HOLY AND GREAT COUNCIL DOCUMENT

Draft Synodical Document

Τετάρτη 10 Μαρτίου 2021

Η ΧΡΗΣΙΣ ΤΟΥ ΟΡΟΥ«ΕΚΚΛΗ ΣΙΑ-ΕΚΚΛΗΣΙΑΙ» ΕΙΣ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟΝ «ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΌΝ ΛΟΙΠΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ» ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΑΘΡΥΛΟΥΜΕΝΟΝ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΟΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑ

  

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ,

Επετειακός Τόμος επί τη Εκατονταετηρίδι του Περιοδικού “Απόστολος Βαρνάβας” (1918-2018), σσ.116-127.

 ξ ἀφορμῆς τῆς χρήσεως τοῦ ὅρου «Ἐκκλησία-Ἐκκλησίαι» εἰς τό κείμενον τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, ὑπό τόν τίτλον «Σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» (βλ. § 6 κ. ἑξ.) ἀνεφύη σαν ἀρκεταί συζητήσεις τόσον ἐντός τῶν συνοδικῶν σωμάτων, τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὅσον καί ἐντός τοῦ συνοδικοῦ σώματος τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, αἱ δέ ἀναπτυχθεῖσαι καί ἐκφρασθεῖσαι ἀντιδράσεις ἐπεκεντροῦντο ὡς πρός τό περιεχόμενον καί τόν προσδιοριστικόν χαρακτῆρα, τόν ὁποῖον ἐκφράζει ὁ ὅρος «Ἐκκλησία-Ἐκκλησίαι» ἐν ἀναφορᾷ πρός τάς λοιπάς Χριστιανικάς Ἐκκλησίας καί Ὁμολογίας καί ὡς πρός τάς σχέσεις ταυτότητος ἤ ὁμοιότητος, αἱ ὁποῖαι εἶναι δυνατόν νά καθορίζονται διά τοῦ παρόντος ὅρου μεταξύ ἑτεροδόξων ὁμολογιακῶς Ἐκκλησιῶν.Οὕτως, ἡ ἀπόλυτος ἔκφρασις «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν τῶν λοιπῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν» τοῦ ἀρχικοῦ κειμένου, ἐτροποποιήθη εἰς τό τελικῶς ἐγκριθέν κείμενον ὡς ἑξῆς : «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν ἑτεροδόξων
Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν», διά τῆς ὁποίας ἀπεφεύχθη ἡ κατ’ ἀπόλυτον ἔκφρασιν ὁποιαδήποτε υἱοθέτησις ἐκκλησιολογικῆς ἀντιλήψεως περί σχέσεως ταυτότητος ἤ ὁμοιότητος μεταξύ ὁμολογιακῶς ἑτεροδόξων χριστιανικῶν ὀντοτήτων. Ἐπί πλέον ἡ ὀξυδερκής ἔκφρασις περί τῆς «ἱστορικῆς ὀνομασίας» ἀπομακρύνει κάθε ἀντίληψιν ὀντολογικῆς προσεγγίσεως, τήν ὁποίαν ἐξέφραζε ὁ χρησιμοποιηθείς ὅρος «ἱστορική ὕπαρξις» ἐνῶ προσανατολίζει τήν ὅλην προβληματικήν εἰς τόν τρόπον κατανοήσεως τοῦ ὅρου «Ἐκκλησία-Ἐκκλησίαι» ἀφ’ ἑνός μέν ὡς τεχνικοῦ περιγραφικοῦ ὅρου («terminus technicus»), ἀφ’ ἑτέρου δέ ὡς ἐπιση μαίνοντος τήν διαχρονικῶς παγίαν χρῆσιν τοῦ ὅρου «Ἐκκλησία-Ἐκκλησίαι» ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων ἐν τῷ πλαισίῳ τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως καί τῶν σχέσεών των μετά τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν1. Ἡ χρῆσις δηλαδή τῶν ὅρων καί ἐκφράσεων : «ἡ Ἐκκλησία», «ἡ ἀνά τόν κόσμον Ἐκκλησία», «ἡ ἀδιαίρετος Ἐκκλησία» καί «τό Σῶμα Χριστοῦ» εἰς τό παρόν κείμενον τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, κατ’ οὐδένα τρόπον δέν ὑπονομεύει τήν αὐτοσυνειδησίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, περί τῆς ὁποίας ὁμιλεῖ τό Σύμβολον Πίστεως τῆς Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, ἔστω καί ἄν δέν ἀποκλείει τήν ἀναγνώρισιν στοιχείων ἐκκλησιαστικότητος (vestigia Ecclesiae) καί εἰς ἄλλας Ἐκκλησίας2.Ἡ παροῦσα χρῆσις τοῦ ὅρου «Ἐκκλησία-Ἐκκλησίαι» ὡς ὅρου περιγραφικοῦ καί οὐχί ὡς προσδιοριστικοῦ τῆς ἐκκλησιολογικῆς ταυτότητος τῶν λοιπῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν διε τυπώθη διά πρώτην φοράν εἰς τήν Δήλωσιν τοῦ Τορόντο (1952), συμ φώνως πρός τήν ὁποίαν ἡ συμμετοχή κάθε Ἐκκλησίας εἰς τό Π.Σ.Ε. δέν προδικάζει τό ἐκκλησιολογικόν πρόβλημα (§3), δέν βασίζεται ἐπί οἱασδήποτε ἰδιαιτέρας ἀντιλήψεως περί τῆς Ἐκκλησίας, δέν συνεπάγεται ὅτι Ἐκκλησία τις θεωρεῖ τήν ἰδίαν αὐτῆς περί Ἐκκλησίας ἀντίληψιν ὡς ἁπλῶς σχετικήν (§4), δέν ἀποδέχεται εἰδικήν διδασκαλίαν, ἡ ὁποία ἀφορᾶ εἰς τήν φύσιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος (§5) καί τέλος δέν ἐπιβάλλει τήν θεώρησιν τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν-μελῶν ὡς Ἐκκλησιῶν ἐν τῇ πλήρῃ καί ἀληθῇ ἐννοίᾳ τοῦ ὅρου (Δ ́). 

