HOLY AND GREAT COUNCIL DOCUMENT

Draft Synodical Document

Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2022

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΙΣΠΗΔΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΜΟΣΧΑΣ ΣΤΟ ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΕΔΑΦΟΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ τοῦ Μητροπολίτου Καμεροὺν ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ

 ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΙΣΠΗΔΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ
ΜΟΣΧΑΣ ΣΤΟ ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΕΔΑΦΟΣ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΦΑΤΟΥ
ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

το Μητροπολίτου Καμερον ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ

orthodoxia news agency.gr 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ την εισήγηση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Καμερούν κ. Γρηγορίου περί της ρωσικής εισπηδήσεως του Πατριαρχείου Μόσχας στο κανονικό έδαφος του παλαιφάτου Πατριαρχείου Αλεξανδρείας κατά την διάρκεια των εργασιών της Ιεράς Συνόδου που διεξήχθησαν από 10 έως 12 Ιανουαρίου 2022 στην Αλεξάνδρεια.

Clik

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΙΣΠΗΔΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΜΟΣΧΑΣ ΣΤΟ ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΕΔΑΦΟΣ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΦΑΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ τοῦ Μητροπολίτου Καμεροὺν ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ, ἐν τῇ Μεγάλῃ Πόλει τῆς Ἀλεξανδρείας τῇ 10ῃ Ἰανουαρίου 2022 

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΙΣΠΗΔΗΣΕΩΣ

ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΜΟΣΧΑΣ

ΣΤΟ ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΕΔΑΦΟΣ

ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΦΑΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

τοῦ Μητροπολίτου Καμεροὺν ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,

ἐν τῇ Μεγάλῃ Πόλει τῆς Ἀλεξανδρείας τῇ 10ῃ Ἰανουαρίου 2022.

  

-        Μακαριώτατε Πάτερ καὶ Δέσποτα,

-        Ἱερὸν Σῶμα τῆς Σεπτῆς Ἱεραρχίας τοῦ Παλαιφάτου Θρόνου τοῦ Ἀποστόλου Μάρκου,

  

Ι. ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ

Ἐν πρώτοις εὐχαριστῶ ἐκ βαθέων, Ὑμᾶς Μακαριώτατε Δέσποτα, γιὰ τὴν ἐμπιστοσύνη καὶ τὴν ἐξαιρετικὴ τιμὴ νὰ εἰσηγηθῶ ἐνώπιον τῆς Ὑμετέρας θεοτιμήτου Μακαριότητος καὶ τοῦ Σεπτοῦ Σώματος τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Ἀποστολικοῦ Θρόνου τῆς Ἀλεξανδρείας περὶ ἑνὸς τόσο σοβαροῦ -μείζονος θὰ τολμοῦσα νὰ πῶ- ζητήματος καὶ νὰ ἐκζητήσω, προκαταβολικῶς, τὴ συγγνώμη καὶ τὴν ἀνοχὴ τῆς Ἱερᾶς Ὁμηγύρεως γιὰ τὴν ἀνεπάρκειά μου.

Ἡ διοικητικὴ διάρθρωση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας θὰ λάβει τὴν ὁριστική της μορφὴ ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς ἁγίας Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Χαλκηδόνα 451), ὑπὸ τὸ γνωστὸ σχῆμα τῆς Πενταρχίας, τὸ ὁποῖο καὶ θὰ περιβληθεῖ στὴ συνέχεια μὲ τὸ κῦρος τῆς πολιτειακῆς νομοθεσίας τοῦ Ἀνατολικοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Ἰουστινιανό[1]. Στὴν ἐκκλησιο-κανονικὴ αὐτὴ διαίρεση τῆς Αὐτοκρατορίας στὸ «Πεντακόρυφον Κράτος» τῶν Πέντε Πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων ἐξαίρεση θὰ ἀποτελέσει, ὅπως ὅλοι γνωρίζετε, ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, ἡ ὁποία θὰ διατηρήσει τὸ καθεστὼς τῆς Αὐτοκεφαλίας ποὺ ἤδη ἔχει λάβει ἀπὸ τὴν Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (Ἔφεσος 431).

Ἐκφεύγει, βεβαίως, ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς παρούσης Εἰσηγήσεως ἡ ἐξαντλητικὴ πραγμάτευση τοῦ ὅλου ζητήματος περὶ τῆς ἱστορικῆς ἐξελίξεως τῆς διοικητικῆς διασπονδυλώσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι ὅμως ἀπολύτως ἀπαραίτητο νὰ τονιστεῖ ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὀργανώνεται πάντα μὲ κριτήριο ἐδαφικὸ καὶ ὄχι μὲ ὁποιοδήποτε ἄλλο (ἐπὶ παραδείγματι φυλετικό, ἐθνικό, γλωσσικὸ κλπ), ἐντὸς πάντοτε καθορισμένων γεωραφικῶν ὁρίων «ἵνα μὴ συγχέονται τὰ δίκαια τῶν Ἐκκλησιῶν»[2], γεγονὸς ποὺ ἀσφαλῶς πηγάζει ἀπὸ τὴν εὐχαριστιοκεντρικὴ δομὴ τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ τὶς ἀρχέγονες ἐκκλησιολογικὲς νόρμες, ὅπως αὐτὲς διατυπώνονται ἀπὸ τὸν θεοφόρο Ἰγνάτιο[3].

Τὰ ὅρια τοῦ Παλαιφάτου Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας περιγράφονται σαφῶς ἤδη ἀπὸ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (Νίκαια 325) στὸν 6ο Κανόνα της: «Τὰ ἀρχαῖα ἔθη κρατείτω, τὰ ἐν Αἰγύπτῳ, καὶ Λιβύῃ καὶ Πενταπόλει, ὥστε τὸν ἐν Ἀλεξανδρείᾳ ἐπίσκοπον πάντων τούτων ἔχειν τὴν ἐξουσίαν»[4], κανόνας ὁ ὁποῖος προφανῶς δὲν θεσπίζει μιὰ καινοφανῆ διοικητικὴ δομή, ἀλλὰ περιβάλει μὲ τὴν ἰσχὺ κανόνα Οἰκουμενικῆς Συνόδου μιὰ παλαιὰ καὶ παγιωμένη κατάσταση, τὰ «ἀρχαῖα ἔθη», κατὰ τὴν λεκτικὴ διατύπωση τοῦ Κανόνα. Καὶ ἐπειδὴ ἐσχάτως ἀμφισβητήθηκε ἀπὸ τὸν π. George Maximov[5], καθηγητὴ τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας τῆς Μόσχας, ἡ δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας σὲ ὅλη τὴν Ἀφρικὴ νὰ θυμίσω ὅτι μὲ Πατριαρχικὸ καὶ Συνοδικὸ Τόμο τῆς 23ης Ὀκτωβρίου τοῦ 2001, ἐπὶ ἀειμνήστου Πατριάρχου Πέτρου, παραχωρήθηκε κανονικῶς ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἡ δικαιοδοσία ὅλης τῆς Ἀφρικανικῆς Ἠπείρου καὶ τῶν παρακειμένων Νήσων στὸ Παλαίφατο Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας. Διαλαμβάνει δέ ὁ σχετικὸς Τόμος: «κατίδομεν βάσιμόν τε καί εὔλογον ἀποδεχθῆναι τό αἴτημα τοῦτο καί ἐκχωρῆσαι αὐτοπροαιρέτως καί οἰκειοθελῶς καί πάντῃ ἐλευθέρως καί ἀβιάστως τῇ αἰτησαμένῃ τοῦτο ἀδελφῇ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ἀλεξανδρείας πᾶσαν τήν ἡμετέραν εὐθύνην τε καί δικαιοδοσίαν ἐπί πάσης τῆς Ἀφρικανικῆς ἠπείρου καί τῶν παρ’ αὐτῇ νήσων».

Ἀναμφισβήτητα, μιὰ πρόχειρη ἀναδίφηση στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία θὰ μᾶς ἀποκαλύψει ἕνα πλῆθος παραδειγμάτων, ὅπου τὰ ὅρια τῶν Ἐκκλησιῶν δὲν γίνονται σεβαστά, δεῖγμα καὶ αὐτὸ τῆς ἀνθρωπίνης πεπτωκυίας φύσεως καὶ τοῦ πτωτικοῦ κτιστοῦ, ποὺ εἶναι πάντοτε ἐπιρρεπὲς στὴν κοσμικὴ λογική, στὸν «τῦφο τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας», ὅπως θὰ πεῖ ὁ Βυζαντινὸς κανονολόγος Ἀριστηνὸς στὸ σχετικό του σχόλιο στὸν προαναφερθέντα κανόνα: «Ἕκαστος τῶν Πατριαρχῶν τοῖς ἰδίοις προνομίοις ἀρκεῖσθαι ὀφείλει, καὶ μή τίνα τούτων ἐπαρχίαν ἑτέραν, οὐκ οὖσαν ἄνωθεν καὶ ἐξ ἀρχῆς ὑπὸ τὴν αὐτοῦ χεῖρα, ὑφαρπάζειν∙ τοῦτο γὰρ τύφος (sic) ἐστὶ κοσμικῆς ἐξουσίας»[6].

