HOLY AND GREAT COUNCIL DOCUMENT

Draft Synodical Document

Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2019

Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ


Βλ. Ιω. Φειδά , Εκκλησιαστική Ιστορία Ι, Αθήνα 2003 3 , σελ. 863-883
Η Οικουμενική σύνοδος υπήρξε η αυθεντική φανέρωση της συνοδικής συνειδήσεως της Εκκλησίας και σφράγισε την όλη λειτουργία του εκκλησιαστικού σώματος κατά τη δογματική διατύπωση της εμπειρικώς βιουμένης άληθείας της πίστεως ως προς συγκεκριμένο θεολογικό πρόβλημα. Η συνοδική συνείδηση υπήρξε πάντοτε μία μόνιμη λειτουργία του εκκλησιαστικού σώματος, η οποία βιώνεται από την ευχαριστιακή σύναξη μέχρι την ενεργοποίηση των ποικίλων μορφών του συνοδικού συστήματος. Κορυφαία έκφρασή της ήταν η ενεργοποίηση του θεσμού της Οικουμενικής συνόδου για την περιφρούρηση ή την αποκατάσταση της ενότητας της Εκκλησίας στην ορθή πίστη και στην αγάπη. Βεβαίως, η σύγκληση των Οικουμενικών συνόδων υπήρξε έκτακτο γεγονός στη ζωή της Εκκλησίας και συνδέθηκε πάντοτε με την έγερση κάποιου σοβαρού ζητήματος πίστεως, το οποίο απειλούσε την αυθεντικότητα της παραδόσεως ή της πνευματικής αποστολής της Εκκλησίας στον κόσμο. Η χριστοκεντρική οντολογία της Εκκλησίας ως του προεκτεινόμενου στον χρόνο και στην ιστορία σώματος του Χριστού βεβαιώνεται με την ενέργεια του αγίου Πνεύματος και φανερώνεται στην Οικουμενική σύνοδο ως μία συνεχής βίωση του γεγονότος της Πεντηκοστής. Ως λειτουργία τοϋ όλου σώματος της Εκκλησίας η Οικουμενική σύνοδος συγκροτείται από τους κανονικούς διαδόχους των αποστόλων και αυθεντικούς συνεχιστές της πληρότητας της αποστολικής λειτουργίας της επισκοπής. Οι επίσκοποι συμμετέχουν βεβαίως στην Οικουμενική σύνοδο ή και στις άλλες μορφές των τοπικών συνόδων όχι μόνον ως φορείς της πληρότητας της ιερωσύνης, αλλά και ως ορατές κεφαλές και εγγυητές της βεβαιότητας της ευχαριστίας σε όλες τις ανά την οικουμένη τοπικές εκκλησίες. Ύπό την έννοια αυτή η συμμετοχή τους στην Οικουμενική σύνοδο δεν είναι μόνο μία απλή έκφραση της συλλογικής ευθύνης των φορέων της επισκοπικής έξουσίας, αλλά κατανοείται κυρίως ως μία παραστατική εκπροσώπηση από την ορατή κεφαλή του όλου εκκλησιαστικού σώματος κάθε τοπικής εκκλησίας. Οι επίσκοποι δηλαδή συγκροτούν την Οικουμενική σύνοδο όχι ως ένα αυτόνομο ή ανεξάρτητο από το σώμα της Εκκλησίας συλλογικό όργανο, αλλά ως οι ορατές κεφαλές του σώματος των υπ'αυτούς εκκλησιών, το φρόνημα των οποίων καλούνται να εκφράσουν στη σύνοδο. Συνεπώς, είναι θεμελιώδης η εκκλησιολογική αρχή της συμμετοχής στις Οικουμενικές συνόδους όλων των επισκόπων της Εκκλησίας. Εντούτοις, στις συγκληθείσες επτά Οικουμενικές συνόδους δεν ήταν δυνατή για ποικίλους λόγους η συμμετοχή όλων των επισκόπων της Εκκλησίας (λόγοι ποιμαντικοί, υγείας, γήρατος, αποστάσεως κ.λπ.). Πράγματι, το εκκλησιολογικό κριτήριο της συμμετοχής όλων των επισκόπων στην Οικουμενική σύνοδο προσαρμόσθηκε με κανονικές ρυθμίσεις στις συγκεκριμένες προϋποθέσεις ή δυνατότητες κάθε έποχής και με απόλυτο πάντοτε γνώμονα την αυθεντική έκφραση του φρονήματος της όλης Εκκλησίας. Η καθιέρωση των τοπικών εκφράσεων του συνοδικού συστήματος (τοπικών, επαρχιακών, μειζόνων και πατριαρχικών συνόδων) προετοίμαζε συνήθως και το έργο των Οικουμενικών συνόδων ή έπηρέαζε την κανονική τους συγκρότηση. Οι τοπικές σύνοδοι, όπως τονίσθηκε κατά την ανάλυση της σχέσεως τοπικότητας κ αι οικουμενικότητας στην Α' Οικουμενική σύνοδο, λειτουργούσαν πάντοτε υπό την οικουμενική προοπτική κάθε τοπικής εκκλησίας, η δε προοπτική αυτή ενισχύθηκε μετά την ενεργοποίηση του θεσμού της Οικουμενικής συνόδου.

Η ισχυρή επίδραση, όπως θα δούμε, της εκκλησιαστικής διοικήσεως στη συγκρότηση της Οικουμενικής συνόδου προσδιόρισε σε μεγάλο βαθμό και την αλληλοπεριχώρηση των ποικίλων μορφών του συνοδικού συστήματος μέσα στα πλαίσια της ενιαίας συνοδικής λειτουργίας του σώματος της Εκκλησίας. Οι Επαρχιακές ή οι Πατριαρχικές σύνοδοι αντιμετώπιζαν σε τοπική διάσταση κάθε αναφυόμενο σοβαρό θεολογικό ή κανονικό ζήτημα και προετοίμαζαν την εκκλησιαστική συνείδηση για το έργο της Οικουμενικής συνόδου, ενώ συγχρόνως όριζαν και τους κανονικούς εκπροσώπους της επαρχιακής ή της πατριαρχικής περιφέρειας, οι οποίοι θα εξέφραζαν το συνολικό φρόνημα όλων των αντίστοιχων τοπικών εκκλησιών για το συγκεκριμένο ζήτημα. Συνήθως κατέγραφαν το φρόνημα αυτό και σε συνοδικές έπιστολές, τις όποιες κοινοποιούσαν προς τις διοικητικές κεφαλές των άλλων διοικητικών περιφερειών. Είναι λοιπόν ευνόητο ότι υπό την επίδραση της εξελίξεως της διοικητικής οργανώσεως της Εκκλησίας (μητροπολιτικό και πατριαρχικό σύστημα ) διαφοροποιήθηκε προοδευτικώς και η σχέση της κανονικής συγκροτήσεως μιας Οικουμενικής συνόδου προς τις εκκλησιαστικές προϋποθέσεις, οι οποίες απαιτούσαν τη συμμετοχή σε αυτές όλων των κεφαλών των τοπικών εκκλησιών, ήτοι όλων των επισκόπων της Εκκλησίας. Το εκκλησιολογικό αυτό κριτήριο εφαρμόσθηκε μόνο στη σύγκληση της Α' Οικουμενικής συνόδου, η οποία καθιέρωσε στη διοίκηση της Εκκλησίας το κατά επαρχίες μητροπολιτικό σύστημα και θεμελίωσε τις προϋποθέσεις για την ενιαία εκπροσώπηση των τοπικών εκκλησιών κάθε επαρχίας. Η κίνηση αυτή από την καθολική συμμετοχή όλων των επισκόπων όλων των τοπικών εκκλησιών προς την κανονική εκπροσώπηση του φρονήματος των τοπικών εκκλησιών μιας συγκεκριμένης επαρχιακής ή πατριαρχικής δικαιοδοσίας προσδιόρισε και τη νέα λειτουργία της εκκλησιαστικής συνειδήσεως, εφ'όσον οι εντεταλμένοι εκπρόσωποι της επαρχιακής ή της πατριαρχικής δικαιοδοσίας ήταν δυνατόν να υπερβούν ή και να παρεκκλίνουν από το φρόνημα των εκπροσωπουμένων εκκλησιών κατά τις εργασίες μιας Οικουμενικής συνόδου.

