HOLY AND GREAT COUNCIL DOCUMENT

Draft Synodical Document

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2020

ΜΠΟΡΕΙ Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ ΝΑ ΣΥΓΚΑΛΕΣΕΙ ΣΥΝΟΔΟ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ;

ierosolimon theofilos


Γράφει ο Δρ. Αναστάσιος Βαβούσκος στην Romfea.gr
Δικηγόρος - Άρχων Ασηκρήτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου


Η ρέουσα εκκλησιαστική ειδησεογραφία κυριαρχείται από το ζήτημα, που δημιουργήθηκε με τις εκ Μόσχας δηλώσεις του Πατριάρχου Ιεροσολύμων, περί πρωτοβουλίας αυτού για την σύγκληση συνόδου Προκαθημένων.

Ήδη για το ζήτημα αυτό έχω εκφράσει τις απόψεις μου πριν την ανταλλαγή των επιστολών που επακολούθησαν, τονίζοντας ότι από πλευράς Κανονικού Δικαίου η πρωτοβουλία αυτή του Πατριάρχη Ιεροσολύμων δεν συνιστά «δήλωση βουλήσεως για σύγκληση συνόδου των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών αλλά γνωστοποίηση προθέσεων φιλοξενίας, οι οποίες ερμηνεύονται ως εικαζομένη βούληση για τη σύγκληση διασκέψεως (;) πανορθοδόξου χαρακτήρα».
Την άποψή μου αυτή ήλθε να επιβεβαιώσει και η από 11 Δεκεμβρίου 2019 επιστολή, που απέστειλε ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη και τους λοιπούς Προκαθημένους και Προέδρους των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, με την οποία, επιθυμώντας (όπως δηλώνει) να δώσει στον Οικουμενικό Πατριάρχη και τους υπόλοιπους Προκαθημένους «τον χώρο και την δυνατότητα να συγκεντρωθούν σε πνεύμα της αδελφικής αγάπης (koinonia), ώστε η από κοινού διαβούλευση τους να γίνει με στόχο την διατήρηση της ενότητας στην ευχαριστιακή κοινωνία», τους ανακοινώνει ότι το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων «ανοίγει το σπίτι του στο Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας για να φιλοξενήσει αυτή την αδελφική συγκέντρωση αγάπης κατά τον μήνα Φεβρουάριο».
Αλλά και αν ακόμη ήθελε θεωρηθεί, ότι οι δηλώσεις αυτές συνιστούν ανακοίνωση για σύγκληση συνόδου Προκαθημένων, η πρωτοβουλία αυτή – όπως έχω ήδη επίσης επισημάνει σε προηγούμενο άρθρο μου - αντιτίθεται στις κανονικές διατάξεις περί συνθέσεως της συνόδου αυτή και περί του προσώπου που την συγκαλεί.
Παρά ταύτα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης παραβλέποντας το επιφανειακώς εκτιθέμενο (πρόθεση προσκλήσεως φιλοξενίας για αδελφική συγκέντρωση αγάπης και συζήτηση χαλαρού χαρακτήρα) και διαβλέποντας το πραγματικώς υποκρυπτόμενο (σύνοδος Προκαθημένων για ουσιαστική συζήτηση επί του Ουκρανικού Ζητήματος) ορθώς - και προληπτικώς - απέστειλε σχετική απαντητική επιστολή, διά της οποίας επισημαίνονται στον αποστολέα του Γράμματος οι λάθος βάσεις της πρωτοβουλίας αυτής και ανακαλείται ευγενώς αυτός εις την τάξιν, θεωρουμένης βεβαίως ως αυτονόητης και της απορρίψεως της προσκλήσεως.
Κατόπιν τούτου, αφού από πλευράς Κανονικού Δικαίου η πρωτοβουλία αυτή καταρχήν δεν επιδέχεται κανονικής εκτιμήσεως, και αν ήθελε παρά ταύτα θεωρηθεί ως απόφαση για σύγκληση συνόδου προκαθημένων, αυτή αντίκειται στους ιερούς κανόνες, θέλησα να διερευνήσω, αν από πλευράς εκκλησιαστικής παραδόσεως είθισται ή τουλάχιστον υπάρχει κάποιο προηγούμενο, να συγκαλεί ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων σύνοδο και μάλιστα πανορθοδόξου χαρακτήρα.
