HOLY AND GREAT COUNCIL DOCUMENT

Draft Synodical Document

Τετάρτη 17 Μαΐου 2023

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ : ΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ

                  

του Δρος Βασίλη Αδραχτά, Δημοσιεύτηκε στην ομογενειακή εφημερίδα της Αυστραλίας ΚΟΣΜΟΣ (φύλλο 14/2/2020, σσ. 8-9).

Την Κυριακή 9 Φεβρουαρίου είχα την τιμή και τη χαρά να είμαι για άλλη μια φορά προσκεκλημένος ομιλητής του «Συλλόγου Ελλήνων Κων/πόλεως και Μικράς Ασίας (ΝΝΟ)» στην κοπή της πατροπαράδοτης βασιλόπιτας. Το θέμα που είχα επιλέξει να αναπτύξω αφορούσε την έννοια της οικουμενικότητας του Πατριαρχείου Κων/πόλεως. Η ομιλία έγινε στην αγγλική γλώσσα και όσο γινόταν πιο περιληπτικά, γι’ αυτό και σήμερα οι απόψεις που ανέπτυξα την Κυριακή προσφέρονται στους αναγνώστες του ΚΟΣΜΟΥ στα Ελληνικά, καθώς και σε μία πιο συστηματική και εμπεριστατωμένη μορφή.     

Εισαγωγή

Η οικουμενικότητα του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως έχει αμφισβητηθεί στο παρελθόν (απώτατο και πρόσφατο) και, δυστυχώς, συνεχίζει να αμφισβητείται – και μάλιστα στο άμεσο παρόν μας – στον βωμό πάντα του ηγεμονικού συμφέροντος, έτσι όπως αυτό διαμορφώνεται εκάστοτε στο πλαίσιο των ενδο-εκκλησιαστικών σχέσεων εξουσίας. Τον πολύ παλιό καιρό ο πρώτος αμφισβητίας ήταν ο Πάπας Ρώμης, ο οποίος έφερε τον τίτλο «οικουμενικός» (universalis) – αν και ποτέ δεν τον προέβαλε δεόντως – πριν ακόμη αυτός αποδοθεί και στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Στις μέρες μας ο αμφισβητίας είναι κυρίως και πρωτίστως η αδελφή Εκκλησία της Ρωσίας, η οποία θεολογεί περί πρωτείου παγιδευμένη στη μέγγενη των εθνοφυλετικών συμπλεγμάτων.

Οι απόψεις που διατυπώνονται κατά καιρούς για τη σημασία που έχει ο χαρακτηρισμός του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ως Οικουμενικού ποικίλλουν καλύπτοντας ένα φάσμα ερμηνειών από τις πιο εθιμοτυπικές και επιφανειακές, θα λέγαμε, έως τις πιο ουσιαστικές και θεωρητικά επεξεργασμένες. Πρόκειται για απλό τίτλο, για έναν όμορφο συμβολισμό, για κάποιο είδος διευρυμένης διοικητικής υπεροχής ή για μια ιστορική παρακαταθήκη εκφαντορική μιας άλλης τάξης πραγμάτων; Πεποίθησή μου είναι ότι, ενώ όλα αυτά είναι αληθή, υπερβαλλόντως ισχύει το τελευταίο, κάτι που θα προσπαθήσω να παρουσιάσω και να υποστηρίξω στα όσα ακολουθούν. Ναι, η οικουμενικότητα μπορεί να ξεκίνησε ως τίτλος (6ος αιώνας), μπορεί να έλαβε γρήγορα διαστάσεις συμβολικές (9ος αιώνας), μπορεί να αντιστοιχεί στις τάδε ή τις δείνα εξαιρετικές διοικητικές αρμοδιότητες (πρεσβεία, υπερόρια δικαιοδοσία, έκκλητο, κλπ.), αλλά τελικώς συνιστά την πραγμάτωση μιας άλλης ιστορικότητας. Αλλά ποια ακριβώς είναι αυτή η άλλη ιστορικότητα;

