HOLY AND GREAT COUNCIL DOCUMENT

Draft Synodical Document

Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2021

Η ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΟΥ 1920 ΤΑ ΔΙΑΜΕΙΦΘΕΝΤΑ ΠΡΟ ΤΗΣ ΕΞΑΠΟΛΥΣΕΩΣ ΑΥΤΗΣ

Γεώργιος Τσέτσης, Μέγας  Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Πατριαρχείου

Παναγιώτατε Δέσποτα,

Ευσεβάστως και εκ βάθους καρδίας ευχαριστώ την Υμετέραν Θειοτάτην Παναγιότητα διά την πρόφρονα πρόσκληση να συμμετάσχω στην Ημερίδα αυτή, παρουσιάζοντας συνάμα και μια ομιλία σχετικά με την περιώνυμη Συνοδική Εγκύκλιο του 1920, της οποίας  εορτάζουμε σήμερα την εκατονταετία.

            Λυπούμαι διότι λόγω προβλημάτων υγείας, αδυνατώ να ταξιδεύσω για να ευρίσκομαι στο πλευρό Σας και εν μέσω όσων συμμετέχουν στην οφειλετική αυτή εκδήλωση.  Ωστόσον, ευχαρίστως αποστέλλω την αιτηθείσα ομιλία, η οποία, τρόπον τινά, επέχει τόπον  εισαγωγής στο κύριο θέμα της Ημερίδος. Βασίζεται, κυρίως,  σε Πρακτικά συνεδριών της Αγίας και Ιεράς Συνόδου, σε πληροφορίες και σχόλια τα οποία δημοσιεύθηκαν στο επίσημο περιοδικό του Πατριαρχείου «Εκκλησιαστική Αλήθεια» κατά τα έτη 1919, 1920 και 1921, ως και σε πραγματείες και άρθρα που είχαν δει το φως της δημοσιότητος την εποχή εκείνη.

****

Παναγιώτατε Πάτερ και Δέσποτα,

Σεβασμιώτατοι και Θεοφιλέστατοι Άγιοι Αρχιερείς,

Εξοχώτατοι, Εντιμολογιώτατοι,

Πατέρες και αδελφοί

Εκλεκτή ομήγυρις.

Κατά την συνεδρία της Αγίας και Ιεράς Συνόδου, στις 10 Ιανουαρίου 1919, ο τοποτηρητής του Οικουμενικού Θρόνου Μητροπολίτης Προύσης Δωρόθεος, είχε προβεί στην ακόλουθη πρόταση: «Νομίζω ὅτι εἶναι καιρός πλέον ὅπως ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία σκεφθῇ σοβαρῶς περί τοῦ ζητήματος τῆς ἑνώσεως τῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν, ἰδίως μετά τῶν Ἀγγλικανῶν, τῶν Παλαιοκαθολικῶν καί τῆς Ἀρμενικῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως δέ τό βαρυσήμαντον ἄγγελμα τῆς ἑνώσεως τῶν ἐπί μέρους ἐθνῶν πρός σχηματισμόν μιᾶς Κοινωνίας Ἐθνῶν προῆλθεν ἐκ τῆς ἐν τῇ Δύσει μεγάλης Δημοκρατίας τῆς Ἀμερικῆς, τοιουτοτρόπως τό ἐπίσης βαρυσήμαντον ἄγγελμα καί πρόσταγμα πρός μελέτην τοῦ ζητήματος περί προσεγγίσεως καί δή ἑνώσεως τῶν διαφόρων Χριστιανικῶν ὁμολογιῶν πρός σχηματισμόν Κοινωνίας Ἐκκλησιών, πρέπει νά προέλθῃ ἐκ τῆς ἐν τῇ Ἀνατολῇ Μεγάλης Ἐκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ ἡμετέρα λοιπόν Ἐκκλησία ὀφείλει νά λάβῃ τήν πρωτοβουλίαν ταύτην καί μετά μελέτην βαθεῖαν τοῦ πράγματος νά δώσῃ τό σύνθημα τῆς ἐν Χριστιανικῇ ἀγάπῃ ἑνώσεως πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν».

