HOLY AND GREAT COUNCIL DOCUMENT

Draft Synodical Document

Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2019

ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΠΑΝΩΤΗΣ: Η ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΟΥΚΡΑΝΙΚΟΥ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ


Ο περίπυστος ναός της του Θεού Σοφίας του Κιέβου. Ιερός τόπος εκφράσεως πολλάκις του βιώματος
 της Ουκρανικής αυτοκεφαλίας

Προς βαττολογούντες υβριστές της Μητρός Εκκλησίας

Του καθηγητή Αριστείδη Πανώτη 

Η Εκκλησιαστική Ιστορία δεν είναι απλή απαρίθμηση ιστορικών γεγονότων, αλλά προ πάντων παρατήρηση της σταδιακής εξελίξεως συμβάντος που συμβαίνει στην εκκλησιαστική ζωή και αυτό άλλοτε παραδειγματίζει και άλλοτε κακοφορμεί και μολύνει την σωστική αποστολή της Εκκλησίας να συνεχίσει το έργο του Ιησού Χριστού «επί της γης ως εν τοις ουρανοίς».
Όπως όλα τα ιστορικά γεγονότα και το θέμα της Ουκρανικής εκκλησιαστικής ανεξαρτησίας (Αυτοκεφαλίας) ως «αίτιο» έχει και το «αιτιατόν» του όταν αυτά φωτιστούν προκύπτει και η αλήθεια. Έχω γράψει πώς και υπό ποίες συνθήκες ο μεγάλος πατριάρχης Ιερεμίας ο Β΄ αναγκάστηκε να υψώσει την Μητρόπολη Μόσχας σε Πατριαρχείο με σαφείς και «μεμαρτυρημένους όρους», γνωστούς και από τις Εκθέσεις των τότε αρχιερέων που στάλθηκαν εκ του Ιερού Κέντρου. Όταν ο αντιτσάρος Βόρις Γκουντούνωφ αξίωσε την επικύρωση των άλλων παλαίφατων Πατριαρχών ζήτησε συνοδική κατοχύρωση γιατί αυτό επί 1000 περίπου χρόνια δεν είχε τολμηθεί και ήταν μία καινοτομία που χρειαζόταν το κύρος δύο Μεγάλων Συνόδων στην Καθέδρα του Πρώτου της Ορθοδοξίας, το 1590 και το 1593 για να επικυρωθεί η νεοσύστατη πέμπτη πατριαρχία στη Μόσχα. Οι μετέχοντες Πατριάρχες φαίνεται πως είχαν γνώση των κυκλοφορούντων από αιώνος των «Ψευδοραμάτων» περί της Τρίτης Ρώμης και σεβόμενοι την κανονική τάξη των «Ιερών Διπτύχων» αποδέχθηκαν την απόφανση του πατριάρχη Ιερεμία Β΄ ότι «Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ήταν και είναι η κεφαλή της Εκκλησίας στην Ανατολή». Αυτό σημαίνει επιμονή στην κανονική ακρίβεια για να μην κινδυνεύσει κάποτε η πολύτιμη ενότητα της κατ’ Ανατολάς Εκκλησία από ανθρώπινες φιλοδοξίες και συμφέροντα ξένα προς την αποστολή της Εκκλησίας. Αυτό φαίνεται δεν άρεσε στους Σλάβους που διατηρούν στην ταυτότητά τους τη φυλετική ορμή προς αρχηγία και αμέσως επιδίωξαν να αποψιλώσουν με βαρβαρική ορμή τα προνόμια και δίκαια του Οικουμενικού Θρόνου για να πτοηθεί από τον όγκο και τον πλούτο ο κανονικός «Πρώτος» της κατ’Ανατολάς Εκκλησίας και να συμπράξει ως δειλός θεράπων στο «Συνδρόμου του Γιγαντισμού» της Ρωσικής Εκκλησίας. Η Εκκλησία της Νέας Ρώμης σεβόμενη την εν Χριστώ ελευθερία των Εθνών υπερασπίζεται την κανονική της ευθύνη ως Αποστολική Καθέδρα να διασφαλίζει την κληρονομία της από κάθε υφαρπαγή και η τιμαλφής παρακαταθήκη αυτή να παραμένει αέναη πηγή χάριτος και φωτισμού των Αγίων κατά τόπους Εκκλησιών ως ακένωτος μητρικός ταμειούχος θεσμός προστασίας και στοργής της «χάριτος» της Ϊερωσύνης.

