Ιωάννου Γ. Λότσιου Δρ.Θ.
Τμήμα απο την Μεταπτυχιακή Εργασία με τίτλο "Η Διαμόρφωση της Κοινωνίας των Εκκλησιών στο Π.Σ.Ε. με βάση τα Κείμενα της Γ΄Γενικής Συνέλευσης στο Νέο Δελχί", 2006.
2.5 «Η Οικουμενική Θεολογία»
Είναι γνωστό ότι με την ίδρυση του ΠΣΕ και την Δήλωση του Τορόντο όχι μόνο δεν έγινε αντικείμενο ιδιαίτερου ενδιαφέροντος της ιστορικό-δογματικής θεολογίας ο όρος της «οικουμενικής θεολογίας», αλλά επιπλέον δεν δόθηκε καμιά σημασία σ’ αυτόν. Απλά οι απόψεις και οι εκτιμήσεις συμπορεύτηκαν με τον υπερτονισμό ή την επιμονή στο ‘‘οικουμενιστικό’’ ή ‘‘αντί-οικουμενιστικό’’ πνεύμα. Είναι, λοιπόν, αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι το ΠΣΕ, το κατεξοχήν ίδρυμα της οικουμενικής θεολογίας, βρίσκεται σε έναν μόνιμο διάλογο μεταξύ των μεγάλων θεολόγων των εκκλησιών[1]. Οι ανωτέρω εκτιμήσεις, κυρίως των δυτικών ερευνητών, στηριζόταν στην αντιπαράθεση που επικρατούσε από το σχίσμα της Ανατολικής Εκκλησίας με την Δυτική και την Μεταρρύθμιση. Έτσι η θεολογική απομόνωση και αντιπαλότητα που επικρατούσε για πολλούς αιώνες, μέσα στα πλαίσια του ΠΣΕ φάνηκε ότι άλλαξε προς όφελος της αποκατάστασης της ενότητας των εκκλησιών.
Όπως αναφέρει ο K.Raiser, τα θεολογικά ρεύματα έχουν διαμορφώσει την οικουμενική κίνηση. Η κατανόηση όμως αυτής της θεολογίας και της συγκεκριμένης λειτουργίας της στην οικουμενική κίνηση είναι ελάχιστη. Αρχικά ορθώς θα μπορούσαμε να πούμε, ότι τοποθετεί την προβληματική αυτή στην διαφορετικότητα της θεολογίας και των παραδόσεων των εκκλησιών που μειώνουν την θεολογία. Για να αποφύγει αυτήν την τάση ο K.Raiser, καθορίζει την θεολογία ως εξής: ‘‘Η θεολογία είναι μια ανθρώπινη δραστηριότητα από την οποία η χριστιανική κοινότητα αντλεί για την πίστη της’’[2]. Επομένως η θεολογία ως ανθρώπινη αντανάκλαση οφείλει να διακριθεί από την θεία αποκάλυψη, που δείχνει κάποια κρίσιμα ζητήματα όπως: τη σχέση της θεολογίας με το δόγμα, το ζήτημα της ιεροσύνης, η σχέση μεταξύ θεολογίας, φιλοσοφίας, και των επιστημών, η σχέση μεταξύ εκκλησίας και θεολογίας ή το ζήτημα της ελευθερίας και της αυτονομίας της θεολογίας[3].
Τα κρίσιμα αυτά ερωτήματα και οι ασάφειες του όρου ‘‘θεολογία’’ εντοπίζονται από τον ίδιο στην πρωταρχική σημασία του όρου. Η «οικουμενική θεολογία» απαρτίζεται από δύο λέξης κλειδιά: την Οικουμένη και την Θεολογία[4]. Η ελληνική προέλευση του όρου Οικουμένη που δηλώνει ολόκληρη την γη ή καλύτερα ολόκληρη την κατοικημένη γη στην οικουμενική ορολογία προσλαμβάνει και κάποιες άλλες σημασίες, όπως αυτή που αναφέρεται στον χαρακτηρισμό για την προσπάθεια της χριστιανικής ενότητας, με συνέπεια η οικουμενική κίνηση να αποτελεί την διαδικασία προς μια μεγαλύτερη έκφραση της ενότητας και της συνεργασίας μεταξύ των χριστιανών ή την υπέρβαση του σχίσματος των εκκλησιών.[5] Ο Raiser χρησιμοποιεί την ελληνική λέξη «θεό-λογία», η οποία προσφέρει μια διπλή έννοια, την λέξη Θεός και Λόγος, που την εξηγεί ως: α)‘‘την πράξη της θρησκευτικής ομολογίας, μέσω της οποίας η εμπειρία για την θεία πραγματικότητα προσφέρονται και β) την κριτική και λογική αντανάκλαση της θρησκευτικής ζωής, υποβάλλοντας τις αξιώσεις αληθείας, που προέρχονται από αυτήν, σε ορισμένους βασικούς κανόνες’’.[6] Δηλαδή θεολογία είναι η θεοπτία και η εμπειρία των αγίων που διακηρύσσεται, αλλά και η λογική διατύπωση αυτής της εμπειρίας με όρους κατανοητούς.