Ποία, όμως, ήταν τα ελατήρια που έδωσαν αφορμή για μια τέτοια πρωτόγνωρη και θαρραλέα πρωτοβουλία;

Είναι άξιον υπογραμμίσεως ότι η ιστορική αυτή Συνοδική συνεδρία συνέπιπτε χρονικά με την Συνδιάσκεψη ειρήνης των Παρισίων, η οποία, δύο μήνες μετά την υπογραφή της ανακωχής, έθετε τέρμα στον αιματηρό Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ταυτοχρόνως, νωπά ήταν ακόμη τα τραύματα τα οποία είχε υποστεί η Ορθόδοξος Ρωσία, μετά την Επανάσταση του 1917, που είχε αναστατώσει την μέχρι τότε ισχύουσα κοινωνικο-πολιτική τάξη στον κόσμο.

Την επομένη λοιπόν των δύο αυτών γεγονότων που κόμιζαν μαζί τους θλίψη, αθλιότητα, δυστυχία και κλόνιζαν εκ θεμελίων την κοινωνική και θρησκευτική δομή του κόσμου, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με την διπλή του ιδιότητα ως προστάτου των Ορθοδόξων Χριστιανών της Ανατολής και ως προκαθημένης Εκκλησίας των απανταχού της οικουμένης Ορθοδόξων Εκκλησιών, δεν μπορούσε να μείνει απαθές. Όπως περιέγραφε την τότε κατάσταση ο Μητροπολίτης Σελευκείας, και μετέπειτα Θυατείρων Γερμανός, ήδη σ’ όλη την Ανατολή, αρπαγές, δηώσεις, ατιμώσεις, φόνοι, εκπατρισμοί και διωγμοί βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη. Και ενώ οι Χριστιανοί της Ανατολής είχαν την ελπίδα ότι χάρις στην συνθήκη ειρήνης, θα εξασφάλιζαν μια ελεύθερη γωνιά πατρώας γης, όπου θα μπορούσαν να επιδοθούν στην επούλωση των εθνικών τους πληγών και την βαθμιαία προαγωγή τους στο στάδιο του πολιτισμού και της ευζωίας, τώρα κινδύνευαν, εγκαταλελειμμένοι στην τύχη τους.

Έτσι, με την ιστορική του πρόταση για δημιουργία μιας «Κοινωνίας  Εκκλησιών», το Οικουμενικό Πατριαρχείο, έτεινε χείρα συμφιλιώσεως προς τις λοιπές Εκκλησίες και χριστιανικές Ομολογίες, έχοντας την πεποίθηση ότι τα επακόλουθα του πολέμου και της Ρωσικής Επαναστάσεως, όπως και τα τεράστια υπαρξιακά προβλήματα του  ποιμνίου του στον Πόντο, την Ανατολία, την Ιωνία και την Θράκη, θα μπορούσαν να θεραπευθούν μόνο με μια από κοινού συνεργασία και δράση των κατά τόπους Εκκλησιών.

Η «Εκκλησιαστική Αλήθεια», το επίσημο περιοδικό του Οικουμενικού Πατριαρχείου, σχολιάζοντας την πρόταση του Τοποτηρητού και διερμηνεύοντας, φυσικά, την αυθεντική επί του προεκειμένου άποψη της Μεγάλης Εκκλησίας, τόνιζε τα εξής:

Η νέα εποχή που διανοίγεται μπροστά μας, και η οποία έχει ως έμβλημα την πανηγυρική αποκατάσταση της αλήθειας και της δικαιοσύνης σε όλες τις εκφάνσεις της δημόσιας ζωής, απαιτεί και την ανάλογη ηθική διαπαιδαγώγηση των λαϊκών μαζών, η οποία πρέπει να αποτελέσει στο εξής το μοναδικό μέλημα της Εκκλησίας στον χώρο της  κοινωνικής της διακονίας. Στην αποστολή αυτή πρέπει να συμπράξουν όλες οι Χριστιανικές ομολογίες.