 

Σκέψεις γύρω από την ιστορική ανέλιξη της οικουμενικότητας του Πατριαρχείου Κων/πόλεως

Η χρήση του τίτλου «Οικουμενικός» σε σχέση με τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως εμφανίζεται για πρώτη φορά στις αρχές του 6ου αιώνα (επί Πατριάρχου Ιωάννου Β΄ του Καππαδόκου), υιοθετείται σταθερά από τον Αυτοκράτορα Ιουστιανιανό Α΄ στα διατάγματά του και επισφραγίζεται συνοδικά επί Πατριάρχου Ιωάννου Δ΄ του Νηστευτού (τέλη 6ου αιώνα). Ως γνωστόν, όμως, ο 6ος αιώνας είναι ένας αιώνας μετάβασης από τον ελληνορωμαϊκό κόσμο της Ύστερης Αρχαιότητας στον βυζαντινό κόσμο του χριστιανικού ελληνισμού. Επομένως, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η διατράνωση της οικουμενικότητας του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως κατά τον 6ο αιώνα αντανακλά και μία διαφορετική ιστορική αυτοσυνειδησία, τουτέστιν, μία λεπτή αλλά καίρια μετατόπιση, μετάπλαση και υπέρβαση σε σχέση με την ελληνικότητα: την εν Χριστώ ολοκλήρωση του ελληνισμού! Η Αυτοκρατορία (αυτή, άλλωστε, ήταν η «Οικουμένη») είχε πια πραγματώσει αυτό που τελούσε εν εξελίξει τους προηγούμενους αιώνες και το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως μπορούσε δικαίως να αυτοπροσδιοριστεί και συνάμα να αναγνωριστεί ως Οικουμενικό – και μάλιστα σε αντιδιαστολή προς τον Θρόνο της Ρώμης – μιας και συνιστούσε τον κατ’ εξοχήν φορέα της χριστιανικής ελληνικότητας, τον εκφραστή της άλλης και συνάμα καινής πραγμάτωσης του ελληνισμού που διαμόρφωνε εκ νέου την ιστορία της αυτοκρατορικής Οικουμένης.

Η πλέον παραδειγματική αποτύπωση του συμβολισμού με τον οποίο επενδύθηκε η οικουμενικότητα του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως είναι η περαιτέρω επεξεργασία της περίφημης θεωρίας της συναλληλίας εκ μέρους του Πατριάρχου Φωτίου Α΄ του Μεγάλου: ο λόγος δεν ήταν πια απλώς για τη σχέση μεταξύ των δύο εξουσιών, βασιλείας και ιερωσύνης, όπως επί Ιουστινιανού Α΄, αλλά για τη σχέση των δύο θεσμικών φορέων τους, τουτέστιν, του Αυτοκράτορα και του Πατριάρχου της «Οικουμένης», οι οποίοι στη λεγόμενη «Επαναγωγή» (επί το ορθότερον, «Εισαγωγή») ορίζονται διακριτοί αλλά ομότιμοι, αυτοτελείς αλλά συμπληρωματικοί. Με άλλα λόγια, αν ο Αυτοκράτορας αποτελούσε την εγγύηση για τη χριστιανική ελληνικότητα του βυζαντινού «σώματος», ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως – ακριβώς ως Οικουμενικός – αποτελούσε την εγγύηση για την ίδια ακριβώς ελληνικότητα στο επίπεδο της βυζαντινής «ψυχής». Είναι, λοιπόν, τυχαίο που ο ιερός Φώτιος είναι ο μεγάλος ελληνιστής Πατριάρχης; Είναι τυχαίο που αυτός ακριβώς ο ελληνιστής Πατριάρχης θα ανοίξει τους ιστορικούς ορίζοντες της Ορθοδοξίας με αποτέλεσμα να γεννηθούν εν Χριστώ και ν’ αποκτήσουν τη διακριτή τους ταυτότητα οι επιμέρους σλαβικοί λαοί; Αυτή είναι η πραγματική οικουμενικότητα του Φωτίου και αυτή θα παραμένει εσαεί η οικουμενικότητα του Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως!             

