HOLY AND GREAT COUNCIL DOCUMENT

Draft Synodical Document

Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2019

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΛΑΡΙΣΗΣ: ΕΧΕΙ ΞΕΠΕΡΑΣΤΕΙ ΑΝΕΠΙΣΤΡΕΠΤΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΤΣΑΡΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΟΒΙΕΤ

 

Να συνειδητοποιήσουν πως έχει ξεπεραστεί ανεπιστρεπτί τόσο η εποχή των Τσά­ρων όσο και η εποχή των Σοβιέτ και να αναλάβουν τις ευθύνες τους ως εκκλησιαστικοί ποιμένες μακριά από πολιτικές σκοπιμότητες, καλεί τους υπευθύνους της ρωσικής Εκκλησίας ο μητροπολίτης Λαρίσης Ιερώνυμος. Μέσω μιας σπάνιας συνέντευξης «ποταμό» στο orthodoxia.info  ο μητροπολίτης που πρώτος κάλεσε την Ιεραρχία να αναλογιστεί πως δεν μπορεί να θέσει το ουκρανικό σε ψηφοφορία μιλά «έξω από τα δόντια» αποκαλύπτοντας πως υπάρχει έντονη προπαγάνδα κατά της Εκκλησίας της Ελλάδος.

«Κάποιες εκκλησιαστικές διοικήσεις έχουν ξε­χάσει το «εκκλησιαστικές» κι έχουν επικεντρωθεί στο «διοικήσεις» σε από­λυτο συντονισμό φυσικά με τις Κυβερνήσεις τους» σημειώνει ο μητροπολίτης Λαρίσης που καταδικάζει ως «απαράδεκτο να παί­ζουμε με τη Θεία Κοινωνία και τελείως επιπόλαια, χωρίς πόνο και βαθύτε­ρη εξέταση των πραγμάτων, να κηρύσσουμε ακοινωνησίες».

Ο μητροπολίτης Λαρίσης εξηγεί το πλήρες σκεπτικό και τα επιχειρήματα πίσω από την απόφαση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος θεωρώντας την στάση που τηρεί έκτοτε η Μόσχα έναντι της Αθήνας «ομολογία ενοχής και από­δειξη υιοθέτησης πρακτικών συσκότισης της αλήθειας».

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΑΝΔΡΕΑ ΛΟΥΔΑΡΟ

Ήσασταν ο πρώτος ιεράρχης που τάχθηκε κατά της ψηφοφορίας επί του Ουκρανικού Αυτοκεφάλου στην πρόσφατη συνεδρίαση της Συνόδου της Ιε­ραρχίας. Ποιο ήταν το σκεπτικό σας;

Πολύ απλό, δεν έχει δικαίωμα μια Αυτοκέφαλη Εκκλησία να ψηφίζει επί των πράξεων μιας άλλης. Για παράδειγμα, στο Μητροπολιτικό Συμβούλιο υποβάλλονται προς έγκριση οι αποφάσεις των Εκκλησιαστικών Συμβουλί­ων μιας Μητροπόλεως. Και το Μητροπολιτικό Συμβούλιο έχει δικαίωμα να εγκρίνει, να απορρίψει, να τροποποιήσει ή να επιστρέψει προς διόρθωση τις αποφάσεις ενός Εκκλησιαστικού Συμβουλίου. Γιατί; Διότι έχει δικαίωμα εποπτείας και ελέγχου των πράξεων των υφισταμένων του εκκλησιαστι­κών προσώπων.
Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος μπορεί να κάνει το ίδιο με τις Αποφάσεις της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, των Εκκλησιαστικών Οργανισμών ή των Ιερών Μητροπόλεων, απλούστατα γι­ατί όλα αυτά υπόκεινται στην Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας. Οι αποφάσεις άλλης Αυτοκέφαλης Εκκλησίας δεν μπορούν να υποστούν την ίδια εξέταση για τον απλό λόγο ότι όλες οι Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες είναι απόλυτα ισότιμες μεταξύ τους και δεν μπορεί καμία να εγκρίνει, να απορ­ρίψει, να τροποποιήσει ή να επιστρέψει προς διόρθωση τις αποφάσεις κά­ποιας άλλης.