Το σχόλιο προσέθετε ότι λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι οι Εκκλησίες στο σύνολο τους πρεσβεύουν, κατά το μάλλον ή ήτον, τις αυτές ηθικές αρχές, η επίκαιρη πρόταση του Τοποτηρητού αποτελούσε ένα ισχυρό και ευσταθές βήμα προς αποκατάσταση της Χριστιανικής ενότητος.

Κατά τον ανώνυμο αρθρογράφο της «Εκκλησιαστικής Αλήθειας», η προσέγγιση και η  συνεργασία των Εκκλησιών ήταν κάτι παραπάνω από επείγουσα. Και τούτο διότι ευθύς μετά τον τερματισμό του ειρηνικού απολογισμού και της εκκαθαρίσεως των λειψάνων της πολεμικής αναστατώσεως, το πρόβλημα θα ήταν η εξεύρεση των μέσων κατοχυρώσεως του λαϊκού φρονήματος προς αντιμετώπιση των ανατρεπτικών παραγόντων, που είχαν ήδη στήσει την εστία τους πάνω στην Ρωσική γη και καλούσαν έθνη και λαούς να αποτινάξουν τους θεσμούς που ίσχυαν στο μέχρι τότε κοινωνικό καθεστώς.

Τελειώνοντας τα σχόλια του, ο αρθρογράφος καλούσε τις Εκκλησίες να συνασπισθούν εγκαταλείποντας τις παλιές αντεγκλήσεις,  και ενωμένες στο πνεύμα και την διδασκαλία του Χριστού συνεργασθούν, προκειμένου να καταστήσουν την Κυριακή διδασκαλία κοινό λαϊκό κτήμα και οχύρωμα εναντίον κάθε βλαβερής επιδρομής, εξασφαλίζοντας τοιουτοτρόπως την υπόσταση της Εκκλησίας ως ενός ζώντος και απαραιτήτου κοινωνικού παράγοντος.

Την ως άνω επί Συνόδου πρόταση του Τοποτηρητού, ακολούθησε διεξοδική συζήτηση, στην οποία πρώτος έλαβε τον λόγο ο Μητροπολίτης Φιλαδελφείας Χρυσόστομος. Προς πραγμάτωση αυτών που είχε προτείνει ο Τοποτηρητής, ο Φιλαδελφείας Χρυσόστομος, εισηγήθη την σύγκλιση στην Κωνσταντινούπολη ενός Διαχριστιανικού Συνεδρίου με σκοπό να συζητήσει τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν μεταπολεμικώς οι Εκκλησίες. Το Συνέδριο αυτό, παρατηρούσε ο Μητροπολίτης Φιλαδελφείας, με την προσωπική γνωριμία των συνέδρων και την άμεση ανταλλαγή γνωμών μεταξύ των ως προς το ζήτημα της Χριστιανικής ενότητος, θα μπορούσε να προλειάνει το έδαφος για μια ουσιαστκότερη συζήτηση όσον αφορά στο θέμα της ενώσεως και κοινωνίας των Εκκλησιών.

Στην συνέχεια μίλησε ο Μητροπολίτης Καισαρείας Νικόλαος, και υποστηρίζοντας την πρόταση του Τοποτηρητού, πρότεινε να εγκαινιασθεί κάποια προπαρασκευαστική εργασία προς ένωση με Αγγλικανούς, Αρμενίους και Παλαιοκαθολικούς, δεδομένου ότι, κατά την άποψή του, δογματικά δεν βρίσκονται μακράν της Ορθοδοξίας. Τον λόγο έλαβε και ο Μητροπολίτης Αγκύρας Γερβάσιος, τονίζοντας πως στην προσπάθεια αυτή δεν έπρεπε να μείνει εκτός νυμφώνος η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, και τούτο για να μη δοθεί η εντύπωση ότι εκ μέρους ημών γίνονται διακρίσεις.