       Είναι γεγονός ότι οι ιστορικές εξελίξεις περί την Αυτοκρατορία – η απομόνωση της Δύσης, η απώλεια των πρεσβυγενών θρόνων της Ανατολής (Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων), οι Σταυροφορίες και η Άλωση του 1204 – θα οδηγήσουν αφενός μεν σε μία γεωγραφική, δηλαδή, ποσοτική, συρρίκνωση, αφετέρου δε σε μία πολιτισμική, δηλαδή, ποιοτική, αναβάθμιση. Πιο συγκριμένα, όσο η Αυτοκρατορία θα περιορίζεται στα πατροπαράδοτα ελληνικά εδάφη της Αρχαιότητας, τόσο θα επιβεβαιώνει, θα εμπεδώνει και θα αναδημιουργεί την ελληνικότητά της. Το φαινόμενο αυτό τού σταδιακώς αυξανόμενου εξελληνισμού της Αυτοκρατορίας – εξελληνισμού, όχι υπό την έννοια ότι το Βυζάντιο γινόταν κάτι, τουτέστιν, ελληνικό, που δεν ήταν πριν, αλλά υπό την έννοια ότι γινόταν άλλως πώς και καινώς ελληνικό, τουτέστιν, χριστιανικά ελληνικό – συνοδεύτηκε εκ των πραγμάτων με την ανάληψη διευρυμένων και εξαιρετικών διοικητικών αρμοδιοτήτων εκ μέρους του Θρόνου της Βασιλεύουσας Πόλης, ο οποίος συν τοις άλλοις αποτελούσε και θεμελιώδη πολιτειακό παράγοντα στα πλαίσια του βυζαντινού δημόσιου βίου. Πάρα πολλά ζητήματα στην καθόλου Ορθοδοξία των Μέσων Χρόνων (7ος-15ος αιώνας) δεν (θα) ήταν δυνατόν να αντιμετωπιστούν και να επιλυθούν στην πράξη παρά μόνο με την ανάληψη σχετικών δράσεων εκ μέρους τού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος – ακριβώς ως Οικουμενικός – σήκωνε στους ώμους του τον σταυρό της ευθύνης, έτσι ώστε να διακονηθούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα πεπρωμένα του αναδυόμενου εν Χριστώ ελληνικού Ορθόδοξου Γένους, τόσο εντός όσο και εκτός της Αυτοκρατορίας.

            Ο σταυρός της οικουμενικής διακονίας του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως εν σχέσει προς το απανταχού ελληνικό Ορθόδοξο Γένος θα αποβεί εντός της νεότερης ιστορίας το σωτηριώδες θέλημα του Τριαδικού Θεού, μέσω του οποίου αυτό τούτο το Γένος αφενός μεν θα διασωθεί κατά την μακραίωνη δοκιμασία της σκλαβιάς, αφετέρου δε θα εμπεδώσει περαιτέρω την πληθωρικότητά του με την κατ’ επανάληψη κενωτική και αγαπητική απονομή αυτοκεφαλίας εκ μέρους του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Συνεπώς, αυτό που διαπιστώνει κανείς ιστορικά είναι ότι ο Θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως: α) προέκυψε ως Οικουμενικός τη στιγμή ακριβώς που αποκρυσταλλώθηκε ο χριστιανικός ελληνισμός, β) γέννησε ως Οικουμενικός διά μέσου της χριστιανικής του ελληνικότητας την εν Χριστώ ταυτότητα των επιμέρους σλαβικών εθνών, η οποία – σημειωτέρον – είναι η μοναδική ταυτότητα που κέκτηνται τα έθνη αυτά, γ) διακόνησε ως Οικουμενικός την ενότητα και την ευταξία της καθόλου Ορθοδοξίας ως ελληνοτραφούς Γένους και, τέλος, 4) ως Οικουμενικός εκένωσε αγαπητικά την ελληνικότητά του μεταμορφώνοντάς την με τον τρόπο αυτό σε πρώτη ύλη για την εν Χριστώ ωριμότητα των κατά τόπους αυτοκεφάλων Εκκλησιών, αναδεικνυόμενος εμπράκτως Μητέρα Εκκλησία.

