Ιωάννης Λότσιος Δρ. (PhD), Μεταδιδακτορικός Ερευνητής ΕΚΠΑ
Παραθέτουμε ένα απόσπασμα της Ανέκδοτης Διδακτορικής Διατριβής με θέμα: Ο Αδιαίρετος Χαρακτήρας της Εκκλησίας και η Ορατή Ενότητα στα Πλαίσια του ΠΣΕ. Κριτική προσέγγιση στο Κείμενο της Ενότητας του Γ΄ Συνεδρίου του Παγκόσμιου Συμβουλίου των Εκκλησιών στο Νέο Δελχί 1961. Θεσσαλονίκη 2014, σσ. 148-153. Πολλές από τις πτυχές της ορατής έκφρασης της ενότητας μπορούν να θεωρηθούν ως εκφράσεις μιας από κοινού αποδεκτής ποικιλομορφίας, ενώ άλλες ως αιτίες διαίρεσης των εκκλησιών. Πάνω σε αυτά τα πλαίσια, της ανακάλυψης ή της αναγνώρισης των εκκλησιολογικών στοιχείων, οι εκκλησίες καλούνται να αναλογισθούν σε πιο βαθμό οι διαφορές είναι διαιρετικές, αλλά και να αναζητήσουν την δυνατότητα της σύγκλισης ώστε να μπορέσουν οι εκκλησίες να βρουν και να αναγνωρίσουν την Μία Αγία και Καθολική Εκκλησία ανάμεσα τους, για να μπορέσουν να κάνουν βήματα προς την πλήρη ορατή ενότητα...
«Που ομολογούν αυτόν ως Θεό και Σωτήρα και κρατούν
την μια αποστολική πίστη». Το περιεχόμενο της αποστολικής πίστης και η
σχέση με την χριστολογική αναφορά.
Στην παράθεση των ουσιαστικών γνωρισμάτων για την ‘’Fellowship’’ οι εκκλησίες αναγνωρίζουν ότι η καρδιά της πίστης των χριστιανών βρίσκεται πέραν από μια διανοητική πεποίθηση και μιας αφηρημένης αλήθειας, στο γεγονός του προσώπου του Ιησού Χριστού, στην ζωή του, στην διδασκαλία, στον θάνατο και την ανάσταση του, στο Ευαγγέλιο[1]. Η πίστη της θεωρήσεως του Χριστού ως Κυρίου και Σωτήρα αποτελεί την κύρια πηγή της κοινωνίας μεταξύ των χριστιανών. Αυτή η θεώρηση περιλαμβάνεται στο Ευαγγέλιο και εκφράζεται με έναν συνοπτικό τρόπο στα Σύμβολα της Πίστης, καθώς και σε παρόμοιες δηλώσεις, αυτήν ακριβώς την πίστη[2]. Όμως διακρίνεται το κήρυγμα από την παρουσία. Το κήρυγμα βρίσκεται στο ένα Ευαγγέλιο, ενώ η παρουσία στην έλευση του Χριστού.
Η αναφορά «Η μία Αποστολική Πίστη», σημαίνει: ‘‘Η Αγία Γραφή της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης μαρτυρεί την αποστολική πίστη. Αυτό δεν είναι τίποτα άλλο από εκείνα τα γεγονότα που αποτελούν την κλήση του Θεού για τους ανθρώπους για να γίνουν ο λαός του. Η καρδιά του Ευαγγελίου (Κήρυγμα) είναι ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός, που η ζωή και η διδασκαλία του, ο θάνατος του, η ανάσταση, ο ερχομός (παρουσία), η δικαίωση και η καθοδήγηση που φέρνει και προσφέρει προς όλους τους ανθρώπους. Τα Πιστεύω της Εκκλησίας μαρτυρούν σε αυτήν την αποστολική πίστη. Διεξάγονται σημαντικές μελέτες τώρα για την κατανόηση της σχέσεως ανάμεσα στην Γραφή και την Παράδοση (που είναι η Χριστιανική ομολογία ανά τους αιώνες) και η προσοχή υφίσταται στην εργασία της Θεολογικής Επιτροπής Πίστης και Τάξης για την Παράδοση και τις Παραδόσεις’’[3].