Οἱ κανονικὲς αὐτὲς ὑπερβάσεις, τὸ κανονικὸ παράπτωμα δηλαδή, εἶναι γνωστὸ στὴν κανονική μας Παράδοση μὲ τὸν ὅρο «Εἰσπήδηση». Εἰσπήδηση, λοιπόν, κατὰ τοὺς ἐπαΐοντες τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου σημαίνει: «την οποιαδήποτε υπερόρια αντικανονική δραστηριότητα και δικαιοδοτική υπέρβαση (Πρβλ. κανόνες 2/Β΄· 18/Αγκύρας· 22/Αντιοχείας· 48, 93 και 120/Καρθαγένης). Στην ίδια προοπτική, εισπήδηση νοείται η είσοδος σε εκκλησιακό έδαφος και σε εκκλησιαστική δικαιοδοσία με την αποκλειστική διάθεση του σφετερισμού εδαφών και κανονικών δικαιωμάτων, και δηλώνει την επέμβαση ή παρέμβαση, την κακόβουλη τάση (τη διείσδυση) και την αντικανονική παρείσδυση ενός Επισκόπου στον χώρο μίας Τοπικής Εκκλησίας (Επισκοπής), άλλης και διαφορετικής από τη δική του, ή ενός Προκαθημένου Εκκλησίας, με τη σιωπηρή, ανεκτική ή και ενθαρρυντική συναίνεση της εκκλησιακής Συνόδου του στον χώρο μίας κατά τόπον Εκκλησίας (Αυτόνομης, Αυτοκέφαλης ή Πατριαρχικής), άλλης και διαφορετικής από τη δική του(ς). Είναι επακριβώς ο σφετερισμός της εκκλησιακής δικαιοδοσίας […] για λόγους ηγεμονισμού, φιλαρχίας, ατομικής ή συλλογικής φιλοδοξίας και εξουσιαστικού επεκτατισμού»[7].

«Ἡ εἰσπήδηση, ὡς ἀντικανονική πράξη, διακρίνεται σέ δύο κατηγορίες:

α) Περιστασιακή εἰσπήδηση, μέ στιγμαία καί σημειακή μυστηριακή δράση, ἡ γνωστή ὡς «παρ’ ἐνορίαν πράξη», ἤτοι λόγου χάριν μία αὐτονομημένη τέλεση μιᾶς Θείας Λειτουργίας ἤ ἑνός μυστηρίου ἄνευ τῆς ἐπιτόπιας καί οἰκείας Ἐκκλησιακῆς ἀρχῆς (Τοπικός ἐπίσκοπος, Προκαθήμενος, Ἱερά Σύνοδος), καί

β) Θεσμοθετημένη εἰσπήδηση, [περίπτωση ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει ἐν προκειμένῳ] μέ κυριαρχικά ἐκκλησιακά ἰδιώματα καί μέ χαρακτηριστικά τήν μόνιμη καί τήν ὁλοένα καί περισσότερο αὐξανόμενη δράση στά κανονικά ἐδάφη μιᾶς ἄλλης κατά τόπον Ἐκκλησίας, συνοδευόμενη ἀπό τήν σύσταση Ἐνορίας-Ἐπισκοπῆς (πβ. κ. 8/Α΄), Μητρόπολης (πβ. κ. 12/Δ΄) ἤ ὁμώνυμης κατά τόπον Ἐκκλησίας (πβ. κ. 39/Πενθέκτης, καθώς καί κ. 57/Καρθαγένης καί 56/Πενθέκτης). Ἡ δεύτερη αὐτή περίπτωση ἀντικανονικῆς εἰσπήδησης ἀποκαλεῖται μέ τόν σύγχρονο κανονικό ὅρο «ἐκκλησιακή συνεδαφικότητα» καί εἶναι ἡ μορφή ἐκείνη πού συνοδικά, συστηματικά καί προληπτικά κατεδίκασαν μέ τρόπο ad hoc […] τρεῖς (3) Οἰκουμενικές Σύνοδοι (Α΄-325, Δ΄-451, Πενθέκτη-619) καί μία (1) Τοπική Σύνοδος (Καρθαγένη-419)»[8].

Ἐπιτρέψατέ μου, ἀκόμη, νὰ θίξω μερικὰ σημεῖα σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὴν ἑρμηνεία τῶν ἱερῶν κανόνων, πράγμα ποὺ θὰ μᾶς φανεῖ χρήσιμο στὶς ὅποιες τελικές μας ἐκτιμήσεις ἢ ἀποτιμήσεις. Οἱ ἱεροὶ κανόνες: «δὲν ἀποτελοῦν ἕνα αὐθύπαρκτο, ἀνεξάρτητο καὶ αὐτάρκες τμῆμα τῶν πηγῶν τῆς ἀποκαλύψεως, ἀλλὰ ἐντάσσονται ὀργανικῶς στὴν καθ’ ὅλου ἱερὰ Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας»[9]. Ἡ ἀποσύνδεση καὶ ἀπομόνωση τῶν ἱερῶν Κανόνων ἀπὸ τὸ σύνολο τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκαλύψεως καὶ ἀληθείας ὁδηγεῖ σὲ μονομερεῖς ἀπολυτοποιήσεις καὶ ἐσφαλμένες ἐκτιμήσεις ποὺ δὲν συνάδουν μὲ τὸ πνεῦμα τῶν Κανόνων, τὸ ὁποῖο ἐξαπαντος ἔχει σωτηριολογικὸ καὶ ἐσχατολογικὸ προσανατολισμό. Συνακολούθως, δὲν θὰ πρέπει νὰ ἀγνοοῦνται ἢ νὰ παραγνωρίζονται οἱ εἰδικὲς ἱστορικὲς συνθῆκες καὶ ἰδιαιτερότητες τῆς ἐποχῆς κατὰ τὴν ὁποία θεσπίζονται οἱ Κανόνες. Χωρὶς νὰ ἀναιρεῖται ἡ ὀντολογικὴ ἀλήθεια καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ Κανόνα θὰ πρέπει δίδεται προσοχὴ στὸ ἱστορικό του περίβλημα. Μὲ ἄλλα λόγια ἡ διάκριση μεταξὺ ἀληθείας καὶ ἱστορικῆς συναφείας ἀποτελεῖ ἐκ τῶν ὧν οὔκ ἄνευ προϋπόθεση ὀρθῆς κατανόησεως καὶ ἐφαρμογῆς, κατὰ περίπτωση, ἑνὸς Κανόνος. Οἱ δύο αὐτὲς ὄψεις τῆς κανονικῆς παραδόσεως δηλαδὴ τῆς ὀντολογικῆς ἀληθείας ἀφ’ ἑνὸς καὶ τῆς συναφειακότητος ἀφ’ ἑτέρου, δὲν βρίσκονται σὲ σχέση ἀντιθετική, ἀλλὰ διαλεκτική[10].

Χαρακτηριστικῶς, ἡ ἐν Κων/πόλει ἁγία Στ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (680/681) διατυπώνει, «Πολλάκις οἱ ἅγιοι Πατέρες ἡμῶν διὰ τὸ κερδᾶναι πλειόνων ψυχῶν σωτηρίαν τοιούτων ἀναφυέντων κεφαλαίων θεαρέστοις οἰκονομίαις χρησάμενοι φαίνονται καὶ συμβάσεσι μηδὲν τῆς ἀκριβείας τῶν ὀρθῶν τῆς Ἐκκλησίας δογμάτων παρασαλεύσαντες»[11]. Ἡ ἀπόφανση αὐτῆς τῆς Συνόδου κωδικοποιεῖ, ἐν πολλοῖς, τὴν προγενέστερη ποιμαντικὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία θὰ συνεχίσει ἀδιαλείπτως μέχρι τῶν ἡμερῶν μας. Ἡ ἀκρίβεια καὶ ἡ οἰκονομία ὡς ἱσόκυρες μορφὲς τῆς κανονικῆς Παραδόσεως ὑπηρετοῦν τὴν συγκρότηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος καὶ τὴν Σωτηρία τοῦ πεπτωκῶτος ἀνθρώπου. Ἡ οἰκονομία δὲν συνιστᾶ ἔκπτωση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος καὶ φαλκίδευση τῆς σωστικῆς ἀληθείας τοῦ Κανόνος, ἀλλὰ «πρόκειται γιὰ μιὰ ἐπιλογὴ διάκρισης καὶ ὀντολογικῆς συγκαταβάσεως ἀπέναντι στὸ [πτωτικὸ] ἀνθρώπινο πρόσωπο καὶ γιὰ μιὰ ἐξατομίκευση τοῦ κανόνα»[12]. Ἡ Ἐκκλησία πορεύεται μέσα στὸν ἱστορικὸ καὶ πτωτικὸ χρόνο καὶ κόσμο μὲ σταθερὴ καὶ ἀταλάντευτη ὅμως προοπτικὴ καὶ θέαση πρὸς στὰ Ἔσχατα καὶ τὴν Ἐρχομένη Βασιλεία. Χωρὶς νὰ εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου, ζεῖ καὶ πορεύται ἐν τῷ κόσμῳ καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ οἰκονομεῖ τὸν ἄνθρωπο. «Ἡ οἰκονομία εἶναι αὐτὴ ποὺ κάνει τὴν Ἐκκλησία νὰ εἶναι Ἐκκλησία, ποὺ καταξιώνει τὴν Ἐκκλησία ὡς Ἐκκλησία. Ἐὰν χαθεῖ ἡ οἰκονομία ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, τότε θὰ τῆς ἀπομείνει μόνον ἡ ἀκρίβεια, ἡ ὁποία μὲ τὴν σειρά της θὰ μετατρέψει τὴν Ἐκκλησία σὲ νομικὸ σωματεῖο»[13]. Συνεπῶς, ἡ ἀδιάκριτη καὶ ἔμμονη προσκόληση πρὸς τὴν κανονικὴ ἀκρίβεια συνιστοῦν ἐκτροπὴ καὶ ἀλλοίωση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος.