Το Ουκρανικό θέμα ξεκίνησε την εποχή που ο Μόσχας Ιωακείμ (1674-1690) δεν θέλησε να σεβαστεί την αρχαιότητα της Μητροπόλεως Κιέβου, ούτε και την εμπειρία των προκατόχων του που αντιμετώπισαν παρόμοιες προθέσεις παραβιάσεως της από αιώνων κανονικής τάξεως. Προφανώς συμφέροντα αλλότρια της Εκκλησίας τον ώθησαν να προβεί σε χειροτονία ως μητροπολίτη Κιέβου προσώπου της αρεσκείας του. Η εκκλησιαστική συνείδηση των Ουκρανών επισκόπων και του λαού εξεγέρθηκε και το ζήτημα έλαβε διαστάσεις και τότε ο Μόσχας κινδύνευε να καθαιρεθεί. Οργανώθηκε ολόκληρη διπλωματική συνωμοσία με τον Βόσνιο Μ. Βεζύρη να παρέμβει ο Σουλτάνος και να υποχρεωθεί ο πατριάρχης Διονύσιος Δ΄ να εκδώσει το 1686 «στανικά» μία επιστολή δήθεν «εξουσιοδοτήσεως» στον Μόσχας Ιωακείμ να προβεί στην χειροτονία, κάτι που στερείται εντελώς κύρους «εκκλησιαστικής πράξεως». Με αυτή τη ραδιουργία ο Μόσχας άρπαξε την Εκκλησία της Ουκρανίας διότι οι τότε συνθήκες δεν επέτρεψαν καταγγελία της αντικανονικής αυτής απάτης και «τιμήθηκε δια της σιωπής» όπως έλεγαν χαρακτηριστικά οι παλαιοί Φαναριώτες και αφέθηκε να ξεχαστεί. Σήμερα όμως οι Μοσχοβίτες υπερεκτιμώντας τις κανονικές δυνατότητές τους επιχειρούν κακουργία Ύβρεως των Ιερών Κανόνων με «ωνητέους» από δωροδοκίες για να διαστρέφουν το φρόνημα κλήρου και λαού και χλευάζουν την Μητέρα Εκκλησίας μας. 

Η ιστορική πραγματικότητα μας διδάσκει ότι υπάρχει διαφορά στην εθνική ταυτότητα και ψυχολογία των υπερβόρειων Σλάβων από τους νότιους Ρως της Ουκρανίας που χρόνια δέχθηκαν την επιρροή των Παρευξείνιων πληθυσμών, μεταξύ των οποίων είναι οι Έλληνες που συνέστησαν εκεί πολίσματα και την πρώτη τοπική ιεραρχία στην Κριμαία της Ταυρίδος ήδη τεκμηριωμένα από τον Δ΄ χριστιανικό αιώνα. Η διαφορά αυτή παρατηρείται και στους απογόνους των Ούννων Γερμανούς σε σχέση με εκείνους τους ευαίσθητους και φιλόμουσους του νότου Αυστριακούς. Οι βόρειοι Μοσχόβιοι παρέμειναν μακροχρόνια υποτεταγμένοι στο τσαρισμό και σοβιετισμό και διαμόρφωσαν «ύφαλον», σατραπικό και πονηρευόμενο Γένος. Οι Κιεβινοί όμως στάθηκαν επιρρεπείς σε ανοίγματα και μιμήσεις της ζωής ευρωπαϊκών λαών και έζησαν μακράν μαστιγίου δυνάστη της ορδής και γι’ αυτό προτιμούσαν φιλελεύθερα ανοίγματα. 

