, ἐκδηλοῦται ἡ τάσις πρός διεύρυνσιν τῶν ὁρίων τῶν ἐκκλησ.(ιαστικῶν) περιφερειῶν διά τῆς ὑπαγωγῆς τῶν διαφόρων Μητροπολιτῶν ἤ Πρώτων ὑπό τούς Ἐξάρχους ἤ Πατριάρχας, τῶν ὁποίων ἐν τέλει ὁ ἀριθμός περιορίζεται μόλις εἰς πέντε».
Ἀναλύοντας τούς παράγοντες πού συνετέλεσαν στό Αὐτοκέφαλο τῶν Ἐκκλησιῶν, τό ὁποῖο Αὐτοκέφαλο λειτουργοῦσε ὡς αὐτοδιοίκητο χωρίς ὅμως νά διακόπτεται ἡ σχέση τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας μέ τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, ὁ καθηγητής Τρεμπέλας παρατηρεῖ ὅτι σημαντικό ρόλο γιά τήν Αὐτοκεφαλία διαδραμάτισε ἡ ἀρχή «τῆς αὐτοδιαθέσεως τῶν λαῶν» καί «λαμβάνεται ὑπ᾿ ὄψει σοβαρῶς ἡ δεδηλωμένη γνώμη τῶν πληρωμάτων», δηλαδή τῶν λαῶν. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τήν ἄρση τοῦ Αὐτοκεφάλου, ὅπως ἔγινε στήν περίπτωση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀχρίδος.
Βεβαίως, καί στήν περίπτωση αὐτή «οἱ πόθοι τοῦ ἐκκλησ.(ιαστικοῦ) πληρώματος ἐγίνοντο ἀναντιρρήτως δεκτοί, μόνον ἐφ᾿ ὅσον δέν προσέκρουον πρός τά καλῶς ἐννοούμενα ἐκκλησιαστικά συμφέροντα. Ἐντεῦθεν παρουσιάζεται ἰσοστάσιος ἤ καί ὑπερκείμενος τοῦ λαϊκοῦ παράγοντος ὁ συνοδικός παράγων, ἄνευ τῆς συγκαταθέσεως τοῦ ὁποίου ἡ κίνησις τοῦ λαϊκοῦ ἤ τοῦ ἐκπροσωποῦντος αὐτόν κυβερνητικοῦ παράγοντος μόνον πραξικοπήματα, εἰς αὐτά τά ὅρια τοῦ σχίσματος ἐγγίζοντα ἤ καί εἰσβάλλοντα, δύναται νά δημιουργήσῃ. Ὁ συνοδικός παράγων διά τοῦτο παρουσιάζεται ἀνέκαθεν καθορίζων, κανονίζων καί ἐπεγκρίνων τάς κινήσεις τοῦ λαϊκοῦ παράγοντος».
Γίνεται σαφές ὅτι ἡ Αὐτοκεφαλία δέν δίνεται γιά τήν ἀνεξαρτησία μιᾶς Τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά γιά τήν διατήρηση τῆς ἑνότητος ὅλων τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν ὑπό τήν προεδρία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Ἄλλωστε, παρά τήν αὐτοδιοίκηση μερικῶν Ἐκκλησιῶν, δέν ὑπάρχει διάσπαση τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη.
Εἰδικῶς ἀναφέρονται ἀπό τά Πρακτικά τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι ἀπό τήν διοίκηση τῆς Ἀσιανῆς καί Ποντικῆς δήλωσαν τήν ἐξάρτησή τους ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη. Γιά παράδειγμα ὁ Ἐπίσκοπος Μύρων Ρωμανός εἶπε: «Οὐκ ἠναγκάσθην ἐγώ· ἡδέως ἔχω ὑπό τόν θρόνον Κων/λεως εἶναι, ἐπεί καί αὐτός μέ ἐτίμησε καί αὐτός μέ ἐχειροτόνησε». Αὐτό σημαίνει ὅτι ὑπῆρχε ἀλληλεξάρτηση τῶν αὐτοδιοικήσεων μέ τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη.