 Ὑπό αὐτήν τήν περιγραφι κήν λειτουργίαν χρησιμοποιεῖται καί ὁ ὅρος ὑπό τοῦ Ἀπ. Παύλου, διά τοῦ ὁποίου περιγρά φεται-«σημαίνεται» (ἐκ τοῦ σημαίνω) συγκεκριμέ-νη σύναξις τῶν κατοίκων μιᾶς πόλεως ἤ ἡ σύναξις τοῦ λαοῦ, δανείζεται δέ τόν ὅρον ὑπό τήν παγανιστικήν-ἐθνικήν του χρῆσιν, διό καί ἐναλλάσσει τόν ἑνικόν μέ τόν πληθυντικόν τοῦ ὅρου, ἵνα περιγράψῃ τοπικάς συναθροίσεις, εὐρυτέρας ἤ μικροτέρας γεωγραφικῆς περιοχῆς, συγκεκριμε-νων χριστιανικῶν κοινοτήτων (Πρβλ. Πραξ. 11,22. 15,41. 16,5. Β ́ Κορ. 1,1. 8,1. 16,10. Γαλ. 1,2).Ἐπίσης εἰς τήν παράγραφον 6 τοῦ κειμένου τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, ὑπό τόν τίτλον «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλη σίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», ἐτέθη καί ὁ ὅρος «ἑτερόδοξοι» (heterodoxes) ὡς προσδιοριστικός τῆς διακρίσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐκ τῶν λοιπῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν. Μέ τόν παρόντα προσδιορισμόν δηλοῦται οὐχί μόνον ἡ διάκρισις καί ἡ διαφοροποίησις ἀλλ’ ἐν ταὐτῷ καί ἡ ἀναγνώρισις εἰς τάς λοιπάς Χριστιανικάς Ἐκκλησίας στοιχείων ἐκκλησιαστικότητος (vestigia Ecclesiae).Ὑπό τάς ἀρχάς αὐτάς καί τάς διαχρονικάς προσεγγίσεις ἡ χρῆσις τοῦ ὅρου «Ἐκκλησία-Ἐκκλησίαι», εἰς τό προαναφερθέν κείμενον τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δέν ὑπονοεῖ ἔκπτωσιν τῆς ἐκκλησιολογικῆς ταυτότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐνῷ ἀποτελεῖ μίαν συνέχειαν τῶν ἐκκλησιολογικῶν περιγρα φῶν καί ἀναφορῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπί τῇ βάσει τῆς πατερικῆς, συνοδικῆς καί κανονικῆς παραδόσεως. Μάλιστα οὐδέποτε ἐν τῇ βιβλι κῇ, πατερικῇ, συνοδικῇ καί κανονικῇ παραδόσει ὑπῆρξεν ὁρισμός περί Ἐκκλησίας ἀλλά ἁπλῶς περιγραφικάς διατυπώσεις συναντῶμεν, ἤδη ἀπό τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἀπ. Παύλου ἕως καί τῆς τοῦ ἁγίου Νικολάου το Καβάσιλα.Ἡ παροῦσα ἀποφατική προσέγγισις ὁρισμοῦ τῆς ἐννοίας τῆς Ἐκκλησίας δικαιολογεῖται ἀπολύτως τόσον ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ μέθοδος τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὡς πρός τούς ὅρους καί τάς ἐννοίας εἶναι ἀποφατική καί κυρίως περιγραφική («σημαίνει»), ὅσον καί ἐξ αὐτῆς ταύτης τῆς φύσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία κατανοεῖται ὡς γεγονός κοινωνίας καί ἐμπειρίας καί οὐχί ὡς θεσμός, ὁ ὁποῖος εἶναι δυνατόν νά περιγρά φεται ἤ καί νά ὁρίζεται.Ἐπί πλέον ἡ ἀποφατικότης αὕτη τῆς θεολογικῆς γλώσσης ὡς πρός τήν γλωσσικήν διατύπωσιν τῆς ἐμπειρίας δηλοῦται ἄριστα ὑφ’ ὅλων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μέ ἀποκορύφωσιν τήν εὔστοχον διατύπωσιν τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ : «Οὐ γάρ ἐν ρήμασιν ἡμῖν, ἀλλ’ ἐν πράγμασιν ἡ ἀλήθειά τε καί εὐσέβεια» διότι «κἄν τις ἐπί τῶν πραγ μάτων ὁμοφωνῇ πρός τάς λέξεις οὐ διαφέρομαι» ἀκριβῶς διότι τό γεγονός καθορίζει τήν ἔννοιαν τοῦ πράγματος (Ἐκκλησία) καί οὐχί ἡ χρῆσις ἑνός ὅρου τό περιεχόμενον τοῦ πράγματος.Οὕτως λοιπόν διά τῆς χρήσεως τοῦ ὅρου «Ἐκκλησία-Ἐκκλησίαι» ἐν τῷ κειμένῳ δέν καθορίζεται γλωσσικῶς ἡ ἐμπειρία ἤ ἡ ἐκκλησιολογική ταυτότης μιᾶς κοινότητος Χριστιανῶν ἀλλά περιγράφε ται κατά σύμβασιν ἡ ὑφισταμένη ἐκκλησιαστική πραγματικότης. 