Δεν υπάρχουν Αυτοκέφαλες Εκκλησίες υφιστάμενες άλλων, στις οποίες και θα πρέπει να υποβάλουν προς έγκριση τις αποφάσεις τους. Επομένως, με ποια αρμοδιότητα και για ποιο πράγμα θα ψηφίζαμε;

Υπήρξαν όμως και ορισμένοι διαφωνούντες

Από ορισμένους Αγίους Αδελφούς και σεβαστούς αρχαιότε­ρους εμού στην Αρχιερωσύνη, αναπτύχθηκαν διάφορα επιχειρήματα κατά του Ουκρανικού Αυτοκεφάλου και αποδόθηκαν χαρακτηρισμοί όπως «ανυ­πόστατο», «άκυρο», «ακυρώσιμο» κλπ. Δεν διστάζω να δεχθώ το βάσιμο κά­ποιων επιχειρημάτων τους. Για παράδειγμα κι εμένα ορισμένες διατυπώ­σεις του Τόμου της Αυτοκεφαλίας προς την Εκκλησία της Ουκρανίας με ξε­νίζουν, καθώς τις θεωρώ πρωτόγνωρες και διαφοροποιούμενες από τη συ­νήθη διατύπωση. Όμως, όλοι αυτοί οι χαρακτηρισμοί χρησιμοποιούνται στη δικαστηριακή πρακτική και αποδίδονται με δικαστική απόφαση εκεί ό­που το αρμόδιο δικαστήριο, συνήθως το Συμβούλιο της Επικρατείας επί α­ποφάσεων της Διοίκησης, έχει αρμοδιότητα και κρίνει. Στην Ορθόδοξη Εκ­κλησία υπάρχει Ακυρωτικό δικαστήριο για να προσφύγει μια Αυτοκέφαλη Εκκλησία εναντίον κάποιας άλλης για αποφάσεις της με τις οποίες διαφω­νεί; Όχι! Πώς λοιπόν, χρησιμοποιούμε τέτοιους χαρακτηρισμούς;
Ενδεχο­μένως να είναι ευχάριστοι στα αυτιά ορισμένων, σε όσους όμως, δεν έχουν στοιχειώδη γνώση Κανονικού Δικαίου δημιουργούν την εντύπωση ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία γίνονται αυθαιρεσίες, κυριαρχεί η ανομία και συνε­πώς κλονίζεται η εμπιστοσύνη στους Επισκόπους ως υπεύθυνους Ποιμένες της Εκκλησίας και στις συνοδικές αποφάσεις τους. Επειδή δε κάποιες ιστο­σελίδες αναπαράγουν μονοφωνικά τις απόψεις ορισμένων, ιδίως λαϊκών που συνήθως δεν γνωρίζουν για τί πράγμα ομιλούν, εύκολα δημιουργείται «κλίμα» προς ορισμένη κατεύθυνση.
Αυτό όμως, είναι προπαγάνδα και μάλλον προσβολή κι όχι προβολή της αλήθειας. Αλλά και για όσους υπηρε­τούν το Κανονικό Δίκαιο κι έχουν να προτείνουν Ιεροκανονικές λύσεις για την εξάλειψη των αντιθέσεων και την ενότητα της Εκκλησίας, δημιουργεί­ται η δυσκολία να πείσουν για το τι προβλέπει ακριβώς το Κανονικό Δίκαιο και ποιες δυνατότητες δίνει, όταν κάποιοι συντάσσουν κατά παραγγελία γνωμοδοτήσεις και δημιουργούν παραταξιακή συνείδηση, η οποία στην προκείμενη περίπτωση συμπίπτει με τις αντιθέσεις των Μεγάλων Δυνάμε­ων και τα εκατέρωθεν γεωπολιτικά συμφέροντα που διακυβεύονται στην περιοχή.

