HOLY AND GREAT COUNCIL DOCUMENT

Draft Synodical Document

Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2019

ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΙΑΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΚΑΝΟΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΩΝ ΑΞΙΩΣΕΩΝ


Ακολουθεί επίκαιρο άρθρο – παρέμβαση του ομότιμού καθηγητή του ΕΚΠΑ κ. Βλάσιου Ι. Φειδά στο www.orthodoxia.info με θεμα «Το ζήτημα της Αυτοκεφαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας μεταξύ κανονικών δικαιωμάτων και αντικανονικών αξιώσεων». Λόγω του μεγέθους του άρθρου, δημοσιεύεται σε 4 μέρη τα οποία μπορείτε να ανοίξετε επιλέγοντας τους αντίστοιχους αριθμούς στο τέλος κάθε ενότηταςorthodoxia.info

1. Αἱ διαφωνίαι ρώσσων θεολόγων εἰς τήν ἑρμηνείαν τῶν σχετικῶν πηγῶν
Ὁ ρῶσσος ἀρχιμανδρίτης Θεόγνωστος Πούσκωφ εἰς σύντομον ἄρθρον του, ὑπό τόν ἐκτενῆ τίτλο «Τό ζήτημα τῶν ὁρίων δικαιοδοσίας τοῦ Πατριάρχου Μόσχας, συμφώνως πρός τήν Πρᾶξιν τῆς Συνόδου τῶν Πατριαρχῶν εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν (1593) καί τῆς Ἐπιστολῆς τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Διονυσίου Δ’ (1686), ἐπί τῇ βάσει τοῦ Κανόνος 17 τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς συνόδου», ἀντέκρουσε τήν μελέτην τοῦ ἐπίσης ρώσσου δρος Θεολογίας π. Μιχαήλ Ζελτώφ ἐπί τοῦ αὐτοῦ θέματος, ὑπό τόν τίτλον:«Ἱστορικά καί κανονικά τεκμήρια τῆς ἑνότητος τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας». Ἡ μελέτη αὐτή, καίτοι ἐπεκεντρώθη μόνον εἰς τήν Πράξιν τῆς Μεγάλης Συνόδου Κων-πόλεως (1593) καί εἰς τήν Συνοδικήν Πρᾶξιν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Διονυσίου Δ’ (1686), ἐν τούτοις ἐχρησιμοποιήθη ἀφελῶς ὑπό τῶν θεολογικῶν συμβούλων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ὡς ἡ μόνη κύρια πηγή ἐπιχειρημάτων διά τήν ὑποστήριξιν τῶν προφανῶς ἀντικανονικῶν ἀξιώσεων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ἐπί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, εἰς βάρος μάλιστα τῶν ἀδιαμφισβητήτων κανονικῶν δικαιωμάτων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Ἡ ἰδιάζουσα ὅμως σπουδαιότης τοῦ συγκεκριμένου ἄρθρου τοῦ ἀρχιμ. Θ. Πούσκωφ συνδέεται πρός τήν συστηματικήν καί τήν ἀντικειμενικήν ἀξιοποίησιν τοῦ σχετικοῦ πρός τό συγκεκριμένον θέμα πηγαίου ὑλικοῦ, ἤτοι διά τό ἐκκλησιαστικόν καθεστώς τῆς Μητροπόλεως Κιέβου κατά τόν ΙΖ’ αἰῶνα, ἐκ τοῦ πολυτίμου «Ἀρχείου τῆς Νοτιοδυτικῆς Ρωσσίας» (σελ. 184-339), τό ὁποῖον ἀπορρίπτει πλήρως τά προφανῶς ἀνιστόρητα καί παντελῶς ἀβάσιμα πλασματικά «τεκμήρια» τοῦ π. Μ. Ζελτώφ. Ἄλλωστε, τά «τεκμήρια» αὐτά ἀπεδοκιμάσθησαν καί ὑπό τῆς εἰδικῆς ρωσσίδος ἐρευνητρίας ἐπί τοῦ αὐτοῦ θέματος Βέρας Τσεντσόβα τόσον διά τήν αὐθαίρετον καί ἀπαράδεκτον παραποίησιν τῶν ἐπιστημονικῶν συμπερασμάτων αὐτῆς, ὅσον καί διά τήν προτεινομένην ὑπ’αὐτοῦ ἐσφαλμένην ἑρμηνείαν τῶν σχετικῶν τεκμηρίων τῶν κειμένων.
Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ὁ ἀρχιμ. Θ. Πούσκωφ ὀρθῶς ἀπέρριψε τήν σαφῶς ἐσφαλμένην, ἀντιφατικήν καί πλασματικήν ὑπόθεσιν τοῦ π. Μ. Ζελτώφ, ὅτι δῆθεν «ἡ Συνοδική Πρᾶξις τοῦ 1593 ὄχι μόνον δέν προϋπέθετε τήν ὕπαρξιν δύο Μητροπόλεων πάσης Ρωσσίας, ἀλλά καί παρεῖχεν εἰς τόν Τσάρον τῆς Ρωσσίας καί εἰς τόν Πατριάρχην Μόσχας ὅλα τά μέσα διά νά λύσουν τό πρόβλημα τῆς ὑφισταμένης τότε δυτικῆς ρωσσικῆς Μητροπόλεως». Ἡ ἀντίκρουσις τῆς προφανῶς ἀντιφατικῆς αὐτῆς ὑποθέσεως ἦτο εὐχερής, διότι κατά τούς ΙΣΤ’ καί ΙΖ’αἰῶνας ἡ σύγχρονος Οὐκρανία, ἡ Λευκορωσσία καί ἡ Λιθουανία ἀνῆκον εἰς τήν Πολωνίαν, διό καί δέν ἦτο δυνατόν νά ὑπαχθοῦν, ἀμέσως ἤ ἐμμέσως, εἰς τήν ἐχθρικήν «τσαρικήν ἐξουσίαν» τοῦ «Βασιλείου τῆς Μεγάλης Ρωσσίας καί τῶν ὑπερβορείων μερῶν». Εὐχερέστερα ὅμως ἦτο διά τόν ἀρχιμ. Θ. Πούσκωφ ἡ ἀντίκρουσις καί τῆς ἄλλης προδήλως αὐθαιρέτου καί σαφῶς πλασματικῆς ὑποθέσεως τοῦ π. Μ. Ζελτώφ, ἤτοι ὅτι δῆθεν διά τοῦ ἐδαφικοῦ ὅρου «ὑπερβορείων μερῶν» νοοῦνται ὅλαι αἱ βορείως τῆς Κωνσταντινουπόλεως εὑρισκόμεναι χῶραι καί ὄχι μόνον αἱ εὑρισκόμεναι βορείως τοῦ Βασιλείου τῆς Μεγάλης Ρωσσίας».
Προφανῶς, διά τῆς αὐθαιρέτου αὐτῆς ὑποθέσεως θά ἠδύνατο οἱοσδήποτε νά ὑποστηρίξη ὅτι θά ἔδει νά περιέλθουν εἰς τήν τσαρικήν ἐξουσίαν ὄχι μόνον ἡ Οὐκρανία, ἀλλά καί ὅλαι αἱ βορείως τῆς Κων-πόλεως εὑρισκόμεναι χῶραι τῆς Βουλγαρίας, τῆς Σερβίας, τῆς Ρουμανίας, τῆς Γεωργίας κ.ἄ., τοῦθ’ὅπερ εἶναι καί καθ’ὑπόθεσιν ὄχι μόνον ἀδιανόητον, ἀλλά καί σαφῶς οὐτοπικόν.
