Πέμπτη 3 Ιουλίου 2025

Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΚΑΙ Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΩΝ ΔΙΑΚΟΝΙΣΣΩΝ ΣΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ: “Μία πρόκληση και πρόσκληση στο νευραλγικό χώρο της Ιεραποστολής”




 Δρ. Ιεραποστολικής π. Αντωνίου Λ. Μπαφαλούκου, Μεγ. Πρωτοπρ. του Θρόνου του Αγίου Μάρκου Υπαλ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Γρ. Εξωτερικής Ιεραποστολής

Ένα κεράκι στη μνήμη του μακαριστού Μητροπολίτου Νιγηρίας κυρού Αλεξάνδρου
Στο παρόν κείμενο μας - άρθρο - αποσκοπούμε να παρουσιάσουμε εν συντομία, την γυναικεία διακονία και τον θεσμό των διακονισσών καθώς και την αναβίωσή του. Ως γνωστόν, τόσο από την εποχή του Ιησού Χριστού όσο και στο πλαίσιο της πρωτοχριστιανικής Εκκλησίας, η παρουσία της γυναίκας ήταν αδιαμφισβήτητα πολύ σημαντική και συνδεδεμένη άρρηκτα με ένα σύνολο πολύ σπουδαίων διακονημάτων. Οι υπηρεσίες που προσέφεραν οι γυναίκες αφορούσαν, για παράδειγμα, τη συλλογή βοήθειας για τους φτωχούς και απόρους αλλά και διακονήματα, όπως η μεταφορά της θείας Ευχαριστίας σε μέλη της κοινότητας, συνήθως γυναίκες, που για διάφορους λόγους δεν είχαν δυνατότητα να παραστούν στη σύναξη και στην τέλεσητης θείας Λειτουργίας. Είναι ενδεικτικό ότι ο θεσμός των διακονισσών υπήρχε ήδη από την αποστολική εποχή. Οι διακόνισσες, στην ουσία, αποτέλεσαν τμήμα αναπόσπαστο του ιερού κλήρου, όπως άλλωστε και οι διάκονοι. 
Ο θεσμός ανά τους αιώνες ανέδειξεσ ημαντικές προσωπικότητες αλλά και αγίες της Εκκλησίας, όμως, σταδιακά, άρχισε να παρακμάζει, με τάση που έγινε εντονότερη κυρίως μετά από τη μέση βυζαντινή εποχή. Στις μέρες μας, μέσα από διάφορα συνέδρια, έχει αρχίσει να συζητείται εκ νέου η ανάγκη και η δυνατότητα αναβίωσης του θεσμού των διακονισσών. Το ζήτημα, συνδέεται από ορθόδοξης πλευράς με μια προβληματική που είναι συνυφασμένη ταυτόχρονα με θέματα, όπως η άσκηση της ιεραποστολής και η κάλυψη ποιμαντικών αναγκών σε όλο και περισσότερες περιοχές του πλανήτη, όπως στην Αφρική, και ορόλος που μπορούν να διαδραματίσουν οι διακόνισσες.
 Η σχετικά πρόσφατη απόφαση της Ιεράς Συνόδουτου Παλαιφάτου Δευτερόθρονου Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής για την ανανέωση του Θεσμού των Διακονισσών δεν αποτελεί κίνηση ενθουσιασμού, προβολής ή επιπολαιότητας, όπως θεωρήθηκε από μερικούς, αλλά συνιστά μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εξέλιξη για την Αφρικανική Εκκλησία και την Ορθοδοξία γενικότερα. Για πολλές δεκαετίες, ο θεσμός των διακονισσών είναι θέμα γόνιμου θεολογικού προβληματισμού και διαλόγου. Όποια στάση και αν τηρούν οι μετέχοντες στον διάλογο αυτό, αποτελεί κοινή παραδοχή ότι «η τάξη των διακονισσών έχει τη σοβαρότητα που της αναλογεί στο πλαίσιο των διακονημάτων στην αρχαία Εκκλησία. Η τάξη αυτή υπήρχε επειδή το απαιτούσαν συγκεκριμένες συνθήκες και ανάγκες». Αυτές, λοιπόν, οι ιδιαίτερες συνθήκες και ανάγκες που προκύπτουν και σήμερα, ωθούν το κατεξοχήν ιεραποστολικό Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής να ασχοληθεί όχι μόνο θεωρητικά, αλλά και να λάβει αποφάσεις ζωτικής σημασίας για την έμπρακτη αναβίωση του θεσμού των διακονισσών. 
Το σημαντικό αυτό θεολογικό ζήτημα είχε απασχολήσει το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας τρεις φορές κατά το παρελθόν, το 2005, το 2009 και το 2016. Τη δεύτερη, μάλιστα, φορά αφορμή στάθηκε σχετική αίτηση του προκαθήμενου της Εκκλησίαςτης Ρώμης, πάπα Βενέδικτου, πρώην καρδινάλιου J. Ratzinger και τέως προέδρου της Επιτροπής Διδασκαλίας της Πίστης. Το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής αποδέχθηκε την ερώτηση - πρόκληση, ως όφειλε, αφού ιστορικά ο προκαθήμενος αυτού λάμβανε θέση σε κρίσιμα εκκλησιαστικά και θεολογικά ζητήματα ως ο κριτής της οικουμένης, όπως αναφέρεται στη φήμη του, ειδικά σήμερα που έχει την απόλυτη ευθύνη του ιεραποστολικού και εν γένει ποιμαντικού έργου στην Αφρική.
 Για τη Δυτική Εκκλησία, και ιδιαιτέρως τη Ρωμαιοκαθολική, είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι σπουδαίοι κληρικοί, μοναχοί, θεολόγοι αλλά και απλοί λαϊκοί, άνδρες και γυναίκες, εργάσθηκαν στην ιεραποστολήκ αι απέδωσαν πλούσιους καρπούς στη διάδοση του Ευαγγελίου, στην εξάπλωση της χριστιανικής πίστης και στην ίδρυση νέων τοπικών εκκλησιών. Η συμβολή μάλιστα των γυναικών που δραστηριοποιήθηκαν στον χώρο της ιεραποστολής ήταν μεγάλη. Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς τι είναι αυτό που οδήγησε τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, και ιδιαίτερα μία από τις πιο σημαντικές θεολογικές της προσωπικότητες, να ζητήσει τη γνώμη του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Ο πάπας Βενέδικτος προέβη σε αυτήν την πράξη, διότι ήδη οι πάπες Παύλος Στ΄ και Ιωάννης Παύλος Β΄ είχαν αποφανθεί και είχαν ορίσει, δογματικά πλέον, τη θέση του αποκλεισμού της χειροτονίας των γυναικών. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη θέση των γυναικών στην ιεραποστολή επέδειξε και ο προολίγου εκλιπών πάπας Ρώμης Φραγκίσκος. Τον Αύγουστο του 2016 ανακοίνωσε την ίδρυση μιας διεθνούς Επιτροπής για τη μελέτη του θεσμού των διακονισσών, με έμφαση κυρίως στην πρώτη  Εκκλησία. Ο πατριάρχης Θεόδωρος Β΄ αντιλήφθηκε τη σπουδαιότητατης κατάστασης και ανέθεσε στον Μητροπολίτη Καμερούν Γρηγόριο να εξετάσει θεολογικά και ιστορικά το θέμα, ώστε να δώσει εμπεριστατωμένη απάντηση στην αίτηση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας το 2009.