Ναι, αλλά αν μια Εκκλησία διαφωνεί με τις αποφάσεις κάποιας άλλης;

Γι’ αυτό υπάρχουν οι Διορθόδοξες επαφές και διάλογοι, τόσο μεταξύ μερι­κών Ορθοδόξων Εκκλησιών, όσο και του συνόλου. Μια παρατήρηση. Με θλίβει το γεγονός ότι πολλές Αυτοκέφαλες Εκκλησίες έκαναν λόγο για αναγνώριση της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ουκρανίας. Είναι τραγικό εκ­κλησιολογικό λάθος να συμπεριφερόμαστε οι Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκ­κλησίες λες και είμαστε η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών. Είναι η μεγαλύτερη ομολογία πως κάποιες εκκλησιαστικές διοικήσεις έχουν ξε­χάσει το «εκκλησιαστικές» κι έχουν επικεντρωθεί στο «διοικήσεις» σε από­λυτο συντονισμό φυσικά με τις Κυβερνήσεις τους.
Δεν λειτουργούμε διπλω­ματικά, ούτε το σύνολο των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών μετέ­χουμε σε κάτι σαν έναν εκκλησιαστικό Ο.Η.Ε.. Η κάθε μια Αυτοκέφαλη Εκκλησία υποστασιοποιεί στην περιοχή ευθύνης της τη Μία, Αγία, Καθολι­κή και Αποστολική Εκκλησία. Η Εκκλησία είναι Μία. Γι’ αυτό και λογίζο­νται ως έκπτωση από τα όρια των Πατέρων μας τα προβλήματα που αναφύονται στην Ορθόδοξη Διασπορά με τις παράλληλες εκκλησιαστικές διοικήσεις.

Αυτό είναι επίσης ένα μεγάλο πρόβλημα το οποίο αναζητά τη λύση του

Βεβαίως, τα τελευταία χρόνια έχει βρεθεί ένα modus vivendi το οποίο όμως, μόνο κατ’ οικονομία μπορεί να γίνει δεκτό, καθώς εξακολουθεί να μην πληροί όλα τα κριτήρια της Ορθόδοξης Εκκλησιολογίας. Αυτή η λύ­ση όμως, φαίνεται , κατά την άποψή μου η οποία δεν είναι και υποχρεωτικό να επικρατήσει καθώς στην Ορθοδοξία δεν διεκδικούμε ατομικά αλάθητο, φαίνεται λοιπόν, η πλέον ικανή να διευκολύνει τη συνύπαρξη των Εκκλη­σιών στην Ουκρανία, μιας που η εξαρτώμενη από το Πατριαρχείο Μόσχας Εκκλησία της Ουκρανίας υπό τον Μητροπολίτη Ονούφριο, έναν πνευματι­κό και υπεύθυνο Επίσκοπο, δεν έχει χάσει την κανονικότητά της εξαιτίας του Αυτοκεφάλου. Είναι από τα σημεία που κατά τη γνώμη μου πρέπει να οδηγήσουν σε Πανορθόδοξη Σύνοδο ή Σύνοδο των Προκαθημένων, για να διευθετηθεί η ρύθμισή τους.
Για να γυρίσουμε όμως, στο θέμα της διαφωνίας μεταξύ των Εκκλησιών, εξαρτάται πολλές φορές από το πρόβλημα ή τα τοπικά δεδομένα. Οι κατά τόπους Ορθό­δοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες έχουν ανά τους αιώνες δεσμευ­θεί σε κάποι­ες Ιεροκανονικές αρχές και πρακτικές, που αποτελούν το πρό­κριμα της συμπεριφοράς όταν αναφύονται διαφωνίες. Κυρίαρχη είναι η αρ­χή της μη επέμβασης της μιας Αυτοκέφαλης Εκκλησίας στα εσωτερικά μι­ας άλλης, ακόμη κι όταν παρατηρείται προφανής παρέκκλιση από τους Ιε­ρούς Κανόνες.
Για παράδειγμα, οι Ιεροί Κανόνες στην εκκλησιαστική δίκη προνοούν για δεύτερο βαθμό κρίσης του κατηγορουμένου, αναγνωρίζουν δηλαδή στον κατηγορούμενο δικαίωμα έφεσης. Το Πατριαρχείο Ιεροσολύ­μων, για λόγους που αφορούν στο εμπερίστατο, στην επικινδυνότητα της περιοχής, στο γεγονός ότι οι υπηρετούντες εκεί Κληρικοί λογίζονται ως μία Αδελφότητα, δεν δίνει δεύτερο βαθμό κρίσεως στους κατηγορουμένους. Ό­λες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες αναγνωρίζουν αναντίρρητα τις δικαστικές α­ποφά­σεις του παλαίφατου Πατριαρχείου και Μητρός των Εκκλησιών κι ας μην δίνεται δικαίωμα έφεσης.