Βεβαίως, αἱ ἀνωτέρω εὔλογοι καί ἀναγκαῖαι εἰσαγωγικαί παρατηρήσεις, κρίσεις καί διευκρινήσεις τοῦ ἀρχιμ. Θ. Πούσκωφ εἰς τάς ἀφελεῖς ὑποθέσεις τοῦ π. Μ. Ζελτώφ εἶναι αὐτονόητοι ὄχι μόνον ὡς πρός τά ἐδαφικά ὅρια τοῦ «Βασιλείου τῆς Μεγάλης Ρωσσίας καί τῶν ὑπερβορείων μερῶν», ἀλλά καί ὡς πρός τήν σχέσιν τῶν ὁρίων τοῦ «Βασιλείου τῆς Μεγάλης Ρωσσίας» πρός τά καθοριζόμενα διά τοῦ Πατριαρχικοῦ Τόμου τῶν Μειζόνων Συνόδων τῆς Κων-πόλεως (1590, 1593) ὅρια τῆς κανονικῆς ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας. Αἱ κριτικαί ὅμως αὐταί παρατηρήσεις ὑπεστηρίχθησαν ἀντικειμενικῶς ὑπό τοῦ ἀρχιμ. Θ. Πούσκωφ διά τῆς ἐπικλήσεως τῶν πολλῶν καί πολύ σημαντικῶν πληροφοριῶν ἐκ τοῦ πλουσίου «Ἀρχείου τῆς Νοτιοδυτικῆς Ρωσσίας» διά τά σχετικά γεγονότα τοῦ ΙΖ’ αἰῶνος, εἰδικώτερον δέ τόσον διά τό ἐκκλησιαστικόν καθεστώς, ὅσον καί διά τήν μεγάλην ἔκτασιν τῆς «Μητροπόλεως Κιέβου καί πάσης Ρωσσίας» κατά τόν ΙΖ’ αἰῶνα.
Οὕτω, τό ἀναφερόμενον ὡς πρῶτον σχετικόν ἐπίσημον ἔγγραφον εἶναι ἡ Ἐπιστολή τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Θεοφάνους (1608-44), ἐνεργοῦντος ὡς Ἐξάρχου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, πρός τόν ὑπ’αὐτοῦ χειροτονηθέντα Μητροπολίτην Κιέβου, Γαλικίας καί πάσης Μικρᾶς Ρωσσίας Ἰώβ Μπορέτσκυ (1620). Ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων εἶχεν ἀποσταλῆ ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου διά τήν ἀποκατάστασιν τῆς ἤδη διαλελυμένης ὑπό τῶν βασιλέων τῆς Πολωνίας ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας εἰς τήν ἀχανῆ δικαιοδοσίαν τῆς Μητροπόλεως Κιέβου. Εἰς τήν Ἐπιστολήν αὐτήν ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων ἀπηυθύνετο πρός πάντας τούς ἐξέχοντας ἐκκλησιαστικούς καί πολιτικούς ἡγέτας τῆς Μικρᾶς Ρωσσίας, τοῦ Βασιλείου τῆς Πολωνίας, τοῦ Μεγάλου Δουκάτου τῆς Λιθουανίας, τῆς Λευκῆς Ρωσσίας καί εἰς ὅλα τά ὑπό τήν πολωνικήν κυριαρχίαν ἄλλα κράτη καί δουκάτα, ὡς ἐπίσης καί πρός πάντας τούς ὀρθοδόξους χριστιανούς τῆς ἱερᾶς Ἀνατολικῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι πρός τά πιστά τέκνα τοῦ Παναγιωτάτου Θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως (Ἀρχεῖον., σελ. 184-191).
Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, τόσον ὁ χειροτονηθείς ὑπό τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Μητροπολίτης Κιέβου Πέτρος Μογίλας (1633-47), ὅσον καί ὁ διάδοχος αὐτοῦ εἰς τήν Μητρόπολιν Σίλβεστρος Κόσσωφ ἐπέμειναν εἰς τήν κανονικήν σχέσιν τῆς Μητροπόλεως Κιέβου μετά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐνῷ ὁ διάδοχος αὐτοῦ Διονύσιος Μπολομπάν ἠρνήθη νά χειροτονηθῆ ὑπό τοῦ τοποτηρητοῦ τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας Πιτιρίμ, ὁ ὁποῖος ἐχειροτόνησεν αὐθαιρέτως καί ἀντικανονικῶς τόν ἐπίσκοπον Μστισλάβ Μάξιμον Φιλιμόνωφ (1661), ὑπό τό ὄνομα τοῦ Μεθοδίου, ὡς Μητροπολίτην Κιέβου. Βεβαίως, ὁ Μεθόδιος δέν ἀνεγνωρίσθη ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, διό καί ὁ Μητροπολίτης Κιέβου Διονύσιος ἐχειροτόνησεν εἰς τήν ἐπισκοπήν Μστισλάβ τόν Ἰωσήφ Τσουκάλσκυ, ὁ ὁποῖος καί τόν διεδέχθη τελικῶς εἰς τήν Μητρόπολιν Κιέβου (1668). Συνεπῶς, ὑπῆρχον συγχρόνως δύο Μητροπολῖται τῆς Μητροπόλεως Κιέβου, διό καί ὁ κανονικός Μητροπολίτης Ἰωσήφ (1668-75) καθήρεσε τόν Μεθόδιον, καίτοι αὐτός εἶχε γίνει δεκτός εἰς τάς ὑπό ρωσσικήν κυριαρχίαν ἀνατολικάς ἐπαρχίας τῆς Οὐκρανίας, ἀνέθεσε δέ τήν διοίκησιν τῶν ἐπαρχιῶν αὐτῶν εἰς τόν ἐπίσκοπον Τσερνιγκώφ Λάζαρον Μπαράνοβιτς (Β. Ι. Φειδᾶ, Ἐκκλ. Ἱστορία τῆς Ρωσσίας, Ἀθῆναι 20116, 332 ἑξ.).
Ὁ Μητροπολίτης Ἰωσήφ Τσουκάλσκυ ἦτο, κατά τόν διαπρεπῆ ρῶσσον ἱστορικόν Σ. Σολοβιώφ (Ἱστορία τῆς Ρωσσίας, 7, σελ. 361), ὁ τελευταῖος ἐγκριθείς ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Μητροπολίτης Κιέβου ὡς Ἔξαρχος τοῦ Πατριάρχου Κων-πόλεως εἰς τήν Μικράν Ρωσσίαν, τήν Πολωνίαν, τήν Λιθουανίαν κ.ἄ., καίτοι τό Κίεβον εἶχεν ἤδη προσαρτηθῆ εἰς τό Βασίλειον τῆς Μεγάλης Ρωσσίας (1654). Εἶναι ὅμως πολύ χαρακτηριστικόν, ὅτι ὁ Μητροπολίτης Ἰωσήφ ἠτιολόγησε τήν καθαίρεσιν τοῦ ἀντικανονικῶς χειροτονηθέντος Μεθοδίου ὡς Μητροπολίτου Κιέβου, ἀφ’ἑνός μέν διότι δέν εἶχεν ἀναγνωρισθῆ ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἀφ’ἑτέρου δέ διότι ἐκρίθη «ἀνάξιος νά εἶναι ἐπίσκοπος, ἐπειδή ἐχειροτονήθη ἀπό τόν Πατριάρχη Μόσχας». Οὕτω, μετά τόν θάνατον τοῦ Μητροπολίτου Ἰωσήφ (1675), τοποτηρητής τῆς ὅλης Μητροπόλεως Κιέβου ἐγένετο ὁ γηραιός ἀρχιεπίσκοπος Τσερνιγκώφ Λάζαρος Μπαράνοβιτς (1675-1685), διό καί ὁ καλῶς πληροφορημένος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Δοσίθεος ἐνημέρωσε σχετικῶς τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην καί ἐζήτησε (1678) τήν ἄμεσον ἀποστολήν Ἐξάρχου εἰς τήν Μικράν Ρωσσίαν, τήν Πολωνίαν καί τήν Λιθουανίαν (Ἀρχεῖον., σελ. 213).