 

Προς μια διαφορετική θεολογική θεώρηση της οικουμενικότητας του Πατριαρχείου Κων/πόλεως

Πολύς ο λόγος στο κείμενό μου περί ελληνικότητας, τόσο που ενδεχομένως κάποιος θα διερωτηθεί: Μήπως η έμφαση στην ελληνικότητα εξανεμίζει τη χριστιανικότητα; Μήπως η έμφαση στην ελληνικότητα συνεπάγεται – αν δεν προϋποθέτει ήδη – εθνοφυλετισμό; Μήπως η έμφαση στην ελληνικότητα είναι μία κεκαλυμμένη μορφή ιστοριοκρατίας και κατ’ επέκταση εκκοσμίκευσης που φαλκιδεύει την εσχατολογική φύση της Εκκλησίας; Οφείλω, ευθύς εξαρχής, να τονίσω ότι και τα τρία αυτά ενδεχόμενα είναι δυνατά και όντως έχουν παρατηρηθεί ή παρατηρούνται ακόμα και σήμερα στην ιστορία και τη ζωή της καθόλου Ορθοδοξίας. Εντούτοις, και τα τρία – στην περίπτωση που παρατηρούνται – αποτελούν είτε μερίκευση είτε, πολύ χειρότερα, καρικατούρα της ελληνικότητας που και διαπερνά και αντανακλά την Ορθοδοξία. Ειδικότερα, είναι άλλο πράγμα η ελληνικότητα γενικώς και αορίστως – ακόμα και η αρχαία ελληνικότητα – και άλλο πράγμα η χριστιανική ελληνικότητα για την οποία έκανα λόγο ανωτέρω στο κείμενό μου. Είναι άλλο πράγμα η ελληνορθοδοξία ως θεμιτή – μέχρι ενός σημείου – και επιδοτημένη κοινωνικο-ιστορικά πολιτισμική ταυτότητα ενός επιμέρους λαού στα πλαίσια της καθόλου Ορθοδοξης Εκκλησίας – ή ακόμα και ως ιδεολόγημα, αν θέλετε, για κάποιους – και άλλο πράγμα η ελληνικότητα ως αυτή καθεαυτή η ιστορικότητα συνόλου του Ορθόδοξου Γένους. Ξέρω, οι διακρίσεις είναι λεπτές, αλλά είναι πέρα για πέρα καίριες και σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να συγχέουμε τα ασύγχυτα…