 Το 2016 ο πατριάρχης Θεόδωρος ζήτησε από τον Μητροπολίτη Καμερούν Γρηγόριο να εισηγηθεί περί του θέματος στην Ιερά Σύνοδοτου Πατριαρχείου, ώστε να ληφθεί πλέον συνοδική απόφαση. Στη σχετική του εισήγηση, ο Μητροπολίτης Καμερούν αναφέρει συμπερασματικά: «Συνεπῶς, ἡ ἀποκρυσταλλωμένη θέσις τῆς Ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας περὶ τὴν χειροτονίαν καὶ τὴν ἱερωσύνην τῶν γυναικῶν τυγχάνει, ὡς εἶναι φυσικόν, ταυτόσημος, σύμφωνος καὶ συντονισμένος πρὸς τὴν παραδεδεγμένην ὀρθόδοξον ἐκκλησιαστικὴν ὁμολογίαν περὶ τοῦ θέματος τούτου: "...Ἡ μὴ χειροτονία τῶν γυναικῶν στὴν ἱερωσύνη εἶναι γιὰ μᾶς ἰσοδύναμη μὲ ἕναν ῥιζικὸκαὶ ἀνεπανόρθωτο ἀκρωτηριασμὸ ὁλόκληρης τῆς πίστης, μὲ τὴν ἀπόρριψη ὁλόκληρης τῆς ἁγίας Γραφῆς"». Ο μακαριστός καθηγητής Ιωάννης Φουντούλης, όταν ρωτήθηκε σχετικά με τη χειροτονία των γυναικών, απάντησε: «…οι λόγοι δεν είναι θεολογικοί, κανένας δογματικός λόγος δεν υπάρχει. Ο μόνος λόγος είναι ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι μια παραδοσιακή Εκκλησία και η μη χειροτονία των γυναικών είναι μια πραγματικότητα που στηρίζεται στην παράδοση. Και στα πλαίσια λειτουργίας της παράδοσης δεν αλλάζει κάτι εάν η θεολογική αρχή της ανάγκης δεν το απαιτεί». Όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει ο Μητροπολίτης Χαλκίδος κ.κ. Χρυσόστομος, «αὐτός, λοιπόν, ὁ ἀξιόλογος θεσμός, μέ τήν ποικιλόμορφη καί εὐλογημένη δραστηριότητα εἶναι δυνατόν νά ἀναβιώση, ἐφόσον ἡ Ἐκκλησία τό θεωρήση ἀναγκαῖον ἀφοῦ σταθμίση τίς ἀνάγκες της καί μελετήση, φωτιζομένη ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τά σημεῖα τῶν καιρῶν».
 Στο ίδιο πνεύμα ο Μητροπολίτης Νιγηρίας κυρός Αλέξανδρος υπογραμμίζει πως η ιστορική απόφαση του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας για την ανασύσταση του θεσμού των διακονισσών δεν είναι τυχαία αλλά αποτελεί έργο του Παναγίου Πνεύματος. Η αναβίωση, συνεπώς, του θεσμού των διακονισσών πρέπει να είναι αποτέλεσμα της αντιμετώπισης των αναγκών, ιεραποστολικών, ποιμαντικών και εκκλησιολογικών της τοπικής εκκλησίας. Η Εκκλησία της Αλεξάνδρειας, με τα ιδιαίτερα γεωγραφικά, πολιτικά, πολιτιστικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά της, οφείλει να αποφασίζει με συνέπεια και ταπεινότητα και πάντοτε λαμβάνοντας υπόψιν τις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες και ανάγκες, τους τρόπους και τα μέσα που θα συμβάλουν στην πνευματική, ηθική και κοινωνική πρόοδ οκαι προκοπή των λαών της Αφρικής και, κυρίως, στη σωτηρία τους. 
Η παρουσία των γυναικών στο ιεραποστολικό, ποιμαντικό, διδακτικό και λειτουργικό έργο της τοπικής Εκκλησίας θα συμβάλει στην πνευματική άνθιση και ανάπτυξη των κοινοτήτων και θα απαντήσει: α) στο χρόνιο και μεγάλο πρόβλημα έλλειψης ανθρώπινου δυναμικού για την εξυπηρέτηση αυτών των αναγκών, και β) στην ανάγκη των ίδιων των γυναικών να προσφέρουν στην κοινότητα με όλα τα χαρίσματα και τα τάλαντα που τους χάρισε ο Θεός. Οι ορθόδοξες κοινότητες της Αφρικής οφείλουν να αποτελέσουν ασφαλές πλαίσιο για τις γυναίκες, πλαίσιο σεβασμού, ολοκλήρωσης του ανθρώπινου προσώπου, πλαίσιο πνευματικής μεταμόρφωσης, πλαίσιο αγάπης Στην Ορθόδοξη Εκκλησία στη σύγχρονη εποχή η διακονία για τις γυναίκες δεν συνδέεται με λειτουργικά καθήκοντα. Το βέβαιο είναι πως η αναβίωση του θεσμού των διακονισσών σχετίζεται με την αντιμετώπιση ιεραποστολικών, ποιμαντικών αναγκών σε τοπικές εκκλησιαστικές κοινότητες.
 Η σπουδαιότητα του ρόλου τους φαίνεται στις Αποστολικές Διαταγές, όπου και αναφέρεται πως καμιά γυναίκα δεν επιτρεπόταν να μιλήσει στον ίδιο τον επίσκοποή οποιονδήποτε άλλο ιερωμένο χωρίς να μιλήσει πρώτα σε κάποια διάκονο 1 . Επιπλέον, οι διακόνισσες ήταν επιφορτισμένες με τη μεταφορά και τη μετάδοση της Θείας Κοινωνίας σε γυναίκες άρρωστες, είτε στο σπίτι τους είτε στο νοσοκομείο, γεγονός που πιστοποιεί τη σημαντική θέσης των διακονισσών. Μπορούσαν επίσης να διαχειρίζονται τις δωρεές των πιστών και να τις προσφέρουν ως φιλανθρωπία σε άπορες γυναίκες2. Η ποιμαντική φροντίδα ήταν μέρος των διαφόρων καθηκόντων τους, συμπεριλαμβανομένων των επισκέψεων ακόμα και σε σπίτια ειδωλολατρών για να μεταδώσουν τον λόγοτουΧριστού. Ωστόσο οι σημαντικότερες λειτουργικές υπηρεσίες προσφέρονταν από τις διακόνισσες κατά τη διάρκεια της τελέσεως του Ιερού Μυστηρίου του Βαπτίσματος, ειδικότερακατά το βάπτισμα των γυναικών. Η βάπτιση ενήλικων γυναικών δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς την παρουσία κάποιας διακόνισσας, για λόγους ηθικής ευπρέπειας και σεβασμού 3 . Πρέπει, επίσης, να αναφέρουμε πως, πέρα από τα εκκλησιαστικά κείμενα και τις σχετικές επ’ αυτών μαρτυρία για τις διακόνισσες, διαθέτουμε κρατικές και κοσμικές πηγές των βυζαντινών χρόνων, ξεκινώντας από την Ιουστινιάνεια Νομοθεσία και τις σχετικές Νεαρές μέχρι και τον Κωνσταντίνοτον Πορφυρογέννητο και την Άννα την Κομνηνή. Η έκφραση σχετικά με τις γυναίκες διακόνους εμφανίζεται στην εκκλησιαστική νομοθεσία του Ιουστινιανού 4 κατάτον 5οκαι τις αρχές του 6ου αι. Στην 6η Νεαρά, π.χ., υπάρχει ο χαρακτηριστικός τίτλος «περὶ τοῦ πῶς δεῖ χειροτονεῖσθαι τὸ νἐπίσκοπον», που κάνει λόγο για τους επισκόπους, τους πρεσβυτέρους και τους διακόνους, άρρενας και θηλείας. Η νομοθεσία λοιπόν απεικονίζει την εκκλησιαστική πραγματικότητα της εποχής. Ο Ιουστινιάνειος Κώδικας εντάσσει σαφέστατα τις διακόνισσες στον κλήρο. Στις Νεαρές, συχνά γίνεται αναφορά και στις διακόνισσες, όπως για παράδειγμα στην 3η Νεαρά, η οποία καθορίζει τον αριθμότων κληρικών που πρέπει να διακονούν στις διάφορες εκκλησίες, ορίζοντας συγκεκριμένα για τον ναό της Αγίας Σοφίαςότι πρέπει να υπηρετούν 60 ιερείς, 100 διάκονοι και 40διακόνισσες («διακόνους δὲ ἄρρενας ἑκατὸνκαὶ τεσσαράκοντα δὲ θηλείας»), 90 υποδιάκονοι, 110 αναγνώστες, 25 ψάλτες, δηλαδή συνολικά 425 κληρικοί, χωρίς τους100ιστιάριους 5 . Σχετική μνεία γίνεται και σε Νεαρά του Ηρακλείου, που αναφέρει πως στην Παναγία των Βλαχερνών υπηρετούσαν 6 διακόνισσες για τις ανάγκες του ναού 6 . Επίσης, τον 10οαι., ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος μαρτυρεί την παρουσία των διακονισσών: «αἱ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, δηλαδὴτῆς ἉγίαςΣοφίας, τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, διακόνισσαι» 7 . Δύο αιώνες αργότερα, η Άννα η Κομνηνή στην Αλεξιάδα κάνει λόγο για τη φροντίδα που επιδείκνυε ο πατέρας της Αλέξιος Α΄ (1081-1118)για τις διακόνισσες 8 . 