Δευτερολογώντας ο Φιλαδελφείας Χρυσόστομος, εξέφραζε την γνώμη ότι θα ήταν επιζήμιο να τεθεί το θέμα κατά τον τρόπο που είχε εισηγηθεί ο Μητροπολίτης Καισαρείας, διότι θα εσχηματίζετο στις άλλες Εκκλησίες η εντύπωση ότι δεν ζητούμε πράγματι την ένωση, αλλά την συγχώνευση των άλλων Εκκλησιών με την Ορθόδοξο Εκκλησία. Μπορούμε, τόνιζε, «χάριν τοῦ ὑψίστου σκοποῦ τῆς ἑνώσεως τόσον ἐν τῷ πρακτικῷ ὅσον καί ἐν τῷ θεωρητικῷ καί δογματικῷ μέρει, νά προβῶμεν εἰς παραχωρήσεις τινάς (sic), συγκαταβαίνοντες εἰς τάς ἀδυναμίας τῶν λαῶν, εἰς τήν πτωχείαν τῆς γλώσσης αὐτῶν πρός διατύπωσιν δογματικῶν ὑψηλῶν ἐννοιῶν καί  εἰς ἀπ’αἰώνων ἐπικρατήσαντα ἔθιμα, ἡ ἄρσις τῶν ὁποίων δέν θά εἶναι δυνατόν νά ἐπιτευχθῇ ἀμέσως χωρίς νά δημιουργηθοῦν σχίσματα καί διαιρέσεις μεταξύ τῶν πιστῶν μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας. Εἰς τά ἐπουσιώδη λοιπόν ἀφήνοντες ἐλευθέραν ἑκάστην Ἐκκλησίαν, δυνάμεθα, παρ’ὅλην τήν παρατηρουμένην διαφωνίαν καί ασυμφωνίαν, νά συμφωνήσωμεν καί εἰς τά ουσιώδη (sic), ἀρκεῖ μόνον αἱ οὕτω διιστάμεναι Ἐκκλησίαι νά ἐξηγήσωσιν ἡμῖν τί ἐννοοῦσιν ὑπό τήν τοιαύτην ἤ τοιαύτην διαφοράν».

Ας σημειωθεί παρενθετικά, ότι αυτός που εξέφραζε τις ανωτέρω προοδευτικές και τολμηρές, θα έλεγε κανείς, απόψεις, δεν ήταν άλλος από τον μετέπειτα, από Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου, Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρυσόστομο τον Β’, τον Χατζησταύρου, που περί τα μέσα της δεκαετίας του 1960 είχε χαρακτηρισθεί από διαφόρους ελλαδικούς κύκλους, ως ένας ἀπό τους κυριώτερους πολέμιους του οικουμενισμού. Η γνωστή του στάση αναφορικά προς την σύγκλιση της Β’ Πανορθοδόξου Διασκέψεως της Ρόδου, που εγκαινίαζε τους διμερείς διαλόγους της Ορθοδοξίας, και η άτεγκτη πολεμική του κατά του Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρα, όταν ο τελευταίος είχε τείνει χείρα καταλλαγής προς την Ρώμη και εισηγείτο την αποστολή Ορθοδόξων παρατηρητών στην Β΄ Βατικάνεια Σύνοδο, ήταν φυσικά διαμετρικά αντίθετες προς όσα ο σοφός αυτός Φαναριώτης Ιεράρχης έλεγε πριν σαράντα χρόνια ως Μητροπολίτης του Θρόνου και μέλος της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι το εκκλησιαστικό «περιβάλλον», γενικότερα δε η προβληματολογία μιας τοπικής Εκκλησίας, όπως και η «εξωτερική της πολιτική», δεν αφήνει ανεπηρέαστη την σκέψη και τις πράξεις των ηγετών της. 