 

ΙΙ. ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ

Ἡ παραχώρηση τῆς Αὐτοκεφαλίας στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας καὶ ἡ ἀνύψωσή της σὲ «ψιλῷ τίτλῳ» Πατριαρχεῖο (1589) θὰ ἀποτελέσει τὴν ἀπαρχὴ μιᾶς σειρᾶς Αὐτοκεφαλιῶν ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν τοὺς ἑπόμενους αἰῶνες συνεπείᾳ, κυρίως ἀλλὰ ὄχι μόνον, τῆς διάλυσης τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας καὶ τῆς ἀνάδυσης τῶν ἐθνικῶν Κρατῶν, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον στὴ Βαλκανική, καὶ κατ’ ἀποκλειστικότητα σὲ ἔδαφος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.

Ἂν καὶ στὴν πλειονότητα τῶν περιπτώσεων ἡ «Αὐτοκεφαλία» ἐκχωρήθηκε (ἢ ἐκβιάστηκε) μὲ τρόπους ἤκιστα κανονικούς, τὸ Πατριαρχεῖο θέλοντας νὰ ὑπηρετήσει ἐκκλησιαστικὰ καὶ νὰ ἐνισχύσει τὸν πλουραλισμὸ καὶ τὴν ἐθνική, ἀλλὰ σὲ καμία περίπτωση ἐθνικιστική, ταυτότητα τῶν νεοπαγῶν κρατικῶν ὀντοτήτων ἐπευλογοῦσε τὰ «Αὐτοκέφαλα», ἀποκαθιστώντας τοιουτοτρόπως, τὴν διασαλευθεῖσα κανονικὴ τάξη, προκρίνοντας τὸ μεῖζον, δηλαδὴ τὴν πρόσληψη στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας τοῦ «ἀπολωλότος προβάτου» (Λκ. 15, 6), κάνοντας χρήση τῆς κανονικῆς «Οἰκονομίας»· καὶ παραθεωρώντας τὸ ἔλασσον, δηλαδὴ τὴν κανονικὴ «Ἀκρίβεια».

Σὲ αὐτὴν τὴ συνάφεια τῆς προνοητικῆς καὶ ὀφειλετικῆς μέριμνας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὡς Πρωτοθρόνου καὶ Πρωτευθύνου Ἐκκλησίας, ἐντάσσεται ἡ παραχώρηση τῆς «Αὐτοκεφαλίας» στὴν Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας (2019) μετὰ ἀπὸ μακρὰ καὶ παρατεταμένη κατάσταση σχίσματος.

Ἡ ἱστορικὴ διαδρομὴ τῆς Μητροπόλεως Κιέβου καὶ κατὰ συνέπεια ἡ Ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση στὴν περιοχὴ τῆς Οὐκρανίας, ἂν καὶ πολυδαίδαλη, εἶναι ἐπαρκῶς γνωστή. Ἡ μελέτη τῶν ἱστορικῶν πηγῶν καταδεικνύει ὅτι ἡ Μητρόπολη Κιέβου οὐδέποτε, στὴ διαχρονία τῶν αἰώνων, ἀπετέλεσε κανονικὸ ἔδαφος τοῦ Πατριαρχείου τῆς Ρωσίας καὶ κατὰ συνέπεια οἱ αἰτιάσεις ὅτι, ἡ ἐν Κων/πόλει Μεγάλη Ἐκκλησία δὲν εἶχε δικαίωμα παραχωρήσεως Αὐτοκεφαλίας δὲν βρίσκουν κανονικὸ ἔρεισμα.

Παρὰ ταῦτα, ἡ ἐπεκτατικὴ ρωσικὴ ἐκκλησιαστικὴ πολιτική, λειτουργοῦσα πάντοτε ὡς ὄχημα τοῦ ρωσικοῦ μεγαλοϊδεατισμοῦ καὶ τῆς ἰδέας τοῦ πανσλαβισμοῦ καὶ τῆς «Τρίτης Ρώμης», κατάφερε νὰ «ὑποδουλώσει» τὴν Μητρόπολη Κιέβου, ἐκμεταλλευόμενη ἀσφαλῶς καὶ τὴ δυσχερὴ θέση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ὑπὸ τὸν Ὀθωμανικὸ ζυγό. Ὅμως οἱ καταιγιστικὲς ἐξελίξεις τοῦ 20οῦ αἰ, μὲ κύριους σταθμοὺς τὴν Ὀκτωβριανὴ Ἐπανάσταση τοῦ 1917 καὶ τὴν διάλυση τῆς ΕΣΣΔ τὸ Δεκέμβριο τοῦ 1991, μὲ τὰ αὐτονομιστικὰ κινήματα ποὺ θὰ γεννηθοῦν θὰ περιπλέξουν δραματικὰ τὸ ἐκκλησιαστικὸ τοπίο, δημιουργώντας ποικίλα ἐκκλησιαστικὰ μορφώματα καὶ καθεστῶτα στὸ Οὐκρανικὸ ἔδαφος καὶ ὁδηγώντας στὸ σχίσμα ἑκατομμύρια πιστούς.

Ἡ ἀδυναμία ἢ ἡ ἀδιαφορία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας νὰ δώσει λύση στὸ Οὐκρανικὸ πρόβλημα, παρὰ τὶς ἐπανειλημμένες ἐκκλήσεις τῶν Οὐκρανικῶν ἐκκλησιαστικῶν καὶ πολιτικῶν ἀρχῶν ὁδήγησε τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟ νὰ παραχωρήσει τὸν Ἰανουάριο τοῦ 2019 τὴν «Αὐτοκεφαλία» στὴν Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας, μόνος Αὐτὸς ἄνευ τῆς συνδρομῆς ἢ τῆς συναινέσεως οἰασδήτινος ἄλλης Ἐκκλησίας, ὥς εἶχε τὸ κανονικὸ δικαίωμα, ὅπως ἐξ ἄλλου μαρτυρᾶ ἡ πράξη τῆς Ἐκκλησίας καὶ γιὰ τὴν περίπτωση ὅλων τῶν νεοπαγῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν (Ρωσίας, Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας, Ἑλλάδος, Πολωνίας, Αλβανίας, Τσεχίας καὶ Σλοβακίας), δεχόμενος ἐκ παραλλήλου τὶς Ἔκκλητες[14] προσφυγὲς τῶν καθαιρεθέντων ἀπὸ τὴν Ρωσικὴ Ἱεραρχία Οὐκρανῶν Ἱεραρχῶν, σύμφωνα μὲ τὶς ἱεροκανονικὲς προνομίες ποὺ τοῦ ἐπεδεψίλευσαν οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι καὶ ἡ μακραίωνη καὶ ἀστασίαστη πράξη τῆς Ἐκκλησίας· προνομίες νοούμενες, ἀσφαλῶς, ὡς θυσιαστικὴ εὐθύνη καὶ καταδαπάνηση ὑπὲρ τῆς εὐστάθειας καὶ εὐζωΐας τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ ὄχι ὡς ἐξουσιαστικὴ ἐπιβολὴ καὶ ἀξίωση.

Μὲ τὴν ἀπόφαση αὐτὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου συμπαρατάχθηκε καὶ ὁ Ἀλεξανδρινὸς Προκαθήμενος, ὅπως ἦταν φυσικὸ καὶ ἑπόμενο, μνημονεύοντας στὶς 8 Νοεμβρίου 2019, τὸ ὄνομα τοῦ νέου Προκαθημένου τῆς Αὐτοκέφαλης Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, καὶ ἀποδεχόμενος τοιουτοτρόπως de facto τὰ γενόμενα. Ἐν συνεχείᾳ, σὲ μιὰ κίνηση ἐκκλησιολογικῶς ἀδιανόητη καὶ κανονικῶς ἀνήκουστη, τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας διέκοψε τὴν εὐχαριστιακὴ κοινωνία μὲ τὸν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας καὶ μὲ ὅσους ἐκ τῶν Ἐπισκόπων τοῦ Παλαιφάτου Θρόνου τοῦ Ἀποστόλου Μάρκου ἀναγνωρίσουν τὴν νεοπαγῆ Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας, ἐξαιρώντας τοὺς ὑπολοίπους, ἑὰν καὶ ἐφόσον ὑπάρχουν. «Αὐτό συνιστᾶ τόν ὁρισμό ἀπόπειρας πρόκλησης διάσπασης τοῦ Παλαιφάτου Πατριαρχείου στήν κεντρική δομή του, τήν Ἱερά Σύνοδο, καί πρόκληση κίνησης διχαστικῆς ἐντός τῆς Συνόδου καί τοῦ Συνοδικοῦ Σώματος, γιά ἐκ τῶν ὑστέρων εὐκολώτερη διείσδυση στήν Ἀφρική, μετατρέποντάς την σέ πυρηνικό κλωβό, καί στό ἐπιτελούμενο ἔργο τῆς Ἐξωτερικῆς Ἱεραποστολῆς, ὑποκαθιστώντας τό Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας. Μέ ἄλλα λόγια, οἱ διακριτές περιεχομένου ρωσσικές συνοδικές ἀποφάσεις καθολικῆς διακοπῆς κοινωνίας πρός τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί ἐπιλεκτικῆς διακοπῆς κοινωνίας πρός τό Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας προδίδει προσπάθεια διάσπασης τοῦ «Κοινοῦ τῶν Ἐπισκόπων» (καν. 5/Α΄) τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας καί ἐσωτερικό ρῆγμα μέ σκοπούς εὐκολώτερης διείσδυσης στήν Ἀφρικανική Ἤπειρο»[15].