Κρίνουμε αναγκαίο να παρουσιάσουμε συγκεκριμένα παραδείγματα διακονισσών, για να γίνει πιο εύκολ ακατανοητή η ύπαρξη και η δράση τους, καθώς στη σημερινή εκκλησιαστική πραγματικότητα και ζωή δεν διαθέτουμε άμεση γνώση και εμπειρία αυτού του θεσμού. Μια από τις πλέον γνωστές περιπτώσεις διακονισσών κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες μπορεί να θεωρηθεί, αναμφίβολα, πως είναι η Αγία Ολυμπιάδα, μια εκ των στενότερων συνεργατών και υποστηρικτών του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Η αγία διάκονος Ολυμπιάδα δεν είναι η μοναδική, καθώς κατά τη βυζαντινή περίοδο, και ειδικότερα κατά την περίοδο της διαποίμανσης της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως από τον ιερό Χρυσόστομο, αναφέρονται οι διακόνισσες Σιλβίνα, Πενταδία, Πρόκλα, Αμπρούκλη, Σαβινιανή, Ελισσανθία, Μαρτυρία και Παλλαδία καθώς και η Νικαρέτη, η διακόνισσατης Νικομήδειας 9 . Τό «τάγμα» των διακονισσών τίμησαν εξέχουσες μορφές αγίων γυναικών, όπως η Αγία Δομνίκη, που τη χειροτόνησε ο Νεκτάριος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως 10, και η αγία Ειρήνη, ηγουμένητου Χρυσοβαλάντου, που τη χειροτόνησε ο Άγιος Μεθόδιος Κωνσταντινουπόλεως 11 , καθώς και η οσία Ευπραξία της Ταβέννης η διάκονος, το 413 12 . Άξίζει επίσης να μνημονευθεί και η διάκονος Πουπλία 13 , μητέρα του πατριάρχη Ιωάννη στα χρόνια της βασιλείας Ιουλιανού του Παραβάτη (361-363), η οποία μάλιστα διατηρούσε στον πατριαρχικό ναό της Αντιόχειας χορούς παρθένων και είχε αναλάβει την εκγύμνασή τους 14 .
 Στον βυζαντινό κόσμο, οι γυναίκες διάκονοι είχαν τόσο λειτουργικά όσο και ποιμαντικά διακονήματα εντός της εκκλησίας. Προσέφεραν τις υπηρεσίες τους κυρίως σε άλλες γυναίκες με διάφορους τρόπους, συμπεριλαμβανομένης και της διδασκαλίας των κατηχουμένων, της βοήθειας κατά τη βάπτιση των γυναικών και της υποδοχής ή καθοδήγησης άλλων γυναικών στις ποικίλες εκκλησιαστικές υπηρεσίες. Μεσολαβούσαν επίσης μεταξύ των μελών της εκκλησίας και φρόντιζαν για τις σωματικές, συναισθηματικές και πνευματικές ανάγκες των φυλακισμένων και των διωκόμενων 15 . Επίσης, φρόντιζαν για την αποστολή τροφίμων ή ενδυμάτων σε γυναίκες που ήταν περιορισμένες στο σπίτι λόγω ασθένειας ή τοκετού. Εκτελούσαν το σημαντικό μυστηριακό καθήκον της διενέργειας του σωματικού χρίσματος και του βαπτίσματοςτων γυναικών 16 . Στις αρχές του 20ού αι., ο Άγιος Νεκτάριος χειροτόνησε στο αξίωμα της διακόνου δύο μοναχές στο γυναικείο μοναστήρι της Αγίας Τριάδος που ίδρυσε στο νησί της Αίγινας 17 . Ωστόσο, βασίστηκε στην ιεροτελεστία και το τυπικό της χειροτονίαςγιατις γυναίκες διακόνους από τη βυζαντινή περίοδο. Με βάση τις θεωρήσεις και προσεγγίσεις του αγίου Νεκταρίου, το έργο των διακονισσών ήταν άμεσα συνδεδεμένο, καταρχάς, με τη διαδικασία της τακτοποίησης, περιποίησηςκαι ευτρεπισμού της Αγίας Τράπεζας και του Ιερού Θυσιαστηρίου, με τον καθαρισμό των Ιερών Σκευών και με το άναμμα των καντηλιών του ναού 18 . Όταν απουσίαζε ο διάκονος ή ο λειτουργός ιερέας, μπορούσαν να διαβάζουν τις βιβλικέ ςκαι ευαγγελικές περικοπές κατά την διάρκεια των ιερών ακολουθιών, όχι όμως και τις σχετικές ευχές. Σε περιπτώσεις απόλυτης ανάγκης, όταν δεν υπήρχε ιερέας, μετέφεραν τη Θεία Κοινωνία σε βαριά ασθενείς μοναχές 19 . Παράτις αρχικές αντιδράσεις και επικρίσεις, αναγνωρίστηκε η πράξη του Αγίου Νεκταρίου και η εγκυρότητά της σύμφωνα με τα θέσμια της Ορθοδόξου Εκκλησίας 20 . Μετά την κοίμησή του, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, διάδοχος του Θεοκλήτου, χειροτόνησε στη Μονή της Αγίας Τριάδος Αίγινας γυναίκες διακόνισσες με την πλήρη διακονική περιβολή. Οι μοναχές που καθιέρωσε ως διακόνισσες ήταν η Χριστοφόρα, η Κυριακή, η Ευνίκη, η Παρασκευή, η Ευφροσύνη, η Θεοκτίστη και η Χαριτίνη. Αυτές είχαν το δικαίωμα να φορούν διακονικό οράριο, να θυμιατίζουν, να διακοσμούν το Άγιο Βήμα και το Ιερό θυσιαστήριο, να αναγιγνώσκουν τις Ευαγγελικές περικοπές, όταν απουσίαζε ο λειτουργός και να μεταφέρουν τα προηγιασμένα δώρα στις άρρωστες μοναχές21. Όπως ήταν φυσικό, το παράδειγμα του Αγίου Νεκταρίου ακολούθησαν και άλλες γυναικείες μοναστικές αδελφότητες, δεδομένου ότι η πνευματική του προσωπικότητα και ηβιοτήτου είχε σημαντική επίδραση σε κλήρο και λαό. Έτσι, διακόνισσες είχαμε και στην Ιερά Μονή του Αγίου Ιεροθέου Μεγάρων, καθώς ο γέροντας και ανακαινιστής της αρχιμανδρίτης κ. Πέτρος Βλοτίλδης είχε την επιθυμίανααναβιώσει τον θεσμό. «Ἔδωκε, λοιπόν, εἰς μερικὰς ἐκ τῶν ἀδελφῶν τὸν βαθμὸν τῆς διακονίσσης. Αὗται ἐφόρουν “ὀράριον” ἐν ὥρᾳ θείας Λειτουργίας, προσδίδουσαι οὕτω θαυμαστὴν μεγαλοπρέπειαν καὶ λαμπρότητα καὶ δέος εἰς τοὺς ὁρῶντας» 22 . Κάτι αντίστοιχο επίσης υπήρχε και στην Ιερά Μονή Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και Αγίου Εφραίμ στη Νέα Μάκρη 23 . Επίσης, ο Άγιος Αμφιλόχιος της Πάτμου, πνευματικό τέκνο του Αγίου Νεκταρίου και συνδεόμενος μετ’ αυτού από νεαράς ηλικίας, ζήτησε από τον Μητροπολίτη Εδέσσης και Πέλλης και έξαρχο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στα Δωδεκάνησα κ. Παντελεήμονα Παπαγεωργίου24 να χειροτονήσει διακόνισσα τη Γερόντισσα Ευστοχία, όπερ και εγένετο στις 24 Σεπτεμβρίου 1946 στην Ιερά Μονή Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Πάτμου 25 . Στις μέρες μας χειροτόνησαν διακόνισσες αρχιερείς, όπως ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χριστόδουλος, ο οποίοςκαθιέρωσε ως διακόνισσα τη γερόντισσα Ευθυμία, ηγουμένη της Ιεράς Μονής Αγίου Σπυρίδωνος Προμυρίου, χρησιμοποιώντας ένα συνδυασμό χειροτονίας και χειροθεσίας, που τελέστηκε έξω από το Ιερό Βήμα. Ο λόγος αυτής της καθιέρωσης ήταν για να μπορεί η ηγουμένη να μεταδίδει τα προηγιασμένα δώρα στις μοναχές που εγκαταβιούσαν στη μονή, η οποία βρισκόταν σε απομακρυσμένη περιοχή όπου ο ιερέας δεν μετέβαινε συχνά 26 . Είναι επομένως προφανές, ότι η συνεισφορά των διακονισσών εντός της εκκλησιαστικής κοινότητας ήταν πολύ σπουδαία, σημαντική και ουσιαστική.