 Στην ιστορική εκείνη συνεδρία της 10 Ιανουαρίου 1919, η Αγία και Ιερά Σύνοδος αποφάσισε να καταρτίσει ειδική επιτροπή για την μελέτη του θέματος και την υποβολή σχετικής εκθέσεως στην Σύνοδο περί του πρακτέου. Την επιτροπή αυτή αποτέλεσαν οι Μητροπολίται Καισαρείας Νικόλαος, Φιλαδελφείας Χρυσόστομος, Ηλιουπόλεως Σμάραγδος, Σαράντα Εκκλησιών Αγαθάγγελος, ο Αρχιγραμματεύς της Συνόδου Αρχιμανδρίτης Διονύσιος και ο καθηγητικός σύλλογος της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Η Επιτροπή ανέθεσε την εντολή σε Υποεπιτροπή, η οποία, ουσιαστικά,  ήταν ο καθηγητικός σύλλογος της Θεολογικής Σχολής, με  επικεφαλής τον Σχολάρχη  Σελευκείας Γερμανό. Έπειτα από δεκάμηνη εργασία, η Επιτροπή υπέβαλε στις 19 Οκτωβρίου 1919 την έκθεσή της προς την Αγία και Ιερά  Σύνοδο, διά τα περαιτέρω.

Συνοπτικά η έκθεση αυτή είχε ως εξής: Η προσέγγιση και η κοινωνία των Εκκλησιών, δεν αποκλείεται από τις υπάρχουσες δογματικές διαφορές, και είναι εφικτή αλλά και χρήσιμη προς το συμφέρον όλης της Χριστιανοσύνης. Απαραίτητος όρος για την ευκταία αυτή κοινωνία, είναι η απομάκρυνση κάθε δυσπιστίας, το ενδιαφέρον για την ευστάθεια και ευεξία των άλλων Εκκλησιών «ως συγγενών και οικείων εν Χριστώ», η αλληλοβοήθεια και συναντίληψη σε στιγμές ανάγκης. Η προσέγγιση των Εκκλησιών μπορεί να επιτευχθεί με την ανταλλαγή εορτίων γραμμάτων, με την επικοινωνία των θεολογικών σχολών και των εκπροσώπων της θεολογικής επιστήμης, με την αμοιβαία ανταλλαγή φοιτητών και θεολογικών συγγραμάτων, ως και με την σύγκληση παγχριστιανικών συνεδρίων επί θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος. Επί πλέον, οι Εκκλησίες, με αμοιβαίο σεβασμό προς τα ήθη και έθιμα της άλλης, πρέπει να παραχωρούν η μία προς την άλλη ευκτήριους οίκους και κοιμητήρια, να διακανονίζουν το ζήτημα των μικτών γάμων και ν’αλληλοστηρίζονται σε έργα φιλανθρωπίας, ούτως ώστε η ευστάθεια και ευρωστία μιας Εκκλησίας, αποβεί ενίσχυση και ευεξία και των άλλων Εκκλησιών. Η αμοιβαία επικοινωνία και συνεργασία των επί μέρους Εκκλησιών είναι επιβεβλημένη, διότι κάθε είδους κίνδυνοι απειλούν όχι μόνο αυτές, αλλά και τις βάσεις ακόμη της Χριστιανικής πίστεως. Και τούτο διότι ο πόλεμος επεδείνωσε τις υπάρχουσες πληγές και άνοιξε νέες, που απαιτούν συντονισμένη εργασία για την θεραπεία τους. Η θεωρητική απιστία, τα δεινά που προκύπτουν από την πλημμελή διοργάνωση της κοινωνίας, η θεοποίηση του πλούτου και η καταπάτηση κάθε φιλοδίκαιου αισθήματος, και άλλοι πρακτικώτερης φύσεως κίνδυνοι, όπως είναι ο αλκοολισμός, η περιττή πολυτέλεια και τα δεινά της πενίας, αποτελούν ζητήματα τα οποία  έχουν ανάγκη μιας κοινής αντιμετωπίσεως εκ μέρους των Εκκλησιών. Η έκθεση κατέληγε ότι η αποδοχή των ως άνω μέσων, θα αποτελούσε ένα πρώτο βήμα της προσεγγίσεώς τους, και θα άνοιγε τον δρόμο προς την ποθητή ένωση .