Ἀκολούθως, στὴ ἴδια λογικὴ ἀντιποίνων καὶ ἐκδικήσεως, τὸ Πατριαρχεῖο Ρωσίας μὲ ἐπίσημη ἀνακοίνωσή του προσφάτως, καὶ συγκεκριμένως στὶς 29 Δεκεμβρίου π. ἔ., προχώρησε στὴν ἐξέταση τῶν αἰτημάτων, ἑκατὸ καὶ πλέον κληρικῶν τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας -ὅπως διατείνεται ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας- προκειμένου νὰ ἐνταχθοῦν στοὺς κόλπους τοῦ Πατριαρχείου τῆς Μόσχας, ἱδρύοντας ἐκ παραλλήλου, «Πατριαρχικὴ Ἐξαρχία» στὴν Ἀφρικὴ μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἐρεβὰν καὶ Ἀρμενίας Λεωνίδα[16].

 

III. ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΚΑΝΟΝΙΚΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ

Ἀντὶ ἄλλης ἱστορικῆς ἀναφορᾶς ἢ ἀξιολογικῆς κρίσεως ἀναφορικῶς πρὸς τὶς διαθέσεις καὶ τὴν τακτικὴ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας ἔναντι τῶν Πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων θὰ μεταφέρω τὰ λόγια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, καὶ μετέπειτα Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας, κυροῦ Μελετίου τοῦ Μεταξάκη. Γράφει, λοιπόν, ὁ ἀοίδιμος: «Τὰ κατὰ τοῦ σώματος τῆς ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας (ἐνν. τῶν ἑλληνοφώνων δηλ. τῶν Παλαιφάτων Πατριαρχείων) διὰ πολλῶν αἰώνων κατενεχθέντα τραύματα ὑπὸ τῶν ἐκ τῆς Δύσεως προπαγανδῶν εἶναι μηδὲν προβαλλόμενα πρὸς τὰς πληγάς, ἃς διήνοιξαν ἐπ’ αὐτοῦ οἱ ἐκ βορρᾶ ὁμόδοξοι, οἱ “νέοι προασπισταὶ τῆς ὀρθοδοξίας” ὡς εἰρωνικῶς ἀπεκλήθησαν ὑπὸ ὁμοφύλου των οἱ τῆς ρωσικῆς ταύτης πολιτικῆς ὀπαδοί»[17]. Ταῦτα τὰ ὀλίγα γιὰ τὴν ἱστορία, διότι ὡς γνωστὸν ἡ ἱστορία διδάσκει καί, δυστυχῶς, ἐπαναλαμβάνεται.

Προχωρῶ, μὲ τὴν ἄδειά Σας, Μακαριώτατε, σὲ μερικὲς ἐπισημάνεις ἐπὶ του προκειμένου, ἐν πολλοῖς γνωστὲς καὶ αὐτονόητες, ἀλλὰ θεωρῶ πὼς εἶναι σημαντικὸ νὰ τεθοῦν ἐνώπιον τοῦ ἱεροῦ Σώματος μὲ τὸν πλέον ξεκάθαρο τρόπο.

1.     Ἡ ἐφεκτική-διστακτικὴ στάση ὁρισμένων ἐκ τῶν ἁγίων ἀδελφῶν ἢ ἀκόμα καὶ ἡ ἐκπεφρασμένως ἀρνητική τους στάση νὰ συνταχθοῦν μὲ τὴν ἀπόφαση τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας νὰ στέρξει στὰ γενόμενα ὑπὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἐνεθάρρυνε, ἢ τοὐλάχιστον δὲν ἀποθάρρυνε, τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας νὰ ἐπιχειρήσει τὰ ὅσα ἀντικανονικὰ ἐπεχείρησε, καθὼς εὐελπιστεῖ σὲ στήριξη ἐκ τῶν ἔνδον, πράγμα ποὺ πιστοποιεῖται ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς κατὰ περίπτωση καὶ ἐπιλεκτικῆς ἀκοινωνησίας, ὅπως ἤδη ἀναφέρθηκε. Ἐσχάτως ἀκούονται ψίθυροι ὅτι σὲ ὁρισμένες Ἐπαρχίες τοῦ Ἀλεξανδρινοῦ Θρόνου ἐδῶ καὶ καιρὸ ὁποτεδήποτε λειτουργοῦν Ρῶσοι ἱερεῖς μνημονεύουν τὸν Πατριάρχη Μόσχας… Ἂν τοῦτο ἀληθεύει καὶ οἱ οἰκεῖοι Ἐπίσκοποι τὸ γνωρίζουν καὶ τὸ ἀποδέχονται ἢ ἔστω τὸ ἀνέχονται τότε ἡ ἵδρυση τῆς Ἐξαρχίας εἶναι μόνον ἡ κορυφὴ τοῦ παγόβουνου καὶ τὸ πρόβλημα εἶναι πρωτίστως ἐσωτερικό μας. Οἱ στιγμὲς εἶναι κρίσιμες, γιὰ νὰ μὴν πῶ ὁριακές, καὶ ἔχουμε ἱερὸ χρέος πρὸς τὴν Ἐκκλησία μας νὰ σταθοῦμε στὸ ὕψος τῶν περιστάσεων. Ἂν ἀκόμη καὶ σήμερα μετὰ τὰ ὅσα ἔχουν διαδραματιστεῖ ὑπάρχουν ἐντὸς τοῦ Σώματος τῆς Ἱεραρχίας ἀδελφοὶ ποὺ φρονοῦν ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας καλῶς πράττει καὶ τὸ Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας βρίσκεται ἐν ἀδίκῳ, τότε ἔχουμε πρόβλημα ταυτότητος καὶ ὑποστάσεως, καὶ ας μὴν φανεῖ σκληρὸς ὁ λόγος, πρόβλημα πίστεως.

2.     Τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας μὲ τὴν ἀπόφασή του, τῆς 29ης Δεκεμβρίου 2021, ἔχει ὑποπέσει στὸ κανονικὸ παράπτωμα τῆς «εἰσπηδήσεως», ἱδρύοντας «Ἐξαρχία», ἑντὸς τῶν κανονικῶν ἐδαφικῶν ὁρίων τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας, παράπτωμα ποὺ καταδικάζεται ἀπὸ σύνολη τὴν Κανονικὴ Παράδοση καὶ Πράξη τῆς Ἐκκλησίας[18]. Ὅπως ἤδη ἐλέχθη ἡ Ἐκκλησία ὀργανώνεται πάντοτε μὲ κριτήριο ἐδαφικό-γεωγραφικὸ καὶ εἶναι πάντοτε ἑνόριος καὶ ποτὲ ὑπερόριος. Θὰ καταφύγω, ἐν προκειμένῳ καὶ πάλι στὸν ἀοίδιμο Οἰκ. Πατριάρχη Μελέτιο Μεταξάκη καὶ θὰ ἀναγνώσω μερικὰ σημεῖα ἀπὸ τὴ μνημειώδη ἐπιστολή του πρὸς τὸν ἐν Καρλοβικίῳ εὑρισκόμενο Μητροπολίτη Κιέβου Ἀντώνιο προκειμένου νὰ τὸν ψέξει γιὰ τὶς ὑπερόριες ἐπεμβάσεις τῆς «Συνόδου» τοῦ Καρλοβικίου, ἐπεμβάσεις δηλαδὴ σὲ Ἐπισκοπὲς ἐκτὸς τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας. Λέγει, λοιπόν, ὁ ἀοίδιμος -καὶ ἔχει ἰδιάζουσα βαρύτητα ὅταν ὅλα αὐτὰ λέγονται ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Μελέτιο Μεταξάκη καὶ Ὑμέτερον Προκάτοχον Μακαριώτατε- ἐν εἴδει ἐρωτήματος ἀπευθυνόμενο πρὸς τοὺς ἐν Καρλοβικίῳ Ρώσους Ἀρχιερεῖς: «Ἀλλά, ἀδελφοὶ ἀγαπητοί, δύναται νὰ νοηθῇ ὀρθόδοξος “ἐκκλησία ὑπερόριος”, διὰ νὰ ἔχῃ καὶ σύνοδον διοικοῦσαν αὐτήν; Ποῦ τῶν κανόνων ἀνέγνωτε τὸν ὅρον “ὑπερόριος ἐκκλησία”, ὑφ’ ἣν ἔννοιαν μεταχειρίζεσθε αὐτόν; Διότι ἡμεῖς γε ἐκ τῶν κανόνων καὶ τῆς μακραίωνος πράξεως τῆς ἐκκλησίας γνωρίζομεν μόνον “ὅρια ἐκκλησιῶν” καὶ παραγγέλματα πατέρων θεοφόρων “μὴ μεταίρειν ὅρια αἰώνια, ἃ οἱ πατέρες ἡμῶν ἔθεντο” καὶ ἀπειλὰς κανόνων ἱερῶν κατὰ τῶν τολμόντων “ἔξω τῶν ἑαυτῶν ὅρων χειροτονίας ποιεῖσθαι” (Ἀποστ. 35). Καὶ εὕρηται μὲν ὄντως ἐν τοῖς κανόσιν ὁ ὅρος “ὑπερόριος ἐκκλησία”, ἀλλὰ μόνον ὡς καταδίκη τοῦ νεωτερισμοῦ ὑμῶν». Καὶ θὰ συνεχίσει ὁ ἀοίδιμος Πατριάρχης, προφητικῶς ὅπως ἀποδεικνύεται, κάνοντας ἕνα σχόλιο στὸν Β΄ Κανόνα τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου περισσότερο ἐπίκαιρο παρὰ ποτέ: «Κατὰ τὸν κανόνα τοῦτον, ὑμεῖς, ἀρχιερεῖς ὄντες τῆς ἐν Ρωσίᾳ Ἐκκλησίας, κωλύεσθε ἐπεμβῆναι εἰς δικαιοδοίας ἐπισκοπικάς, κειμένας, ἐξω τῶν ὁρίων τῆς ὑμετέρας Ἐκκλησίας»[19].