Βεβαίως, οι κανονικοί εκπρόσωποι ελάμβαναν κατά κανόνα προφορικές ή και γραπτές οδηγίες ή εξουσιοδοτήσεις για τη στάση τους στα συγκεκριμένα ζητήματα, ενώ συνήθως εφοδιάζοντο και με τις σχετικές συνοδικές επιστολές για τη γραπτή ανακοίνωση του φρονήματος των τοπικών εκκλησιών μιας επαρχίας ή και ενός πατριαρχείου. Οι οδηγίες λ.χ. του πάπα Ρώμης προς τους αντιπροσώπους του ήσαν συνήθως γραπτά μνημόνια εντολών ( commonitoria ), τα οποία περιείχαν, σε συνδυασμό με τις παπικές ή τις συνοδικές επιστολές των επισκόπων της Δύσεως, το αυστηρό πλαίσιο εκπροσωπήσεως του φρονήματος των εκκλησιών της Δύσεως. Οποιαδήποτε παρέκκλιση από τις οδηγίες αυτές καθιστούσε δυσχερή την εκκλησιαστική θέση των εκπροσώπων, οι οποίοι, συμφώνως προς τις ληφθείσες εντολές, όφειλαν να ανακοινώσουν στη σύνοδο το περιεχόμενο των συνοδικών ή των παπικών επιστολών. Ύπό το πνεύμα αυτό αναγνώσθηκαν οι συνοδικές ή παπικές επιστολές του πάπα Κελεστίνου στην Γ' Οικουμενική σύνοδο (431), του πάπα Λέοντα στην Δ' Οικουμενική σύνοδο (451), το δεύτερο Constitutum του πάπα Βιγιλίου, στην Ε' Οικουμενική σύνοδο (553), οι δύο Αναφορές του πάπα Αγάθωνα και της συνόδου της Δύσεως στην ΣΤ' Οικουμενική σύνοδο (681), τα πρακτικά της Ενδημούσας συνόδου της Κπόλεως (448) στην Δ΄ Οικουμενική σύνοδο, η συνοδική επιστολή του πατριάρχη Ιεροσολύμων Σωφρονίου στην ΣΤ΄ Οικουμενικη σύνοδο, οι συνοδικές αποφάσεις των πατριαρχών της Ανατολής στην Ζ' Οικουμενική σύνοδο κ.λπ. Η υπέρβαση των πλαισίων της άποστολής μιας Οικουμενικής συνόδου, όπως αυτή είχε δηλωθή στα γράμματα του αυτοκράτορα ( σακραί ) και του πατριάρχη Κπόλεως, προκαλούσε συνήθως δυσχέρειες στους εκπροσώπους, οι οποίοι δεν θα είχαν λάβει σχετικές οδηγίες για τα μη ανακοινωθέντα θέματα. Στην Δ' Οικουμενική σύνοδο λ.χ. οι παπικοί αντιπρόσωποι αντέδρασαν στη συζήτηση του 28 κανόνα για τη διοικητική δικαιοδοσία του θρόνου της Κπόλεως με τη δήλωση ότι δεν είχαν λάβει σχετικές εντολές ("ἐντολάς μή εἰληφέναι τοιαῦτας"), ήτοι με τη δήλωση αδυναμίας συμμετοχής στη συζήτηση ενός θέματος, για το οποίο δεν είχαν σχετικές οδηγίες. Ύπό την έννοια αυτή και η Οικουμενική σύνοδος δεν έπρεπε να υπερβή το ανακοινωθέν θεματολόγιο, όπως επίσης δεν μπορούσε να αγνοήση το περιεχόμενο των συνοδικών επιστολών των πέντε πατριαρχών. Στη ληστρική λ.χ. σύνοδο της Εφέσου (449) ο αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας Διόσκορος απαγόρευσε, με υπόδειξη προφανώς και των συνεργών του Ιουβεναλίου Ιεροσολύμων και θαλασσίου Καισαρείας της Καππαδοκίας, την ανάγνωση της επιστολής του πάπα Λέοντα, την οποία εκόμιζαν οι παπικοί άντιπρόσωποι. Η απαγόρευση αυτή αποδοκιμάσθηκε στην Δ' Οικουμενική σύνοδο και υπήρξε πρόσθετο έρεισμα για την τελική καταδίκη του Διοσκόρου, ο οποίος απέσεισε τις ευθύνες του για την παράλειψη αύτή και τις μετέθεσε στους δύο συνεργούς του. Συνεπώς, στην Οικουμενική σύνοδο κρινόταν αναγκαία η πλήρης ενημέρωση για κάθε στοιχείο, το οποίο εξέφραζε το φρόνημα όλων των πατριαρχικών θρόνων, αφού ήταν αναγκαία η ομοφωνία και των πέντε πατριαρχών σε ζητήματα πίστεως. Η τυχόν διαφωνία ενός από τους πέντε πατριάρχες δεν έθιγε βεβαίως το ουσιαστικό κύρος των αποφάσεων μιας Οικουμενικής συνόδου, αλλά προβλημάτιζε σοβαρώς την εξωτερική ενότητα της Εκκλησίας. Τούτο επιβεβαιώθηκε με τις συνέπειες της καταδίκης του Νεστορίου Κπόλεως στην Γ' Οικουμενική σύνοδο (Νεστοριανοί), του Διοσκόρου Αλεξανδρείας στην Δ' Οικουμενική σύνοδο (’ντιχαλκηδόνιοι- Μονοφυσίτες), του Μακαρίου Αντιοχείας στην ΣΤ΄ Οικουμενική σύνοδο (Μαρωνίτες).

Η επιβεβαίωση της αυθεντικής εκφράσεως του φρονήματος των κατά τόπους εκκλησιών στις δογματικές αποφάσεις των Οικουμενικών συνόδων συνδέθηκε μετά την Α' Οικουμενική σύνοδο με την κανονική διαδικασία άφ'ενός μεν της αποδοχής ( receptio ) από την εκκλησιαστική συνείδηση του όλου σώματος της Εκκλησίας, αφ'έτέρου δε με την επίσημη συναρίθμηση κάθε Οικουμενικής συνόδου στη σειρά των προηγούμενων Οικουμενικών συνόδων. Η διαδικασία της αποδοχής μιας συνόδου από την εκκλησιαστική συνείδηση άρχιζε με πρωτοβουλία της ίδιας της Οικουμενικής συνόδου, η οποία με συνοδικές επιστολές ανακοίνωνε το περιεχόμενο των αποφάσεών της σε όλες τις μητροπόλεις ή στους πατριαρχικούς θρόνους και διατύπωνε την προτροπή προς την ιεραρχία, τον κλήρο και τον λαό των εκκλησιών αυτών να αποδεχθούν την ομόφωνη διακήρυξη της αλήθειας της πίστεως και τις συνοδικές της αποφάσεις. Η διαδικασία της αποδοχής ( receptio ) δεν θα ήταν βεβαίως αναγκαία, αν στη σύνοδο συμμετείχαν ή τουλάχιστον προσεκαλούντο όλοι οι επίσκοποι της Εκκλησίας, όπως λ.χ. στην Α' Οικουμενική σύνοδο. Ήταν όμως αναγκαία διαδικασία για τις Οικουμενικές εκείνες συνόδους, στις οποίες προσκλήθηκαν ή συμμετείχαν μόνο ολιγομελείς αντιπροσωπίες όλων των επαρχιών ή των πατριαρχιακών θρόνων, ήτοι για όλες τις Οικουμενικές συνόδους μετά την Α' Οικουμενική σύνοδο. Η έκφραση της εκκλησιαστικής συνειδήσεως για την αποδοχή ή την απόρριψη της οικουμενικότητας μιας συνόδου, η οποία είχε συγκληθή ως οικουμενική, ήταν απόλυτο κριτήριο και εκδηλωνόταν με ποικίλους τρόπους, ήτοι με τοπικές συνόδους, με θεολογικές πραγματείες, με κινητοποιήσεις του κλήρου, των μοναχών, του λαού κ.α. Η θετική λ.χ. ενεργοποίηση του μοναχισμού για το κύρος της Γ' Οικουμενικής συνόδου (431) εξουδετέρωσε τις τάσεις παραμερισμού της, ενώ η μη αναγνώρισή της από την πλειονότητα της ιεραρχίας της Ανατολικής διοικήσεως υπό τον αρχιεπίσκοπο Αντιόχειας κατέστησε αναγκαία τη μετριοπαθέστερη ερμηνεία των θεολογικών της αποφάσεων με τον Όρο των Διαλλαγών (433). Η αρνητική ενεργοποίηση της πλειονότητας του μοναχισμού και της ιεραρχίας της Αιγύπτου και της Συρίας εναντίον της θεολογικής ορολογίας του 'Ορου της Δ' Οικουμενικής συνόδου, η οποία οδήγησε στις μακροχρόνιες έριδες των οπαδών και των πολεμίων της συνόδου, δεν εξουδετερώθηκε με την προσπάθεια μιας μετριοπαθέστερης ερμηνείας του από τους θεολόγους της τάσεως του Νεοχαλκηδονισμού και κατέληξε στην εκκλησιαοτική απόσχιση των αντι- χαλκηδονίων Μονοφυσιτών. Το κατοχυρωμένο κανονικό δικαίωμα του εκκλησιαστικού πληρώματος να "διακρίνη " μεταξύ της αυθεντικής και της νοθευμένης δογματικής διδασκαλίας οποιοσδήποτε συνόδου διαμόρφωνε το περιεχόμενο του άγώνα του εκκλησιαστικού σώματος, το οποίο ενεργούσε ως ο αστασίαστος φορέας της εκκλησιαστικής συνειδήσεως. Ύπό το πνεύμα αυτό απορρίφθηκε από την εκκλησιαστική συνείδηση η οικουμενικότητα της ληστρικής συνόδου της Εφέσου (449) και της εικονομαχικής συνόδου της Ιερείας (754), όχι μόνο για τις εσφαλμένες θεολογικές τους αποφάσεις, αλλά και για την κατάργηση της συνοδικής παραδόσεως στη λειτουργία (Εφέσου) ή και στη συγκρότηση (Ιερείας) του συνοδικού σώματος. Ενώ όμως η απόρριψη των αποφάσεων και της οικουμενικότητας μιας συνόδου προϋπέθετε την εκδήλωση ενεργού αντιδράσεως του όλου πληρώματος της Εκκλησίας, η αποδοχή τους μπορούσε να εκφρασθή και με την απλή παθητική σιγή, αν δεν είχαν διατυπωθή σοβαρές αντιρρήσεις.