….κάποιες εκκλησιαστικές διοικήσεις έχουν ξε­χάσει το «εκκλησιαστικές» κι έχουν επικεντρωθεί στο «διοικήσεις»
ΛΑΡΙΣΗΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ
Άλλο παράδειγμα, το 1967 και το 1974 είχαμε στην Εκκλησία της Ελλάδος άδικες, αντικανονικές και παράνομες εκπτώ­σεις Αρχιερέων από τους Θρόνους τους. Κάποιοι από αυτούς επιχείρησαν να πορευθούν διαμαρτυρόμενοι προς τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, για να εισπράξουν σταθερή την απάντηση ότι δεν μπορούν να εμπλακούν στα εσωτερικά της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία και προσδιορίζει ποιοι είναι οι Κανονικοί της Επίσκοποι. Το ίδιο ισχύει και για την Εκκλησία της Ρωσίας, η οποία, παρότι συστατικό στοιχείο της ανάδειξης στον Επισκοπικό βαθμό είναι η εκλογή, δεν κάνει εκλογές, αλλά διορίζει τους Επισκόπους. Καμία άλλη Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έθεσε ποτέ θέμα Κανονικότητας των Ρώσων Επισκόπων κι ας μην έχουν εκλογή. Ανάλογα θα μπορούσαν να ειπωθούν για όλες τις κατά τόπους Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες.
Κι αν τέλος πάντων, το θέμα διαφωνίας είναι τόσο σημαντικό που δεν μπο­ρεί να γίνει ανεκτό ως πρακτική μιας μόνον Αυτοκεφάλου Εκκλησίας, γιατί θεωρείται ότι δεν αφορά μόνον αυτήν την Εκκλησία αλλά θίγει ενδεχομέ­νως και άλλη ή άλλες, γι’ αυτό υπάρχουν οι Πανορθόδοξοι, ή οι Μείζονες και Υπερτελείς Σύνοδοι ή οι Σύνοδοι των Προκαθημένων, για να συζητούν και να λύνουν τις διαφωνίες.
Σε κάθε περίπτωση, απαράδεκτο είναι να παί­ζουμε με τη Θεία Κοινωνία και τελείως επιπόλαια, χωρίς πόνο και βαθύτε­ρη εξέταση των πραγμάτων, να κηρύσσουμε ακοινωνησίες, να διαγράφου­με Προκαθημένους από τα Δίπτυχα και να μετερχόμαστε πρακτικές υβρι­στικές του Αγίου Πνεύματος κατά Αυτοκεφάλων Εκκλησιών που έχουν να επιδείξουν θυσίες, μάρτυρες, ομολογία Πίστης, Θεολογία και ορθοπραξία σε δυσχείμερους καιρούς, σε δύσκολες ιστορικές συγκυρίες, σε μια υπερδισ­χιλιετή πορεία που αποτελεί και την ουσία της εκκλησιαστικής μας ιστο­ρίας.

Επειδή ακούγονται πολλά… Θα μπορούσε μια Εκκλησία σαν την Εκκλη­σία της Ελλάδος που και η ίδια έχει λάβει το Αυτοκέφαλο της από την Κων­σταντινούπολη να πει «όχι δεν αναγνωρίζω αυτό το δικαίωμα του Οικου­μενικού Πατριαρχείου»;