Από το 1700 που απεβίωσε ο τελευταίος Πατριάρχης Μόσχας Αδριανός η διαδοχή της πατριαρχίας σταμάτησε γιατί στα χρόνια του πατριάρχη Φιλάρετου Ρωμανόφ (1619-1633) το κράτος μεταβλήθηκε σε θεραπαινίδα της Εκκλησίας. Τώρα προέκυψε μια μεταβατική περίοδος και ο Κοζάκος Πίλιπ Ορλίκ ( 1672-1742), έμπειρος Ουκρανός λόγιος διπλωμάτης νομίζοντας ότι κάτι θα αλλάζει στη χώρα του, το 1710 εκπονεί σχέδιο συνταγματικών αρχών και στο πρώτο άρθρο του καθορίζεται Ορθόδοξη Εκκλησία για το Κίεβο ανεξάρτητη από τη Μόσχα, όπως εκείνη που λειτουργούσε μέχρι το 1686 και την κατέλυσε ο Μόσχας Ιωακείμ με την άθεσμη χειροτονία μητροπολίτη για να εκρωσίσει τον ουκρανικό λαό. Μάλιστα ο Ορλίκ εισηγείτο η νέα Κιεβινή Εκκλησία να ανασυνδεθεί με τον Οικουμενικό Θρόνο δια Μητροπολίτη Εξάρχου που θα ανανεώσει τους δεσμούς των Ουκρανών με τις θρησκευτικές βυζαντινές τους ρίζες που απέδωσαν τόσους πολιτιστικούς καρπούς. Αυτή τη σπουδαία μαρτυρία την αγνοούν όσοι τώρα ασχολούνται με την σημερινή χορήγηση της ανεξαρτησίας στην Κιεβινή Εκκλησία και υπεραμύνονται της υποδουλώσεως στο κράτος της Μόσχας κάτι που υιοθέτησε ο Μέγας Πέτρος επηρεασμένος από τον Προτεσταντισμό που είναι αντίθετος στην Ορθόδοξη «Εκκλησιολογία» γιατί μεταβάλλει την Εκκλησία σε θεραπαινίδα του κράτους με την σύσταση της Αριστίνδην Συνόδου υπό της κοσμικής εξουσίας. Δυστυχώς το αυτό έπραξαν και οι Βαυαροί στην απελευθερωμένη Ελλάδα το 1833 προκαλέσαντες σχίσμα 17 χρόνων με την Μητέρα Εκκλησία του Γένους μας και σκάνδαλα και συνεχείς ταραχές στην Ελλαδική Εκκλησία. 

Όμως ο εσώτατος «Πανουκρανικός» πόθος κλήρου και λαού για ελεύθερη από την Μόσχα Εκκλησία ένοπλα καταπνιγόταν από τους εγκάθειρκτους του Κρεμλίνου στην ουκρανική πατρίδα. 

Κάτω από αυτόν τον Παντοκράτορα συνήλθαν οι Πανουκρανικές Συνελεύσεις
για την ανεξαρτησία (αυτοκεφαλία) της Μητροπόλεως Κιέβου.

Η ανατάραξη του Φεβρουαρίου του 1917 συγκλόνισε όλους τους λαούς της Ρωσίας που εσώκλεισε με τα όπλα ο Τσαρισμός στα αχανή κρατικά εδάφη του για να γιγαντώσει το μέγεθος του μεταξύ των εθνών του πλανήτη μας. Οι ακραίων υλιστικών πεποιθήσεων Μπολσεβίκοι του επαναστάτη Βλαντίμιρ Ίλιτς Ουλιάνοφ-Λένιν, ήταν επιθετικότεροι και μεθοδικότεροι και τελικά αυτοί κατέκτησαν την εξουσία στη Ρωσία. Απ’ αρχής στάθηκαν εχθρικοί όχι μόνον προς την τσαρική τυραννίδα, αλλά και προς την «Αυτοκρατορική Εκκλησία» που την υπηρετούσε εγκαθιδρύοντας το ολοκληρωτικό σοβιετικό καθεστώς! Όπως ο πυλώνας της Εκκλησίας συγκλονίστηκε από το σεισμό του «Εθνοφυλετισμού» που διέπραξε από τα μέσα του 19ου αιώνα την μέγιστη κανονική ύβριν κατά της ενότητος της Ορθοδόξου Εκκλησίας σπέρνοντας τον διαλυτικό σπόρο του διχασμού προς εκμαυλισμό του βουλγαρικού «πατριωτισμού» και μετά προς εξαραβισμό των Ελληνορθοδόξων της Μέσης Ανατολής. 