Τό συμπέρασμα τῶν ἀναλύσεων αὐτῶν εἶναι ὅτι ἡ αὐτοδιοίκηση - αὐτοκεφαλία δίνεται κυρίως καί πρό παντός γιά τήν ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν καί ὄχι γιά λειτουργία «καπετανάτων», ὅτι οἱ παράγοντες παραχωρήσεως τῶν Αὐτοκεφαλιῶν εἶναι κατά πρῶτον ἡ Σύνοδος περί τόν «Πρῶτον», κυρίως τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί στήν συνέχεια ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἀφοῦ ἐν τῷ μεταξύ κρίνει τήν ὡριμότητα τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας. Ὑπάρχει δέ περίπτωση νά αἴρεται τό Αὐτοκέφαλο μέχρι τῆς ἀναγνωρίσεώς του ἀπό Οἰκουμενική Σύνοδο.
Σημειώνει ὁ Παναγιώτης Τρεμπέλας:
«Διά τῆς τοιαύτης δέ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀποφάνσεως τό αὐτοκέφαλον, ὑπέρ οὗ αὗται ἀπεφαίνοντο, κατησφαλίζετο ἑδραίως ὡς ἐμφαίνεται ἐκ τοῦ ὅτι αὐτοκέφαλοι ἐκκλησίαι μή τυχοῦσαι τῆς τοιαύτης ἐπικυρώσεως καί κατασφαλίσεως κατηργήθησαν σύν τῷ χρόνῳ καί κατελύθησαν (Καρθαγένης, Λουγδούνων, Μεδιολάνων, Πρώτης Ἰουστιανῆς, Ἀχριδῶν, Τυρνόβου, Ἰπεκίου κλπ), ἐνῷ τοὐναντίον αὐτοκέφαλοι τυχοῦσαι τῆς ἀναγνωρίσεως ταύτης, καίπερ εἰς δεινάς ἐμπεσοῦσαι περιστάσεις ἤ καί παρακμάσασαι, παρέμειναν καί κατ᾿ ὀλίγον ἀνέζησαν (ὁ ἐκπατρισμός τῶν Κυπρίων καί ἡ κατά τό ΛΘ΄ κανόνα τῆς Πενθέκτης ὑπαγωγή τοῦ Κυζίκου καί τῆς Ἑλληνοσποντίων ἐπαρχίας εἰς τόν πρόεδρον τῆς Κυπρίων νήσου· πατριαρχεῖα Ἀντιοχείας, Ἀλεξανδρείας, Ἱεροσολύμων».
3. Οἱ σύγχρονες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες
Οἱ πρῶτες Οἰκουμενικές Σύνοδοι καθόρισαν τόν κανονικό θεσμό τῆς Πενταρχίας τῶν Πατριαρχῶν, ἤτοι τῆς Παλαιᾶς Ρώμης, τῆς Νέας Ρώμης - Κωνσταντινούπολης, τῆς Ἀλεξανδρείας, τῆς Ἀντιοχείας, τῶν Ἱεροσολύμων. Πρόκειται γιά ἕναν κανονικό θεσμό, κατά τόν ὁποῖον οἱ πέντε Πατριάρχες ἀπετέλουν τήν ἀρχή τῆς διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Γ' Οἰκουμενική Σύνοδος χορήγησε τό αὐτοδιοίκητο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, ἀλλά ὁ θεσμός τῶν πέντε Πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων διηύθυνε τήν Ἐκκλησία ἤ μᾶλλον τό Ἅγιον Πνεῦμα δι' αὐτοῦ τοῦ θεσμοῦ διατήρησε τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης θεωροῦσε ὅτι οἱ πέντε Πατριάρχες ἀποτελοῦσαν «τό πεντακόρυφον κράτος τῆς Ἐκκλησίας» ἤ «τό πεντακόρυφον σῶμα τῆς Ἐκκλησίας» ἤ τό «πεντακόρυφον ἐκκλησιαστικόν σῶμα». Ὁ Θεόδωρος Βαλσαμών παραλληλίζει τήν ὕπαρξη τῆς Πενταρχίας μέ τίς πέντε αἰσθήσεις στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως κάθε ἐκκλησιαστική διοίκηση εἶχε αὐτοδιοίκηση καί διέθετε «τό δίκαιο τῶν χειροτονιῶν» καί τό «δίκαιον τῶν κρίσεων», κατά τόν καθηγητή Βλάσιο Φειδᾶ.
