του Γρηγορίου Λαρεντζάκη, Καθηγητού Πανεπιστημίου του Graz, ΑΜΕΝ
Παρακολουθῶ μέ μεγάλο ἐνδιαφέρον καί ἀγωνία τά πολλά προβλήματα, τά ὁποῖα ἀντιμετωπίζει ἡ Ὀρθοδοξία σήμερα καί
τά ὁποῖα θέτουν σέ κίνδυνο τήν ἑνότητά της, ἀλλά καί ἐπηρεάζουν πολύ ἀρνητικά τό ἔργο της.
Ἕνα ἀπό τά αὐτά προβλήματα, τό ὁποῖο βασανίζει ἐπί μακρό χρονικό διάστημα τήν Ὀρθοδοξία εἶναι τό ἐκκλησιαστικό
θέμα τῆς Οὐκρανίας μέ τίς πολλαπλές δικαιοδοσίες του καί τίς ἐριστικές διαθέσεις καί ἀπαιτήσεις ἔσωθεν καί ἔξωθεν τῆς Οὐκρανίας. Καί τώρα εὑρίσκεται ἀνοικτό τό πρόβλημα καί μεταξύ άλλων και ένα αίτημα προς το Οικουμενικό
Πατριαρχείο για την παραχώρηση τῆς Αὐτοκεφαλίας στήν Οὐκρανική Ἐκκλησία, τό ὁποῖον ἀνέθεσεν τό συνολικό θέμα σέ
Ἐπιτροπή πρός ἒξέτασιν.
Στό παρόν σημείωμα ἐπιιθυμῶ νά ἐξωτερικεύσω ὁρισμένες πρόχειρες σκέψεις, οἱ ὁποῖες μέ ἀπασχολοῦν ἀρκετά χρόνια:
Εἶναι δυνατόν νά ἀνακηρυχθεῖ ἡ Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας Αὐτοκέφαλος ἤ ὄχι; Ἤ διαφορετικά: Γιατί δέν μπορεῖ νά
ἀνακηρυχθεῖ ἡ Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας σέ Αὐτοκέφαλη; Καί ἐάν ναί, ποιό Τμῆμα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας μπορεῖ νά
λάβει τήν Αὐτοκεφαλία; Μόνον ἕνα ἤ δύο ἤ τρία, ἤ ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία Οὐκρανίας;
Σύντομες ἀναφορές στήν ἐξέλιξη τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ
Ἤδη ἀπό τούς πρώτους αἰῶνες τῆς ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας ἔθεωρήθη ἀναγκαῖο νά ὑπάρχουν αὐτόνομες διοικητικές
περιοχές τῆς Ἐκκλησίας: Ἐνοριακές, λειτουργικές ἑνότητες μέ κέντρο τήν Θεία Εὐχαριστία, ἐπισκοπικές ἑνότητες μέ ἐπί
κεφαλῆς τόν ἐπίσκοπο, μητροπολιτικές ἑνότητες μέ ἐπί κεφαλῆς τόν Μητροπολίτη καί Πρόεδρο τῆς Μητροπολιτικῆς
Συνόδου, εὐρύτερες περιφερειακές ἐκκλησιαστικές ἑνότητες μέ κέντρο τήν πολιτική πρωτεύουσα, οἱ ὁποῖες τελικά
ἀναπτύχθηκαν, σύμφωνα καί μέ πολιτικά καί ποιμαντικά κριτήρια στά πέντε ἐκκλησιαστικά Κέντρα τῆς γνωστῆς
Πενταρχίας, τά ὁποῖα χαρακτηρίστηκαν Πατριαρχεῖα κατά τά μέσα τοῦ πέμπτου αἰῶνος καί μέ τίς ἀποφάσεις τῆς 4ης
Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος τό 451. Κατ’ ἀρχήν ἡ ἐξέλιξη αὐτή δημιουργήθηκε ὄχι μέ Κανόνες ἤ διοικητικές
πράξεις, ἀλλά σύμφωνα μέ τίς πραγματικές ἀνάγκες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖες ἐδημιούργησαν ἕνα ἔθος, τό ὁποῖον ἔγινε
ἀποδεκτό, διότι αὐτό ἐπέβαλλε συνεχῶς ἡ ποιμαντική καί ἱεραποστολική ἀναγκαιότητα. Αὐτό τό ἔθος ἔγινε ἀποδεκτό
καί ἀπό τήν πρώτη Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Νίκαιας τό 325 μέ τόν 6ο Κανόνα της ἀποφασίζοντας: «Τά ἀρχαῖα ἔθη
κρατείτω...». Βάσει τῆς ἀποφάσεως αὐτῆς διατηρήθηκε ἡ αὐτονομία τῶν ἐκκλησιαστικῶν περιοχῶν μέ τά γνωστά Κέντρα
Ρώμης, Ἀλεξάνδρειας καί Ἀντιόχειας. Ἡ καθιερωμένη, λοιπόν, πράξη στήν Ἐκκλησία ἔγινε, καί ἀργότερα γινόταν,
σεβαστή ἀπό ὁλόκληρο τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας: «Τά ἀρχαῖα ἔθη κρατείτω»! Οἱ Κανόνες ἐπικύρωναν καί προστάτευαν
ὀρθές λύσεις. Δέν ἐμπόδιζαν νέες καί ἀναγκαῖες ἐξελίξεις! Ὅπου δέ καταπατούνταν δικαιώματα καί ἐλευθερίες ἐρχόταν
ἡ Ἐκκλησία καί ἀπαγόρευε μέ Κανόνες ἀπαγορευτικούς τίς ἐκμεταλεύσεις καί τίς παρατυπίες αὐτές, μέχρι καί τῆς
ἀπαγορεύσεως τῆς ἀναμείξεως καί ἐπισκόπων στά ἐσωτερικά τῶν γειτονικῶν ἐπισκοπῶν.