HOLY AND GREAT COUNCIL DOCUMENT

Draft Synodical Document

Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2020

Η ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΦΑΙΡΑ

Από τον αιδεσιμολογιώτατο Δρ. Εμμανουήλ Κλάψη (Emmanuel Clapsis)

Ο αμερικανικός λαός είναι βαθιά διχασμένος και πολωμένος όσον αφορά τις πολιτικές κατευθύνσεις και επιλογές του. Ο διχασμός και η πόλωση στην αμερικανική πολιτική έχουν επηρεάσει και τις χριστιανικές εκκλησίες και κοινότητες, παρόλο που ορισμένες από αυτές επέλεξαν να μην αντιμετωπίσουν επίσημα τις προκλήσεις που θέτει η πολιτική στην προσωπική και κοινοτική ζωή του λαού. Η σχέση της πολιτικής και της χριστιανικής πίστης αποτελεί ένα πολύ περίπλοκο ζήτημα που χρήζει ιδιαίτερης προσοχής, διότι η χριστιανική πίστη και η πολιτική καθορίζουν, σε μεγάλο βαθμό, την προσωπική και συλλογική ζωή των ανθρώπων. Καθώς εξετάζουμε τη σχέση θρησκείας και πολιτικής, είναι καθοριστικής σημασίας να μην υποβαθμίσουμε και να μην υποτάξουμε τη μία στην άλλη. Επιπλέον, λόγω της πολύπλοκης φύσης της σχέσης θρησκείας και πολιτικής, πρέπει να μην υποκύψουμε στον πειρασμό να θεωρήσουμε τις απόψεις μας πάνω σ’ αυτό το ζήτημα ως απόλυτη λύση για τον τρόπο με τον οποίο οι θρησκευτικές κοινότητες και οι χριστιανικές εκκλησίες θα πρέπει να εντοπίζουν τις αιτίες των πολιτικών προκλήσεων και να επιλέγουν τα ζητήματα, τα οποία αξίζουν την προσεκτική συμβολή τους.

Στους χριστιανικούς κύκλους, η μαρτυρία της Εκκλησίας στον κόσμο συχνά αντιπαρατίθεται με την ιερή παράδοση της που «οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου». Συχνά θεωρείται ότι η μαρτυρία Εκκλησίας απομακρύνεται από την πρωταρχική ιερή ευθύνη της, όταν αναμειγνύεται στην πολιτική. Υποκαθιστά την ενθαδικότητα με την υπερβατικότητα. Αντικαθιστά το Ευαγγέλιο της αγάπης και της συγχώρεσης με κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, νομοθετικές τροποποιήσεις, πολιτικά προγράμματα και ενέργειες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εστιάζοντας έντονα σε κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, οι Εκκλησίες αποτυγχάνουν όλο και περισσότερο να εκπληρώσουν την ιερή τους αποστολή, δηλαδή να ενώσουν τον κόσμο με τον Θεό, και εν τέλει καθίστανται κίβδηλες. Εάν επικρατεί μια τέτοια προσέγγιση, οι εκκλησίες συνειδητά επιλέγουν να αγνοούν τις πολιτικές προκλήσεις ή παραμένουν αδιάφορες στη βία, την αδικία, τον ρατσισμό, την έλλειψη στέγης, τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τις επιθέσεις στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Το όραμα της Εκκλησίας διασπάται έτσι μεταξύ ιερού και κοσμικού, εφόσον η διάδοση του Ευαγγελίου και ο πολιτισμός, η υπερβατικότητα και η ενθαδικότητα, το Ευαγγέλιο και η κουλτούρα, η θρησκεία και η πολιτική, νοούνται ως διακριτές, διαφορετικές και πολύ συχνά ασυμβίβαστες έννοιες. Αυτή η στάση υποβαθμίζει τον τρόπο, με τον οποίο λειτουργεί η χάρη του Θεού πέρα από τα κανονικά όρια της θεσμικής Εκκλησίας και υπονομεύει τη δημόσια μαρτυρία της Εκκλησίας που βρίσκεται μέσα σε μια πλουραλιστική και δημοκρατική κοινωνία. Έτσι, εξατομικεύει το Ευαγγέλιο, την ερχόμενη πραγματικότητα της βασιλείας του Θεού, πράγμα που επηρεάζει όλες τις πτυχές της ανθρώπινης ζωής στον παρόντα κόσμο. Γι’ αυτούς τους λόγους, ένας αυξανόμενος αριθμός θεολόγων πιστεύει ότι η πολιτική, ως ενσάρκωση των αξιών και των αρχών που διέπουν τη συλλογική ζωή των ανθρώπων, δεν μπορεί να αγνοηθεί.