Η υποβληθείσα έκθεση εγκρίθηκε από την Αγία και Ιερά Σύνοδο κατά την συνεδρία της 19 Οκτωβρίου 1919  και αποτέλεσε ουσιαστικά την βάση της περιώνυμης Εγκυκλίου του 1920.

Πράγματι, αν εξαιρέσει κανείς το προοίμιο, τον επίλογο και μερικές φραστικές βελτιώσεις προκειμένου να της δοθεί ένα «πατριαρχικότερο ύφος», η Εγκύκλιος, συμπεριέλαβε, σχεδόν αυτούσιο, το κείμενο της ανωτέρω εκθέσεως.

Η Εγκύκλιος εξαπολύθηκε τον Ιανουάριο του 1920 στην Ελληνική, Γαλλική, Αγγλική και Ρωσική, απευθυνόμενη δε «Προς τας απανταχού Εκκλησίας του Χριστού», καλούσε τις κατά τόπους Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, τις λοιπές Χριστιανικές Ομολογίες, αλλά και μερικά επίσημα Διαχριστινικά κέντρα και σωματεία, να συμβάλουν στον επιδιωκόμενο σκοπό και διατυπώσουν την επί του προκειμένου γνώμη τους.

Η Εγκύκλιος έγινε ασμένως αποδεκτή από τα πρεσβυγενή Πατριαρχεία Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, από τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες Σερβίας και Ρουμανίας, ως και από ηγετικά στελέχη των εκκολαπτόμενων τότε Διαχριστιανικών Κινήσεων «Πίστις και Τάξις» και «Ζωή και Εργασία».

Χαρακτηριστική ήταν η ευχή που εξέφρασε ο Αντιοχείας Γρηγόριος «ὅπως αἱ προσπάθειαι πρός ἕνωσιν ἀποβοῦν καρποφόροι καί ὠφέλιμοι ὑπέρ τῶν ὑψηλοτέρων τῆς ἁγίας ὑμῶν πίστεως καί θρησκείας συμφερόντων, καί  συμβάλουν εἰς τήν προαγωγήν ἑκάστης Ἐκκλησίας».

 Ενθουσιώδης ήταν και η απάντηση της Σιωνίτιδος Εκκλησίας. Ο Ιεροσολύμων Δαμιανός στην προς τον Προύσης Δωρόθεο επιστολή του, αφού πρώτα έδινε «δίκαιο έπαινο» στην Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως για την «υψηλή και σπουδαία πρωτοβουλία της», πληροφορούσε τον Τοποτηρητή ότι η πρόταση περί συστάσεως μιας «Κοινωνίας Εκκλησιών» είχε πλήρως επιδοκιμασθεί από την Εκκλησία του, προσθέτοντας ότι σε περίπτωση υλοποιήσεως των υποδείξεων της Εγκυκλίου, ασφαλώς θα εξησφαλίζετο η  ποθητή κοινωνία των Εκκλησιών.

Την ίδια ευχή εξέφραζε ο Βελιγραδίου Δημήτριος,  καθώς και ο Βουκουρεστίου Μύρων Κριστέα επικροτώντας την πρωτοβουλία της  Μεγάλης  Εκκλησίας, και ευχόμενος να επιτευχθεί η προτεινόμενη ένωση των Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών με κοινή συνεργσία των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών.

