HOLY AND GREAT COUNCIL DOCUMENT

Draft Synodical Document

Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2018

Η ΘΕΟΛΟΓΊΑ ΤΩΝ ΣΛΑΒΌΦΙΛΩΝ ΘΕΟΛΌΓΩΝ ΚΑΙ Η ΑΓΊΑ ΚΑΙ ΜΕΓΆΛΗ ΣΎΝΟΔΟΣ



Β. Ι. Φειδά, Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος, 

Από την άκριτη αμφισβήτηση στην ομόφωνη αποδοχή , 

Αθήνα 2017, σ. 190-194, apostoliki diakonia

Η σύγχυση λοιπόν της θεολογικής ιδεοληψίας των σλαβόφιλων φιλοσόφων με τις ακραίες εθνοφυλετικές αρχές της Πανσλαβιστικής Εταιρείας αποσκοπούσε στην άμεση αποδόμηση της παραδοσιακής κανονικής δομής τόσο της θεσμικής οργανώσεως, όσο και της διαχρονικής λειτουργίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ήτοι του εξέχοντος θεσμικού ρόλου του Οικουμενικού πατριαρχείου και των άλλων πρεσβυγενών πατριαρχείων της Ανατολής. Βεβαίως, η παραδοσιακή εξέλιξη της εκκλησιολογικής δομής και της κανονικής λειτουργίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν ήταν δυνατόν να αμφισβητηθή ακρίτως, γιατί είχε διακηρυχθή επισήμως με κανονικές αποφάσεις Οικουμενικών συνόδων και είχε βεβαιωθή τόσο από την αστασίαστη ςφαρμογή τους στη μακραίωνη εκκλησιαστική πράξη (καν. 6 και 7 της Α', 2,3 και 6 της Β', 8 της Γ, 9, 27, 28 και 30 της Α' και 36 και 39 της Πενθέκτης Οικουμενικής συνόδου), όσο και από τη θεολογία των εγκρίτων Πατέρων για την κανονική οργάνωση και τη συνοδική λειτουργία της Εκκλησίας.