Είτε μας αρέσει είτε όχι, η πολιτική επηρεάζει τον τρόπο και την ποιότητα της ζωής των ανθρώπων. Συνεπώς, η ουδετερότητα στα πολιτικά ζητήματα δεν μπορεί να αποτελεί μια βιώσιμη επιλογή για τους Χριστιανούς που έχουν ένα συγκεκριμένο θεολογικό όραμα για τον κόσμο και για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να σχετίζονται οι άνθρωποι μεταξύ τους. Υπάρχει μια μύχια και ξεκάθαρη σχέση μεταξύ της χριστιανικής πίστης και της πολιτικής. Ενώ η διάδοση του Ευαγγελίου αποτελεί την ουσιαστική αποστολή και την χαρακτηριστική κλήση της Εκκλησίας, οι δράσεις για δικαιοσύνη, οι οποίες προάγουν έναν ειρηνικό πολιτισμό αποτελούν εξίσου ουσιαστικές διαστάσεις αυτής της αποστολής. Όλες οι πτυχές της ζωής στον παρόντα κόσμου έχουν και θεολογική και πολιτική σημασία. Ωστόσο, προκύπτουν τεράστιες δυσκολίες όταν προσπαθούμε να αναδείξουμε το νόημα της χριστιανικής πίστης και να το μεταφράσουμε σε πρακτικούς πολιτικούς όρους. 

Η πολιτικοποίηση της χριστιανικής πίστης από συντηρητικούς και φιλελεύθερους χριστιανούς δίνει την εντύπωση ότι ο Χριστιανισμός υποστηρίζει τα συχνά αντιφατικά προγράμματα και τις επιλογές τους, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση της μαρτυρίας της Εκκλησίας στον κόσμο. Ανεξάρτητα από τις πολιτικές τους πεποιθήσεις, όλοι οι Χριστιανοί μπορούν να τηρούν τις βασικές αρχές του Χριστιανισμού, αλλά τις ερμηνεύουν με διαφορετικό τρόπο όσον αφορά την πολιτική. Γιατί οι Χριστιανοί δεν συμφωνούν μεταξύ τους για τις πολιτικές συνέπειες της χριστιανικής πίστης; Δεν αμφιβάλλω για την ειλικρίνεια των προθέσεων και των πεποιθήσεών τους, τις οποίες υποστηρίζουν με βιβλικές αναφορές και θεολογικά επιχειρήματα κατά περίσταση. Η πόλωση της πολιτικής τους ερμηνείας αναφορικά με το Ευαγγέλιο θέτει το ερώτημα εάν η χριστιανική πίστη είναι όντως το θεμέλιο, επί του οποίου βασίζουν την πολιτική τους ταυτότητα στον κόσμο, ή εάν αυτή η ταυτότητα διαμορφώνεται σύμφωνα με τα στενά προσωπικά τους συμφέροντα, τους φόβους και τις ανασφάλειές τους. Είναι δέσμιοι του κόσμου οι Χριστιανοί ή η πίστη τους μεταμορφώνει το όραμα, που έχουν για τον κόσμο και επηρεάζει τις πολιτικές τους επιλογές;