Η διάκριση μεταξύ κηρύγματος και παρουσίας, προσδίνει τα όρια μεταξύ πνευματικής και ορατής ενότητας, μεταξύ πνευματικού και υλικού Ευαγγελίου. Στην Αγία Γραφή Παλαιά και Καινή βρίσκεται η μαρτυρία της αποστολικής πίστης. Αυτή η αναφορά βρίσκεται στο κάλεσμα του Θεού για τους ανθρώπους για να γίνουν οι άνθρωποι του. Η αποστολική πίστη δεν υπάρχει στην Εκκλησία, αλλά στο κάλεσμα του Θεού στους ανθρώπους, για τους ανθρώπους. Ο Χριστός βρίσκεται ανάμεσα στο κήρυγμα, που είναι στα λόγια του Ευαγγελίου και στην παρουσία, στην δεύτερη έλευση του.
Στην αναφορά «Που κηρύσσει το ένα Ευαγγέλιο», σημαίνει: ‘‘Το κήρυγμα της διακήρυξης πιστοποιεί εκ νέου στα άτομα σε κάθε γενεά το Ευαγγέλιο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Στο πιστό κήρυγμα στον Κόσμο ο ζωντανός Χριστός βρίσκεται αναμεσά μας ως σύγχρονος μας σε κάθε αιώνα. αυτός μας χαρίζει την χάρη του, μας ανακουφίζει και μας καλεί σε μια ανανεωμένη απόφαση γι’ αυτόν. Στον ανθρώπινο κόσμο της διακήρυξης κάθε νέα γενεά να αντιμετωπίζεται από τον Χριστό ως κάποιος που τους μιλά όπου βρίσκονται πραγματικά’’[4].
Η Παράδοση της Εκκλησίας που εκφράζεται μέσω των ιδιαίτερων παραδόσεων των εκκλησιών διαδραματίζει έναν ακριβώς κρίσιμο ρόλο στην μετάδοση του κηρύγματος στον χώρο και τον χρόνο. Κατά συνέπεια, αυτή η θεώρηση οδηγεί στην σχέση της οικουμενικότητας με το δόγμα της Εκκλησίας, ως διακήρυξη[5]. Αγνοεί η Έκθεση στα επεξηγηματικά σχόλια την σύναξη στην αλληλό-σύνδεση κηρύγματος και παρουσίας[6]. Η τοποθέτηση της παρουσίας[7] στην δεύτερη έλευση του, ατονίζει την ορατή διάσταση της Εκκλησίας. Εάν η παρουσία του Χριστού βρίσκεται σε αυτό το σημείο τότε υπάρχει η ανάγκη της ορατής εμφανίσεως της Εκκλησίας, της συγκέντρωσης της γύρο από το κήρυγμα, δηλαδή στο ένα Ευαγγέλιο, που και αυτό διακρινόμενο, αμφισβητεί την αλληλένδετο σχέση Χριστού και Εκκλησίας, προσφέροντας στο σημείο «In Each Place», την δυνατότητα της εκκλησιογέννεσης, αφού στην ‘‘Εκκλησία της Ενότητας’’ βρίσκεται το Σώμα του Χριστού, σε πνευματική αναφορά δηλαδή.