Αἱ ἄκριτοι ὅμως ἀξιώσεις τοῦ φιλοδόξου Πατριάρχου Μόσχας Ἰωακείμ (1674-90) ἐξεδηλώθησαν ἀρχικῶς ὑπό τήν συγκεκαλυμμένην μορφήν τῆς δῆθεν μερίμνης διά τήν πλήρωσιν τῆς Μητροπόλεως Κιέβου, διό καί ἀπέστειλεν σχετικήν Ἐπιστολήν (1683) πρός τόν Ἑτμάνον τῶν Κοζάκων τῆς Κριμαίας Σαμοΐλοβιτς, προστάτην τῶν Ὀρθοδόξων τῆς Μητροπόλεως Κιέβου ἔναντι τῶν συνεχῶν πιέσεων τῶν βασιλέων τόσον τῆς Πολωνίας, ὅσον καί τῆς Μεγάλης Ρωσσίας. Εἰς τήν Ἐπιστολήν αὐτήν ὁ Πατριάρχης Μόσχας ἐζήτει ἀπό τόν Ἑτμάνον Σαμοΐλοβιτς νά ὑποστηρίξῃ τήν καθιερωμένην διαδικασίαν ἐκλογῆς ὑπό τῆς Κληρικολαϊκῆς συνελεύσεως τῆς Μητροπόλεως Κιέβου τοῦ νέου Μητροπολίτου μετά τόν θάνατον τοῦ Ἰωσήφ (1675), διότι ἦτο ἀναγκαία διά τήν ποιμαντικήν στήριξιν τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος τῆς Μητροπόλεως Κιέβου εἰς τήν Μικράν Ρωσσίαν, τήν Πολωνίαν καί τήν Λιθουανίαν, χωρίς ὅμως οἱονδήποτε ἄμεσον ἤ ἔμμεσον ὑπαινιγμόν περί δικαιοδοσιακῶν δικαιωμάτων ἤ ἀξιώσεων. Πᾶν τουναντίον, ὁ Πατριάρχης Μόσχας ἀνεγνώριζε ρητῶς, ὅτι «ὑπό τήν ἄποψιν τῆς πνευματικῆς διοικήσεως ἡ ἐπαρχία αὕτη (=Μητρόπολις Κιέβου) ὑπήγετο πάντοτε εἰς τόν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως», διό καί ἐδικαιολόγει τήν ἀνάμειξιν αὐτοῦ ἁπλῶς ὡς μίαν «ὀρθήν καί νόμιμον βοήθειαν» πρός τούς ἀντιμετωπίζοντας σοβαράς δυσκολίας ἐμπεριστάτους ὀρθοδόξους τῆς Μητροπόλεως Κιέβου (Ἀρχεῖον., σελ. 218-225).
Βεβαίως, οἱ Τσάροι τοῦ Βασιλείου τῆς Μεγάλης Ρωσσίας Ἰβάν καί Πέτρος ἔθετον σαφέστερον τό αἴτημα αὐτῶν διά τό συγκεκριμένον ζήτημα περί τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ καθεστῶτος τῆς Μητροπόλεως Κιέβου εἰς τήν ἀποσταλεῖσαν πρός τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην Ἰάκωβον Ἐπιστολήν (1684). Εἰς τήν Ἐπιστολήν αὐτήν ἀφ’ἑνός μέν ἐτόνιζον ὅτι ὁ πατήρ αὐτῶν Τσάρος Ἀλέξιος «ἐνέταξεν εἰς τό ὑπό τήν θείαν προστασίαν Κράτος ἡμῶν τό Κίεβον καί τήν ὅλην περιοχήν τῆς Μικρᾶς Ρωσσίας», ἀφ’ἑτέρου δέ ἐζήτουν ἀπό τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην νά παραχωρηθῇ εἰς τόν Πατριάρχην Μόσχας ἡ «ἄδεια» μόνον νά χειροτονῇ ἤ νά ἐνθρονίζῃ τούς Μητροπολίτας Κιέβου, ἐπειδή ἡ μετάβασις ἀπό τό Κίεβον εἰς τήν Κων-πολιν ἦτο μακρά καί δύσκολος. Συγχρόνως, ἠγγυῶντο ὅτι ἡ παραχώρησις αὐτή δέν θά ἔθιγε καθ’οἱονδήποτε τρόπον τήν πατριαρχικήν ἐξουσίαν εἰς τάς ἐπαρχίας τῆς Μητροπόλεως Κιέβου, ἐπειδή ἡ κανονική δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου εἰς αὐτήν ἦτο ὄχι μόνον ἀδιαμφισβήτητος, ἀλλά καί ἀδιαπραγμάτευτος (Ἀρχεῖον., σελ. 228-231).