Πέραν της Αποστολικής συνόδου προς τα τέλη του έτους 48 (Πραξ. 15), κατά τον Ι. Καρμίρη (βλ. Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, εκδ. β΄επηυξημένη, Τ. ΙΙ, Akademische Druck – u Verlagsanstalt, Graz-Austria 1968, 694), η πρώτη μετά δεκαέξι αιώνες σύνοδος, που συνεκλήθη στην πόλη των Ιεροσολύμων, ήταν η σύνοδος που συνεκάλεσε το έτος 1672 ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος, έχοντας ως συμπρόεδρο τον διαπρεπή προκάτοχό του Πατριάρχη Νεκτάριο.
Η σύνοδος αυτή:
α) ήταν τοπική, όπως προκύπτει από τα πρακτικά αυτής (βλ. Ι. Καρμίρη, 701, και Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου, Δοσίθεος Πατριάρχης Ιεροσολύμων (1641-1707), εν Ιεροσολύμοις, Τύποις Ιερού Κοινού του Παναγίου Τάφου, 1907, 20): «Ἀσπὶς Ὀρθοδοξίας ἢ ἀπολογία καὶ ἔλεγχος πρὸς τοὺς διασύροντας τὴν Ἀνατολικὴν Ἐκκλησίαν αἱρετικούς, …, δηλονότι, συντεθεῖσα παρὰ τῆς ἐν Ἱεροσολύμοις τοπικῆς συνόδου ἐπὶ Δοσιθέου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων»,
β) συνεκλήθη από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Δοσίθεο, ο οποίος εξελέγη Πατριάρχης Ιεροσολύμων όχι από τη σύνοδο του ομωνύμου Πατριαρχείου αλλά από την Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, μετά την παραίτηση του προκατόχου του Νεκταρίου (βλ. Κ. Δελικάνη, Πατριαρχικά Έγγραφα, Τ. Β΄, εν Κωνσταντινουπόλει 1904, 374-376, Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου, ο.π.,5),
γ) είχε στη σύνθεσή της εβδομήντα έναν κληρικούς Έλληνες, Άραβες και Ρώσους (βλ. Ι. Καρμίρη, ο.π., 694),
δ) αποτέλεσε τη συνέχεια της Μεγάλης συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως του Ιανουαρίου του 1672, η οποία συνεκλήθη υπό την προεδρία του Οικουμενικού Πατριάρχη Διονυσίου του Δ΄ και με τη συμμετοχή τεσσάρων Πατριαρχών και σαράντα επισκόπων. Η σύνοδος αυτή είχε ως αντικείμενο την απάντηση επί των ερωτημάτων, τα οποία έθεταν επισήμως τόσο η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία όσο και οι Διαμαρτυρόμενες Εκκλησίες περί του γνησίου φρονήματος της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, με αφορμή την «Ομολογία» του Οικουμενικού Πατριάρχη Κύριλλου Λούκαρη (βλ. Ι. Καρμίρη, ο.π. 687-688, Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου, ο.π., 17επ.).
Η σύνοδος, λοιπόν, των Ιεροσολύμων, η οποία συνεκλήθη δύο μήνες μετά τη Μεγάλη σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως, ως συνέχεια αυτής και έχοντας αυτήν ως αφορμή, απεφάνθη, ότι η ο Κύριλλος Λούκαρης ουδέποτε εξέφρασε μη ορθόδοξες απόψεις και εν πάσει περιπτώσει οι απόψεις αυτές ήταν προσωπικές, αφού δεν περιεβλήθησαν τον τύπο της συνοδικής αποφάσεως ούτε έγινε καταχώρηση αυτών στους Πατριαρχικούς Κώδικες. Περαιτέρω, η σύνοδος αυτή εξέδωσε νέα Ομολογία, γνωστή ως «Ομολογία Δοσιθέου» από το όνομα του τότε Πατριάρχη Ιεροσολύμων, προκειμένου να καταστεί σαφές, ότι η «Ομολογία» του Κύριλλου Λούκαρη δεν γίνεται αποδεκτή από την Ορθόδοξη Εκκλησία (βλ. Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου, ο.π., 21επ.)
Συνοπτικώς, όπως προκύπτει σαφώς από τα παραπάνω, η σύνοδος των Ιεροσολύμων του 1672:
α) ήταν τοπική,