Ὁ ὅρος ἐκφράζει περιγραφικῶς καί μόνον τό γεγονός τῆς ἐκκλησιαστικότητος μιᾶς ὁμολογιακῆς κοινότητος.Διό καί ἐτονίσθη ἤδη ὑπό τῆς Γ ́ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως, ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀνέκαθεν ἦτο εὔνους καί θετικῶς διακειμένη πρός πάντα Διάλογον τόσον διά θεολογικούς, ὅσον καί διά ποιμαντικούς λόγους», ἐνῶ «ἔχει πλήρη συνείδησιν τῆς εὐθύνης αὐτῆς διά τήν ἑνότητα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου» καί «ἀναγνωρίζει τήν πραγματικήν ὕπαρξιν ὅλων τῶν χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν», τονίζουσα συγχρόνως ἀφ’ ἑνός μέν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία παραμένει «πιστή εἰς τήν ἐκκλησιολογίαν αὐτῆς, εἰς τήν ταυτότητα τῆς ἐσωτερικῆς αὐτῆς δομῆς καί εἰς τήν διδασκαλίαν τῆς ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας», ἀφ’ ἑτέρου δέ ὅτι «οὐδόλως παραδέχεται τήν ἰδέαν τῆς ἰσότητος τῶν Ὁμολογιῶν καί οὐδόλως δύναται νά δεχθῇ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὥς τινα διομολογιακήν προσαρμογήν». Ὑπό τήν ἔννοιαν αὐτήν, διετυπώθη ἡ ἀξίωσις καταστατικῶν ἀλλαγῶν διά τήν ἐνίσχυσιν τόσον τοῦ θεσμικοῦ ρόλου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τό Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν, ὅσον καί τῆς αὐτοτελείας τῆς μαρτυρίας αὐτῆς εἰς ὅλα τά θεσμικά ὄργανα τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως (desiderata Σόφιας), ὥστε νά διαμορφωθοῦν «αἱ ἀναγκαῖαι προϋποθέσεις, αἵτινες θά παράσχουν εἰς τάς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας τήν δυνατότητα νά ἐνεργοῦν ἰσοτίμως πρός τά λοιπά μέλη τῶν ὡς ἄνω Ὀργάνων, ἐπί τῇ βάσει τῆς ἰδίας αὐτῶν ἐκκλησιολογικῆς ταυτότητος» διά νά δίδουν τήν αὐθεντικήν μαρτυρίαν καί τήν θεολογικήν αὐτῶν προσφοράν.Ὁ ἐκκλησιολογικός οὗτος ἀποφατισμός ἀποτελεῖ ἑνιαίαν καί διαχρονικήν θέσιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί δέν ἐκφράζει ἤ διατυπώνει ἄλλον εἰς τάς πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον καί τήν λεγομένην Οἰκουμενικήν Κίνησιν σχέσεις Αὐτῆς, διό καί συμμετέχει οὐχί ὑπό τήν προοπτικήν ἐπιτεύξεως μιᾶς συμφωνίας ἐπί θεολογικῶν θέσεων περί τοῦ τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία ἤ τί ἐκφράζει ἡ Ἐκκλησία ἤ πῶς ἐκφράζεται ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἤ ποῖον τό περιεχόμενον τῆς ἑνότητος καί τῆς καθολικότητος τῆς Ἐκκλησίας ἤ τέλος τί σημαίνει ἡ ἔκφρασις «ὁρατή ἑνότης» τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ’ ἵνα καταβληθῇ προσπάθεια πρός μίαν συμφωνίαν ἐπί τῶν θεολογικῶν ἀρχῶν καί μάλιστα ἐπί τῇ βάσει τῆς κοινῆς λειτουργικῆς, κανονικῆς, πατερικῆς καί συνοδικῆς παραδόσεως, τόν καθορισμόν τῶν στοιχείων τῆς ἐκκλησιαστικῆς δομῆς καί ἑνότητος (βλ. Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας), τῆς πίστεως καί τῶν λειτουργικῶν χαρισμάτων (βλ. Εἰρηναῖος Λυῶνος) καί τοῦ γεγονότος τῆς κοινωνίας, ὡς ἐκφράσεως ἐν χώρῳ καί χρόνῳ τῆς συνοδικότητος καί τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς.Τό θετικό ἀποτέλεσμα μιᾶς τοιαύτης συμβολῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τήν ὅλην πορείαν τῆς λεγομένης Οἰκουμενικῆς Κινήσεως ἴσως μᾶς βοηθήσει νά κατανοήσωμεν, εἰς ὅλα τά ἐπίπεδα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος (πίστις, βάπτισμα, εὐχαριστία, δομή, κοινωνία κ.ἄ.), ὅτι ὁμιλοῦμε μίαν διαφορετικήν γλώσσαν ἀπ’ αὐτήν, ἡ ὁποία μᾶς ἐχώριζεν διά αἰῶνας. Εἶναι δηλαδή δυνατόν ν’ ἀνακαλύψωμεν ὅτι αἱ ὁμολογιακαί θεολογικαί διατυπώσεις τοῦ παρελθόντος καί τοῦ παρόντος ἔχουν καταστεῖ ἄσχεται καί ἄχρησται διά τό μέλλον, ἐάν ὁ διάλογος βεβαίως ἐκληφθῇ ὡς μία μορφή σχέσεως καί κοινωνίας. Ἐπί τῇ βάσει τῆς παρούσης θέσεως δέν θά πρέπῃ νά μᾶς διαφεύγῃ τό γεγονός ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία πραγματικότης αὐτοκαθοριζόμενη ὑπό τῆς κοινότητος, καί οὐχί ὑπό μεμονωμένων ἀτόμων ἰδιωτῶν ἤ θεολόγων, ἀλλ’ οὔτε καί ἑτεροκαθοριζόμενη ὑπό ἄλλων κοινοτήτων, ὁμάδων ἤ Ἐκκλησιῶν. Εἶναι μία κοινότης, ἡ ὁποία προσδιορίζεται ἐπί τῇ βάσει τῆς δομῆς καί τῆς παραδόσεώς Της. Μία κοινότης, ἡ ὁποία δέν εἶναι ὡς πρός τήν δομήν αὐτῆς συγκεκροτημένη μέ τρόπον συγκεκριμένον καί δέν ἐκφράζει τήν κοινωνίαν ὡς γεγονός σχέσεως, σεβόμενη τήν ἑτερότητα καί τήν διαφορετικότητα, ὡς αὕτη διεφυλάχθη ἐν τῇ παραδόσει Της, οὐδείς προσδιοριστικός ὅρος ἤ ὁρισμός τῆς ταυτότητος αὐτῆς δέν εἶναι δυνατόν νά τήν καταστήσῃ «Ἐκκλησία», διό καί εἰς τήν πατερικήν γραμματείαν, μέ τόν ὅρον «Ἐκκλησία» περιγράφεται ἡ δομή μιᾶς κοινότητος («καλεῖται Ἐκκλησία»)3. Ὑπό αὐτήν τήν περιγραφικήν λειτουργικότητα χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος εἰς ὅλους τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, εἰς τά Ὁμολογιακά Κείμενα τοῦ ιστ ́- ιθ ́ αἰῶνος καί εἰς τά συγγράμματα τῶν συγχρόνων καθηγητῶν τῆς δογματικῆς (Π. Τρεμπέλα, Ἰ. Καρμίρη, Ν. Ματσούκα, Ν. Μητσοπούλου, Χρ. Ἀνδρούτσου, Κ. Δυο βουνιώτη). Οὐδέ ποτε ὁ ὅρος ἐχρησιμοποιήθη, οὔτε χρησιμοποιεῖται ὑπό ἀποκλειστικόν καί μοναδικόν ἐκκλησιολογικόν περιεχόμενον, διά τοῦ ὁποίου νά προσδιορισθῇ ἡ φύσις ἤ ἡ ὁμολογιακή ταυτότης μιᾶς κοινότητος, ἐφόσον τό γεγονός τό ὁποῖον καθορίζει τήν «ταυτότητα πράγματος» ὡς πρός αὐτήν τήν φύσιν καί τό περιεχόμενον τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἡ χρησιμοποιουμένη περιγραφική ὁρολογία ἀλλά αὐτό τοῦτο τό μυστήριον τῆς Θείας Εὐχαριστίας ̇ «τήν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, εἴ τις ἰδεῖν δυνηθείη... οὐδέν ἕτερον ἤ αὐτό μόνον τό Κυριακόν ὄψεται σῶμα»4, ἔνθα ἡ κοινότης συγκροτεται εἰς Ἐκκλησίαν, ὡς ἑνότης πίστεως, δομῆς καί χαρισματικῶν λειτουργημάτων. 