Ακόμα αυτή η διάκριση, ειδικότερα στην παρουσία (έλευση), διαχωρίζει την πνευματική και αόρατη πλευρά με την ορατή πραγματικότητα, αμφισβητώντας την επί γης παρουσία της Εκκλησίας, ορθοδόξως θεωρουμένη. Τούτο νομίζουμε βρίσκεται και η αναγκαιότητα της εκφράσεως αυτής της αγωνίας και της αμφισβήτησης της Εκκλησίας ως Μίας και Αδιαίρετης. Είναι δηλαδή Μία εν σχέση με την αυτήν αποστολική πίστη, όπως αυτό θα δηλωθεί και στο Πόρτο Αλέγρε: «Επιβεβαιώνουμε ότι η αποστολική πίστη της Εκκλησίας είναι μια, όπως το σώμα του Χριστού είναι ένα. Όμως μπορεί διακιολογημένα η πίστη αυτή να διατυπώνεται με διαφορετικούς τρόπους. Η ζωή της Εκκλησίας, ως νέας εν Χριστώ ζωή, είναι μία»[8]. Αποφεύγεται ακόμα και στο Πόρτο Αλέγρε να συνδυαστεί, η Εκκλησία ως Μία και Αδιαίρετη. Δημιουργώντας ένα διαχωριστικό σημείο, θεμελιακό και γι’ αυτήν την ίδια την Έκθεση της Ενότητας. Η έκφραση «made visible», γίνεται ορατή, δεν είναι πλήρης, και στην απόσταση μεταξύ πρωταρχικής εστίασης στο σημείο ‘‘In Each Place’’, που βρίσκεται σε σχέση της αποστολικής πίστης και του ενός Ευαγγελίου, και σε απόσταση με την αναφορά “In all Place in all Ages’’, στην διάκριση «Unity we Have-Unity we seek» ενισχύουν όλα τα προαναφερόμενα, γιατί ομιλούμε όχι για όλη την Μία Εκκλησία αλλά για την ‘‘Ενότητα της Εκκλησίας[9].
Η αποστολική αυτήν πίστη χαρακτηρίζεται κενή περιεχομένου. Η Μία Εκκλησία, δηλαδή είναι εκεί που βαπτίζονται σε ένα ήσυχο μέρος ‘In Each Place» στο οποίο συλλέγεται στην μια δεσμευμένη κοινωνία «Fully committed fellowship». Αυτό αποτελεί την ελπίδα ότι αυτοί που βαπτίζονται στο ήσυχο αυτό μέρος είναι ενωμένοι με όλη την Χριστιανική κοινωνία «United with the whole Christian fellowship in all places and all ages». Η παγκόσμια ενότητα, ξεκινά από τώρα με την διακήρυξη του ενός Ευαγγελίου και την αποδοχή του υπουργήματος, όπως το είδαμε, όλων των μελών που το αποδέχονται, χωρίς την δογματική τους αναφορά, για το οποίο οι Εκκλησίες μπορούν να καλούν, όπως αναφέρει ο George Henry Tavard, να χειριστούν κάποιες αλλαγές[10]. Η αποστολική πίστη ως ‘‘κενή’’ στην “In all Place in all Ages’’ θα γίνει στην Ουψάλα, ως επιβεβαίωση της διατυπώσεως του Νέου Δελχί[11].
Στο Νέο Δελχί έχουμε την πρωταρχική σημασία της «In Each Place», εβρισκόμενους χριστιανούς, τοπικού χαρακτήρα[12]. Η γένεση της αποστολικότητας για την οποία πλέον θα γίνεται λόγος από το ΠΣΕ, λαμβάνει υπόσταση από το ‘‘κάθε μέρος’’. Είναι καίριας σημασίας η περιχώρηση της αποστολικής πίστης στην διάσταση, κηρύγματος- παρουσίας, αποστολικής πίστης και Συμβόλων της Πίστεως, της αποστολικής πίστης και των πιστευόντων, στην διαφοροποίηση του περιεχόμενο, που συνίσταται στην νέα σχέση του διαλόγου στο πεδίο της οικουμένης, συνδέοντας στο τοπικό αυτό επίπεδο ‘In Each Place’, όχι με το πρόσωπο του Χριστού και των Αποστόλων, αλλά με το κήρυγμα του Ευαγγελίου, όχι σε μια σύναξη πιστών, αλλά στο εργασιακό χώρο, στον κοσμικό χώρο[13]. Η «αποστολική πίστη» είναι κενή ως προς το περιεχόμενο της, το οποίο απωτυπώνεται στις Γραφές. Τα Σύμβολα της Πίστης, ανεξαρτήτος από όπου και αν προέρχονται, ειδικώς του Αποστολικού Συμβόλου και της Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, όπως αναφέρονται βρίσκονται σε μια εξίσωση με αυτήν την «αποστολική πίστη», που μαρτυρείται στις Γραφές, και δεν είναι αποσαφηνισμένη.