Ὅταν ἀπομακρύνθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία ἡ Παλαιά Ρώμη, τό Πατριαρχεῖο τῆς Νέας Ρώμης- Κωνσταντινουπόλεως ἔγινε Πρωτόθρονη Ἐκκλησία πού προεδρεύει καί ἔχει συντονιστικό ρόλο. Καί τόν 16ο αἰώνα μ.Χ. τήν πέμπτη θέση κατέλαβε τό Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας. Ὅλα αὐτά ἔγιναν ἀπό Οἰκουμενικές καί Μεγάλες Συνόδους.
Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, ἀναγνωρίσθηκαν καί ἄλλες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, χωρίς βέβαια, νά συγκληθῆ Οἰκουμενική Σύνοδος. Μεταξύ αὐτῶν συγκαταλέγεται καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία ἀνακηρύχθηκε Αὐτοκέφαλη μέ τόν Συνοδικό καί Πατριαρχικό Τόμο τοῦ 1850, ἄλλες Ἐκκλησίες ἔλαβαν καί τήν Πατριαρχική ἀξία καί τιμή.
Ὁ καθηγητής Σπύρος Τρωϊάνος, ἔχοντας ὑπ᾿ ὄψη τούς Κανόνες διά τῶν ὁποίων ἀναγνωρίσθηκαν οἱ Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, ἰσχυρίζεται ὅτι τό ἁρμόδιο ὄργανο ἀναγνωρίσεως μιᾶς Ἐκκλησίας ὡς Αὐτοκεφάλου εἶναι ἀναμφιβόλως ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος. Αὐτή καθορίζει ὅλα τά θέματα τά σχετικά μέ τό Αὐτοκέφαλο τῶν Ἐκκλησιῶν, ὅπως τήν ἀνακήρυξή τους, τήν τάξη τους, τά ὅρια τῆς δικαιοδοσίας τους κλπ. Ὅταν ὅμως ἀπό τόν 9ο αἰώνα καί μετά δέν συνεκαλοῦντο Οἰκουμενικές Σύνοδοι, τότε τήν θέση τους κατέλαβε ἡ ἐνδημοῦσα Σύνοδος στήν Κωνσταντινούπολη.
Μάλιστα ὁ Καθηγητής, ἀναφερόμενος στίς περιπτώσεις τῶν Πατριαρχείων Σερβίας, Ρουμανίας καί Βουλγαρίας, γράφει ὅτι τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο αὐτοδεσμεύθηκε νά δώση ἀπό πρίν τήν συναίνεσή του, ἀλλά ὅπως λέγεται στά κείμενα τῶν Τόμων, ἡ ἀνακήρυξη θά γίνη «ἐν Οἰκουμενικῇ ἤ καί μεγάλῃ ἄλλῃ Συνόδῳ ἐν πρώτῃ εὐκαιρίᾳ συνερχομένῃ». Γι᾿ αὐτό καταλήγει: «Ἑπομένως, ἡ διαδικασία γιά τήν ἀνύψωση τῶν Ἐκκλησιῶν Σερβίας, Ρουμανίας καί Βουλγαρίας σέ Πατριαρχεῖα, ἀπό αὐστηρά νομική ἄποψη δέν ἔχει ἀκόμη ὁλοκληρωθεῖ».