Ἡ ἀποφυγή ἐπίσης ὑπό τῶν Πατέρων καί Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, ἑνός συγκεκριμένου ὁρισμοῦ «τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία» καί ἡ περιγραφή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος, δι’ εἰκόνων5, ἐπιβεβαιoν ὅτι ὁ ὅρος χρησιμοποιεῖται περιγραφικῶς μιᾶς καταστάσεως καί οὐχί ὑπό τήν ἀποκλειστικήν χρῆσιν διά τόν καθορισμόν τῆς οὐσίας, τῆς φύσεως ἤ τῆς ταυτότητος μιᾶς ὁμολογιακῆς κοινότητος. Ὑπό τόν ὅρον λοιπόν «Ἐκκλησία-Ἐκκλησίαι» δέν καθορίζεται ὡς πρός τήν φύσιν οὐδεμία ἐκκλησιαστική πραγματικότης (ὁμάδος, κοινότης ἤ ὁμολογία) ἀλλά ἁπλῶς περιγράφεται ἡ ἐμπειρική βίωσις τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος ὡς γεγονός ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας καί ἑνότητος.Ἐπί πλέον, ἡ «σημαντική» καί περιγραφική αὕτη χρῆσις τοῦ ὅρου ἔχει τό θεολογικόν αὐτῆς ὑπόβαθρον εἰς τήν μή ἀποδοχήν ὑφισταμένης τινος ὀντολογικῆς σχέσεως ταυτότητος μεταξύ τῶν ὀνομάτων καί τῶν πραγμάτων, ὡς αὕτη χαρακτηριστικῶς ἀνεπτύχθη ὑπό τοῦ Μεγ. Ἀθανασίου, Μεγ. Βασιλείου, Γρηγορίου Θεολόγου, Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ καί Γρηγορίου Παλαμᾶ καί συνοδικῶς ἐπεκυρώθη ὑπό τῶν Ἡσυχαστικῶν Συνόδων. 