Η σύνδεση λοιπόν της τοπικής αυτής πρωταρχικής αναφοράς έχει σημασία κατά την ορθόδοξη άποψη όταν συνέρχονται οι αυτοί πιστοί και βαπτισμένοι στην ευχαριστιακή σύναξη, στοιχείο που συνιστά την φανέρωση της Εκκλησίας. Οι ρίζες που τίθενται για την ανάπτυξη της αποστολικότητας, στην ύπαρξη και αποδοχή του υπουργήματος (ιεροσύνη), αγνοώντας την ύπαρξη της κεχηροτονημένης ιεροσύνης. Με προτεραιότητα λοιπόν του λαϊκού στοιχείο, σε αυτό το μέρος, το εργασιακό, λαμβάνει μεγαλύτερη αξία, στο οποίο βρίσκεται και το ΠΣΕ. Τούτο συνιστά την άγνοια της υπάρξεως της Εκκλησίας, ως ευχαριστιακής συνάξεως. Με σαφής αλλοίωση της σημασίας της αποστολικότητας, ως παρακαταθήκης.
Τα απαραίτητα στοιχεία στην κατανόηση της σημασίας του κηρύγματος στην αποστολική πίστη, δεν υπάρχουν ακόμη στην ομοφωνία των εκκλησιών, που βρίσκεται ακριβώς στην σχέση της πληρότητας της κοινωνίας, που συνιστά την Εκκλησία και απαιτεί την ενότητα στην αποστολική πίστη. Κάτι που δείχνει ακριβώς ότι η Έκθεση μιλά για «Μία αποστολική πίστη»[14] και όχι για μια «κοινή αποστολική πίστη», χωρίς να διευκρινίζει σαφέστερα. Περισσότερο δε, υπάρχει διάκριση μεταξύ της «Μίας αποστολικής πίστης» και της χριστολογικής φόρμας «Και ομολογούν αυτόν ως Θεό και Σωτήρα». Δεν διασαφηνίζει η ‘Έκθεση το περιεχόμενο της «Μίας αποστολικής πίστης» έναντι της χριστολογικής αναφοράς «Και ομολογούν αυτόν ως Θεό και Σωτήρα».
Η αποστολικότητα δηλαδή της πίστης αυτής ως ‘‘κενή’’ στηρίζεται στον λόγο του Ευαγγελίου, του κηρύγματος του Ευαγγελίου και όχι στην παρακαταθήκη ή διδαχή των Αποστόλων.
Το Αποστολικό Σύμβολο και της Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως τίθονται ως ιστορικά Σύμβολα, στην κοινή ιστορία τα οποία χειραγωγoούνται υπο της χριστολογικής αναφοράς «Και ομολογούν αυτόν ως Θεό και Σωτήρα», προς τα ομολογιακά επίπεδα ως δογματική βάση στο φως της Γραφής: «Στην εκτίμηση των επόμενων βημάτων μας προς μια συμφωνηθείσα δογματική βάση για την ενότητα που αναζητούμε, δύο χρήσιμες διακρίσεις μπορούν να γίνουν- ότι οι διανοητικές διατυπώσεις της πίστης δεν πρόκεται να προσδιοριστούν με την ίδια την πίστη, και ότι η κοινωνία εν Χριστώ είναι πιο απαραίτητη προϋπόθεση του ‘υγιούς δόγματος’, από ότι αντίστροφα. Η πρωταρχική βάση αυτής της κοινωνίας είναι η αποστολική μαρτυρία στις Ιερές Γραφές και το ‘άκουσμα της πίστης’. Ακόμα αυτή η αρχική βιβλική αποκάλυψη δόθηκε στην αποστολική εκκλησία μέσω αυτής και έχει συνεχιστεί στην μαρτυρία των κοινών ιστορικών Πιστεύω μας, ειδικά του Αποστολικού Συμβόλου και του Συμβόλου της Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως. Υπάρχει τρόπο τινά, ένας ‘οικουμενισμός εν χρόνο’ να γίνει αντιληπτό που μπορεί τόσο με την σοβαρή προσοχή στην αρχαία μαρτυρία και επίσης με τα δώρα του φωτός και της αληθείας που δίνεται από το Πνεύμα στις διάφορες εποχές και τις παραδόσεις στην ιστορία του Λαού του Θεού. Η αναφορά στην ‘μία αποστολική πίστη’’ του Πρώτου Μέρους αυτής της Έκθεσης, είναι, πρωτίστως και εσχάτως, πίστη στον Χριστό ως Κύριο και Σωτήρα στην δόξα του Θεού Πατέρα. Ένα προφανές πρακτικό πόρισμα αυτής της κατανόησης είναι η σύσταση ότι ΄ένα επόμενο βήμα προς την ενότητα, στο ομολογιακό επίπεδο, αποτελεί μια νέα εκτίμηση των διάφορων δογματικών βάσεωνμας, στο αρχικό φως της Γραφής και η προστασία στην Εκκλησία από το Άγιο Πνεύμα»[15].