3.     Ἡ παροῦσα ἐνέργεια τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἑδράζεται σὲ κριτήρια ἀπολύτως κοσμικὰ καὶ ἐθνοφυλετικά, θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηριστεῖ ὡς τὸ σύγχρονο ἀντικανονικὸ παράλληλο τῆς Βουλγαρικῆς Ἐξαρχίας τοῦ 1870, τὴν ἵδρυση τῆς ὁποίας ὄχι ἁπλῶς ὑπέθαλψε ἀλλὰ ὑποκίνησε ἡ Ρωσικὴ ἐξωτερικὴ πολιτικὴ ἐν ἀγαστῇ συνεργασίᾳ μὲ τὴ Ρωσικὴ Ἐκκλησία. Τὸ ὄνομα τοῦ Ρώσου πρέσβη στὴν Κων/πολη ἐκείνη τὴν περίοδο, Νικολάι Ἰγνάτιεφ, θὰ πρέπει νὰ μᾶς εἶναι γνωστό. Παρέλκει νὰ ὑπομνήσω στὸ Ἱερὸ Σῶμα μὲ πόση σφοδρότητα καὶ αὐστηρότητα ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τοῦ 1872 κατεδίκασε αὐτὴν τὴν ἐνέργεια εἰδικῶς, ἀλλὰ καὶ τὴ λυμικὴ νόσο τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ γενικῶς. Μεταφέρω ὁρισμένες μόνο γραμμὲς ἀπὸ τὸν ὅρο τῆς Συνόδου: «Τοὺς παραδεχομένους τὸν τοιοῦτον φυλετισμὸν καὶ ἐπ’ αὐτῷ τολμῶντας παραπηγνύναι καινοφανεῖς φυλετικὰς παρασυναγωγὰς κηρύττομεν, συνῳδὰ τοῖς ἱεροῖς κανόσιν, ἀλλοτρίους τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, καὶ αὐτὸ δὴ τοῦτο ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΟΥΣ»[20].

4.     Μὲ τὴν ἴδια ἀπόφαση τὸ Πατριαρχείο Ρωσίας ἔκρινε καὶ ἀπεφάνθη ἐπὶ τῶν αἰτημάτων κληρικῶν τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας -ἐρευνητέον ποίων καὶ πόσων, μεμονωμένων ἢ μετὰ τῶν Ἐνοριῶν αὐτῶν- νὰ προσχωρήσουν στὴ δικαιοδοσία του, ὅλως ἀναρμοδίως καὶ ἀντικανονικῶς. Περιττὸν νὰ λεχθεῖ ὅτι ἡ ἀπόφαση τῶν Κληρικῶν νὰ ἐγκαταλείψουν αὐτοβούλως καὶ αὐτογνωμόνως τὴ Μητρόπολη/Ἐπισκοπή τους, ἄνευ ἀπολυτηρίου γράμματος, συνιστᾶ κανονικὸ παράπτωμα ποὺ δύναται νὰ ἐπισύρει καὶ τὸ ἐπιτίμιο τῆς καθαιρέσεως[21].

5.     Oἱ προβαλλόμενες αἰτιάσεις τῶν κληρικῶν τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας ποὺ προσέφυγαν στὴ Ρωσικὴ Ἐκκλησία σὲ καμία περίπτωση δὲν βρίσκουν κανονικὸ ἔρεισμα. Οἱ προϋποθέσεις τοῦ 13ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ποὺ παρέχουν τὸ δικαίωμα ἀνυπακοῆς στὸν Ἐπίσκοπο δὲν πληροῦνται στὸ ἐλάχιστο. Ἀναφέρει χαρακτηριστικῶς ὁ Κανόνας: «εἴ τις πρεσβύτερος ἢ διάκονος, ὡς δῆθεν ἐπὶ ἐγκλήμασί τισι τοῦ οἰκείου κατεγνωκὼς ἐπισκόπου, πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως καὶ ἐξετάσεως καὶ τῆς ἐπ' αὐτῷ τελείας κατακρίσεως ἀποστῆναι τολμήσοι τῆς αὐτοῦ κοινωνίας καὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐν ταῖς ἱεραῖς τῶν λειτουργιῶν εὐχαῖς, κατὰ τὸ παραδεδομένον τῇ Ἐκκλησίᾳ, μὴ ἀναφέροι, τοῦτον ὑποκεῖσθαι καθαιρέσει καὶ πάσης ἱερατικῆς ἀποστερεῖσθαι τιμῆς»[22]. Ἀκόμα καὶ ἄν ὑποθετικῶς δεχθοῦμε ὅτι ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας καὶ κατὰ συνέπεια ὅσοι Ἐπίσκοποι ἔχουν κανονικὴ κοινωνία μαζί Του ἔχουν ὑποπέσει στὰ κανονικὰ ἐγκλήματα ποὺ τοὺς καταμαρτυροῦν, οἱ ἐν λόγῳ κληρικοὶ δὲν ἔχουν δικαίωμα νὰ ἐγκαταλείψουν τὸν Ἐπίσκοπό τους πρὶν αὐτὸς καταδικαστεῖ ὁριστικῶς καὶ ἀμετακλήτως ἀπὸ τὸ ἁρμόδιο συνοδικὸ ὄργανο.

6.     Σύμφωνα μὲ τὴν ἀνακοίνωση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας: «Η Ιερά Σύνοδος διαπίστωσε ότι είναι αδύνατη η περαιτέρω άρνηση της ένταξης στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας στους κληρικούς της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αλεξανδρείας, οι οποίοι υπέβαλαν τα σχετικά αιτήματα. Σύμφωνα με τα αιτήματα, που υποβλήθηκαν, στη δικαιοδοσία της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας έγιναν δεκτοί 102 κληρικοί του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας από οκτώ χώρες της Αφρικής»[23]. Καὶ συνεχίζει ἡ ἀνακοίνωση ἀπαριθμώντας, σὲ μὶα ἄκρως ἀντιφατικὴ λογική, σχεδὸν ὅλα τὰ Κράτη τῆς Ἀφρικῆς ποὺ θὰ περιλαμβάνονται στὴν «Ἐξαρχία». Σὲ πάρα πολλὰ δὲ ἀπὸ αὐτὰ τὰ Κράτη (ἐπὶ παραδείγματι: Ἀγκόλα, Τυνησία, Σομαλία, Αἰθιοπία, Ἀλγερία, Νίγηρας κ. ἄ) δὲν ὑπάρχει Ὀρθόδοξη Ἰεραποστολή, οὔτε Ὀρθόδοξος Κλῆρος καὶ εἶναι, μᾶλλον, ἀπίθανο νὰ βρεθεῖ καὶ κάποιος Ὀρθόδοξος Χριστιανός. Ὁπότε οἱ αἰτήσεις τῶν κληρικῶν -ὅσοι καὶ ὅποιοι καὶ ἂν εἶναι αὐτοί- ἀποτελοῦν ἁπλῶς μιὰ προσχηματικὴ ἀφορμή, ἢ καλύτερα θὰ ἔλεγα ἕνα φύλλο συκῆς, προκειμένου ἡ Ρωσικὴ Σύνοδος νὰ καλύψει τὸ ὄνειδος τῆς κανονικῆς τῆς γυμνότητας γιὰ τὸ ἀνοσιούργημα ποὺ ἐπεχείρησε. Περιττὸ νὰ διευκρινίσω ὅτι καμία αἴτηση, κανένος κληρικοῦ, ἀπὸ ὅσα Κράτη καὶ ἂν προέρχεται δὲν θὰ νομιμοποιοῦσε τὴ Ρωσικὴ εἰσπήδηση στὸ Πατριαρχεῖο μας καὶ τὸ νὰ ἐπικαλεῖται τὸ Ρωσικὸ Πατριαρχεῖο τέτοια ἀστεῖα «κανονικὰ ἐπιχειρήματα» -διάβαζε σοφιστεῖες- τὸ μόνο ποὺ καταφέρνει εἶναι νὰ ἐκτίθεται, ἔτι περισσότερον, ἐνώπιον τοῦ ἁγίου Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησία δηλαδή, καὶ τῆς Ἱστορίας.

 

ΙV. ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ

Ὅπως ἤδη ἀναφέρθηκε οἱ στιγμὲς καὶ οἱ καταστάσεις ποὺ ζοῦμε εἶναι ἱστορικές, κρίσιμες, καὶ τολμῶ νὰ πῶ ὁριακές. Ὡς ἐκ τοῦτου ἐπιβάλλεται σύνεση, περίσκεψη, ψυχραιμία, ὄχι σπασμωδικὲς καὶ ἀψυχολόγητες ἐνέργειες καί, ἀσφαλῶς, συνεννόηση καὶ συνεργασία μετὰ τῆς Μεγάλης Ἐκλησίας. Ἐπιβάλλεται, ὅμως πρωτίστως καὶ κάτι ἀκόμα… Αὐτοκριτική!!! Καὶ μὲ αὐτὸ θὰ ξεκινήσω, μὲ τὴν ἄδειά Σας Μακαριώτατε, γνωρίζοντας ὅτι δὲν θὰ εἶμαι οὔτε καὶ τῶρα εὐχάριστος, εὐελπιστῶ ὅμως νὰ εἶμαι ἀληθινὸς καὶ χρήσιμος.