 Η προσφορά τους κάλυπτε ένα ευρύ φάσμα διακονημάτων, που επεκτεινόταν σε όλους τους τομείς της εκκλησιαστικής και της κοινωνικής ζωής. Η διακόνισσα δεν έχει λειτουργικά καθήκοντα, όπωςοδιάκονος, αλλά όχι εξαιτίας αποκλεισμού και διάκρισης. Ολ όγος είναι ο καταμερισμός των διακονημάτων, τον οποίοέκανε και κάνει η Εκκλησία ανάλογα με τα διάφοραχαρίσματα. Ο Άγιος Επιφάνιος επίσκοπος Κωνσταντίας της Κύπρου επιβεβαιώνει «ὅτι μὲν διακονισσῶν τάγμα ἐστίν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἀλλ’ οὐχὶ εἰς τὸ ἱερατεύειν» 27 . Οι διακόνισσες έπρεπε να είναι πρόθυμες και έτοιμες για να υπηρετούν, να προσφέρουν διάφορες υπηρεσίες προς όλους εκείνους, που μπορεί να ζητούσαν βοήθεια από την Εκκλησία, κυρίως όμως «τὰς γυναῖκας θεραπεύειν», χωρίς κανέναδισταγμό και καμιά ντροπή μιμούμενες τον ίδιο τον Χριστό. Άρα οι διακόνισσες οφείλουν με αυτό το θυσιαστικόπνεύμαπροσφοράς, ανδρείας, απλότητας και πάνωαπόόλαειλικρινούς και ανυπόκριτης αγάπης να εξυπηρετούν και ναδιακονούν τους αδελφούς στις διάφορες ανάγκες τους. Οι τομείς δράσης των διακονισσών ήταν ο φιλανθρωπικός, οιεραποστολικός, ο διδακτικός και ο κατηχητικός, ο τομέας μέριμνας και επίβλεψης για την πνευματική πρόοδο τω νχριστιανών γυναικών, ο τομέας μοναχικού βίου και ο τομέας λατρείας. Η φιλανθρωπία 28 και η άσκηση των έργων της αγάπης προς όλους, πολύ δε περισσότερο προς τις γυναίκες 29 , ήταν ένας από τους σπουδαιότερους τομείς εργασίας των διακονισσών Αυτές ήταν οι άγγελοι του ελέους και οι επισκέπτριες αδελφέςτων ασθενών 30 , που πήγαιναν να υπηρετούν στα νοσοκομεία τους νοσούντες αδελφούς. Ιδιαιτέρως η Αγία Φοίβη αναλωνόταν στη διακονία των ασθενών γι’ αυτό και θεωρείται η πρώτη χριστιανή επισκέπτρια και νοσηλεύτρια αδελφή31 . Οι διακόνισσες είχαν την υποχρέωση να παραστέκονται στο πλευρό των θλιβομένων και των ενδεών γυναικών32, μεταδίδοντάς τους τα δώρα της χριστιανικής αγάπης. Επισκέπτονταν τους φυλακισμένους χριστιανούς, τηρώνταςτονλόγο του Κυρίου «ἐν φυλακῇ ἤμην καὶ ἤλθετε πρός με»(Μτθ. 25,36) προσκομίζοντας τις υπέρ αυτών προσφορές 33 . Έναεπίσης σημαντικό, για την εποχή εκείνη, μέρος τηςφιλανθρωπικής εργασίας των διακονισσών ήταν και ηφιλοξενία των γυναικών 34 . Οι διακόνισσες επιπλέοναντιπροσώπευαν τον επίσκοπο στις τάξεις του γυναικείουφύλου, λειτουργώντας ως αγγελιοφόροι του35 .
 Είχαν εξολοκλήρου δε την ευθύνη της προετοιμασίας του περιεχομένου των συνομιλιών και των συναντήσεων αυτώνκαι συνόδευαν τις γυναίκες προς εκείνους και ήταν παρούσεςκαθ’ όλη τη διάρκεια των συνομιλιών. Εξίσου σπουδαίος ήταν και ο ιεραποστολικός τομέας. Σεαυτόν ανήκε η όλη κατηχητική και διδακτική εργασίατωνδιακονισσών στον γυναικείο κόσμο, χριστιανικόκαι ειδωλολατρικό, μολονότι τους απαγορευόταν ρητώς το κήρυγμα μέσα στον ναό. Οι διακόνισσες ενεργούσαν ιεραποστολικά και με τον τρόπο τους κατάφερναν να προσελκύσουν πολλές από τις ειδωλολάτρισσες και εθνικές γυναίκες στην πίστη του Χριστού. Στη συνέχεια αναλάμβαναντην ευθύνη και διενεργούσαν οι ίδιες την κατήχηση τους 36 . Τέλος, έχοντας όλη την υποχρέωση της κατήχησης τωνγυναικών, δίδασκαν και νουθετούσαν πολλές φορές και τιςκατηχούμενες και τις βαπτισμένες, είτε κατά ομάδες, είτε ατομικά, σχετικά με ζητήματα που αφορούσαν άλλοτε την ατομική ή οικογενειακή ή κοινωνική ζωή, και άλλοτε τα καθήκοντα μιας αφιερωμένης στον Θεό γυναίκας37. Επιπροσθέτως, αναλάμβαναν την εκπαίδευση όχι μόνο των γυναικών και των κοριτσιών αλλά και των ορφανών, πολλές φορές ακόμα και τη διδασκαλία και την κατήχηση των αγοριώνκαι των νέων, όπως μαρτυρεί ο Θεοδώρητος 38 . Ένα ακόμα από τα πλέον λεπτά και ευαίσθητα καθήκοντα που είχαν επιφορτιστεί οι διακόνισσες ήταν αυτό που ο ΆγιοςΕπιφάνιος αποκαλεί «ἐπίσκεψιν πάθους» 39 . Όταν υπήρχαν είτε υπόνοιες είτε καταγγελίες ότι οποιεσδήποτε γυναίκες από τις αφιερωμένες στον Θεό, που ανήκαν στο τάγμα των παρθένων διακονισσών ή σε ομάδα εκκλησιαστικών παρθένων, υπέπεσαν σε ηθικά σαρκικά παραπτώματα και εξαιτίας αυτώναπώλεσαν τη σωματική τους παρθενία και αγνότητα, έμπιστε ςδιακόνισσες αποστέλλονταν ως ειδική επιτροπή, διενεργούσαν σωματική αυτοψία και όφειλαν ενόρκως να καταθέσουν σχετική αναφορά στους επισκόπους για το αν είναι αληθινή ή ψευδής η υπόνοια ή η καταγγελία 40 .