Η μετέωρη αναφορά «Μία αποστολική πίστη» βρίσκεται σε απόσταση από την παρουσία, η οποία είναι συνδεδεμένη με την έλευση του Χριστού. Σε αυτήν την προοπτική της Έκθεσης της Ενότητας η «Μία αποστολική πίστη» διακρίνεται από τα Σύμβολα της Πίστης, ως προς το περιεχόμενο τους. Η σύσταση που μας υποβάλλει η Έκθεση της Ενότητας δεν βρίσκεται στο σημείο της ομοιομορφίας της εκφράσεως της πίστεως ως: «Μία αποστολική πίστη», «Που ομολογούν αυτόν ως Θεό και Σωτήρα» και των Συμβόλων της Πίστεως, αλλά στο περιεχόμενό τους. Το κριτήριο βρίσκεται στο σημείο της αναγνώρισης της ενότητας ως προς την πίστη ως τον αναπόφευκτο όρο για μια πλήρης δεσμευμένη κοινωνία «One Commitent Fellowship», με δεδομένο το γεγονός ότι η προϋπόθεση που τίθεται βρίσκεται στο σημείο της διακρίσεως του κηρύγματος και της παρουσίας του Χριστού[16].
Η πίστη για τον Χριστό ως Κύριο και Σωτήρα, βρίσκεται στην καρδιά του Ευαγγελίου που η Εκκλησία οφείλει να αναγγείλει στην ανθρωπότητα. Ακολουθεί δηλαδή την ενότητα του κηρύγματος ως συνέχεια της «Μίας αποστολικής πίστη». Αλλά η διακήρυξη του Ευαγγελίου του Ιησού Χριστού δεν είναι ίδια σε όλες τις εκκλησίες, δεν ερμηνεύεται δηλαδή το ίδιο, το οποίο στηρίζεται στην διάκριση που γίνεται στην Έκθεση της Μαρτυρίας, ως Ευαγγέλιο, Πνευματικό και Υλικό, που στο πρόσωπο του Χριστού είναι ένα. Η διάκριση αυτή στηρίζει το γεγονός της διαφορετικής ερμηνείας του κηρύγματος. Υπάρχει δηλαδή ένας αρραγής δεσμός, μια αλληλεξάρτηση μεταξύ της αποστολής της Εκκλησίας και της αποκατάστασης και διαμόρφωσης της ορατής ενότητας των χριστιανών. Η ύπαρξη των τμημάτων, όπως αναφέρεται, θέτουν το ζήτημα της αξιοπιστίας της κατάθεσης της ερμηνείας και της διακήρυξης του Ευαγγελίου απέναντι στους ανθρώπους. Για την πλήρη ορατή κοινωνία «One Commitent Fellowship» δηλαδή, χρειάζεται μια αποστολική (ιεραποστολική) προσπάθεια συντονιστική για όλους του Χριστιανούς. Σε αυτήν την προσπάθεια η «One Commitent Fellowship», καλεί σε μια κοινή αποστολή (ιεραποστολή)[17].
[1]«The heart of the Gospel (kerugma) is Jesus Christ himself, his life and teaching, his death, resurrection, coming (parousia) and the justification and sanctification which he brings and offers to all men. The Creeds of the Church witness to this apostolic faith», στο ‘‘Reports of Sections: Unity’’, στο New Delhi, § 11, σ. 120.
