HOLY AND GREAT COUNCIL DOCUMENT

Draft Synodical Document

Παρασκευή 9 Ιουλίου 2021

OI ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΕΥΛΟΓΟΥΝ ΤΟΝ ENIΣΧΥΜΕΝΟ ΡΟΛΟ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

                
Από τον Robert C. Blitt, καθηγητής της Νομικής στο Πανεπιστήμιο του Τενεσί.

Οι συνταγματικές τροποποιήσεις, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν το 2020 στη Ρωσία παρέχουν έναν διευρυμένο ρόλο στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία (Πατριαρχείο Μόσχας) αναφορικά με τη χάραξη εξωτερικής πολιτικής. Η συνταγματική ενίσχυση του Κρεμλίνου σχετικά με την επιλεκτική κατανόηση της κρατικής κυριαρχίας και της μη-παρέμβασης, η υποστήριξη της κρατικής εκδοχής της ιστορικής αλήθειας, η ισχυρή προστασία των δικαιωμάτων των ομοεθνών στο εξωτερικό και η διάδοση των παραδοσιακών αξιών αποτελούν ζητήματα στα οποία η εκκλησία έχει υποστηρίξει σθεναρά τον Ρωσικό πολιτισμό ως παγκόσμιο αντίβαρο στον δυτικό «ακραίο φιλελευθερισμό». 

Αντιμέτωποι με αυτήν την πραγματικότητα, οι διαμορφωτές της πολιτικής θα πρέπει να εκτιμήσουν εκ νέου τη φύση και την ουσία των σχέσεων τους με αξιωματούχους της εκκλησίας, λαμβάνοντας μέτρα για τον εξονυχιστικό έλεγχο των δραστηριοτήτων της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στις αντίστοιχες περιοχές δικαιοδοσίας τους.

Καθ’ όλη τη μετα-σοβιετική ιστορική της διαδρομή, η διπλωματία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας απέδειξε τη διαρκή της δέσμευση στην προτίμηση του Κρεμλίνου για μια πολυπολική διεθνή τάξη. Πριν από σχεδόν δύο δεκαετίες ο τότε Μητροπολίτης Κύριλλος ισχυρίστηκε ότι: «Η εμπλοκή της Ορθοδοξίας στη διεθνή πολιτική [μπορεί να διευκολύνει] την οικοδόμηση ενός πολυπολικού κόσμου». Σήμερα, η Ρωσική Εκκλησία έχει βασιστεί σ’ αυτήν την προοπτική για να απορρίπτει αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) και άλλων παρόμοιων φορέων με τη δικαιολογία ότι είναι αλλότριες και επιβλαβείς για τη ρωσική κυριαρχία.

Ωστόσο, το πιο εντυπωσιακό είναι ότι η προσκόλληση της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στο πλαίσιο κυριαρχίας του Κρεμλίνου φανερώνεται κυρίως σε περιπτώσεις όπου και οι δύο δρώντες εγκαταλείπουν αβίαστα κάθε ηθική αρχή εν ονόματι μιας realpolitik. Λάβετε υπόψη την παρέμβαση του Κρεμλίνου στο Νόμο του Μαυροβουνίου του 2019 για τη Θρησκευτική Ελευθερία ή την Ελευθερία των Πεποιθήσεων. Το Κρεμλίνο επιδιώκοντας να διατηρήσει τη ρωσική επιρροή στο εξωτερικό δικαιολόγησε την παρέμβαση του στις εσωτερικές υποθέσεις του Μαυροβουνίου επικαλούμενο την ανάγκη να προστατέψει την Ορθοδοξία. Από την οπτική γωνία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, τα γεγονότα στο Μαυροβούνιο απειλούσαν την «κανονική Ορθοδοξία» αντικατοπτρίζοντας το ζοφερό «Ουκρανικό σενάριο»  γι’ αυτό και δεν ήταν ανάγκη να ληφθούν υπόψη οι αβρότητες της μη-παρεμβάσεως. Ωστόσο, το βασικό σκεπτικό της εκκλησίας φανερώνει σαφώς την ανησυχία του Κρεμλίνου όσον αφορά την πολιτική ευθυγράμμιση του Μαυροβουνίου με τη Δύση. Όπως ξεκάθαρα δήλωσε και η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία: «Οι σημερινές αρχές του Μαυροβουνίου δεν κρύβουν το γεγονός ότι υποστηρίζουν θερμά την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και την απομόνωση από τη Σερβία».