Γίνεται δέ σαφές ὅτι οἱ Αὐτοκεφαλίες πού δόθηκαν τόν 19ο καί 20ό αἰώνα ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί λειτουργοῦν ὡς Πατριαρχεῖα τελοῦν ὑπό τήν αἴρεση ἐγκρίσεώς τους ἀπό τήν Οἰκουμενική, Πανορθόδοξη Σύνοδο πού πρόκειται νά συνέλθη. Ἐπίσης θά πρέπει νά ἀποφασισθῆ καί ὁ τρόπος λειτουργίας της, ὥστε νά συντελῆ στήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς Σώματος Χριστοῦ, καί ὄχι στήν διάσπαση τῆς Ἐκκλησίας, στήν αὐτονόμηση ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί στήν προτεσταντική νοοτροπία τῆς δημοκρατικῆς συγκροτήσεως τῶν Ἐκκλησιῶν.
Ἄλλωστε, τό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας δέν λειτουργεῖ μέ τίς ἀρχές μιᾶς ἀστικῆς δημοκρατίας, ἀλλά εἶναι ἱεραρχικό, μέ τήν ἔννοια τῆς ἱεραρχήσεως τῶν διακονιῶν πρός οἰκοδομή τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί πρός δόξαν Θεοῦ Πατρός.
Ὁ Καθηγητής Ἰωάννης Ταρνανίδης, εἰδικός ἐρευνητής, πού μελέτησε τό Αὐτοκέφαλο τῶν Σλαυικῶν Ἐκκλησιῶν, ὕστερα ἀπό ἐνδελεχῆ ἀνάλυση τῶν πηγῶν καί τῆς βιβλιογραφίας σχετικά μέ τό θέμα τοῦ Αὐτοκεφάλου, κατέληξε σέ συμπεράσματα, τά ὁποῖα εἶναι πάρα πολύ σημαντικά.
Θά καταγραφοῦν στήν συνέχεια διότι μᾶς διευκολύνουν νά ἐντοπίσουμε ἐπιστημονικά καί νηφάλια τό θέμα τοῦ Αὐτοκεφάλου. Γράφει:
«Σέ μιά γενική καί διαχρονική ἐκτίμηση αὐτῆς τῆς πραγματικότητας, θά μπορούσαμε νά συνοψίσουμε τήν πολιτική τῆς Κωνσταντινούπολης ὡς ἀκολούθως:
α. Τήν πρωτοβουλία σέ ὅλες τίς περιπτώσεις προαγωγῆς κάποιας Σλαβικῆς Ἐκκλησίας τήν εἶχε ὁ αὐτοκράτορας· εἴχαμε καί περιπτώσεις προαγωγῆς μόνο ἀπό τόν αὐτοκράτορα καί χωρίς οὔτε τήν τυπική συμμετοχή τοῦ πατριάρχη (Πατριάρχης Δρήστρας, Ἀρχιεπισκοπή Ἀχρίδας).
β. Ἡ συμβολή τοῦ πατριάρχη σ᾿ αὐτές τίς περιπτώσεις εἶχε χαρακτήρα τελετουργικό· περιοριζόταν στήν ἐκκλησιαστική ἐπικύρωση, μέ κάποιο συνοδικό Τόμο, αὐτῶν πού εἶχε προαποφασίσει ἡ «βασιλική σύγκλητος» ἤ ὁ «βασιλεύς».
γ. Πρωτοβουλίες ἀνελάμβανε τό Πατριαρχεῖο στίς περιπτώσεις ἀφορισμοῦ, ὕστερα ἀπό κάποια αὐθαιρεσία τῆς σλαβικῆς πλευρᾶς, ἤ ἀποκατάστασης ὁμαλῶν σχέσεων μετά τήν ἄρση τῆς παρεξήγησης.
δ. Ἐνῶ ὑπῆρξαν περιπτώσεις κατά τίς ὁποῖες ἀγνοήθηκε τό Πατριαρχεῖο ἀπό μέρους τοῦ αὐτοκράτορα καί δέν ἔλαβε μέρος στήν προαγωγή κάποιας Ἐκκλησίας, σέ καμιά περίπτωση δέν ἀντικαταστάθηκε ἀπό ἄλλο Πατριαρχεῖο. Ἡ προαγωγή ὅλων τῶν Σλαβικῶν Ἐκκλησιῶν καί σέ ὅλο τό φάσμα τῆς ἐξέλιξής τους ὑπῆρξε ἀποκλειστικό προνόμιο τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινούπολης.
