HOLY AND GREAT COUNCIL DOCUMENT

Draft Synodical Document

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2019

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΤΗΣ ΔΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΟΥΚΡΑΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ


dis 2019
Γράφει ο Αναστάσιος Βαβούσκος στην Romfea.gr
Διδάκτωρ Εκκλησιαστικού Δικαίου Νομικής Σχολής Α.Π.Θ.
Δικηγόρος

Στην πρόσφατη συνεδρίαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου συζητήθηκε και το θέμα της αναγνωρίσεως της Εκκλησίας της Ουκρανίας.

Όπως προκύπτει από το σχετικό δελτίο τύπου, η Διαρκής Ιερά Σύνοδος αποφάσισε δύο πράγματα:
Α) αναγνώρισε την ύπαρξη του δικαιώματος του Οικουμενικού Πατριάρχη να παραχωρεί αυτοκέφαλο καθεστώς και
Β) αποφάσισε την αναγνώριση του προνομίου του Προκαθημένου της Εκκλησίας της Ελλάδος να χειρισθεί περαιτέρω το ζήτημα της αναγνωρίσεως της Εκκλησίας της Ουκρανίας.
Η άποψη μου είναι, ότι η απόφαση αυτή δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από αυτά, που μπορεί να θεωρείται, ότι επιλύει. Και θα γίνω αμέσως πιο σαφής.
Το δικαίωμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου να παραχωρεί αυτοκέφαλο καθεστώς, δεν τελεί υπό την αίρεση της αναγνωρίσεώς του από τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Το θέμα το έχω αναλύσει διεξοδικώς σε προγενέστερο άρθρο μου (βλ. εδώ).
Το δικαίωμα αυτό ανευρίσκει την θεμελίωση του και την κανονικότητα της εφαρμογής του στο δημιουργηθέν κανονικό έθιμο, δηλαδή την μακρά και ομοιόμορφη πρακτική, η οποία δημιουργεί Δίκαιο, και ως τέτοιο ισούται με κανόνα δικαίου.
Συνεπώς, θεμελιωμένο και θεσπισμένο δικαίωμα δεν τυγχάνει αναγνωρίσεως. Απλώς ασκείται και επιδέχεται αμφισβητήσεως μόνον ο τρόπος ασκήσεώς του.
Τούτο σημαίνει, ότι η Διαρκής Ιερά Σύνοδος επί της ουσίας αντικανονικώς συζήτησε τέτοιο θέμα, αφού τέτοιο θέμα δεν υφίσταται.
Παρά ταύτα, ας κάνουμε μια υπόθεση εργασίας και ας υποθέσουμε, ότι υφίσταται ζήτημα αναγνωρίσεως του ως άνω δικαιώματος.
Το ερώτημα, που ευθύς αναφύεται, είναι το εξής: Είναι αρμόδια η Δ.Ι.Σ. να αποφασίσει περί αυτού;
Αν προστρέξουμε στη σχετική διάταξη του άρθρου 9 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, θα διαπιστώσουμε αβιάστως, ότι τέτοια αρμοδιότητα δεν θεμελιώνεται, ούτε κατά το γράμμα του νόμου ούτε κατά το πνεύμα αυτού.
Συνεπώς, και τυπικώς η Διαρκής Ιερά Σύνοδος ήταν αναρμόδια, να συζητήσει ένα τέτοιο θέμα και να αποφασίσει επ’ αυτού, αν υποτεθεί ότι υπάρχει τέτοιο θέμα, επαναλαμβάνω.
Το ουσιαστικώς και τυπικώς αβάσιμο της ενασχολήσεως της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου με το σχετικό ζήτημα συμπαρασύρει και το κύρος της αναγνωρίσεως στον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πρόεδρο της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος (και όχι Προκαθήμενο, όπως προφανώς εκ παραδρομής αναφέρεται στο Δελτίο Τύπου) του προνομίου να χειρισθεί περαιτέρω το θέμα της αναγνωρίσεως όχι του δικαιώματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου αλλά αυτής ταύτης της Ουκρανικής Εκκλησίας.
Ο δε Μακαριώτατος δήλωσε, ότι θα φέρει το θέμα στην Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας.
Όμως, και πάλι θα κάνουμε μια υπόθεση εργασίας. Και θα υποθέσουμε, ότι ο Μακαριώτατος έλαβε έγκυρη εντολή χειρισμού του θέματος της αναγνωρίσεως της Ουκρανικής Εκκλησίας. Εδώ τίθενται δύο προβλήματα:
Το πρώτο πρόβλημα είναι κανονικής φύσεως. Όπως έχω επίσης ήδη γράψει (βλ. το προαναφερθέν άρθρο μου) ζήτημα αναγνωρίσεως του αυτοκεφάλου μιας εκκλησίας από τις υπόλοιπες Ορθόδοξες Εκκλησίες δεν τίθεται.
Έκαστη Πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου περί παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος ισχύει αυτοδικαίως και δεν εκδίδεται ούτε τελεί υπό την αίρεση της αποδοχής της από τις λοιπές Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Εκτός αν υπάρξουν Εκκλησίες, οι οποίες να προβάλλουν ενστάσεις, οι οποίες να βασίζονται:
• Στο μη έγκυρο της διαδικασίας εκδόσεως της σχετικής Πράξεως, ότι δηλαδή αναρμοδίως το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξέδωσε την Πράξη αυτή και