Εξαιρετικά ενθουσιώδης ήταν η προς στον Τοποτηρητή απάντηση του Nathan Söderblom, ηγέτου της εν γενέσει ευρισκόμενης τότε Κινήσεως «Ζωή και Εργασία». Αφού πρώτα αποκαλούσε την Εγκύκλιο «ευαγγελική» και «αποστολική», την χαρακτήριζε ως σπουδαίο έγγραφο, στο  οποίο έδινε ιδιάζουσα βαρύτητα η ιστορική θέση του Πατριαρχείου Κωνσταντνουπόλεως, όχι μόνο στον Ορθόδοξο χώρο, αλλά και στην λοιπή χριστιανική οικουμένη. Η σπουδαιότης της Εγκυκλίου, έλεγε, ενέκειτο στο σθεναρό χριστιανικό της πνεύμα, στην πρακτικότητα και την σαφήνεια με την οποία έθιγε υπαρξιακά προβλήματα των Χριστιανών σε μια κρίσιμη  καμπή της ιστορίας.

Παραδόξως, δεν υπήρξε τότε οποιοσδήποτε επίσημος σχολιασμός της Εγκυκλίου προερχόμενος από τον Ελλαδικό Εκκλησιαστικό χώρο. Προφανώς λόγω της εκκλησιαστικο-πολιτικής αντιπαραθέσεως που επικρατούσε στην Αθήνα τα χρόνια εκείνα. Ωστόσο, τρία έτη μετά την κυκλοφορία της Εγκυκλίου, την 10η Μαρτίου 1923 ο νεοεκλεγείς Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, στον ενθρονιστήριο λόγο του, αναφερόμενος στο θέμα της επικοινωνίας των Ορθοδόξων με τους ετεροδόξους, συμπεριέλαβε μια βασική θέση της Εγκυκλίου, ότι για την συνεργασία και αλληλεγγύη με αυτούς, «δέν εἶναι ἀναγκαία προϋπόθεσις ἡ δυσεπίτευκτος δυστυχῶς  δογματική ἕνωσις, διότι ἀρκεῖ ἡ ἕνωσις τῆς ἀγάπης, ἥτις δύναται νά προλειάνῃ τήν ὁδόν πρός τήν τελείαν ἕνωσιν, τήν πρός αὐτό τό πνεῦμα τοῦ χριστιανισμοῦ ἀνταποκρινομένην».

Εκ των υστέρων, υπήρξαν  ουκ ολίγες φωνές κληρικών και λαϊκών μελών της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά και από τον χώρο του λεγομένου «Πατρίου Ημερολογίου», που άσκησαν, και ασκούν μέχρι σήμερα κριτική όσον αφορά στα ελατήρια και το περιεχόμενο της Εγκυκλίου.

Παρατηρηθηκε, λόγου χάριν, ότι μελετώντας κανείς την Εγκύκλιο, μπορεί να αποκομίσει την εντύπωση ότι αυτή υποκαθιστά ή αποσιωπά την αλήθεια της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας και του υπαρκτικού μυστηρίου της σωτηρίας, χάριν μιας κοινωνιστικής και πιετιστικής αντίληψης ενός ιδεολογικού χριστιανισμού, δοθέντος ότι  στην Εγκύκλιο δεν υπάρχει ούτε υπαινιγμός της αλήθειας ότι ακόμη και η εξάλειψη των κοινωνικών πληγών δεν σώζει τον άνθρωπο, και ότι μοναδική δυνατότητα σωτηρίας από τον θάνατο και την απόγνωση είναι το υπαρκτικό γεγονός της Εκκλησιαστικής ενότητας, ο τριαδικός τρόπος της υπάρξεως, στα όρια ζωής του ενός Σώματος της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.