ε. Ἡ προαγωγή τῶν Σλαβικῶν Ἐκκλησιῶν δέν ὑπαγορεύτηκε οὔτε ὑπάκουσε σέ κάποιους κανόνες. Ὑποκινήθηκε πάντα ἀπό τήν πλευρά τῆς κοσμικῆς ἡγεσίας τῶν Σλάβων καί γι᾿ αὐτό θεωρήθηκε ἀπό τήν πλευρά τῆς Κωνσταντινούπολης προϊόν τῆς «ἀνωμαλίας τῶν καιρῶν».
στ. Ὡς προϊόν πίεσης καί συνδιαλλαγῆς εἶχε καί τήν ποικιλομορφία πού ἐπέβαλαν ἡ δύναμη τῆς πίεσης, ἡ ἀντοχή τῆς ἀντίστασης σ᾿ αὐτή τήν πίεση καί ἡ σημαντικότητα τοῦ ἐπιδιωκόμενου κατά τήν συνδιαλλαγή σκοποῦ· μεγαλύτερη πίεση ἤ μεγαλύτερη σπουδαιότητα ἐπιδιωκόμενων στόχων εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τήν παραχώρηση περισσότερων προνομίων, ὑψηλότερων τίτλων καί εὐρύτερη ἀναγνώριση τῆς συγκεκριμένης προαγωγῆς. Τό ἀντίθετο συνέβαινε ὅταν ἡ πίεση ἦταν μικρή καί ἡ δυνατότητα εὐρύτερης ἐκμετάλλευσης τοῦ γεγονότος ἀσήμαντη.
ζ. Ἡ Κωνσταντινούπολη εἶχε πάντα τήν εὐχέρεια, ὅταν ἡ δύναμή της καί οἱ καιροί τό ἐπέτρεπαν, νά ἐπανέρχεται καί νά ἐπανεξετάζει τήν σχέση της μέ τίς θυγατρικές Ἐκκλησίες, περιορίζοντας τά προνόμιά τους, ἐλέγχοντας τήν συμπεριφορά τους ἤ καί σέ μερικές περιπτώσεις καταργώντας πλήρως τήν αὐτονομία τους.
η. Σέ γενικές γραμμές, ἡ πολιτική τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ἔναντι τῶν νέων Σλαβικῶν Ἐκκλησιῶν ἀποτελοῦσε ἀντιγραφή τῆς πολιτικῆς τοῦ Αὐτοκρατορικοῦ Θρόνου ἀπέναντι στούς γειτονικούς λαούς, οἱ ὁποῖοι διεκδικοῦσαν ὑψηλούς τίτλους, προνόμια καί ἀνεξαρτησία. Ὅπως ἐκεῖ ὁ αὐτοκράτορας φρόντιζε νά παραχωρεῖ στούς ἡγεμόνες τους μικρότερης σημασίας τίτλους καί ἐπίθετα, ἐπιδιώκοντας πάντα νά κρατεῖ γιά τόν ἑαυτό του τόν ὑψηλότερο τίτλο καί νά συμπεριφέρεται ὡς ἐπικεφαλής τῶν ἄλλων ἡγεμόνων, ἔτσι καί ὁ πατριάρχης διατηροῦσε γιά τόν ἑαυτό του ὄχι μόνον τόν τίτλο τοῦ «Οἰκουμενικοῦ», ἀλλά καί στήν πράξη ὅλα τά προνόμια τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, πού ἀπέρρεαν ἀπό τή δύναμη καί ἐπιβολή τῆς Αὐτοκρατορίας».
Ἀπό ὅλη αὐτήν τήν παράθεση φαίνεται καθαρά ὅτι τό «Αὐτοκέφαλο», αὐτοδιοίκητο ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἐμφανίσεώς του εἶχε πάντοτε μιά μορφή ἐξάρτησης ἀπό τήν Πρωτόθρονη Ἐκκλησία, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἀλλά καί ὅταν ἀργότερα μιά Τοπική Ἐκκλησία λάμβανε, μέ τήν πολιτική ἐπέμβαση, τό αὐτοδιοίκητο, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο διατηροῦσε βασικά προνόμια, δικαιοδοσίες καί πολλές φορές ἔκανε οὐσιαστικές παρεμβάσεις. Γι᾿ αὐτό καί ἡ Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά ὑφίσταται σέ μιά μορφή ἀνεξαρτησίας ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἀλλά σέ μιά μορφή ἀλληλεξάρτησης ἀπό αὐτό.