Εν τούτοις, οι σλαβόφιλοι κανολόγοι, ιστορικοί και δογματικοί θεολόγοι του ΙΘ' αιώνα προσπάθησαν με ειδικές θεολογικές ή κανονικές πραγματείες να αμφισβητήσουν ακρίτως τα καθιερωμένα κανονικά προνόμια του Οικουμενικού πατριαρχείου, ως εισάγοντα δήθεν στην Ορθόδοξη Εκκλησία ένα «ανατολικό παπισμό» (vostotsnoi papism), καίτοι «παπισμός» και «Πενταρχία των πατριαρχών » αλληλοαναιρούνται ως σαφώς αντίθετοι θεσμοί. Οι εχθρικές για το Οικουμενικό πατριαρχείο θέσεις των σλαβοφίλων κανονολόγων του ΙΘ' αίώνα συνοψίσθηκαν κατά τον Κ' αιώνα σε ενα σύντομο άρθρο του καθηγητή S . V . Troitsky , υπό τον τίτλο: « Περί των ορίων της υπερορίας κανονικής αυθεντίας του πατριαρχείου Κων/πόλεως στη Διασπορά» (Ο granitchach rasprostradenija prava vlasti Konstantinopolskoi Patriarkhii na Diaspora , ZMP , 11, 1947, 34-45). Στο άρθρο αυτό , το όποίο χρησιμοποιείται ως βασική και αμετάθετη πηγή τόσο για την αμφισβήτηση των κανονικών δικαίων του Οικουμενικού πατριαρχείου, όσο και για τη νομιμοποίηση των παλαιών και των νέων αντικανονικών πράξεων του πατριαρχείου Μόσχας, απάντησε με ισχυρά ιστορικοκανονικά επιχειρήματα ο καθηγητής της Θεολογικής σχολής της Χάλκης Εμμ. Φωτιάδης (Εξ Αφορμής ενός άρθρου, Ορθοδοξία, 23,1948, 210-240).
Οι έντονες αυτές θεολογικές αντιθέσεις προέκυψαν κυρίως από τη διαφορετική έρμηνεία των ανωτέρω κανόνων και αποσκοπούσαν κυρίως είτε στην αμφισβήτηση (S . V . Troitsky) ή στην υπεράσπιση (Ε. Φωτιάδης) του αποκλειστικού κανονικού προνομίου του Οικουμενικού θρόνου να ασκή υπερόρια δικαιοδοσία στην ανά την Οικουμένη Ορθόδοξη Διασπορά. Στο επίκεντρο των άντιπαραθέσεων αύτών ήσαν αφ'ενός μεν η ασαφής διατύπωση της φράσεως του κανόνα 28 της Δ' Οικουμενικής συνόδου για το δικαίωμα του Οικουμενικού πατριάρχη να εκλέγη ή και να χειροτονή όχι μόνο τους μητροπολίτες των υπαχθεισών στη δικαιοδοσία του επαρχιών των τριών ρωμαϊκών Διοικήσεων (Ασία ς, Πόντου, Θράκης), αλλά «και τους εν τοις βαρβαρικοϊς επισκόπους», αφ'ετέρου δε η ασαφής ερμηνεία από τους εγκρίτους βυζαντινούς σχολιαστές του IB ' αίώνα (Ιω. Ζωναρά, Θεόδωρο Βαλσαμώνα, Κωνστ. ’ριστηνό) της αναφοράς του επιμάχου όρου «Βαρβαρικά» σε εδαφική περιοχή (μέρη) ή σε λαούς (έθνη).
Ωστόσο, ο όρος «έθνη» στον μεν κανόνα 2 της Β' Οικουμενικής συνόδου ταυτίζει τα «Βαρβαρικά» με μία περιοχή ιεραποστολικής δράσεως, ενώ στον κανόνα 34 των Αποστόλων χρησιμοποιείται σαφώς για να δηλώση μία ρωμαϊκή επαρχία. Ύπό την έννοια αυτή, ο μεν S . V . Τroitsky και οι σλαβόφιλοι κανονολόγοι συνέδεαν ακρίτως την χειροτονία επισκόπων στα «Βαρβαρικά» μόνο με τα ευρισκόμενα μέσα στα όρια των τριών ρωμαϊκών Διοικήσεων (Ασίας, Πόντου, Θράκης) της κανονικής δικαιοδοσίας του πατριαρχείου Κωνπόλεως βαρβαρικά «εθνη», ήτοι ότι ήταν δήθεν μία ενόρια και όχι υπερόρια δικαιοδοσία. Αντιθέτως, ο Ε. Φωτιάδης και οι ελληνόφωνοι κανονολόγοι συνδέουν τον όρο «Βαρβαρικά» πάντοτε με μία εδαφική περιοχή έξω από τα όρια των ανωτέρω τριών Διοικήσεων, άλλ'όμως σε συνάφεια ή γειτνίαση με αύτές, ήτοι όπως υποστήριζαν και οι έγκριτοι βυζαντινοί σχολιαστές των ι. κανόνων, άλλ'όμως ήταν μία σαφώς υπερορία και όχι μία ενορία δικαιοδοσία του θρόνου της Κωνπόλεως.