β) συνεκλήθη όχι πρωτογενώς αλλά ως συνέχεια της Μεγάλης συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως,
γ) με τις αποφάσεις επεδίωξε να στηρίξει και να ενισχύσει τις αποφάσεις της προηγηθείσης συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως και όχι να τις αμφισβητήσει.
Συνεπώς, η σύνοδος αυτή των Ιεροσολύμων και οι ενέργειες και πρωτοβουλίες του τότε Πατριάρχη Ιεροσολύμων Δοσιθέου δημιούργησαν για τον νυν Πατριάρχη Ιεροσολύμων ένα υπολογίσιμο και αδιαμφισβήτητο «προηγούμενο», το οποίο τον δεσμεύει κυρίως ηθικώς και ιστορικώς, δευτερευόντως δε και κανονικώς και του υπαγορεύει, η σύνοδος - που προτίθεται να συγκαλέσει - να αποσκοπεί στην στήριξη και ενίσχυση των αποφάσεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου και όχι στην αμφισβήτηση αυτών.
Υπό αυτό το πρίσμα, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων κ.κ. Θεόφιλος δύναται να συγκαλέσει σύνοδο, με προσκεκλημένους επικεφαλής Ορθοδόξων Εκκλησιών, υπό τις εξής προϋποθέσεις:
1. Πρώτα να πράξει το αυτονόητο έναντι της αποφάσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου, δηλαδή να αναγνωρίσει την νέα Εκκλησία και τον Προκαθήμενο αυτής Μητροπολίτη Κιέβου Επιφάνιο.
2. Στη συνέχεια, να συγκαλέσει σύνοδο με προσκεκλημένους μόνο τους Προκαθημένους των Ορθοδόξων Εκκλησιών, που αρνούνται αντικανονικώς να αναγνωρίσουν την νέα Εκκλησία και τον Προκαθήμενό της.
3. Να ορίσει ως θέμα συζητήσεως την αναγνώριση εκ μέρους των προσκεκλημένων του της αποφάσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου περί του αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ουκρανίας.
Παρεμπιπτόντως, δύναται κατά την διάρκεια των συνομιλιών και συνεδριάσεων της συνόδου να έχει και μια συνάντηση με τον Πατριάρχη Αντιοχείας, με σκοπό την σύνταξη και υπογραφή ενός Συνυποσχετικού για προσφυγή ενώπιον του Οικουμενικού Πατριαρχείου προς επίλυση του θέματος της αμφισβητουμένης κανονικής δικαιοδοσίας στο Κατάρ, με εφαρμογή του θεσμού της κατά συναίνεσιν επιλογής δικαστών, που προβλέπεται από την κανονική νομοθεσία και για το οποίο θέμα έχω ήδη διατυπώσει τις απόψεις σε σχετικό άρθρο.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα φανεί αντάξιος του προκατόχου του και του «δεδικασμένου», που αυτός δημιούργησε και θα αποδείξει, ότι η διαβεβαίωση στην επιστολή του, πως σέβεται την κανονική νομοθεσία και την θέση και τις αρμοδιότητες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, είναι αληθής και βάσιμη.
Ολοκληρώνοντας, θα ήθελα να επισημάνω και ένα γεγονός. Η σύνοδος του 1672 στην Κωνσταντινούπολη, της οποίας συνέχεια υπήρξε η υπό την προεδρία του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Δοσιθέου σύνοδος των Ιεροσολύμων που δημιούργησε και το σχετικό «δεδικασμένο», συνεκλήθη υπό την προεδρία του Οικουμενικού Πατριάρχη Διονυσίου του Δ΄, ο οποίος ήταν αυτός που εξέδωσε το Γράμμα Εκδόσεως, το οποίο ανακληθέν προσφάτως από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αποτέλεσε την απαρχή της διαδικασίας για την παροχή αυτοκεφάλου καθεστώτος στην Εκκλησία της Ουκρανίας, την οποία αμφισβητεί εμπράκτως πλέον ο νυν Πατριάρχης Ιεροσολύμων!!!
Εύχομαι να γίνει κατανοητό εκ μέρους του Πατριάρχη Ιεροσολύμων, ότι «σκληρόν προς κέντρα λακτίζειν».