Να μη λησμονηθεί, όμως, ότι ευθύς μετά την εξαπόλυση της Εγκυκλίου, ο Σελευκείας Γερμανός σαφώς υπογράμμιζε ότι, το Οικουμενικό Πατριαρχείο είχε αναλάβει την πρωτοβουλία αυτή έχοντας πλήρη συναίσθηση της αποστολής με την οποία ο Κύριος είχε επιφορτίσει την Εκκλησία. Και η αποστολή αυτή ήταν ο αγιασμός των πιστών και η καθοδήγησή τους στην τελική τους σωτηρία. Παρά ταύτα, προσέθετε ο Μητροπολίτης Σελευκείας, όσο και αν ο σκοπός αυτός υπερβαίνει τον επίγειο βίο και επιτυγχάνεται στην μέλλουσα ζωή, τούτο δεν σημαίνει πως πρέπει να περιφρονείται η ζωή του ανθρώπου στον παρόντα κόσμο. Διότι η παρούσα ζωή, αν την αξία της την αντλεί από τις σχέσεις της προς την μέλλουσα, είναι πρόδηλο ότι ο επίγειος βίος αποτελεί το στάδιο αγώνων για ηθική τελείωση. Η τελείωσις όμως αυτή είναι ανεπίτευκτη, όσο μεταξύ των ανθρώπων, αντί των ευαγγελικών αρχών της ισότητος, της δικαιοσύνης και της αγάπης, επικρατούν η ανισότης, η αδικία, το μίσος και το κορύφωμα αυτών, ο πόλεμος.

***

Περαίνοντας τον λόγο, Παναγιώτατε Δέσποτα, επιτρέψατέ μου να παρατηρήσω ότι, αν εξετάσει κανείς εις βάθος την Εγκύκλιο και την ερμηνεύσει υπό το πνεύμα των σχολίων που ακολούθησαν την εξαπόληση της, διαπιστώνει πως εκείνο το οποίο ώθησε την Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως να αναλάβει την πρωτοβουλία αυτή, ήταν πάνω απ’ όλα η ποιμαντική της μέριμνα να θεραπεύσει τις πολυδιάστες ανάγκες του δοκιμαζομένου ποιμνίου της, όπως και η πεποίθησή της ότι μόνο με μια συνεργασία σε παγκόσμια κλίμακα, οι απανταχού της οικουμένης Εκκλησίες, θα μπορούσαν να αντισταθούν στους ισχυρούς του παρόντος αιώνος.

Η ενότης εν τη πίστει και τοις μυστηρίοις που, Θεού ευδοκούντως,  θα μπορούσε να επιτευχθεί σέ ένα απώτερο μέλλον χάρις στη συνεργασία των Εκκλησιών στον κοινωνικό τομέα, δεν είχε προτεραιότητα την τραγική εκείνη μεταπολεμική περίοδο.

Ευχαριστώ  για την προσοχή σας!

————————

Βιβλιογραφία που χρησιμοποιήθηκε κατά την σύνταξη της ομιλίας.

Κώδιξ Πρακτικών Ιεράς Συνόδου, Αριθ. 992 Α, (Συνεδρίασις 10ης Ιανουαρίου 1919)  

Κώδιξ Πρακτικών Ιεράς Συνόδου, Αριθ. 992 Β ( Συνεδρίασις 19ης   Οκτωβρίου 1919)

Περιοδικό «Εκκλησιαστική Αλήθεια» των ετών 1919, 1920, 1921

Γερμανού Σελευκείας, Η Κοινωνία των Εθνών και το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, στο «Εκκλησιαστική Αλήθεια», ΜΑ’, (1920)

Β. Σταυρίδου Β. Ιστορία της Οικουμενικής Κινήσεως, 1984

Γ. Τσέτση, Η Συμβολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Ίδρυση του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, Εκδ. Τέρτιος, 1988

 Α. Πανώτη, Το Συνοδικόν της Εκκλησίας της Ελλάδος, τόμος Γ΄,  τεύχος α’, Εν Αθήναις, 2018

Χρυσοστόμου Β’ Αθηνών, Τα Πεπραγμένα. Αθήναι, 1964

Χ. Βασιλοπούλου, Ο Οικουμενισμός χωρίς μάσκα, Δ΄έκδ. Αθήναι 1982

W.A. Visser’t Hooft, Memoires, SCM Press, London

Γιανναρά Χρ. , Αλήθεια και Ενότητα της Εκκλησίας, Αθήνα, 1977

Παύλου  Μοναχού Κυπρίου, Νεοημερολογιτισμός-Οικουμενισμός. Αθήναι, 1982

 Φως Φαναρίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.