Η Α΄ Οικουμενική σύνοδος (325) ήταν μεταίχμιο, όπως είδαμε, δύο περιόδων στη διαμόρφωση της κανονικής παραδόσεως περί τη σύγκληση και τη συγκρότηση των Οικουμενικών συνόδων, συγκλήθηκε δε συμφώνως προς την προγενέστερη παράδοση. Εν τούτοις, οι κανονικές αποφάσεις της έθεσαν τις βάσεις της περαιτέρω εξελίξεως της παραδόσεως αύτής. Πράγματι, στην Α' Οικουμενική σύνοδο προσκλήθηκαν όλοι οι επίσκοποι της Καθολικής Εκκλησίας, αλλά για διάφορους λόγους δεν συμμετείχαν όλοι. Αυτό δεν έθιξε βεβαίως τον οικουμενικό χαρακτήρα της συγκροτήσεως της συνόδου, αφού σε αυτήν συμμετείχαν επίσκοποι από όλες σχεδόν τις μεγάλες διοικητικές ενότητες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ο Ευσέβιος Καισαρείας προβάλλει με έμφαση υπέρ του κύρους της συνόδου το γεγονός, ότι ο Μ. Κωνσταντίνος " τους εξ απάντων εθνών παρ' εαυτώ συνεκρότει" ( Vita Constantini , III , 1). Είναι εύνόητο ότι υπό τον όρο έθνος πρέπει να δούμε τις μεγάλες επαρχίες της ρωμαϊκής αύτοκρατορίας, οι οποίες και πριν από το μεταρρυθμιστικό έργο του Διοκλητιανού συνέπιπταν συνήθως προς τις εθνικές ενότητες (Βλ. Ιω. Φειδά, Ο θεσμός της Πενταρχίας των πατριαρχών, 1,35 κεξ.). Εντός των ορίων των επαρχιών αυτών εκδηλωνόταν σαφέστερα η ενότητα των τοπικών εκκλησιών, οι οποίες συνήθως αποτελούσαν και τη βάση των συγκληθεισών κατά τους Β' και Γ' αιώνες τοπικών συνόδων, όχι όμως με την αυστηρή έννοια της απαρέγκλιτης προσαρμογής τους προς τα όρια κάθε επαρχίας, εφ'όσον παράλληλη ισχύ είχε αποκτήσει και η αρχή της γειτνιάσεως. Οι συμμετασχόντες στην Α' Οικουμενική σύνοδο επίσκοποι από τις διάφορες διοικητικές ενότητες της αυτοκρατορίας θεωρήθηκαν ως εκπρόσωποι όχι μόνο των υπ'αυτούς τοπικών εκκλησιών, αλλά και του φρονήματος των λοιπών εκκλησιών των οικείων επαρχιών, οι επίσκοποι των οποίων δεν συμμετείχαν στη σύνοδο. Ο Ευσέβιος Καισαρείας παρέχει ανάγλυφη εικόνα της εκπροσωπήσεως όλων των εθνών και του πνεύματος, το οποίο επικράτησε στην Α΄ Οικουμενικη σύνοδο. Είναι ευνόητο, ότι στην Α' Οικουμενική σύνοδο προσκλήθηκαν όλοι οι επίσκοποι και όλοι έπρεπε ή τουλάχιστον όλοι μπορούσαν να συμμετάσχουν. Η μη συμμετοχή όλων δεν σημαίνει την ύπαρξη κάποιου άλλου κριτηρίου κατά τη σύγκληση της συνόδου. Πράγματι, η μη συμμετοχή όλων των έπισκόπων δεν χρησιμοποιήθηκε από τους αρειανόφρονες ως επιχείρημα εναντίον της συνόδου και οπωσδήποτε δεν μείωσε το κύρος των αποφάσεών της, αφού παρέστησαν σε αυτήν εκπρόσωποι του σώματος των επισκόπων "εξ απάντων εθνών". Με τις κανονικές όμως αποφάσεις της Α' Οικουμενικής συνόδου εισήχθη στην οργάνωση της εκκλησιαστικής διοικήσεως το μητροπολιτικό σύστημα, το οποίο διαμόρφωσε ευρύτερες εκκλησιαστικές ενότητες. Οι τοπικές εκκλησίες κάθε επαρχίας θεωρήθηκαν διοικητικώς ως ένα ενιαίο εκκλησιαστικό σώμα υπό κοινή διοικητική κεφαλή, τον επίσκοπο της μητροπόλεως, ο οποίος συγκαλούσε την επαρχιακή σύνοδο, προήδρευε και εκτελούσε τις αποφάσεις της. Την εκκλησιαστική ενότητα της επαρχίας, η οποία ρύθμιζε αυτοτελώς σε επαρχιακές συνόδους κάθε αναφυόμενο ζήτημα, δεν αγνόησε η Εκκλησία και κατά τη σύγκληση των Οικουμενικών συνόδων. Κάθε επαρχία μπορούσε να εκπροσωπηθή στις Οικουμενικές συνόδους ως ένα ενιαίο εκκλησιαστικό σώμα.

Πράγματι, η καθιέρωση του μητροπολιτικού συστήματος είχε μεγάλη απήχηση στη λειτουργία του θεσμού της Οικουμενικής συνόδου. Βεβαίως, η μέχρι τότε θεωρητικώς αναγκαία συμμετοχή στην Οικουμενική σύνοδο όλων των επισκόπων της Εκκλησίας δεν ήρθη με την εισαγωγή του μητροπολιτικού συστήματος, εφεξής όμως δεν ενοείτο αυτοτελώς, αλλά πάντοτε κατ'αναφοράν προς το ενιαίο εκκλησιαστικό σώμα της επαρχίας. Η ιδέα δηλαδή της συμμετοχής όλων των επισκόπων της Εκκλησίας στις Οικουμενικές συνόδους υποκαθίσταται πλέον από την ιδέα μιας αυθεντικής εκπροσωπήσεως σε αυτές του φρονήματος του ενιαίου εκκλησιαστικού σώματος όλων των επαρχιών. Η βαθειά αυτή τομή στη συγκρότηση και λειτουργία της Οικουμενικής συνόδου αποτελεί την αφετηρία της εφαρμογής ως κριτηρίου της εκάστοτε ισχύουσας διοικητικής οργανώσεως για τη συγκρότησή της. Το σχήμα της ευθείας σχέσεως των τοπικών εκκλησιών προς την Οικουμενική σύνοδο υποκαθίσταται πλέον από το σχήμα της απλής εκπροσωπήσεως των εαρχιών στην Οικουμενική σύνοδο. Το δεύτερο δεν αναιρεί βεβαίως το πρώτο, αφού οι εκπρόσωποι των μητροπόλεων εθεωρούντο πάντοτε ως φορείς του κοινού φρονήματος όλων των τοπικών εκκλησιών των οικείων επαρχιών. Η επίδραση όμως του μητροπολιτικού συστήματος στη συγκρότηση της Οικουμενικής συνόδου παρουσίαζε το πλεονέκτημα, ότι το φρόνημα όλων των τοπικών εκκλησιών προβαλλόταν πλέον από τους επίλεκτους μόνο εκπροσώπους των εκκλησιών κάθε επαρχίας, χωρίς δηλαδή να απαιτήται και η συμμετοχή όλων των επισκόπων κάθε επαρχίας. Πράγματι, ως κριτήρια της συγκλήσεως και της συγκροτήσεως των Οικουμενικών συνόδων ελαμβάνοντο και κατά το δεύτερο ήμισυ του Δ' αι. όχι μόνο οι επίσκοποι, αλλά οι επαρχιακές σύνοδοι, υπό τις οποίες εννοούντο βεβαίως όλοι οι επίσκοποι. Κατά τη σύγκληση δηλαδή μιας Οικουμενικής συνόδου δεν κρινόταν πλέον αναγκαία η επίσημη πρόσκληση όλων των επισκόπων, αφού αυτή καλυπτόταν έμμεσα από την πρόσκληση όλων των μητροπολιτών. Ύπό το πνεύμα αυτό στη Β' Οικουμενική σύνοδο (381) προσκλήθηκαν μόνο οι μητροπολίτες και δι'αυτών οι επίλεκτοι εκπρόσωποι των επαρχιών επίσκοποι. Η διστακτικότητα της Β' Οικουμενικής συνόδου (381) να επιβάλη την εξαρχική οργάνωση της εκκλησιαστικής διοικήσεως κατέστησε το μητροπολιτικό σύστημα την κύρια κανονική βάση συγκλήσεως των Γ' και Δ' Οικουμενικών συνόδων.

Η δυνατότητα εκπροσωπήσεως του φρονήματος όλων των ανά την Οικουμένη τοπικών εκκλησιών με ολιγομελείς μόνο αντιπροσωπίες από κάθε επαρχιακή διοικητική ενότητα, αναγκαία ακόμη και για λόγους πραγματικούς, υιοθετήθηκε αμέσως από την Εκκλησία. Το κανονικό αυτό κριτήριο παρείχε τη δυνατότητα κανονικής εκπροσωπήσεως στη σύνοδο του φρονήματος όλων των επαρχιών της Εκκλησίας, χωρίς τη μετάκληση και όλων των επισκόπων. Σπουδαιότατες σχετικές μαρτυρίες προσφέρουν τα πρακτικά της Γ' Οικουμενικής συνόδου (431), η οποία συγκλήθηκε επίσης με κριτήριο το μητροπολιτικό σύστημα. Πράγματι, στο διάταγμα (σάκρα) των Θεοδοσίου Β' (408-450) και Ουαλεντινιανού Γ' προς τον Αλεξανδρείας Κύριλλο, καλείται ο αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας να επιλέξη... « ολίγους, ους αν δοκιμάσειεν, εκ της υπ' αυτόν τεταγμένης επαρχίας αγιωτάτους επισκόπους εις την αυτήν συνδραμείν (= Γ' Οικουμενική σύνοδο), ώστε και τους αρκούντας ταις κατά την αυτήν επαρχίαν αγιωτάταις εκκλησίαις και τους τη συνόδῳ επιτηδείους μηδαμώς ελλείψαι...» (Ε. Schwartz , ACO , I , 1, 1, 115). Παρά τον τεθέντα όμως αυστηρό περιορισμό στον αριθμό των αντιπροσώπων από κάθε επαρχία, οι πατέρες της Γ' Οικουμενικής συνόδου στην «Αναφορά» τους προς τον αυτοκράτορα τονίζουν ότι ο βασιλεύς με το διάταγμά του « τους εκ της Οικουμένης έπισκόπους την Έφεσίων καταλαβεΐν εύσεβεί θεσπίσματα παρεχελεύσατο» (Ε. Schwartz, ACO, I, 1, 3, 32). Βεβαίως, δεν καθορίζεται ένας συγκεκριμένος αριθμός αντιπροσώπων από κάθε επαρχία, αφού επαφίεται στον αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας ο καθορισμός του. Πρέπει όμως να τονισθή, ότι η εκκλησία της Αιγύπτου ήδη από το 382 δεν αντιμετωπιζόταν ως μία απλή επαρχία, αφού είχε ήδη ανακηρυχθή «Διοίκησις» (Diocesis), η οποία θα έπρεπε να περιλαμβάνη περισσότερες επαρχίες, καίτοι στην Αίγυπτο δεν είχε αναπτυχθή το επαρχιακό σύστημα. Ύπό την έννοια αυτή δεν καθορίζεται ο αριθμός των αντιπροσώπων, ο οποίος όμως είχε βαρύνουσα σημασία για τις καθ'όλου εργασίες των Οικουμενικών συνόδων. Προφανώς, ο αρχιεπίσκοπος Αλεξάνδρειας θα έπρεπε να συγκροτήση την ενιαία αντιπροσωπία της εκκλησίας της Αιγύπτου από τις αντιπροσωπίες κάθε πολιτικής επαρχίας, οι οποίες θα έπρεπε να απαρτίζονται από τρεις επισκόπους. Τούτο επιβεβαιώνεται και από την « Αναφορά» του αρχιεπισκόπου Κπόλεως Νεστορίου προς τον αυτοκράτορα, στην οποία διαμαρτυρόταν για τον τρόπο συγκροτήσεως της Γ' Οικουμενικής συνόδου: « Αιγύπτιοι δε και Ασιανοί ούτε το κοινή συμφέρον ταις εκκλησίαις λογισάμενοι, ούτε τον ειρηνικόν και έννομον της υμετέρας ευσεβείας σκοπόν αποδεξάμενοι, μάλλον δε και τους εκκλησιαοτικούς και τους βασιλικούς θεσμούς πατήσαντες, έφυγον μεν την ακόλουθον και σύμφωνον της πίστεως ομολογίαν... Δεόμεθα ουν... εννόμως το συνέδριον γενέσθαι, μηδενός των κληρικών ή των μοναζόντων μήτε των ημετέρων μήτε των Αιγυπτίων επεισιόντας τω συνεδρίῳ, μήτε τινός των ακλήτως εληλυθότων επισκόπων επί ταραχή της αγίας συνόδου, δύο δε συν τῳ μητροπολίτῳ, άφ' εκάστης επαρχίας τους εκκρίτους και δυναμένους τα τοιαύτα ειδέναι ζητήματα εις το συνέδριον συνελθείν και μετ' ειρήνης και συμφωνίας την των αγίων πατέρων βεβαιώσαι πίστιν» (Ε. Schwartz , ACO , 1,1, 5, 14).