4. Αὐτοκεφαλία καί αὐτοκεφαλαρχία
Γιά νά γίνη περισσότερο κατανοητή αὐτή ἡ ἄποψη καί γιά νά τονισθῆ ὅτι ἡ Αὐτοκεφαλία δέν διασπᾶ τήν ἐκκλησιαστική ἑνότητα, καθώς ἐπίσης ὅτι δέν πρέπει μιά Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία νά λειτουργῆ διασπαστικά, θά ἤθελα νά σημειώσω τήν διάκριση μεταξύ αὐτοκεφαλίας καί αὐτοκεφαλαρχίας.
Τήν διάκριση αὐτήν τήν συνάντησα στόν Olivier Clement, ὁ ὁποῖος συνδέει πολύ στενά τήν αὐτοκεφαλία μέ τήν ἀλληλεξάρτηση, καί τήν αὐτοκεφαλαρχία μέ τήν ἀνεξαρτησία. Δηλαδή, ἀπό ὅ,τι φαίνεται, στήν ἀρχαία Ἐκκλησία, ὅπως ἦταν ὀργανωμένη στήν Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία, τό Αὐτοκέφαλο λειτουργοῦσε σέ μιά ἀλληλεξάρτηση μέ τήν Πρωτόθρονη Ἐκκλησία, καθώς ἐπίσης τό ἴδιο βλέπουμε καί στήν λεγομένη Πενταρχία, ἀφοῦ τά Πέντε Πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα λειτουργοῦσαν ὡς πέντε αἰσθήσεις στόν ἕνα καί ἑνιαῖο ὀργανισμό. Καί ὅπως μιά αἴσθηση στό ἀνθρώπινο σῶμα δέν ἀνεξαρτητοποιεῖται ἀπό τίς ἄλλες, τό ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τίς ἐκκλησιαστικές διοικήσεις. Ὅμως ἡ αὐτοκεφαλαρχία λειτουργεῖ περισσότερο ὡς ἀνεξάρτητη Ἐκκλησία, πράγμα πού ὑπονομεύει τό συνοδικό σύστημα τῆς Ἐκκλησίας.
Φαίνεται ὅτι στήν ἀρχαία παράδοση ἡ λεγομένη Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία εἶχε σχέση ἀλληλεξάρτησης μέ τήν Μητέρα Ἐκκλησία, τήν Ἐκκλησία τῆς Νέας Ρώμης - Κωνσταντινουπόλεως, ὅπως σήμερα λειτουργοῦν οἱ αὐτόνομες Ἐκκλησίες ἤ ἡ ἡμιαυτόνομη Ἐκκλησία τῆς Κρήτης. Δηλαδή, ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης δέν μπορεῖ νά θεωρηθῆ ἀνεξάρτητη Ἐκκλησία, ἀλλά τίθεται μέσα σέ μιά ἀλληλεξάρτηση μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Νέας Ρώμης - Κωνσταντινουπόλεως.
Ὅμως τά πράγματα ἄρχισαν νά διαφοροποιοῦνται ἀπό τήν διάσπαση τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καί τήν ἀνάπτυξη τῶν ἐθνικιστικῶν διαφορῶν. Κάθε ἔθνος ἤθελε νά ἀποκτήση τήν δική του «ἐθνική Ἐκκλησία», ὁπότε δημιουργήθηκαν προβλήματα καί ἔτσι ἀναπτύχθηκε ἡ αὐτοκεφαλαρχία σέ βάρος τῆς αὐτοκεφαλίας, ἤ μᾶλλον τό Αὐτοκέφαλο θεωρήθηκε περισσότερο μέ τήν ἔννοια τῆς αὐτοκεφαλαρχίας, τῆς ἀνεξαρτήτου, δηλαδή, Ἐκκλησίας καί ὄχι τῆς ἀλληλεξαρτημένης Ἐκκλησίας.