 Ο τομέας μέριμνας και επίβλεψης για την πνευματική πρόοδο των χριστιανών γυναικών ήταν ένα από τα κύρια και καθοριστικής σημασίας καθήκοντα των διακονισσών. Η επίβλεψη γινόταν όχι μόνο στον ναό και κατά την ώρα της δημόσιας λατρείας, της Θείας Λειτουργίας και κάθε άλλης θρησκευτικής τελετής, αλλά και στον ιδιωτικό βίο των γυναικών και γενικά των χριστιανικών οικογενειών. Οι διακόνισσες, ακόμη, είχαν υπό την άμεση δικαιοδοσία και επίβλεψή τους τα τάγματα των «εκκλησιαστικών χηρών», των εκκλησιαστικών παρθένων και όλων εκείνων των ομάδων γυναικών που δεν ανήκαν στην τάξη των διακονισσών και όφειλαν να υπακούουν σ’ αυτές 41 . Ένα τέτοιο παράδειγμα μας παρέχει ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης για τη διακόνισσα Λαμπαδία, την οποία αναφέρει ως «προτεταγμένη τοῦχοροῦτῶν παρθένων ἐν τῷ τῆς διακονίας βαθμῷ» 42 . Πέρα από τη σημαντική υπηρεσία στους «παρθενώνες», άξια ιδιαίτερης αναφοράς είναι και η θέση και εργασία πολλών διακονισσών μέσα στα γυναικεία μοναστήρια. Στα μοναστήρια, οι διακόνισσες άλλοτε εξασκούν τα διακονικά τους καθήκοντα εντός του καθολικού (ναού) της Μονής και άλλοτε αναλαμβάνουν τα καθήκοντα της Ηγουμένης 43 . Άλλωστε, εκτός από την Αγία Ολυμπιάδα, η οποία γνωρίζουμε ότι ήταν ηγουμένη του μοναστηριού που η ίδια ίδρυσε στην Κωνσταντινούπολη 44 , το οποίο βρισκόταν κοντά στον Ναό τηςτου Θεού Σοφίας, ηγουμένη πιθανώς να ήταν και η Αγία Μακρίνα 45 . Οι διακόνισσες επιτελούσαν το διακόνημά τους ως«πυλωροί» ή θυρωροί στους ναούς και κατά την ώρα της λατρείας κάθονταν στις θύρες των ναών εμποδίζοντας τις γυναίκες που δεν ήταν βαπτισμένες ή βρίσκονταν σε επιτίμιο να εισέλθουν στον κυρίως ναό. «Στηκέτωσαν δὲ οἱ μὲν πυλωροί εἰς τὰς εἰσόδους τῶν ἀνδρῶν, φυλάσσοντες αὐτάς, αἱ δὲ διάκονοι εἰς τὰς τῶν γυναικῶν, δίκην ναυστολόγων. Φυλαττέσθωσαν δὲ αἱ θύραι, ἵνα μή τις ἄπιστος εἰσέλθῃ ἢ ἀμύητος» 46 . Επιπλέον, οι πυλωροί είχαν τη μεγάλη ευθύνη να ελέγχουν, πριν μπουν στον ναό, τις συστατικές επιστολές όλων αυτών που είχαν ταξιδέψει από άλλη πόλη. Ένας Σύρος συγγραφέας στην επιστολή του «Πρός Ἀντιοχεῖς», η οποία αποδόθηκε στον Άγιο Ιγνάτιο Αντιοχείας ‒ εσφαλμένα, αφού γράφτηκε στις αρχές του 5ου αι.–, λέγει: «Ἀσπάζομαι τὰς φρουροὺς τῶν ἁγίων πυλῶν, τὰς ἐν Χριστῷ διακόνους. Ἀσπάζομαι τὰς Χριστολήπτους παρθένους» 47 . Παράλληλα, οι διακόνισσες φρόντιζαν για την τάξη στον ναό, την ευπρέπειακαι καθαριότητα των θέσεων των γυναικών, οι οποίες ήταν χωρισμένες από τις θέσεις των ανδρών, καταλαμβάνοντας χώρο στο ένα κλίτος του ναού. Οι διακόνισσες, επίσης, είχαν αναλάβει να υποδεικνύουν στις γυναίκες τις θέσεις τους εντός του ναού 48 . Φρόντιζαν ώστε οι νεότερες να παραχωρούν τις θέσεις τους στις μεγαλύτερες γυναίκες και παρείχαν τιμητικές θέσεις στις παρευρισκόμενες στον ναό ξένες γυναίκες. Στο πλαίσιο του διακονήματος αυτού ήταν να επιπλήττουν όσες γυναίκες δεν προσέρχονταν εγκαίρως στη Θεία Λατρείακαι συμπροσεύχονταν μαζί τους ώστε να τις φωτίσει ο Θεός και νατους δώσει περισσότερο ζήλο. Όπως οι διάκονοι «ἐπεσκόπουντὸν λαόν», έτσι και οι διακόνισσες, «ἐπεσκόπουν», τις γυναίκες«ὅπως μή τις ψιθυρίσῃ ἢ νυστάξῃ ἢ γελάσῃ ἢ νεύσῃ. Χρὴ γὰρ ἐν ἐκκλησίᾳ ἐπιστημόνως καὶ νηφαλίως καὶ ἐγρηγορότως ἑστάναι καὶ ἐκτεταμένην ἔχειν τὴν ἀκοὴν ἐπὶ τὸν τοῦ Κυρίου λόγον» 49 . Οι διακόνισσες πολύ πιθανόν να έδιδαν και το σύνθημα συμμετοχής των γυναικών στο υποψάλσιμο κατά την ώρα της Λατρείας και έκαναν για τις γυναίκες την αρχή του διδομένου κατά την ώρα της Θείας Λειτουργίας «φιλήματος τῆς εἰρήνης», κατά το οποίο «οἱ ἄνδρες ἠσπάζοντο τούς ἄνδρας καί αἱ γυναῖκες τάς γυναῖκας» 50 . Ιδιαιτέρως σημαντικό σημείο του λειτουργικού διακονήματος είναι η άμεση και ενεργή συμμετοχή των διακονισσών στην τέλεση του βαπτίσματος των γυναικών. Η διακόνισσα βοηθάει «τοῖς πρεσβυτέροις ἐν τῷ βαπτίζεσθαι τὰς γυναῖκας διὰ τὸ εὐπρεπές» 51 . Σύμφωνα και με την 6η Νεαρά του Ιουστινιανούοι διακόνισσες, κοντά στα άλλα, υπηρετούν «τοῖςπροσκυνητοῖς βαπτίσμασι» 52 . Επειδή στην αρχαία Εκκλησία δεν υφίστατο ακόμη ο νηπιοβαπτισμός, αφενός, και αφετέρου η γενική συνήθεια των χρόνων εκείνων, όπως και σήμερα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ήταν η κατά το βάπτισμα ολική κατάδυση του σώματος στο νερό σε κατάσταση πλήρους γυμνότητος, καταλαβαίνουμε πόσο χρήσιμες ήταν οι διακόνισσες. Η παρουσία τους στο βάπτισμα ήταν αναγκαία και επιβεβλημένη, για να τελείται το μυστήριο με την μέγιστη ευπρέπειακαι τηναρμόζουσα κοσμιότητα 53 . Η διακόνισσα βοηθούσε προπάντωνστην ένδυση και έκδυση της βαπτιζομένης γυναικόςκαι διενεργούσε την διά του επορκιστού ελαίου και αγίου Μύρου χρίση του σώματός της, με τον ιερέα ή τον επίσκοπο να χρίει μόνον το μέτωπό της 54 . Έτσι απομακρυνόταν κάθε πιθανός σκανδαλισμός, όχι μόνο των εθνικών αλλά και των πιστών μελών της Εκκλησίας, ακόμη και κληρικών, γιατί δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως και οι κληρικοί είναι άνθρωποι. Το σπουδαιότερο καθήκον των διακονισσών ήταν και η μεταφορά και μετάδοση της Θείας Κοινωνίας σε ασθενείς γυναίκες, που δεν μπορούσαν να μεταβούν στον Ναό. Μεταξύ των υπολοίπων διακονημάτων, οι διακόνισσες φαίνεται ότι λάμβαναν ενεργό μέρος στην προετοιμασία του νεκρού σώματος των χριστιανών γυναικών, στο «σαβάνωμα», τη διακόσμηση, την κηδεία και τον ενταφιασμό των κεκοιμημένων 55 . Σχετικές πληροφορίες παρέχει ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, όταν αναφέρεται στη διακόνισσα Λαμπαδία, η οποία επιμελήθηκε τη διακόσμηση της κηδείαςτης αδελφής του Αγίας Μακρίνας 56 . Συμπερασματικά, η Ορθοδοξία, ανέκαθεν, δεν παύει ναθεωρεί αυτονόητη την ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών. Η ισότητα είναι απόλυτα βασισμένη στην ορθόδοξη ανθρωπολογία και στα οικεία χωρία της Γένεσης περί δημιουργίας του ανθρώπου «κατ’ εἰκόνα» και «καθ’ ὁμοίωσιν» Θεού. Από την εποχή του Χριστού και των αποστόλων Του μέχρι τις ημέρες μας, δεν έχουν πάψει να υπάρχουν στους κόλπους της Εκκλησίας και γυναίκες, οι οποίες προσέφεραν και συνεχίζουν ακούραστες να προσφέρουν πολύ σημαντικό έργο και διακονία. Η θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας πέρα και έξω από ακρότητες, φανατισμούς και συναισθηματικές εξάρσειςσυνοψίζεται πολύ μεστά, κατά τη γνώμη μας, στη διδασκαλίατου μεγάλου πατρός της Εκκλησίας μας του Αγίου ΓρηγορίουΝύσσης. Με πολλή λεπτότητα και «χειρουργική ακρίβεια» αναλύει την υπέρβαση των διεστώτων που προσφέρεται λυτρωτικά εν Χριστώ Ιησού για όλο το ανθρώπινο γένος. Με καθαρό βλέμμα και εσχατολογική προοπτική υπερβαίνει τη μονιμότητα των δύο φύλων, που είναι απότοκοτης πεπτωκυίας φύσης του ανθρώπου, και ατενίζει την ένδοξη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού και την Ανάσταση ζώντων και κεκοιμημένων στην όντως ζωή εν Χριστώ, όπου το ανθρώπινογένος απαλλαγμένο από τους δερμάτινους χιτώνες θαμετέχει στην κοινωνία με τον Θεό χωρίς αυτά τα μεταπτωτικά σχήματα (άνδρας - γυναίκα). Άλλωστε, ο Κύριος ήταν ξεκάθαρος όταν είπε «πλανᾶσθε μὴ εἰδότες τὰς γραφὰς μηδὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ. ἐν γὰρ τῇ ἀναστάσει οὔτε γαμοῦσιν οὔτε ἐκγαμίζονται, ἀλλ᾿ ὡς ἄγγελοι Θεοῦ ἐν οὐρανῷ εἰσι» (Μτθ. 22, 29-32). Εδώ και δεκαετίες είχε αρχίσει να αναδύεται το ζήτημα περί επαναφοράς του θεσμού των διακονισσών.