Η Εκκλησία της Ελλάδος έχει πει πολλές φορές «όχι» στο Οικουμενικό Πα­τριαρχείο για διάφορα θέματα, με κυρίαρχα αυτά των διαχριστιανικών και διαθρησκειακών διαλόγων, όπου η συνετή στάση της Εκκλησίας μας έχει οδηγήσει στην ανάδειξη της Ορθόδοξης Εκκλησιολογίας και την αποτροπή διπλωματικού χαρακτήρα συμβιβασμών. Συνεπώς διασώζει την αυτοτέλει­ά της και ενεργεί ελεύθερα, Συνοδικά και Ιεροκανονικά.
Ως προς το θέμα της χορήγησης Αυτοκεφάλου, νομίζω η απόφαση της Ιε­ράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία επικύρωσε την προηγούμενη σχετική απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, ήταν α­πόλυτα σαφής και προσεκτική στη διατύπωσή της. Η Εκκλησία της Ελλά­δος αναγνωρίζει, όχι το Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ουκρανίας (σωστό­τερα της Ιεράς Μητροπόλεως Κιέβου), αλλά «το κανονικό δικαίωμα του Οι­κουμενικού Πατριαρχείου για την παραχώρηση του Αυτοκεφάλου, καθώς και το προνόμιο του Προκαθημένου της Εκκλησίας της Ελλάδος να χειρισθή πε­ραιτέρω το ζήτημα της αναγνωρίσεως της Εκκλησίας της Ουκρανίας».

Εξή­γησα ήδη για ποιους λόγους δεν έχουμε αρμοδιότητα να «εγκρίνουμε ή να απορρίψουμε» την απόφαση άλλης Αυτοκεφάλου Εκκλησίας να χορηγήσει αυτοκέφαλο καθεστώς σε μία τοπική Εκκλησία. Για τους λόγους αυτούς, στα πλαί­σια του ιστορικού βίου της Εκκλησίας της Ελλάδος, οπότε και απο­νεμήθη­καν επτά Αυτοκέφαλα σε ισάριθμες κατά τόπους Ορθόδοξες Εκ­κλησίες, δεν κλήθηκε ποτέ η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, ούτε καν η Διαρκής Ιερά Σύν­οδος, να ψηφίσουν, να αποφασίσουν, να συμπράξουν ή ό,τι άλλο, στη χορή­γηση Αυτοκεφάλου. Απλά ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος, στα πλαίσια της ιδι­αίτερης ευθύνης του ως Προκαθήμενος της Εκκλησίας μας, αποφάσιζε την αποστολή ειρηνικών Επιστολών.
Αυτήν την ευθύνη α­ναγνώρισε και η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, στο Μακαριώτατο Αρχιεπί­σκοπό μας, Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερώνυ­μο Β΄. Η απόφαση αυτή ήταν ομόφωνη, δηλαδή όλοι οι παρόντες Ιεράρχες αποδεχτήκαμε αυτό το Κανονικό δικαίωμα του Οικουμενικού Πατριαρχεί­ου, απλώς κάποιοι Σεβα­στοί Ιεράρχες, για διαφορετικούς ο καθένας τους λόγους, ζήτησαν αναβολή στη λήψη απόφασης, χωρίς όμως, και το τονίζω αυτό, να διαφοροποιηθούν από τα παραπάνω, τα οποία αποδέχθηκαν πλή­ρως.

Να εξηγήσουμε λίγο αυτό το κομμάτι μεταξύ προνομίων και ευθυνών;