• Στην αντικανονικότητα ενός ή περισσοτέρων όρων της Πράξεως.
Όμως, μέχρι σήμερα ουδεμία ένσταση υποβλήθηκε, με αποτέλεσμα όλες οι Εκκλησίες να έχουν αναγνωρίσει σιωπηρώς αλλά σαφώς το έγκυρο της Πράξεως και κατά συνέπεια και το έγκυρο της ανακηρύξεως.
Οπότε, η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν έχει θέμα, για να συζητήσει, αφού μη προβάλλοντας μία εκ των δύο ενστάσεων, αποδέχθηκε το έγκυρο τόσο της Πράξεως όσο και της παραχωρήσεως του αυτοκεφάλου καθεστώτος.
Αυτή δε η συμπεριφορά συνεπάγεται και αναγνώριση της νέας Εκκλησίας.
Το δεύτερο πρόβλημα δεν είναι νομοκανονικής φύσεως. Ο Μακαριώτατος έχει ήδη αναγνωρίσει την νέα Εκκλησία (βλ. εδώ), όταν κατά την πρόσφατη θεσμική και όχι προσωπική επίσκεψή του στο Φανάρι:
α) ευχήθηκε στον Οικουμενικό Πατριάρχη για την ονομαστική του εορτή.
β) ήταν παρών κατά τον πανηγυρικό εσπερινό την 10η Ιουνίου.
γ) συμπροσευχήθηκε με τον επικεφαλής της Ουκρανικής Εκκλησίας Μητροπολίτη Επιφάνιο, τον χαιρέτησε και συζήτησε μ’ αυτόν.
δ) αποδέχθηκε δώρο, που του ενεχείρισε ο Μητροπολίτης Επιφάνιος.
Και αυτή η θεσμική επίσκεψη δεσμεύει όχι μόνον τον ίδιο αλλά και την Εκκλησία της Ελλάδος.
Πώς, τώρα, θα φέρει το θέμα της αναγνωρίσεως της Ουκρανικής Εκκλησίας στην Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας; Μια τέτοια συμπεριφορά δεν είναι αντιφατική, αντιβαίνουσα σε προηγούμενη ενέργεια του ίδιου του Μακαριωτάτου (venire contra factum proprium);
Αλλά, ας παρακάμψουμε και αυτό το πρόβλημα και ας υποθέσουμε, ότι όλα έχουν καλώς. Και ότι ορθώς το θέμα της αναγνώρισης άγεται προς συζήτηση ενώπιον της Ιεραρχίας. Είναι όμως αρμόδια η Ιεραρχία, να συζητήσει ένα τέτοιο θέμα, αν υποτεθεί βεβαίως ότι υφίσταται τέτοιο θέμα.
Όπως και στην περίπτωση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, η σχετική διάταξη (άρθρο 4) του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν αφήνει περιθώρια.
Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας είναι αρμόδια για τα θέματα, που αναφύονται εντός των ορίων κανονικής δικαιοδοσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Και αναμφισβήτητα, το ζήτημα της αναγνωρίσεως της Ουκρανικής Εκκλησίας, εάν αυτό υποτεθεί ότι υπάρχει επαναλαμβάνω, δεν είναι εσωτερικό ζήτημα της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Είναι, σαφώς, μείζον ζήτημα, το οποίο αφορά την Ορθόδοξη Εκκλησία εν γένει και συνεπώς εκφεύγει των ορίων αρμοδιότητας της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχία, συμφώνως προς τα ισχύοντα στο Κανονικό Δίκαιο περί ορίων κανονικής δικαιοδοσίας.
Και αυτό σημαίνει, ότι η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας, εφόσον θεωρεί ότι υφίσταται θέμα ως προς την αναγνώριση της νέας Εκκλησίας, θα έπρεπε να έχει ζητήσει τη σύγκληση πανορθόδοξης εμβέλειας συνοδικού οργάνου για τη συζήτησή του.
Οπότε, έρχομαι και ρωτώ: Με ποια νομιμοποίηση η Εκκλησία της Ελλάδος θα υπέβαλε ένα τέτοιο αίτημα, όταν έχει ήδη αναγνωρίσει την νέα Εκκλησία:
α) μέσω της επισκέψεως του Μακαριωτάτου στο Φανάρι και
β) μέσω της μη υποβολής ενστάσεως είτε για το άκυρο της διαδικασίας εκδόσεως της Πράξεως παραχωρήσεως αυτοκεφάλου στην Ουκρανική Εκκλησία είτε για την αντικανονικότητα ενός ή περισσοτέρων όρων αυτής.
Εν κατακλείδι, διαπιστώνω δυστυχώς για μία ακόμη φορά, ότι το δεδομένο και αυτονόητο (δηλαδή το αποκλειστικό δικαίωμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου να παραχωρεί αυτοκέφαλο καθεστώς και το έγκυρο της διαδικασίας παραχωρήσεώς του, το οποίο συνεπάγεται και το έγκυρο της συστάσεως της νέας Εκκλησίας) μετατράπηκε αυθαιρέτως σε ζητούμενο.
Και τούτο σημαίνει, ότι η Εκκλησία της Ελλάδος, με τον τρόπο που χειρίζεται την όλη υπόθεση, θέτει υπό αμφισβήτηση τον τρόπο λειτουργίας του αυτοκεφάλου και κατ’ επέκτασιν θέτει υπό αμφισβήτηση και το κύρος του ίδιου του θεσμού που το παραχωρεί, δηλαδή του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Αυτό, που μπορεί να πράξει η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι απλώς να συζητήσει την ημερομηνία, που θα προσκληθεί ο επικεφαλής της Ουκρανικής Αυτοκέφαλης Εκκλησίας στην Ελλάδα για επίσημη επίσκεψη.
Αυτό αρκεί και δεν περιπλέκει τα πράγματα. Αντιθέτως, τα απλοποιεί