[2] «The Creeds of the Church witness to this apostolic faith», στο ‘‘Reports of Sections: Unity’’, στο New Delhi, § 11, σ. 120.
[3] «The one apostolic faith. The Holy Scripture of the Old and New Testament witness to the apostolic faith. this is nothing else than those events which constitute God’ s call of a people to be his people. the heart of the Gospel (kerygma) is Jesus Christ himself, his life and teaching, his death, resurrection, coming (parousia) and the justification and sanctification which he brings and offers to all men. The Creeds of the Church witness to this apostolic faith. There are important studies now being undertake of the relationship between Scripture and Tradition (which is Christian confession down the ages), and attention is drawn to the work of Faith and Order’s Theological Commission on Tradition and Traditions», στο ‘‘Reports of Sections: Unity’’ στο New Delhi, § 11, σ. 120. Η παράγραφος αυτή δεν αναφέρεται στις Δηλώσεις: ‘‘New Delhi Statement on Unity’’, ο.π. και ‘‘New Delhi Statement on Unity, and Orthodox ResponseThird Assembly of the WCC, New Delhi, 1961’’, ό.π.
[4] «Preaching the one Gospel. Preaching proclaims anew to men in each generation the Gospel of our Lord Jesus Christ. In the faithful preaching of the World the living Christ is present as our contemporary in every age; he grants us his grace, he comforts us and calls us to a renewed decision for him. in the human worlds of the preacher every new generation is confronted by the Christ as one who speaks to them where they actually are»,‘‘Reports of Sections: Unity’’ στο New Delhi, § 12, σ. 120. Η παράγραφος αυτή δεν αναφέρεται στις Δηλώσεις: ‘‘New Delhi Statement on Unity’’, ό.π. και ‘‘New Delhi Statement on Unity, and Orthodox Response Third Assembly of the WCC, New Delhi, 1961’’, ό.π. Πρβλ. ARTUR MOORE, ‘‘The Delay of the Parousia in the New Testament’’, στο Them, 4 (1967), σ. 21-26. Στην σχέση κηρύγματος και παρουσίας γενικότερα ο Richard N. Longenecker, θα παρατηρήσει: «We may prefer to deride the historicity of Acts on the basis of our understanding of a "kerygmatic" witness, or because our picture of the early Church differs. But in so doing we shall be near the position of those who proceed per ignotum ad ignotius. It is noteworthy "the extra-ordinary darkness which comes over us as students of history when rather abruptly this guide leaves us with Paul a prisoner in Rome’’», στο ‘‘The Acts of the Apostles as a Witness to Early Palestinian Christianity’’, στο Them, 5 (1968), σ. 20.
[5] « Preaching proclaims a new to men in each generation the Gospel of our Lord Jesus Christ», στο ‘‘Reports of Sections: Unity’’, στο New Delhi, § 12, σ. 120.
[6] Πρβλ. «In the synaxis, the early Christians experienced that which is promised for the paroysia, namely the eschatological unity of all in Christ…», π. Εmmanuel Clapsis, ‘‘The Eucharist as Missionary Event in a Suffering World’’, στο Orthodox in Conversation, Orthodox Ecumenical Engagements, WCC Publications Geneva, Holy Cross Orthodox Press, Brookline Masschusetts, σ.192.
[7] Πρβλ. Επεξηγώντας την παρουσία ο Walter Riggans αναφέρει: «This ‘day’ is one of both punishment and vindication, of final death and resurrection, and therefore of both fear and joy..», στο ‘‘The Parousia: Getting our Terms Right’’, στο Them, 21 (1995), σ. 14.
[8] «We affirm that the apostolic faith of the Church is one, as the body of Christ is one. Yet there may legitimately be different formulations of the faith of the Church. The life of the Church as new life in Christ is one», στο ‘‘Called to be the One Church (as adopted by the Assembly) An invitation to the churches to renew their commitment to the search for unity and to deepen their dialogue’’, στο διαδίκτυο, http://www.oikoumene.org/resources/documents/assembly/porto-alegre-2006/1-statements-documents-adopted/christian-unity-and-message-to-the-churches/called-to-be-the-one-church-as-adopted.html. Εδώ § 5.