Για να γινόμαστε απόλυτα σαφείς, η απονομή Αυτοκεφάλου τους τελευταί­ους αιώνες είναι όχι προνόμιο αλλά ευθύνη του Οικουμενικού Πατριαρχεί­ου, το οποίο την αναλαμβάνει και την ασκεί με γνώμονα τις ανάγκες της Εκκλησίας, την Ιεροκανονική Τάξη και Παράδοση, αλλά και την ιστορική συγκυρία. Μπορεί από την ανάληψη και άσκηση αυτής της ευθύνης να προ­κύπτουν παραπικρασμοί, δεν έχει προκύψει όμως ποτέ ζημιά στην Εκκλη­σία. Αντίθετα, ζημιά πήγε να γίνει όταν το Πατριαρχείο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις καθυστέρησε στην απονομή Αυτοκεφαλίας.
Σε κάθε περίπτω­ση πρέπει να αναγνωρίσουμε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο την ανωτερό­τητα, αν όχι και τη λεβεντιά, του να χορηγεί Αυτοκέφαλα με κόστος και ζημία για το ίδιο.
Πολλές από τις Εκκλησίες που έλαβαν την Αυτοκεφαλία τους από την Κωνσταντινούπολη, όχι απλώς διαφώνησαν σε διορθόδοξα και διαχριστιανικά θέματα, αλλά στράφηκαν ανοικτά και απροκάλυπτα ε­ναντίον της. Η κάθε χορήγηση Αυτοκεφαλίας απομειώνει το Κανονικό έ­δαφος άμεσης δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ενώ πολλές φορές το φέρνει αντιμέτωπο και με την Κυβέρνηση της χώρας όπου εδρεύει, κάτι το πολύ επικίνδυνο, όπως έχει αποδειχθεί στο παρελθόν. Οι δε λοιπές κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες, κατά τη διαδικασία χορήγησης Αυτοκε­φάλου απλώς ενημερώνονται, χωρίς να καταγράφεται η οποιαδήποτε συμ­μετοχή τους.
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα απονομής Αυτοκεφαλίας κατά τον 20ο αι­ώνα είναι το παράδειγμα της Βουλγαρικής Εκκλησίας. Σέ Σύνοδο των Πατριαρχών της Ανατολής του 1872 στην Κωνσταντινούπολη, η οποία έφε­ρε επίσης τον τίτλο « Αγία και Μεγάλη», καταδικάστηκε ξανά ο εθνοφυλε­τισμός, καθαιρέθηκαν και αναθεματίστηκαν όσοι Κληρικοί εν­τάχθηκαν στη Βουλγαρική Εξαρχία και δημιουργήθηκαν συνθήκες διακο­πής κοινωνί­ας με τους Βουλγάρους, οι οποίοι δρούσαν όχι εκκλησιαστικά, αλλά στα πλαίσια της πολιτικής του Πανσλαβισμού.
Το 1945, μετά τη λήξη του Β΄ Πα­γκοσμίου Πολέμου, το Οικουμενικό Πατριαρχείο χορηγεί Αυτοκε­φαλία στην Εκκλησία της Βουλγαρίας και μάλιστα χορηγεί και Πατριαρχι­κή περιωπή, στους διαδόχους όσων καθαίρεσε και αναθεμάτισε η Σύνοδος των Πατριαρχών της Ανατολής του 1872, χωρίς να συγκαλέσει νέα Σύνοδο των Πατριαρχών της Ανατολής. Δηλαδή, μόνο του το Οικουμενικό Πατρι­αρχείο αναίρεσε τις καθαιρέσεις και τα αναθέματα που είχε επιβάλλει Με­γάλη Σύνοδος, απένειμε την Αυτοκεφαλία σε όσους είχαν χειροτονηθεί α­πό καθαιρεθέντες και αναθεματισθέντες όντας οι ίδιοι χαρακτηρισμένοι σχισματι­κοί, ουσιαστικά μόνο του τους αποκατέστησε στην Εκκλησιαστική Κοινωνία, οι δε άλλες Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες απλώς συνέ­πλευσαν με το Πατριαρ­χείο αναγνωρίζοντάς του το σχετικό προνόμιο.
Ένα μικρό σχόλιο για τη μεγαλοψυχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία αν και είχε υποφέρει πολλά από τους Βουλγάρους Εξαρχικούς και τους επιγό­νους τους, μάλιστα δε στην πολύπαθη περιοχή της Μακεδονίας και της Θράκης, όχι μόνο δεν αντέδρασε καθόλου, αλλά έσπευσε από τους πρώ­τους να αποστείλει ειρηνική Επιστολή, προτάσσοντας την Πανορθόδοξη ε­νότητα και αποδεικνύοντας ότι είμαστε μιμητές Χριστού.
Επιπλέον, πρέπει να καταγραφεί και να αναγνωριστεί η προσπάθεια του Οικουμενικού Πατριαρχείου να συμφωνηθεί ένας τρόπος απονομής Αυτό­κεφάλου με σύμπραξη όλων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών. Δυς­τυχώς, αν και το Πατριαρχείο έκανε τη δική του υπέρβαση, κάποιοι άλλοι δεν μπόρεσαν να ενεργήσουν με αντίστοιχη υπευθυνότητα για την ενότη­τα της Ορθοδοξίας και έσπευσαν να προβάλουν veto, να διεκδικήσουν, να αντιτείνουν κι όλα αυτά για να καταφέρουν μόνο να αποδείξουν μια επι­πολαιότητα και εξάρτηση από την κοσμική εξουσία. Γρήγορα συνειδητο­ποίησαν φαντάζομαι, πόσο αυτοκαταστροφικό είναι να τορπιλίζεις σοβαρές προσπάθειες εμβάθυνσης της Συνοδικότητας και της αυτοσυνει­δησίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Καταληκτικά, πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους πως άπαξ και εκδόθη­κε ένας Τόμος Αυτοκεφαλίας, αυτός ισχύει ως έχει μέχρι να καταργηθεί ή τροποποιηθεί με τη σύμφωνη γνώμη της τοπικής Εκκλησίας προς την ο­ποία χορηγήθηκε η Αυτοκεφαλία, από Μείζονα Σύνοδο με τη συμμετοχή των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών. Σε αυτή τη Μείζονα ή Πανορθόδοξη Σύνοδο, ή Σύναξη των Προκαθημένων, πρέπει να αναφερθούν και να εκτι­μηθούν τα επιχειρήματα που ακούγονται στις ημέρες μας για το Ουκρανι­κό Αυτοκέφαλο κι όχι στις Ιεραρχίες των κατά τόπους Αυτοκεφάλων Εκ­κλησιών. Μακάρι ο Άγιος Θεός να μας φωτίσει προς κάτι τέτοιο.