Το αίτημα αυτό δεν αποτελεί βεβαίως μία αάπλή πρόταση του Νεστορίου, αλλά υποδεικνύει τον τρόπο κατά τον οποίο θα έπρεπε να συγκροτηθή η αντιπροσωπία κάθε εκκλησιαστικής έπαρχίας, συμφώνως προς το βασιλικό διάταγμα. ’λλωστε, και ο αρχιεπίσκοπος Αντιόχειας Ιωάννης στην « Αναφορά» του προς τον αυτοκράτορα επισημαίνει την παράνομη παρουσία περισσότερων επισκόπων από τις Διοικήσεις Αιγύπτου και Ασίας κατά παρέκκλιση από τη βασιλική σάκρα, υποδεικνύει δε στον αυτοκράτορα τον προβλεπόμενο στο βασιλικό γράμμα αριθμό των αντιπροσώπων από κάθε έπαρχία «... δύο εκάστῳ μητροπολίτη (= ε πισκόπους) συνείναι, επειδή και ημείς τοις της υμετέρας ευσεβείας γράμμασιν είξαντες τοσούτους επαγόμεθα» (Ε. Schwartz , ACO , 1,1,5,126). Προφανώς, στην Γ' Οικουμενική σύνοδο έπρεπε να συμμετάσχουν μόνο οι επίσημα συγκροτημένες κανονικές αντιπροσωπίες των επαρχιών, οι οποίες προσκλήθηκαν με την αυτοκρατορική σάκρα, γι'αυτό και έπρεπε να φέρουν μαζί τους τα αποσταλέντα βασιλικά γράμματα. Είναι αξιοσημείωτο ότι στην Γ' Οικουμενική σύνοδο έγινε ακόμη και έλεγχος όλων των στοιχείων των αντιπροσωπιών των διαφόρων επαρχιών για την εξακρίβωση των τυχόν μη προσκεκλημένων, κυρίως δε με την επίδειξη των βασιλικών γραμμάτων των « προς · έκαστον των μητροπολιτών γραφέντων» ( Mansi , IV, 1129). Ύπό την έννοια αυτή, ο Νεστόριος στην «Αναφορά» του προς τον αυτοκράτορα υποστήριξε ότι στην Γ' Οικουμενική σύνοδο συμμετείχαν αντικανονικώς πολλοί μη προσκληθέντες μοναχοί, κληρικοί και έπίσκοποι, οι οποίοι δεν είχαν δικαίωμα συμμετοχής, επικαλείται δε την παρέμβαση του αυτοκράτορα για την κανονική συγκρότηση της συνόδου: « Δεόμεθα ουν της υμετέρας ευσεβείας και αντιβοώμεν και ικετεύομεν, επειδή τοις της υμετέρας φιλοχρίστου κορυφής γράμμασιν είξαντες την Εφεσίων κατελάβομεν, αγνοούντες τας βαρβαρικάς ταύτας εφόδους, κελεύσαι ημάς η ανεπηρεάστως φυλαχθήναι και εννόμως το συνέδριον γενέσθαι, μηδενός των κληρικών ή των μοναζόντων μήτε των ημετέρων, μήτε των Αιγυπτίων επεισιόντος τῳ συνεδρίῳ» (Ε. Schwartz , ACO , I , 1, 5,14).Ο Νεστόριος αναφερόταν σαφώς στη συμμετοχή περισσοτέρων από τους καθορισμένους τρεις επισκόπους σας αντιπροσωπίες κάθε μητροπόλεως, τους δε υπεράριθμους τους θεωρούσε ακλήτους, δεδομένου ότι στην αυτοκρατορική σάκρα καθοριζόταν η τριμελής εκπροσώπηση κάθε επαρχίας. Ύπό το αυτό πνεύμα, ο Ιωάννης Αντιόχειας στην «Αναφορά» του προς τον αυτοκράτορα κατηγορεί ρητώς ως αντικανονική την πολυμελή συγκρότηση των αντιπροσωπιών των Διοικήσεων Αιγύπτου και Ασίας: « Αιγυπτίων μεν όντων πεντήκοντα, Ασιανών δε των υπό τον Μέμνονα, τον της τυραννίδος ηγεμόνα, τεσσαράκοντα και των εν Παμφυλίᾳ αιρετικών, Μεσσαλιανιτών λεγομένων, δώδεκα, χωρίς των συνόντων τῳ αυτώ μητροπολίτῃ και ετέρων καθηρημένων και ακοινωνήτων...» ( Mansi , IV, 1381. Ε. Schwartz , ACO , 1,1, 5,126).

Πώς όμως θα έπρεπε να συγκροτηθή η αντιπροσωπία κάθε επαρχίας; Η σάκρα του Θεοδοσίου Β' προς τον Κύριλλο παρέχει την απόλυτη ελευθερία στον αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας να επιλέξη τους εκπροσώπους της Αιγυπτιακής διοικήσεως, οι οποίοι θα τον συνόδευαν και θα συμμετείχαν στην Γ' Οικουμενική σύνοδο. Αναμφιβόλως όμως ο αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας έπρεπε να συγκαλέση τη σύνοδο της Αιγυπτιακής διοικήσεως για την υπόδειξη των κανονικών αντιπροσώπων της, αφού η τυχόν αυθαίρετη επιλογή των μελών της αιγυπτιακής αντιπροσωπίας μόνο από τον Κύριλλο θα αντέκειτο στην κανονική τάξη της Εκκλησίας (Γ. Ράλλη - Μ. Ποτλή, Σύνταγμα, II, 45). Παρεμφερής όμως κατηγορία δεν διατυπώθηκε από τους αντιπάλουςτου. Ο αρχιεπίσκοπος Αντιόχειας Ιωάννης, όταν έλαβε τη βασιλική σάκρα για την εκλογή των εκπροσώπων της Ανατολικής διοικήσεως, παρέπεμψε τον καταρτισμό της κανονικής αντιπροσωπίας κάθε επαρχίας στις επαρχιακές συνόδους. Όλες οι τριμελείς αντιπροσωπίες των επαρχιών συναντήθηκαν στην Αντιόχεια και από εκεί μετέβησαν στην Έφεσο με επικεφαλής τον αρχιεπίσκοπο Αντιόχειας. Η πλήρης λοιπόν κανονική αρμοδιότητα για την υπόδειξη των εκπροσώπων κάθε επαρχίας ανήκε κατά κανόνα όχι βεβαίως στον μητροπολίτη, αλλά στην υπ' αυτόν επαρχιακή σύνοδο, αφού οι εκπρόσωποι θα έπρεπε να είναι εκπρόσωποι και φορείς του φρονήματος όλων των τοπικών εκκλησιών κάθε επαρχίας. Αυτό αποδεικνύεται και από την περίπτωση του καταρτισμού της αντιπροσωπίας της Β. Αφρικής. Ο Καρθαγένης Καπρέολος, παρά την προ ολίγων ετών (417) κανονική κατοχύρωση της συγκεντρωτικής αυθεντίας του πρωτοθρόνου των εκκλησιών της Β. Αφρικής (Γ. Ράλλη - Μ. Ποτλή, Σύνταγμα, III, 445-446), απέστειλε επιστολή προς τη σύνοδο, με την οποία δήλωνε ότι, ένεκα της επιδρομής των Βανδάλων και της ελλείψεως του αναγκαίου χρόνου, δεν μπόρεσε να συγκροτήση σύνοδο των επισκόπων της Β. Αφρικής και ότι ο ίδιος υπέδειξε εξ ιδίας πρωτοβουλίας ορισμένους εκπροσώπους του, οι οποίοι όμως δέν εκπροσωπούσαν το φρόνημα όλων των εκκλησιών της Β. Αφρικής: « Ηυχόμην, ευλαβέστατοι αδελφοί, εν τοιαύτη καταστάσει την προσκυνητήν υμών σύνοδον συγκροτηθήναι, ίνα και ημείς, επιλεχθέντων κοινή κρίσει αδελφών καί συνεπισκόπων ημετέρων, ου παραίτησιν θρήνου αξίαν, αλλά παρεσκευασμένην πρεσβείαν μάλλον πέμψωμεν, ει μη την ημετέραν ένστασιν αιτίαι διάφοροι ενεπόδιζον όθεν εγώ, όστις την αυτήν βασιλικήν σημείωσιν, ει και μάλιστα τῳ προειρημένῳ πεπέμφθαι εδόκει, εδεξάμην καταπεμφθείσαν και πάσας τας επαρχίας της Αφρικής αρμοδίοις γράμμασι και ταις εθίμοις διαλέξεσι σύνοδον ηβουλήθην συναγαγείν, ίνα επιλεχθέντες από του αριθμού των αδελφών και επισκόπων των ημετέρων εις την προσκυνητήν σύνοδον της υμετέρας μακαριότητος καταπεμφθώσιν αλλ' επειδή ουκ ανέωκται η είσοδος της παρόδου (και γαρ η επιχυθείσα των πολεμίων πληθύς και η πόρθησις η πλατεία των επαρχιών, ήτις ή αποσβεσθέντω ν των οικητόρων ή φυγόντων αθλίαν ερημώσεως όψιν εις μήκος και πλάτος εκτείνουσα την ευχέρειαν συστέλλει του ελθείν), τούτοις τοιγαρούν τοις κωλύμασι συνελθείν εις εν του κύκλου της Αφρικής οι επίσκοποι ουδαμώς ηδυνήθησαν... Εντεύθεν γεγένηται ίνα, ει και τα μάλιστα πρέσβεις ουδαμώς δεδυνήμεθα, δια την ευλάβειαν όμως την χρεωστουμένην τη εκκλησιαστική επιστήμῃ τον υιόν τον εμόν Βεσσούλαν τον διάκονον μετά τούτων των της παραιτήσεως γραμμάτων επέμψαμεν...» (Ε. Schwartz , ACO , 1,1, 2, 52-54).