Η υιοθέτηση των πολιτικών δογμάτων του Κρεμλίνου απ’ τη πλευρά της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας αποτελεί μια πρακτική με βαθιές ρίζες. Περισσότερο από μια δεκαετία πριν, το Υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας και η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία δεσμεύτηκαν να συνεχίσουν τις «κοινές τους προσπάθειες για να καταπολεμήσουν την παραποίηση της ιστορίας». Ο υπουργός εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ ανανέωσε αυτήν την υπόσχεση το 2020, δηλώνοντας ότι το υπουργείο του «θα συνεχίσει να κάνει το καλύτερο δυνατό για να αντιμετωπίσει τις απόπειρες παραποίησης της ιστορίας [μέσω] στενής συνεργασίας με τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία».

Εφόσον η παραποίηση έχει αναθεματιστεί και συνταγματικά πλέον, η εκκλησία είναι έτοιμη να ευλογήσει την στάση του Κρεμλίνου, το οποίο ταυτίζει οποιαδήποτε υποτιθέμενη νύξη εναντίον της Ρωσίας με εξύμνηση του ναζισμού. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας, η εκκλησία χρησιμοποιεί το ιστορικό αφήγημα του Κρεμλίνου ως «μαστίγιο και καρότο», τόσο για την οικοδόμηση πιθανών συμμαχιών όσο και για την άσκηση πίεσης σε κυβερνήσεις που δεν είναι τόσο πρόθυμες να συνεργαστούν. Για παράδειγμα, η εκκλησία επαίνεσε πρόσφατα Κροάτες αξιωματούχους για την αποκατάσταση ενός μνημείου προς τιμήν Σοβιετικών στρατιωτών, χαρακτηρίζοντας την ως μια «ιδιαίτερα συμβολική πράξη που διατηρεί την ιστορική μνήμη». Αντιθέτως, ο πατριάρχης Κύριλλος τα «έψαλε» επί έξι λεπτά στον Βούλγαρο πρόεδρο για δηλώσεις, τις οποίες ο Κύριλλος θεώρησε «απαράδεκτα παραληρήματα» ενός ιστορικού ρεβιζιονισμού που υποτιμά την δύναμη και τις θυσίες της Ρωσίας.

Η εκκλησία διαδραματίζει επίσης πρωταρχικό ρόλο στο να διαδίδει τα μηνύματα του Κρεμλίνου σε πληθυσμιακές ομάδες ομοεθνών. Για παράδειγμα το Παγκόσμιο Ρωσικό Συμβούλιο των Λαών, το οποίο αποτελεί ΜΚΟ της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, λειτουργεί ως βασικός οργανισμός δικτύωσης ατόμων για την υποστήριξη των ρωσικών συμφερόντων στο εξωτερικό, ο οποίος συμπεριλαμβάνει και ομάδες πίεσης στον ΟΗΕ. Η εν λόγω δραστηριότητα της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας παρέχει στο Κρεμλίνο δύο σημαντικά πλεονεκτήματα: Πρώτον, η εκκλησία προωθεί τα μηνύματα του Κρεμλίνου δίχως να φέρει το βάρος άλλων ενημερωτικών δικτύων που υποστηρίζονται ανοιχτά από το κράτος, όπως το RT και το Sputnik. Δεύτερον, με τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία να προσελκύει ένα ευρύ φάσμα ακροατηρίου εκτός από ομοεθνείς, το οποίο συμπεριλαμβάνει και άλλους κληρικούς, ΜΚΟ, καθώς και αξιωματούχους ξένων κυβερνήσεων απ’ όλον τον κόσμο, κατορθώνει να απευθύνονται τα μηνύματά του Κρεμλίνου σε πολλούς και διαφορετικούς φορείς.

Τέλος, οι συνταγματικές τροποποιήσεις που υιοθετούν παραδοσιακές αξίες δίνουν προτεραιότητα σε ορισμένους συλλογικούς κανόνες εις βάρος των ατομικών δικαιωμάτων, ενισχύοντας την επιρροή της εκκλησίας στη ρωσική ταυτότητα τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Η συνταγματική κατοχύρωση αυτών των αξιών πιθανότατα θα ισχυροποιήσει τις προσπάθειες του Κρεμλίνου να ηγηθεί μιας συμμαχίας με απώτερο σκοπό την υπονόμευση της καθολικής προστασίας που παρέχουν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας, η εκκλησία ήδη εδώ και πολύ καιρό καλλιεργεί διεθνείς συμμαχίες: «Ολόκληρος ο δυτικός πολιτισμός…καθίσταται ριζικά αντιχριστιανικός και αντιθρησκευτικός. Σ’ αυτήν την περίπτωση είναι αναγκαίος ο σχηματισμός ενός κοινού μετώπου, ο οποίος θα περιλαμβάνει παραδοσιακές θρησκευτικές ομολογίες ούτως ώστε να απωθήσει την επίθεση του μαχητικού πνεύματος της εκκοσμίκευσης».