Υπάρχει ένας εμφανής κίνδυνος στην κοινωνία μας, πως οι θρησκευόμενοι άνθρωποι έχουν υπερβολική αυτοπεποίθηση στις πολιτικές τους επιλογές και απορρίπτουν όλους τους άλλους, επειδή πιστεύουν ότι, οι πολιτικές τους αντιλήψεις δεν αντικατοπτρίζουν μόνο τις απόψεις τους αλλά και το θέλημα του Θεού. Μια τέτοια στάση μπορεί να καταστεί η αφετηρία βίαιης συμπεριφοράς έναντι άλλων ανθρώπων, οι οποίοι ενστερνίζονται διαφορετικές κοσμοθεωρίες. Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, διότι στις νεωτερικές κοινωνίες οι πολιτικές κρίσεις παραμένουν εξαιρετικά ασαφείς και περίπλοκες. Ως εκ τούτου, σπανίως αποσαφηνίζονται μέσω άμεσων επιφανειακών συμπερασμάτων. Γενικά, οι άνθρωποι δεν κατανοούν ποτέ επαρκώς την κοινωνική πραγματικότητα ή τις πολιτικές συνέπειες των επιλογών τους. Είναι σημαντικό να το καταλάβουμε αυτό, διότι όταν ευσεβείς άνθρωποι εμπλέκονται στην πολιτική υπάρχει ένας πειρασμός να υποστηρίξουν ολοκληρωτικές λύσεις και ριζοσπαστικές δράσεις για τις ποικίλες κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές προκλήσεις. Τηρώντας αυτή τη στάση, οι χριστιανοί ξεχνούν το θεμελιώδες θεολογικό γεγονός ότι, οι λύσεις των κοινωνικών προβλημάτων συνδέονται με τα «έσχατα», τα οποία επέρχονται με την πρωτοβουλία του Θεού ως δώρο στον λαό Του και δεν αποτελούν ανθρώπινο επίτευγμα. Σ’ αυτό το πλαίσιο, το βασικό καθήκον της συμμετοχής της Εκκλησίας στην πολιτική είναι η απομυθοποίηση της επικρατούσας ψευδούς αντίληψης πως η πολιτική έχει την απόλυτη δύναμη να αλλάξει τον κόσμο, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί πράγματι να βελτιώσει τη ζωή των ανθρώπων. Η θρησκεία πρέπει να βοηθήσει την πολιτική, ούτως ώστε να είναι πιο προσεκτική και λιγότερο αλαζονική. Οτιδήποτε κατανοεί η πολιτική ως ανθρώπινη πραγματικότητα, πρέπει να συμπληρώνεται από την υπερβατική σωτηριολογική διάσταση της παρουσίας του Θεού στην ιστορία, της οποίας η Εκκλησία καθίσταται μάρτυρας διαμέσου της ζωής και της αποστολής της. Εάν αυτό δεν καταστεί δυνατό, η Εκκλησία ζημιώνεται και μετατρέπεται σε ακόμα έναν πολιτικό και ανθρώπινο οργανισμό.

Το ουσιαστικό έργο της Εκκλησίας είναι να διακηρύξει στον κόσμο την επικείμενη βασιλεία του Θεού, η οποία σημαίνει την απόλυτη εξανθρώπιση του κόσμου. Απ’ αυτή την άποψη, όλες οι πολιτικές ιδεολογίες και δράσεις, ως ανθρώπινες ενέργειες, είναι προσωρινές. Παραμένουν ουσιαστικά ατελείς και δημιουργούν κοινωνική αποξένωση και προβλήματα, παρά τις καλοπροαίρετες προθέσεις τους. Γι’ αυτό το λόγο, το χρέος της Εκκλησίας είναι να ξεσκεπάσει την απελπισία και τις διαιρέσεις που έχουν προκαλέσει οι πολιτικές ιδεολογίες στον κόσμο, και ταυτόχρονα να παροτρύνει τους ανθρώπους να προχωρήσουν πέρα από αυτές, προσφέροντας τον εαυτό της ως πρότυπο για τον κόσμο. Αυτό προϋποθέτει ότι η Εκκλησία, πριν ασκήσει κοινωνική κριτική στον πολιτικό χώρο, πρέπει να αποκαλύψει τη νέα δημιουργία του Θεού στη ζωή Της. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, καθώς ασκεί τον κριτικό της ρόλο στο πεδίο της πολιτικής, η Εκκλησία καθίσταται μια εξανθρωπιστική δύναμη προόδου, η οποία ωθεί τον κόσμο προς ένα καλύτερο μέλλον. Αυτό επιβάλλει στην Εκκλησία να μην παραμένει σιωπηλή ενόψει οποιασδήποτε εξόφθαλμης αδικίας και βίας. Αν η εκκλησία δεν γίνει η φωνή του αδυνάμων και ο υπερασπιστής των φτωχών, προδίδει το προφητικό της καθήκον και χτυπά επικίνδυνα την ίδια της την αξιοπιστία. Σε κάθε περίπτωση, αυτό δε σημαίνει ότι η Εκκλησία θα έπρεπε να αναλαμβάνει ειδικευμένα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά προγράμματα πέρα από τη φύση και την ικανότητα της. 