 Ἀφορμήν ὡς γνωστόν δι’ αὐτήν τήν πραγματικήν καί οὐσιαστικήν διάκρισιν μεταξύ «πράγματος» (φύσεως καί πραγματικότητος) καί «ὀνομάτων» (ὅρων καί ὁρολογίας) ἔδωκεν κατ’ ἀρχήν ἡ αἱρετική ἀντίληψις τοῦ Εὐνομίου καί τῶν ὀπαδῶν του εὐνομιανῶν, οἱ ὁποῖοι ἐταύτιζον τήν οὐσίαν καί τή φύσιν τοῦ Θεοῦ («πρᾶγμα») μέ τούς ὅρους («ὀνόματα»), καί ἐχρησιμοποίουν τούς ὅρους αὐτούς οὐχί διά νά περιγράψουν ἀλλά διά νά ταυτίσουν αὐτούς μέ αὐτήν ταύτην τήν οὐσίαν τῆς θεότητος. Ἡ ἀντίληψις αὕτη ἠνάγκασεν τόν Μεγ. Βασίλειο, διά πρώτην φοράν, μέ τρόπον συστηματικόν καί κατηγορηματικόν, νά ἀπαντήσῃ θεολογικῶς, λέγων, ὅτι οὐδεμία σχέσις ταυτότητος ὑφίσταται μεταξύ τῆς θείας οὐσίας καί πραγματικότητος πρός τά διάφορα ὀνόματα καί τούς ὅρους, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιοῦνται περιγραφικῶς καί μόνον. Μία τέτοιου εἴδους ἐνδεχομένη ταυτότης θά εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τήν ὕπαρξιν τόσων οὐσιῶν εἰς τόν Θεόν ὅσας καί τά χρησιμοποιούμενα ἤ ἀποδιδόμενα ὀνόματα εἰς Αὐτόν. Τοτο ἄλλως τε εἶναι καί τό πραγματικόν περιεχόμενον τοῦ θεολογικοῦ ἀποφατισμοῦ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί οὐχί ἡ ὑπό ἀρνητικήν ἤ στερητικήν χρῆσις ὅρων καί ἐκφράσεων (πρβλ. Ἀρεοπαγιτικά Συγγράμματα), οὔτε ὑπό τήν ἀντίληψιν μιᾶς θεολογικῆς γνωσιολογίας, ὡς αὕτη ἀναπτύχθη ὑπό τοῦ Βαρλαάμ τοῦ Καλαβροῦ καί ἐθεμελιώθη εἰς τόν φιλοσοφικόν νομιναλισμόν τοῦ δυτικοῦ μεσαίωνος, ὁ ὁποῖος ἐξελίχθη εἰς θεολογικόν ἀγνωστικισμόν6.Τό περιεχόμενον αὐτοῦ τοῦ θεολογικοῦ ἀποφατισμοῦ, ὡς μεθόδου καί χρήσεως ὅρων («ὀνομάτων») ἐν σχέσει πρός τά πράγματα («πραγματικότητας») εἶναι ἀκριβῶς ἡ βάσις ἐπί τῆς ὁποίας στηρίζεται ἡ Ἐκκλησία διά νά ἀπαντήσῃ θεολογικῶς καί εἰς τούς διαφόρους αἱρετικούς κάθε ἐποχῆς, ἀλλά καί διά νά ἐπιλέξῃ καί νέους ὅρους, (ἀγράφους ἤ καί φιλοσοφικούς) μέ σκοπόν ὅπως περιγράψῃ μίαν κατάστασιν, ἐν σχέσει πρός τήν θείαν πραγματικότητα καί οὐχί διά νά τήν προσδιορίσῃ ὀντολογικῶς. Ἐπί πλέον ὁ θεολογικός ἀποφατισμός ἐπιβεβαιοῦται καί ἐπί τῆς μή ἀναφορικότητος μεταξύ πίστεως καί λόγου7.Οὕτως, ἐπελέγη ὑπό τῆς νεοπλατωνικῆς φιλοσοφίας ὁ ὅρος «ὁμοούσιος»διά νά περιγραφῇ καί οὐχί διά νά ταυτοποιηθῇ ἡ κατ’ οὐσίαν σχέσις Πατρός καί Υἱοῦ εἰς τήν Θεότητα. Εἷς ὅρος ἄγραφος, τόν ὁποῖον δέν ἐχρησιμοποίησε κατ’ ἀποκλειστικότητα, ἔστω καί ἄν εἶχεν ὁ ὅρος οὗτος καί οἰκουμενικόν κῦρος (Α ́ Οἰκουμενική Σύνοδος, 325 μ.Χ.), ἀλλ’ ἔδωκε τήν δυνατότητα ἀντικαταστάσεώς του ὑπό ἄλλου ὅρου («ὁμοιούσιος», βλ. Σύνοδος Ἀλεξανδρείας, 362 μ.Χ.). Εἰς τό σημεῖον αὐτό εἶναι ἀπαραίτητος ἡ ἑξῆς ἐπεξήγησις: Ἐάν οἱ θεολογικοί καί οἱ συνοδικοί ὅροι ἐθεωροῦντο ὡς ἀμετάβλητοι καί ἀκριβεῖς καί συγχρόνως ταυτίζοντο ἤ προσδιορίζοντο ὀντολογικῶς πρός τήν θείαν πραγματικότητα καί δέν τήν περιέγραφον ἁπλῶς, πῶς εἶναι δυνατόν νά παρέχεται ἡ δυνατότης ἀντικαταστάσεως ἑνός ὅρου ὑπό ὁποιουδήποτε ἄλλου ὅρου, ὁ ὁποῖος ἐπίσης θά ἦτο δυνατόν νά περιγράψῃ ἤ καί νά ἐκ-φράσῃ τήν ἰδίαν θεολογικήν πραγματικότητα (ἐν προκειμένῳ τήν κατ’ οὐσίαν σχέσιν Πατρός καί Υἱοῦ εἰς τήν θεότητα); Ἐπί πλέον διατί ἡ Β ́ Οἰκουμενική Σύνοδος (381 μ.Χ.) ἀπέφυγε νά χρησιμοποιήσῃ τόν ὅρον «ὁμοούσιον», κατ’ ἀποκλειστικότητα καί διά τό γιον Πνεῦμα, ἀλλά ἐπέλεξεν ἄλλους ὅρους (συνδοξαζόμενον–συμπροσκυνούμενον), προκειμένου νά περιγράψῃ τήν σχέσιν Πατρός, Υἱοῦ καί ἁγίου Πνεύματος; Δέν θά πρέπει νά ξεχνᾶμε ἐπίσης ὅτι ἡ χρῆσις τοῦ ὅρου «ὁμοούσιος» καί ἡ ἑρμηνεία αὐτοῦ θεολογικῶς ἐταλαιπώρησε τήν Ἐκκλησίαν ἐπί 60 ἔτη (325-381 μ.Χ.), μέ ἀποτέλεσμα νά ἀποφευχθῇ τελικῶς ἡ χρῆσις του.Ἡ ἀποφυγή αὐτῆς τῆς χρήσεως καί ἐπί τῇ βάσει τῶν ἀνωτέρω θεολογικῶν ἀρχῶν, ὡς ἐξεφράσθησαν ὑπό τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἡ συγκεκριμένη περιγραφική χρῆσις τοῦ ὅρου «Ἐκκλησία-Ἐκκλησίαι», ὡς «terminus technicus», μέ τρόπον ἀποφατικόν, καί μάλιστα ὑπό Συνόδων, ἀποδεικνύει ὅτι αὐτή αὕτη ἡ συνοδική διαδικασία σχετίζεται μέ τήν ἀποφυγήν μιᾶς ἀποκλειστικῆς καί ἀκρι βοῦς ὁρολογίας εἰς τά συνοδικά κείμενα, ὅταν μάλιστα ἡ ἀποκλειστική χρήσις ὅρων δημιουργεῖ καί ἀντιστοίχους ἀμφισβητήσεις ὡς πρός τήν ἀκρίβειαν τοῦ θεολογικοῦ περιεχομένου μιᾶς ἀποκλειστικῶς καί μόνον συγκε κρι μένης γλωσσικῆς ἐκφράσεως καί θεολογικῆς ὁρολογίας. Εἷς, ὅμως, τοιοῦτος λειτουργικός ἀποφατισμός τῆς θεολογικῆς γλώσσης, ὡς πρός τήν σχέσιν «πράγματος» καί «ὀνόματος» ἀποδεικνύει ὅτι ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀντίθετος ἀντίληψις (ταυτισμός ὁρολογίας καί ὀντολογίας) δέν εἶναι θεολογική ἀλλά ἔχει καθαρῶς φιλοσοφικό-γνωσιολογικάς ἀπαρχάς, προερχομένας κυρίως ἐκ τῆς γερμανικῆς ὀντολογικῆς σκέψεως, ἐνῶ δέν