            Ασφαλώς και ο όρος «Οικουμενικός» είναι ένας τίτλος· ασφαλώς και υποσημαίνει μία ορισμένη τιμή· ασφαλώς και χαρακτηρίζεται από μία συμβολικότητα· ασφαλώς και συνοδεύτηκε κατά καιρούς από ορισμένες έκτακτες διοικητικές αρμοδιότητες. Αλλά αυτά δεν σημαίνουν ότι είναι απλά ένας τίτλος, ότι η τιμή που υποσημαίνει είναι ψιλή φιλοφρόνηση, ότι η συμβολικότητα που τον χαρακτηρίζει είναι επουσιώδης, ότι οι έκτακτες αρμοδιότητές του είναι περιστασιακές ή πρόσκαιρες. Τουναντίον, ο όρος «Οικουμενικός» είναι όλα αυτά μαζί υπό μία πολύ ουσιαστική έννοια – μία έννοια περιεκτική, πληθωρική και πραγματική. Η έννοια αυτή είναι η έννοια της ελληνικότητας. Για να το θέσω όσο πιο απερίφραστα γίνεται, η οικουμενικότητα του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως είναι η ελληνικότητά του! Εάν το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως δεν ήταν ελληνικό – και μάλιστα το πιο ελληνικό από τα Πατριαρχεία και τις κατά τόπους αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες – δεν θα μπορούσε να είναι πράγματι οικουμενικό· θα ήταν μονάχα ονόματι και θέσει οικουμενικό! Μπορεί να ακούγεται παράδοξος ο ισχυρισμός μου, αλλά το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως δεν μπορεί να είναι Οικουμενικό επειδή, φερ’ ειπείν, είναι κατά κάποιο τρόπο πιο χριστιανικό από τις άλλες κατά τόπους Εκκλησίες. Άλλωστε, η χριστιανικότητα αφορά σε αυτή τούτη την καθολικότητα της Εκκλησίας, η οποία είναι μία και η αυτή σε κάθε τοπική Εκκλησία, μία και η αυτή δίχως αυξομειώσεις σε όλη την Εκκλησία. Εάν, λοιπόν, η χριστιανικότητα υπάρχει ως η καθολικότητα της εν Χριστώ εμπειρίας, τότε δεν μένει παρά η οικουμενικότητα να υπάρχει ως η ελληνικότητα της εν Χριστώ εμπειρίας. Η πρώτη, η καθολικότητα, είναι δεδομένη ή, αλλιώς, πραγματοποιημένη – η Εκκλησία, ευλόγως, δεν μπορεί να γίνει πιο χριστιανική από όσο ήδη είναι – ενώ η δεύτερη, η οικουμενικότητα, είναι ζητούμενη ή, αλλιώς, πραγματοποιούμενη, αφού η Εκκλησία διαρκώς καλείται να γίνει πιο ανοικτή, πιο δεκτική και πιο μεταμορφωτική έναντι της παγκόσμιας συνθήκης,τουτέστιν, όλων των λαών και των πολιτισμών τους. Η δε δύναμη ή, ακόμα καλύτερα, η δυναμική αυτής της ανοικτότητας, της δεκτικότητας και της μεταμορφωτικής προσοικείωσης δεν είναι άλλη από την ιστορικά επιβεβαιωμένη και ενσαρκωμένη χριστιανική ελληνικότητα.  