1.     Ἤδη ἔγιναν ὁρισμένες νύξεις γιὰ τὴ στάση τινῶν ἐκ τῶν Ἱεραρχῶν τοῦ Θρόνου ποὺ εἴτε ἀπὸ ἄγνοια, εἴτε ἀπὸ ἐλλιπὴ ἐνημέρωση εἴτε ἀπό, ἕναν κακῶς νοούμενο, συναισθηματισμὸ δὲν τήρησαν τὴν ἐκκλησιολογικῶς καὶ κανονικῶς μόνη ὀρθὴ στάση καὶ τακτικὴ δηλαδὴ τὴν συμπαράταξη μὲ τὶς ἀποφάσεις τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας. Οἱ συναισθηματισμοὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἔχουν θέση ὅταν πρόκειται περὶ τῶν ὁσίων καὶ ἱερῶν τῆς πίστεως. Ἄλλωστε ὁ 33ος Κανόνας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων θὰ πεῖ χαρακτηριστικῶς: «εἰς κοινωνίαν αὐτοὺς μὴ προδέξησθε˙ πολλὰ γὰρ κατὰ συναρπαγὴν γίνεται»[24]. Ὀφείλουμε, λοιπόν, ἅπαντες αὐτὴν τὴ στιγμή, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας, συνοδικῶς καὶ μὲ τὸν πλέον ἐπίσημο καὶ κατηγορηματικὸ τρόπο νὰ διαδηλώσουμε τὴ στήριξή μας στὸν Πρῶτο τοῦ Θρόνου τῆς Ἀλεξανδρείας καὶ στὶς ἀποφάσεις Του, ἀναφορικῶς πρὸς τὸ Οὐκρανικὸ ζήτημα, τὸ ὁποῖο καὶ ὑπῆρξε ἡ ἀφορμὴ γιὰ τὴν παροῦσα συγκυρία. Ἡ ἀρραγὴς ἑνότης, ὁμοφωνία καὶ ὁμοβουλία τοῦ Σώματος τῆς Ἱεραρχίας καὶ ἡ περὶ τὸν Πατριάρχη συσπείρωση εἶναι κρίσιμης σημασίας. Στὴν ὅποια ἐπίσημη ἐνημέρωση ὑπάρξει τοῦτο θὰ πρέπει νὰ δηλώνεται ἐναργῶς καὶ δίχως ὑποσημειώσεις.

2.     Ἐπιτακτικὴ καθίσταται ἡ ἀνάγκη οἱ ἅγιοι Ἀδελφοὶ ἐντὸς συντομότατου χρονικοῦ διαστήματος νὰ ἐνημερώσουν τὸ Ἱερὸν Σῶμα γιὰ τὴν κατάσταση σχετικῶς μὲ τοὺς ἱερεῖς τῆς Ἐπαρχίας τους ποὺ προσχώρησαν ἢ σκοπεύουν νὰ προσχωρήσουν στὴ Ρωσικὴ «Ἐξαρχία». Εἶναι κρίσιμης σημασίας νὰ διαγνώσουμε προθέσεις, νὰ σταθοῦμε μὲ ἄκρα ποιμαντικὴ εὐαισθησία σὲ ὅσους τυχὸν ἀμφιταλαντεύονται καὶ νὰ προχωρήσουμε ἀκόμη ἕνα βῆμα παραπέρα… Νὰ προσεγγίσουμε ὅσους γιὰ κάποιο λόγο ἔχουν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας ἢ ἀκόμα νὰ ἐπανεξετάσουμε τὶς περιπτώσεις τῶν ἱερέων ποὺ ἔχουν τιμωρηθεῖ ἀπὸ ἐμὰς καὶ μέσῳ τῆς Ρωσικῆς παρουσίας στὴν Ἀφρικὴ προσβλέπουν στὴν προοπτικὴ τῆς ἐπανόδου τοὺς στὴν ἱερωσύνη. Δὲν εἶναι ἡ στιγμὴ νὰ εἴμαστε αὐστηροὶ καὶ νὰ ἀπειλήσουμε μὲ τιμωρίες καὶ ποινές, ποὺ οὕτως ἢ ἄλλως θὰ ἀποδειχτοῦν ἀτελέσφορες. Εἶναι ἡ ὥρα τῆς οἰκονομίας τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τονίστηκε καὶ στὸ προοίμιο τῆς παρούσης Εἰσηγήσεως, καὶ τῆς αὐτοκριτικῆς, ἀφοῦ τοὺς κληρικοὺς αὐτοὺς ἐμεῖς τοὺς χειροτονήσαμε καὶ κατὰ συνέπεια δὲν εἴμαστε ἄμοιροι εὐθυνῶν καθὼς δὲν φροντίσαμε νὰ τοὺς κατηχήσουμε ἢ νὰ τοὺς ὁριοθετήσουμε ὅταν ἔπρεπε. Λέγει ὁ ὅσιος Ἰωάννης στὴν ΚΛΙΜΑΚΑ: «Καὶ τελευταῖα ἀπ᾿ ὅλα, μαχαίρι εἶναι τὸ μέτρο καὶ ἡ ἀπόφασις γιὰ τὴν ἀποκοπὴ ἑνὸς σώματος ποὺ ἐνεκρώθηκε ψυχικὰ καὶ ἑνὸς μέλους ποὺ ἐσάπησε, ὥστε νὰ μὴ μεταδώση καὶ στοὺς ὑπολοίπους τὴν ἰδική του βλάβη. Μακαρία καὶ ἀξιέπαινη γιὰ τοὺς ἰατροὺς ἡ «ἀναυσία» καὶ γιὰ τοὺς Ἡγουμένους ἡ ἀπάθεια. Διότι οἱ μὲν πρῶτοι, ἐφ᾿ ὅσον δὲν αἰσθάνονται ναυτία καὶ ἀηδία, χωρὶς κόπο θὰ ἐπιχειρήσουν τὴν θεραπεία κάθε δυσωδίας. Καὶ οἱ δεύτεροι πάλι κάθε νεκρωμένη ψυχὴ θὰ μπορέσουν νὰ τὴν ἀναστήσουν»[25]. Ἀς ἐνωτισθοῦμε τὴ φωνὴ τοῦ ἁγίου καὶ ἀς ἀποδειχτοῦμε ἰατροὶ ποὺ θεραπεύουν καὶ ὄχι δικαστὲς ποὺ τιμωροῦν. Θεωρῶ, ταπεινῶς, ὅτι ἂν ἐπιτύχουμε νὰ μὴν προσχωρήσει κανεὶς ἢ ἔστω νὰ προσχωρήσουν ἐλάχιστοι ἐκ τῶν ἱερέων μας στὸ ἀντικανονικὸ αὐτὸ μόρφωμα τὸ ὅλο ἐγχείρημα θὰ ἀποδειχτεῖ θνησιγενὲς καὶ θὰ τελειώσει πρὶν κἂν ἄρχίσει. Βεβαίως, εἶναι πλέον ἀπὸ σίγουρο ὅτι στὴ Ρωσικὴ «Ἐξαρχία» θὰ προσχωρήσουν καὶ «κληρικοὶ» ἀγνώστου προελεύσεως καὶ καταστάσεως. Σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση ὀφείλουμε νὰ ἀναδείξουμε τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὥστε ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία νὰ ἐκτεθεῖ ἔναντι τῆς καθόλου ὀρθοδοξίας, καθὼς θὰ ἔχει περιλάβει στοὺς κόλπους της ψευδο- κληρικούς. Περιττὸ νὰ τονίσω ὅτι ὅμοια προσέγγιση θὰ πρέπει νὰ ὑπάρξει καὶ πρὸς τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ νὰ μὴν ὑπάρξουν Ἐνορίες ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν μαζικῶς τοὺς ἐνδεχόμενους ἀποστάτες.

3.     Ὁ συντονισμὸς τοῦ Ἁγιωτάτου Ἀποστολικοῦ Θρόνου τῆς Ἀλεξανδρείας -σὲ ἀναφορὰ πάντοτε πρὸς τὸν Οἰκουμενικὸ Θρόνο- μετὰ τῶν ἑτέρων δύο Παλαιφάτων Πατριαρχείων, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων μὲ τοὺς ὁποίους τὰ προβλήματα εἶναι κοινὰ καὶ πρὸς τοὺς ὁποίους ἡ ρωσικὴ βουλιμία εἶναι πλέον ἀπὸ βέβαιον ὅτι θὰ ἐπεκταθεῖ, καθίσταται κρίσιμης σημασίας. Εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ἐξαπολυθοῦν ἐπίσημα γράμματα, ἀπὸ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὰ Πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα, τόσο πρὸς τὸν Πατριάρχη Μόσχας, ὅπου θὰ ἐκφράζεται ἡ ἐντονότατη διαμαρτυρία γιὰ τὰ ὅσα παρὰ πᾶσαν ἔννοιαν κανονικότητος ἐπιχειρεῖ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, ὅσο καὶ πρὸς τοὺς προκαθημένους τῶν ἄλλων νεωτέρων Πατριαρχείων καὶ τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ὅπου νὰ ἐπεξηγεῖται ἡ κατάσταση καὶ νὰ ζητεῖται ἡ καταδίκη τῶν ἀντικανονικῶν αὐτῶν ἐνεργειῶν. Ἀνέκαθεν στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἰδίως δὲ μετὰ τὴν ἀποξένωση τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, οἱ τέσσερις Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς διὰ τῆς ἐν ἁγίῳ Πνεύματι ἑνότητος, ὁμοφροσύνης καὶ ὁμοβουλίας -ὑπὸ τὸν συντονισμὸ καὶ τὴν πρωτοστασία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου- λειτουργοῦσαν ὡς ἄρρηκτος «τετρακτὺς» καὶ ὡς «ἀλληλέγγυοι ἐγγυηταὶ» τῆς ἀδιακόπου αὐθεντικῆς ἀποστολικῆς Παραδόσεως στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ διεφύλαξαν ἀνόθευτη καὶ ἀπαραχάρακτη τόσο τὴν Παράδοση τῶν Πατέρων καὶ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὅσο καὶ τὴν μυστηριακὴ ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος[26], καὶ αὐτὸ πρέπει νὰ γίνει καὶ τῶρα. Δυστυχῶς, οἱ ἐξελίξεις γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ μᾶς ἔχουν ξεπεράσει καὶ δὲν ἔχουμε τὸ περιθώριο νὰ ὀμφαλοσκοποῦμε… Ἑὰν θέλουμε νὰ ἐπιβιώσουμε καὶ νὰ μὴν ἐκχωρήσουμε τὰ ὅσα μᾶς ἔχει ἐπιδαψιλεύσει ἡ Παράδοση καὶ ἡ Πράξη τῆς Ἐκκλησίας ὀφείλουμε νὰ ἐξέλθουμε ἀπὸ τὴν νωχελική μας αὐτάρκεια καὶ νὰ ἀναλάβουμε δράση ὥστε ἀπὸ κοινοῦ, ὁμοῦ μετὰ τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν, νὰ προσφύγουμε στὸν Οἰκουμενικὸ Θρόνο πρὸς μείζονα ἀρωγὴ καὶ διασφάλιση, ὅπως ἀνέκαθεν ἴσχυε.