Εἶναι λοιπόν προφανές, κατά τόν ἀρχιμ. Θ. Πούσκωφ, ὅτι μέχρι τήν Συνοδικήν Πρᾶξιν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Διονυσίου Δ’ (1686) οἱ Τσάροι τοῦ Βασιλείου τῆς Μεγάλης Ρωσσίας Ἰβάν καί Πέτρος, ὁ Ἑτμάνος τῶν Κοζάκων τῆς Κριμαίας Σαμοΐλοβιτς, προστάτης τῆς Μητροπόλεως Κιέβου, ὁ Πατριάρχης Μόσχας Ἰωακείμ, ἡ Ἱεραρχία, ὁ ἱερός Κλῆρος καί ὁ εὐλαβής λαός τῆς Οὐκρανίας ἀνεγνώριζον ὁμοφώνως καί ἀπεριφράστως, ὅτι ἡ Μητρόπολις Κιέβου καί πᾶσαι αἱ ὑπό τήν δικαιοδοσίαν αὐτῆς ἐπισκοπαί εἰς τήν Μικράν Ρωσσίαν, τήν Πολωνίαν καί τήν Λιθουανίαν ὑπέκειντο πλήρως καί ἀδιαμφισβητήτως εἰς τήν ἄμεσον κανονικήν δικαιοδοσίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Πράγματι, ἀπέρριπτον ρητῶς καί κατηγορηματικῶς, διά εὐνοήτους προφανῶς λόγους, οἱανδήποτε ἐξάρτησιν τῆς Μητροπόλεως Κιέβου ἀπό τό Πατριαρχεῖον Μόσχας, καίτοι πολλαί ἐπαρχίαι τῆς Μικρᾶς Ρωσσίας εἶχον ἤδη ὑπαχθῆ εἰς τήν κυριαρχίαν τοῦ Βασιλείου τῆς Μεγάλης Ρωσσίας, διότι ἐφοβοῦντο ἀναμφιβόλως τάς εὐλόγους ἀντιδράσεις τόσον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὅσον καί τοῦ εὐλαβοῦς ὀρθοδόξου πληρώματος τῆς Μητροπόλεως Κιέβου.
Ὑπό το πνεῦμα αὐτό, εἶναι ἰδιαζόντως ἐντυπωσιακή ἡ μυστική Ἀναφορά πρός τόν Πατριάρχην Μόσχας Ἰωακείμ τοῦ ἐπισκόπου Ἀβραάμ τοῦ Μπελγκόροντ, θερμοῦ ὑποστηρικτοῦ τῆς ἐξαρτήσεως τῆς Μητροπόλεως Κιέβου ἀπό τό Πατριαρχεῖον Μόσχας, τόσον διά τόν τρόπον Ἀναφορᾶς, ὅσον καί διά τό σημαντικόν περιεχόμενον αὐτῆς. Συμφώνως πρός τήν Ἀναφοράν αὐτήν, οἱ συμμετέχοντες εἰς τήν Κληρικολαϊκήν συνέλευσιν της Μητροπόλεως Κιέβου (1685) ἐκπρόσωποι τῆς πολιτικῆς ἡγεσίας, τῆς ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, τοῦ ἐνοριακοῦ κλήρου, τῶν μοναχῶν καί τοῦ εὐλαβοῦς λαοῦ αὐτῆς ἀπέρριψαν ὁμοφώνως καί κατηγορηματικῶς τήν χειροτονίαν ἤ τήν ἐνθρόνισιν τοῦ ὑπ’αὐτῶν ἐκλεγησομένου ὡς Μητροπολίτου Κιέβου ὑπό τοῦ Πατριάρχου Μόσχας Ἰωακείμ, καίτοι ὅλοι σχεδόν οἱ συμμετασχόντες εἰς τήν Κληρικολαϊκήν συνέλευσιν ἦσαν ἤδη ὑπήκοοι τοῦ Βασιλείου τῆς Μεγάλης Ρωσσίας (Ἀρχεῖον., σελ. 237-243).