Είναι λοιπόν χαρακτηριστικό ότι ο Καρθαγένης Καπρέολος θεωρούσε αναγκαία κανονική προϋπόθεση τη συγκρότηση συνόδου από όλες τις επαρχίες της Β. Αφρικής για την υπόδειξη των κανονικών εκπροσώπων του φρονήματος της εκκλησίας της Β. Αφρικής. Επειδή όμως δεν επέτυχε τη σύγκληση της συνόδου, απέστειλε προσωπικούς εκπροσώπους του, οι οποίοι εκόμιζαν και την επιστολή του προς την Γ' Οικουμενική σύνοδο. Ωστόσο, αυτοί δεν εθεωρούντο εκπρόσωποι των εκκλησιών της Β. Αφρικής, γι'αυτό και απολογείται προς τη σύνοδο για την αξιοθρήνητη « παραίτηση». Γιατί όμως ο Καρθαγένης Καπρέολος δεν απέστειλε στην Γ' Οικουμενική σύνοδο τους γειτνιάζοντες τουλάχιστον επισκόπους, τους οποίους μπορούσε ευχερώς να προσκαλέση στην Καρθαγένη; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι δυσχερής, οδηγεί δε στο μεγάλο ζήτημα της σχέσεως επισκόπων και Οικουμενικής συνόδου. Το ζήτημα αυτό τέθηκε και αργότερα κατά τις διαπραγματεύσεις για τη σύγκληση της Ε' Οικουμενικής συνόδου, προκάλεσε δε ιδιαίτερη οξύτητα, λόγω της αρνήσεως του Βιγιλίου να δεχθή τη συμμετοχή στη σύνοδο όλων των ενδημούντων στην Κπολη επισκόπων της Ανατολής και της Δύσεως. Όλες οι προτάσεις, οι οποίες έγιναν κατά την περίοδο αυτή των διαπραγματεύσεων από τον Ιουστινιανό, από τον πάπα Βιγίλιο και από τους πατριάρχες της Ανατολής εισηγούντο υπό ορισμένους όρους τη συμμετοχή των επισκόπων στη συγκληθησόμενη σύνοδο, παρά τις διαμαρτυρίες των ανατολικών για τον παραγκωνισμό του πλήθους των επισκόπων ( Mansi , IX, 182). Η κανονική οργάνωση της εκκλησιαστικής διοικήσεως μετέβαλε σαφώς τη σχέση των επισκόπων προς την Οικουμενική σύνοδο. Οι συμμετέχοντες στις Οικουμενικές συνόδους επίσκοποι εθεωρούντο πλέον όχι μόνο εκπρόσωποι των υπ' αυτούς τοπικών εκκλησιών, αλλά και φορείς του φρονήματος μιάς ευρύτερης εκκλησιαστικής διοικητικής ενότητας, η σύνοδος της οποίας τους υποδείκνυε ως κανονικούς εκπροσώπους της στην Οικουμενική σύνοδο. Βεβαίως, η προσαρμογή της συγκροτήσεως της Οικουμενικής συνόδου στα εκάστοτε ισχύοντα διοικητικά σχήματα δεν έθιξε ουσιωδώς και τη θεμελιώδη εκκλησιολογική βάση της εκπροσωπήσεως του φρονήματος της Καθολικής Εκκλησίας επί του ανακύψαντος ζητήματος, αφού σε αυτήν θα έπρεπε να εκπροσωπούνται κανονικώς όλες οι εκκλησιαστικές διοικητικές ενότητες. Με τα κριτήρια αυτά ο επίσκοπος, ως φορέας της μαρτυρίας της υπ'αυτόν τοπικής εκκλησίας και όχι μόνο ως εκπρόσωπος του φρονήματος μιάς εκκλησιαστικής ενότητας, δεν ήταν πλέον δυνατόν να διεκδικήση στη σύνοδο ανάλογο κύρος πρός τα μέλη των κανονικών αντιπροσωπιών των ευρύτερων διοικητικών εκκλησιαστικών ενοτήτων.

Η γενική αρχή της εκπροσωπήσεως κατά εκκλησιαστικές διοικητικές ενότητες στις Οικουμενικές συνόδους καθιστούσε λοιπόν δυσχερή τη θέση των μη εκλεγμένων επισκόπων-μελών της συνόδου ως κανονικών εκπροσώπων μιας διοικητικής ενότητας, αφού για τη συμμετοχή τους ήταν δυνατόν να διεμαρτύροντο όχι μόνο τα κανονικά μέλη της συνόδου, αλλά και οι κανονικώς εκπροσωπούντες τη διοικητική αυτή ενότητα επίσκοποι. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Γ' Οικουμενική σύνοδο (431) ουδείς επίσκοπος προσκλήθηκε προσωπικώς, αφού όλοι προσκλήθηκαν διά των οικείων μητροπολιτών ή εξάρχων. Η μεμονωμένη περίπτωση του ι. Αυγουστίνου οφειλόταν σαφώς στο μεγάλο προσωπικό κύρος του (Ε. Schwartz , ACO , I , 1, 8). Βεβαίως, οι μη κανονικώς εκπροσωπούντες τις οικείες επαρχίες επίσκοποι δεν εκωλύοντο να παραστούν στην Οικουμενική σύνοδο, αλλά ευρίσκοντο σε μειονεκτική θέση έναντι των κανονικώς εκπροσωπούντων το φρόνημα των οικείων επαρχιών. Είναι επίσης χαρακτηριστική η σχετική περίπτωση του επισκόπου Παρίου Ησυχίου στην Γ΄ Οικουμενική σύνοδο. Ο τρόπος, κατά τον οποίο διατύπωσε τη θέση του, δηλώνει τη μειονεκτική θέση, στην όποία βρισκόταν ο οποιοσδήποτε επίσκοπος συμμετείχε στην Οικουμενική σύνοδο όχι ως κανονικός εκπρόσωπος μιας ευρύτερης εκκλησιαστικής ενότητας: « Ει και μόνος δοκώ της επαρχίας της εμής και ταύτα δι' ευχήν ελθών, αλλ' ουν γε και αυτός της πίστεως της αυτής είναι κατατίθεμαι» (Ε. Schwartz , ACO , 1,1, 2, 30). Η Γ' Οικουμενική σύνοδος αντιμετώπισε βεβαίως οξύτερα το ζήτημα της συμμετοχής πολλών ακλήτων επισκόπων, οι οποίοι δεν είχαν το κανονικό αυτό δικαίωμα, λόγω του αυστηρού καθορισμού από την αυτοκρατορική σάκρα του αριθμού των εκπροσώπων κάθε επαρχίας. Το ζήτημα ανέκυψε κυρίως ένεκα της αποσχίσεως από την Γ' Οικουμενική σύνοδο του Αντιόχειας Ιωάννη μαζί με την πλειονότητα των εκπροσώπων των επαρχιών της Ανατολικής διοικήσεως. Στην « Αναφορά» της Γ' Οικουμενικής συνόδου προς τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β' τονίζεται η μεγάλη άριθμητική υπεροχή των επισκόπων της υπό τον Κύριλλο Αλεξανδρείας συνόδου έναντι της συνόδου του Ιωάννη Αντιόχειας: « άτοπον γαρ συνόδῳ διακόσιων δέκα αγίων επισκόπων, οις και παν το πλήθος της Δύσεως των αγίων επισκόπων συνειρηφίσατο καί δι ' αυτών άπαν το πλήθος το λοιπόν της Οικουμένης, τριάκοντα μόνους αντιμάχεσθαι» (Ε. Schwartz , ACO , I , 1, 3, 30). Το επιχείρημα αυτό αντέκρουσε ο Ιωάννης Αντιόχειας με τη δήλωση ότι η αριθμητική υπεροχή επισκόπων δεν είχε πλέον νόημα, εφ' όσον με τους υπ'αυτόν ολίγους επισκόπους εξεπροσωπείτο το φρόνημα της πλειονότητας των διοικητικών ενοτήτων της Καθολικής Εκκλησίας: « Τοις γάρ ευαγγελικοίς και προφητικοίς επόμενοι ρήμασιν ακριβή τής ορθοδοξίας ημίν κανόνα κατέλιπον, ον ακλινή και ασάλευτον φυλάξαι σπουδάζομεν άπαντες οι την Ανατολήν οικούντες, ωσαύτως δε και Βιθυνοί και Παφλαγόνες και η δευτέρα Καππαδοκία και Πισιδία και Δακία και Μυσία και Θετταλία και Ευρώπη και Ροδόπη και άλλοι πλείστοι από διαφόρων επαρχιών δήλοι δε είσι και Ιταλιώται της καινοτομίας ταύτης ουκ ανεξόμενοι. Ο γαρ θεοφιλέστατος και αγιώτατος Μαρτίνος ο της Μεδιολάνων επίσκοπος και γράμματα προς ημάς απέστειλεν» (Ε. Schwartz , ACO , I , 1, 3, 41-42). Η υπεροχή λοιπόν της Γ' Οικουμενικής συνόδου σε αριθμό μελών δεν θα μπορούσε να άποτελέση, κατά τον Αντιόχειας Ιωάννη, ασφαλές κριτήριο, εφ' όσον η υπεροχή αυτή οφειλόταν στον μη σεβασμό από τους «εξάρχους» της συνόδου του τεθέντος από τον αυτοκράτορα όρου, ήτοι της εκπροσωπήσεως κάθε επαρχίας μόνο από τρεις επισκόπους: « Και ημείς τοις της υμετέρας ευσεβείας γράμμασιν είξαντες τοσούτους επαγόμεθα, δυνάμενοι, είπερ άρα πλήθους ην χρεία, πλείστους έχειν μεθ'εαυτών τους τα θεία δόγματα ακριβώς επισταμένους και ουδέν τῳ αμαθεί των θείων πλήθει Ασιανών και Αιγυπτίων εοικότας» (Ε. Schwartz , ACO , I , 1, 5, 126). Ύπό την έννοια αυτή ο Νεστόριος ζήτησε τη συγκρότηση « εννόμσυ συνεδρίου», στο οποίο δεν θα συμμετείχε κανείς « των ακλήτως εληλυθότων επισκόπων» (Ε. Schwartz , ACO , 1,1,5, 14).