 Ο σχετικός προβληματισμός είχε προβληθεί έντονα περί τα μέσα του 20ού αιώνα από τον αοίδιμο καθηγητή Ευάγγελο Θεοδώρου, που είχε ασχοληθεί επισταμένως με το θέμα. Παράλληλα, τόσο εκμέρους της Εκκλησίας της Ελλάδος, όσο και εκ μέρους άλλων Εκκλησιών του ορθόδοξου κόσμου, προσφάτως δε του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής, έχουν αρχίσει κινήσεις σχετικές με την επαναφορά του θεσμού των διακονισσών. Οφείλουμε να επισημάνουμε ότι ο θεσμός των διακονισσών συνδέεται άμεσα με τη διαδικασία της ιεραποστολής και την ποιμαντική θεωρία και πράξη. Ο ρόλος των διακονισσών κρίνεται απαραίτητο να αναδειχθεί ως απόλυτα σημαντικόςγια την προώθηση της χριστιανικής ιεραποστολής σε διάφορεςπεριοχές ιδιαίτερα του Τρίτου Κόσμου, πολύ δε περισσότερο στην υποσαχάρια Αφρική. Η λειτουργία του θεσμού σε μια τέτοια γεωγραφική ζώνη δεν παύει, ταυτόχρονα, να αποτελεί πολύ μεγάλη πρόκληση, ηοποία συνδέεται άμεσα και με την αναβάθμιση του ρόλου της γυναίκας σε πολλές κοινωνίες της Αφρικής. Από την άποψη αυτή, άλλωστε, ο θεσμός των διακονισσών αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία και βαρύτητα. Ο λόγος είναι πολύ απλός: μέσα από την παρουσία των διακονισσών, είναι χαρακτηριστικό ότι αποτυπώνεται η αέναα επαναστατική και ριζοσπαστική διάσταση του ίδιου του Χριστιανισμού και της ανθρωπολογίας του, που ανέκαθεν, από την αρχή του χρόνου και μέχρι τα Έσχατα, θεωρεί τη γυναίκα ισότιμη με τον άνδρα. Έτσι, και η γυναίκα συμμετέχει ισότιμα στο σχέδιοτης θείας οικονομίας για τη σωτηρία των ανθρώπων και τουκόσμου. Τούτο διότι ο ενανθρωπήσας Χριστός προσέλαβε τον όλον άνθρωπον, για να μη χωράει οποιαδήποτε διάκριση στοσχέδιοτου Θεού για τη σωτηρία του κόσμου. Στη σύγχρονη εποχή της μετανεωτερικότητας, μια τέτοια προσέγγιση ίσως έχει ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα. Είναι αλήθεια ότι οι γυναίκες έχουν κατορθώσει ώς τις μέρες μας πολλά πράγματα, ως προς τη χειραφέτησή τους σε αρκετά πεδία, όπως της πολιτικής συμμετοχής, της αγοράς εργασίας, των μισθών, του οικογενειακού δικαίου, της καταγγελίας εναντίον του σεξισμού στην καθημερινή ζωή κλπ. Εντούτοις, αυτή η ίδια η μετανεωτερικότητα μπορεί να λειτουργεί μετρόπο, ώστε ο σύγχρονος άνθρωπος, άνδρας και γυναίκα, να χάσει τον δρόμο και τον προορισμό του. Τούτο είναι συναφές και με τη συσκότιση του ανθρώπινου νου, ως προς την προοπτική της πορείας του ανθρώπινου γένους προς τα Έσχατα. Αυτή τη χρονική στιγμή, διάφορες πτυχές της μετανεωτερικής πολιτιστικής πραγματικότητας μπορεί να λειτουργούν ακόμα και εις βάρος της χειραφέτησης του κάθε ανθρώπου και συνακόλουθα και αυτού του ίδιου του γυναικείου φύλου. Υπ᾽ αυτό το πρίσμα, ο θεσμός των διακονισσών στο πλαίσιο της σύγχρονης Εκκλησίας μπορεί να αποτελέσει ένα πραγματικά χρήσιμο εργαλείο απελευθέρωσης των γυναικώνεντός της κοινωνίας, χωρίς αυτό να σχετίζεται με φεμινιστικές νοοτροπίες. Η Ορθόδοξη Εκκλησία ως Σώμα Χριστού, πάντοτεμε εσχατολογική προοπτική, συγκροτεί αυτή τη νέα ανθρώπινη κοινωνία, την απολυτρωμένη ανθρώπινη κοινωνία, όπου κάθε άνθρωπος κατ’ εικόνα του Θεού πλασμένος υπερβαίνει τα έμφυλα στερεότυπα, καταδεικνύοντας έτσι την καθολικότητα της ανθρώπινης φύσης που πηγάζει ακριβώς από την καθολικότητα του Λόγου. Το Παλαίφατο Δευτερόθρονο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής, προβαίνει στην επανενεργοποίηση του θεσμού των διακονισσών χωρίς να παρασύρεται ή να πέφτει στις παγίδες της φεμινιστικής θεολογίας που αφορούν την ιερωσύνη των γυναικών. Το Πατριαρχείο προχωρεί με τόλμη και συναίσθηση της ποιμαντικής του ευθύνης έναντι του νευραλγικού έργου της ιεραποστολής και όχι από μια υποτιθέμενη φεμινιστική πρόκληση, σε μια πραγματικά εκκλησιολογική ανάδειξη ενός θεσμού μαρτυρικής προσφοράς και θυσιαστικής διακονίας. Ο λόγος που οδήγησε στη λήψη αυτής της απόφασης είναι η αντιμετώπιση των τοπικών ιεραποστολικών, εκκλησιαστικών-ποιμαντικών αναγκών, όπως περιεγράφησαν ανωτέρω και όπως μπορούμε να καταθέσουμε από την προσωπική μας εμπειρία κατά την άσκηση του ιεραποστολικού μας έργου στην πρώτη γραμμή. Όπως πολύ σωστά είχε προτείνει ο μακαριστός Μητροπολίτης Νιγηρίας κυρός Αλέξανδρος, θα πρέπει προς ώραν να ανασταλεί οποιαδήποτε εσπευσμένη ενεργοποίηση του θεσμού των διακονισσών, όχι γιατί δεν υφίσταται ανάγκη αναβίωσης του θεσμού αλλά γιατί οφείλει να γίνει ορθά από άποψη θεολογική, εκκλησιολογική, ιεραποστολική, ποιμαντική και λειτουργική. Φρονούμε ταπεινά πως, εφόσον το Πατριαρχείο θελήσει ουσιαστικά να ενεργοποιήσει τον θεσμό των διακονισσών, αυτό που οφείλουμε να κάνουμε, κατόπιν ενδελεχούς μελέτηςτων σχετικών πηγών και σε συνεργασία που ήδη έχουμε προτείνει σε ομάδα λειτουργιολόγων, είναι να προχωρήσουμεστη σύνταξη μίας νέας ακολουθίας μετά σχετικού τυπικού προσαρμοσμένης, όμως, στα δεδομένα της αφρικανικής εκκλησιαστικής πραγματικότητας, για την καθιέρωση των γυναικών στη διακονία. Η ακολουθία θα πρέπει να εδράζεται στο κείμενο των Αποστολικών Διαταγών, στον πρώτο τόμο της Patrologia Graeca, το οποίο αναφέρεται στο τυπικό χειροτονίας της διακονίσσης, ώστε να μην υπάρχει επουδενί ο κίνδυνος να υποπέσουν σε οποιεσδήποτε μορφής νεωτερισμό. Επιπλέον, λαμβάνοντας αφορμή από την ερώτηση που έθεσε η διακόνισσα Μαρία στη Σιέρρα Λεόνε προς τον Μητροπολίτη Γουινέας κ.