Διαβάζοντας την απόφαση του ρωσικού Πατριαρχείου για την Εκκλησία της Ελλάδος, πολλοί ανιχνεύουν προσπάθεια δημιουργίας έντασης στους κόλπους της ή ακόμη και διάσπασης. Πως την αντιλαμβάνεστε εσείς;

Ο Θεός να με συγχωρήσει γι’  αυτό που σκέφτηκα μόλις διάβασα την ανα­κοίνωση της Εκκλησίας της Ρωσίας. Την θεωρώ ομολογία ενοχής και από­δειξη υιοθέτησης πρακτικών συσκότισης της αλήθειας. Προ­βάλλονται μο­νομερώς ορισμένες απόψεις, αποσιωπώνται άλλες, είναι πρόδηλη η προσ­πάθεια να κατηγορηθεί η Εκκλησία της Ελλάδος ότι δεν τηρεί το Συνοδικό σύστημα, διατυπώνονται απειλές, επιβάλλεται «οικονομικός αποκλει­σμός» με την απαγόρευση προσκυνηματικών εκδρομών στις επαρχίες ό­σων Ιεραρχών της Εκκλησίας της Ελλάδος εφαρμόσουν το Κανονικό Δίκαιο και τηρήσουν την Παράδοση της Εκκλησίας μας… Τί είναι αυτά; Συνειδητο­ποιούν κάποιοι πως έχει ξεπεραστεί ανεπιστρεπτί τόσο η εποχή των Τσά­ρων όσο και η εποχή των Σοβιέτ; Γιατί πρέπει ο μεγάλος Ρωσικός λαός να πορευτεί στις ημέρες μας με αυτά τα πρότυπα, τα οποία ιστορικά αποδε­δειγμένα τον έβλαψαν και δημιούργησαν συνθήκες τρομακτικής αντιπα­λότητας, για να μην πω την απαράδεκτη λέξη «μίσος», με τους γείτονές τους Ουκρανούς;

Συνειδητο­ποιούν κάποιοι πως έχει ξεπεραστεί ανεπιστρεπτί τόσο η εποχή των Τσά­ρων όσο και η εποχή των Σοβιέτ;
Σέβομαι και θαυμάζω τον Ρωσικό λαό, το μεγαλείο του, τις θυσίες του, τον πολιτισμό του! Ποιος Ορθόδοξος δεν συγκλονίζεται όταν ακούει το όνομα του Αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ, του Ντοστογιέφσκυ ή του Σολζενίτσιν; Ποιος δεν κατανύσσεται από τη ρωσική υμνολογία και εικονογραφία; Ποι­ος Έλληνας δεν σκιρτά και δεν χαίρεται όταν συναντά Ρώσο, κυρίως για την κοινή Παράδοση και τους όμοιους αγώνες για την ελευθερία; Ποιος πο­λίτης της γης αυτής μπορεί να αρνηθεί τις μεγαλειώδεις θυσίες του ρωσι­κού λαού, ιδίως κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και την ουσιαστική συμβο­λή του στην παγκόσμια νίκη κατά του φασισμού και του ναζισμού;
Γιατί λοι­πόν, όσοι είναι πνευματικοί ταγοί ενός τέτοιου λαού, αντιπαρέρχονται όλα τα παραπάνω πορευόμενοι σε αντίθετη κατεύθυνση, υποτασσόμενοι στις σκοπιμότητες της εξωτερικής πολιτικής του Κράτους τους και δεν ανα­λαμβάνουν την ευθύνη τους ως εκκλησιαστικοί ποιμένες;
Σταματώ εδώ για να μην κατηγορηθώ ότι ρίχνω λάδι στη φωτιά, τη στιγμή που η Πανορθόδοξη ενότητα πρέπει να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού.