Ὁ Clement παρατηρεῖ ὅτι τόν 19ο αἰώνα ἡ ἀποδυνάμωση τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας καί ἡ ἀνάπτυξη τῶν ἐθνοτήτων «ὁδηγοῦν στόν πολλαπλασιασμό τῶν ἐθνικῶν κρατῶν στήν νοτιο-ανατολική Εὐρώπη».
Γράφει χαρακτηριστικά:
«Κάθε ἔθνος διεκδικεῖ καί ἐγκαθιδρύει αὐταρχικά –ἐκτός ἀπό τή Σερβία πού ἐπιτυγχάνει προηγουμένως τή συγκατάθεση τῆς Κωνσταντινουπόλεως– τήν ἐκκλησιαστική του ἀνεξαρτησία. Ἡ πολιτική καί ὁ ἐθνικισμός ἀνατρέπουν τήν παραδοσιακή κλίμακα τῶν ἀξιῶν: τό ἔθνος δέν προστατεύεται πιά καί δέν ὑποστηρίζεται ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἐκείνη πού ἀποβαίνει μιά διάσταση τοῦ ἔθνους, ἕνα σημεῖο ὅτι κάποιος ἀνήκει σ᾿ ἕνα ἔθνος, καί ἡ ὁποία ὀφείλει ἑπομένως νά ὑπηρετεῖ τό Κράτος.
Ἔτσι τό παραδοσιακό Αὐτοκέφαλον τείνει νά μετατραπῆ σέ αὐτοκεφαλαρχία ἀπόλυτη καί συνάμα ὁμογενή. ῎Οχι πιά ἀλληλεξάρτηση, ἀλλά ἀνεξαρτησία. Ἡ λειτουργία τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης ἀντιγράφει τήν ἀντίστοιχη τῆς κρατικῆς ἐξουσίας, καί οἱ ἐπίσκοποι γίνονται περίπου δημόσιοι ὑπάλληλοι.
Ἡ αὐτοκεφαλαρχία σχηματίζει σταδιακά τή θεωρία της, λέει πώς τό θεμέλιο τῆς ἐκκλησιολογίας δέν εἶναι ἡ εὐχαριστιακή ἀρχή, ἀλλά ἡ φυλετική καί ἐθνική ἀρχή. Ἡ "τοπική" Ἐκκλησία σημαίνει στό ἑξῆς τήν "ἐθνική" Ἐκκλησία, μέ παράλληλη ἐφαρμογή τῆς τριαδικῆς ἀναλογίας, καθώς τό "πρωτεῖο τιμῆς" γίνεται "ἰσότητα τιμῆς"».
Αὐτό κυρίως φαίνεται στόν Βαλκανικό χῶρο. Στήν ἀρχή τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο «διαφύλαξε τήν ὑπερεθνική παγκοσμιότητα τῆς Ἐκκλησίας» κατά τόν Clement. Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, καθώς τά σύνορα στήν Βυζαντινή Αὐτοκρατορία ὑποχωροῦσαν καί ἡ ἱεραποστολή προχωροῦσε πρός βορρᾶν, ἀναπτύχθηκε μιά ἰδιαίτερη δομή διοικήσεως ἡ λεγομένη «δομή κοινοπολιτείας» δηλαδή ἀναπτύχθηκαν «γύρω ἀπό τήν ἐπιβλητική μέσα στήν ἴδια της τήν κατάπτωση, Αὐτοκρατορία, καινούργια, πολιτικῶς ἀνεξάρτητα ἔθνη, ἀλλά πού οἱ Προκαθήμενοι τῶν εὐέλικτα αὐτόνομων Ἐκκλησιῶν τους ἐπικυρώνονταν, ἀκόμα καί ὁρίζονταν ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη: πράγμα πού τούς ἐξασφάλιζε μιά πραγματική ἀνεξαρτησία ἀπέναντι στούς τοπικούς μονάρχες. Μέσα σ᾿ αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἀτμόσφαιρα ἐμφανίσθηκαν στά Βαλκάνια οἱ πρῶτες "Αὐτοκεφαλίες" χωρίς ἐπιθετικότητα οὔτε κλείσιμο τῆς καθεμιᾶς στόν ἑαυτό της, ἀλληλεξαρτησίες μᾶλλον παρά ἀνεξαρτησίες».