Συνεπώς, ήδη κατά το πρώτο ήμισυ του Ε΄ αιώνα είχε καταστή κοινή συνείδηση, ότι στις Οικουμενικές συνόδους έπρεπε να συμμετέχουν μόνο

o ι κανονικώς επιλεγέντες και εκπροσωπούντες το φρόνημα των επαρχιακών συνόδων επίσκοποι, συμφώνως πάντοτε προς τον εκάστοτε καθοριζόμενο αριθμό εκπροσώπων. Εφ' όσον όμως η Οικουμενική σύνοδος συνεκροτείτο επί τη βάσει του μητροπολιτικού συστήματος, δεν υφίστατο ζήτημα μειώσεως του κύρους του σώματος των επισκόπων. Το πλήθος των επαρχιών εξασφάλιζε την κανονική συμμετοχή μεγάλου αριθμού επισκόπων. Τούτο συνέβη στην Δ' Οικουμενική σύνοδο, στην οποία συμμετείχε, όπως είδαμε, μεγάλο πλήθος επισκόπων. Η εκπροσώπηση όμως του φρονήματος της Καθολικής Εκκλησίας κατά διοικητικές ένότητες καθιστούσε δυσχερή τη θέση όχι μόνο των ακλήτων επισκόπων-μελών της συνόδου, αλλά και αυτών ακόμη των κανονικώς εκλεγμένων. Πράγματι, η δικαιοδοσία του πρώτου καθίστατο πολλές φορές δεσμευτική για την ελεύθερη έκφραση των θέσεων των λοιπών επισκόπων, οι οποίοι είχαν εκλεγή ως κανονικοί εκπρόσωποι. Διαφωνία πρός τον « πρώτο» των μελών της αντιπροσωπίας στις εργασίες μιάς Οικουμενικής συνόδου οδηγούσε συνήθως στη δυσμένεια του « πρώτου» προς τους διαφωνήσαντες. Πράγματι, η Γ' Οικουμενική σύνοδος με ειδικούς κανόνες κατοχύρωσε τη θέση των επισκόπων, οι οποίοι διαφώνησαν προς τους μητροπολίτες τους και έλαβαν μέρος στην Οικουμενική σύνοδο, θεώρησε δε εκ των προτέρων άκυρες τις επιβληθησόμενες σε αυτούς ποινές από τους μητροπολίτες (Γ. Ράλλη - Μ. Ποτλή, Σύνταγμα, II, 192-193). Είναι πολύ χαρακτηριστικό, ότι τον αποδοκιμασθέντα από την Γ' Οικουμενική σύνοδο Αντιόχειας Ιωάννη ακολούθησε η συντριπτική πλειονότητα των κανονικών εκπροσώπων των επαρχιών της Ανατολικής διοικήσεως. Το ίδιο άλλωστε συνέβη και στην Δ' Οικουμενική σύνοδο, στην οποία τον αποχωρήσαντα αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας Διόσκορο ακολούθησε η πλειονότητα των επισκόπων της Αιγύπτου, ενώ και όσοι παρέμειναν στη σύνοδο αρνήθηκαν να υπογράψουν την επιστολή του Λέοντα Ρώμης με τη δήλωση, ότι « εν απάσιν αναμένομεν την γνώμην του παρ' ημίν οσιωτάτου αρχιεπισκόπου... αυτώ γάρ ε ν άπασιν ακολουθήσομεν. Τούτο γαρ και οι επί της Νικαέων άγιοι πατέρες συναγηγερμένοι εκανόνισαν τιη', ώστε ακολουθείν πάσαν την αιγυπτιακήν διοίκησιν τω άρχιεπισκόπῳ της μεγαλοπόλεως Αλεξανδρείας και μηδέν δίχα αυτού πράττεσθαι παρά τίνος των υπ' αυτόν επισκόπων» ( Mansi , VII, 53).

Η θέση αυτή των αιγυπτίων επισκόπων ήταν σαφής παρερμηνεία του κανόνα 6 της Α' Οικουμενικής συνόδου, εξέπληξε δε πολλά μέλη της συνόδου. Ο παπικός αντιπρόσωπος Πασχασίνος διερμήνευσε τις σκέψεις των μελών της συνόδου με την διατύπωση της συντριπτικής για το κύρος των αιγυπτιακών επισκόπων απορίας: « τοσούτων ετών επίσκοποι εν ταις εκκλησίαις γηράσαντες... έτι ενδέχονται αλλοτρίας γνώμης ηρτήσθαι;» ( Mansi , VII, 53). Ανάλογη ήταν και η δήλωση του Αριαραθείας Ακακίου, κατά την οποία «άτοπόν εστι την Οικουμενικήν υπεριδείν σύνοδον και εις εν πρόσωπον βλέπειν, το μέλλον την επισκοπήν διανύειν της Αλεξανδρέων πόλεως» ( Mansi , VII, 56). Επισημαινόταν δηλαδή ο σοβαρός κίνδυνος για την ορθή λειτουργία και το κύρος της Οικουμενικής συνόδου από τη στάση των αιγυπτιωτών επισκόπων, οι οποίοι δεν θεωρούσαν τη σύνοδο ικανή να διασφαλίση τη θέση τους στην Αίγυπτο από την οργή των αντιφρονούντων επισκόπων. Εάν όμως εχειροτονείτο άλλος αρχιεπίσκοπος αντί του καθαιρεθέντος Διοσκόρου, τότε οι επίσκοποι τής Αιγύπτου δεν θα εθεωρούντο υπεύθυνοι για τη θέση τους στη σύνοδο, αφού κατά το έθος θα ακολουθούσαν υποχρεωτικά τον οικείο αρχιεπίσκοπο. Τους ενδοιασμούς τους εξέφρασαν παρακλητικώς, αλλά και απεριφράστως προς τη σύνοδο με τις αναγκαίες εισηγήσεις: « οι της διοικήσεως ημών θεοσεβέστατοι επίσκοποι τυγχάνουσι πάμπολλοι, ουχ οι τε δε ημείς εσμεν ευαρίθμητοι όντες το εκείνων αναδέχεσθαι πρόσωπον... Εάν γαρ παρά την του ηγεμονεύοντος γνώμην ποιήσωμέν τι, ως ακανονίστοις επέρχονται ημίν οι από πάσης της αιγυπτιακής διοικήσεως και ως αθετήσασι και μη φυλάξασι τα αρχαία έθη, κατά τους κανόνας» ( Mansi , VII, 56). Ούτε η δήλωση του Σεβαστουπόλεως Κεκροπίου, ότι « η Οικουμενική σύνοδος της Αιγυπτιακής μείζων εστί και αξιοπιστοτέρα», ούτε η εμμονή του Δορυλαίου Ευσεβίου, ότι « εντολείς εισιν ούτοι πάντων των Αιγυπτίων και οφείλουσι τῃ Οικουμενική συνόδῳ συνθέσθαι», βρήκαν απήχηση στους επισκόπους της Αιγυπτιακής διοικήσεως, οι οποίοι παρέμειναν αμετακίνητοι στη θέση τους, ότι θα υπογράψουν τις αποφάσεις μόνο μετά την εκλογή και τη χειροτονία διαδόχου του καθαιρεθέντος Διοσκόρου ( Mansi , VII, 60).

Οί θέσεις των επισκόπων της Αιγυπτιακής διοικήσεως αποδεικνύουν τη βαθειά επίδραση της εκκλησιαστικής διοικήσεως επί του συνοδικού συστήματος, η οποία μπορούσε να θίξη και αυτήν ακόμη την ουσία του θεσμού της Οικουμενικής συνόδου. Βεβαίως, η διοικητική οργάνωση της Αιγυπτιακής διοικήσεως παρουσίαζε σημαντική ιδιομορφία, λόγω της απόλυτης συγκεντρωτικής εξουσίας του αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας («ηγεμονεύοντος»), γι'αυτό άλλωστε και η στάση των αιγυπτίων επισκόπων εξέπληξε τα μέλη της Δ' Οικουμενικής συνόδου. Ωστόσο, το ζήτημα της σχέσεως των επισκόπων προς τη διοικητική τους κεφαλή υφίστατο σε ηπιότερη ίσως μορφή και για όλους τους άλλους επισκόπους των διαφόρων διοικητικών ενοτήτων. Εφ' όσον όμως ίσχυε στη διοίκηση της Εκκλησίας το μητροπολιτικό σύστημα, το ζήτημα δεν ήταν οξύ. Η διοικητική ενότητα της επαρχίας υποτασσόταν ευχερέστερα στην αυθεντία της Οικουμενικής συνόδου. Το ζήτημα κατέστη οξύτερο μετά την εισαγωγή της πατριαρχικής οργανώσεως της εκκλησιαστικής διοικήσεως από την Δ' Οικουμενική σύνοδο. Με το σύστημα αυτό η ανώτατη διοικητική δικαιοδοσία στην Εκκλησία κατανεμήθηκε στους θρόνους Ρώμης, Κπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, οι οποίοι διεκδικούσαν αναμφιβόλως συγκεντρωτική δικαιοδοσία, ηπιότερη ή και ανάλογη προς εκείνη του αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας στην Αιγυπτιακή διοίκηση. Πράγματι, η Δ' Οικουμενική σύνοδος, ενώ συγκλήθηκε και συγκροτήθηκε επί τη βάσει του μητροπολιτικού συστήματος, λειτούργησε επί τη βάσει κυρίως του πατριαρχικού συστήματος, το οποίο μάλιστα δεν είχε ακόμη κατοχυρωθή κανονικώς. Οι συμμετασχόντες στη σύνοδο επίσκοποι εκάθησαν στη δεξιά ή στην αριστερή πλευρά της αιθούσης αναλόγως της θέσεως του πατριαρχικού θρόνου, υπό την εθιμική δικαιοδοσία του οποίου υπήγοντο. Βεβαίως, στην Δ' Οικουμενική σύνοδο υφίστατο και το ζήτημα της κανονικής αναγνωρίσεως της εξαρχικής οργανώσεως της εκκλησιαστικής διοικήσεως, αλλά και στην περίπτωση αυτή θα αναγνωριζόταν η υπερεξαρχική δικαιοδοσία των πατριαρχικών θρόνων. Πράγματι, στις εργασίες της συνόδου αυτής οι νέος θεσμός της Πενταρχίας των πατριαρχών λειτούργησε κατ' αρχήν και ατύπως ως υπερεξαρχική αυθεντία, ενώ μετά τις διοικητικές αποφάσεις της συνόδου λειτούργησε σαφώς ως υπερμητροπολιτική αυθεντία (Βλ. Ιω. Φειδά, Ο θεσμός της Πενταρχίας των πατριαρχών, II, 37 κέξ.).