κ. Γεώργιο, σχετικά με τα καθήκοντά της, διαπιστώνουμε αιφνιδιασμό και σχετική αμηχανία. Η απάντησή του ήταν πως δεν υπάρχει συγκεκριμένο κείμενο που να καθορίζει τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις των διακονισσών. Επομένως, προτού το Πατριαρχείο προχωρήσει, σε οποιαδήποτε καθιέρωση διακονισσών, πρέπει να εργαστούμε ώστε να παραδώσουμε έναν κανονισμό λειτουργίας του εν λόγω θεσμού. Σε αυτόν πρέπει με σαφή θεολογικά, εκκλησιολογικά, ιεραποστολικά και ποιμαντικά κριτήρια να ορίζονται επακριβώς οι προϋποθέσεις, οι υποχρεώσεις και τα καθήκοντα των διακονισσών, καθώς και οι ποινές, αν υποπέσουν σε παραπτώματα ανάρμοσταμε τη θέση και τον ρόλο τους. Ένα σημαντικό στοιχείο που οφείλει να περιέχει αυτός ο κανονισμός, είναι η περιγραφή της αμφίεσηςτων διακονισσών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους εντός και εκτός του ιερού ναού αλλά και κατά την ώρα τελέσεως τη ςθείας λατρείας. Το τυπικό και ο κανονισμός λειτουργίας του θεσμούτων Διακονισσών είναι επιβεβλημένο να εγκριθεί από τη ΙεράΣύνοδο του Πατριαρχείου, ώστε να είναι κοινώς αποδεκτάκαι τα δύο κείμενα από όλους τους αρχιερείς του Αλεξανδρινού Θρόνου. Θεωρούμε δε ότι θα ήταν τιμητικό και θα προσέδιδε κύρος και πανηγυρικό χαρακτήρα εάν ο Μακαριώτατος Πατριάρχης και η υπ’ αυτόν Αγία Σύνοδος προέβαιναν στις πρώτες χειροθεσίες διακονισσών. Επομένως, όταν όλα όσα προτείνονται παραπάνω πραγματοποιηθούν και έχουν την αρμόζουσα συνοδικήκαι επιστημονική κατοχύρωση, θα αποδεικνύεται περίτρανα πως η αναβίωση του θεσμού των διακονισσών αποτελεί μια πράξη επιστροφής στη λειτουργική και λατρευτική Παράδοση της Εκκλησίας και όχι μια έξωθεν επιβαλλόμενη νεωτεριστική επίδραση και αλλοίωση. Από όσα προαναφέρθηκαν καθίσταται σαφές ότι η πορεία που καλούμαστε να διανύσουμε μέχρι τη στιγμή της ουσιαστικής, αληθινής και οριστικής αναβίωσης του θεσμού των διακονισσών θα είναι κοπιαστική. Αποτελεί αναμφίβολα θετικό σημάδι η όλο και αυξανόμενη ενασχόληση με το θέμα, κατά τόπους Εκκλησιών, εκκλησιαστικών κοινοτήτων, μοναστικών αδελφοτήτων και μεμονωμένων προσώπων, είτε τοποθετούνται θετικά είτε αρνητικά, με τις όποιες επιφυλάξεις. Φυσικά, το Πατριαρχείο έχει κάθε δικαίωμα να ενεργοποιήσει και να εφαρμόσει εντός των ορίων του όποια απόφαση λάβει συνοδικώς, χωρίς να χρειάζεται την κανονική άδεια κανενός. Επειδή όμως είμαστε βέβαιοι ότι ο Μακαριώτατος Πατριάρχης Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής κ.κ. Θεόδωρος, αλλά και όλη η περί αυτόν Ιερά Σύνοδος του Θρόνου του Αγίου Μάρκου, δεν επιθυμούν τη διασάλευση της ενότητας της Εκκλησίας ούτε τον σκανδαλισμό των πιστών, θα προτείναμε, εν ευθέτω χρόνω, όταν το Πατριαρχείο θα είναι έτοιμο, να καλέσει σε ανοιχτό διάλογο όσους αδελφούς ενδιαφέρονται, εφόσον πρώτα ενημερωθούν για τα ορθώς πεπραγμένα από πλευράς του Πατριαρχείου. Μέσα από αυτήν την κίνηση το Παλαίφατο Δευτερόθρονο ΠατριαρχείοΑλεξανδρείας θα αποδείξει, για μία ακόμα φορά, πως δεν επιθυμεί τα σχίσματα ούτε να σκανδαλίσει τους αδύναμους 24 αδελφούς, αλλά με γνώμονα την αγάπη να διακονήσει τους αφρικανούς αδελφούς μας και με κάθε πρόσφορομέσοναενισχύσει τη μαρτυρία του Ευαγγελίου και της ΒασιλείαςτουΘεού στη Μαύρη Ήπειρο.

Υποσημειώσεις: 

1 Apostolic Constitutions, Library of Greek Fathers and Ecclesiastical Writers, Vol. 2, Athens 1955, 2:26. 
2. Salapatas, "The Liturgical Role of the Deaconess in the Apostolic Constitutions", Theologia, 72, 2(2001), σ. 562. 
3. Ἀποστολικαὶ Διαταγαί, ΒΕΠΕΣ (Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και Εκκλησιαστικών Συγγραφέων) τ. 2. εκδ. Ἀπ. Διακονίας, Ἀθῆναι 1955, 2:2.
4 Αποστολόπουλος, Βυζαντινό δίκαιο και μεταβυζαντινή νομοθεσία, σ. 233.
 5. βλ. Νεαρά 3η Ἰουστιάνειος Νεαρά, κεφ. Ιδ΄, τόμ. 3: Novellae, σ. 21. Ο δε Βαλσαμών ερμηνεύοντας τον 16ο Κανόνα της εν Τρούλλω Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, λέγει: «Ὁ Ιουστινιανὸς ἑξήκονταπρεσβυτέρους, διακόνους δ’ ἑκατὸν καὶ διακονίσσας τεσσαράκοντα ἐν τῇ Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ ἔταξεν»(Σύνταγμα, 2, σ. 340).
 6. Παλιούρας, «Ναός Παναγίας των Βλαχερνών», https://ec-patr.org/temples/panagia-ton-vlaxernon/ 
7. Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, Ἔκθεσις Βασιλείου τάξεως, Ι, Λε΄, PG 112, 425 - 426, Ευ. Θεοδώρου, «Ὁ θεσμός τῶν Διακονισσῶν ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ», στο imaik.gr (2022)
8. Αν. Κομνηνής, Αλεξιάδα, σ. 217. Annae Gomnenae, Alexias, 1839/78, II, σ. 348-349. 
9. Σωζομενού, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 8.23 PG 67,1576 A-D. Νικηφόρου Καλλίστου, ἘκκλησιαστικὴἹστορία, 13.25, PG 146, 1016 A-C. Ευ. Θεοδώρου, Ιστορία και θεωρία της εκκλησιαστικής κοινωνικής διακονίας, σ. 157. Τσάμης, Μητερικόν, τ. Στ΄, σ. 350-353, Θεοτέκνη Ἁγιοστεφανίτισσα, (μοναχή), Ἡθέση τῆς μοναχῆς στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, σ. 80. 
10. Τσάμης, Μητερικόν, τ. Β΄, σ. 212. 
11. Τσάμης, Μητερικόν, τ. Β΄, σ. 258. 
12. Βίος τῆς ἁγίας Εὐπραξίας (5ος αἰ., μνήμη 25 Ἰουλίου) (BHG 631), Act. SS, Mart. II, 1865, σ. 922.
 13. Η διάκονος Πουπλία (μνήμη 9 Ὀκτωβρίου), Βασιλείου, Μηνολόγιον, PG 117,97. Θεοδωρήτου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Γ΄, 17. ΘΗΕ, 10, 570.
1.4 Σπυράκου, Οι χοροί ψαλτών κατά τη βυζαντινή παράδοση, σ. 184-185. 