Ὅμως, ἡ πραξικοπηματική ἀνακήρυξη τοῦ Αὐτοκεφάλου ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος μέ τήν συνδρομή καί ἔμπνευση ξένων δυνάμεων, καθώς ἐπίσης καί ἡ μίμηση αὐτῆς τῆς μορφῆς Αὐτοκεφαλίας ἀπό τίς ἄλλες βαλκανικές χῶρες, κατά τό λουθηρανικό πρότυπο, «ἡ αὐτοκεφαλία δέν ἐννοεῖτο πιά ὡς ἀλληλεξάρτηση, ἀλλά ὡς πλήρης ἀνεξαρτησία. Ὁ πειρασμός πήγαινε πρός μιάν ἀπόλυτη αὐτοκεφαλαρχία».
Ἔτσι, λοιπόν, οἱ πολιτικές συνθῆκες ὁδήγησαν τήν Ἐκκλησία ἀπό τήν Αὐτοκεφαλία ὡς ἀλληλεξάρτηση μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, «στήν δομή τῆς κοινοπολιτείας», μέ κατάληξη τήν μορφή τῆς αὐτοκεφαλαρχίας, δηλαδή τῆς πλήρους ἀνεξαρτησίας, μέ τήν ἔννοια ὅτι τό ἔθνος προσδιορίζει τήν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία ἀπό Τοπική, βάσει τῶν ἱερῶν Κανόνων, γίνεται Ἐθνική Ἐκκλησία, Ἐκκλησία ἑνός συγκεκριμένου Ἔθνους-Κράτους.
Πρέπει νά παρατηρήσω ὅτι τήν διάκριση πού κάνει ὁ Clement μεταξύ αὐτοκεφαλίας καί αὐτοκεφαλαρχίας τήν ἀντιλαμβάνομαι μέ τήν ἔννοια ὅτι ὡς Αὐτοκεφαλία ἐννοεῖται ἡ αὐτοδιοίκηση σ᾿ ἕνα σύστημα ἀλληλεξαρτήσεως τῶν Ἐκκλησιῶν γιά τήν ἑνότητά τους, μέ τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, ὡς δέ αὐτοκεφαλαρχία ἐννοεῖται μιά τάση ὄχι μόνον αὐτοδιοίκησης, ἀλλά καί ἀνεξαρτητοποίησης ἀπό τήν Πρωτόθρονη Ἐκκλησία καί μάλιστα τήν Μητέρα τους Ἐκκλησία. Καί ἀπό ὅ,τι γνωρίζουμε μιά τέτοια τάση καλλιεργήθηκε ἀπό τόν πανσλαυισμό μέ σαφῆ πρόθεση μειώσεως τοῦ κύρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀλλά τό ἴδιο ἐπιδιώχθηκε καί ἀπό τούς ποικίλους ἐθνικισμούς. Καί ἀπό αὐτό γίνεται φανερό ὅτι δέχομαι τόν ὅρο Αὐτοκεφαλία μέσα ἀπό τήν ἐκκλησιολογική πρακτική, ὡς ἀλληλεξάρτηση καί ὄχι ὡς πλήρως ἀνεξάρτητη.
Σέ ἑπόμενο ἄρθρο μου θά παρουσιάσω τήν οὐσία καί τήν βάση τοῦ προβλήματος τῆς διαδικασίας χορηγήσεως τῆς Αὐτοκεφαλίας πού προκάλεσαν τά σύγχρονα γεγονότα. Κατά συνέπειαν, τά ὅσα γράφονται στό παρόν ἄρθρο εἶναι εἰσαγωγικά στό θέμα πού ἀπασχολεῖ αὐτόν τόν καιρό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.