συμφωνεῖ οὔτε πρός τήν πατερικήν, οὔτε καί πρός τήν συνοδικήν παράδοσιν τῆς ἀρχεγόνου Ἐκκλησίας.Ἀπεδείχθη, οὕτως, ὅτι οὐδείς ὅρος διεκδι κεῖ τήν ἀποκλειστικότητα ὡς πρός τήν γλωσσικήν του χρῆσιν καί ὡς πρός τόν καθορισμόν τῆς πραγματικότητος, τήν ὁποίαν ἀποκλειστικῶς καί μόνον περιγρά φει («σημαίνεται»).ὑπ’ αὐτόν δέ τόν θεολογικόν ἀποφατισμόν χρησιμοποιεῖται καί ὁ ὅρος «Ἐκκλησία-Ἐκκλησίαι» εἰς τό κείμενον τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν σχέσει πρός τάς λοιπάς Χριστιανικάς Ἐκκλησίας καί Ὁμολογίας.4. Πλέον τούτου, οὐδείς ἐκκλησιολογικός προσδιορισμός εἶναι δυνατόν νά ἐπιτευχθῇ μέ τήν χρῆσιν τῆς παρούσης ὁρολογίας, οὔτε νά καθορισθῇ ἡ ἐκκλησιαστικότης μιᾶς κοινότητος, ἐφ’ ὅσον ὡς ἤδη ἐλέχθῃ κάθε κοινότης αὐτοπροσδιορίζεται ὡς πρός τό περιεχόμενον τῆς ἐκκλησιαστικότητός της, ὡς πρός τή σχέσιν Της μέ τούς πιστούς (κοινότης, σύναξις), ὡς πρός τήν δομήν καί ὡς πρός τήν παράδοσιν, οὐδέποτε ὅμως δέν ἑτεροπροσδιορίζεται, οὔτε καί πρός τάς σχέσεις Της πρός τάς λοιπάς ἐκκλησιαστικάς κοινότητας ἤ ὁμολογιακάς πραγματικότητας.Τοιοῦτον ἑτεροκαθορισμόν ἐσφαλμένα ἐφήρμοσε ἡ Ρωμαιοκα θολική Ἐκκλησία μέ τό κείμενον Dominus Jesus. Προσεπά θησεν δηλαδή νά ἑτεροκαθορίσῃ τήν ἐκκλησιαστικότητα τῶν λοιπῶν Ἐκκλησιῶν ἐν σχέσει πρός Αὐτήν, ἐπί τῷ σκοπῷ, ὅπως ἐπιβεβαιώσῃ ἀφ’ ἑνός μέν τήν ἐπιβολήν τῆς ἐκκλησιολογικῆς ἀποκλειστικότητος, ἀφ’ ἑτέρου δέ τήν ἑδραίωσιν τοῦ παπικοῦ πρωτείου. Τό αὐτό ἐκκλησιολογικόν λάθος ἐπαναλαμβάνουν καί αἱ λεγόμεναι «Οὐνιτικαί» Ἐκκλησίαι ὅταν ἀρνοῦνται νά αὐτοπροσδιοριστοῦν ἐκκλησιολογικά καί ἐπιδιώκουν τόν ἑτεροπροσδιορισμόν των ἐν ἀναφορᾷ πρός τήν Ρωμαιοκαθολικήν Ἐκκλησίαν, ἐνίοτε δέ καί πρός τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ἐπί σκοπῷ, ὅπως ἀποκτήσουν καί τήν ἀντίστοιχον ἐκκλησιαστικήν ὑπόστασιν.Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία οὐδέποτε ἀπεδέχθη τόν ἑτεροπροσδιορισμόν Της, οὔτε ἐπεδίωξε τόν ἑτεροπροσδιορισμόν ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων. Ἐπί τῇ βάσει τῆς παραδόσεως καί τῆς ἱστορικῆς αὐτῆς πραγματικότητος καθορίζει Αὕτη τά ὅριά Της, διό καί δύναται νά αὐτο-προσδιορίζηται ὡς ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Ἡ αὐτοσυνειδησία αὕτη δέν ἐπιτρέπει ἐκκλησιολογικῶς εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν νά προσδιρίσῃ καμμίαν ἄλλην ὑπό τήν ἀντίστοιχον ἐκκλησιαστικήν πραγματικότητα, ἐκτός τοῦ Ἑαυτοῦ Της, ἐνῶ δύναται νά δέχεται ἁπλῶς κάθε Ἄλλην ὑπό τήν ὑφισταμένην ἐκκλησιαστική αὑτῆς πραγματικότητα ἐν τῇ ἱστορίᾳ.Ἐάν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐδέχετο ἕναν ἐκκλησιολογικόν ἑτερο προσδιορισμόν εἶναι ὡς νά ἐθεώρει τήν ἄλλην ἐκκλησιαστικήν πραγματικότητα εἴτε ὡς κακέκτυπον τοῦ Ἑαυτοῦ Της, ἐκφράζουσα δηλαδή μίαν ἐλλειμματικήν ἐκκλησιολογίαν, ἤ ὡς τύπον μιᾶς οὐνιτικῆς ἐκκλησιολογίας.Ἡ αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὡς ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, δέν δύναται νά προβληθῇ εἰς οὐδεμίαν ἄλλην ἐκκλησιαστικήν κοινότητα, μετά τῆς ὁποίας δέν εὑρίσκεται εἰς κοινωνίαν καί ἑνότητα, ἔστω καί ἄν χρησιμοποιῇ περιγραφικῶς δι’ αὐτήν τόν ὅρον «Ἐκκλησία-Ἐκκλησίαι», οὔτε βεβαίως δύναται νά προβάλῃ διά τούς ἐκτός Αὐτῆς τόν προσδιορισμόν περί τοῦ «ποῖος εἶναι» καί «ποῖος δέν εἶναι» Ἐκκλησία.Διό καί θέματα ὡς τά: περί τῆς ἐννοίας τῆς Ἐκκλησίας, περί τῆς Αὐθεντίας ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καί περί τοῦ Ἀλαθήτου ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἐξ ἀντιγραφῆς πρός τήν θεματολογίαν τῆς Β ́ Βατικανῆς Συνόδου, εἶχον τεθῇ ἤδη ἀπό τοῦ ἔτους 1961 εἰς τήν θεματολογίαν, ὑπό τῆς Α ́ ἐν Ρόδῳ Πανορθοδόξου Διασκέψεως, τελικῶς ὅμως δέν συμπεριελήφθησαν εἰς τόν τελικόν Κατάλογον τῶν θεμάτων τοῦ ἔτους 1976, διότι ἡ ἐπ’ αὐτῶν Ὀρθόδοξος πατερική, συνοδική καί κανονική παράδοσις ὡς καί ἡ διαχρονική ἐκκλησιαστική πρᾶξις δέν παρεῖχεν τήν εὐχέρειαν οὐδεμιᾶς ἐνδορθοδόξου διαφοροποιήσεως, οὔτε ἀπαιτεῖται εἷς συγκεκριμένος προσδιορισμός. 