Η διαμόρφωση της οικουμενικής θεολογίας δεν ήταν εξ’ αρχής ή ίδια. Πέρασε από διάφορες σημαντικές αλλαγές, οι οποίες, για τον K.Raiser, είναι οι εξής: Η πρώτη περίοδος, κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, έχει ως επίκεντρο την θεολογία της ευαγγελικής αναγέννησης, το Άρθρο-Βάση του Καταστατικού του ΠΣΕ, δηλαδή την ομολογία ότι ο «Κύριος Ιησούς Χριστός είναι Θεός και Σωτήρας». Αυτό πηγάζει από την ανάγκη επιβεβαίωσης των ευαγγελικών αληθειών ενάντια στην θρησκευτική αδιαφορία. Επιπλέον, στο Εδιμβούργο η θεολογία δεν αναφερόταν σε θέματα διαχωριστικά και αποτελούσε τον κανόνα της χριστιανικής πίστης. Η δεύτερη περίοδος, τοποθετείται μέχρι την κρίση του 1929-32, οπότε έχουμε την εμφάνιση των κυριότερων κλάδων της οικουμενικής κίνησης, όπως το Διεθνές Ιεραποστολικό Συμβούλιο, την Επιτροπή ‘‘Πίστης και Τάξης’’, ‘‘Ζωής και Εργασίας’’. Εδώ η θεολογία διαμορφώνεται μέσα από ένα ρεύμα φιλελεύθερης και κοινωνικής θεολογίας καθώς αρχίζει η εμφάνιση των απολογητικών τάσεων, των Λουθηρανών και των Άγγλο-Καθολικών. Η Τρίτη περίοδος είναι μέχρι το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Σ’ αυτήν η θεολογία κινείται μέσα από τον διαλεκτικό τρόπο. Τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα της τρίτης περιόδου ήταν η ριζική κριτική των φιλελεύθερων πεποιθήσεων της προηγούμενης περιόδου, όπου η θεολογία τώρα προσπαθεί να απεγκλωβιστεί από την πολιτική και να δηλώσει την εξάρτηση της μόνο από την Αποκάλυψη και την παράδοση. Η τέταρτη περίοδος, δηλαδή αμέσως μετά τον πόλεμο, χαρακτηρίσθηκε από την ρωμαιοκαθολική θεολογία. Τέλος στην πέμπτη περίοδο, από την δεκαετία του 60΄ και μετά, ο δεσμός μεταξύ εκκλησίας και θεολογίας άρχισε να διασπάται. Εδώ έχουμε το πέρασμα από την συστηματική θεολογία στην αναφορά της ενέργειας του Θεού στην ιστορία[7].
Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι πίσω από τον όρο «Οικουμενική Θεολογία» καλύπτεται η αντίδραση στον χριστολογικό προβληματισμό καθώς και οι επιλογές της εκκλησιολογικής προοπτικής του ΠΣΕ. Κατά τους υποστηρικτές της «Οικουμενικής Θεολογίας», η Θεολογία ταυτίζεται με την σκοπιμότητα της ενώσεως των εκκλησιών και της υπάρχουσας διαίρεσης. Το ΠΣΕ αποτελεί μια ορατή έκφραση του γεγονότος ότι η οικουμενική κίνηση αποτελείται από μια πολλαπλότητα σχέσεων. Η συμμετοχή της κάθε εκκλησίας προσφέρει την ενημέρωση της ποικιλομορφίας που επικρατεί στην οικουμενική πραγματικότητα[8]. Όσον αφορά το σημείο της ενότητας των εκκλησιών τούτο βασίζεται στην κοινή αναγνώριση του Άρθρου-Βάση του Καταστατικού του ΠΣΕ, αποτελώντας το σημείο σύγκλισης της πίστης των εκκλησιών.