Οι ηγέτες της Εκκλησίας δεν πρέπει να επιδιώκουν την ταύτιση με πολιτικούς ηγέτες, ως ένδειξη της εξουσίας τους στον κόσμο. Θα πρέπει επίσης να αποφύγουν οποιαδήποτε στενά κομματική στάση στα πολιτικά ζητήματα. Ο ρόλος των ηγετών της Εκκλησίας δεν είναι να ορμούν στην πολιτική αρένα, αλλά να ευαισθητοποιούν τους ανθρώπους σχετικά με αυτά που επαυξάνουν ή μειώνουν την ανθρώπινη ζωή. Τα πολιτικά προγράμματα, που έχουν σχεδιαστεί για την επίτευξη τέτοιων σκοπών πρέπει να αποτελούν έργο των λαϊκών. Η Εκκλησία χρειάζεται να συνειδητοποιήσει ότι τα λειτουργήματα των λαϊκών δεν αποτελούν ερασιτεχνισμό ή φτηνή απομίμηση της εργασίας των χειροτονημένων λειτουργών, αλλά κάτι πολύ περισσότερο. Είναι λειτούργημα των λαϊκών να προσφέρει την μαρτυρία του Ευαγγελίου στην δημόσια ζωή. Η Εκκλησία θα πρέπει να ασχολείται με την πολιτική κυρίως μέσω των λαϊκών, οι οποίοι, ελπίζουμε, θα μετατρέψουν τη χριστιανική τους πίστη σε συγκεκριμένες δράσεις. Σε αυτή τη διαδικασία, είναι επιθυμητός ένας διάλογος αμοιβαίου εμπλουτισμού ανάμεσα στους πολιτικούς και στους πιστούς χριστιανούς. Σ’ αυτόν τον διάλογο, ο πιστός καθίσταται μια σιωπηρή φωνή, όμοια με αυτούς που, στο όνομα του Ιησού Χριστού, υπερασπίζονται την ειρήνη, τη δικαιοσύνη και την αγάπη σε ολόκληρο τον κόσμο. Αυτός ο διάλογος μπορεί να λάβει διάφορες μορφές. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η Εκκλησία μπορεί να προτείνει ριζοσπαστικές προφητικές δράσεις ενάντια στο κακό και τον ανθρώπινο πόνο, τις οποίες η πολιτική θα πρέπει να θεσμοθετήσει μέσω της εκτελεστικής της εξουσίας. Η Εκκλησία καθίσταται αξιόπιστος μάρτυρας του Ευαγγελίου εφόσον βρίσκεται σε μια συνεχή διαδικασία αλλαγής διά του Αγίου Πνεύματος, ως κοινότητα προσώπων που συνδέονται μεταξύ τους με αγάπη, ειρήνη και δικαιοσύνη, κατ’ εικόνα των σχέσεων της Αγίας Τριάδος. Η ύπαρξη μιας τέτοιας κοινότητας επιτρέπει στον κόσμο να πλησιάσει όλο και περισσότερο την πραγματική του φύση. Η ίδια η Εκκλησία θα πρέπει να γίνει ο ευαυτός της, αν θέλει να ληφθεί σοβαρά υπόψη ο λόγος της, απ’ όσους αρνούνται να αποδεχτούν τον κόσμο στην τωρινή απάνθρωπη μορφή του. Η αξιοπιστία του μηνύματος της Εκκλησίας στην πολιτική αρένα δεν εξαρτάται από αυτό που δηλώνει ό,τι είναι αλλά απ’ αυτό το οποίο πράττει.


Ο π. Εμμανουήλ Κλάψης είναι πρώην Καθηγητής Θεολογίας στην έδρα Αρχιεπίσκοπος Ιακώβος στην Ελληνορθόδοξη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού (Βοστώνη, Η.Π.Α.)

To ιστολόγιο Δημόσια Ορθοδοξία (Public Orthodoxy) επιδιώκει να προωθήσει συζήτηση και συνδιάλεξη, παρέχοντας ένα φόρουμ για διαφορετικές απόψεις σε σχέση με σύγχρονα ζητήματα που αφορούν τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Οι απόψεις που εκφράζονται σ’ αυτό το άρθρο είναι αποκλειστικά του συγγραφέως και δεν αντιπροσωπεύουν τις απόψεις των εκδοτών,των μεταφραστών, ή του Κέντρου Ορθοδόξων Χριστιανικών Σπουδών.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.