Η Ε' Οικουμενική σύνοδος (553) συγκλήθηκε, όπως είδαμε, επί τη βάσει του αναγνωρισμένου και από την Πολιτεία κανονικού θεσμού της Πενταρχίας των πατριαρχών (Βλ. Ιω. Φειδά, Ο θεσμός της Πενταρχίας των πατριαρχών, II, 161-207, 241-255). Τόσο οι προτάσεις του πάπα Ρώμης Βιγιλίου για ισομερή και ολιγομελή εκπροσώπηση των εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως, όσο και η αξιολόγηση της αποχής του από τις εργασίες της συνόδου επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι ως κριτήριο της συγκλήσεως και της συγκροτήσεως της συνόδου τέθηκε ο κανονικός θεσμός της Πενταρχίας των πατριαρχών. Η προεδρία της συνόδου θα ανήκε κανονικώς στον πάπα Ρώμης Βιγίλιο, αν βεβαίως συμμετείχε στις εργασίες της. Τούτο φαίνεται και από την πρόσκληση των πατριαρχών της Ανατολής προς τον Βιγίλιο, προς τον οποίο έγραφαν ότι η συζήτηση των θεμάτων θα έπρεπε να γίνη « προκαθημένης της υμετέρας μακαριότητος» ( Mansi , IX, 188). Η αποχή όμως του Βιγιλίου κατέστησε αναγκαία την προεδρία της συνόδου από τον έχοντα τα «ίσα» πρεσβεία τιμής και δεύτερον κατά την τάξη πατριάρχη Κπόλεως Ευτύχιο, αλλά η ευθύνη και η αυθεντία της συνόδου ανήκε και στους πέντε παρόντες ή εκπροσωπούμενους πατριάρχες, αφού το φρόνημα του παπικού θρόνου εκφράσθηκε με το πρώτο και το δεύτερο Constitutum του πάπα Βιγιλίου. Η υπόθεση ότι η προεδρία της συνόδου ασκήθηκε συλλογικώς από τους τρεις παρόντες πατριάρχες (Κπόλεως Ευτύχιο, Αλεξανδρείας Απολινάριο και Αντιόχειας Δομνίνο) και τους εκπροσώπους του πατριάρχη Ιεροσολύμων Ευστοχίου (Ευ. Χρυσού, Η εκκλ. πολιτική του Ιουστινιανού, 106 κέξ.) ερμηνεύει εσφαλμένως ως προεδρία τη διαδοχική λήψη του λόγου από τους τρεις πατριάρχες και τον πρώτο αντιπρόσωπο του πατριάρχη Ιεροσολύμων Ραφείας Στέφανο κατά τη διαδικασία εμφανίσεως του αυτοκρατορικού σιλεντιάριου Θεοδώρου ενώπιον της συνόδου, αναγνώσεως του βασιλικού « Τύπου» προς τη σύνοδο και εξόδου του από την αίθουσα των εργασιών της συνόδου ( Mansi , IX, 185).

Η ΣΤ' Οικουμενική σύνοδος (680-681) είχε την ιδιόμορφη αποστολή μιάς διασκέψεως για την κρίση του μονοθελήτη πατριάρχη Αντιόχειας Μακαρίου, συγκλήθηκε δε επίσης επί τη βάσει του θεσμού της Πενταρχίας των πατριαρχών υπό τη διαιτησία του αυτοκράτορα, παρά το γεγονός ότι λόγω της αραβοκρατίας δεν ήταν δυνατή η κανονική εκπροσώπηση των κενών πατριαρχικών θρόνων Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων. Η προεδρία της συνόδου ασκήθηκε από τον πατριάρχη Κπόλεως Γεώργιο μετά την ενδεκάτη συνεδρία και οπωσδήποτε όχι από τους πέντε πατριάρχες, όπως αναφέρεται στο «Χρονικόν» του Γεωργίου Μοναχού (εκδ. De Boor , 1904, 629 καί 726). Η άποψη του Β. Στεφανίδη (Εκκλ. Ιστορία, 247), ότι οι μαρτυρίες του Γεωργίου Μοναχού « δεν σχετίζονται με την πραγματικήν προεδρίαν, αλλά με την μεταγενεστέραν θεωρίαν της Πενταρχίας των πατριαρχών», δεν είναι δυνατόν να διεκδικήση οποιαδήποτε θεμελίωση στις πηγές, αφού ο θεσμός της Πενταρχίας είχε ήδη ολοκληρωθή με τις αποφάσεις της Δ' Οικουμενικής συνόδου και εφαρμόσθηκε μετά από μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις στην Ε' Οικουμενική σύνοδο. Εν τούτοις, η αδυναμία των αραβοκρατούμενων πατριαρχικών θρόνων Αλεξανδρείας, Αντιόχειας και Ιεροσολύμων καθιστούσε πλέον δυσχερή την κανονική εκπροσώπηση όλων των πατριαρχικών θρόνων στις Οικουμενικές συνόδους. Το ζήτημα αυτό αντιμετωπίσθηκε με ιδιαίτερη έμφαση κατά την πρώτη περίοδο της εικονομαχίας (727-787), λόγω κυρίως της μη συμμετοχής πατριάρχη στην εικονομαχική σύνοδο της Ιερείας (754). Η Ζ' Οικουμενική σύνοδος (787) αποδοκίμασε την αντικανονική συγκρότηση της εικονομαχικής συνόδου της Ιερείας και προέβαλε τα νέα κριτήρια της εκκλησιαστικής συνειδήσεως για τη σύγκληση και τη συγκρότηση μιάς Οικουμενικής συνόδου: « Πώς γάρ αγία η μηδ' ό,τι εστίν άγιον εν γνώσει λαβούσα; εναγής δε και βέβηλος και παρέγγραπτος... Πώς δ' αυ μεγάλη και οικουμενική, ην ουκ εδέξαντο, ούτε συνεφώνησαν οι των αγίων εκκλησιών πρόεδροι, αλλ' αναθέματι ταύτην παρέπεμψαν; ουκ έσχε συνεργόν τον τηνικαύτα των Ρωμαίων πάπαν ή τους περί αυτόν ιερείς, ούτε διά τοποτηρητών αυτού, ούτε δι' εγκυκλίου επιστολής, καθώς νόμος εστί ταις συνόδοις, αλλ' ούτε συμφρονούντας αυτή τους πατριάρχας τής Έω, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και της αγίας Πόλεως (= Ιεροσολύμων), ή τους συν αυτοίς μύστας και αρχιερείς... Εβδόμη δε πάλιν πώς, η μη συμφωνήσασα ταις προ αυτής εξ αγίαις και οικουμενικαίς συνόδοις; Παν γαρ έβδομον ταττόμενον των προ αυτού αριθμήσει προκειμένων πραγμάτων ακόλουθον οφείλει είναι, επεί το μηδέν των συναριθμουμένων μετέχον ουδέ συναριθμείται...» ( Mansi , XIII, 208-209).

Η συνείδηση αυτή της Ζ' Οικουμενικής συνόδου διαμορφώθηκε προφανώς από την αντικειμενική δυσχέρεια συμμετοχής στις Οικουμενικές συνόδους των αραβοκρατούμενων πατριαρχικών θρόνων της Ανατολής. Όπως στην Ε' Οικουμενική σύνοδο η μη συμμετοχή του πάπα Βιγιλίου ή εκπροσώπων του καλύφθηκε από την έκφραση του φρονήματος του παπικού θρόνου, έτσι και σε περίπτωση μη συμμετοχής άλλων πατριαρχικών θρόνων για οποιουσδήποτε λόγους ήταν αναγκαία τουλάχιστον η έκφραση της συμφωνίας τους στις συνοδικές αποφάσεις, αφού είχε κριθή αναγκαία η ομοφωνία και των πέντε πατριαρχών σε θέματα πίστεως (Βλ. Ιω. Φειδά, Ο θεσμός της Πενταρχίας των πατριαρχών, II, 247 κέξ.). Στη συνείδηση της Ζ' Οικουμενικής συνόδου για τα κανονικά κριτήρια της οίκουμενικότητας μιάς συνόδου προβλήθηκε με έμφαση η ανάγκη της ομοφροσύνης και των πέντε πατριαρχών, αλλά γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ « συνεργών» και « συμφρονούντων » πατριαρχών. Μία σύνοδος για να διεκδική οίκουμενικότητα πρέπει να έχη «συνεργόν τον τηνικαύτα των Ρωμαίων πάπαν» και «συμφρονούντας αυτή τους πατριάρχας της Έω, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και της αγίας Πόλεως». Ο V. Peri ( La synergie entre le Pape et le Concile oecumenique , Irenikon 56, 1983, 170 κέξ.) παρανόησε ή παρερμήνευσε το ανωτέρω κείμενο της Ζ' Οικουμενικής συνόδου για να προβάλη ως διαλεκτική τη σχέση Πάπα και Οικουμενικής συνόδου. Πράγματι, μεταξύ «συνεργού» κ αι « συμφρονού ν των » χάθηκε ο θρόνος της Κπόλεως, τον οποίο ενέταξε αυθαιρέτως στους «πατριάρχας της Έω», καίτοι στην επεξήγηση της Έω αναγράφονται μόνο οι πατριάρχες Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων. Δεν κατανόησε προφανώς ότι κατά κανονική ακρίβεια και οι πέντε πατριάρχες πρέπει να είναι « συνεργοί», αλλά οι αντικειμενικές δυσχέρειες των αραβοκρατούμενων τριών πατριαρχικών θρόνων της Ανατολής, ήτοι, κατά το κείμενο, μόνο των θρόνων Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, καθιστούσαν οπωσδήποτε αναγκαία τουλάχιστον τη « συνεργία» των θρόνων της Πρεσβυτέρας και της Νέας Ρώμης για τη σύγκληση μιάς Οικουμενικής συνόδου. Συνεπώς, η αυτονόητη «συνεργία» του πατριάρχη Κπόλεως και η ευνόητη «συνεργία» του παπικού θρόνου δεν είναι δυνατόν να αγνοηθούν κατά τη σύγκληση μιάς Οικουμενικής συνόδου, όπως δεν είναι δυνατόν να αγνοηθή και η ανάγκη συμφωνίας στις συνοδικές αποφάσεις των εμπερίστατων πατριαρχικών θρόνων της Ανατολής. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την εισαγωγική μομφή εναντίον της εικονομαχικής συνόδου της Ιερείας : «Πώς δ' αυ μεγάλη και οικουμενική, ην ούτε εδέξαντο, ούτε συνεφώνησαν οι των αγίων εκκλησιών πρόεδροι (= οι πέντε πατριάρχες), α λλ' αναθέματι ταύτην παρέπεμψαν;».