Αντιπροσωπευτική είναι η άποψη του Cooseh, που υποστηρίζει ότι ο όρος οικουμενική θεολογία αν και αναφέρεται στην ενότητα των χριστιανών αποτέλεσε τη βάση για την περαιτέρω συνεργασία μεταξύ των χριστιανών και των άλλων θρησκειών. Δικαιώνεται βέβαια κατά κάποιο τρόπο, όπως σημειώνει ο ίδιος, ότι ο όρος οικουμενική θεολογία εκφράζει έναν ‘‘ευρύτερο οικουμενισμό’’ ή έναν ‘‘ακέραιο οικουμενισμό’’, πράγμα που σημαίνει ότι στις αναζητήσεις της οικουμενικής κίνησης μπορεί να γίνει διάλογος για την πίστη αφ’ ενός και για τη συνάντηση των θρησκειών αφετέρου[9]. Εδώ είναι εμφανές ότι επαναλαμβάνεται η άποψη του Raiser, ο οποίος καταλυτικά επισημαίνει ότι η οικουμενική θεολογία αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει μια καθολική θεολογία[10].
Εκείνο που έχει σημασία για την ερμηνεία του όρου οικουμενική θεολογία είναι όχι μόνο η μετατόπιση της έννοιας, που είχε αρχικά, αλλά και το γεγονός ότι χαρακτηρίζει το ίδιο το ΠΣΕ, αφού δεν υιοθετεί μια συγκεκριμένη θεολογία αλλά εκφράζει την δική του. Γίνεται πρόδηλο ότι η μετατόπιση της έννοιας του όρου με ένα νέο περιεχόμενο δεν μπορεί να αφήσει ανεπηρέαστη την έννοια της οικουμενικής θεολογίας που έχει η Ορθόδοξη Εκκλησία. Η οικουμενική θεολογία, όπως διαμορφώθηκε στα πλαίσια του ΠΣΕ, που είναι απόρροια των οικουμενικών αναζητήσεων, δεν μπορεί να εκφράζει μια ειλικρινή τοποθέτηση απέναντι στο πρόβλημα της ενότητας των χριστιανών. Είναι γεγονός αντιφατικό ότι από την μια μεριά η χρήση των όρων «οικουμένη», για την έκφραση της ενότητας και «θεολογία» για την κριτική αντιμετώπιση του διαλόγου, ενώ από την άλλη είναι γεγονός ότι δεν υπάρχει ενωμένη οικουμένη, αλλά η διαίρεση αναγνωρίζεται και εξακολουθεί να υπάρχει. Και τούτο γιατί η οικουμένη, κατά την Ορθόδοξη αντίληψη, ως προσδιοριστικό της κατοικήσιμης γης εξαρτάται από την οικουμενικότητα της πίστεως της Εκκλησίας. Με άλλα λόγια η οικουμενικότητα είναι απόρροια της καθολικότητας της αδιαιρέτου Εκκλησίας και μόνο. Επειδή η Εκκλησία, ως ορατή κοινωνία διαθέτει το πλήρωμα της πίστεως, γι’ αυτό και ο λόγος της είναι οικουμενικός. Από την άλλη μεριά η θεολογία[11] αποτελεί την έκφραση της ζωής και της πίστης της ίδιας της Εκκλησίας. Επειδή υπάρχει Εκκλησία γι’ αυτό και υπάρχει θεολογία. Με άλλα λόγια η Εκκλησία γεννά την θεολογία. Επομένως η Εκκλησία έχει οικουμενικό λόγο γιατί εκφράζει την ενότητα της. Που αντίθετα με την οικουμενική θεολογία αποτελεί το σημείο αναζήτησης της ενότητας. Υπάρχει ως έκφραση ενός οικουμενικού λόγου αλλά δεν υπάρχει ως έκφραση της Εκκλησίας.