4.     Τελευταῖο ἀλλὰ φυσικὰ πρωτεύουσας σημασίας, καὶ σὲ συνέχεια ὅσων ἀναφέρθηκαν, εἶναι ἡ ἀποστολὴ γράμματος στὸν Παναγιώτατο Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη -εἰ δυνατὸν ὅπως τονίστηκε ἀπὸ κοινοῦ μετὰ τῶν Πατριαρχῶν Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων- μὲ σκοπὸ τὴν ἐπίσημη ἐνημέρωση τῆς Πρωτόθρονης Ἐκκλησίας γιὰ τὴν ὅλη κατάσταση, ἀλλὰ καὶ τὴν παράκληση περὶ σύγκλησης ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Μείζονος Συνόδου μὲ τὴ συμμετοχὴ μόνο τῶν Πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων γιὰ νὰ ἐξεταστεῖ τὸ ὅλο ζήτημα καὶ νὰ ληφθοῦν οἱ δέουσες ἀποφάσεις. Αὐτὴ εἶναι ἡ μακραίωνη παράδοση καὶ ἀστασίαστη πράξη τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὰ μείζονα διεκκλησιαστικὰ ζητήματα, ὅπως χαρακτηριστικῶς τὴν κωδικοποιεῖ ὁ περίφημος κανονολόγος τοῦ 14ου αἰῶνος Ματθαῖος ὁ Βλάσταρης: «Ὁ Κωνσταντινουπόλεως Θρόνος, βασιλείᾳ ἐπικοσμηθείς, ταῖς Συνοδικαῖς ψήφοις πρῶτος ἀνηγορεύθη∙ αἷς οἱ θεῖοι κατακολουθοῦντες νόμοι, καὶ τὰς ὑπὸ τοὺς ἑτέρους θρόνους γινομένας ἀμφισβητήσεις, ὑπὸ τὴν ἐκείνου προστάττουσιν ἀναφέρεσθαι διάγνωσιν καὶ κρίσιν. Πάντων τῶν Μητροπόλεων καὶ ἐπισκοπείων, μοναστηρίων τε, καὶ Ἐκκλησιῶν ἡ πρόνοια καὶ φροντίς, ἔτι δὲ καὶ κρίσις καὶ κατάκρισις, καὶ ἀθώωσις, τῷ οἰκείῳ Πατριάρχῃ ἀνάκειται∙ τῷ δέ Κωνσταντινουπόλεως Προέδρῳ ἔξεστι καὶ ἐν ταῖς τῶν ἄλλων Θρόνων ἐνορίαις, ἐν οἷς οὐκ ἔστι προκαθιέρωσις ναῶν, Σταυροπήγια διδόναι, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ τὰς ἐν τοῖς ἄλλοις Θρόνοις γινομένας ἀμφισβητήσεις ἐπιτηρεῖν καὶ ἀνορθοῦσθαι καὶ πέρας ἐπιτιθέναι ταῖς κρίσεσιν∙ ὡσαύτως καὶ μετανοίας καὶ ἐπιστροφῆς ἁμαρτημάτων καὶ αἱρέσεων, αὐτὸς καὶ μόνος καθίσταται διαιτητής τε καὶ γνώμων»[27].

 

V. ΑΚΡΟΤΕΛΕΥΤΙΟ

Μακαριώτατε,

Σεβασμιώτατοι καὶ Θεοφιλέστατοι ἅγιοι Συνοδικοί,

Ἡ προκλητικὴ αὐτὴ ἐνέργεια τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας δὲν στρέφεται μόνον κατὰ τοῦ Παλαιφάτου Θρόνου τοῦ ἁγίου Μάρκου, ἀλλὰ εἶναι μιὰ προσπάθεια ἀνατροπῆς σύνολης τῆς ἱεροκανονικῆς τάξεως τῆς Ἐκκλησίας, στὴν ὁποία πρέπει νὰ ἀντισταθοῦμε σθεναρῶς καὶ μὲ ἀδιαπραγμάτευτη προσκόλληση στὴν καθαγιασμένη Πράξη τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν ἀρραγῆ καὶ ἀταλάντευτη συμπόρευση τῆς τετρακτύος τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς καὶ τοῦτο εἶναι κάτι ποὺ ἀσφαλῶς γνωρίζουν περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον στὴ Ρωσικὴ Ἐκκλησία, ἀφοῦ στὸν Τόμο τῶν Τεσσάρων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς ποὺ ἐξοδόθη τὸ 1663 καὶ ἀπευθύνεται ἀκριβῶς στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ἀναφέρονται τὰ ἑξῆς: «αἱ ὑποθέσεις πᾶσαι τῶν Ἐκκλησιῶν εἰς τὸν Κωνσταντινουπόλεως Θρόνον ἀναφέρονται καὶ παρ’ αὐτοῦ τὰς ἀποφάσεις λαμβάνουσιν, ὡς τὰ πρωτεῖα κατὰ τοὺς Κανόνας ἔχοντος τῆς παλαιᾶς Ρώμης. Εἰ δὲ τυχὸν συναινοῦσι καὶ οἱ λοιποὶ Πατριάρχαι, εἰ τυχὸν εἴη μείζων ἡ ὑπόθεσις, ἀμετάβλητος ἔσται ἡ ἐξενεχθεῖσα ἀπόφασις»[28].

Δυστυχῶς, σήμερα οἱ ἀρχὲς τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας, ἡ ἱεροκανονικὴ Παράδοση καὶ ἡ καθηγιασμένη καὶ μακραίωνη Πράξη τῆς Ἐκκλησίας μας περιφρονοῦνται καὶ ἀκούγονται ἀπόψεις ἐκκλησιολογικῶς ἀπαράδεκτες, κανονικῶς πρωτοφανεῖς καὶ ἱστορικῶς ἀνέρειστες, ὡς ἐπὶ παραδείγματι ἡ μόλις πρὸ δύο ἡμερῶν θέση τοῦ ἁγίου Ἀλβανίας ποὺ ἀναφέρει ἐπὶ λέξει τὰ ἑξῆς: «Στο εξής οι απλοί Αφρικανοί θα καλούνται να προσέλθουν στην Ορθοδοξία από δύο Ορθόδοξα Πατριαρχεία, χωρίς να έχουν μυστηριακή κοινωνία μεταξύ τους. Ο σκανδαλισμός και η εξασθένηση της ορθοδόξου μαρτυρίας από τη διχαστική αυτή δραστηριότητα είναι ολοφάνερα. Πρόκειται για οδυνηρή εξέλιξη»[29]. Κατὰ τὴν ἄποψη τοῦ ἁγίου Ἀλβανίας τὸ Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας μὲ κανονικὴ παρουσία στὴν Ἀφρικὴ ἀπὸ τὴν Ἀποστολικὴ ἐποχὴ καὶ τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας ποὺ εἰσέβαλε ἀντικανονικῶς στὸ κανονικό του ἔδαφος τίθενται ἀκριβῶς στὸ ἴδιο ἐπίπεδο, στὴν ἴδια ἀξία καὶ περιωπή… Γιὰ τὸν ἅγιο Ἀλβανίας εἶναι ἁπλῶς «δύο Ορθόδοξα Πατριαρχεία» καὶ τὸ μόνο, κατ’ αὐτόν, πρόβλημα εἶναι ὅτι οἱ Ἀφρικανοὶ ἀδελφοί μας δὲν θὰ ξέρουν ποιό νὰ διαλέξουν… Ἀδυνατῶ νὰ πιστέψω ὅτι αὐτὰ ἐλέχθησαν ἀπὸ Ὀρθόδοξο Ἱεράρχη!!! Νομίζω ὅτι αὐτὴ ἡ μεγίστη ἀπρέπεια, γιὰ νὰ μὴν πῶ βλασφημία, τοῦ ἁγίου Ἀλβανίας δὲν θὰ πρέπει νὰ μείνει ἀναπάντητη ἀπὸ μέρους μας. Καί, ἀσφαλῶς, θὰ ἀφήσω ἀσχολίαστη τὴν δήλωση τοῦ Πατριάρχου Μόσχας «θα υπερασπιστούμε το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων»[30] καὶ θὰ θέσω μόνον ἕνα ἐρώτημα… Ὡς τί ὁ Μόσχας θὰ προστατεύσει τὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων…;