Ἡ ὑφισταμένη ἐπί πλέον ὁμόφωνος διαχρονική ἀποδοχή δέν ἔδιδε τήν δυνατότητα ἀναπτύξεως διαφωνιῶν ἤ διακρίσεων οὔτε καί τήν σύνταξιν ἑνός συνοδικοῦ κειμένου, ἀναλόγου ἐκκλησιολογικοῦ περιε χο μέ νου πρός τό Lumen Gentium τῆς Β ́ Βατικα-νῆς Συνόδου, διά τοῦ ὁποίου νά περιγράφονται καί νά προσδιορίζονται αἱ ἀνωτέρω ἔννοιαι καί τά ὅριά των κατά περιεχόμενον. Οὕτως, ὑπ’ αὐτήν τήν παρά δοσιν καί διδασκαλίαν καί ἐπί τῇ βάσει τῶν ἀρχῶν τοῦ θεολογικοῦ ἀποφατισμοῦ, χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος «Ἐκκλησία - Ἐκκλησίαι», ὡς «terminus technicus», εἰς τήν πατερικήν παράδοσιν καί οὕτως τόν χρησιμοποιεῖ πάντοτε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλη σία εἰς τά κείμενα, ἔνθα περιγράφονται αἱ σχέσεις Αὐτῆς πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον (βλ.Κείμενα διμερῶν Θεολογι κῶν Διαλόγων, κυρίως μετά τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, Δήλωση Τορόντο (1952) καί Τμῆμα «Πίστις καί Τάξις» τοῦ Π.Σ.Ε.).5. Ὑπ’ αὐτάς τάς θεολογικάς προϋποθέσεις καί τάς ἀρχάς τῆς πατερικῆς καί συνοδικῆς παραδόσεως ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐχρησιμοποίησε τόν ὅρον «Ἐκκλη σία - Ἐκκλησίαι» καί εἰς τό κείμενον «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλη σίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον» καί υἱοθετήθη ἡ τροποποίη σις πρωτίστως ὡς πρός τήν §6. Ἡ τροπολογία ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (Ρουμανίας, Ἑλλάδος καί Κύπρου) ̇ «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλη σία ἀποδέχεται τήν ἱστο ρι κήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανι-κῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν», ἀπηχεῖ διευκρινιστικῶς ὁλόκληρον τήν προαναφερθεῖσαν ἑρμηνευτικήν ἀπόδοσιν ἄνευ υἱοθετήσεως διαφοροποιή-σεων ὡς πρός τήν περιγραφικήν χρῆσιν τοῦ συγκεκριμένου ὅρου, ἐνῶ συγχρόνως ἐξεφράσθη καί διεφυλάχθη καί ἡ ἑνότης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὑπό τήν ὁμόφωνον ἀποδοχήν τῆς παρούσης τροπολογίας.Μέ τήν ἀνωτέρω ἑρμηνευτικήν διόρθωσιν ἀναγνωρίζεται ἱστορικῶς ἡ ὕπαρξις τῶν λοιπῶν Ἐκκλησιῶν και Ὁμολογιῶν περιγράφεται ὁ τρόπος ἀναγνώρισεώς των τόσον ὡς πρός τήν ἱστορι κήν των παρουσίαν καί ὑπόστασιν, ὅσον καί ὡς «ἑτεροδόξων», ὅρον διά τοῦ ὁποίου ἐπισημαίνεται ἐπί πλέον καί ἡ διαφοροποίησίς των ἐν σχέσει πρός τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν.Ἡ ὑφισταμένη ἱστορική ὀνομασία εἶναι ἀδιαμφισβήτητος διά τήν Ρωμαιοκαθολικήν, Παλαιοκαθολικήν, Ἀντιχαλκηδονίους καί Ἀγγλικανικήν Ἐκκλησίαν ἐνῶ συγχρόνως τονίζεται, ὅτι πέραν τῆς παρούσης ἱστορικῆς ὀνομασίας ὑφίσταται καί ἡ ὁποιαδήποτε ἑτερόδοξος διαφοροποίησις ὡς πρός τήν διαφορετικήν ἀντίληψιν τῆς ἀληθείας καί τῆς παραδόσεως. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἀντιθετικότης μεταξύ ἱστορικότητος καί περιεχομένου τῆς ἀληθείας εἶναι πού δέν παρέχει οὐδέν περιθώριον ἐκφράσεως ὥστε ὑπό τόν ὅρον «Ἐκκλησία-Ἐκκλησίαι» νά νοῆται ἡ ὁποιαδήποτε ἔκφρασις, ὡς «πράγματος ταυτότης». Πρόβλημα θά ὑφίστατο, ἐάν ὑπῆρχε ταυτότης ὡς πρός τά «ὀνόματα» καί δέν ἐδη λοῦτο ἡ διαφοροποίησις ὡς πρός τά «πράγματα».Ἡ ἱστορική ὕπαρξις τῶν ἑτεροδόξων Ἐκκλη σιῶν δέν προδικάζει οὐδεμίαν σχέσιν ταυτότητος ἀλλά τονίζει τήν διαφοροποίη σιν ἄνευ ἀμφισβητήσεως τῆς ἱστορικότητός των ὡς ἑτεροδόξων. Τό σχῆμα τοῦτο ὑφίστατο εἰς τήν διαχρονίαν τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό τήν ἱστορικήν παρουσίαν τῶν διαφόρων σχισματικῶν καί τῶν αἱρετι κῶν ὁμάδων καί κοινοτήτων ὡς ἐγνωσμένων μέν διαφοροποιου μένων δέ ἐξ αἰτίας τῆς ἑτεροδοξίας των ἤ τῆς ἀποσχίσεώς των. Ταύτην τήν οὐσιαστικήν διαφοροποίησιν των ὑποδηλώνει καί ἡ ἄλλη ἰσχυρή ὡς πρός τό περιεχόμενον χρήσεως τοῦ ὅρου «ἑτερόδοξοι» ἐν ἀναφορᾷ πρός τήν ἑρμηνευτικήν διευκρίνησιν «μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς», διότι σημασίαν ἔχει ἡ ὑφισταμένη ἤ μή κατάστασις τῆς κοινωνίας ἐν σχέσει πρός κάθε ἄλλην Ἐκκλησίαν. Ὁποιαδήποτε, λοιπόν, προσπάθεια ἀμαυρώσεως τοῦ ἔργου τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπί τῇ βάσει τῶν γνωστῶν εὐφυολογημάτων περί ἀναγνωρίσεως ὀντολογικῆς ἐκκλησιαστικότητος εἰς ἄλλας ἑτεροδόξους χριστιανικάς κοινότητας, πέραν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διά τῆς χρήσεως το ὅρου «Ἐκκλησία-Ἐκκλησίαι» εἰς τό συγκεκριμένον κείμενον, τυγχάνουν μετέωρα καί ἀποτελοῦν ἁπλῶς ἰδεολογήματα, τά ὁποῖα δέν εὑρίσκουν ἔρεισμα οὔτε εἰς τήν σύγχρονον πραγματικότητα, οὔτε εἰς τήν συνοδικήν παράδοσιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῶν Πατέρων Αὐτῆς.