15. Swan, The forgotten desert mothers, σ.106.
 16. Grenz, Kjesbo, Women in the Church, σ. 39. 
17. Karidoyanes, Women and Deacons in the Orthodox Church, σ. 151 - 152. 
18. Έγγραφο Ι.Μ. Καμερούν, Γρηγόριος Στεργίου, (Μητροπολίτης Καμερούν), ), Ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Μακαριώτατο Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας καὶ πάσης Ἀφρικῆς κ.κ. Θεόδωρο Β΄, Πασχάλιες εὐχὲς καὶ Θεολογικὴ μελέτη περὶ τῆς Θέσεως τοῦ ἡμετέρου Παλαιφάτου Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας διὰ τὴν Ἱερωσύνην τῶν Γυναικῶν, Γιαουντέ (7/5/2005) και Στεργίου, Περί τῆς χειροτονίας των «Διακονισσῶν»ἐν τῷ Πατριαρχείῳ Ἀλεξανδρείας, Αλεξάνδρεια 2016. 
19. Ματθαιάκης, Ο Άγιος Νεκτάριος Κεφαλάς, σ. 147-148. 
20. Λεονταρίτης, Πενταπόλεως Νεκτάριος, σ. 75. 
21. Ευ. Θεοδώρου, «Ὁ θεσμός τῶν διακονισσῶν κατά τήν ὀρθόδοξον παράδοσιν καί τόν ἅγιον Νεκτάριον», σ. 219-220.
22. Ξεκούκη, Προσκυνητάριον Ιεράς Μονής Κυπαρισσιωτίσσης και Αγίου Ιεροθέου Μεγάρων, σ. 115. Την ύπαρξη διακονισσών στη μονή μου το είχε αναφέρει χρόνια πριν η μακαριστή ηγουμένη Ταβιθάμοναχή σε κατ’ ιδίαν συζήτησή μας, καθώς και η μοναχή Θεοδούλη, και μου την επιβεβαίωσε και ηηγουμένη της Ι. Μονής, γερόντισσα Ισιδώρα. 
23. Την πληροφορία μου την έδωσε η μοναχή Θεοδούλη της Ι.Μ. Αγίου Ιεροθέου, λέγοντάς μου ότι αντίστοιχη φωτογραφία σαν αυτή που υπάρχει στο δικό τους ιστορικό της μονής, υπάρχει και στο βιβλίο για τη Γερόντισσα Μακαρία της Ι. Μονής του Αγίου Εφραίμ (ο ίδιος δεν την είδα με τα μάτιαμου γιατί δεν είχα τη δυνατότητα μεταβάσεως στην εν λόγω μονή). 
24. Βασιλειάδης, επιμ., Μνήμη Μητροπολίτου Παντελεήμονος Παπαγεωργίου.
 25. Κουλοπούλου, Η μακαριστή Γερόντισσα Ευστοχία, σ. 67. Σχετική αναφορά για την αξιοποίηση των γυναικών από τον Άγιο Αμφιλόχιο στην ιεραποστολική του δράση έχουμε και στο βιβλίο του Νικ. Τσιρέβελου, Ένας πρόδρομος της Ορθόδοξης μαρτυρίας στην οικουμένη. Άγιος Αμφιλόχιος της Πάτμου, εκδ. Ostracon Publishing, Θεσσαλονίκη 2019. Για τη χειροθεσία σε διακόνισσα της γερόντισσας Ευστοχίας, βλ. και Τσιρέβελος, «Ο Άγιος Αμφιλόχιος της Πάτμου και η γυναίκα στη ζωή και μαρτυρίατης Εκκλησίας», σ. 450.
26. Ευ. Θεοδώρου, «Ὁ θεσμός τῶν διακονισσῶν κατά τήν ὀρθόδοξον παράδοσιν καί τόν ἅγιον Νεκτάριον», σ. 220-221.
27 Επιφανίου Κύπρου, Κατὰ αἱρέσεων, 79.3, PG 42, 744D -745. 28 Πρβλ. Ραπτόπουλος, Η διακόνισσα των Κεγχρεών, σ. 61. 29 Ἀποστολικὲς Διαταγές, 3,15, ΡG 1, 796-79
 26. Ευ. Θεοδώρου, «Ὁ θεσμός τῶν διακονισσῶν κατά τήν ὀρθόδοξον παράδοσιν καί τόν ἅγιον Νεκτάριον», σ. 220-221.
27. Επιφανίου Κύπρου, Κατὰ αἱρέσεων, 79.3, PG 42, 744D -745. 
28. Πρβλ. Ραπτόπουλος, Η διακόνισσα των Κεγχρεών, σ. 61. 
29. Ἀποστολικὲς Διαταγές, 3,15, ΡG 1, 796-797
30. Διδασκαλία III 12,4 και Επιφανίου Κύπρου, Κατὰ αἱρέσεων Ὀγδοήκοντα, ΡG 42, 744-745 και 824και εξ. 
31. Ραπτόπουλος, Η διακόνισσα των Κεγχρεών, σ. 63. Με αυτό ως δεδομένο, ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήμων Β΄ πρότεινε, και εισακούστηκε, να καθιερωθεί η Αγία Φοίβη ως προστάτιδα του Σώματος των νοσηλευτριών.
 32. Ἀποστολικὲς Διαταγές, 3.19, ΡG 1, 804.
 33. Λουκιανού Σαμοσατέως, «Περὶ τῆς Περεγρίνου τελευτῆς», IIIc. XII.
 34. Ἀποστολικὲς Διαταγές 2.58, ΡG 1, 740 - 741. 
35. Ἀποστολικὲς Διαταγές, 3.19, ΡG 1, 804
36. Πρβλ. Ραπτόπουλος, Η διακόνισσα των Κεγχρεών, σ. 59. 
37. Rahmani, Testamentum Domini nostril Jesu Christi, σ. 97.
 38. Θεοδωρήτου Κύρου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 3.10, PG 82, 1101-1104. 
39. Επιφανίου Κύπρου, Κατὰ αἱρέσεων, PG 42, 744-745. 
40. Βλ. «Αι διακόνισσαι…», στο Ορθοδοξία, σ. 653 και εξ.
41. Ἀποστολικὲς Διαταγές, 3.7, ΡG 1, 780.
 42. Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τὸν βίον τῆς ὁσίας Μακρίνης, ΡG 46, 984-986. Πρβλ. Θεοτέκνη Ἁγιοστεφανίτισσα, (μοναχή), Ἡ θέση τῆς μοναχῆς στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, σ. 79-80. 
43 Βίος ἤτοι πολιτεία... Ὀλυμπιάδος, Anal. Bolland., τ. 15, σ. 415. Μανουήλ Iω. Γεδεών, Βυζαντινὸν Ἑορτολόγιον, Μνῆμαι τῶν ἀπὸ τοῦ Δ΄ μέχρι τοῦ ΙΕ΄ αἰῶνος ἑορταζομένων ἁγίων, εν Κωνσταντινουπόλει 1851-1943, σ. 136 και 139.
 44. Βίος ἤτοι πολιτεία... Ὀλυμπιάδος, Anal. Bolland., τ. 15, σ. 415. Μανουήλ Iω. Γεδεών, Βυζαντινὸν Ἑορτολόγιον, Μνῆμαι τῶν ἀπὸ τοῦ Δ΄ μέχρι τοῦ ΙΕ΄ αἰῶνος ἑορταζομένων ἁγίων, εν Κωνσταντινουπόλει 1851-1943, σ. 136 και 139. 
45. Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τὸν βίον τῆς ὁσίας Μακρίνης, ΡG 46, 984-986.
46. Ἀποστολικὲς Διαταγές, 2.57, ΡG 1, 732.
 47. Ιγνατίου Αντιοχείας, Πρὸς Αντιοχεῖς, ΡG 5, 908. 
48. Ἀποστολικὲς Διαταγές, 2.57, ΡG 1, 733.
 49. Ἀποστολικὲς Διαταγές, 2.57, ΡG 1, 733
50. Τρεμπέλας, Αἱ τρεῖς Λειτουργίαι, σ. 90.
 51. Ἀποστολικὲς Διαταγές, 8.28, ΡG 1, 1125. 
52. 6η Ἰουστιάνειος Νεαρά, Κεφ. ΙΔ΄, σ. 43. 
53. Πρβλ. Ραπτόπουλος, Η διακόνισσα των Κεγχρεών, σ. 60. 
54. Ἀποστολικὲς Διαταγές, 3.15, ΡG 1, 796-797. «Ὁ ἐπίσκοπος μόνον τὴν κεφαλήν χρίει…ἡ δὲ διακόνισσα ὅλον τὸ σῶμα».
55. Πρβλ. 59η Ἰουστιάνειος Νεαρά, Κεφ. Δ΄, σ. 320. 
56. Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τὸν βίον τῆς ὁσίας Μακρίνης, ΡG 46, 989 κ.εξ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.