[9] Οφείλουμε να δείξουμε ιδιαίτερη βαρύτητα στην σχέση του κηρύγματος και της παρουσίας. Ο Andrew Mellas, κάνοντας λόγο για τον μυσταγωγικό χαρακτήρα, την παρουσία στην δεύτερη έλευση την χαρακτηρίζει ως: «In the New Testament, Christ’s second coming is referred to as the parousia, literally meaning ‘presence’ or ‘appearance’», στο ‘‘Melismatic Events’’, στο P, 23 (2008), σ. 77: «It is the language of mystical experience which prays for the parousia, dissolving the limits between the material and spiritual –between signifier and signified–eliciting an intimacy between God and humanity» και υποσ. 64, σ. 84.
[10] στο The Church, Community of Salvation: An Ecumenical Ecclesiology, ό.π., σ. 199.
[11] «Αt New Delhi emphasis had been laid on the unity of Christians in all places. The catholicity of the whole people of God, about which we were speaking in Upsala, was closery linked with the necessity of the one people of God living this out», στο Upsala Speaks, Section Report of the Fourth Assembly of the World Council of Churches Uppsala 1968, WCC, Geneva Friendship Press, New York, 1968, σ. 10
[12] MICHAEL ROOT, ‘‘Ecumenical Theology’’, στο The Modern Theologians: An Introduction to Christian Theology in the Twentieth Century, ed by David F Ford, Cambridge, Mass, Blackwell Publishers, 1997, σ. 546: «This statement lays out what are still widely regarded as the essential elements of unity. Note that here the emphasis falls on the unity ‘‘of all at each place,’’ that is on unity at the local level».
[13] «The ‘‘local situation’’-‘‘each school… each factory or office..identified as the place where ‘‘the common life in Christ is most clearly tested’’. In this picture, the unity given in Christ is to be made manifest not only in the church but also in the world: that ‘‘every wall of race, colour, caste, tribe, sex, class and nation’’ be broken down…. WCC members, helping shape a Council which was in every respect beginning to be more diverse», MELANIE A MAY, ‘‘The Unity We share, the Unity We Seek’’, στο ΑΗΕΜ, σ. 85.
[14] «Ιn the ecumenical movement, well-founded hope is bound up with confession of the one apostolic faith, the hope that confession will be an expression of unity…», HANS G. ULRICH, ‘‘Confession of Faith’’, στο TEC, σ. 633.
[15] «Doctrinal Agreement.. In our consideration of next steps towards an agreed doctrinal basis for the unity we seek, two useful distinctions may be made- that intellectual formulations of faith are not to be identified with faith itself, and that koinonia in Christ is more nearly the precondition of ‘ sound doctrine’ than vice versa. The primary basis of this koinonia is the apostolic testimony in the Holy Scriptures and ‘the hearing of faith’. Yet this primary biblical revelation was given to and through the apostolic church and has continued to be witnessed to by our common historic Creeds, specifically the Apostles Greed and the Nicaeo-Constantinopolitan Creed. There is, as it were, an ‘‘ecumenicity in time’ which may be realized by serious attention both to the ancient witness and also to the gifts of light and truth given by the Spirit in various ages and traditions in the history of the people of God. ‘The one apostolic faith’, referred to in Part One of this report, is, first and last, faith in Christ as Lord and Saviour to the glory of God the Father. An obvious practical corollary of this understanding is the recommendation that a next step towards unity, at the denominational level, would be a fresh consideration of our various doctrinal bases, in the light of the primary of Scripture and its safeguarding in the Church by the Holy Spirit», στο ‘‘Reports of Sections: Unity’’, στο ‘‘Ιmplications for the Life of our Confessions’’, στο New Delhi, § 32, σ. 126-127.
[16] CHOROMAŃSKI, ANDRZEJ, L’Eglise Comme Communion–Vers Une Ecclesiologie Commune a l’age de l’Oecumenisme, ό.π., 73-74.
[17] « Mission and service belong to the whole Church…. In the fulfillment of our missionary obedience the call to unity is seen to be imperative», στο ‘‘Reports of Sections: Unity’’, στο New Delhi, § 15, σ. 120.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.