[1]. SKYDSGAARD K. E., ‘‘From Monologue to Dialogue’’, στο ER, 4 (1962), σσ. 429-436. M-J LE GUILLOU, ‘‘Mission: Obstacle or Stimulus to Ecumenism?’’, στο CON, 4 (1964), σσ.5-17. HANS - JOACHIM SCHU/Z/MIINSTER, ‘‘The Dialogue with the Orthodox’’, στο CON, 4 (1964), σσ. 131-149. Σχετικά με τον Οικουμενισμό της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας βλέπε GREGORY BAUM, ‘‘The Ecclesial Reality of the Other Churches’’, ο.π., σσ. 62-86. WALTER KASPER, ‘‘The Dialogue with Protestant Theology’’, στο CON, 4(1964), σσ.150-173.
[2]. K. RAISER, ‘‘Theology in the Ecumenical Movement’’, στο DEcM, σσ. 992-993: «I define ‘theology’’ as that human activity by which the Christian community accounts for its faith».
[3]. K. RAISER, ‘‘Theology in the Ecumenical Movement’’, ο.π. σ. 993: «These mainly descriptive, clarifying terms point to a number of critical issues or relationships: the relationship of theology and doctrine/dogma, or the issue of the magisterium, that is, teaching authority; the relationship between theology and philosophy/secular sciences, or the issue of methodology; and the relationship between theology and church, or the issue of the freedom and the autonomy of theology».
[4]. K. RAISER, ‘‘Oikoumene’’, στο DEcM, σ. 740-743: «Among the churches of the reformation there is no common understanding of ecumenism. For many Protestant majority churches ‘‘ecumenical’’ refers to the external relations with churches in foreign countries. For those living among a diversity of denominations, ‘‘ecumenical’’ means the coming and deign together of churches. For many, the ecumenical movement represents the manifestation of Christian concern for a world community in justice and peace».
[5]. C. COOSEH, Bringing Churches Together, Popular Introduction to Ecumenism, WCC, Publications, GENEVA, 1993, σ. 11. J. MANGINA, ‘‘Ecumenical Theology’’, στο DHT, σσ.1 70-173.
[6]. K. RAISER, ‘‘Theology in the Ecumenical Movement’’, ο.π., σ. 994. «The Greek word theo-logia-literally, God-talk- has carried a double meaning since its emergence in the 5th century before Christ. It refers (1) to the act of religious and cultic proclamation through which the myths about divine reality are being passed on; And (2) to the critical, rational reflection about religious, subjecting its truth claims to certain basic rules».
[7]. Κ. RAISER, ‘‘Theology in the Ecumenical Movement’’, ο.π., σ. 994.
[8]. L.VISCHER, ‘‘The World Council of Churches and Christian Unity: A Protestant View’’, στο CON, 4 (1965), σσ. 100-108. TOMKINS O. S., ‘‘Implications of the Ecumenical Movement’’, στο CON, 3 (1962), σσ. 15-25. N. LOSSKY, ‘‘Theology Ecumenical’’, στο DEcM, σσ. 986-988. C. BUCHANAN, ‘‘Ecumenical Movement’’, στο NID, σσ. 327-328.
[9]. C. COOSEH, Bringing Churches Together, ο.π., σ.11.
[10]. Κ. RAISER, ‘‘Theology in the Ecumenical Movement’’, ο.π., σ. 996.
[11]. Για περισσότερα βλ. Δ. ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ, ‘‘Η Οικουμενικότητα της διδασκαλίας των Αγίων της παιδείας’’ , στο Ορθοδοξη Θεολογία και Ζωή, Μελέτες συστηματικής Θεολογίας, εκδ. Πουρναρας, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2005, σ. 162. Όπου επισημαίνεται το εξής: «Η οικουμενικότητα της Εκκλησίας,.. συνδέεται άρρηκτα με την Καθολικότητα της. Από την Καθολικότητα αυτή παίρνει και το θεολογικό νόημά της. Κατά συνέπεια, οι δύο έννοιες:Οικουμενικότητα και Καθολικότητα δεν ταυτίζονται. Η Καθολικότητα είναι έννοια ευρύτερη και κυρίως περιεκτικότερη και βαθύτερη. Από την Καθολικότητα αντλεί η Οικουμενικότητα την αυθεντικότητα του χαρακτήρα της…». Βλ. επίσης και Κωνσταντίνου Κορναράκη, ‘‘Το Χάρισμα της Θεολογίας ως έκφραση αλλά και κριτήριο αυθεντικής πνευματικής ζωής’’, στο ΑΒ, 65 (2004), σσ.235-247.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.