            Είναι εξαιρετικά δύσκολο, εάν όχι αδύνατο, να αμφισβητηθεί το γεγονός ότι η οικουμενικότητα ως ιστορικό φαινόμενο προέκυψε μέσα από τις εντάσεις που γνώρισε η κορύφωση του αρχαίου ελληνισμού. Ήταν ο τελευταίος που υπό το κράτος της υψηλής και ταυτόχρονα τραγικής του ολοκλήρωσης οδηγήθηκε στην αυθυπέρβαση ανοιγόμενος προς το Άλλο – επιτρέποντας έτσι στο τελευταίο να υπάρξει με νέους όρους. Παρόλα αυτά, η οικουμενικότητα του αρχαίου ελληνισμού δεν πρόλαβε να αναπτύξει τη δυναμική της, ενώ παράλληλα δεν διέθετε εγγενώς τη δύναμη – την ιεροφανειακή δύναμη – για να υπηρετήσει την πληθωρική και εν ταυτώ ενοποιητική μεταμόρφωση της ετερότητας. Ο νέος κόσμος που δημιουργήθηκε με τον Αλέξανδρο υπέκυπτε συνεχώς στις εσωτερικές του αντιφάσεις/αντιστάσεις, ενώ το ρωμαϊκό imperium πολύ γρήγορα έμελλε να τροποποιήσει την οικουμενικότητα σε παγκοσμιότητα. Εν πάση περιπτώσει, αυτό που είναι μείζονος σημασίας είναι το γεγονός ότι η αρχαιοελληνική οικουμενικότητα παρέπεμπε, εμμέσως πλην σαφώς, σε αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «υπεροχικό ελληνισμό», τουτέστιν, σε μία ελληνική αυτοσυνειδησία που θεωρούσε τον εαυτό της μέσα στον χώρο και τον χρόνο ως μία υπερβασιακή πραγμάτωση του Όντος, μία πραγμάτωση που απαιτούσε και εκζητούσε απεγνωσμένα την κοινωνία της ετερότητας. Αυτός, εν ολίγοις, είναι ο καημός τού εκτός της Εκκλησίας ελληνισμού και σε αυτόν τον καημό ήρθε η Εκκλησία να προσφέρει απλόχερα την πληρότητα της εν Χριστώ εμπειρίας της υπό το πρίσμα και επί τη βάσει της κατ’ εξοχήν ετερότητας έναντι του αρχαίου ελληνικού κόσμου: του εβραϊκού! Με το να γίνει εντός της Εκκλησίας ο αρχαίος ελληνισμός κοινωνός της εν Χριστώ εβραϊκής ιστορικότητας αναδείχθηκε χριστιανικός ελληνισμός, γνωρίζοντας εκ νέου – αλλά αυτή τη φορά άπαξ διά παντός – την ολοκλήρωσή του χάρη στην πλήρωση του οντολογικού του καημού. Ως εκ τούτου, η οικουμενικότητά του δεν συνιστούσε πια απλώς ένα άνοιγμα στο Άλλο που επέτρεπε στο τελευταίο να υπάρχει με νέους όρους, αλλά συνιστούσε την ίδια την πράξη της υποστασιοποίησης του Άλλου μέσα από την κένωση του Ιδίου. Αυτό ακριβώς είναι το εν Χριστώ θαύμα του ελληνισμού που τελεσιουργήθηκε διά μέσου του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην περίπτωση των Βουλγάρων, των Ρώσων, των Σέρβων και όλων των Εκκλησιών στις οποίες απένειμε αυτοκεφαλία· αυτό είναι το θαύμα που τελεσιουργείται ήδη έναν αιώνα με την αποστολική μαρτυρία του Οικουμενικού Πατριαρχείου προς όλους τους Χριστιανούς, προς όλους του ανθρώπους ευσέβειας και καλής θέλησης, αναφορικά με την κοινή ευθύνη όλων μας απέναντι στα κατεπείγοντα πρόβληματα σύμπασας της Οικουμένης.     