Βεβαίως, η πλασματική θεωρία του S . V . Τroitsky είναι προφανώς αβάσιμη αφ'ενός μεν γιατί η τυχόν σύνδεση των επισκόπων των «βαρβαρικών εθνών » μόνο με τις επαρχίες των τριών αυτών Διοικήσεων θα συνεπαγόταν απαραιτήτως τη χειροτονία τους από την οικεία Επαρχιακή σύνοδο και όχι βεβαίως από τον θρόνο της Κωνπόλεως, αφ'ετέρου δε γιατί αγνοείται προφανώς γενικότερα ότι ο όρος «Βαρβαρικά» είχε ήδη καθιερωθή επισήμως στη ρωμαϊκή διοικητική γεωγραφία για να δηλώνη απλώς τις ευρισκόμενες έξω από τα εδαφικά όρια της ρωμαϊκής αύτοκρατορίας χώρες και όχι βεβαίως την πολιτιστική ταυτότητα των λαών τους, ήτοι των χωρών βορείως του Ρήνου και του Δούναβη, ανατολικώς τοϋ Ευφράτη και νοτίως της Σαχάρας, καίτοι ο πολιτισμός των Περσών, των Ινδών και των Κινέζων είχε ευρύτατη ακτινοβολία και στον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Η άκριτη λοιπόν χρησιμοποίηση και του «ιεραποστολικού κριτηρίου» από τους σλαβοφίλους κανονολόγους άποσκοπούσε να περιορίση ή να σχετικοποιήση τα αδιαμφισβήτητα κανονικά ερείσματα της υπερόριας δικαιοδοσίας του θρόνου της Κωνπόλεως, αλλ' όμως αποδεικνύεται επίσης παντελώς αβάσιμη και προφανώς καταχρηστική, αφού η υπερόρια δικαιοδοσία του είχε ήδη αποδοθή τόσο στο Ιλλυρικό, όσο και στις επαρχίες της Ν. Ιταλίας.
Συνεπώς, η εντυπωσιακή ανάπτυξη της ύπερόριας δικαιοδοσίας του Οικουμενικού πατριαρχείου από τη Σικελία μέχρι το Νόβγκοροντ και από τη Μοραβία μέχρι τον Βόλγα αποτελεί την αντικειμενικότερη ιστορική ερμηνεία του γράμματος και του πνεύματος των κανόνων 9, 17 και 28 της Δ' Οικουμενικής συνόδου (451), όπως αυτοί εφαρμόσθηκαν συνεχώς και αστασιάστως σε όλες τις Οικουμενικές και τις Μείζονες συνόδους δέκα επτά αιώνων. Συνεπώς, το Οικουμενικό πατριαρχείο είχε πάντοτε καθιερωμένο στη εκκλησιαστική πράξη και θεσμοθετημένο στον δεύτερο τίτλο της Επαναγωγής των Μακεδόνων «Περί πατριάρχου» (Θ' αιώνα) το εξαιρετικό κανονικό προνόμιο να δέχεται το Έκκλητον και από τους άλλους πατριαρχικούς θρόνους της Ανατολής (Αλεξανδρείας , Αντιοχείας και Ιεροσολύμων), το οποίο απέρρεε και από την ισότητα των «πρεσβειών τιμής» των θρόνων της Πρεσβυτέρας και της Νέας Ρώμης και είχε επικυρωθή με τον κανόνα 1 της Μεγάλης Συνόδου της Κωνπόλεως (879-880), υπο την προεδρία του φωτιστού των Ρώσων Οικουμενικού πατριάρχη Φωτίου (858-867, 877-886), με πρόταση μάλιστα των εκπροσώπων του παπικού θρόνου και την πρόθυμη συναίνεση των εκπροσώπων των πατριαρχείων της Ανατολής (Β. I. Φειδά, Εκκλ. Ιστορία , II, 130 κεξ.).
Προφανώς, οι ίδεοληπτικές προλήψεις των σλαβόφιλων θεολόγων, καίτοι είχαν καταδικασθή από την Ι. Σύνοδο της Εκκλησίας της Ρωσίας, παγιώθηκαν στη συνείδηση του ρωσικού λαού και άφησαν ανεξίτηλα τα ίχνη τους στη ρωσική θεολογία της Διασποράς, μετά την επιβολή του εχθρικού για την Εκκλησία της Ρωσίας σοβιετικού καθεστώτος Ύπό το πνεύμα αυτό, οι σκόπιμες συγχύσεις των σλαβόφιλων θεολόγων για τις ιστορικές και τις πνευματικές σχέσεις της Εκκλησίας της Ρωσίας με το Οικουμενικό πατριαρχείο επανήλθαν στο προσκήνιο μετά το τέλος του Β' παγκοσμίου πολέμου (1939-45), και προκάλεσαν νέες ουτοπικές ιδεοληπτικές συγχύσεις στις τάξεις των σλαβόφιλων (Andr . Walicki , The Slavophil Controversy - History of a Conservative Utopia in Nineteenth - Century Russian Th ο ught , Indiana 1989). Η απρόβλεπτη αυτή εξέλιξη προέκυψε, αφ'ένός μεν γιατί είχαν ήδη αποκατασταθή οι συμβατικές σχέσεις της σοβιετικής κυβερνήσεως με το πατριαρχείο Ρωσίας για την υποστήριξη του «πατριωτικού αγώνα » εναντίον της ναζιστικής γερμανικής απειλής (1943), αφ'έτέρου δε γιατί μετά το τέλος του πολέμου όλοι σχεδόν οι ορθόδοξοι λαοί της Α. Εύρώπης περιήλθαν υπό τον άμεσο και δυναστικό έλεγχο της σοβιετικής κυβερνήσεως με αμιγώς ιδεολογικά κριτήρια (Stroyen Ν. Β., Communist Russia and the Russian Orthodox Church 1943 -1962, Washington 1967).