Για να γίνει δυνατός ο σχηματισμός αυτού του κοινού μετώπου, η εκκλησία προσεγγίζει θρησκευτικούς φορείς και συντηρητικούς ακτιβιστές, συμπατριώτες, φίλα προσκείμενες ξένες κυβερνήσεις και πολιτικούς πράκτορες. Στο πλαίσιο όλων αυτών των συνεργασιών, η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία αντιτάσσεται με δριμύτητα σε οποιαδήποτε υποτιθέμενη καταπάτηση παραδοσιακών αξιών ενώ ταυτόχρονα υπονομεύει τους κανόνες και τους θεσμούς της Δύσης, προωθώντας τη φήμη της Ρωσίας και την διεθνή ηγετική θέση του Κρεμλίνου. Για παράδειγμα, η Διακήρυξη της Αβάνας του 2016, η οποία υπογράφηκε από την Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία και το Βατικανό, επιδέξια παρακάμπτει οποιαδήποτε κριτική επί του ρωσικού τυχοδιωκτισμού στην Ουκρανία και τη Συρία και αντ’ αυτού προβάλλει τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία και το Κρεμλίνο ως ουδέτερους ειρηνοποιούς που δεσμεύονται να προστατεύσουν τους απειλούμενους Χριστιανούς.

Η προσέγγιση του συντηρητικού σκέλους της κοινωνίας των πολιτών από τη πλευρά της εκκλησίας έχει οδηγήσει ομάδες όπως τη C-Fam, μια ΜΚΟ «υπέρ της οικογένειας» που εδρεύει στις ΗΠΑ, να «λιβανίζει» τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία στον ΟΗΕ για τη στάση της ενάντια στα δικαιώματα σεξουαλικού προσανατολισμού και των έμφυλων ταυτοτήτων. Με ακόμη πιο δραματικό τρόπο, μια άλλη ομάδα με έδρα στις ΗΠΑ, ο Διεθνής Οργανισμός της Οικογένειας, προσπάθησε να ενισχύσει τη θέση της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και του Κρεμλίνου, αποδεχόμενη χρηματοδότησή από έναν Ορθόδοξο ολιγάρχη, εξυμνώντας τη Ρωσία ως «τον Χριστιανό σωτήρα του κόσμου» και φθάνοντας στο σημείο να υποστηρίξει «έναν εξέχοντα ρόλο [για τη Ρωσία]…σε παγκόσμια κλίμακα»

Βάσει των ανωτέρω, οι προαναφερθείσες τροπολογίες παρέχουν συνταγματική κάλυψη στην αναζωογόνηση των παγκόσμιων προσπαθειών του Κρεμλίνου για την αμφισβήτηση των δημοκρατικών αξιών, τον παραγκωνισμό του διεθνούς συστήματος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και την αποσταθεροποίηση θεσμών και κοινωνιών μέσω εκστρατειών παραπληροφόρησης και διάδοσης ψευδών ειδήσεων. Δεδομένης της ετοιμότητας της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας να προωθήσει αυτές τις προσπάθειες ευθυγραμμιζόμενη με το Κρεμλίνο, οι εν λόγω συνταγματικές τροποποιήσεις πιθανότατα θα οδηγήσουν σε μια εποχή στενότερης συνεργασίας μεταξύ κράτους και εκκλησίας. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να λάβουν υπόψη τον αναβαθμισμένο ρόλο της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην εξωτερική πολιτική και να πραγματοποιήσουν τις απαραίτητες προσαρμογές αναφορικά με την αυξανόμενη εγγύτητα μεταξύ εκκλησίας και Κρεμλίνου, καθώς και τις συνεχιζόμενες εκστρατείες επιρροής της τελευταίας σε κυβερνητικούς και μη κυβερνητικούς συνομιλητές.


Ο Robert C. Blitt είναι καθηγητής της Νομικής στο Πανεπιστήμιο του Τενεσί.

To ιστολόγιο Δημόσια Ορθοδοξία (Public Orthodoxy) επιδιώκει να προωθήσει συζήτηση και συνδιάλεξη, παρέχοντας ένα φόρουμ για διαφορετικές απόψεις σε σχέση με σύγχρονα ζητήματα που αφορούν τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Οι απόψεις που εκφράζονται σ’ αυτό το άρθρο είναι αποκλειστικά του συγγραφέως και δεν αντιπροσωπεύουν τις απόψεις των εκδοτών,των μεταφραστών, ή του Κέντρου Ορθοδόξων Χριστιανικών Σπουδών.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.