Μία σύνοδος λοιπόν για να αναγνωρισθή ως Οικουμενική πρέπει αφ'ενός μεν να διατυπώση την αλήθεια της πίστεως, αφ' ετέρου δε να αποτελή μία αυθεντική συνέχεια των προγενέστερων αναγνωρισμένων από την εκκλησιαστική συνείδηση Οικουμενικών συνόδων, γι'αυτό και η εικονομαχική σύνοδος της Ιερείας δεν ήταν δυνατόν να αναγνωρισθή ως οικουμενική, ως « μη συμφωνήσασα ταις προ αυτής εξ αγίαις και οικουμενικαίς συνόδοις; παν γαρ έβδομον ταττόμενον των προ αυτού αριθμήσει προκειμένων πραγμάτων ακόλουθον οφείλει είναι, επεί το μηδέν των συναριθμουμένων μετέχον ουδέ συναριθμείται...» ( Mansi , XIII, 209). Η Ζ' Οικουμενική σύνοδος (787) είχε όλα τα κριτήρια μιάς Οικουμενικής συνόδου: α) συγκλήθηκε με αυστηρή εφαρμογή της κανονικής παραδόσεως για την πρόσκληση των πέντε πατριαρχικών θρόνων, των οποίων το φρόνημα είχε ήδη εκφρασθή πριν από τη σύγκληση της συνόδου, β) οι αποφάσεις της αποτελούσαν αυθεντική συνέχεια των αποφάσεων των προηγουμένων Οικουμενικών συνόδων και θεμελιώθηκαν στην Αγία Γραφή και στην πατερική παράδοση, και γ) έγιναν δεκτές με ενθουσιασμό από την εκκλησιαστική συνείδηση. Ύπό το πνεύμα αυτό η διαδικασία αποδοχής και συναριθμήσεως της Ζ' Οικουμενικής συνόδου μεταξύ των άλλων Οικουμενικών συνόδων της Εκκλησίας δεν θα έπρεπε να αντιμετωπίση σοβαρά προβλήματα. Εν τούτοις, η Δύση προβληματίσθηκε για την αποδοχή της οικουμενικότητας της συνόδου, λόγω κυρίως αφ' ενός μεν των επιφυλάξεων της φραγκικής ιεραρχίας, αφ' ετέρου δε της κακής λατινικής μεταφράσεως των πρακτικών της συνόδου. Πράγματι, οι Καρολίνειοι βίβλοι ( Libri Carolini ) αναγράφουν τις θεολογικές επιφυλάξεις της φραγκικής ιεραρχίας, η δε σύνοδος τής Φραγκφούρτης (794) τοποθετήθηκε μάλλον αρνητικά στις αποφάσεις της Ζ' Οικουμενικής συνόδου περί των ι. εικόνων. Ο πάπας Ρώμης Αδριανός Α' (772-795), ο οποίος είχε ανταποκριθή με προθυμία στην πρόσκληση του Οικουμενικού πατριάρχη Ταρασίου (784-806), αναγκάσθηκε να υπερασπισθή με επιστολή του προς τον Καρλομάγνο τις υπέρ των ι. εικόνων αποφάσεις της συνόδου με το επιχείρημα ότι ήσαν σύμφωνες προς την παράδοση και της ρωμαϊκής εκκλησίας. Δέχθηκε όμως με εκκλησιαστική ασυνέπεια να μη προβή στην επίσημη αναγνώριση της οικουμενικότητας της συνόδου , αν αυτό κρινόταν αναγκαίο από τους Φράγκους, για την άσκηση πολιτικών πιέσεων προς τον βυζαντινό αύτοκράτορα. ’λλωστε, και στην Ανατολή η διαδικασία της αποδοχής ( receptio ) και της συναριθμήσεως της Ζ' Οικουμενικής συνόδου με τις προηγούμενες έξι Οικουμενικές συνόδους επιβραδύνθηκε, λόγω της ακυρώσεως της συνόδου από την εικονομαχική σύνοδο της Αγίας Σοφίας (815) κατά τη δεύτερη περίοδο των εικονομαχικών ερίδων. Πράγματι, οι εμπερίστατοι πατριαρχικοί θρόνοι της Ανατολής (Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων) δεν συναριθμούσαν τη σύνοδο μεταξύ των Οικουμενικών συνόδων, καίτοι είχαν αγωνισθή, όπως και ο παπικός θρόνος, εναντίον της είκονομαχίας.

Υπό την έννοια αυτή ο πατριάρχης Κπόλεως Φώτιος (858-867, 877- 886) στην εγκύκλια επιστολή του προς τους πατριάρχες της Ανατολής (867) παρατήρησε ότι οι πατριαρχικοί θρόνοι της Ανατολής, καίτοι « τα μεν εν αυτή κυρωθέντα, είπερ τι άλλο, διά σπουδής και σεβασμιότητος άγουσιν», εν τούτοις « αυτήν δ' ανακηρύττειν επί της Εκκλησίας ούπω τυχείν έπιγνώσεως» ( PG 102,740 ). Ο ι. Φώτιος επέμεινε στην ανακήρυξη της οικουμενικότητας και στη συναρίθμηση της Ζ' Οικουμενικής συνόδου και κατά τη δεύτερη πατριαρχία του, εισηγήθηκε δε το ζήτημα στη μεγάλη σύνοδο τής Κπόλεως (869-870) με χαρακτηριστική σαφήνεια : « η δε γε των Ρωμαίων εκκλησία, ωσαύτως δε και οι της Ανατολής θρόνοι, τα μεν δόγματα παραπλησίως αποδέχονται, περί δε του συναριθμείν αυτήν ταις λοιπαίς αγίαις και οικουμενικαίς συνόδοις και εβδόμην αυτήν ανακηρύττειν, ίσως παρά τισίν εστιν αμφιβολία. Φήμη μέν γάρ τοιαύτη περιαγγέλλεται...» ( Mansi , XIII, 493). Ο ι. Φώτιος είχε αιτιολογήσει την επιμονή του με ισχυρά επιχειρήματα, τα οποία προβάλλουν και τα κριτήρια λειτουργίας της συνοδικής συνειδήσεως της Εκκλησίας: «Χρή δ'ουν και ταύτην... μεγάλην τε και αγίαν και οικουμενικήν και ταις προ αυτής εξ συνόδοις συνανακηρύττειν. Το γαρ μη ούτω διαπράττεσθαι και ποιείν, πρώτον μεν αδικείν εστιν την του Χριστού Εκκλησίαν, τηλικαύτην υπερορώντας σύνοδον και τοσούτῳ μέρει τον σύνδεσμον αυτής και την συνάφειαν διασπώντας και διαλύοντας. Δεύτερον δε, και των εικονομαχούντων, ων ουδέν έλαττον των άλλων αιρετικών, ευ οιδ'ότι μυσάττεσθαι το δυσσέβημα, πλατύνειν εστί τα στόματα ουχ οικουμενική συνόδῳ την αυτών καθαιρεθήναι δυσσέβειαν, αλλ' ενός θρόνου κρίσει την δίκην υπέχειν, πρόφασιν εχόντων εις το τερατεύεσθαι» ( PG 102, 740-741). Συνεπώς, η ανακήρυξη της οικουμενικότητας της συνόδου ήταν αναγκαία, γιατί α) η καταδικασθείσα αίρεση « ουδέν ελάττον των άλλων αιρετικών» είχε, β) η μη ανακήρυξη της οικουμενικότητας της συνόδου παρείχε επιχειρήματα στους εικονομάχους, οι οποίοι υποστήριζαν ότι « ουχ οικουμενική συνόδῳ την αυτών καθαιρεθήναι δυσσέβειαν, αλλ' ενός θρόνου κρίσει», γ ) η μη συναρίθμηση της Ζ' Οικουμενικής συνόδου ισούται προς το «α δικείν... την του Χριστού Εκκλησίαν», γιατί αφ'ενός μεν διασπώνται ο « σύνδεσμος» και η « συνάφεια» των κατά τόπους εκκλησιών, αφ' ετέρου δε δεν παραδίδεται η σύνοδος « παντί τῳ υφ' υμών της Εκκλησίας παραδοθέντι πληρώματι ως υποχρεωτική διδασκαλία πίστεως, καί δ) η συναρίθμηση της Ζ' Οικουμενικής συνόδου βεβαιώνει την παραδοχή της αυθεντικής συνέχειας της πίστεως της Εκκλησίας στον Ό ρο της συνόδου (Βλ. Ιω. Φειδά, Αποδοχή και συναρίθμησις της Ζ Οικουμενικής συνόδου εις την Ανατολήν και εις την Δύσιν, Etudes theologiques 9,1990, 67-83).