Στα νέα αυτά πλαίσια, όπως είδαμε, το πατριαρχείο της Ρωσίας ανέλαβε αυθαιρέτως και αντικανονικώς την αποστολή να συντονίζη όλες τις υπό κομμουνιστικά καθεστώτα Ορθόδοξες Εκκλησίες, με προφανή την κυβερνητική διάθεση υποβαθμίσεως ή υποκαταστάσεως του καθιερωμένου εξέχοντος ρόλου του Οικουμενικού πατριαρχείου στην όλη λειτουργία των διορθοδόξων σχέσεων, ήτοι ως του Πρώτου Θρόνου της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Συνεπώς, η πρόσκληση άπό τον πατριάρχη Ρωσίας Αλέξιο όλων των αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών στη Συνάντηση της Μόσχας (1948), με πλασματικό μάλιστα πρόσχημα τη δήθεν επέτειο των 500 ετών ανεξαρτησίας της Εκκλησίας της Ρωσίας από το Οικουμενικό πατριαρχείο (1448-1948), είχε προετοιμασθή συστηματικώς και αποσκοπούσε στην επίσημη ανακοίνωση της εφεξής νέας πραγματικότητας για τον συντονιστικό ρόλο του πατριάρχη Μόσχας στη λειτουργία των διορθοδόξων σχέσεων, ήτοι των σχέσεών του με τις υπό κομμουνιστικά καθεστώτα Ορθόδοξες Εκκλησίες (Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας, Πολωνίας, Αλβανίας, Τσεχοσλοβακίας), γι'αυτό δεν έλειψαν ακραίες υποβολιμαίες προτάσεις ακόμη και για τον χαρακτηρισμό της Συνα ντήσεως ως δήθεν Οικουμενικής συνόδου.
Το πνεύμα των συζητήσεων στη Συνάντηση της Μόσχας (1948) επικεντρώθηκε σαφώς στην υποστήριξη της προτάσεως για την αναγνώριση του ηγετικού ρόλου του πατριαρχείου Ρωσίας, με τα πλασματικά μάλιστα επιχειρήματα των σλαβόφιλων θεολόγων του ΙΘ' αιώνα εναντίον του Οικουμενικού πατριαρχείου, έστω και αν ο ρόλος αυτός περιοριζόταν μόνο στις υπό κομμουνιστικά καθεστώτα Ορθόδοξες Εκκλησίες. Η πρόσκληση όμως αυτή καθ'αυτήν ήταν προδήλως αυθαίρετη και σαφώς αντικανονική, αφού η ομόφωνη κανονική παράδοση και η διαχρονική εκκλησιαστική πράξη για τη λειτουργία του συνοδικού συστήματος είχε πάντοτε ως απολύτως απαραίτητη και ως αμετάθετη κανονική προϋπόθεση την αποκλειστική αρμοδιότητα του Πρώτου για τη σύγκληση, την προεδρία, τη συγκρότηση, τη λειτουργία και την εκτέλεση των αποφάσεων οποιασδήποτε ενόριας ή υπερόριας συνοδικής συνελεύσεως σε τοπική, περιφερειακή και οικουμενική προοπτική. Βεβαίως, η αυθαίρετη αυτή αξίωση, ούτως ή άλλως, δεν ήταν δυνατόν να γίνη αποδεκτή από τα πρεσβυγενή πατριαρχεία (Κωνπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιόχειας, Ιεροσολύμων), όπως επίσης και από τις μη υπαχθείσες σε κομμουνιστικά καθεστώτα αυτοκέφαλες (Κύπρου, Ελλάδος) ή αυτόνομες Εκκλησίες (Φιλανδίας, Εσθονίας, Λεττονίας). Ύπό το πνεύμα αυτό, ο παρών στη Συνάντηση της Μόσχας πατριάρχης Αντιόχειας Αλέξανδρος (1931-59) διακήρυξε τη διαχρονική ορθόδοξη κανονική συνείδηση, ήτοι ότι «η Ορθοδοξη Εκκλησία έχει Πρώτον (Οικουμενικό πατριάρχη) και δεν αναζητεί Πρώτον».
Προφανώς, η διακήρυξη αυτή του πατριάρχη Αντιόχειας δεν άφηνε περιθώρια αποδοχής ή αναγνωρίσεως και των γνωστών αυθαιρέτων και αντικανονικών πράξεων του πατριαρχείου Ρωσίας (1943-1953), αφού σε αυτές είχε ενταχθή, όπως είδαμε, και η παράλληλη αντικανονική ακύρωση προηγουμένων σχετικών κανονικών πράξεων του Οικουμενικού πατριαρχείου για την ανακήρυξή τους σε αυτοκέφαλες ή αυτόνομες Ορθόδοξες Εκκλησίες. Βεβαίως, οι σαφώς αυθαίρετες και οπωσδήποτε αντικανονικές αυτές εκκλησιαστικές πράξεις αποδοκιμάσθηκαν, γιατί έπλητταν καιρίως θεμελιώδεις κανονικές και εκκλησιολογικές αρχές της διοικητικής οργανώσεως και της συνοδικής λειτουργίας των αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών τόσο στις μεταξύ τους σχέσεις, όσο και στις σχέσεις τους προς το Οικουμενικό πατριαρχείο. Συνεπώς, καίτοι απερίφθηκαν de facto , όπως είδαμε, ως ανυπόστατες από τις Πανορθόδοξες Διασκέψεις (Ρόδος, 1963,1962,1964 και Σαμπεζύ, 1968), εν τούτοις κρίθηκε απολύτως αναγκαία και η dejure canonico συνοδική καταδίκη τους από μία καλώς προετοιμασμένη Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ώστε να αποκλεισθή και συνοδικώς οποιαδήποτε μελλοντική προβολή τους ως δήθεν ανεκτών ιστορικών προηγουμένων και σε άλλες μονομερείς αντικανονικές πράξεις (Β.Ι. Φειδά, Έκκλ. Ιστορία, I, 855-884).