1 Διά τό συγκεκριμένον ζήτημα, βλ. Γ. Γαλίτη, «Ἡ Ἐκκλησία καί οἱ ἐκκλησίες», ἐν Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 77 (1994), σελ. 529-550 (ἔνθα καί αἱ ἀπόψεις τῶν παλαιοτέρων θεολόγων). Χρυσοστόμου Σαββάτου, Μητροπολίτου Μεσσηνίας, «Ἡ περί Ἑνότητος καί Καθολικότητος τῆς Ἐκκλησίας διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου μέ βάση τήν παύλεια ἐκκλησιολογία καί ἡ οἰκουμενική σημασία της», ἐν Πρακτικά Διεθνοῦς Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου «Ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο στόν ἱερό Χρυσόστομο», Βέροια 2007, σελ. 239-252

.2Ἰωάννου Ζηζιούλα, Μητροπολίτου Γέροντος Περγάμου, «Ἡ Ἐκκλησία ὡς Κοινωνία», ἐν Καθ’ Ὁδόν 10 (1995), σελ. 41-53.

 3 Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, «Τραλλιανούς», 3,1, ἐν PG 5, 677A.

 4 Nικολάου Καβάσιλα, «Ἑρμηνεία εἰς τήν Θείαν Λειτουργίαν», ΛΗ ́, 2-3, ἐν PG 150, 452 D. 

 5 Ἰωάννου Καρμίρη, Ὀρθόδοξος ἐκκλησιολογία, Ἀθήναι, 1973, σελ. 171-178 καί ἀντιστοίχους βιβλικάς ἀναφοράς καί ὀνομασίας, σελ. 11-18.

 6 Βλ. Στ. Παπαδοπούλου, Θεολογία καί Γλῶσσα. Ἐμπειρική θεολογία-Συμβατική γλῶσσα, Ἀθῆναι 1997.

 7 «Οὐ γάρ δόγμα τόν λόγον ποιούμεθα, ὥστε ἀφορμήν δοῦναι τοῖς διαβάλλουσιν» (Γρηγορίου Νύσσης, «Περί τῆς Ἑξαημέρου, ἐν PG 44, 68 C». «Oὐ γάρ ἐν ρήμασιν ἡμῖν, ἀλλ’ ἐν πράγμασιν ἡ ἀλήθειά τε καί εὐσέβεια» διότι «κἄν τις ἐπί τῶν πραγμάτων ὁμοφωνῇ πρός τάς λέξεις οὐ διαφέρομαι» (Τόμος Συνοδικός κατά τῶν φρονούντων τά Βαρλαάμ τε καί Ἀκινδύνου (1351), 9, ἐν Ἰωάννου Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Τόμος Α ́, Ἐν Ἀθήναις 1952, σελ. 315)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.