Προφανῶς, ἡ ἐμμονή τῆς Κληρολαϊκῆς συνελεύσεως τῆς Μητροπόλεως Κιέβου εἰς τήν ἀδιάλλακτον ἀρνητικήν στάσιν αὐτῆς ἔθετεν ὑπό ἀμφισβήτησιν καί αὐτήν εἰσέτι τήν σαφῶς συμβιβαστικήν πρότασιν τῶν Τσάρων τῆς Μεγάλης Ρωσσίας Ἰβάν καί Πέτρου, κατά τήν ὁποίαν ἡ Μητρόπολις Κιέβου δέν ἦτο μέν δυνατόν νά ἀποσυνδεθῇ ἐκ τῆς ἀμέσου κανονικῆς δικαιοδοσίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, διότι ἐφοβοῦντο σαφῶς ὄχι μόνον τήν βεβαίαν ἀντίθεσιν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀλλά καί τάς ἐξ αὐτῆς ἐπαχθεῖς συνεπείας διά τό Πατριαρχεῖον Μόσχας. Ἐν τούτοις, ἐθεώρουν εὐλόγως ὅτι ἠδύνατο νά γίνῃ ἀποδεκτή ἔστω ἡ χειροτονία ἤ ἡ ἐνθρόνισις ὑπό τοῦ Πατριάρχου Μόσχας τοῦ ἐκλεγομένου ὑπό τῆς Κληρικολαϊκῆς συνελεύσεως τῆς Μητροπόλεως Κιέβου ὑποψηφίου Μητροπολίτου αὐτῆς, ἐάν βεβαίως συνεφώνει ρητῶς καί ἐπισήμως εἰς τήν πρότασιν αὐτήν ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης, ὡς συνάγεται καί ἐκ τῆς πλουσίας σχετικῆς ἀλληλογραφίας τοῦ ἔτους 1685 (Ἀρχεῖον., σελ. 244-283).
Ἡ αὐθαίρετος ὅμως καί σαφῶς ἀντικανονική ἐπιβολή εἰς τήν Μητρόπολιν Κιέβου ὑπό τοῦ Πατριάρχου Μόσχας Ἰωακείμ τοῦ μή ἐγκριθέντος ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ὡς ὑποψηφίου διά τήν Μητρόπολιν Κιέβου ἐπισκόπου Γεδεών (8 Νοεμ. 1685) ἦτο μία de facto προκλητική ἀμφισβήτησις τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, διό καί ὁ ἐπίσκοπος Γεδεών οὐδέποτε ἀνεγνωρίσθη ὡς «Ἐξαρχος» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἤ ὡς Μητροπολίτης Κιέβου. Ἄλλωστε, ἡ αὐθαίρετος αὐτή ἀμφισβήτησις ἐγένετο ἐπαχθεστέρα διά τῆς ἀποσταλείσης ὑπό τοῦ Πατριάρχου Μόσχας προκλητικῆς Ἐπιστολῆς πρός τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην Ἰάκωβον, διά τῆς ὁποίας ἐζήτει ἐμμέσως τήν πλήρη παραχώρησιν εἰς τόν Πατριάρχην Μόσχας τῆς ὅλης κανονικῆς δικαιοδοσίας αὐτοῦ ἐπί τῆς Μητροπόλεως Κιέβου (Ἀρχεῖον., σελ. 292-294).