Όταν άρχισαν τον Κ΄ αιώνα οι πρώτες κοινωνικές αναταράξεις της ερχόμενης «κακοκαιρίας» στην Ρωσία και οι πιστοί προαισθάνοντο τον κίνδυνο ελλείψεως θρησκευτικού ηγέτη και κατά την Επανάσταση του 1917 επιδίωκαν την επανασύσταση της ρωσικής πατριαρχίας και το πέτυχαν. Τότε στην Ουκρανία την υπέρτατη εξουσία ασκούσε η «Κεντρική Ράντα» (Τσεντράλνα), δηλαδή το νέο «Κοινοβούλιο» της χώρας. Αυτό επιδίωκε την ανασύσταση της κρατικής οντότητας στην Ουκρανία, ώστε αυτή να γίνει εντελώς ανεξάρτητο κράτος από το κράτος της Μόσχας. Ο Στρατός που κατά παράδοση συγκέντρωνε πέρα από τις διαιρέσεις όλους τους χριστιανούς της χώρας ανέλαβε να χειριστεί το εκκλησιαστικό πρόβλημα του νέου κράτους της Ουκρανίας. Έτσι το Αρχηγείο του Στρατού συνεκάλεσε στις 9 Νοεμβρίου 1917 στο Κίεβο το Γ «Πανουκρανικό Συνέδριο» και οι συνελθόντες ομόφωνα ενέκριναν «Ψήφισμα υπέρ της ανασυστάσεως της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ουκρανίας». Για να ρυθμιστούν μάλιστα τα διάφορα σχετικά ζητήματα συγκρότησαν Επιτροπή υπό τον επίσκοπο Αλέξιο Ντοροντνίτσιν προερχόμενο εκ της Μητροπόλεως Βαντιμίρ που εμφανιζόταν ως αρχιερεύς των Ενόπλων Δυνάμεων! Εξ αυτών στις 23 Νοεμβρίου 1917 συγκροτήθηκε μία «Εκκλησιαστική Ράντα», που ήταν αμφιβόλου συνθέσεως από κληρικούς και λαϊκούς που φρονούσαν περίπου όμοια με εκείνα και που υποστήριζαν και οι «Ανακαινιστές» στην «Κληρικολαϊκή Συνέλευση» της Μόσχας. Τελικά για να ξεκαθαρίσει το αίτημα της αυτοκεφαλίας αποφασίζεται να συγκληθεί μία νέα «Πανουκρανική Σύνοδος» στον Καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας του Κιέβου στις 7 Ιανουαρίου 1918 για να εξετάσει τον κανονικό τρόπο αποκαταστάσεως της αρχαίας ανεξαρτησίας της Μητροπόλεως Κιέβου. Όμως η περιοχή του Κιέβου ήταν επίκεντρο της εμφύλιας συρράξεως του Λευκού και του Κόκκινου Στρατού και η φρίκη του εμφυλίου διαμάχη ματαίωσε την προγραμματισμένη σύναξη στην Κιεβινή Καθέδρα. Οι Μπολσεβίκοι που είχαν εισχωρήσει στο Κίεβο άρχιζαν τις εκτελέσεις όσων εθεωρούντο δεμένοι με τον Τσαρισμό.

Ο ιερομάρτυς Κιέβου Βλαδίμηρος σε νεότερη ηλικία

Τότε ο εβδομηκοντούτης μητροπολίτης Κιέβου και άγιος ιεράρχης Βλαδίμηρος Μπογκογιαβλένσκυ (1846-1917) είχε μετοικίσει στη Λαύρα Πετσέρσκαγια για να προστατεύσει τους εκεί εγκαταβιούντες μοναχούς κοντά στα τείχη του Κιέβου. Ένα απόσπασμα πέντε ενόπλων Μπολσεβίκων τον αναζήτησαν εκεί και τον συνέλαβαν στις 23 Ιανουαρίου 1917 μέσα στη νύκτα και τον εξαφάνισαν. Την επόμενη ημέρα κάποιες ευσεβείς γυναίκες αναζήτησαν την αγία μορφή του. Τον βρήκαν εκτελεσμένο έξω από τα τείχη του Κιέβου και σκεπασμένο με το πανωφόρι του και ειδοποίησαν τους πατέρες που έσπευσαν και μετέφεραν το σεπτό σκήνωμά του στη Λαύρα των Σπηλαίων, όπου και τον εκήδευσαν εν μέσω ευσεβών και συγκινητικών εκδηλώσεων του κλήρου και του λαού του και τον ενταφίασαν εκεί.1 Από την γενόμενη ιατρική εξέταση αποδείχθηκε πως πριν τον δολοφονήσουν τον κακοποίησαν με λακτισμούς και γρονθοκόπημα και μετά τον εκτέλεσαν με πυροβολισμούς. Το έγκλημα αυτό των Μποσελβίκων ήταν ενδεικτικό των όσων θα ακολουθούσαν μετά στην χώρα κατά του κλήρου και των θρησκευόμενων.


Εικόνες από την σύλληψη, εκτέλεση και ταφή του Αγίου Βλαδιμήρου καθώς και το λείψανό του
στην Λαύρα των Σπηλαίων.

Για να στηριχθεί η τοπική Εκκλησία συνοδικά εκλέχτηκε ως διάδοχός του στο Κίεβο ο ιεροπρεπής και εγκρατέστατος θεολόγος και πιστός ιεράρχης Αντώνιος Κραποβίτσκυ από Χαρκόβου, στις 30 Μαΐου του 1918, προσωπικότητα γενικής εκτιμήσεως στην Εκκλησία. Τότε ο αρχιμανδρίτης Ιάκωβος Βατοπαιδινός, που εκπροσωπούσε τον πατριάρχη Κων/πόλεως Γερμανός στη Μόσχα πληροφόρησε το Φανάρι για τα συμβάντα στο Κίεβου ενώ διεξάγοντο οι τελευταίες πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ Συμμάχων και Γερμανών και Τούρκων στη Θράκη. Λίγο πριν ανακοινωθεί η «Ανακωχή του 1918»2 ο πατριάρχης Γερμανός παραιτείται, ενώ η Ρωσία ήταν βυθισμένη στον Εμφύλιο Πόλεμο. 