Στη Μόσχα βέβαια θεωρούν πως είναι δικαιολογημένη η αντίδραση τους γιατί έγινε καταπάτηση των εδαφών τους.

Δεν είναι αληθές αυτό που έντονα υποστηρίζε­ται από τους Ρώσους και από όσους ποικιλοτρόπως επηρεάζουν στην Ελ­λάδα, ότι η Ουκρανία ήταν Κανονικό έδαφος του Πατριαρχείου Μόσχας. Αποκαλυπτική για μένα ήταν η μονογραφία του τότε Αρχιγραμματέα του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας, αργότερα δε Μητροπολίτη Πισιδίας μακαριστού κυ­ρού Μεθοδίου Φούγια, ο οποίος το 1955 υπό τον τίτλο «περί των Ουκρανι­κών Αυτοκεφάλων», αναδεικνύει το αίτημα των Ουκρανών για Αυτοκεφα­λία ήδη από το 1917, ενώ τονίζει ρητά ότι ο Μητροπολίτης Κιέβου είναι Έ­ξαρχος του Οικουμενικού Πατριάρχη στην περιοχή.
Και ο μακαριστός τα γράφει αυτά αντικειμενικά σε ανύποπτο χρόνο! Στο γεγονός αυτό εξάλ­λου, στηρίχθηκε το δικαίωμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου να θεωρηθεί Μήτηρ-Εκκλησία και να απονείμει το Αυτοκέφαλο στην Εκκλησία της Πο­λωνίας το 1924, μιας που η περιοχή δικαιοδοσίας της λογιζόταν Κανονικό έδαφος της Εκ­κλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Επομένως, έχουμε ήδη έ­να Αυτοκέφαλο αναμφισβήτητο από όλες τις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκ­κλησίες, το οποίο στηρίζεται στη διαπίστωση ότι ο Επίσκοπος Κιέβου ήταν Έξαρχος του Οικουμενικού Πατριάρχη.
Να τελειώσω εκφράζοντας τη διαπίστωση ότι υπάρχουν πολλά ακόμη να συζητηθούν γύρω από το Ουκρανικό Αυτοκέφαλο, μένουν να διασαφηνι­στούν και να ρυθμιστούν λεπτομερώς αρκετά θέματα κι όλα αυτά θα δοκι­μάσουν και τη συνοχή της νέας Αυτοκέφαλης Εκκλησίας και την ψυχραι­μία των παλαιότερων. Χρειάζεται ισχυρή προσευχή ώστε η Μία, Αγία, Κα­θολική και Αποστολική Εκκλησία, η Εκκλη­σία των Ορθοδόξων, να κινηθεί πέρα και πάνω από μικροπολιτικές σκοπι­μότητες και ιδιοτέλειες διασφαλί­ζοντας την εφαρμογή του Θείου Θελήμα­τος και συνάμα διασώζοντας την ενότητά της.

Απλά δεν πρέπει ούτε στιγμή να ξεχάσουμε ότι την ιστορία την κυβερνά ο Χριστός κι όχι τα γεωπολιτικά συμφέροντα ή οι Μεγάλες Δυνάμεις, η δε Εκκλησία Του είναι το Μυστικό του Σώμα το οποίο παρατει­νόμενο εις τον αιώνα δεν πρόκειται να καταλυθεί ποτέ.