Εἶναι λοιπόν εὐνόητος ὁ σοβαρός λόγος τῆς ἀποστολῆς μιᾶς αὐστηρᾶς Ἐπιστολῆς ὑπό τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Δοσιθέου πρός τόν Πατριάρχην Μόσχας Ἰωακείμ (Ἀπρ. 1686), τῇ ἐγκρίσει βεβαίως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, τόσον διά τήν προφανῶς ἀντικανονικήν εἰσπήδησιν εἰς «ξένην ἐπαρχίαν» (=Οἰκουμενικοῦ Θρόνου), ὅσον καί διά τάς προκλητικάς «σιμωνιακάς μεθόδους» τῶν πρέσβεων τοῦ Τσάρου καί τοῦ Πατριάρχου Μόσχας εἰς τήν Κων-πολιν διά τήν ἐξαγοράν τῆς ὑπαγωγῆς τῆς Μητροπόλεως Κιέβου εἰς τήν ἄμεσον δικαιοδοσίαν τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας». Οὕτως, ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων ὑπέμνησεν ἐπίσης εἰς τόν Πατριάρχην Μόσχας, ὅτι ὤφειλε νά ἐπιδείξῃ τήν ὀφειλομένην «ἀδελφικήν ἀγάπην», ἀφοῦ, διά τῆς Συνοδικῆς Πράξεως τοῦ 1686, «Ἔξαρχος τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως» ἦτο πλέον ὄχι μόνον ὁ Μητροπολίτης Κιέβου, ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης Μόσχας, ἤτοι διά τῆς ὑπ’αὐτοῦ παραχωρηθείσης εἰς τόν Πατριάρχην Μόσχας κανονικῆς «ἀδείας» νά χειροτονῇ ἤ νά ἐνθρονίζῃ «ἐπιτροπικῶς» τόν Μητροπολίτην Κιέβου (Ἀρχεῖον., σελ. 324-327 καί 338-339).
Βεβαίως, ὁ Πατριάρχης Μόσχας ἔλαβεν «ἐπιτροπικῶς», διά τῆς Συνοδικῆς Πράξεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Διονυσίου Δ’ (1686), τήν κανονικήν «ἄδειαν» νά τελῇ, κατ’ἀναφοράν πάντοτε πρός τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην, μόνην τήν χειροτονίαν ἤ τήν ἐνθρόνισιν τοῦ Μητροπολίτου Κιέβου καί μόνον διά τάς ἀνατολικάς ἐπαρχίας τῆς Μικρᾶς Ρωσσίας, ἀλλ’ὅμως ὄχι καί διά τά ὑπό πολωνικήν κυριαρχίαν ἔξω τῶν ὁρίων τῆς Μικρᾶς Ρωσσίας ἐπαρχίας τῆς Βουκοβίνας, τῆς Γαλικίας, τῆς Ποδολίας, τῆς Λευκορωσσίας καί τῆς Λιθουανίας, ὡς ἐπίσης καί εἰς τήν ἐλεγχομένην ὑπό τοῦ Ἑτμάνου τῶν Κοζάκων σημαντικήν περιοχήν τῆς Κριμαίας. Εἶναι λοιπόν εὐνόητον ὅτι ὁ Πατριάρχης Μόσχας δέν ἠδύνατο νά ἐπεκτείνῃ καθ’οἱονδήποτε τρόπον τήν «ἐπιτροπικῶς» παραχωρηθεῖσαν διά τῆς Συνοδικῆς Πράξεως τοῦ 1686 «ἄδειαν» καί εἰς τάς ἐκτός τῆς Μικρᾶς Ρωσσίας ἐπαρχίας τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας τοῦ Μητροπολίτου Κιέβου, ὄχι μόνον διότι ἀπεκλείετο ὑπό τῆς Συνοδικῆς Πράξεως, ἀλλά καί διότι δέν ἦτο ἀνεκτή ἀπό τούς βασιλεῖς τῆς Πολωνίας καί τούς ὀρθοδόξους πιστούς τῶν περιοχῶν αὐτῶν
.
ΠΑΤΗΣΤΕ ΤΟ 2 ΑΠΟ ΚΑΤΩ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