Την κρίσιμη αυτή περίοδο ο εθνικός πόθος των Ουκρανών για κρατική και θρησκευτική ελευθερία αφυπνίζεται και απαιτεί σεβασμό στα από αιώνων δίκαια του. Θέλει κράτος ανεξάρτητο από το Κρεμλίνο και Εκκλησία δεμένη με την πηγή της αποστολικότητας που κατέστησε τον ουκρανικό λαό επί αιώνες «έθνος άγιον» στην Ορθοδοξία και τον εξέθρεψε με την βυζαντινή ευσέβεια, ώστε να πορεύεται στη Βασιλεία του Χριστού κατά τις επιταγές την κανονικής Τάξεως. Την αποφασιστικότητα των πιστών Ουκρανών οσφράνθηκε η διοικούσα Σύνοδος της Πετρουπόλεως και εγκαίρως το θέρος του 1917 θέλησε να εκτονώσει την αγανάκτησή του και αποφάσισε να επιλύσει μερικά δευτερεύοντα ζητήματα της Μητροπόλεως Κιέβου: α) Να εκλέγονται στις επισκοπές της Ουκρανίας μόνον ομοεθνείς τους και β) Να κηρύττουν οι κληρικοί της το Ευαγγέλιο, να διδάσκουν την κατήχηση και να λειτουργούν μόνον στην σύγχρονη ουκρανική γλώσσα και όχι στα σλαβονικά, όπως επέβαλε η τσαρική εντολή για τον προοδευτικό εκρωσισμό τους. Τα παραχωρηθέντα «προνόμια» που δόθηκαν προς δελεασμό δεν κλόνιζαν την δεσποτική επικυριαρχία της Μόσχας ούτε αδυνάτιζαν το επιμελώς από μακρού τρεφόμενο «Σύνδρομο του Γιγαντισμού» της ρωσικής πατριαρχίας που εκπορευόταν από την «Πανσλαβιστική» ιδεοληψία! 

Το κύριο πρόβλημα Πατριαρχείου της Μόσχας χθες και σήμερα είναι ότι τρέμει την απογύμνωση του ψευδούς «Γιγαντισμού» του γιατί θα αποκαλύψει πόσο ήδη έχει εκτροχιαστεί από την Καθολικότητα της Ορθοδοξίας και κινδυνεύει μόνη να μεταβληθεί σε παρασυναγωγή ορθοδοξίας, συμπλέουσα με το σύμφυρμα: «Παλαιοημερολογιτών», «Ενιστάμενων», «Αμνημονευτών» και λοιπών κακομαθημένων οπαδών του ζηλωτισμού, ενταύθα και στη Κύπρο, που η ατίθαση συμπεριφορά τους μεταβάλλει σε «ροτβάϊλερ» της δήθεν κανονικής ακριβείας μήπως τρομάξουν τους αδαείς των εκκλησιαστικών πραγμάτων για να εμψυχώσουν τους ωνητέους στον Μοσχόβιο εθνικισμό, οι οποίοι υπό την μαεστρία δυσάρμοστου προς την κανονική τάξη, περιέρχονται «γη και θάλασσα» προς άγρα προσήλυτων σε ακάνονη και ανιστόρητη παραφωνία, διαπράττοντες και υπερόρια κανονική Ύβρη σε απελευθερωμένες τοπικές Εκκλησίες από τον Μοσχόβιο ζυγό, μήπως προλάβουν την κατάρρευση του «Συνδρόμου του Γιγαντισμού» της ρωσικής πατριαρχίας και αποκαλυφθεί η ψευδοδοξία της απάτης περί της Τρίτης Ρώμης.- 

Α.Π. 
________________
1 Στις 3 Οκτωβρίου του 1989 διακηρύχθηκε η αγιότητα του Κιέβου Βλαδιμήρου που αποτέλεσε τον πρωτομάρτυρα του νέφους των νεομαρτύρων στη Ρωσία του 20ού αιώνα. 
2 Η Ανακωχή υπογράφεται στις 29 Σεπτ./11Οκτ. του 1918 και κράτησε μέχρι την υπογραφή της «Συνθήκης της Λωζάννης» το 1923.