 

Μακαριώτατε, Σεβασμιώτατοι καὶ Θεοφιλέστατοι ἅγιοι Ἀδελφοί, 

«Στῶμεν καλῶς», «Ἐσχάτη ὥρα ἐστί» (Α΄ Ἰω. 2, 18). Καταλαβαίνετε ἀπὸ τὰ δύο αὐτὰ παραδείγματα καὶ μόνον ὅτι ἡ κατάσταση ἔχει ἐκφύγει τῶν ὁρίων καὶ κινδυνεύουμε ἀπὸ τὸν ἀπόλυτο ἐκπροτεσταντισμὸ καὶ τὴν πλήρη ἐκκοσμίσκευση, ἂν ἤδη δὲν ἔχουμε ἀλωθεῖ καὶ ἀπὸ τὰ δύο…!!! Εἶναι ἡ ὥρα τῆς εὐθύνης, Μακαριώτατε, ἐνώπιον τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἱστορίας καί, ὅπως ἔχετε ἀποδείξει περίτρανα στὸ παρελθόν, μπορεῖτε νὰ ἀρθεῖτε στὸ ὕψος τῶν περιστάσεων καὶ εἴμεθα ἀπολύτως βέβαιοι ὅτι τὸ ἴδιο θὰ πράξετε καὶ σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση.

Προσπάθησα μὲ τὶς πτωχές μου δυνάμεις νὰ περιγράψω μὲ συντομία τὴν δημιουργηθεῖσα κατάσταση καὶ νὰ προτείνω κάποιες σκέψεις ποὺ ἐνδεχομένως μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν σὲ ἐκτόνωση τοῦ προβλήματος. Προφανῶς ἡ ὅλη πραγμάτευση τοῦ θέματος δὲν ὑπῆρξε ἐξαντλητικὴ καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ζητῶ συγγνώμη γιὰ τὶς ἐλλείψεις καὶ τὶς ἀδυναμίες. Ἐξυπακούεται ὅτι τὰ ὅσα ἐλέχθησαν τίθενται πρὸς συζήτηση καὶ διαβούλευση ὑπὸ τοῦ Ἱεροῦ Σώματος καὶ δὲν ἐπέχουν τὴ θέση ἀλάνθαστων ἱεροκανονικῶν ἀποφάνσεων.

 

Εὐχαριστῶ γιὰ τὴν προσοχὴ καὶ τὴν ἀνοχή σας!

 



[1] Βλ. σχετικῶς Β. Φειδᾶς, Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΕΝΤΑΡΧΙΑΣ ΤΩΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΩΝ, τ. ΙΙ) Ἱστορικοκανονικὰ προβλήματα περὶ τὴν λειτουργίαν τοῦ θεσμοῦ (451-553), Ἀθῆναι, 1977, σ. 161-207. & τ. ΙΙΙ) Ἀπὸ τὴν Ε΄ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον μέχρι σήμερον (553- 2012), Ἀθῆναι 2012, σ. 92-118.

[2] Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΚΑΙ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ, Ἐκ τῆς Τυπογραφίας Χαρτοφύλακος, Ἀθήνησιν 1859, τ. 6, σ. 258.

[3] Βλ. περισσότερα στὸ κλασικὸ περὶ τοῦ θέματος ἔργο τοῦ Ἰω. Ζηζιούλα (Μητρ. Περγάμου), Η ΕΝΟΤΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΝ Τῌ ΘΕΙᾼ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙᾼ ΚΑΙ Τῼ ΕΠΙΣΚΟΠῼ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ ΠΡΩΤΟΥΣ ΑΙΩΝΑΣ, Ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 2009.

[4] Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΚΑΙ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ, Ἐκ τῆς Τυπογραφίας Χαρτοφύλακος, Ἀθήνησιν, 1852, τ. 2, σ. 128.

[6] Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΚΑΙ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ, Ἐκ τῆς Τυπογραφίας Χαρτοφύλακος, Ἀθήνησιν, 1852, τ. 2, σ. 131.

[7] Γ. Παπαθωμᾶ (Ἀρχιμ. νῦν Μητρ. Περιστερίου), ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ (ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΚΑΝΟΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ), Αθήνα 2011, σ. 60-61.

[8] Γ. Παπαθωμᾶ (Ἀρχιμ. νῦν Μητρ. Περιστερίου), Ὁλικὴ διάσταση μεταξὺ Κανονικῆς Παραδόσεως καὶ Ρωσσικῆς Ἐθνο- εκκλησιαστικῆς Πολιτικῆς, Κανονικὴ Γνωμοδότηση πρὸς τὸ Πατρ. Ἀλεξανδρείας, (2020), (Ἀδημοσίευτο), σ. 26-27.

[9] Β. Φειδᾶ, ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, Ἀθῆναι 1997, σ. 71-72.

[10] Γ. Παπαθωμᾶ (Ἀρχιμ. νῦν Μητρ. Περιστερίου), ΣΥΝΑΦΕΙΑΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, Cluj-Napoca 2013, σ. 5. Καὶ τοῦ ἰδίου, ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΝΑΦΕΙΑ ΤΗΣ ΚΑΝΟΝΟΓΕΝΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, Βόλος 2014, σ. 7.

[11] R. Riedinger, ACTA CONCILIORUM OECUMENICORUM, 2.2, Berlin 1990-1992, σ. 17.

[12] Γ. Παπαθωμᾶ (Ἀρχιμ. νῦν Μητρ. Περιστερίου), ΕΚΚΛΗΣΙΑΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ. ΟΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΕΣ ΑΝΑΔΡΟΜΗΣΕΙΣ ΣΤΟΥΣ ΠΟΛΛΑΠΛΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, Θεσ/νίκη 2015, σ. 10-11.

[13] Γ. Παπαθωμᾶ (Ἀρχιμ. νῦν Μητρ. Περιστερίου), ὅ. π. σ. 21

[14] Κλασικὸ περὶ τῆς Ἐκκλήτου: A. Kartaschoff, «Τὸ τῆς Ἐκκλήτου Δικαίωμα τῶν Οἰκουμενικῶν Πατριαρχῶν ἐν τῇ Πράξει», Ὀρθοδοξία, ΚΓ (1948), 278-289.

[15] Γ. Παπαθωμᾶ (Ἀρχιμ. νῦν Μητρ. Περιστερίου), Ὁλικὴ διάσταση μεταξὺ Κανονικῆς Παραδόσεως καὶ Ρωσσικῆς Ἐθνο-εκκλησιαστικῆς Πολιτικῆς, Κανονικὴ Γνωμοδότηση πρὸς τὸ Πατρ. Ἀλεξανδρείας, (2020), (Ἀδημοσίευτο), σ. 4.

[16] Βλ. ἀναλυτικῶς https://mospat.ru/gr/news/88740/

[17] Μελετίου Μεταξάκη (Μητρ. Κιτίου μετ. Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου), ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΚΑΙ Η ΡΩΣΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΝ ΑΝΑΤΟΛῌ, Ἐκδ. Ι. Μ. Μ. Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος, 2015, σ. 80.

[18] Ἐνδεικτικῶς οἱ ἱεροὶ κανόνες: 8/Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, 12/Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, 39/Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, 57/Συνόδου τῆς Καρθαγένης καὶ 56/Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

[19] Μαξίμου (Μητρ. Σάρδεων), ΤΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ ΕΝ Τῌ ΟΡΘΟΔΟΞῼ ΕΚΚΛΗΣΙᾼ (στὴ σειρὰ ΑΝΑΛΕΚΤΑ ΒΛΑΤΑΔΩΝ, τ. 52), Θεσ/νίκη, 21986. ὑπ. σ. 235.

[20] Μ. Γεδεών, ΕΓΓΡΑΦΑ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΑ ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΙΚΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ (1852-1873), Ἐν Κωνσταντινουπόλει, 1908, σελ. 429-430.

[21] Ἐνδεικτικῶς οἱ ἱεροὶ κανόνες: 15/Ἁγίων Ἀποστόλων, 17/Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, 10/Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, κ. ἄ.

[22] Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΚΑΙ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ, Ἐκ τῆς Τυπογραφίας Χαρτοφύλακος, Ἀθήνησιν 1852, τ. 2, σ. 689.

[24] Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΚΑΙ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ, Ἐκ τῆς Τυπογραφίας Χαρτοφύλακος, Ἀθήνησιν 1852, τ. 1, σ. 44.

[25] Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, ΚΛΙΜΑΞ, Εἰς τὸν Ποιμένα, 12-13.

[26] Βλ. περισσότερα Β. Φειδᾶς, Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΕΝΤΑΡΧΙΑΣ ΤΩΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΩΝτ. ΙΙΙ) Ἀπὸ τὴν Ε΄ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον μέχρι σήμερον (553-2012), Ἀθῆναι 2012, σ. 329 κ. ἑξ.

[27] Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΚΑΙ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ, Ἐκ τῆς Τυπογραφίας Χαρτοφύλακος, Ἀθήνησιν 1859, τ. 6, σ. 429.

[28] Μ. Ι. Γεδεών, ΚΑΝΟΝΙΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ, Ἐκ τοῦ Πατριαρχικοῦ Τυπογραφείου, Κων/πολις 1888, τ. 1, σ. 351.

[30] https://mospat.ru/gr/news/88780/

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.