Ασφαλώς και υφίσταται εντός της Εκκλησίας μία ελληνικότητα, μία χριστιανική ελληνικότητα, που είναι καθαρώς πολιτισμικής τάξεως – για παράδειγμα στις ελληνόφωνες κατά τόπους Εκκλησίες. Αυτή, όμως, η χριστιανική ελληνικότητα δεν είναι η κατ’ εξοχήν χριστιανική ελληνικότητα, αλλά μονάχα μία αμυδρή αντανάκλασή της. Εντός της Ορθοδοξίας η χριστιανική ελληνικότητα υπάρχει κατά πολλές εκδοχές, από τις πιο παχυλές έως τις πιο λεπτοφυείς, από τις πλέον εμφανείς έως τις πλέον κρύφιες και, τέλος, από τις ιδιαζόντως ιδεολογικές έως τις ιδιαιτέρως μυσταγωγικές. Η παχυλή χριστιανική ελληνικότητα – ίσως θα έπρεπε να πω, καλύτερα, ελληνική χριστιανικότητα – δεν ενδιαφέρει παρά ως μία, σεβαστή ομολογουμένως, ανάμεσα στις πολλές κατά τόπους παραδόσεις εντός της Ορθοδοξίας – μία δίπλα στη Ρωσική, τη Σερβική, τη Βουλγαρική, την Αραβική, τη Γεωργιανή και όποια άλλη χριστιανικότητα. Αυτές οι κατά τόπους παραδόσεις συνιστούν την ποικιλία και την ιδιαιτερότητα εντός της Ορθοδοξίας. Η πιο λεπτοφυής, όμως, χριστιανική ελληνικότητα είναι ο κοινός «γλωσσικός κώδικας» που όλοι οι Ορθόδοξοι μοιράζονται στο επίπεδο της ιστορικής τους εμπειρίας· είναι αυτό που τους συγκροτεί ως μία ενιαία ιστορικότητα, ως ένα διακριτό ιστορικό φαινόμενο. Κι όλοι, βέβαια, οι Ορθόδοξοι γνωρίζουμε ότι ο κοινός μας ιστορικός παρονομαστής δεν είναι ρωσικός, σερβικός, βουλγαρικός, αραβικός,  γεωργιανός ή όποιος άλλος… Αλλά η αλήθεια δεν σταματά στο σημείο αυτό. Υπάρχει και η πλέον πνευματική, η πλέον κρύφια, η πλέον μυσταγωγική χριστιανική ελληνικότητα που ως άλλη, καινή και έσχατη προθετικότητα εντός του ιστορικού απεργάζεται τη μεταμορφωτική προσοικείωση όλων των εκφάνσεων της Οικουμένης στην προοπτική της Βασιλείας του Θεού. Αυτής της χριστιανικής ελληνικότητας – ως του ενεργήματος μέσω του οποίου σαρκώθηκε και συνεχίζει να σαρκώνεται ιστορικά η βούληση της Υπερθέου Τριάδος – διάκονος ακραιφνής αναδείχθηκε το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αυτήν την ελληνικότητα, την υπερ-ελληνικότητα, την ελληνικότητα-πέραν-του-ελληνικού, την εν καταφάσει και αποφάσει υπεροχικώς εξελληνίζουσα καθολικότητα διά μέσου της οποίας η Εκκλησία οικειώνεται έτι και έτι την Οικουμένη είναι που έχει μας έχει διδάξει το Χριστοπρεπώς κλώμενο και μη δαπανώμενο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως! 

 

Επίλογος   

Με το παρόν κείμενο θέλησα απλά να καταθέσω κάποιες απόψεις σχετικά με τα διάφορα που ακούγονται τελεταίως εν αναφορά προς την οικουμενικότητα του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Θέλησα να δείξω ότι υπάρχει κι άλλος τρόπος θεολογείν περί της οικουμενικότητας πέρα από τα συνήθη και εν πολλοίς αυτοανακυκλούμενα «νομοκανονικά» κριτήρια ή ορισμένες «συστηματικές» και κάπως επισφαλείς Τριαδολογικές θεωρήσεις. Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, ακριβώς ως Οικουμενικό, μπορεί να χαρακτηριστεί ως πρώτο, ως κέντρο, ως κεφαλή, ως θεμέλιο, κοκ, άλλα το μείζον εν προκειμένω είναι το ερώτημα: υπό ποία έννοια και με ποιες συνέπειες; Απαντώ απερίφραστα: υπό την έννοια μιας ιστορικά σαρκούμενης θεολογίας και με συνέπειες τη δημιουργία μιας ελληνοειδούς ιστορικότητας που δεν σταματά να τροφοδοτεί και να τροφοδοτείται από την εν Χριστώ μεταμορφούμενη Οικουμένη. Και για να κλείσω ακόμα πιο απερίφραστα, τη ρότα σε αυτό το εσχατολογικό ταξίδι της Εκκλησίας ο Παράκλητος τη χαράζει αιώνες τώρα… και τη χαράζει μέσω του αγαπητικού και κενωτικού ήθους της εν Κωνσταντινουπόλει Μητρός Εκκλησίας!              

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.